Language of document : ECLI:EU:T:2010:461

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 10ης Νοεμβρίου 2010

Υπόθεση T-260/09 P

Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

κατά

Manuel Simões Dos Santos

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταναίρεση — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Προαγωγή — Περίοδος προαγωγών 2003 — Μηδενισμός και εκ νέου υπολογισμός του κεφαλαίου των μορίων αξιολογήσεως — Εκτέλεση αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου — Δεδικασμένο — Νομική βάση — Μη αναδρομικότητα — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υλική ζημία — Απώλεια ευκαιρίας προαγωγής — Ηθική βλάβη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα), της 5ης Μαΐου 2009, F-27/08, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑113 και II‑A‑1‑613). Αίτηση ανταναιρέσεως υποβληθείσα από τον Simões Dos Santos.

Απόφαση: Το Γενικό Δικαστήριο αναιρεί τα σημεία 2 έως 5 του διατακτικού της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 5ης Μαΐου 2009, F-27/08, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑113 και II‑A‑1‑613). Κατά τα λοιπά, απορρίπτει τις αιτήσεις αναιρέσεως και ανταναιρέσεως. Αναπέμπει την υπόθεση ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Θέσπιση νέου συστήματος προαγωγών — Αφαίρεση των μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν υπό το παλαιό σύστημα — Παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως της αναδρομικής ισχύος, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 45)

2.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Θέσπιση νέου συστήματος προαγωγών — Αφαίρεση των μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν υπό το παλαιό σύστημα — Ανάγκη ρητής, ακριβούς και απαλλαγμένης αμφισημίας νομικής βάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 45, 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Θέσπιση νέου συστήματος προαγωγών — Αφαίρεση των μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν υπό το παλαιό σύστημα — Υπάλληλος που διαθέτει σημαντικό υπόλοιπο μορίων αξιολογήσεως λόγω της μεγάλης προϋπηρεσίας του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Αποτελέσματα — Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως

(Άρθρο 233, εδ. 1, ΕΚ)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Πλήρης δικαιοδοσία — Αυτεπάγγελτη καταδίκη του καθού οργανισμού στην καταβολή αποζημιώσεως σε περίπτωση ζημίας προκληθείσας από υπηρεσιακό πταίσμα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

6.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Πλήρης δικαιοδοσία — Περιεχόμενο — Όρια — Τήρηση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Πλήρης δικαιοδοσία — Αποκατάσταση της υλικής ζημίας υπό την έννοια της απώλειας ευκαιριών — Εκτίμηση — Κριτήρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 91 § 1)

1.      Οι αρχές της απαγορεύσεως της αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν μπορούν να επεκταθούν τόσο ώστε να παρακωλύουν, κατά γενικό τρόπο, την εφαρμογή του νέου κανόνα στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων που γεννήθηκαν υπό το κράτος του παλαιότερου κανόνα. Αντιθέτως, οι κανόνες ουσιαστικού δικαίου πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι αφορούν καταστάσεις που δημιουργήθηκαν πριν την έναρξη ισχύος των κανόνων αυτών μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο προκύπτει σαφώς από το γράμμα, τον σκοπό ή την οικονομία τους ότι πρέπει να τους αναγνωριστεί τέτοια ισχύς. Επιπλέον, οι εν λόγω αρχές απαγορεύουν να ορίζεται η έναρξη της ισχύος μιας πράξεως της Ενώσεως σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεώς της, εκτός αν, κατ’ εξαίρεση, το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και γίνεται δεόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Προσέτι, ο σκοπός που μπορεί να δικαιολογήσει την αναδρομικότητα πράξεως γενικής ισχύος δεν μπορεί ούτε να εξαντλείται στο αναδρομικό αποτέλεσμα, αυτό καθεαυτό, της εν λόγω πράξεως, που δεν μπορεί να είναι παρά ένα μόνον αποτέλεσμά της, ούτε να συμπίπτει με μόνη τη βούληση του συντάκτη της μεταγενέστερης πράξεως να θεραπεύσει αναδρομικώς παράλειψη της αρχικής πράξεως, άλλως θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας τα ένδικα βοηθήματα που παρέχουν τη δυνατότητα προβολής ενώπιον του δικαστή της Ενώσεως της παραβιάσεως, με την προσβαλλόμενη πράξη, των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου και προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Ενώ η παράλειψη του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), να συνεκτιμήσει, καθ’ ολοκληρίαν και κατά τρόπο πανομοιότυπο, τα μόρια αξιολογήσεως που χορηγήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής των υπαλλήλων συνιστά θεμιτή επιλογή του Γραφείου, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας ως προς τη θέση σε εφαρμογή και την τροποποίηση του συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής των υπαλλήλων, το Γραφείο δεν μπορεί να στηρίζεται στους σκοπούς που επιδιώκονται με τη μεταρρύθμιση του συστήματος αυτού, η οποία έγκειται στην εξάλειψη των αδυναμιών του εν λόγω συστήματος που απορρέουν από την απονομή υπερβολικά μεγάλου αριθμού μορίων αξιολογήσεως επί τη βάσει σημαντικής προϋπηρεσίας μάλλον παρά πραγματικών προσόντων του οικείου υπαλλήλου, όταν παραλείπει να διευκρινίσει τους λόγους για τους οποίους, αντί να καταργήσει αναδρομικά τα υπόλοιπα μόρια αξιολογήσεως που προέρχονται από το παλαιό σύστημα, δεν ήταν δυνατόν να τα μετατρέψει, με άμεσο αποτέλεσμα, σε μόρια αξιολογήσεως που εμπίπτουν στο νέο σύστημα αξιολογήσεως και προαγωγής, χωρίς τούτο να θίγει τους εν λόγω σκοπούς. Στην περίπτωση αυτή, ο σκοπός που έγκειται στην εξάλειψη των αδυναμιών του παλαιού συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής δεν συνιστά, αυτός καθεαυτόν, σκοπό ικανό να δικαιολογήσει την αναδρομική εφαρμογή αποφάσεως περί αφαιρέσεως των αποκτηθέντων μορίων αξιολογήσεως.

Επιπλέον, η απόφαση αυτή συνιστά προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του οικείου υπαλλήλου, εφόσον αυτός μπορούσε θεμιτώς να αναμένει, δυνάμει δικαστικής αποφάσεως που ακύρωσε, λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως, την απόφαση περί αφαιρέσεως μορίων, ότι το υπόλοιπο των μορίων αξιολογήσεως που απέκτησε υπό το κράτος του παλαιού συστήματος δεν του αφαιρείται αναδρομικώς, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποιήσεως του εν λόγω υπολοίπου με άμεσο αποτέλεσμα και για το μέλλον.

(βλ. σκέψεις 48, 52, 54, 60, 62 και 63)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 25 Ιανουαρίου 1979, 99/78, Weingut Decker, Συλλογή τόμος 1979/1, σ. 81, σκέψη 8· 11 Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, Συλλογή 1981, σ. I‑3695, σκέψη 17· 11 Δεκεμβρίου 2008, C‑334/07 P, Επιτροπή κατά Freistaat Sachsen, Συλλογή 2008, σ. I‑9465, σκέψεις 43 και 44· 19 Μαρτίου 2009, C‑256/07, Mitsui & Co. Deutschland, Συλλογή 2009, σ. I‑1951, σκέψη 2 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 14 Φεβρουαρίου 2007, T‑435/04, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑61 και II‑A‑2‑427, σκέψη 100· 7 Οκτωβρίου 2009, T‑380/06, Vischim κατά Επιτροπής,Συλλογή 2009, σ. II‑3911, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Η εσωτερική κανονιστική ρύθμιση που θεσπίζει όργανο ή οργανισμός της Ενώσεως, σχετικά με την εφαρμογή νέου συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής των υπαλλήλων και προβλέπει την αφαίρεση μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν υπό το κράτος του παλαιού συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής πρέπει να περιέχει ειδικό κανόνα που λειτουργεί ως νομική βάση για την επίτευξη του σκοπού της μεταρρυθμίσεως του εν λόγω συστήματος, δηλαδή κανόνα ρητό, σαφή και ακριβή που να αφορά την κατάργηση των μορίων αξιολογήσεως που συγκέντρωσαν οι υπάλληλοι του εν λόγω οργάνου ή οργανισμού υπό το κράτος του παλαιού συστήματος.

Η έλλειψη τέτοιας νομικής βάσεως συνιστά παρανομία η οποία δεν μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση μεταγενέστερης πράξεως αναδρομικής ισχύος.

Πράγματι, η έλλειψη αυτή δεν περιορίζεται σε απλή τυπική πλημμέλεια που θα μπορούσε να θεραπευθεί αναδρομικά, μέσω ερμηνευτικής πράξεως, αλλά συνιστά σοβαρή και μη δυνάμενη να θεραπευθεί παρανομία, αντίθετη προς τις αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου. Επιπλέον, σε διαφορετική περίπτωση, δεν θα διασφαλιζόταν πλέον η πρακτική αποτελεσματικότητα των ενδίκων βοηθημάτων που σκοπούν στην ακύρωση πράξεως ή στην αναγνώριση του παράνομου χαρακτήρα της λόγω ελλείψεως νομικής βάσεως, δεδομένου ότι το οικείο όργανο ή ο οικείος οργανισμός θα μπορούσε να εξαφανίσει αναδρομικά τα αποτελέσματα της ακυρώσεως αυτής ή της αναγνωρίσεως του παράνομου χαρακτήρα και, επομένως, να δημιουργήσει μια νομική κατάσταση στο παρελθόν, ως εάν η εν λόγω σοβαρή και μη δυνάμενη να θεραπευθεί παρανομία δεν είχε ποτέ διαπραχθεί, πράγμα που θα είχε ως συνέπεια να του παράσχει τη δυνατότητα της εκ των υστέρων τροποποιήσεως του αντικειμένου ένδικης διαφοράς η οποία κατέληξε στην ακύρωση ή στην αναγνώριση της παρανομίας. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η νομιμότητα της γενικής κανονιστικής ρυθμίσεως, η οποία θεωρείται ότι συνιστά τη νομική βάση της ακυρωθείσας πράξεως, δεν τίθεται, αυτή καθεαυτή, εν αμφιβόλω στο πλαίσιο προσφυγής κατά της πράξεως αυτής και, κατά συνέπεια, με απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου.

Επιπλέον, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι η έλλειψη νομικής βάσεως συνιστά απλώς τυπική πλημμέλεια, η ακυρωτική δικαστική απόφαση που στηρίζεται σε τέτοια πλημμέλεια εμπεριέχει διαπίστωση παρανομίας η οποία ανάγεται στην ημερομηνία θέσεως σε ισχύ της ακυρωθείσας πράξεως, με την επιφύλαξη της δυνατότητας επαναλήψεως της διαδικασίας με σκοπό την αντικατάσταση της πράξεως αυτής στο συγκεκριμένο στάδιο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρανομία και του ενδεχομένου κύρους των προπαρασκευαστικών πράξεων που εκδόθηκαν προηγουμένως. Πάντως, από τις αρχές αυτές δεν συνάγεται ότι η πράξη που εκδόθηκε μεταγενέστερα και αποσκοπεί στην αντικατάσταση της ακυρωθείσας λόγω τυπικής πλημμέλειας πράξεως είναι ικανή να θεραπεύσει αναδρομικά την εν λόγω πλημμέλεια.

(βλ. σκέψεις 56, 57, 59, 71 και 72)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 15 Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψεις 72 έως 75· 29 Νοεμβρίου 2007, C‑417/06 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψεις 51 έως 53

ΓΔΕΕ, Simões Dos Santos κατά ΓΕΕΑ, προαναφερθείσα, σκέψεις 139 έως 146

3.      Στο πλαίσιο εσωτερικής κανονιστικής ρυθμίσεως οργάνου ή οργανισμού της Ενώσεως, σχετικά με την εφαρμογή νέου συστήματος αξιολογήσεως και προαγωγής των υπαλλήλων, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η λήψη αποφάσεως με αναδρομικό αποτέλεσμα που προβλέπει την αφαίρεση μορίων αξιολογήσεως που αποκτήθηκαν υπό το παλαιό σύστημα έναντι υπαλλήλου ο οποίος ήταν ο μόνος που, αφενός, διέθετε ιδιαιτέρως υψηλό υπόλοιπο μορίων αξιολογήσεως λόγω της σημαντικής προϋπηρεσίας του και, αφετέρου, είχε ασκήσει κατ’ επανάληψη προσφυγές προκειμένου να διατηρήσει το υπόλοιπο αυτό.

Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι βάσιμος ο ισχυρισμός του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) ότι ο υπάλληλος αυτός βρισκόταν σε παρεμφερή ή πανομοιότυπη κατάσταση σε σχέση με αυτή των άλλων υπαλλήλων του εν λόγω Γραφείου, η οποία μπορούσε να δημιουργήσει ανισότητες στη μεταχείριση σε βάρος των τελευταίων.

(βλ. σκέψη 61)

4.      Προκειμένου να συμμορφωθεί με ακυρωτική δικαστική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη υποχρεούται να σεβαστεί όχι μόνο το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και που συνιστά το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, με το σκεπτικό αυτό, αφενός, εντοπίζεται η ακριβής διάταξη που θεωρείται ως παράνομη και, αφετέρου, σ’ αυτό εμφαίνονται οι ακριβείς λόγοι της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό και που το οικείο κοινοτικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της πράξεως που ακυρώθηκε.

Εξάλλου, το άρθρο 233 ΕΚ επιβάλλει στο οικείο όργανο την υποχρέωση να φροντίσει ώστε η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα να μην εμφανίζει τις παρατυπίες που προσδιόρισε η ακυρωτική απόφαση. Οι αρχές αυτές εφαρμόζονται κατά μείζονα λόγο όταν η ακυρωτική απόφαση έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

Ο σκοπός της προσφυγής ακυρώσεως και η πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ θα διακυβεύονταν σοβαρά και μάλιστα θα καταστρατηγούνταν, εάν το όργανο το οποίο εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη, αντί να λάβει τα μέτρα που επιβάλλει η εκτέλεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου και να διορθώσει τη διαπραχθείσα παρανομία, είχε την εξουσία να τροποποιήσει, με αναδρομικό αποτέλεσμα, το νομικό θεμέλιο της εν λόγω πράξεως για να επιτύχει αποτέλεσμα αντίστοιχο προς αυτό που ελέγχθηκε από τον δικαστή της Ενώσεως.

(βλ. σκέψεις 70 και 72)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 26 Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27· 14 Σεπτεμβρίου 1999, C‑310/97 P, Επιτροπή κατά AssiDomän Kraft Products κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5363, σκέψεις 54 και 56· 13 Ιουλίου 2000, C‑8/99 P, Gómez de Enterría y Sanchez κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑6031, σκέψη 20· Ιταλία κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, σκέψη 50

5.      Στις διαφορές χρηματικού χαρακτήρα, το άρθρο 91, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του ΚΥΚ απονέμει στον δικαστή της Ενώσεως πλήρη δικαιοδοσία, στο πλαίσιο της οποίας διαθέτει την εξουσία, αν χρειάζεται, να υποχρεώσει αυτεπαγγέλτως το καθού όργανο ή τον καθού οργανισμό στην καταβολή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από πταίσμα του και, στην περίπτωση αυτή, λαμβανομένων υπόψη όλων των περιστάσεων της υποθέσεως, να εκτιμήσει κατά δίκαιη κρίση τη ζημία που προκλήθηκε. Πράγματι, η πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή της Ενώσεως τη δυνατότητα να επιλύει πλήρως τις διαφορές των οποίων επιλαμβάνεται και, ακόμη και σε περίπτωση μη νομοτύπου προβολής σχετικού αιτήματος, όχι μόνο να ακυρώνει αλλά και, εάν ενδείκνυται, να υποχρεώνει αυτεπαγγέλτως το καθού όργανο ή τον καθού οργανισμό σε καταβολή αποζημιώσεως για την ηθική βλάβη που προκλήθηκε από υπηρεσιακό πταίσμα του.

Λαμβανομένων υπόψη των αρχών αυτών, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως ασκηθείσας από υπάλληλο κατά αποφάσεως του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ultra petita, καθόσον επιδίκασε στον ενδιαφερόμενο, παρά την έλλειψη ρητού σχετικού αιτήματος εκ μέρους του, αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη λόγω υπηρεσιακού πταίσματος του Γραφείου.

(βλ. σκέψεις 83 έως 85)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX‑II, Επανεξέταση M κατά EMEA, Συλλογή 2009, σ. I‑12033, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑4469, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ, 8 Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψη 232 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

6.      Η πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ενώσεως επί διαφορών χρηματικού χαρακτήρα μεταξύ των οργάνων και των υπαλλήλων τους δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει στον δικαστή αυτόν την εξουσία να εξαιρέσει μια τέτοια διαφορά από την τήρηση των δικονομικών κανόνων που συνδέονται με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Η αρχή αυτή, για την τήρηση της οποίας μεριμνά ο δικαστής της Ενώσεως, συγκαταλέγεται στα δικαιώματα άμυνας και εφαρμόζεται σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην εκ μέρους κοινοτικού οργάνου έκδοση αποφάσεως η οποία θίγει σοβαρά τα συμφέροντα ενός προσώπου.

Κατά κανόνα, συνεπάγεται το δικαίωμα των διαδίκων να λαμβάνουν γνώση των πραγματικών περιστατικών και των εγγράφων επί των οποίων πρόκειται να στηριχθεί η ένδικη απόφαση, καθώς και το δικαίωμά τους να συζητήσουν τα αποδεικτικά στοιχεία και τις υποβληθείσες ενώπιον του δικαστή παρατηρήσεις, καθώς και τους νομικούς ισχυρισμούς τους οποίους έλαβε υπόψη του αυτεπαγγέλτως ο δικαστής και επί των οποίων πρόκειται να στηρίξει την απόφασή του. Πράγματι, για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλία τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας. Κατά συνέπεια, ο δικαστής της Ενώσεως αδυνατεί, κατ’ αρχήν, να θεμελιώσει την απόφασή του επί νομικού ισχυρισμού τον οποίο έλαβε υπόψη αυτεπαγγέλτως, έστω και αν είναι δημοσίας τάξεως, χωρίς να έχει καλέσει προηγουμένως τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού.

Συναφώς, όταν το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά την ύπαρξη και την έκταση ηθικής βλάβης που υπέστη υπάλληλος του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα), καθώς και τη δυνατότητα να αποζημιωθεί, χωρίς προηγουμένως να δώσει την ευκαιρία στο Γραφείο να γνωστοποιήσει επωφελώς την άποψή του συναφώς, παραβιάζει την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας του Γραφείου.

(βλ. σκέψεις 86, 87, 91 και 92)

Παραπομπή:

ΔΕE, 2 Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψεις 50 έως 57· Επανεξέταση M κατά EMEA, προαναφερθείσα, σκέψεις 40 έως 42 και αντίστοιχη εκεί νομολογία και σκέψη 58

ΓΔΕΕ, 12 Μαΐου 2010, T‑491/08 P, Bui Van κατά Επιτροπής, σκέψη 88

7.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την επιλογή των προαγωγίμων υπαλλήλων. Επομένως, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι η εν λόγω αρχή διέπραξε παρανομίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προαγωγής εις βάρος του ενδιαφερομένου, οι παρανομίες αυτές δεν αρκούν, αφεαυτών, για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, ελλείψει αυτών, ο ενδιαφερόμενος θα είχε πράγματι, προαχθεί και ότι, κατά συνέπεια, η προβαλλόμενη υλική ζημία είναι πραγματική και βέβαιη, άλλως δεν θα γινόταν δεκτή η ευρεία διακριτική ευχέρεια της αρχής αυτής στον τομέα των προαγωγών. Πράγματι, ο ΚΥΚ δεν παρέχει δικαίωμα προαγωγής, ακόμη και στους υπαλλήλους που πληρούν όλες τις προϋποθέσεις για να μπορούν να προαχθούν. Επομένως, ο δικαστής της Ενώσεως δεν μπορεί, χωρίς να υποκαταστήσει με την εκτίμησή του αυτή της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, να καθορίσει με επαρκή ακρίβεια τις πιθανότητες προαγωγής του ενδιαφερομένου, ώστε να είναι σε θέση να διαπιστώσει ότι ο εν λόγω ενδιαφερόμενος υπέστη χρηματική ζημία συναφώς. Κατά συνέπεια, ελλείψει δικαιώματος προαγωγής, η υλική ζημία που προβάλλει ο αναιρεσείων δεν μπορεί να συνίσταται στην απώλεια της πρόσθετης αμοιβής που θα είχε λάβει στην περίπτωση της προαγωγής του.

Πάντως, όπως αναγνωρίστηκε από τη νομολογία, πραγματική και βέβαιη ζημία και, επομένως, δυνάμενη να αποκατασταθεί, μπορεί να προκύψει και από την απώλεια ευκαιρίας, όπως αυτή της προαγωγής. Ωστόσο, εάν υφίστανται στοιχεία αρκούντως ακριβή και βάσιμα, τα οποία στηρίζονται σε διεξοδικούς υπολογισμούς, ώστε να καταδεικνύεται ότι, ανεξαρτήτως της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, ο αναιρεσείων υπάλληλος θα είχε συγκεκριμένη και σοβαρή ευκαιρία να προαχθεί σε περίπτωση μετατροπής του υπολοίπου μορίων αξιολογήσεως που προέρχεται από παλαιό σύστημα αξιολογήσεως και προαγωγής σε κεφάλαιο μορίων αξιολογήσεως που εμπίπτει σε νέο σύστημα, δεν είναι νόμιμη η διαπίστωση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ότι ακόμη και η σοβαρή πιθανότητα προαγωγής δεν μπορεί να θεμελιώσει υλική βλάβη συνιστάμενη στην απώλεια αποδοχών. Αντιθέτως, ενδεχόμενη απώλεια συνιστά στοιχείο κρίσιμο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της εκτάσεως της αποζημιώσεως που θα πρέπει να επιδικασθεί για να αποκατασταθεί ζημία λόγω απώλειας ευκαιρίας.

(βλ. σκέψεις 102 έως 106)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 21 Φεβρουαρίου 2008, C‑348/06 P, Επιτροπή κατά Girardot, Συλλογή 2008, σ. I‑833, σκέψεις 54 επ. και σκέψη 67

ΓΔΕΕ, 15 Σεπτεμβρίου 2005, T‑132/03, Casini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑253 και II‑1169, σκέψη 97 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 31 Ιανουαρίου 2007, T‑166/04, C κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑9 και II‑A‑2‑49, σκέψεις 65 και 66