Language of document : ECLI:EU:T:2014:912

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας — Πρόγραμμα κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας — Σύμβαση χρηματοδοτήσεως σχεδίου — Προσφυγή ακυρώσεως — Χρεωστικό σημείωμα — Συμβατική φύση της διαφοράς — Πράξη μη υποκείμενη σε προσφυγή — Απαράδεκτο — Αναχαρακτηρισμός της προσφυγής — Επιλέξιμες δαπάνες»

Στην υπόθεση T‑29/11,

Technische Universität Dresden, με έδρα τη Δρέσδη (Γερμανία), εκπροσωπούμενο από τον G. Brüggen, δικηγόρο,

προσφεύγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον W. Bogensberger και τη D. Calciu, στη συνέχεια, από τον M. Bogensberger και τη F. Moro, επικουρούμενους από τους R. Van der Hout και A. Köhler, δικηγόρους,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως του χρεωστικού σημειώματος με αριθμό 3241011712, που εξέδωσε η Επιτροπή στις 4 Νοεμβρίου 2010, για την επιστροφή του ποσού των 55 377,62 ευρώ το οποίο καταβλήθηκε στην προσφεύγουσα ως χρηματοδοτική συνδρομή σχεδίου στο πλαίσιο του προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας (2003-2008),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τη M. E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, τον S. Gervasoni (εισηγητή) και τον L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιουνίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το προσφεύγον, Technische Universität Dresden, είναι ίδρυμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης δημοσίου δικαίου.

2        Στις 21 Απριλίου 2004 το προσφεύγον σύναψε με την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ως εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σύμβαση με αριθμό 2003114 (SI2.377438) (στο εξής: σύμβαση χρηματοδοτήσεως), όσον αφορά την χρηματοδότηση του σχεδίου «Collection of European Data on Lifestyle Health Determinants — Coordinating Party (LiS)» (στο εξής: σχέδιο) στο πλαίσιο του προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας (2003-2008). Το σχέδιο είχε διάρκεια 24 μηνών, από τις 15 Απριλίου 2004 μέχρι τις 15 Απριλίου 2006.

3        Η σύμβαση χρηματοδοτήσεως προέβλεπε τη χορήγηση στο προσφεύγον επιδοτήσεων σε ποσοστό 60 % επί του συνολικού εκτιμώμενου επιλέξιμου κόστους του έργου, έως το ανώτατο όριο των 327 150 ευρώ.

4        Κατά το άρθρο I.8, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, η χορήγηση της επιδοτήσεως διεπόταν από τους όρους της συμβάσεως, τους ισχύοντες κοινοτικούς κανόνες και, επικουρικώς, το βελγικό δίκαιο για τη χορήγηση επιδοτήσεων. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως αυτής, οι δικαιούχοι μπορούσαν να ασκήσουν προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου κατά των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των όρων της εν λόγω συμβάσεως και με τις λεπτομέρειες εκτελέσεώς της και, σε περίπτωση αιτήσεως αναιρέσεως, ενώπιον του Δικαστηρίου.

5        Το διάστημα μεταξύ 14 Μαΐου 2004 και 13 Δεκεμβρίου 2006 η Επιτροπή προέβη σε τρεις πληρωμές προς το προσφεύγον συνολικού ύψους 326 555,84 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο 60 % του συνολικού δηλωθέντος κόστους του σχεδίου, το οποίο ανερχόταν σε 544 259,73 ευρώ.

6        Στις 16 και 17 Ιουλίου 2007 διενεργήθηκε χρηματοοικονομικός έλεγχος στο προσφεύγον.

7        Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή διαβίβασε στο προσφεύγον την έκθεση ελέγχου. Στην έκθεση αναφέρονταν μη επιλέξιμες δαπάνες συνολικού ποσού 90 829,47 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε στο ποσό των δαπανών προσωπικού (46 125,66 ευρώ), των δαπανών για παροχή υπηρεσιών (12 918,45 ευρώ), των διοικητικών εξόδων (3 030,83 ευρώ) και των εξόδων των σχετικών με το αποθεματικό για απρόβλεπτα (24 341,17 ευρώ), στα οποία προστέθηκαν και έμμεσες δαπάνες οι οποίες θεωρήθηκαν επίσης μη επιλέξιμες (4 413,36 ευρώ). Στο εν λόγω ποσό δεν περιλαμβάνονταν καθόλου δαπάνες ταξιδίου, ενώ από τις εξηγήσεις που δόθηκαν με την εν λόγω έκθεση προέκυπτε ότι οι δαπάνες ταξιδίου σχετικά με συγκέντρωση που οργανώθηκε στην Κύπρο τον Σεπτέμβριο του 2005, ύψους 638,04 ευρώ, ήσαν μη επιλέξιμες.

8        Ακολουθώντας τη σύσταση της έκθεσης ελέγχου, η Επιτροπή ζήτησε, με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2008, από το προσφεύγον την επιστροφή ποσού 54 497,68 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στη διαφορά μεταξύ της χρηματοοικονομικής ενίσχυσης που καταβλήθηκε βάσει του συνολικού κόστους που δήλωσε το προσφεύγον και της ανώτατης χρηματοοικονομικής συμμετοχής η οποία καθορίστηκε, κατόπιν του ελέγχου, σε 272 058,16 ευρώ. Η Επιτροπή κάλεσε το προσφεύγον να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί των διαπιστώσεων αυτών.

9        Με έγγραφο της 20ής Φεβρουαρίου 2008, το προσφεύγον δέχθηκε να επιστρέψει 24 763,13 ευρώ, αμφισβήτησε ορισμένες διαπιστώσεις της έκθεσης ελέγχου και υπέβαλε στην Επιτροπή έγγραφα για να αποδείξει την επιλεξιμότητα ορισμένων δαπανών που θεωρήθηκαν μη επιλέξιμες στην εν λόγω έκθεση.

10      Με έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης της 18ης Φεβρουαρίου 2009 (στο εξής: έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης), η Επιτροπή, κατόπιν αναλύσεως των παρατηρήσεων και των εγγράφων που κατέθεσε το προσφεύγον, όρισε το μη επιλέξιμο ποσό σε 92 296,04 ευρώ. Στο παράρτημα του εγγράφου αυτού, διευκρίνισε ότι το εν λόγω ποσό αφορούσε την ανάκτηση, μεταξύ άλλων, των δαπανών προσωπικού (44 156,76 ευρώ), των εξόδων διαμονής και μετάβασης (3 083,65 ευρώ) και των δαπανών για παροχή υπηρεσιών (13 270,27 ευρώ) και αντιστοιχούσε στο συνολικό προς ανάκτηση ποσό των 55 377,62 ευρώ.

11      Με έγγραφα της 13ης και της 31ης Μαρτίου 2009, το προσφεύγον αμφισβήτησε τα πορίσματα αυτά και προσκόμισε συμπληρωματικά έγγραφα. Δέχθηκε να επιστρέψει μόνον 27 309,29 ευρώ.

12      Με χρεωστικό σημείωμα υπ’ αριθ. 3241011712, της 4ης Νοεμβρίου 2010 (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα), που κοινοποιήθηκε στο προσφεύγον με επιστολή της 11ης Νοεμβρίου του ιδίου έτους, η Επιτροπή αξίωσε από αυτό την επιστροφή ποσού 55 377,62 ευρώ πριν από τις 20 Δεκεμβρίου 2010. Το προσφεύγον παρέλαβε το σημείωμα αυτό στις 15 Νοεμβρίου 2010.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2011, το προσφεύγον άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

14      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Το προσφεύγον κατέθεσε τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως αυτής εμπροθέσμως.

15      Κατόπιν της μερικής ανανεώσεως των μελών του Γενικού Δικαστηρίου, η υπόθεση ανατέθηκε σε νέο εισηγητή δικαστή. Δεδομένου ότι αυτός τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο τμήμα αυτό ανατέθηκε και η υπό κρίση υπόθεση.

16      Με διάταξη της 20ής Νοεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να συνεκδικάσει την ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

17      Κατά το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, διότι η δικογραφία ήταν αρκούντως πλήρης ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στους διαδίκους να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματά τους κατά την προφορική διαδικασία.

18      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στο αίτημα αυτό.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 24ης Ιουνίου 2014.

20      Το προσφεύγον ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το χρεωστικό σημείωμα,

–        να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου που υπέβαλε η Επιτροπή και, επικουρικώς, να αναχαρακτηρίσει την υπό κρίση προσφυγή ως προσφυγή συμβατικής φύσεως βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει το προσφεύγον στα δικαστικά έξοδα.

22      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το προσφεύγον διευκρίνισε, απαντώντας σε ερώτημα που του έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, ότι, σε περίπτωση αναχαρακτηρισμού της προσφυγής ως προσφυγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, τα αιτήματά του πρέπει να γίνουν αντιληπτά υπό την έννοια ότι ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να κηρύξει επιλέξιμες τις δαπάνες συνολικού ύψους 48 971,84 ευρώ, τις οποίες κακώς θεώρησε η Επιτροπή ως μη επιλέξιμες, και επομένως η σχετική με τις δαπάνες αυτές απαίτηση της Επιτροπής να κριθεί αβάσιμη.

 Σκεπτικό

 Επί της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου και επί του παραδεκτού της προσφυγής

23      Η Επιτροπή προβάλλει το απαράδεκτο της προσφυγής ακυρώσεως για τον λόγο ότι, κατ’ ουσίαν, το χρεωστικό σημείωμα δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσβολής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Προβάλλει ότι το χρεωστικό σημείωμα, αφενός, αποτελεί μέρος μιας αμιγώς συμβατικής σχέσης με την οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και, αφετέρου, συνιστά προπαρασκευαστική πράξη ενδεχόμενης διαδικασίας ανακτήσεως και εκδόσεως αποφάσεως κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ.

24      Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι εναπόκειται στον προσφεύγοντα να επιλέξει το νομικό έρεισμα της προσφυγής του και όχι στον δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιλέξει αυτός την καταλληλότερη νομική βάση (απόφαση της 15ης Μαρτίου 2005, Ισπανία κατά Eurojust, C‑160/03, Συλλογή, EU:C:2005:168, σκέψη 35, και διάταξη της 12ης Οκτωβρίου 2011, Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, T‑353/10, Συλλογή, EU:T:2011:589, σκέψη 18).

25      Εν προκειμένω, το προσφεύγον ζήτησε ρητώς την ακύρωση βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Συγκεκριμένα, αφενός, ζητεί ρητώς την ακύρωση του χρεωστικού σημειώματος. Αφετέρου, το άρθρο 263 ΣΛΕΕ αναφέρεται κατ’ επανάληψη τόσο στο εισαγωγικό δικόγραφο όσο και στις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος επί της ενστάσεως απαραδέκτου που υπέβαλε η Επιτροπή.

26      Εν πάση περιπτώσει, το προσφεύγον πρόσθεσε, με τις παρατηρήσεις του επί της ενστάσεως απαραδέκτου και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι, στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη, η προσφυγή μπορεί να αναχαρακτηριστεί ως προσφυγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, οπότε το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να την εκδικάσει βάσει της ρήτρας διαιτησίας που περιλαμβάνεται στο άρθρο I.8 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.

27      Η Επιτροπή αντιτίθεται στον αναχαρακτηρισμό αυτόν υποστηρίζοντας ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εκδικάσει προσφυγή ασκηθείσα από το προσφεύγον βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, εφόσον το άρθρο I.8 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ρήτρα διαιτησίας.

28      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εκτιμηθεί, αρχικώς, το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και στη συνέχεια να εξεταστεί, ενδεχομένως, εάν η προσφυγή ακυρώσεως, στην περίπτωση που κριθεί απαράδεκτη, μπορεί εν πάση περιπτώσει να αναχαρακτηριστεί ως προσφυγή βάσει των διατάξεων του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής σε σχέση με τις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ

29      Κατά τη νομολογία, οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 17ης Ιουνίου 2010, CEVA κατά Επιτροπής, T‑428/07 και T‑455/07, Συλλογή, EU:T:2010:240, σκέψη 52 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτει ότι το χρεωστικό σημείωμα εντάσσεται στο πλαίσιο της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως που συνδέει την Επιτροπή με το προσφεύγον, καθόσον έχει ως αντικείμενο την είσπραξη απαιτήσεως η οποία θεμελιώνεται στις ρήτρες της συμβάσεως αυτής.

31      Συγκεκριμένα, πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή κατέβαλε στο προσφεύγον το ποσό των 326 555,84 ευρώ βάσει της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως. Δεύτερον, δεν αμφισβητείται επίσης ότι η Επιτροπή προέβη, όπως είχε τη δυνατότητα να πράξει βάσει του άρθρου II.19 της συμβάσεως αυτής, σε οικονομικό έλεγχο του προσφεύγοντος όσον αφορά το σχέδιο, μετά το πέρας του οποίου διαπίστωσε τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα μέρους των δηλωθεισών δαπανών. Τρίτον, όπως προκύπτει από το άρθρο II.18.1 της εν λόγω συμβάσεως, νομίμως η Επιτροπή ζήτησε από το προσφεύγον να της επιστρέψει όλα τα ποσά που αυτό εισέπραξε αχρεωστήτως ή για τα οποία δικαιολογείται η ανάκτηση βάσει της ίδιας συμβάσεως, πράγμα που έπραξε καλώντας το προσφεύγον, με την αποστολή του χρεωστικού σημειώματος, να της επιστρέψει το ποσό των 55 377,62 ευρώ. Στο χρεωστικό σημείωμα αναφέρεται ρητώς τόσο η σύμβαση χρηματοδοτήσεως όσο και το έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης και διευκρινίζεται ότι το αίτημα επιστροφής υποβάλλεται κατόπιν του ανωτέρω ελέγχου.

32      Το προσφεύγον δεν αμφισβήτησε με τα επιχειρήματά του ότι το χρεωστικό σημείωμα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το συμβατικό πλαίσιο.

33      Το προσφεύγον εκτιμά ότι η σχέση του με την Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αμιγώς συμβατική σχέση, δεδομένου ότι η Επιτροπή συμπεριφέρθηκε προς αυτό ως δημόσια αρχή, εκδίδοντας, ιδίως, χρεωστικό σημείωμα με το οποίο καθόρισε μια απαίτηση τοκοφόρο και εκτελεστή, και δεδομένου ότι το ίδιο το προσφεύγον προσδιορίζεται, στη σύμβαση χρηματοδοτήσεως, ως «δικαιούχο». Το προσφεύγον πρόσθεσε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας το χρεωστικό σημείωμα, εξήλθε από το συμβατικό πλαίσιο και έκανε χρήση εξαιρετικών δικαιωμάτων.

34      Τα επιχειρήματα αυτά δεν ευσταθούν.

35      Συγκεκριμένα, πρώτον, οι σχέσεις μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής διέπονται από τη σύμβαση χρηματοδοτήσεως και η Επιτροπή ρητώς επιφύλαξε για την ίδια, με το χρεωστικό σημείωμα, τη δυνατότητα να εκδώσει μεταγενέστερα απόφαση αποτελούσα εκτελεστό τίτλο κατά την έννοια του άρθρου 299 ΣΛΕΕ. Επίσης, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω, η Επιτροπή περιορίστηκε, με την έκδοση του χρεωστικού σημειώματος, να προβάλει τα δικαιώματα που αντλούσε από τις συμβατικές ρήτρες που της παρείχαν τη δυνατότητα να αξιώσει την επιστροφή από το προσφεύγον των αχρεωστήτως εισπραχθέντων ποσών. Αντιθέτως, από κανένα από τα στοιχεία του φακέλου δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την πράξη αυτή, συμπεριφέρθηκε έναντι του προσφεύγοντος ως δημόσια αρχή.

36      Ακολούθως, ούτε ο προσδιορισμός του προσφεύγοντος ως «δικαιούχου» της επιδοτήσεως αποδεικνύει ότι οι σχέσεις μεταξύ αυτού και της Επιτροπής δεν ήταν συμβατικής φύσεως και ότι το χρεωστικό σημείωμα εκδόθηκε από την Επιτροπή, η οποία ενεργούσε εκτός του συμβατικού πλαισίου ως δημόσια αρχή. Συγκεκριμένα, από την πρώτη σελίδα της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως προκύπτει ότι ο εν λόγω προσδιορισμός αποτελεί απλώς μία κατά συνθήκη ονομασία. Όπως προβλέπεται εκεί, η εν λόγω σύμβαση συνήφθη μεταξύ της Επιτροπής, ενεργούσας για λογαριασμό της Κοινότητας, και του προσφεύγοντος, «οριζόμενου, στο εξής, ως κυρίως δικαιούχου», καθώς και των συμπραττόντων δικαιούχων, οριζόμενων, από κοινού με το προσφεύγον, ως «δικαιούχων», με τη διευκρίνιση ότι η παρούσα σύμβαση συνήφθη μόνο μεταξύ του προσφεύγοντος και της Επιτροπής.

37      Τέλος, στο μέτρο που το προσφεύγον προβάλλει ότι η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα στο πλαίσιο της εκ μέρους της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας προκειμένου να επικαλεσθεί τη νομολογία, κατά την οποία η πράξη που εκδίδει ένα θεσμικό όργανο στο πλαίσιο συμβάσεως πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να διαχωριστεί από το πλαίσιο αυτό εφόσον το εν λόγω όργανο την εκδίδει στο πλαίσιο της εκ μέρους του ασκήσεως δημόσιας εξουσίας (βλ. διάταξη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2011:589, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά. Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή ενήργησε ασκώντας δημόσια εξουσία. Ειδικότερα, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 30 και 31 ανωτέρω, το χρεωστικό σημείωμα έχει ως μοναδικό σκοπό τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τα οποία αντλεί η Επιτροπή από τις ρήτρες της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, οπότε δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή εξέδωσε το χρεωστικό σημείωμα στο πλαίσιο της εκ μέρους της ασκήσεως δημόσιας εξουσίας.

38      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, αν το χρεωστικό σημείωμα συνιστά πράξη αμιγώς προπαρασκευαστικού χαρακτήρα, ότι το εν λόγω σημείωμα δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

39      Κατά συνέπεια η υπό κρίση προσφυγή είναι απαράδεκτη υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Επί του αιτήματος αναχαρακτηρισμού της παρούσας προσφυγής ως προσφυγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ

40      Το προσφεύγον εκτιμά, εν πάση περιπτώσει, ότι η παρούσα προσφυγή μπορεί να αναχαρακτηριστεί ως προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, της οποίας μπορεί να επιληφθεί το Γενικό Δικαστήριο δυνάμει της ρήτρας διαιτησίας του άρθρου I.8 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.

41      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αναχαρακτηρίσει την υπό κρίση προσφυγή ως προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, εφόσον η σύμβαση χρηματοδοτήσεως δεν περιέχει καμία ρήτρα διαιτησίας. Εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως αποτελεί απλή υπόμνηση της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου να επιλαμβάνεται προσφυγών ακυρώσεως. Κατά την Επιτροπή, συγκεκριμένα, το εν λόγω άρθρο αφορά αποκλειστικά τις προσφυγές των «δικαιούχων» και όχι των συμβαλλομένων. Η ανάλυση αυτή ενισχύεται από το άρθρο II.18.5 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.

42      Πρώτον, όσον αφορά τη δυνατότητα αναχαρακτηρισμού της υπό κρίση προσφυγής ως προσφυγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο, όταν ασκείται ενώπιόν του προσφυγή ακυρώσεως ή αγωγή αποζημιώσεως, ενώ η διαφορά είναι, στην πραγματικότητα, συμβατικής φύσεως, προβαίνει σε αναχαρακτηρισμό του ασκηθέντος μέσου παροχής ένδικης προστασίας, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμό (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, Lecureur κατά Επιτροπής, T‑26/00, Συλλογή, EU:T:2001:222, σκέψη 38· διάταξη της 10ης Μαΐου 2004, Musée Grévin κατά Επιτροπής, T‑314/03 και T‑378/03, Συλλογή, EU:T:2004:139, σκέψη 88, και απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, EU:T:2010:240, σκέψη 57).

43      Αντιθέτως, όταν επιλαμβάνεται διαφοράς συμβατικής φύσεως το Γενικό Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε αναχαρακτηρισμό προσφυγής ακυρώσεως τόσο όταν η εκπεφρασμένη βούληση της προσφεύγουσας να μη βασίσει την προσφυγή της στο άρθρο 272 ΣΛΕΕ αποκλείει τέτοιου είδους αναχαρακτηρισμό, όσο και όταν η προσφυγή δεν στηρίζεται σε λόγο που αφορά παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση, είτε πρόκειται για συμβατικούς όρους είτε για διατάξεις του εθνικού δικαίου που ορίζεται ως εφαρμοστέο στη σύμβαση (βλ. απόφαση CEVA κατά Επιτροπής, σκέψη 29 ανωτέρω, EU:T:2010:240, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

44      Επομένως, αναχαρακτηρισμός της προσφυγής μπορεί να γίνει μόνον εάν δεν υφίσταται αντίθετη εκπεφρασμένη βούληση της προσφεύγουσας και αν έχει προβληθεί στο δικόγραφο της προσφυγής έστω και ένας λόγος ακυρώσεως που αφορά παράβαση των κανόνων που διέπουν την επίμαχη συμβατική σχέση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι δύο αυτές υποχρεώσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς.

45      Εν προκειμένω, αφενός, με τις παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου που υπέβαλε η Επιτροπή, το προσφεύγον ζητεί ρητώς τον αναχαρακτηρισμό της υπό κρίση προσφυγής ως προσφυγής ασκηθείσας βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

46      Αφετέρου, το προσφεύγον προβάλλει, προς στήριξη της προσφυγής του, δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, ο πρώτος, από «παράβαση του δικαίου της Ένωσης λόγω εσφαλμένης εκτιμήσεως ή λόγω μη εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών» και, ο δεύτερος, από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

47      Μολονότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε στοιχεία που χαρακτηρίζουν σχέσεις διοικητικού δικαίου και αποτελεί λόγο που προσιδιάζει σε προσφυγή ακυρώσεως (βλ., συναφώς, διάταξη Λητώ Μαιευτικό Γυναικολογικό και Χειρουργικό Κέντρο κατά Επιτροπής, σκέψη 24 ανωτέρω, EU:T:2011:589, σκέψεις 36 και 37), παρατηρείται εντούτοις ότι, με τον πρώτο λόγο, το προσφεύγον αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τη μη επιλεξιμότητα για χρηματοδότηση από την Ένωση των δαπανών που αφορούν το προσωπικό, τη διαμονή και τη μετακίνηση, καθώς και την παροχή υπηρεσιών, τις οποίες εκτιμά ότι εξέθεσε για τους σκοπούς της εκτελέσεως του σχεδίου. Όμως, η επιλεξιμότητα των δαπανών καθορίζεται στο άρθρο II.14 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, ρήτρα την οποία υπενθύμισε το προσφεύγον με την έκθεση των πραγματικών περιστατικών του δικογράφου της προσφυγής. Επομένως, ακόμη και αν το προσφεύγον δεν αναφέρεται ρητώς στο εν λόγω άρθρο II.14 κατά την ανάπτυξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τα προβληθέντα προς στήριξη του λόγου αυτού επιχειρήματα δεν νοούνται διαφορετικά παρά μόνον ως αμφισβητούντα, κατ’ ουσίαν, τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή σε σχέση με την εν λόγω ρήτρα. Κατά τα λοιπά, η Επιτροπή, απαντώντας σε ερώτηση που της έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αμφισβήτησε ότι, με τον λόγο αυτόν, το προσφεύγον της προσήψε ότι δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις.

48      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, να αναχαρακτηριστεί η υπό κρίση προσφυγή ως προσφυγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

49      Ωστόσο, δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, πρωτοδίκως, μόνον επί διαφορών εκ συμβάσεων που υποβάλλονται ενώπιόν του, από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας. Σε αντίθετη περίπτωση, θα επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του πέραν των διαφορών των οποίων η εκδίκαση του έχει ανατεθεί περιοριστικά (διατάξεις της 3ης Οκτωβρίου 1997, Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, T‑186/96, Συλλογή, EU:T:1997:149, σκέψη 47, και της 8ης Φεβρουαρίου 2010, Alisei κατά Επιτροπής, T‑481/08, Συλλογή, EU:T:2010:32, σκέψη 58).

50      Κατά τη νομολογία, η αρμοδιότητα των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης να επιληφθούν, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, υποθέσεως που αφορά σύμβαση κρίνεται αποκλειστικά με βάση τις διατάξεις του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και τους όρους της ρήτρας διαιτησίας (απόφαση της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, Συλλογή, EU:C:1992:172, σκέψη 13). H αρμοδιότητα αυτή συνιστά παρέκκλιση από το κοινό δίκαιο και, επομένως, πρέπει να ερμηνεύεται περιοριστικά (απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 11). Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να αποφανθεί επί συμβατικής διαφοράς παρά μόνον σε περίπτωση εκφράσεως της βουλήσεως των συμβαλλομένων να του αναγνωρίσουν αρμοδιότητα [βλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, GL2006 Europe κατά Επιτροπής, T‑435/09, Συλλογή (αποσπάσματα), EU:T:2013:439, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, διάταξη Mutual Aid Administration Services κατά Επιτροπής, σκέψη 49 ανωτέρω, EU:T:1997:149, σκέψη 46].

51      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να επιληφθεί της υπό κρίση προσφυγής, όπως αναχαρακτηρίστηκε στη σκέψη 48 ανωτέρω, μόνον εφόσον η σύμβαση χρηματοδοτήσεως περιέχει ρήτρα διαιτησίας που του αναγνωρίζει αρμοδιότητα συναφώς. Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η εν λόγω σύμβαση περιέχει μια τέτοια ρήτρα.

52      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία, εφόσον η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική διατύπωση που πρέπει να χρησιμοποιείται σε μια ρήτρα διαιτησίας, οποιαδήποτε διατύπωση με την οποία οι συμβαλλόμενοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υποβάλουν τις ενδεχόμενες διαφορές τους στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αντί των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων πρέπει να θεωρείται επαρκής προς θεμελίωση της αρμοδιότητας των πρώτων δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2005, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., C‑294/02, Συλλογή, EU:C:2005:172, σκέψη 50).

53      Εν προκειμένω, η σύμβαση χρηματοδοτήσεως περιλαμβάνει το άρθρο I.8, το οποίο έχει ως τίτλο «Law applicable and competent court» (Εφαρμοστέο δίκαιο και αρμόδια δικαστήρια). Κατά το δεύτερο εδάφιο της ρήτρας αυτής, «οι δικαιούχοι μπορούν να ασκήσουν προσφυγή κατά των αποφάσεων της Επιτροπής, σχετικά με την εφαρμογή των όρων [της εν λόγω] συμβάσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της, ενώπιον του [Γενικού Δικαστηρίου] και, σε περίπτωση αναιρέσεως, ενώπιον του [Δικαστηρίου]».

54      Κατά συνέπεια η ρήτρα που περιέχει το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ορίζει το Γενικό Δικαστήριο ως αρμόδιο πρωτοδίκως δικαστήριο για κάθε προσφυγή ασκηθείσα από δικαιούχο κατά την έννοια της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως (στο εξής: δικαιούχος) (βλ. σκέψη 36 ανωτέρω) κατά των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της συμβάσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της.

55      Βεβαίως, όπως προκύπτει από το γράμμα της, από τη χρήση των όρων «δικαιούχοι» και «αποφάσεις της Επιτροπής», καθώς και από τον μονοµερή χαρακτήρα της ρήτρας που περιέχει το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, η οποία δεν αναγνωρίζει στο Γενικό Δικαστήριο καμία αρμοδιότητα για τις προσφυγές που μπορεί να ασκηθούν από την Επιτροπή στο πλαίσιο της εν λόγω συμβάσεως, η διατύπωση της ρήτρας αυτής διαφέρει από τη διατύπωση των συνήθων ρητρών διαιτησίας και μπορεί να δημιουργήσει σύγχυση, όπως αναγνώρισε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, καθόσον θυμίζει τον προβλεπόμενο στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ έλεγχο νομιμότητας που διενεργείται στο πλαίσιο της προσφυγής ακυρώσεως.

56      Εν πάση περιπτώσει, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι η ασάφεια που δημιουργείται από τη διατύπωση της ρήτρας του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν μπορούν να αποκλείσουν τον χαρακτηρισμό της εν λόγω ρήτρας ως ρήτρας διαιτησίας.

57      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί, πρώτον, ότι ο τίτλος του άρθρου I.8 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, δηλαδή «Law applicable and competent court», υποδηλώνει ευθύς εξαρχής ότι αντικείμενο της ρήτρας που περιέχει το δεύτερο εδάφιο είναι ο καθορισμός του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την εκδίκαση των διαφορών από την εν λόγω σύμβαση.

58      Έτσι, προβλέποντας ότι οι δικαιούχοι μπορούν να ασκήσουν πρωτοδίκως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή κατά των αποφάσεων της Επιτροπής που αφορούν την εφαρμογή των όρων της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της, το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ορίζει το Γενικό Δικαστήριο ως αρμόδιο, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, να αποφανθεί επί των προσφυγών των δικαιούχων στο πλαίσιο διαφορών σχετικών με την εν λόγω σύμβαση.

59      Ακολούθως, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, οι προσφυγές που ενδεχομένως θα ασκήσουν οι δικαιούχοι πρωτοδίκως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου αφορούν τις αποφάσεις της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των όρων της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως και τις λεπτομέρειες της εκτελέσεώς της, όπως αυτό προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του όρου αυτού.

60      Στον όρο αυτόν υπάγονται επίσης οι αποφάσεις που έλαβε η Επιτροπή βάσει των όρων της συμβάσεως οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με τη συμβατική σχέση, όπως το επίδικο στην παρούσα υπόθεση χρεωστικό σημείωμα.

61      Αφενός, έπεται ότι, αντίθετα προς τους ισχυρισμούς της Επιτροπής, η ρήτρα του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απλή υπενθύμιση της αρμοδιότητας του Γενικού Δικαστηρίου επί των ασκούμενων βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγών ακυρώσεως.

62      Συγκεκριμένα, εκτός από το γεγονός ότι η ρήτρα αυτή ουδόλως αναφέρει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι οι πράξεις που εκδίδουν τα θεσμικά όργανα και εντάσσονται σε αμιγώς συμβατικό πλαίσιο με το οποίο είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες δεν περιλαμβάνονται, λόγω της φύσεώς τους, μεταξύ των πράξεων των οποίων η ακύρωση μπορεί να ζητηθεί δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

63      Εφόσον η ρήτρα του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως καλύπτει, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 59 και 60 ανωτέρω, ακριβώς τις προσφυγές που μπορεί να ασκηθούν κατά αποφάσεων ή πράξεων, όπως αυτές που αναφέρονται στη σκέψη 62 ανωτέρω, η ερμηνεία που προτείνει η Επιτροπή, κατά την οποία το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως συνιστά απλή υπόμνηση της προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, θα είχε ως αποτέλεσμα επέκταση, με τη σύμβαση, των προϋποθέσεων παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που καθιερώνονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ και έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, ενώ οι προϋποθέσεις αυτές είναι δημοσίας τάξεως (βλ. διατάξεις της 15ης Απριλίου 2010, Makhteshim-Agan Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑517/08 P, EU:C:2010:190, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 15ης Δεκεμβρίου 2010, Albertini κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T‑219/09 και T‑326/09, Συλλογή, EU:T:2010:519, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και δεν εξαρτώνται, επομένως, από τη βούληση των διαδίκων.

64      Αφετέρου, αντίθετα προς τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη όσων εκτέθηκαν ανωτέρω στις σκέψεις 59 και 60, το να θεωρηθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της ρήτρας αυτής περιορίζεται στις προσφυγές κατά των αποφάσεων που ενδέχεται να εκδώσει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ θα αντέβαινε στο γράμμα της ρήτρας του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.

65      Συναφώς, πρέπει να προστεθεί ότι οι αποφάσεις που ενδέχεται να ληφθούν βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ ρυθμίζονται ειδικά από το άρθρο II.18.5 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, το οποίο παρέθεσε η Επιτροπή. Το άρθρο αυτό ενημερώνει τους δικαιούχους για το ενδεχόμενο να απαιτηθεί η επιστροφή πιθανών αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών δυνάμει εκτελεστής αποφάσεως βάσει του άρθρου 299 ΣΛΕΕ και ότι η απόφαση αυτή μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου. Πάντως, εκτός του γεγονότος ότι το εν λόγω άρθρο II.18.5 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως δεν αναφέρει καθόλου το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας συμβάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε για ποιο λόγο το άρθρο II.18.5 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως επιβεβαιώνει την περιοριστική ερμηνεία της όσον αφορά το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω συμβάσεως. Αντιθέτως, η ύπαρξη της ειδικής αυτής ρήτρας, στο άρθρο II.18.5 της εν λόγω συμβάσεως, σχετικά με τις εκτελεστές πράξεις, επιβεβαιώνει, a contrario, ότι η έννοια της «αποφάσεως σχετικά με την εφαρμογή των όρων της συμβάσεως» του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας συμβάσεως δεν αναφέρεται σε τέτοιες εκτελεστές πράξεις οι οποίες μπορεί να μη συνδέονται με τη συμβατική σχέση.

66      Τέλος, όσον αφορά την ορολογία που χρησιμοποιείται στο άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως και, ειδικότερα, τους όρους «απόφαση» και «δικαιούχος», καθώς και τον μονομερή χαρακτήρα της ρήτρας του εν λόγω άρθρου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 52 ανωτέρω, οποιαδήποτε διατύπωση με την οποία οι συμβαλλόμενοι δηλώνουν την πρόθεσή τους να υποβάλουν τις ενδεχόμενες διαφορές τους στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αντί των εθνικών δικαιοδοτικών οργάνων πρέπει να θεωρείται επαρκής προς θεμελίωση της αρμοδιότητας των πρώτων δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Επομένως, αντίθετα προς τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η Επιτροπή, η διατύπωση του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό του ως ρήτρας διαιτησίας.

67      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να συναχθεί, αφενός, ότι η παρούσα προσφυγή πρέπει να αναχαρακτηριστεί ως προσφυγή ασκηθείσα βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της προσφυγής αυτής δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και της ρήτρας διαιτησίας που περιέχει το άρθρο I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως.

 Επί της βασιμότητας της προσφυγής

68      Προς στήριξη της προσφυγής του, όπως έχει αναχαρακτηριστεί, το προσφεύγον προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, κατ’ ουσίαν, ο πρώτος, από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, κατά παράβαση των όρων της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, και, ο δεύτερος, από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κατά παράβαση των όρων της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως

69      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, το προσφεύγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε μη επιλέξιμες ορισμένες δαπάνες, συνολικού ποσού 48 971,84 ευρώ. Πρόκειται, πρώτον, για τις δαπάνες προσωπικού, ποσού 44 156,76 ευρώ, δεύτερον, για τις δαπάνες διαμονής και μετακίνησης, ποσού 638,04 ευρώ και 1 354,08 ευρώ, αντιστοίχως, και, τρίτον, για τις δαπάνες για παροχή υπηρεσιών, ποσού 2 822,96 ευρώ.

70      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Θεωρεί, ειδικότερα, ότι νομίμως απαίτησε από το προσφεύγον την επιστροφή του συνολικού ποσού των 55 490,39 ευρώ.

–       Εισαγωγικές παρατηρήσεις

71      Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά θεμελιώδη αρχή που διέπει τις συνδρομές της Ένωσης, η Ένωση μπορεί να χρηματοδοτεί μόνον πραγματικές δαπάνες. Επομένως, προκειμένου να είναι η Επιτροπή σε θέση να ασκήσει έλεγχο, οι δικαιούχοι αυτών των συνδρομών πρέπει να αποδεικνύουν το υποστατό των δαπανών που καταλογίζονται στα επιδοτούμενα σχέδια και, συνεπώς, η υποβολή αξιόπιστων πληροφοριακών στοιχείων από τους δικαιούχους αυτούς είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία του συστήματος ελέγχου και αποδείξεως που έχει θεσπισθεί προς εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων χορηγήσεως των συνδρομών. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί να αποδεικνύεται η υλοποίηση ενός σχεδίου προς δικαιολόγηση της χορηγήσεως ειδικής συνδρομής. Επιπλέον, ο δικαιούχος της ενισχύσεως οφείλει να αποδείξει ότι πραγματοποίησε τις δηλωθείσες δαπάνες σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται για τη χορήγηση της οικείας συνδρομής, επιλέξιμες δε μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι δεόντως αιτιολογημένες δαπάνες. Η υποχρέωση τηρήσεως των χρηματοδοτικών προϋποθέσεων καταλέγεται στις ουσιώδεις δεσμεύσεις του δικαιούχου και, για τον λόγο αυτόν, αποτελεί προϋπόθεση της χορηγήσεως της χρηματοδοτικής συνδρομής (απόφαση της 22ας Μαΐου 2007, Επιτροπή κατά IIC, T‑500/04, Συλλογή, EU:T:2007:146, σκέψη 94· βλ., υπό την έννοια αυτή, κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2006, Comunità montana della Valnerina κατά Επιτροπής, C‑240/03 P, Συλλογή, EU:C:2006:44, σκέψεις 69, 76, 78, 86 και 97).

72      Δεδομένου ότι η χορήγηση της συνδρομής διέπεται, όπως προκύπτει από το άρθρο I.8, πρώτο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, από τους όρους της συμβάσεως, τους ισχύοντες κανόνες του κοινοτικού δικαίου και, επικουρικώς, το βελγικό δίκαιο σχετικά με τη χορήγηση συνδρομών, πρέπει να τονιστεί ότι η υπομνησθείσα στη σκέψη 71 ανωτέρω αρχή αντικατοπτρίζεται στους όρους της εν λόγω συμβάσεως σχετικά με τις λεπτομέρειες της χορήγησης της χρηματοδοτήσεως. Έτσι, όπως προκύπτει, ειδικότερα, από τα άρθρα I.4.2 έως I.4.5, I.5 και II.15.2 έως II.15.4 της εν λόγω συμβάσεως, το προσφεύγον υποχρεούται να υποβάλει στην Επιτροπή, σε διάφορα στάδια του σχεδίου, καταστάσεις των πραγματικών επιλέξιμων δαπανών, η δε Επιτροπή μπορεί, ενδεχομένως, να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες και έγγραφα. Βάσει ακριβώς αυτών των εγγράφων που αναφέρονται στο άρθρο II.15.4 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η τελική κατάσταση των πραγματικών επιλέξιμων δαπανών, η Επιτροπή καθορίζει, κατά το άρθρο II.17 της εν λόγω συμβάσεως και υπό την επιφύλαξη της λήψεως συμπληρωματικών μεταγενέστερων πληροφοριών στο πλαίσιο ελέγχου διενεργούμενου δυνάμει του άρθρου II.19 της ίδιας συμβάσεως, το οριστικό ποσό της συνδρομής.

73      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι, όσον αφορά τα κριτήρια επιλεξιμότητας των δαπανών, το άρθρο II.14.1 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ορίζει τα εξής:

«Για να θεωρηθούν επιλέξιμες οι δαπάνες της δράσεως, πρέπει να ανταποκρίνονται στα ακόλουθα γενικά κριτήρια:

–        να είναι σχετικές με το αντικείμενο της συμβάσεως και να προβλέπονται από τον επισυναπτόμενο στη σύμβαση προσωρινό προϋπολογισμό,

–        να είναι αναγκαίες για την εκτέλεση της δράσεως που αποτελεί το αντικείμενο της συμβάσεως,

–        να είναι εύλογες και αιτιολογημένες και να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης, ιδίως όσον αφορά την εξοικονόμηση πόρων και τη σχέση κόστους-αποτελέσματος,

–        να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της δράσεως όπως ορίζεται στο άρθρο I.2.2 της συμβάσεως,

–        να έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τους δικαιούχους, να έχουν καταχωριστεί στα λογιστικά βιβλία τους βάσει των λογιστικών κανόνων που ισχύουν για την περίπτωσή τους και να έχουν αποτελέσει αντικείμενο των δηλώσεων που προβλέπονται από την ισχύουσα φορολογική και κοινωνική νομοθεσία,

–        να είναι ταυτοποιήσιμες και ελέγξιμες.

Οι διαδικασίες τήρησης λογιστικών βιβλίων και εσωτερικού ελέγχου των δικαιούχων πρέπει να επιτρέπουν τον άμεσο συσχετισμό των εξόδων και εσόδων που έχουν δηλωθεί στο πλαίσιο της δράσεως με τις αντίστοιχες λογιστικές καταστάσεις και τα δικαιολογητικά στοιχεία.»

74      Περαιτέρω, το άρθρο II.14.2 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ορίζει ως εξής τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες:

«Οι άμεσες επιλέξιμες δαπάνες της δράσεως είναι οι δαπάνες οι οποίες, τηρουμένων των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας που ορίζονται στο άρθρο II.14.1, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ειδικές δαπάνες της δράσης, άμεσα συνδεόμενες με την υλοποίησή της και δυνάμενες να καταλογισθούν άμεσα σε αυτήν. Ειδικότερα, επιλέξιμες είναι οι ακόλουθες άμεσες δαπάνες, εφόσον πληρούν τα κριτήρια που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο:

–        οι δαπάνες του προσωπικού που είναι επιφορτισμένο με την εκτέλεση της δράσεως, στις οποίες περιλαμβάνονται οι πραγματικοί μισθοί πλέον εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και άλλων νομοθετικά προβλεπόμενων δαπανών που περιλαμβάνονται στις αποδοχές, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν τον μέσο όρο που αντιστοιχεί στη συνήθη μισθολογική πρακτική των δικαιούχων,

–        οι δαπάνες ταξιδιού και διαμονής του προσωπικού που συμμετέχει στη δράση, εφόσον αντιστοιχούν στη συνήθη πρακτική των δικαιούχων στον τομέα των οδοιπορικών ή δεν υπερβαίνουν τους πίνακες τιμών που εγκρίνει ετησίως η Επιτροπή,

–        […]»

75      Υπό το φως ακριβώς των ανωτέρω παρατηρήσεων, πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα του πρώτου λόγου.

–       Ως προς τις δαπάνες προσωπικού

76      Τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος αφορούν τις δαπάνες προσωπικού, αφενός, για τους C. S. και J. S. (44 100 ευρώ) και, αφετέρου, για την H. (56,76 ευρώ).

77      Πρώτον, όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού για τους C. S. και J. S., το προσφεύγον ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς έκρινε μη επιλέξιμες τις δαπάνες αυτές. Το προσφεύγον εκτιμά, κατ’ ουσίαν, ότι απέδειξε τη συμμετοχή των συνεργατών αυτών στο σχέδιο με την κοινοποίηση των δημοσιεύσεών τους, τη συνοπτική παρουσίαση των εργασιών τους, των συμπληρωματικών στοιχείων της «Final Technical Implementation Report» (Τελική Έκθεση Τεχνικής Υλοποίησης) και των εργασιών υποστήριξης παρουσιάσεων, τις οποίες διαβίβασε στην Επιτροπή κατόπιν της εκθέσεως οικονομικού ελέγχου και επισύναψε στο δικόγραφο της προσφυγής του.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος.

79      Πρέπει να επισημανθεί ότι η συμμετοχή των C. S. και J. S. στο σχέδιο δεν μπορεί να αποδειχθεί ούτε από τα έγγραφα που προσκόμισε το προσφεύγον ούτε από τα επιχειρήματά του.

80      Πρώτον, το σύνολο των δημοσιεύσεων των C. S. και J. S. που διαβίβασε το προσφεύγον είναι του 2008. Όμως, ενώ, κατά το άρθρο I.1.4 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, το σχέδιο διήρκεσε από τις 15 Απριλίου 2004 έως τις 15 Απριλίου 2006 και, κατά το άρθρο II.14.1 της συμβάσεως, οι επιλέξιμες δαπάνες έπρεπε να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια της υλοποιήσεως του σχεδίου, το προσφεύγον δεν απέδειξε ότι οι εργασίες προετοιμασίας των δημοσιεύσεων αυτών είχαν γίνει κατά την περίοδο υλοποιήσεως του εν λόγω σχεδίου. Περαιτέρω, από τις δημοσιεύσεις αυτές δεν προκύπτει, όπως υποστηρίζει το προσφεύγον, ότι η δημοσίευσή τους καθυστέρησε λόγω του συστήματος αξιολογήσεως των συντακτών από τους συναδέλφους τους. Συγκεκριμένα, αφενός, στην πρώτη δημοσίευση διευκρινίζεται ρητώς ότι υποβλήθηκε προς δημοσίευση στις 8 Φεβρουαρίου 2008, έγινε δεκτή στις 10 Απριλίου 2008 και δημοσιεύθηκε στις 6 Μαΐου του ίδιου χρόνου. Αφετέρου, όσον αφορά τις λοιπές προσαρτηθείσες στο δικόγραφο της προσφυγής δημοσιεύσεις των ίδιων συντακτών, πρέπει να τονιστεί ότι δεν φέρουν καμία ένδειξη όσον αφορά την ημερομηνία υποβολής προς δημοσίευση, ενώ η μνεία απλώς της ημερομηνίας δημοσιεύσεως, το 2008, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι εν λόγω δημοσιεύσεις εκπονήθηκαν κατά τη διάρκεια της υλοποιήσεως του σχεδίου.

81      Δεύτερον, αφενός, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, οι συνοπτικές παρουσιάσεις των εργασιών των C. S. και J. S. εκπονήθηκαν στις 8 Φεβρουαρίου 2008, δηλαδή μετά το πέρας του σχεδίου. Όμως, μολονότι το γεγονός, που προέβαλε το προσφεύγον, ότι οι αποδείξεις για τη συμμετοχή των εν λόγω συνεργατών κρίθηκαν ανεπαρκείς στην έκθεση ελέγχου μπορεί να δικαιολογεί βεβαίως την κοινοποίηση νέων αποδεικτικών στοιχείων μετά το πέρας του σχεδίου, εντούτοις δεν μπορεί να δικαιολογήσει, αντίθετα προς όσα διατείνεται το προσφεύγον, την εκ των υστέρων, δύο έτη μετά το πέρας του σχεδίου, εκπόνησή τους. Αφετέρου, οι εν λόγω συνοπτικές παρουσιάσεις των εργασιών περιορίζονται στην επανάληψη του καταλόγου των δημοσιεύσεων που παρατίθενται στη σκέψη 80 ανωτέρω, με την προσθήκη του ότι οι C. S. και J. S. συμμετείχαν στο σχέδιο ως εμπειρογνώμονες. Όμως, εκτός από το γεγονός που διαπιστώθηκε στη σκέψη 80 ανωτέρω, ότι η σύνταξη των δημοσιεύσεων αυτών δεν είχε γίνει κατά τη διάρκεια του σχεδίου, ο εν λόγω κατάλογος, καθώς και η μνεία της συμμετοχής των C. S. και J. S. ως εμπειρογνωμόνων είναι ανεπαρκή λόγω της γενικότητάς τους και διότι δεν υφίσταται καμία διευκρίνιση για τον τρόπο με τον οποίο συμμετείχαν στο σχέδιο τα πρόσωπα αυτά καθώς και καμία συγκεκριμένη απόδειξη για τη συμμετοχή τους.

82      Τρίτον, τα συμπληρωματικά στοιχεία της «Final Technical Implementation Report» υπογράφτηκαν στις 24 και 25 Μαρτίου 2009, αντιστοίχως. Τα έγγραφα αυτά περιορίζονται στο να παρέχουν, κατ’ ουσίαν, τις εξής τρεις ενδείξεις. Κατ’ αρχάς, οι C. S. και J. S. συμμετείχαν στην υλοποίηση του σχεδίου ως εμπειρογνώμονες, με τη διευκρίνιση ότι ήταν «προφανώς αδύνατο» να υλοποιηθεί ένα σχέδιο ευρωπαϊκής εμβέλειας, όπως το εν λόγω σχέδιο, χωρίς τη βοήθεια επιστημονικής πραγματογνωμοσύνης στους τομείς της εσωτερικής παθολογίας και της φαρμακοθεραπείας, καθώς και στους τομείς των φαρμάκων, της φαρμακολογίας και της κλινικής διατροφής. Ακολούθως, οι C. S. και J. S. συμμετείχαν στην προετοιμασία των εργασιών, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω δημοσιεύσεις. Τέλος, οι C. S. και J. S. παρείχαν συμβουλές κατά τις συζητήσεις. Όσον αφορά τις δύο αυτές τελευταίες ενδείξεις, τα εν λόγω έγγραφα παραπέμπουν σε διάφορες σελίδες της «Interim Technical Implementation Report» (Ενδιάμεση Τεχνική Έκθεση Υλοποίησης) και της «Final Technical Implementation Report».

83      Όμως, αφενός, για τους λόγους που εκτίθενται στη σκέψη 81 ανωτέρω, οι γενικές αυτές και μετά το πέρας του σχεδίου ενδείξεις δεν αρκούν για να αποδείξουν την πραγματική συμμετοχή των C. S. και J. S. στο εν λόγω σχέδιο. Αφετέρου, στο μέτρο που τα συμπληρωματικά αυτά έγγραφα παραπέμπουν στις δύο εκθέσεις που αναφέρονται στη σκέψη 82 ανωτέρω, επιβάλλεται να επισημανθεί ότι οι εκθέσεις αυτές δεν περιλαμβάνονται στη δικογραφία, οπότε το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση να εξακριβώσει το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας συναφώς.

84      Τέταρτον, στα έγγραφα που κοινοποίησε το προσφεύγον όσον αφορά τις «εργασίες υποστήριξης σε παρουσιάσεις» που πραγματοποίησαν οι C. S. και J. S. δεν υπάρχει καμία αναφορά στα πρόσωπα αυτά και δεν μπορεί επομένως να αποδειχθεί από αυτά η συμμετοχή τους στο σχέδιο.

85      Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ούτε ο C. S. ούτε ο J. S. συμμετείχαν στη συνάντηση που διοργάνωσε το προσφεύγον, στο πλαίσιο του σχεδίου, τον Σεπτέμβριο του 2005 στην Κύπρο.

86      Κατά συνέπεια, το προσφεύγον δεν απέδειξε την πραγματική συμμετοχή των C. S. και J. S. στο σχέδιο, οπότε οι δαπάνες προσωπικού που τους αφορούν πρέπει να θεωρηθούν μη επιλέξιμες.

87      Εξάλλου, εφόσον οι ενστάσεις που υπέβαλε το προσφεύγον και οι αποδείξεις που προσκόμισε με τα από 13 και 31 Μαρτίου 2009 έγγραφά του προς την Επιτροπή επαναλήφθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 80 έως 84 ανωτέρω, το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία αυτά δεν μπορεί να ανατρέψει τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών προσωπικού όσον αφορά τους C. S. και J. S.

88      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να άρει, κατά τον υπολογισμό του συνολικού μη επιλέξιμου ποσού, τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού ως προς το ποσό των 56,76 ευρώ που αφορά την H.

89      Η Επιτροπή αντιτείνει ότι μολονότι οι δαπάνες προσωπικού που αφορούσαν την H. θεωρήθηκαν επιλέξιμες, πρέπει, αντιθέτως, να προστεθεί το ποσό των 2 025,67 ευρώ στο σύνολο των μη επιλέξιμων δαπανών προσωπικού. Δεδομένου ότι το ποσό αυτό, το οποίο διαπιστώθηκε στην έκθεση ελέγχου, δεν αμφισβητήθηκε από το προσφεύγον, το συνολικό ποσό των 44 156,76 ευρώ που καθορίστηκε στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης δεν είναι το πλήρες.

90      Συναφώς, πρώτον, διαπιστώνεται ότι το προσφεύγον και η Επιτροπή συμφωνούν ως προς το ότι οι δαπάνες προσωπικού που αφορούν την H., ποσού 56,76 ευρώ, είναι επιλέξιμες.

91      Δεύτερον, το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από το ότι το συνολικό ποσό των 44 156,76 ευρώ που καθορίστηκε στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης δεν ήταν το πλήρες, είναι αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αξιώσει την επιστροφή ενός ποσού για δαπάνες προσωπικού υψηλότερου από εκείνο που αναφερόταν στο χρεωστικό σημείωμα, το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει το συμπέρασμα ότι αβασίμως η Επιτροπή έκρινε άλλες δαπάνες, δηλαδή τις δαπάνες προσωπικού για την H., ως μη επιλέξιμες.

92      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η παρούσα αιτίαση όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού για την H. και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

–       Επί των δαπανών διαμονής και μετακίνησης

93      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον μη επιλέξιμο χαρακτήρα, αφενός, των δαπανών διαμονής ύψους 638,04 ευρώ και, αφετέρου, των δαπανών μετακίνησης ύψους 1 354,08 ευρώ.

94      Πρώτον, το προσφεύγον εκτιμά ότι απέδειξε τις δαπάνες διαμονής 20 συμμετεχόντων στη συνάντηση στην Κύπρο. Επομένως, η Επιτροπή, η οποία δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που προέβαλε το προσφεύγον, αβασίμως έκρινε ότι οι δαπάνες διαμονής ύψους 638,04 ευρώ δεν ήταν επιλέξιμες. Το προσφεύγον επικαλείται, συναφώς, πολλά έγγραφα προσαρτημένα στο δικόγραφο της προσφυγής της.

95      Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο της επιχειρηματολογίας αυτής.

96      Όπως προκύπτει από την έκθεση ελέγχου, το προσφεύγον δήλωσε δαπάνες διαμονής συνολικού ύψους 9 598,04 ευρώ. Η Επιτροπή έκρινε, βάσει των στοιχείων των αεροπορικών διαδρομών, ότι 14 άτομα διέμειναν συνολικά 56 μέρες στην Κύπρο. Πολλαπλασιάζοντας αυτόν τον αριθμό ημερών με τον μέσο ημερήσιο όρο στην Κύπρο (160 ευρώ), έκρινε ως επιλέξιμο μόνο το ποσό των 8 960 ευρώ. Επομένως, η Επιτροπή θεώρησε, τόσο στην έκθεση ελέγχου όσο και στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών (638,04 ευρώ) δεν ήταν επιλέξιμη.

97      Κατά το άρθρο II.14.1, πέμπτη περίπτωση, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, για να θεωρηθούν επιλέξιμες οι δαπάνες πρέπει, μεταξύ άλλων, να έχουν όντως πραγματοποιηθεί από τον δικαιούχο.

98      Όμως, πρώτον, ο κατάλογος των εγγεγραμμένων συμμετεχόντων στη συνάντηση στην Κύπρο, στον οποίο αναφέρονται τα ονόματα 20 προσώπων, δεν αρκεί ούτε για να αποδείξει ότι το σύνολο των προσώπων αυτών συμμετείχαν πράγματι στην εν λόγω συνάντηση ούτε, κατά μείζονα λόγο, για να αποδείξει ότι το προσφεύγον επιβαρύνθηκε πράγματι με τις δαπάνες διαμονής τους. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται επίσης διότι, αφενός, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, επί του αντιγράφου του καταλόγου που διαβίβασε το προσφεύγον υπάρχει χειρόγραφη σημείωση από την οποία προκύπτει ότι τέσσερα άτομα δεν απέστειλαν αίτηση επιστροφής των δαπανών ταξιδίου. Αφετέρου, στο δικόγραφο της προσφυγής του, το προσφεύγον αναφέρει ότι «[σ]τις δαπάνες διαμονής για τη συνάντηση αυτή περιλαμβάνονται και τα άτομα που δεν προσήλθαν στην εν λόγω συνάντηση».

99      Δεύτερον, όσον αφορά τα δύο άλλα έγγραφα που προσκόμισε το προσφεύγον ως δικαιολογητικά για την εκ μέρους του ανάληψη των εξόδων ενοικίασης μιας αίθουσας συγκεντρώσεων, καθώς και των εξόδων καταλύματος του καθηγητή K., ποσού 1 010 ευρώ και 1 843,96 ευρώ, αντιστοίχως, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τα δικαιολογητικά αυτά δεν αποδεικνύουν τον αριθμό των πράγματι συμμετεχόντων στη συνάντηση στην Κύπρο. Εξάλλου, από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν προκύπτει ότι αυτό ζητεί τώρα να ληφθούν υπόψη ως επιλέξιμες δαπάνες οι δαπάνες ενοικιάσεως της αίθουσας συγκεντρώσεων και οι δαπάνες του καταλύματος.

100    Κατά συνέπεια, το προσφεύγον δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών διαμονής ποσού 638,04 ευρώ. Υπό τις συνθήκες αυτές, το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλε και τις αποδείξεις που προσκόμισε συναφώς το προσφεύγον με το από 31 Μαρτίου 2009 έγγραφό του πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που παρατίθενται στη σκέψη 87 ανωτέρω.

101    Δεύτερον, το προσφεύγον θεωρεί ότι απέδειξε τον επιλέξιμο χαρακτήρα των εξόδων μετακίνησης ποσού 1 354,08 ευρώ προσκομίζοντας τις κάρτες επιβίβασης τεσσάρων συνεργατών.

102    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, όπως προκύπτει από τα δικόγραφά της, αναγνωρίζει τον επιλέξιμο χαρακτήρα των δαπανών μετακίνησης ποσού 1 354,08 ευρώ, όπως άλλωστε ρητώς επιβεβαίωσε σε απάντηση σε ερώτημα που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

103    Συνεπώς, η παρούσα αιτίαση πρέπει να γίνει δεκτή όσον αφορά τις δαπάνες μετακίνησης και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

–       Επί των δαπανών για παροχές υπηρεσιών

104    Όσον αφορά τις δαπάνες για παροχές υπηρεσιών, το προσφεύγον προβάλλει, αφενός, ότι οι δαπάνες εκτυπώσεως του άρθρου «Public Health responses to extreme weather events» (Παρεμβάσεις για τη δημόσια υγεία σε περίπτωση ακραίων καιρικών φαινομένων, στο εξής: άρθρο «Public Health responses») χρηματοδοτήθηκαν από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) μόνο μέχρι το ποσό των 3 522,86 ευρώ, όπως προκύπτει από το απόσπασμα λογαριασμού που προσκόμισε, οπότε το υπόλοιπο ποσό των 2 471,14 ευρώ είναι επιλέξιμο. Αφετέρου, ο υπολογισμός από την Επιτροπή των μη επιλέξιμων δαπανών είναι εσφαλμένος, εφόσον το ποσό των 12 918,45 ευρώ που καθορίστηκε αρχικώς στην έκθεση ελέγχου μετατράπηκε, στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης, σε 13 270,27 ευρώ, χωρίς να δοθούν εξηγήσεις.

105    Η Επιτροπή αντιτείνει ότι οι δαπάνες για παροχές υπηρεσιών δεν είναι επιλέξιμες μέχρι το ποσό των 12 918,45 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του ποσού των 2 471,14 ευρώ, το οποίο το προσφεύγον θεωρεί επιλέξιμο, εφόσον το ποσό αυτό δεν είναι κατανοητό και δεν αποδείχθηκε επαρκώς.

106    Πρώτον, όσον αφορά τη διαφορά μεταξύ των μη επιλέξιμων δαπανών για παροχές υπηρεσιών που αναφέρονται στην έκθεση ελέγχου (12 918,45 ευρώ) και στο έγγραφο προκαταρκτικής ενημέρωσης (13 270,27 ευρώ), πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα αντικρούσεως, στηρίζει την επιχειρηματολογία της σε ένα συνολικό μη επιλέξιμο ποσό των εν λόγω δαπανών ύψους 12 918,45 ευρώ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δέχεται, όπως άλλωστε επιβεβαίωσε απαντώντας σε ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαφορά μεταξύ των δύο ποσών, δηλαδή 351,82 ευρώ, είναι επιλέξιμη.

107    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό το επιχείρημα που προέβαλε συναφώς το προσφεύγον και να διαπιστωθεί η επιλεξιμότητα του ποσού των 351,82 ευρώ ως δαπανών για παροχές υπηρεσιών.

108    Δεύτερον, όσον αφορά τις δαπάνες εκτυπώσεως του άρθρου «Public Health responses», πρέπει να τονιστεί ότι από τα στοιχεία του φακέλου της παρούσας υποθέσεως, δηλαδή από τη συμφωνία που συνήψε το προσφεύγον με τον ΠΟΥ για την υλοποίηση των σχετικών με το εν λόγω άρθρο εργασιών και από το απόσπασμα λογαριασμού περί εισπράξεως από το προσφεύγον ποσού 3 522,86 ευρώ, δεν μπορεί να αποδειχθεί ο επιλέξιμος χαρακτήρας του ποσού των 2 471,14 ευρώ.

109    Συγκεκριμένα, από τα έγγραφα αυτά διαπιστώνεται μόνον ότι το προσφεύγον όφειλε, βάσει της συμφωνίας που είχε συνάψει με τον ΠΟΥ για την υλοποίηση των σχετικών με το άρθρο εργασιών, μεταξύ άλλων, να συντάξει το άρθρο «Public Health responses» και να υποβάλει στο European Journal of Public Health και ότι έλαβε από τον ΠΟΥ το ποσό των 3 522,86 ευρώ. Αντιθέτως, από τα έγγραφα αυτά δεν αποδεικνύεται ούτε ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε το ποσό αυτό ούτε ότι το προσφεύγον δαπάνησε πράγματι το ποσό των 2 471,14 ευρώ.

110    Κατά το άρθρο II.14.1 της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως, για να είναι επιλέξιμες οι δαπάνες πρέπει όχι μόνο να διενεργήθηκαν πράγματι από τον δικαιούχο, αλλά, όπως ορθώς προβάλλει η Επιτροπή, να είναι επίσης προσδιορίσιμες και επαληθεύσιμες.

111    Περαιτέρω, κατά τον ίδιο όρο, για να είναι επιλέξιμες οι δαπάνες πρέπει να έχουν σχέση με το αντικείμενο της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως. Από τα έγγραφα όμως που προσκόμισε το προσφεύγον δεν προκύπτει ότι η σύνταξη του άρθρου «Public Health responses» εντάσσεται πράγματι στο χρηματοδοτούμενο με την εν λόγω σύμβαση σχέδιο.

112    Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις δαπάνες για παροχή υπηρεσιών, πρέπει να κριθεί επιλέξιμο το ποσό των 351,82 ευρώ και να απορριφθεί κατά τα λοιπά η αιτίαση που προέβαλε το προσφεύγον.

113    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το προσφεύγον απέδειξε, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου, την επιλεξιμότητα συνολικού ποσού 1 762,66 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των δαπανών προσωπικού που αφορά την H. (56,76 ευρώ), ορισμένων δαπανών μετακίνησης (1 354,08 ευρώ) και ορισμένων δαπανών για παροχές υπηρεσιών (351,82 ευρώ).

114    Το συμπέρασμα αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από την επιχειρηματολογία της Επιτροπής κατά την οποία αυτή νομίμως απαίτησε από το προσφεύγον την επιστροφή συνολικού ποσού 55 490,39 ευρώ, δηλαδή ενός ποσού υψηλότερου από εκείνο που ζητήθηκε με το χρεωστικό σημείωμα.

115    Συγκεκριμένα, η επιχειρηματολογία αυτή είναι αλυσιτελής για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στη σκέψη 91 ανωτέρω.

116    Περαιτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι με την επιχειρηματολογία αυτή η Επιτροπή επιδιώκει να ασκήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ανταγωγή και ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο, παρά τη διατύπωση της ρήτρας διαιτησίας, να αποφανθεί επί της ανταγωγής αυτής, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας κατά την οποία, στο σύστημα των ενδίκων βοηθημάτων της Ένωσης, η αρμοδιότητα για την εκδίκαση του κυρίου ενδίκου βοηθήματος συνεπάγεται την ύπαρξη αρμοδιότητας για την εκδίκαση οποιασδήποτε ανταγωγής που ασκείται κατά τη διάρκεια της ίδιας δίκης και η οποία πηγάζει από την πράξη ή το γεγονός που αποτελεί αντικείμενο του κυρίου ενδίκου βοηθήματος (βλ. διάταξη της 27ης Μαΐου 2004, Επιτροπή κατά IAMA Consulting, C‑517/03, EU:C:2004:326, σκέψη 17 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), η εν λόγω ανταγωγή θα ήταν, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη λαμβανομένων υπόψη των προϋποθέσεων του άρθρου 46, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συγκεκριμένα, η ανταγωγή αυτή δεν προκύπτει με τη δέουσα σαφήνεια ούτε από τα δικόγραφα της Επιτροπής ούτε από τις παρατηρήσεις που υπέβαλε αυτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και δεν στηρίζεται σε κανένα επιχείρημα και αποδεικτικό στοιχείο ώστε να μπορεί το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη βασιμότητά της και να δοθεί στο προσφεύγον η δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του.

117    Κατόπιν όλων των παραπάνω σκέψεων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, στο μέτρο που ζητείται να αναγνωριστεί η επιλεξιμότητα των δαπανών προσωπικού που αφορούν την H. (56,76 ευρώ), ορισμένων δαπανών μετακίνησης (1 354,08 ευρώ) και ορισμένων δαπανών για παροχές υπηρεσιών (351,82 ευρώ) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, αντλούμενου από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

118    Στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, το προσφεύγον προβάλλει ότι το χρεωστικό σημείωμα πάσχει από ελλιπή αιτιολόγηση.

119    Η Επιτροπή αμφισβητεί το βάσιμο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

120    Η Επιτροπή υπέχει δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ την υποχρέωση αιτιολογήσεως, τη μη τήρηση της οποίας επικαλείται το προσφεύγον. Η εν λόγω υποχρέωση αφορά όμως μόνο τη μονομερή δράση του οργάνου αυτού. Δεν επιβάλλεται επομένως στην Επιτροπή δυνάμει της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 25ης Μαΐου 2004, Distilleria Palma κατά Επιτροπής, T‑154/01, Συλλογή, EU:T:2004:154, σκέψη 46).

121    Επομένως, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από ανεπαρκή αιτιολόγηση είναι αλυσιτελής στο πλαίσιο προσφυγής που ασκήθηκε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, εφόσον ενδεχόμενη μη τήρηση της υποχρεώσεως αυτής δεν ασκεί επιρροή στις υποχρεώσεις της Επιτροπής βάσει της επίμαχης συμβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση της 3ης Ιουνίου 2009, Επιτροπή κατά Burie Onderzoek en Advies, T‑179/06, EU:T:2009:171, σκέψεις 117 και 118, και της 11ης Δεκεμβρίου 2013, EMA κατά Επιτροπής, T‑116/11, Συλλογή, EU:T:2013:634, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, σκέψη 275).

122    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα του προσφεύγοντος κατά το οποίο, βάσει της νομολογίας, λαμβανομένου υπόψη ότι απόφαση περί μειώσεως του ποσού χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης συνεπάγεται σοβαρές συνέπειες για τον δικαιούχο της συνδρομής, από την αιτιολογία της αποφάσεως αυτής πρέπει σαφώς να καταφαίνονται οι λόγοι που δικαιολογούν τη μείωση της συνδρομής σε σχέση με το αρχικώς εγκριθέν ποσό (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2003, Stadtsportverband Neuss κατά Επιτροπής, T‑137/01, Συλλογή, EU:T:2003:232, σκέψη 53). Συγκεκριμένα, η νομολογία αυτή δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, εφόσον, αντιθέτως προς την υπό κρίση υπόθεση, η επίμαχη χρηματοδοτική συνδρομή στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Stadtsportverband Neuss κατά Επιτροπής (EU:T:2003:232) δεν είχε χορηγηθεί βάσει συμβάσεως αλλά βάσει αποφάσεως που είχε λάβει η Επιτροπή κατόπιν σχετικής αιτήσεως του Stadtsportverband Neuss και το Γενικό Δικαστήριο είχε επιληφθεί, στην εν λόγω υπόθεση, προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διατασσόταν η μερική επιστροφή της χρηματοδοτικής συνδρομής.

123    Κατά συνέπεια ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως του προσφεύγοντος πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

124    Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η προσφυγή, στο μέτρο που ζητείται με αυτήν η διαπίστωση της επιλεξιμότητας των δαπανών προσωπικού όσον αφορά την H. (56,76 ευρώ), ορισμένων εξόδων μετακίνησης (1 354,08 ευρώ) και ορισμένων δαπανών για παροχή υπηρεσιών (351,82 ευρώ) και να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

126    Εν προκειμένω, το προσφεύγον ζήτησε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, να φέρει η Επιτροπή, σε κάθε περίπτωση και ακόμη και στην περίπτωση της απορρίψεως της προσφυγής, το σύνολο των δικαστικών εξόδων, εφόσον η διφορούμενη διατύπωση του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως το παραπλάνησε όσον αφορά τα μέσα παροχής δικαστικής προστασίας που διέθετε.

127    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το προσφεύγον είχε αρχικώς στηρίξει την προσφυγή του στις διατάξεις του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και ότι μόνον προς απάντηση στην ένσταση απαραδέκτου που υπέβαλε η Επιτροπή επικαλέσθηκε τη ρήτρα του άρθρου I.8, δεύτερο εδάφιο, της συμβάσεως χρηματοδοτήσεως ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο να αναχαρακτηρίσει τη προσφυγή ως προσφυγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η διφορούμενη διατύπωση της ρήτρας, όσο αποδοκιμαστέα και αν είναι, ουδόλως υπήρξε η αιτία της ασκήσεως, αρχικώς, προσφυγής βάσει των διατάξεων του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Κατά τα λοιπά, η εν λόγω ρήτρα ουδόλως εμπόδισε τον αναχαρακτηρισμό της προσφυγής αυτής ως προσφυγής βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ και την εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο της βασιμότητάς της.

128    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι το προσφεύγον ηττήθηκε κατά το κύριο μέρος των ισχυρισμών του, πρέπει, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της παρούσας δίκης, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Οι δαπάνες προσωπικού που αφορούν την H. ποσού 56,76 ευρώ, οι δαπάνες μετακίνησης ποσού 1 354,08 ευρώ και οι δαπάνες για παροχή υπηρεσιών ποσού 351,82 ευρώ, τις οποίες διενήργησε το Technische Universität Dresden στο πλαίσιο της εκτελέσεως της συμβάσεως με αριθμό 2003114 (SI2.377438), όσον αφορά τη χρηματοδότηση του σχεδίου «Collection of European Data on Lifestyle Health Determinants — Coordinating Party (LiS)» στο πλαίσιο του προγράμματος κοινοτικής δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας (2003-2008), είναι επιλέξιμες, οπότε η σχετική με τα ποσά αυτά απαίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που απορρέει από το χρεωστικό σημείωμα 3241011712, της 4ης Νοεμβρίου 2010, είναι αβάσιμη.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Το Technische Universität Dresden καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα.

Martins Ribeiro

Gervasoni

Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Οκτωβρίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.