Language of document : ECLI:EU:T:2010:215

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 20ής Μαΐου 2010

Υπόθεση T-261/09 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Antonello Violetti κ.λπ.

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες που αφορούσαν ορισμένα φυσικά πρόσωπα — Πράξη που δεν συνιστά βλαπτική πράξη»

Αντικείμενο: Αναίρεση κατά της απόφασης που εξέδωσε στις 28 Απριλίου 2009 το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05, Violetti κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑83 και II‑A‑1‑473), με την οποία ζητείται η μερική ακύρωση της εν λόγω απόφασης.

Απόφαση: Η απόφαση που εξέδωσε στις 28 Απριλίου 2009 το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑5/05 και F‑7/05, Violetti κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑A‑1‑83 και II‑A‑1‑473), αναιρείται κατά το μέρος κατά το οποίο κρίνονται παραδεκτά τα αιτήματα ακύρωσης του υπηρεσιακού σημειώματος της 5ης Αυγούστου 2003 με το οποίο η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) διαβίβασε στις ιταλικές δικαστικές αρχές πληροφορίες που αφορούσαν τον Antonello Violetti, τη Nadine Schmit και δώδεκα άλλους υπαλλήλους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε πίνακα που έχει επισυναφθεί στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Τα ακυρωτικά αιτήματα που υπέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ο A. Violetti, η N. Schmit και δώδεκα άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε πίνακα που έχει επισυναφθεί στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, απορρίπτονται. Ο A. Violetti, η N. Schmit και οι δώδεκα άλλοι υπάλληλοι της Επιτροπής, τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται σε πίνακα που έχει επισυναφθεί στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, φέρουν τα δύο τρίτα των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν για τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για την παρούσα διαδικασία. Η Επιτροπή φέρει, όσον αφορά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, τα δικαστικά της έξοδα και το ένα τρίτο των εξόδων των πρωτοδίκως προσφευγόντων, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε για την παρούσα διαδικασία. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που παρενέβη πρωτοδίκως υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει ορισμένες πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 90α· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 10 § 2)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση της OLAF να διαβιβάσει ορισμένες πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές — Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 90α· κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2, εδ. 2· απόφαση 1999/396 της Επιτροπής, άρθρο 4 § 2)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση της OLAF να διαβιβάσει ορισμένες πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές — Δεν εμπίπτει — Γνώμη της πειθαρχικής επιτροπής — Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων, άρθρο 90)

1.      Συνιστούν βλαπτικές πράξεις, κατά των οποίων μπορεί συνεπώς να ασκηθεί προσφυγή, μόνο τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία είναι ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση.

Ειδικότερα, η απόφαση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) να διαβιβάσει πληροφορίες για συγκεκριμένο υπάλληλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εθνικές δικαστικές αρχές δεν μπορεί να θεωρηθεί βλαπτική πράξη, εφόσον δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική κατάσταση του ενδιαφερόμενου, αφού οι εν λόγω αρχές παραμένουν ελεύθερες, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF, να εκτιμούν, κατά την άσκηση των εξουσιών τους, το περιεχόμενο και τη σημασία των πληροφοριών αυτών και να αποφασίζουν συνεπώς ποια συνέχεια θα πρέπει να δοθεί.

Το γεγονός ότι οι πληροφορίες διαβιβάζονται κατά παράβαση των διατάξεων που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας του υπαλλήλου τον οποίο αφορούν οι πληροφορίες αυτές δεν ασκεί καμία επιρροή επί του χαρακτηρισμού της απόφασης διαβίβασης των πληροφοριών ως βλαπτικής πράξης.

Το συμπέρασμα αυτό δεν σημαίνει ότι ο υπάλληλος τον οποίο αφορά η εν λόγω παράβαση δεν έχει καμία δυνατότητα έννομης προστασίας. Συγκεκριμένα, κάθε παράνομη ενέργεια της OLAF που δεν αφορά βλαπτική πράξη ενδέχεται να επισύρει την επιδίκαση αποζημίωσης κατόπιν άσκησης της σχετικής αγωγής.

Εξάλλου, οι εθνικές αρχές, εφόσον αποφασίσουν να προχωρήσουν σε περαιτέρω έρευνα, θα εκτιμήσουν τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από την παράνομη αυτή ενέργεια και κατά της εκτίμησης αυτής θα μπορούν να ασκηθούν τα ένδικα μέσα και βοηθήματα που προβλέπει το εθνικό δίκαιο, με όλες τις εγγυήσεις που προβλέπει το δίκαιο αυτό, μεταξύ των οποίων καταλέγονται και οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα.

(βλ. σκέψεις 46, 47, 58 και 59)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 19 Απριλίου 2005, C‑521/04 P(R), Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. 3103, σκέψεις 32 και 34

ΓΔΕΕ, 15 Ιουλίου 1993, T‑17/90, T‑28/91 και T‑17/92, Camara Alloisio κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑841, σκέψη 39· 19 Οκτωβρίου 1995, T‑562/93, Obst κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑247 και II‑737, σκέψη 23· 13 Ιουλίου 2004, T‑29/03, Comunidad Antónoma de Andalucía κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2923, σκέψη 29· 15 Οκτωβρίου 2004, T‑193/04 R, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3575, σκέψεις 43 και 44· 4 Οκτωβρίου 2006, T‑193/04, Tillack κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3995, σκέψη 70

2.      Η απόφαση της OLAF να διαβιβάσει πληροφορίες στις εθνικές δικαστικές αρχές δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ούτε για τη σταδιοδρομία ούτε για την οικονομική κατάσταση του υπαλλήλου τον οποίο αφορούν οι επίμαχες πληροφορίες.

Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο κανονισμός 1073/1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την OLAF, προβλέπει απλώς, στο άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, ότι οι πληροφορίες που διαβιβάζονται στο πλαίσιο των εσωτερικών ερευνών δεν επιτρέπεται ιδίως να ανακοινώνονται σε πρόσωπα άλλα από εκείνα τα οποία, λόγω των καθηκόντων τους, καλούνται να τις γνωρίζουν ούτε να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς, εκτός της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας. Το πρότυπο απόφασης που έχει επισυναφθεί στη διοργανική συμφωνία της 25ης Μαΐου 1999 μεταξύ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής και, όσον αφορά τους υπαλλήλους της Επιτροπής, η απόφαση 1999/396, η οποία επίσης αφορά, όπως και η παραπάνω συμφωνία, τους όρους και τις λεπτομέρειες των εσωτερικών ερευνών στον τομέα της καταπολέμησης της απάτης, της δωροδοκίας και κάθε άλλης παράνομης δραστηριότητας επιζήμιας για τα συμφέροντα των Κοινοτήτων, προβλέπουν απλώς, με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ότι για την αναβολή της εκπλήρωσης της υποχρέωσης να δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να εκφρασθεί, όταν η αναβολή αυτή είναι αναγκαία για τους σκοπούς της έρευνας, απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Γενικού Γραμματέα του οργάνου. Κατά συνέπεια, οι εφαρμοστέες διατάξεις δεν προβλέπουν ότι οι προϊστάμενοι του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την αξιολόγησή του, πρέπει να ενημερώνονται για την απόφαση διαβίβασης των πληροφοριών. Δεύτερον, αν, κατά την αξιολόγηση, λαμβανόταν υπόψη το γεγονός ότι ορισμένες πληροφορίες έχουν διαβιβαστεί στις εθνικές αρχές, αυτό θα ήταν παράνομο και θα δικαιολογούσε την ακύρωση της έκθεσης εξέλιξης της σταδιοδρομίας, χωρίς να συνιστά δεσμευτικό νομικό αποτέλεσμα της απόφασης διαβίβασης των πληροφοριών.

Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ύπαρξη απλώς του ενδεχομένου η διαβίβαση των πληροφοριών στις εθνικές αρχές να περιέλθει, κακώς, σε γνώση των προϊσταμένων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, οι οποίοι είναι αρμόδιοι για την αξιολόγησή του, και να ληφθεί παρανόμως υπόψη κατά την αξιολόγηση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα της απόφασης διαβίβασης των πληροφοριών που έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό της απόφασης αυτής ως βλαπτικής πράξης.

(βλ. σκέψεις 62 έως 64)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 8 Μαρτίου 2007, Strack κατά Επιτροπής, C‑237/06 P, δεν έχει δημοσιευτεί στη Συλλογή, σκέψη 66 

ΓΔΕΕ, 22 Μαρτίου 2006, T‑4/05, Strack κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑83 και II‑A‑2‑361, σκέψη 49

3.      Δεν υπάρχει αναλογία μεταξύ της απόφασης της OLAF να διαβιβάσει πληροφορίες για ορισμένο υπάλληλο στις εθνικές αρχές και της γνώμης της πειθαρχικής επιτροπής, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη. Ενώ δηλαδή η πειθαρχική επιτροπή αποφαίνεται αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος έχει παραβεί κυρίως τις υποχρεώσεις που υπέχει από τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Κατάστασης και γενικότερα την υποχρέωση τήρησης του δικαίου της Ένωσης και η γνώμη της οδηγεί κατά κανόνα στη λήψη από το κοινοτικό όργανο στο οποίο εργάζεται ο εν λόγω υπάλληλος απόφασης που ενδέχεται να είναι θετική ή αρνητική γι’ αυτόν, αυτό δεν ισχύει καθόλου στην περίπτωση της απόφασης διαβίβασης πληροφοριών, καθόσον η OLAF περιορίζεται απλώς στη διαβίβαση στις εθνικές δικαστικές αρχές ορισμένων πληροφοριών, των οποίων η εκτίμηση από την άποψη του ποινικού δικαίου εμπίπτει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα των αρχών αυτών.

(βλ. σκέψη 70)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 29 Ιανουαρίου 1985, 228/83, F. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 275