Language of document : ECLI:EU:T:2024:110

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τις ισπανικές αρχές υπέρ ορισμένων ομίλων οικονομικού σκοπού (ΟΟΣ) και των επενδυτών τους – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά πλοίων (ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης) – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά και διατάσσεται η μερική ανάκτησή της – Μερική εξάλειψη του αντικειμένου της διαφοράς – Μερική κατάργηση της δίκης – Νέα ενίσχυση – Ανάκτηση – Συμβατικές ρήτρες που προστατεύουν τους δικαιούχους από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης – Κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της Επιτροπής και των εθνικών αρχών»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑29/14 και T‑31/14,

Telefónica Gestión Integral de Edificios y Servicios, SL, πρώην Taetel, SL, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τους E. Navarro Varona, P. Vidal Martínez, J. López-Quiroga Teijero, G. Canalejo Lasarte και A. Pérez Hernández, δικηγόρους,

προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14,

Banco Santander, SA, πρώην Banco Popular Español, SA, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους E. Abad Valdenebro, R. Calvo Salinero και A. Lamadrid de Pablo, δικηγόρους,

προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑31/14,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Carpi Badía και την P. Němečková, επικουρούμενους από την M. Segura Catalán, δικηγόρο,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, G. De Baere, D. Petrlík, K. Kecsmár και S. Kingston (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, και ιδίως:

–        τη διάταξη της 18ης Μαρτίου 2014 περί συνεκδικάσεως των υποθέσεων T‑29/14 και T‑31/14 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη,

–        την απόφαση της 2ας Μαρτίου 2016 περί αναστολής της διαδικασίας μέχρι την έκδοση αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591),

–        την απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 2018 περί αναστολής της διαδικασίας έως ότου αποκτήσουν ισχύ δεδικασμένου οι αποφάσεις που περάτωσαν τη δίκη στις υποθέσεις T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV,

–        την απόφαση της 20ής Απριλίου 2021 περί επαναλήψεως της διαδικασίας,

–        την απόφαση της 12ης Απριλίου 2022 περί αναστολής της διαδικασίας μέχρι την έκδοση αποφάσεως περατώνουσας τη δίκη στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60),

–        το μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 22ας Φεβρουαρίου 2023, με το οποίο οι διάδικοι κλήθηκαν να διατυπώσουν τις απόψεις τους επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν για την εκδίκαση των υποθέσεων από την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60),

–        την από 16 Μαρτίου 2023 απάντηση της προσφεύγουσας της υπόθεσης T‑29/14, με την οποία ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί των λόγων που δεν εξετάστηκαν με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑62/20 P, EU:C:2023:60), και την από 16 Μαρτίου 2023 απάντηση της προσφεύγουσας της υπόθεσης T‑31/14 με την οποία κατ’ ουσίαν δηλώθηκε ότι η εν λόγω προσφεύγουσα δεν επρόκειτο να εναντιωθεί στην αυτεπάγγελτη διαπίστωση από το Γενικό Δικαστήριο ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 131, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου,

–        την από 16 Μαρτίου 2023 απάντηση της Επιτροπής, στην οποία εκτίθεται, κατ’ ουσίαν, ότι το σύνολο των ζητημάτων που εγείρονται στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών έχει επιλυθεί στο πλαίσιο των προσφυγών τις οποίες αφορά η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), και ότι οι υπό κρίση προσφυγές πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, πλην του τετάρτου λόγου ακυρώσεως εκάστης εξ αυτών, επί των οποίων λόγων θα παρέλκει η έκδοση αποφάσεως αφότου η Επιτροπή λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου,

–        το από 26 Μαΐου 2023 μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, με το οποίο η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑31/14 κλήθηκε, αφενός, να συμμορφωθεί προς τις επιταγές του άρθρου 130, παράγραφος 2, εφόσον προτίθεται να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη στην υπόθεση αυτή, και, αφετέρου, να διευκρινίσει αν το εν λόγω αίτημα θα πρέπει να νοηθεί ως αίτημα παραιτήσεως από την προσφυγή, εφόσον το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αποφανθεί επί της διαφοράς,

–        την από 9 Ιουνίου 2023 απάντηση της προσφεύγουσας της υπόθεσης T‑31/14 με την οποία, κατ’ ουσίαν, δηλώνεται ότι η εν λόγω προσφεύγουσα δεν προτίθεται να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να καταργήσει τη δίκη ούτε προτίθεται να παραιτηθεί από την προσφυγή της,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις προσφυγές τους βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες, Telefónica Gestión Integral de Edificios y Servicios, SL, πρώην Taetel, SL, και Banco Santander, SA, πρώην Banco Popular Español, SA, ζητούν την ακύρωση της απόφασης 2014/200/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης» (ΕΕ 2014, L 114, σ. 1) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Επί της προσβαλλόμενης απόφασης

2        Κατόπιν της υποβολής καταγγελιών σύμφωνα με τις οποίες το ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης, όπως εφαρμοζόταν επί ορισμένων συμφωνιών χρηματοδοτικής μίσθωσης για την αγορά πλοίων (στο εξής: καθεστώς STL), παρείχε στις ναυτιλιακές εταιρίες τη δυνατότητα να αγοράζουν πλοία ναυπηγηθέντα από ισπανικές ναυπηγικές επιχειρήσεις σε τιμές μειωμένες κατά 20 έως 30 %, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ με την απόφαση C(2011) 4494 τελικό, της 29ης Ιουνίου 2011 (ΕΕ 2011, C 276, σ. 5, στο εξής: απόφαση για την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

3        Στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το καθεστώς STL είχε χρησιμοποιηθεί, έως την ημερομηνία έκδοσης της μνημονευόμενης στην ανωτέρω σκέψη 2 απόφασής της, για συναλλαγές που συνίσταντο στη ναυπήγηση πλοίων και την αγορά τους από ναυτιλιακές εταιρίες καθώς και στη χρηματοδότηση των εν λόγω συναλλαγών μέσω ad hoc νομικού και χρηματοοικονομικού σχήματος, οργανωθέντος από τράπεζα. Για την εφαρμογή του καθεστώτος STL, κάθε παραγγελία πλοίου προϋπέθετε τη συμμετοχή ναυτιλιακής εταιρίας, ναυπηγείου, τράπεζας, εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και ενός ομίλου οικονομικού σκοπού (ΟΟΣ), ο οποίος αποτελούνταν από την τράπεζα και από επενδυτές που αγόραζαν μερίδια συμμετοχής στον ΟΟΣ. Ο ΟΟΣ μίσθωνε το πλοίο από εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης από την έναρξη της ναυπήγησής του και στη συνέχεια το εκμίσθωνε σε ναυτιλιακή εταιρία στο πλαίσιο σύμβασης ναύλωσης γυμνού πλοίου. Ο ΟΟΣ δεσμευόταν να αγοράσει το πλοίο κατά τη λήξη της σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης και η ναυτιλιακή εταιρία αναλάμβανε την υποχρέωση να το αγοράσει κατά τη λήξη της σύμβασης ναύλωσης γυμνού πλοίου. Σύμφωνα με την προσβαλλόμενη απόφαση, επρόκειτο για φορολογική διευθέτηση με σκοπό τη δημιουργία φορολογικών πλεονεκτημάτων υπέρ επενδυτών που μετείχαν σε ΟΟΣ «με φορολογική διαφάνεια», υπό την έννοια ότι τα κέρδη και οι ζημίες του ΟΟΣ μεταβιβάζονταν αυτομάτως στους επενδυτές που ήταν κάτοικοι Ισπανίας κατ’ αναλογία προς τη συμμετοχή τους στον ΟΟΣ, και τη μεταβίβαση μέρους των πλεονεκτημάτων αυτών σε ναυτιλιακή εταιρία υπό τη μορφή έκπτωσης επί της τιμής του ίδιου πλοίου.

4        Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι πράξεις που λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο του καθεστώτος STL αποτελούνταν από πέντε μέτρα τα οποία προβλέπονταν σε πλείονες διατάξεις του Real Decreto Legislativo 4/2004, por el que se aprueba el texto refundido de la Ley del Impuesto sobre Sociedades (βασιλικού νομοθετικού διατάγματος 4/2004, περί κύρωσης του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί φόρου εταιριών), της 5ης Μαρτίου 2004 (BOE αριθ. 61, της 11ης Μαρτίου 2004, σ. 10951, στο εξής: νόμος περί φόρου εταιριών), και του Real Decreto 1777/2004, por el que se aprueba el Reglamento del Impuesto sobre Sociedades (βασιλικού διατάγματος 1777/2004, περί κύρωσης της κανονιστικής απόφασης περί φόρου εταιριών), της 30ής Ιουλίου 2004 (BOE αριθ. 189, της 6ης Αυγούστου 2004, σ. 28377, στο εξής: απόφαση περί φόρου εταιριών). Τα εν λόγω πέντε μέτρα ήταν η εσπευσμένη απόσβεση των κτηθέντων με χρηματοδοτική μίσθωση στοιχείων του ενεργητικού, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 115, παράγραφος 6, του ως άνω νόμου (στο εξής: πρόωρη απόσβεση), η κατά διακριτική ευχέρεια εφαρμογή της πρόωρης απόσβεσης που απέρρεε από το άρθρο 48, παράγραφος 4, το άρθρο 115, παράγραφος 11, του ίδιου νόμου καθώς και από το άρθρο 49 της ως άνω απόφασης, οι διατάξεις περί ΟΟΣ, το καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 124 έως 128 του ίδιου νόμου και οι διατάξεις του άρθρου 50, παράγραφος 3, της ίδιας απόφασης.

5        Σύμφωνα με το άρθρο 115, παράγραφος 6, του νόμου περί φόρου εταιριών, η πρόωρη απόσβεση άρχιζε από την ημερομηνία κατά την οποία το κτηθέν με χρηματοδοτική μίσθωση στοιχείο του ενεργητικού ήταν έτοιμο προς λειτουργία, δηλαδή όχι πριν από την παράδοσή του στον μισθωτή και την έναρξη της χρήσης του από αυτόν. Παρά ταύτα, το άρθρο 115, παράγραφος 11, του εν λόγω νόμου προέβλεπε ότι το Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών είχε τη δυνατότητα, κατόπιν επίσημου αιτήματος του μισθωτή, να ορίσει προγενέστερη ημερομηνία έναρξης της απόσβεσης. Το άρθρο αυτό επέβαλλε δύο γενικές προϋποθέσεις για την πρόωρη απόσβεση. Οι ειδικές προϋποθέσεις που είχαν εφαρμογή στους ΟΟΣ περιλαμβάνονταν στο άρθρο 48, παράγραφος 4, του ίδιου νόμου. Η κατά το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου αυτού διαδικασία έγκρισης περιγραφόταν λεπτομερώς στο άρθρο 49 της απόφασης περί φόρου εταιριών.

6        Το καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας εγκρίθηκε ως κρατική ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις στον κλάδο των θαλασσίων μεταφορών της 5ης Ιουλίου 1997 (ΕΕ 1997, C 205, σ. 5), όπως τροποποιήθηκαν με την ανακοίνωση C(2004) 43 τελικό της Επιτροπής (ΕΕ 2004, C 13, σ. 3) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές), με την απόφαση C(2002) 582 final της Επιτροπής, της 27ης Φεβρουαρίου 2002, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 736/2001 που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Σύστημα φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών βάσει της χωρητικότητας (ΕΕ 2004, C 38, σ. 4), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2004) 1931 final της Επιτροπής, της 2ας Ιουνίου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση N 528/2003 που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Τροποποίηση του συστήματος φορολόγησης των εταιριών θαλάσσιων μεταφορών βάσει της χωρητικότητας (ΕΕ 2005, C 77, σ. 29). Στο πλαίσιο του καθεστώτος αυτού, κατόπιν σχετικής έγκρισης από τη φορολογική αρχή, οι εγγεγραμμένες σε μητρώο ναυτιλιακών εταιριών επιχειρήσεις δεν φορολογούνται βάσει των κερδών και των ζημιών τους, αλλά βάσει της χωρητικότητάς τους. Η ισπανική νομοθεσία επιτρέπει την εγγραφή των ΟΟΣ σε τέτοιο μητρώο παρά το γεγονός ότι δεν είναι ναυτιλιακές εταιρίες.

7        Το άρθρο 125, παράγραφος 2, του νόμου περί φόρου εταιριών προέβλεπε ειδική διαδικασία για τα πλοία που είχαν ήδη αποκτηθεί κατά τον χρόνο μετάβασης στο καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας και για τα μεταχειρισμένα πλοία που είχαν αποκτηθεί μετά την υπαγωγή της επιχείρησης στο καθεστώς αυτό. Κατά τη συνήθη εφαρμογή του εν λόγω καθεστώτος, η δυνητική κεφαλαιακή υπεραξία φορολογούνταν κατά την υπαγωγή στο ίδιο καθεστώς, θεωρούνταν δε ότι η φορολόγηση της κεφαλαιακής υπεραξίας συντελείτο, αν και καθυστερημένα, κατά την πώληση ή την απόσυρση του πλοίου. Ωστόσο, κατά παρέκκλιση από τη διάταξη αυτή, το άρθρο 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών όριζε ότι, κατά την αγορά πλοίων με δικαίωμα αγοράς στο πλαίσιο σύμβασης χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχε προηγουμένως εγκριθεί από τις φορολογικές αρχές, τα εν λόγω πλοία θεωρούνταν καινούργια, και όχι μεταχειρισμένα, υπό την έννοια του άρθρου 125, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η αξία τους είχε ήδη αποσβεσθεί, οπότε οι τυχόν υπεραξίες δεν φορολογούνταν. Η εν λόγω παρέκκλιση, η οποία δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή, εφαρμόστηκε μόνο για ειδικές συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης που είχαν εγκριθεί από τις φορολογικές αρχές στο πλαίσιο της υποβολής αιτήσεων πρόωρης απόσβεσης δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 11, του ίδιου νόμου, δηλαδή για πλοία που είχαν ναυπηγηθεί και εκμισθωθεί πρόσφατα, είχαν αγορασθεί με πράξεις υπαγόμενες στο καθεστώς STL και, πλην μίας περιπτώσεως, είχαν ναυπηγηθεί από ισπανικά ναυπηγεία.

8        Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, εφαρμόζοντας το σύνολο των μέτρων αυτών, ο ΟΟΣ αποκόμιζε τα φορολογικά πλεονεκτήματα σε δύο στάδια. Κατά το πρώτο στάδιο, η πρόωρη και εσπευσμένη απόσβεση της αξίας του μισθωμένου πλοίου εφαρμοζόταν σύμφωνα με το κανονικό καθεστώς φορολογίας εταιριών, το οποίο σήμαινε σημαντικές ζημίες για τον ΟΟΣ, οι οποίες, λόγω της φορολογικής διαφάνειας των ΟΟΣ, μπορούσαν να εκπίπτουν από τα έσοδα των επενδυτών κατ’ αναλογίαν προς το ποσοστό συμμετοχής τους στον ΟΟΣ. Υπό κανονικές συνθήκες, η πρόωρη και εσπευσμένη απόσβεση αντισταθμιζόταν στη συνέχεια με την αύξηση του καταβαλλόμενου φόρου είτε λόγω της πλήρους απόσβεσης της αξίας του πλοίου είτε λόγω της υπεραξίας που προέκυπτε σε περίπτωση πώλησης του πλοίου, πλην όμως, κατά το δεύτερο στάδιο, τα ποσά που εξοικονομούνταν από τη φορολογία ως αποτέλεσμα της μεταβίβασης των αρχικών ζημιών στους επενδυτές διατηρούνταν χάρη στη μετάπτωση του ΟΟΣ στο καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας, με αποτέλεσμα την πλήρη απαλλαγή της κεφαλαιακής υπεραξίας που προέκυπτε από την πώληση του πλοίου στη ναυτιλιακή εταιρία.

9        Η Επιτροπή, παρότι έκρινε ότι το καθεστώς STL έπρεπε να περιγραφεί ως «σύστημα», προέβη παράλληλα και σε χωριστή ανάλυση καθενός από τα επίμαχα μέτρα. Η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι, μεταξύ των μέτρων αυτών, τα μέτρα που λήφθηκαν βάσει του άρθρου 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών σχετικά με την πρόωρη απόσβεση, τα μέτρα που στηρίζονταν στην εφαρμογή του καθεστώτος φορολόγησης βάσει χωρητικότητας σε επιχειρήσεις, πλοία ή μη επιλέξιμες δραστηριότητες και τα μέτρα που λήφθηκαν βάσει του άρθρου 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών RIS συνιστούσαν κρατική ενίσχυση προς τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους, η οποία είχε παρανόμως τεθεί σε εφαρμογή από το Βασίλειο της Ισπανίας από την 1η Ιανουαρίου 2002, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, τα επίμαχα φορολογικά μέτρα δεν ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά, με την επιφύλαξη της περίπτωσης που η ενίσχυση ήταν αντίστοιχη προς τη θεωρούμενη ως εύλογη στην αγορά αμοιβή για τη διαμεσολάβηση χρηματοοικονομικών επενδυτών, η οποία καταβαλλόταν σε εταιρίες θαλάσσιων μεταφορών και ήταν επιλέξιμη βάσει των κατευθυντήριων γραμμών για τις θαλάσσιες μεταφορές. Η Επιτροπή αποφάσισε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας όφειλε να καταργήσει το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων, στο μέτρο που δεν ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά, και να ανακτήσει τις μη συμβατές ενισχύσεις από τους επενδυτές των ΟΟΣ που τις καρπώθηκαν, χωρίς οι εν λόγω δικαιούχοι να έχουν τη δυνατότητα να μετακυλίσουν το βάρος της ανάκτησης της ενίσχυσης σε άλλα πρόσωπα.

10      Ωστόσο, η Επιτροπή αποφάσισε να μην ανακτηθούν οι ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί στο πλαίσιο χρηματοδοτικών πράξεων για τις οποίες οι αρμόδιες εθνικές αρχές είχαν δεσμευθεί να χορηγήσουν το ευεργέτημα των μέτρων με νομικώς δεσμευτική πράξη εγκριθείσα πριν από τις 30 Απριλίου 2007, ημερομηνία δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της απόφασης 2007/256/ΕΚ, της 20ής Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων που έθεσε σε εφαρμογή η Γαλλία βάσει του άρθρου 39 CA του γενικού κώδικα φορολογίας – Κρατική ενίσχυση C 46/04 (πρώην NN 65/04) (ΕΕ 2007, L 112, σ. 41).

 Επί των λοιπών προσφυγών που ασκήθηκαν κατά της προσβαλλόμενης απόφασης

11      Με την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 και T‑719/13, EU:T:2015:1004), το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε δύο άλλες προσφυγές κατά της προσβαλλόμενης απόφασης, τις οποίες άσκησαν το Βασίλειο της Ισπανίας και οι Lico Leasing, SA και Pequeños y Medianos Astilleros Sociedad de Reconversión, SA (στο εξής: PYMAR), βάσει λόγου ακυρώσεως αφορώντος παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

12      Με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 και T‑719/13, EU:T:2015:1004), και ανέπεμψε τις υποθέσεις T‑515/13 και T‑719/13 ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

13      Με την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές.

14      Με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο αναίρεσε εν μέρει την απόφαση της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434), και, αποφαινόμενο οριστικώς επί των δύο προσφυγών, ακύρωσε εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση.

15      Με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο απέρριψε, κατ’ αρχάς, τις αιτήσεις αναιρέσεως όσον αφορά την επιχειρηματολογία των αναιρεσειουσών σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη επιλεκτικού χαρακτήρα του καθεστώτος STL. Απέρριψε, επίσης, τις αιτήσεις αναιρέσεως ως προς τους λόγους που αφορούσαν την εφαρμογή των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, επισημαίνοντας παράλληλα την πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο, η οποία, όμως, δεν ασκούσε επιρροή στην εκτίμησή του. Τέλος, το Δικαστήριο δέχθηκε τον λόγο αναιρέσεως με τον οποίο το Βασίλειο της Ισπανίας προέβαλε ελλιπή αιτιολογία της απόφασης της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434), όσον αφορά την ανάκτηση της επίμαχης ενίσχυσης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, διαπιστώνοντας απλώς ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν αμφισβητήσει τον προσδιορισμό των αποδεκτών στην προσβαλλόμενη απόφαση και παραπέμποντας στη λογική και το περιεχόμενο της απόφασης αυτής, ενώ, αντιθέτως, από τον προβληθέντα λόγο ακυρώσεως συναγόταν ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποστηρίξει, εμμέσως πλην σαφώς, ότι δεν ήταν οι μόνοι αποδέκτες της επίμαχης ενίσχυσης διότι μεγάλο μέρος της είχε μεταβιβαστεί στις ναυτιλιακές εταιρίες, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο παρέβη την υποχρέωση αιτιολόγησης και αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου ως προς το σημείο αυτό.

16      Αποφαινόμενο οριστικώς επί της διαφοράς, το Δικαστήριο έκανε δεκτό τον προβληθέντα από τις Lico Leasing και PYMAR λόγο ακυρώσεως, με τον οποίο υποστήριζαν ότι οι επενδυτές των ΟΟΣ δεν ήταν οι μόνοι δικαιούχοι της επίμαχης ενίσχυσης, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος της είχε μεταβιβαστεί στις ναυτιλιακές εταιρίες. Ως εκ τούτου, ακύρωσε το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που προσδιόριζε τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως τους μόνους δικαιούχους της ενίσχυσης στην οποία αναφερόταν η απόφαση αυτή, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης κατά το μέρος που υποχρέωνε το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το συνολικό ποσό της επίμαχης ενίσχυσης από τους επενδυτές των ΟΟΣ που ωφελήθηκαν από αυτήν.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και διατάσσει την ανάκτησή της από τους επενδυτές των ΟΟΣ·

–        επικουρικώς, να κηρύξει ανίσχυρη την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης διαταγή ανάκτησης της ενίσχυσης που απευθύνεται στους επενδυτές των ΟΟΣ, καθόσον παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

–        έτι επικουρικότερον, να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης και να διαπιστώσει ότι η μέθοδος υπολογισμού του φερόμενου πλεονεκτήματος, το οποίο οφείλουν να επιστρέψουν οι επενδυτές των ΟΟΣ, δεν είναι σύννομη·

–        να αναγνωρίσει το ανυπόστατο του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης ή να ακυρώσει εν μέρει τη διάταξη αυτή, κατά τα μέρος που απαγορεύει στους δικαιούχους «να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα»·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Επιπλέον, επικουρικώς προς το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τα άρθρα 1, 2 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που προσδιορίζουν τους επενδυτές των ΟΟΣ ως δικαιούχους οι οποίοι υποχρεούνται να επιστρέψουν τη φερόμενη ενίσχυση.

19      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις προσφυγές·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα και, επικουρικώς, να αποφασίσει ότι θα φέρουν, πέραν του συνόλου των δικαστικών εξόδων τους, και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής.

 Σκεπτικό

20      Προς στήριξη των προσφυγών τους, εκάστη των προσφευγουσών προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως:

–        ο πρώτος λόγος εκάστης προσφυγής αφορά παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπιστώνεται η ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης·

–        ο δεύτερος λόγος εκάστης προσφυγής αφορά παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως ότι ορισμένα φορολογικά μέτρα που συνέθεταν το καθεστώς STL, εξεταζόμενα μεμονωμένως, συνιστούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις·

–        ο τρίτος λόγος εκάστης προσφυγής αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης·

–        ο τέταρτος λόγος εκάστης προσφυγής αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση των άρθρων 107 και 108 ΣΛΕΕ, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τον προσδιορισμό των δικαιούχων και τη μέθοδο ανάκτησης της ενίσχυσης·

–        ο πέμπτος λόγος εκάστης προσφυγής αφορά παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), του άρθρου 3, παράγραφος 6, ΣΕΕ, και των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης απαγορεύει στους δικαιούχους «να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα».

21      Με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν για την εξέταση των προσφυγών από την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 δήλωσε ότι παραιτείται από τον πρώτο και από τον τρίτο λόγο ακυρώσεως. Με την απάντησή της στο μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις 28 Σεπτεμβρίου 2023, η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑31/14 δήλωσε ότι θα παραιτηθεί από τους ίδιους λόγους ακυρώσεως σε περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της και ότι πρέπει να εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η εν λόγω προσφεύγουσα δήλωσε επίσης ότι παραιτείται από το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί της μερικής εξαφάνισης του αντικειμένου των διαφορών

22      Κατά πάγια νομολογία, το αντικείμενο της διαφοράς, όπως ορίστηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης, πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως παρέλκει η έκδοση απόφασης, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και διάταξη της 14ης Ιανουαρίου 2014, Miettinen κατά Συμβουλίου, T‑303/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:48, σκέψη 16 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Ειδικότερα, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, έχει κριθεί ότι η ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά τη διάρκεια της δίκης καθιστά άνευ αντικειμένου την προσφυγή όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω απόφασης (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 37, και της 19ης Οκτωβρίου 2005, CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής, T‑324/00, EU:T:2005:364, σκέψεις 116 και 117).

24      Πράγματι, με την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, ο προσφεύγων επιτυγχάνει το μόνο αποτέλεσμα που θα μπορούσε να επιτύχει με την προσφυγή του και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται πλέον ζήτημα έκδοσης απόφασης του δικαστή της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 8ης Μαρτίου 1993, Lezzi Pietro κατά Επιτροπής, C‑123/92, EU:C:1993:87, σκέψη 10).

25      Το ίδιο ισχύει όταν η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης επέφερε το αποτέλεσμα που επιδίωκε ο προσφεύγων με σκέλος της προσφυγής του, οπότε παρέλκει η έκδοση απόφασης επί του εν λόγω σκέλους (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψεις 37 και 38).

26      Εξάλλου, η δεσμευτική ενέργεια ακυρωτικής απόφασης δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης εκπορεύεται τόσο από το διατακτικό της όσο και από το σκεπτικό που αποτελεί το αναγκαίο έρεισμά του (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, EU:C:2004:234, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση μόνον εν μέρει. Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, ακύρωσε, αφενός, το άρθρο 1 της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που προσδιόριζε τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως τους μόνους δικαιούχους της ενίσχυσης την οποία αφορούσε η απόφαση αυτή και, αφετέρου, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της απόφασης αυτής κατά το μέρος που υποχρέωνε το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το συνολικό ποσό της επίμαχης ενίσχυσης από τους επενδυτές των ΟΟΣ που είχαν ωφεληθεί από αυτήν.

28      Στις σκέψεις 138 και 139 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον προσδιορισμό των δικαιούχων της επίμαχης ενίσχυσης, καθόσον οι ΟΟΣ ήταν υποχρεωμένοι, δυνάμει των νομικώς δεσμευτικών συμβάσεων που είχαν συναφθεί με τις ναυτιλιακές εταιρίες και υποβληθεί στη φορολογική διοίκηση, να μεταβιβάσουν στις ναυτιλιακές εταιρίες μέρος του αποκτηθέντος φορολογικού πλεονεκτήματος.

29      Στο πλαίσιο των προσφυγών τους, οι προσφεύγουσες, οι οποίες διαδέχθηκαν επιχειρήσεις που είχαν πραγματοποιήσει επενδύσεις σε ΟΟΣ στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, υποστηρίζουν, με το πρώτο σκέλος των τετάρτων λόγων ακυρώσεως, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη στην προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον χαρακτήρισε τους ΟΟΣ και τους επενδυτές ως μόνους δικαιούχους της ενίσχυσης και αποφάσισε ότι το συνολικό ποσό της ενίσχυσης έπρεπε να ανακτηθεί από τους επενδυτές, μολονότι και άλλες επιχειρήσεις, οι οποίες μετείχαν στις πράξεις που διενεργήθηκαν στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, όπως τα ναυπηγεία και οι ναυτιλιακές εταιρίες, ήταν δικαιούχοι του καθεστώτος αυτού και αποκόμισαν, και αυτές, πλεονέκτημα. Στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 υποστηρίζει περαιτέρω ότι η προσβαλλομένη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον προσδιορισμό των υπαχθέντων στο καθεστώς STL.

30      Συγκεκριμένα, με το πρώτο σκέλος των τετάρτων λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ζητούν, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει το άρθρο 1, και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το μέρος που προσδιορίζουν τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως μόνους υπαχθέντες στο καθεστώς STL και υποχρεώνουν το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το συνολικό ποσό της επίμαχης ενίσχυσης από τους εν λόγω επενδυτές.

31      Όπως, όμως, επισημάνθηκε στις σκέψεις 16 και 27 ανωτέρω, το Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει το άρθρο 1 και το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος αυτό.

32      Επομένως, η μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης από το Δικαστήριο επέφερε ως προς τις προσφεύγουσες το αποτέλεσμα που επιδίωκαν με σκέλος της προσφυγής τους, ήτοι την εξαφάνιση του συγκεκριμένου μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης από την έννομη τάξη της Ένωσης (πρβλ. διάταξη της 16ης Σεπτεμβρίου 2014, Justice & Environment κατά Επιτροπής, T‑405/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:821, σκέψη 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Πράγματι, οι αιτιάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 29 ανωτέρω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι νόμω βάσιμες, δεν είναι δυνατόν να συνεπάγονται την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά μέρος το οποίο βαίνει πέραν του ακυρωθέντος από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60). Ειδικότερα, η αιτίαση ότι και άλλες επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν στις υπαγόμενες στο καθεστώς STL πράξεις, όπως μεταξύ άλλων τα ναυπηγεία, πρέπει να θεωρηθούν ως ανήκουσες στον κύκλο των προσώπων που υπήχθησαν στο καθεστώς STL και των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η διαταγή ανάκτησης, αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμη, θα μπορούσε να συνεπάγεται την ακύρωση, αφενός, του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που προσδιορίζει τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως τους μόνους δικαιούχους της επίμαχης ενίσχυσης και, αφετέρου, του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης κατά το μέρος που διατάσσει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το συνολικό ποσό της επίμαχης ενίσχυσης από τους επενδυτές των ΟΟΣ που ωφελήθηκαν από αυτήν. Όπως, όμως, υπενθυμίζεται στις σκέψεις 16, 27 και 31 ανωτέρω, το Δικαστήριο ακύρωσε εν μέρει τα άρθρα αυτά με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), κατά το μέρος αυτό.

34      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπό κρίση προσφυγές κατέστησαν άνευ αντικειμένου κατά το μέρος αυτό.

35      Επιπλέον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών με την οποία βάλλουν κατά της εξαίρεσης των ναυπηγείων από τους υπαχθέντες στο καθεστώς STL και από τις επιχειρήσεις προς τις οποίες απευθύνεται η διαταγή ανάκτησης, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η επιχειρηματολογία αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί βάσιμη, είναι ικανή να τους προσπορίσει όφελος πέραν εκείνου που αντλούν από την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

36      Κατά τις προσφεύγουσες, οι ΟΟΣ διατηρούσαν μόλις το 10 έως 15 % των πλεονεκτημάτων που απέρρεαν από πράξεις διενεργηθείσες στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των πλεονεκτημάτων που αποκόμιζαν από τις πράξεις αυτές, ήτοι το 85 έως 90 % των ποσών που εξοικονομούνταν από χρηματοοικονομική και φορολογική άποψη ως αποτέλεσμα κάθε πράξης, μεταβιβαζόταν σε τρίτους. Επισημαίνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση χαρακτηρίζει ως τρίτους τις ναυτιλιακές εταιρίες, ωστόσο, στην πραγματικότητα, πραγματικοί υπαχθέντες στο καθεστώς STL είναι οι ναυπηγικές επιχειρήσεις και, ειδικότερα, οι ισπανικές ναυπηγικές επιχειρήσεις.

37      Στη σκέψη 138 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ΟΟΣ «ήταν υποχρεωμένοι, δυνάμει των κανόνων του δικαίου που ισχύει για τις συμβάσεις που συνάπτονται με τις ναυτιλιακές εταιρίες, να μεταβιβάσουν στις εταιρίες αυτές μέρος του αποκτηθέντος φορολογικού πλεονεκτήματος». Στη σκέψη 131 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στην αιτιολογική σκέψη 11 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή ανέφερε ότι οποιαδήποτε πράξη βάσει του καθεστώτος STL παρείχε στη ναυτιλιακή εταιρία τη δυνατότητα να αποκτήσει πλοίο νεοναυπηγηθέν με έκπτωση 20 έως 30 % επί της τιμής που χρεώνει το ναυπηγείο και ότι, στην αιτιολογική σκέψη 12 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή έκρινε ότι το καθεστώς STL αποτελούσε καθεστώς φορολογικού σχεδιασμού, το οποίο οργανωνόταν κατά κανόνα από τράπεζα με σκοπό τη δημιουργία φορολογικών πλεονεκτημάτων για τους επενδυτές στο πλαίσιο ενός ΟΟΣ που διέπεται από «φορολογική διαφάνεια» και τη μεταβίβαση μέρους των εν λόγω φορολογικών πλεονεκτημάτων στην ναυτιλιακή εταιρία με τη μορφή έκπτωσης επί της τιμής του πλοίου, τα δε υπόλοιπα πλεονεκτήματα διατηρούνταν από τους επενδυτές. Στη σκέψη 132 της ίδιας απόφασης, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή επισήμανε ότι, με οικονομικούς όρους, σημαντικό μέρος του φορολογικού πλεονεκτήματος που αποκτά ο ΟΟΣ μεταβιβάζεται στη ναυτιλιακή εταιρία μέσω της έκπτωσης επί της τιμής.

38      Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 19 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το «φορολογικό κέρδος της τάξης του 30 % περίπου επί του αρχικού ακαθάριστου τιμήματος του πλοίου […] –από το οποίο επωφελούνται αρχικά ο ΟΟΣ και οι επενδυτές του– παρακρατείτ[ο] από τους επενδυτές (10‑15 %) και το υπόλοιπο ποσοστό [μεταβιβαζόταν] στη ναυτιλιακή εταιρεία (85‑90 %), η οποία αποκτ[ούσε] εντέλει την κυριότητα του πλοίου, με έκπτωση μεταξύ 20 % και 30 % επί του αρχικού ακαθάριστου τιμήματος του πλοίου».

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν, στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο δεν επιλήφθηκε του ζητήματος αν έπρεπε οι ναυπηγικές επιχειρήσεις να θεωρηθούν και αυτές ως υπαχθείσες στου καθεστώς STL, με αποτέλεσμα να μην αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, διαπιστώνεται ότι από κανένα στοιχείο της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών δεν προκύπτει ότι το ποσό του πλεονεκτήματος που αποκόμισαν οι επενδυτές, ήτοι της τάξεως του 10 έως 15 % των πλεονεκτημάτων που προέκυπταν από πράξεις διενεργηθείσες στο πλαίσιο του καθεστώτος STL, και το οποίο οφείλουν να επιστρέψουν στο Βασίλειο της Ισπανίας, θα ήταν διαφορετικό αν οι ναυπηγικές επιχειρήσεις θεωρούνταν και αυτές ως υπαχθείσες στο καθεστώς STL. Συγκεκριμένα, όπως άλλωστε αναγνώρισε και η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το μέρος του πλεονεκτήματος που διατήρησαν οι ΟΟΣ στο πλαίσιο του καθεστώτος STL δεν διαφοροποιείται ανάλογα με το αν, μεταξύ των λοιπών υπαχθέντων στο καθεστώτος STL, περιλαμβάνονται μόνον οι ναυτιλιακές εταιρίες ή αμφότερες οι εταιρίες αυτές και οι ναυπηγικές επιχειρήσεις.

40      Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι είχαν συμφέρον να προβάλουν το πρώτο σκέλος των τετάρτων λόγων ακυρώσεως, στον βαθμό που με το σκέλος αυτό προσβάλλεται η εξαίρεση των ναυπηγικών επιχειρήσεων από τους υπαχθέντες στο καθεστώς STL.

41      Εν συνεχεία, με το δεύτερο σκέλος των τετάρτων λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την περιγραφόμενη στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης μέθοδο για τον υπολογισμό του επιστρεπτέου ποσού από τους επενδυτές. Ειδικότερα, υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη καθόσον, κατά την εφαρμογή της εν λόγω μεθόδου, δεν έλαβε υπόψη τις λεγόμενες «μη ανακτήσιμες» επενδύσεις στις οποίες προέβησαν οι προσφεύγουσες. Κατά την άποψή τους, η Επιτροπή, προκειμένου να διατάξει την ανάκτηση, όφειλε να λάβει υπόψη τις ζημιογόνες επενδύσεις τις οποίες πραγματοποίησαν οι επενδυτές των ΟΟΣ με σκοπό τη δημιουργία του φορολογικού πλεονεκτήματος, οι οποίες αποτελούσαν ειδικές επιβαρύνσεις εγγενείς στο πλεονέκτημα αυτό. Στο πλαίσιο του σκέλους αυτού, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν επίσης ότι η Επιτροπή όφειλε να αφαιρέσει τα ποσά των πλεονεκτημάτων που μεταβίβασαν οι επενδυτές των ΟΟΣ σε τρίτους στο πλαίσιο του καθεστώτος STL.

42      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει τμήμα το οποίο φέρει τον τίτλο «Καθορισμός των προς ανάκτηση ποσών», στο οποίο η Επιτροπή παραθέτει μια μέθοδο τεσσάρων σταδίων, την οποία πρέπει, κατά την άποψή της, να εφαρμόσει το Βασίλειο της Ισπανίας προκειμένου να καθορίσει, σε κάθε περίπτωση, το προς ανάκτηση ποσό της μη συμβατής ενίσχυσης από τους δικαιούχους. Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η συγκεκριμένη μέθοδος μπορεί να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο, προκειμένου κυρίως να καθοριστεί το πραγματικό ποσό του φορολογικού πλεονεκτήματος για τους επενδυτές με βάση τη φορολογική κατάσταση του καθενός.

43      Τα τέσσερα αυτά στάδια είναι τα ακόλουθα:

–        πρώτον, υπολογισμός του συνολικού φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από την επίμαχη πράξη [ή της καθαρής παρούσας αξίας (ΚΠΑ) του πραγματικού φορολογικού πλεονεκτήματος για τον ΟΟΣ ή τους επενδυτές του, δηλαδή πριν την αφαίρεση του ποσοστού των πλεονεκτημάτων το οποίο μεταβιβάζεται στη ναυπηγική εταιρία μέσω έκπτωσης επί της τιμής)·

–        δεύτερον, υπολογισμός του φορολογικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τα γενικά φορολογικά μέτρα που εφαρμόζονται στη συναλλαγή (δηλαδή, της ΚΠΑ –υπολογιζομένης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως στο πρώτο στάδιο– των φορολογικών πλεονεκτημάτων που αποκομίζει ο ΟΟΣ ή οι επενδυτές του σε μια δεδομένη κατάσταση στην οποία έχει χρησιμοποιηθεί μόνο το μέτρο της εσπευσμένης απόσβεσης από τη στιγμή που ξεκίνησε η εκμετάλλευση του σκάφους και η φορολόγηση της πράξης σύμφωνα με το γενικό σύστημα για τη φορολόγηση των εταιριών)·

–        τρίτον, υπολογισμός του φορολογικού πλεονεκτήματος που ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση, δηλαδή, η διαφορά μεταξύ των ποσών που προκύπτουν από το πρώτο και το δεύτερο στάδιο·

–        τέταρτον, υπολογισμός του ποσού της συμβατής ενίσχυσης που προκύπτει από τον υπολογισμό του τρίτου σταδίου (δηλαδή, του πλεονεκτήματος που μεταβιβάστηκε στη ναυτιλιακή εταιρία το οποίο είναι συμβατό σύμφωνα με το τμήμα 11 των κατευθυντηρίων γραμμών για τις θαλάσσιες μεταφορές, καθόσον η Επιτροπή κατ’ ουσίαν εκτίμησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 202 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ένα μέρος από το πλεονέκτημα που μεταβιβάζεται στη ναυτιλιακή εταιρία μπορούσε να θεωρηθεί συμβατό αν η ναυτιλιακή εταιρία, το εμπλεκόμενο πλοίο και οι δραστηριότητες μεταφορών είχαν επιλέξιμο χαρακτήρα σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τις θαλάσσιες μεταφορές, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 9 ανωτέρω).

44      Όπως όμως παραδέχθηκε, κατ’ ουσίαν, η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η επιχειρηματολογία με την οποία οι προσφεύγουσες βάλλουν κατά της μεθόδου που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης, και ιδίως κατά της μη αφαίρεσης των «μη ανακτήσιμων» επενδύσεων καθώς και, εν γένει, των ποσών που μεταβιβάστηκαν σε τρίτους, στηρίζεται στην παραδοχή ότι η ανάκτηση της παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης θα ακολουθήσει την εν λόγω μέθοδο.

45      Εντούτοις, κατόπιν της μερικής ακύρωσης του άρθρου 1 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι ΟΟΣ και οι επενδυτές τους δεν θεωρούνται πλέον ως μόνοι υπαχθέντες στο καθεστώς STL και οι επενδυτές δεν θεωρούνται πλέον ως οι μόνες επιχειρήσεις από τις οποίες πρέπει να υποχρεωθεί το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει την ενίσχυση. Επομένως, η μέθοδος που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον στηρίζεται στην εσφαλμένη πλέον παραδοχή ότι το σύνολο του πλεονεκτήματος πρέπει να ανακτηθεί μόνον από τους επενδυτές των ΟΟΣ, κατέστη παρωχημένη κατόπιν της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

46      Ειδικότερα, σημαντικό μέρος του πλεονεκτήματος θα μπορούσε να επιστραφεί από άλλους υπαχθέντες στο καθεστώς STL. Η μέθοδος, όμως, που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης στηρίζεται σε άλλη παραδοχή, εσφαλμένη σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), ότι το σύνολο του μη συμβατού πλεονεκτήματος πρέπει να επιστραφεί από τους επενδυτές των ΟΟΣ. Συγκεκριμένα, για παράδειγμα, στο τρίτο στάδιο της μεθόδου αυτής, το οποίο αφορά τον «υπολογισμό του φορολογικού πλεονεκτήματος που ισοδυναμεί με κρατική ενίσχυση» (αιτιολογική σκέψη 266 της εν λόγω απόφασης), επισημαίνεται ότι η «ενίσχυση που έχ[ει] λάβει ο ΟΟΣ και οι επενδυτές του ως δικαιούχοι των εν λόγω φορολογικών μέτρων» αντιστοιχεί στην «[καθαρή παρούσα αξία] του συνολικού πλεονεκτήματος που προκύπτει από τη χρήση της πρόωρης απόσβεσης, από το [φορολογικό καθεστώς βάσει χωρητικότητας] […] και από τη φορολογική απαλλαγή της κεφαλαιακής υπεραξίας».

47      Επομένως, δυνάμει του άρθρου 266 ΣΛΕΕ το οποίο της επιβάλλει να αντλήσει τις συνέπειες της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), η Επιτροπή οφείλει, μεταξύ άλλων, να επανεξετάσει στο σύνολό της τη μέθοδο υπολογισμού των προς ανάκτηση ποσών. Εξάλλου, η Επιτροπή επισήμανε, με την απάντησή της σε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας που έλαβε το Γενικό Δικαστήριο στις 25 Μαΐου 2023 και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η διαταγή ανάκτησης έπρεπε να προσαρμοστεί προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ως άνω απόφασης του Δικαστηρίου.

48      Επομένως, όπως αναγνώρισαν οι προσφεύγουσες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφυγές κατέστησαν άνευ αντικειμένου καθόσον βάλλουν κατά της μεθόδου που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου εξάλλου ότι η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑31/14 παραιτήθηκε από τις αιτιάσεις που είχε προβάλει συναφώς, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω.

49      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπό κρίση προσφυγές έχουν καταστεί άνευ αντικειμένου κατά το μέρος που βάλλουν, αφενός, κατά του προσδιορισμού των υπαχθέντων στο καθεστώς STL και των επιχειρήσεων προς τις οποίες απευθύνεται η διαταγή ανάκτησης καθώς και κατά της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης επί του σημείου αυτού και, αφετέρου, κατά της μεθόδου που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης.

50      Αντιθέτως, εξακολουθεί να πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο επί των αιτημάτων των προσφευγουσών με τα οποία ζητείται η ακύρωση μερών της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο δεν ακυρώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

51      Πράγματι, με ορισμένα εκ των αιτημάτων τους οι προσφεύγουσες ζητούν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης κατά μέρος το οποίο βαίνει πέραν του ακυρωθέντος με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60). Ως εκ τούτου, εκάστη των προσφευγουσών ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο, ειδικότερα, στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του αιτητικού της προσφυγής της, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που διαπιστώνει την ύπαρξη κρατικής ενίσχυσης και διατάσσει την ανάκτησή της από τους επενδυτές των ΟΟΣ, στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του αιτητικού της προσφυγής της, να κηρύξει ανίσχυρη τη διαταγή ανάκτησης της ενίσχυσης που απευθύνεται στους επενδυτές των ΟΟΣ διότι παραβιάζει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και, στο πλαίσιο του τέταρτου σκέλους του αιτητικού της προσφυγής της, να ακυρώσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, της απόφασης αυτής καθόσον απαγορεύει τη μετακύλιση του βάρους της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα. Επιπλέον, η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑29/14 ζητεί την ακύρωση των άρθρων 1, 2, και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον προσδιορίζουν τους επενδυτές ως δικαιούχους που οφείλουν να επιστρέψουν την ενίσχυση.

52      Όσον αφορά τους προβαλλόμενους λόγους προς στήριξη των σκελών του αιτητικού που μνημονεύονται στη σκέψη 51 ανωτέρω, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω, οι προσφεύγουσες παραιτήθηκαν από τον πρώτο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως της αντίστοιχης προσφυγής τους.

53      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο πρέπει να αποφανθεί επί του μέρους των προσφυγών με το οποίο οι προσφεύγουσες προβάλλουν, στο πλαίσιο των δεύτερων λόγων ακυρώσεως, παράβαση του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, καθόσον η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως ότι ορισμένα φορολογικά μέτρα που απαρτίζουν το καθεστώς STL, εξεταζόμενα μεμονωμένως, συνιστούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις και, στο πλαίσιο των πέμπτων λόγων ακυρώσεως, παράβαση του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, του άρθρου 3, παράγραφος 6, ΣΕΕ και των άρθρων 16 και 17 του Χάρτη, καθόσον το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης απαγορεύει στους δικαιούχους «να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα».

54      Πράγματι, αν ο δεύτερος και ο πέμπτος λόγος εκάστης προσφυγής γίνουν δεκτοί, θα μπορούσαν να συνεπάγονται την ακύρωση μέρους της προσβαλλόμενης απόφασης το οποίο δεν ακυρώθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

55      Συναφώς, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα της υπόθεσης T‑31/14, ο προσδιορισμός των ΟΟΣ και των επενδυτών τους ως υπαχθέντων στο καθεστώς STL, καθώς και η περιεχόμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση διαταγή ανάκτησης των ενισχύσεων από αυτούς δεν ακυρώθηκαν εν όλω από το Δικαστήριο ώστε να καταστούν οι προσφυγές άνευ αντικειμένου στο σύνολό τους.

56      Πράγματι, το επιχείρημα της προσφεύγουσας της υπόθεσης T‑31/14 εκκινεί από εσφαλμένη ερμηνεία της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

57      Όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω, με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), το Δικαστήριο ακύρωσε μόνον εν μέρει την προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι μόνον το άρθρο της 1 «καθόσον ορίζει ότι οι [ΟΟΣ] και οι επενδυτές τους είναι οι μόνοι δικαιούχοι της ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης» (σημείο 3 του διατακτικού της απόφασης αυτής) και το άρθρο της 4, παράγραφος 1, «καθόσον υποχρεώνει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει από τους επενδυτές των [ΟΟΣ] που έλαβαν την ενίσχυση αυτή το συνολικό ποσό της ενίσχυσης που αποτελεί αντικείμενο της απόφασης» (σημείο 4 του ίδιου διατακτικού).

58      Τουναντίον, ο προσδιορισμός των ΟΟΣ και των επενδυτών ως υπαχθέντων στο καθεστώς STL και η υποχρέωση του Βασιλείου της Ισπανίας να ανακτήσει την ενίσχυση, ή μέρος αυτής, έστω από τους επενδυτές δεν ακυρώθηκαν από το Δικαστήριο.

59      Πράγματι, λογική συνέπεια της διαπίστωσης του παράνομου χαρακτήρα μιας ενίσχυσης είναι η κατάργησή της μέσω ανάκτησης προκειμένου να αποκατασταθεί η προτέρα κατάσταση (βλ. απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV, C‑275/10, EU:C:2011:814, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Ωστόσο, με την απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Επιτροπή κατά Ισπανίας κ.λπ. (C‑128/16 P, EU:C:2018:591, σκέψη 46), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει ότι οι ΟΟΣ είχαν υπαχθεί στο καθεστώς STL. Επιπλέον, στο πλαίσιο των αιτήσεων αναιρέσεως επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), απορρίφθηκαν τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι αναιρεσείοντες στις υποθέσεις εκείνες προκειμένου να αποδείξουν ότι το καθεστώς STL δεν συνιστούσε κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπέρ των ΟΟΣ και των επενδυτών τους. Εξάλλου, το Δικαστήριο απέρριψε και τα επιχειρήματα των διαδίκων αυτών με τα οποία επιδίωκαν να αποδείξουν ότι η ανάκτηση από τους επενδυτές των ΟΟΣ ήταν αντίθετη προς τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

61      Επομένως, κατόπιν της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει έγκυρη, κατά το μέρος που κηρύσσει παράνομη και μη συμβατή με την εσωτερική αγορά την ενίσχυση που ωφελεί τουλάχιστον τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους και υποχρεώνει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει την εν λόγω ενίσχυση, ή μέρος αυτής, από τους τελευταίους. Εξάλλου, το γεγονός ότι, για τον υπολογισμό των προς ανάκτηση ποσών, η μέθοδος που περιγράφεται στις αιτιολογικές σκέψεις 263 έως 269 της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να τροποποιηθεί υπό το πρίσμα της προαναφερθείσας απόφασης του Δικαστηρίου ουδόλως μεταβάλλει το γεγονός ότι αυτή καθεαυτήν η υποχρέωση ανάκτησης εξακολουθεί να υφίσταται.

62      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης επί των προσφυγών, στο μέτρο που με αυτές ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1 της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που προσδιορίζει τους ΟΟΣ και τους επενδυτές τους ως μόνους δικαιούχους της ενίσχυσης στην οποία αναφέρεται η απόφαση αυτή και του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης κατά το μέρος που διατάσσει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το σύνολο της ενίσχυσης την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση από τους επενδυτές των ΟΟΣ που ωφελήθηκαν από αυτήν.

 Επί της ουσίας

 Επί των δευτέρων λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται εσφαλμένος χαρακτηρισμός των φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL, εξεταζομένων μεμονωμένως, ως νέων ενισχύσεων

63      Με τους δεύτερους λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την ανάλυση των διαφόρων φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL, τα οποία εξετάστηκαν μεμονωμένως.

64      Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το καθεστώς πρόωρης απόσβεσης έχει γενική ισχύ και δεν συνιστά επιλεκτικό μέτρο ούτε παρέχει κάποιο οικονομικό πλεονέκτημα, οπότε δεν πρέπει να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση.

65      Δεύτερον, όσον αφορά την εφαρμογή του καθεστώτος φορολόγησης βάσει χωρητικότητας ως προς τους ΟΟΣ και του άρθρου 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, κατ’ ουσίαν, ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι επιλεκτικά και ότι είχαν ήδη εγκριθεί από την Επιτροπή με την απόφαση C(2004) 1931, με συνέπεια ότι, αν ήθελε θεωρηθεί ότι τα εν λόγω μέτρα συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, θα πρόκειται, σε τέτοια περίπτωση, για υφιστάμενες ενισχύσεις.

66      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

67      Συναφώς, επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός ορισμένων φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL ως νέων ενισχύσεων, ο επιλεκτικός χαρακτήρας τους και η ύπαρξη πλεονεκτήματος στηρίζονται, στην πραγματικότητα, στην παραδοχή ότι τα εν λόγω μέτρα έπρεπε να εκτιμηθούν μεμονωμένως, υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ, και όχι λαμβανομένου υπόψη του καθεστώτος STL στο σύνολό του.

68      Η εν λόγω παραδοχή είναι, ωστόσο, εσφαλμένη. Συγκεκριμένα, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλόμενης απόφασης, τα διάφορα φορολογικά μέτρα που απαρτίζουν το καθεστώς STL συνδέονται, κατ’ ουσίαν, μεταξύ τους de jure, διότι η πρόωρη απόσβεση υπέκειτο στη λήψη έγκρισης από τις φορολογικές αρχές, η οποία εξάλλου αποτελούσε προϋπόθεση για την εφαρμογή του άρθρου 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών, το οποίο εισάγει εξαίρεση από το καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας. Επιπλέον, συνδέονταν μεταξύ τους de facto, διότι η διοικητική έγκριση για την πρόωρη απόσβεση εχορηγείτο αποκλειστικά στο πλαίσιο συμβάσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης πλοίων επιλέξιμων για υπαγωγή στο εν λόγω καθεστώς, οι οποίες μπορούσαν, ως εκ τούτου, να υπαχθούν στον κανόνα του άρθρου 50, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού.

69      Ακριβώς λόγω της ύπαρξης τέτοιου συνδέσμου μεταξύ των φορολογικών μέτρων του καθεστώτος STL, το Γενικό Δικαστήριο, στη σκέψη 101 της απόφασης της 23ης Σεπτεμβρίου 2020, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑515/13 RENV και T‑719/13 RENV, EU:T:2020:434), έκρινε ότι, δεδομένου ότι ένα από τα μέτρα που καθιστούσαν δυνατή την υπαγωγή στο καθεστώς STL στο σύνολό του ήταν επιλεκτικό, δηλαδή η έγκριση της πρόωρης απόσβεσης, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το σύστημα ήταν επιλεκτικό στο σύνολό του, το δε συμπέρασμα αυτό επικυρώθηκε από το Δικαστήριο στις σκέψεις 71 και 72 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

70      Επιπλέον, η ανάγκη να εκτιμηθεί το καθεστώς STL στο σύνολό του ως καθεστώς ενισχύσεων επιβεβαιώθηκε εμμέσως από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60). Συγκεκριμένα, στη σκέψη 137 της προαναφερθείσας απόφασης, το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον προσδιορισμό των δικαιούχων της επίμαχης ενίσχυσης και, κατά συνέπεια, όσον αφορά την ανάκτησή της, στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η Επιτροπή είχε κρίνει ότι το καθεστώς STL συνιστούσε, στο σύνολό του, καθεστώς ενισχύσεων το οποίο ήταν απόρροια της εφαρμογής της ισπανικής φορολογικής νομοθεσίας και των χορηγηθεισών από την ισπανική φορολογική διοίκηση εγκρίσεων και αποσκοπούσε, ανεξαρτήτως των χρησιμοποιούμενων νομικών μεθόδων, στη δημιουργία πλεονεκτήματος όχι μόνον υπέρ των ΟΟΣ αλλά και υπέρ των ναυτιλιακών εταιριών.

71      Εξ αυτών απορρέει ότι, καθόσον το σύνολο των επιχειρημάτων των προσφευγουσών εκκινεί από την εσφαλμένη παραδοχή ότι έκαστο των τριών φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL και μνημονεύονται στις σκέψεις 64 και 65 ανωτέρω πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένως υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και όχι κατόπιν εκτιμήσεως του καθεστώτος STL στο σύνολό του, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως προδήλως αβάσιμα.

72      Επομένως, σε απάντηση ειδικότερα των αιτιάσεων των προσφευγουσών, πρώτον, κατά του επιλεκτικού χαρακτήρα ορισμένων φορολογικών μέτρων που απαρτίζουν το καθεστώς STL, και δη της εφαρμογής του καθεστώτος πρόωρης απόσβεσης, της εφαρμογής του καθεστώτος φορολόγησης βάσει χωρητικότητας ως προς τους ΟΟΣ και του άρθρου 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε, στις σκέψεις 57 έως 74 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η ύπαρξη στοιχείων διακριτικής ευχέρειας στο καθεστώς STL μπορούσε να ευνοήσει τους δικαιούχους έναντι άλλων υποκείμενων στον φόρο που βρίσκονταν σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση και επιβεβαίωσε, ως εκ τούτου, ότι η πρόωρη απόσβεση είχε επιλεκτικό χαρακτήρα. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι η πρόωρη απόσβεση καθιστούσε το καθεστώς STL επιλεκτικό στο σύνολό του.

73      Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι απορριπτέες οι αιτιάσεις των προσφευγουσών ότι η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως ότι το καθεστώς πρόωρης απόσβεσης, η εφαρμογή του καθεστώτος φορολόγησης βάσει χωρητικότητας ως προς τους ΟΟΣ και το άρθρο 50, παράγραφος 3, της απόφασης περί φόρου εταιριών, εξεταζόμενα μεμονωμένως ως φορολογικά μέτρα που απαρτίζουν το καθεστώς STL, ήταν επιλεκτικά μέτρα.

74      Δεύτερον, όσον αφορά τις αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι το καθεστώς πρόωρης απόσβεσης παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στους υπαχθέντες στο καθεστώς STL, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή εξέθεσε, στην προσβαλλομένη απόφαση, ότι τα πλεονεκτήματα που χορηγήθηκαν στους ΟΟΣ και στους επενδυτές που ήταν μέλη τους συνίσταντο στα εξής:

–        στο γεγονός ότι η εσπευσμένη απόσβεση μπορούσε να αρχίσει πριν από την έναρξη της εκμετάλλευσης του ενεργητικού, σύμφωνα με το άρθρο 115, παράγραφος 11, του νόμου περί φόρου εταιριών (αιτιολογική σκέψη 132 της προσβαλλόμενης απόφασης·

–        στην εφαρμογή ως προς τους ΟΟΣ του καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας (αιτιολογική σκέψη 142 της εν λόγω απόφασης)·

–        στην παρέκκλιση από τη συνήθη εφαρμογή του άρθρου 125, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, δυνάμει της οποίας ορισμένα ποντοπόρα πλοία, που ενώ κανονικά θα θεωρούνταν χρησιμοποιημένα ή μεταχειρισμένα, θεωρούνται καινούργια κατά τον χρόνο της υπαγωγής τους στο εν λόγω καθεστώς, με συνέπεια την οριστική ακύρωση της καταβολής των αφανών φορολογικών υποχρεώσεων (αιτιολογική σκέψη 145 της απόφασης αυτής).

75      Όπως, όμως, υπενθυμίζεται στη σκέψη 70 ανωτέρω, το Δικαστήριο, προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή είχε υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο κατά τον προσδιορισμό των δικαιούχων της επίμαχης ενίσχυσης, επισήμανε, με τη σκέψη 137 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60), ότι το καθεστώς STL συνιστούσε, στο σύνολό του, καθεστώς ενισχύσεων το οποίο ήταν απόρροια της εφαρμογής της ισπανικής φορολογικής νομοθεσίας και των χορηγηθεισών από την ισπανική φορολογική διοίκηση εγκρίσεων και αποσκοπούσε στη δημιουργία πλεονεκτήματος υπέρ, μεταξύ άλλων, των ΟΟΣ και των ναυτιλιακών εταιριών.

76      Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμο το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η πρόωρη απόσβεση δεν παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα, διότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι το ως άνω φορολογικό μέτρο πρέπει να εξεταστεί μεμονωμένως υπό το πρίσμα του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και όχι κατόπιν εκτίμησης του καθεστώτος STL στο σύνολό του.

77      Τρίτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις των προσφευγουσών με τις οποίες προβάλλεται ότι δεν πρόκειται για νέα ενίσχυση, επισημαίνεται, προκαταρκτικώς, ότι, μολονότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 238 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι «τα μεμονωμένα μέτρα συνιστού[σαν] κρατικές ενισχύσεις (εκτός από την εσπευσμένη απόσβεση των στοιχείων ενεργητικού που τελούν υπό χρηματοδοτική μίσθωση)», εντούτοις, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω, γεγονός παραμένει ότι το καθεστώς STL αναλύθηκε από κοινού με το καθεστώς φορολόγησης βάσει χωρητικότητας και ότι η λειτουργία του καθεστώτος STL στο σύνολό του θεωρήθηκε ως παράνομη και εν μέρει μη συμβατή με την εσωτερική αγορά κρατική ενίσχυση και ότι η προσέγγιση αυτή επικυρώθηκε από το Δικαστήριο, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω.

78      Συγκεκριμένα, όπως επιβεβαίωσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι το καθεστώς STL, ως σύστημα, δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή ούτε εγκρίθηκε από το θεσμικό αυτό όργανο με προγενέστερη απόφαση και ότι το εν λόγω καθεστώς, εκτιμώμενο στο σύνολό του, δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να χαρακτηριστεί υφιστάμενη ενίσχυση. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι τουλάχιστον ένα από τα φορολογικά μέτρα που απαρτίζουν το καθεστώς STL, και δη η πρόωρη απόσβεση, θεωρούμενο μεμονωμένως, δεν κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή ούτε εγκρίθηκε από το εν λόγω θεσμικό όργανο με προγενέστερη απόφαση.

79      Επομένως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, κατά την εξέταση του καθεστώτος STL με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ήταν υποχρεωμένη να κινηθεί βάσει της διαδικασίας που ισχύει για τα υφιστάμενα καθεστώτα ενισχύσεων.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι δεύτεροι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, χωρίς να είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα, την ύπαρξη πλεονεκτήματος ή τον χαρακτηρισμό των επίμαχων φορολογικών μέτρων, θεωρούμενων μεμονωμένως, ως νέας ενίσχυσης.

 Επί των πέμπτων λόγων ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν τις συμβατικές ρήτρες που προστατεύουν τους δικαιούχους από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης

81      Οι πέμπτοι λόγοι ακυρώσεως αφορούν παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, του άρθρου 14 του κανονισμού 659/1999, του άρθρου 3, παράγραφος 6, ΣΕΕ, καθώς και προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνονται στα άρθρα 16 και 17 του Χάρτη.

82      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά το οποίο το Βασίλειο της Ισπανίας υποχρεούται να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους χωρίς αυτοί να «έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα», κακώς προβλέπει ότι είναι άκυρες οι συμβατικές ρήτρες δυνάμει των οποίων οι επενδυτές θα μπορούσαν να αξιώσουν, ιδίως από τις ναυπηγικές επιχειρήσεις, τα ποσά που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν στο Δημόσιο (στο εξής: ρήτρες αποζημίωσης).

83      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια, στο πλαίσιο των διαδικασιών ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, να κρίνει, όπως έπραξε στην αιτιολογική σκέψη 275 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι ρήτρες αποζημίωσης, οι οποίες έχουν συμφωνηθεί μεταξύ ιδιωτών, αντιβαίνουν σε αυτή καθαυτή την ουσία του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Δεν μπορεί να απαγορεύει οικονομικές ροές ή συμφωνίες αποζημίωσης μεταξύ ιδιωτών, που δεν επηρεάζουν ούτε το Δημόσιο ούτε τους πόρους του.

84      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

85      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση ενεργεί μόνον εντός των ορίων των αρμοδιοτήτων που της απονέμουν τα κράτη μέλη με τις Συνθήκες για την επίτευξη των στόχων που οι Συνθήκες αυτές ορίζουν. Δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, ΣΕΕ και του άρθρου 5, παράγραφος 2, ΣΕΕ, κάθε αρμοδιότητα η οποία δεν απονέμεται στην Ένωση με τις Συνθήκες ανήκει στα κράτη μέλη.

86      Όσον αφορά τις αρχές που διέπουν τους ρόλους της Επιτροπής και των εθνικών αρχών στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά των υπό κρίση υποθέσεων, η Επιτροπή είναι αρμόδια όχι μόνο να εκτιμά τη συμβατότητα κρατικής ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά, αλλά και να διατάσσει την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, η Επιτροπή μπορεί, σε περίπτωση αρνητικής απόφασης για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, να αποφασίσει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους «λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο». Μολονότι η διαταγή ανάκτησης πρέπει να εκτελείται από τις εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες από το εθνικό δίκαιο διαδικασίες, υπενθυμίζεται ότι η δικονομική αυτονομία των κρατών μελών περιορίζεται, μεταξύ άλλων, από την αρχή της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού.

87      Συνεπώς το κράτος μέλος που είναι αποδέκτης απόφασης η οποία το υποχρεώνει να ανακτήσει παράνομες ενισχύσεις οφείλει, βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ, να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει την εκτέλεση της απόφασης αυτής. Πρέπει να επιτύχει την πραγματική είσπραξη των οφειλομένων ποσών προκειμένου να εξαλειφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού η οποία προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που προέκυψε από τη χορήγηση της παράνομης ενίσχυσης (βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑529/09, EU:C:2013:31, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Η υποχρέωση του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να καταργήσει, μέσω ανάκτησης, ενίσχυση την οποία η Επιτροπή έκρινε μη συμβατή με την εσωτερική αγορά αποσκοπεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην επαναφορά στην προ της χορήγησης της ενίσχυσης κατάσταση. Ο σκοπός αυτός επιτυγχάνεται εφόσον οι επίμαχες ενισχύσεις, προσαυξημένες ενδεχομένως με τόκους υπερημερίας, επιστραφούν από τον δικαιούχο ή, με άλλα λόγια, από τις επιχειρήσεις οι οποίες πράγματι τις καρπώθηκαν. Με την επιστροφή αυτή, ο λαβών χάνει πράγματι το πλεονέκτημα του οποίου ετύγχανε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και επανέρχονται τα πράγματα στην προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (βλ. απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 130 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Επιπλέον, η εφαρμογή των περί κρατικών ενισχύσεων κανόνων της Ένωσης θεμελιώνεται στην υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ, αφενός, των εθνικών δικαστηρίων και, αφετέρου, της Επιτροπής και των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας έκαστο ενεργεί σύμφωνα με την αποστολή που του έχει ανατεθεί από τη Συνθήκη ΛΕΕ. Στο πλαίσιο της συνεργασίας αυτής, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να διατάσσουν όλα τα γενικά ή ειδικά μέτρα που είναι κατάλληλα για να διασφαλιστεί η εκτέλεση των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και να απέχουν από μέτρα ικανά να θέσουν σε κίνδυνο την επίτευξη των σκοπών της Συνθήκης, όπως προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ (βλ. απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 2014, Mediaset, C‑69/13, EU:C:2014:71, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

90      Επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου της εκ μέρους των κρατών μελών τήρησης των υποχρεώσεων που υπέχουν από τα άρθρα 107 και 108 της Συνθήκης ΛΕΕ, η αποστολή των εθνικών δικαστηρίων και η αποστολή της Επιτροπής είναι αλληλοσυμπληρούμενες αλλά και αυτοτελείς. Ενώ η εκτίμηση της συμβατότητας μέτρων ενίσχυσης προς την εσωτερική αγορά εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της Επιτροπής, ενεργούσας υπό τον έλεγχο των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης, τα εθνικά δικαστήρια μεριμνούν για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των πολιτών σε περίπτωση παράβασης της προβλεπόμενης στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΕΚ υποχρέωσης προηγούμενης γνωστοποίησης των κρατικών ενισχύσεων στην Επιτροπή (βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, van Calster κ.λπ., C‑261/01 και C‑262/01, EU:C:2003:571, σκέψεις 74 και 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

91      Οι πέμπτοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν με γνώμονα τις προεκτεθείσες αρχές.

92      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η διευκρίνιση που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας υποχρεούται να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους οι οποίοι «δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα», είναι διατυπωμένη κατά τρόπο ευρύ και δεν περιορίζεται ρητώς, με το γράμμα της, στις ρήτρες αποζημίωσης τις οποίες ανέλυσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 270 έως 276 της εν λόγω απόφασης.

93      Παρά ταύτα, κατά πάγια νομολογία, το διατακτικό ορισμένης πράξης συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της και, συνεπώς, κατά την ερμηνεία του, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι σκέψεις που οδήγησαν στην έκδοση της πράξης (βλ. αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Hungeod κ.λπ., C‑496/18 και C‑497/18, EU:C:2020:240, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής, T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψη 1258 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Επίσης, βάσει γενικής ερμηνευτικής αρχής, μια πράξη της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε να μη θίγεται το κύρος της και σύμφωνα με το σύνολο του πρωτογενούς δικαίου (βλ. απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2013, McDonagh, C‑12/11, EU:C:2013:43, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

95      Επομένως, εν προκειμένω, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 270 έως 276 της απόφασης αυτής.

96      Συναφώς, είναι αληθές ότι, στην αιτιολογική σκέψη 270 της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή αναφέρεται, γενικώς, σε «ορισμένες ρήτρες που υπάρχουν σε κάποια συμβόλαια τα οποία συνάπτονται μεταξύ των επενδυτών, των ναυτιλιακών εταιρειών και των ναυπηγείων», βάσει των οποίων «τα ναυπηγεία είναι υποχρεωμένα να αποζημιώνουν τα άλλα μέρη αν είναι αδύνατο να προκύψει το αναμενόμενο φορολογικό πλεονέκτημα». Επισημαίνεται ότι, στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή δεν προσδιόρισε συγκεκριμένα τις ρήτρες αυτές ούτε τις παρέθεσε επί λέξει. Επιπλέον, όπως κατ’ ουσίαν παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επισημαίνεται ότι οι εν λόγω ρήτρες δεν αφορούν ειδικώς την περίπτωση της ανάκτησης παράνομης ή μη συμβατής με την εσωτερική αγορά κρατικής ενίσχυσης, αλλά, γενικότερα, τις συνέπειες που απορρέουν από την ενδεχόμενη μη έγκριση από τις αρμόδιες αρχές των φορολογικών πλεονεκτημάτων που απορρέουν από το καθεστώς STL ή, κατόπιν της εγκρίσεώς τους, από την ενδεχόμενη αμφισβήτηση του κύρους τους.

97      Εντούτοις, στις αιτιολογικές σκέψεις 271 επ. της προσβαλλόμενης απόφασης, η Επιτροπή προσδιορίζει πιο συγκεκριμένα τις ειδικές πτυχές των ρητρών αποζημίωσης που, κατά την άποψή της, αποδεικνύονται προβληματικές στο πλαίσιο της ανάκτησης παράνομων και μη συμβατών με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 272 έως 274 της εν λόγω απόφασης, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο σκοπός της ανάκτησης, ο οποίος συνίσταται στην επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση και δη στην εξάλειψη της νόθευσης του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που αποκτήθηκε μέσω της παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, δεν θα επιτυγχανόταν ποτέ αν οι φορείς του ιδιωτικού τομέα είχαν τη δυνατότητα, δυνάμει συμβατικών ρητρών, να αλλοιώνουν τα αποτελέσματα των αποφάσεων ανάκτησης που λαμβάνονται από την Επιτροπή. Εκτιμά, στην αιτιολογική σκέψη 275 της απόφασης αυτής, ότι οι συμβατικές ρήτρες που προστατεύουν τους δικαιούχους ενισχύσεων από την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής ενίσχυσης, μέσω της μεταβίβασης των νομικών και οικονομικών κινδύνων της ανάκτησης σε άλλα πρόσωπα, αντιβαίνουν σε αυτή καθαυτή την ουσία του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, το οποίο συνιστά μια δέσμη κανόνων δημόσιας τάξης.

98      Ως εκ τούτου, και παρά την ευρεία διατύπωσή της, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εκληφθεί ως αφορώσα μόνον τις ρήτρες αποζημίωσης στον βαθμό που μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι προστατεύουν τους δικαιούχους παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης από την ανάκτηση της ενίσχυσης αυτής.

99      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή προέβλεψε την ακυρότητα των ρητρών αποζημίωσης, δεδομένου ότι η αρμοδιότητα αυτή ανήκει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, στα εθνικά δικαστήρια.

100    Συγκεκριμένα, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να εκληφθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί μόνο στη διευκρίνιση του περιεχομένου της υποχρέωσης ανάκτησης την οποία υπέχει το Βασίλειο της Ισπανίας, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στις σκέψεις 87 και 88 νομολογία.

101    Ειδικότερα, οι ρήτρες αποζημίωσης, στον βαθμό που μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια που εκτίθεται στη σκέψη 98 ανωτέρω, θα μπορούσαν να εμποδίσουν το οικείο κράτος μέλος να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή του να ανακτήσει τις παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά ενισχύσεις από τους δικαιούχους που πράγματι καρπώθηκαν τις ενισχύσεις αυτές. Συγκεκριμένα, δυνάμει των ρητρών αυτών, οι δικαιούχοι θα μπορούσαν να αποφύγουν το βάρος της ανάκτησης, γεγονός που δεν θα επέτρεπε την επαναφορά στην προ της χορήγησης της ενίσχυσης κατάσταση. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, μια τέτοια κατάσταση θα μπορούσε να διακυβεύσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που θεσπίζει η Συνθήκη. Επομένως, εναπόκειται στο Βασίλειο της Ισπανίας, περιλαμβανομένων των εθνικών δικαστηρίων, να μεριμνήσει ώστε να τηρηθεί πλήρως η υποχρέωση ανάκτησης της ενίσχυσης από τους δικαιούχους ή, άλλως, από τις επιχειρήσεις που καρπώθηκαν πράγματι την ενίσχυση, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 88 ανωτέρω.

102    Ως εκ τούτου, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή υπερέβη την αρμοδιότητα που της απονέμει το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999. Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι, κατά το άρθρο 14, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, η ανάκτηση πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διαδικασίες της εθνικής νομοθεσίας του οικείου κράτους μέλους, γεγονός παραμένει ότι η τελευταία αυτή διάταξη απαιτεί οι συγκεκριμένες διαδικασίες να καθιστούν δυνατή την άμεση και πραγματική εκτέλεση της απόφασης της Επιτροπής. Συνεπώς, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διευκρινίσει, με την εν λόγω απόφαση, ότι το Βασίλειο της Ισπανίας πρέπει να μεριμνήσει ώστε οι δικαιούχοι να επιστρέψουν τα ποσά των ενισχύσεων τα οποία καρπώθηκαν πραγματικά, χωρίς να μπορούν να μετακυλίσουν το βάρος της ανάκτησης των ποσών αυτών σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος.

103    Εν προκειμένω, το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επιβεβαίωσε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι ρήτρες αποζημίωσης προβλέπονταν σε συμφωνίες‑πλαίσια που συνήφθησαν μεταξύ των διαφόρων συμμετεχόντων στο καθεστώς STL. Οι εν λόγω συμφωνίες-πλαίσια αποτελούσαν μέρος του συνόλου των νομικώς δεσμευτικών συμβάσεων οι οποίες, όπως υπογράμμισε το Δικαστήριο στην απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψη 138), υποβάλλονταν στη φορολογική διοίκηση και τις οποίες η αρχή αυτή λάμβανε υπόψη προκειμένου να εγκρίνει την πρόωρη απόσβεση. Στη σκέψη 137 της ως άνω απόφασης, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το καθεστώς STL έπρεπε να εκτιμηθεί στο σύνολό του, λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο της σχετικής ισπανικής φορολογικής νομοθεσίας, αλλά και των χορηγηθεισών από την ισπανική φορολογική διοίκηση εγκρίσεων και, ως εκ τούτου, των εν λόγω νομικώς δεσμευτικών συμβάσεων.

104    Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι, κατά την εκτίμηση της συμβατότητας του καθεστώτος STL με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, η προσοχή της Επιτροπής εστιάστηκε στην ύπαρξη ρητρών αποζημίωσης προβλεπόμενων στις συμβάσεις οι οποίες είχαν υποβληθεί στη φορολογική διοίκηση και τις οποίες η διοίκηση αυτή λάμβανε υπόψη προκειμένου να εγκρίνει την πρόωρη απόσβεση, η Επιτροπή δεν υπερέβη τις αρμοδιότητές της επειδή, κατ’ ουσίαν, υπενθύμισε ότι το Βασίλειο της Ισπανίας όφειλε να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους της, χωρίς αυτοί να μπορούν, βάσει των ρητρών αποζημίωσης, να μετακυλίσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 88 ανωτέρω.

105    Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί του ότι η Επιτροπή υπερέβη τις αρμοδιότητές της λόγω της διευκρίνισης που περιέχεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης πρέπει να απορριφθούν.

106    Κανένα από τα λοιπά επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της εν λόγω διευκρίνισης.

107    Πρώτον, οι προσφεύγουσες επικαλούνται έλλειψη συνοχής διότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, παρενέβη μεν στις ιδιωτικές συμβάσεις απαγορεύοντας οικονομικές ροές που απέρρεαν από ρήτρες αποζημίωσης συναφθείσες μεταξύ ιδιωτών, πλην όμως, ταυτοχρόνως, απήλλαξε τις ναυπηγικές επιχειρήσεις και τις ναυτιλιακές εταιρίες από κάθε υποχρέωση επιστροφής με το σκεπτικό ότι τα οφέλη που αποκόμιζαν ήταν απόρροια σχέσης ιδιωτικού δικαίου μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών.

108    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60, σκέψεις 137 και 138), τέτοια ενδεχόμενη αντίφαση εξέλιπε εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι, με την εν λόγω απόφαση και όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά την εκτίμηση του καθεστώτος STL στο σύνολό του, να συνεκτιμήσει τις συμβάσεις που είχαν υποβληθεί στη φορολογική διοίκηση και τις οποίες η διοίκηση αυτή λάμβανε υπόψη για να εγκρίνει την πρόωρη απόσβεση. Επομένως, κατόπιν της ως άνω αποφάσεως του Δικαστηρίου, το υπό κρίση επιχείρημα δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

109    Δεύτερον, κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση, απαγορεύοντας τις ρήτρες αποζημίωσης, καθίσταται αντίθετη προς τη νομολογία του Δικαστηρίου και την πρακτική λήψης αποφάσεων της Επιτροπής, η οποία δεν διατύπωσε καμία αντίρρηση όσον αφορά συμβάσεις μεταξύ πωλητών και αγοραστών που ρυθμίζουν τις μεταξύ των ιδιωτών συνέπειες της ενδεχόμενης ανάκτησης παράνομων ενισχύσεων.

110    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, από τη νομολογία του Δικαστηρίου δεν προκύπτει κανένα στοιχείο που να εμποδίζει την Επιτροπή, όταν διατάσσει την ανάκτηση παράνομης και μη συμβατής με την εσωτερική αγορά ενίσχυσης, να διευκρινίζει ότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να την ανακτήσει από τους δικαιούχους της, χωρίς αυτοί να μπορούν, δυνάμει ρητρών αποζημίωσης όπως οι επίμαχες εν προκειμένω, να μετακυλίσουν το βάρος της ανάκτησης σε άλλον συμβαλλόμενο, τούτο δε ανεξαρτήτως των ενδεχόμενων συνεπειών της διευκρίνισης αυτής για τις συναφθείσες μεταξύ ιδιωτών συμβάσεις.

111    Αντιθέτως, στην απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, Residex Capital IV (C‑275/10, EU:C:2011:814), η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 274 της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η υποχρέωση ανάκτησης παρανόμως καταβληθείσας κρατικής ενίσχυσης απαιτεί να χάσει ο αποδέκτης το πλεονέκτημα που είχε στην αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και να αποκατασταθεί η προ της καταβολής της ενίσχυσης κατάσταση (βλ. σκέψη 34 της εν λόγω απόφασης). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, προκειμένου να αρθεί η προκληθείσα από την ενίσχυση νόθευση του ανταγωνισμού, τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να παρεμβαίνουν και να κηρύσσουν άκυρες τις συμβάσεις, ακόμη και εις βάρος μερών που δεν είναι δικαιούχοι της ενίσχυσης. Εν προκειμένω, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης απλώς υπενθυμίζει στο Βασίλειο της Ισπανίας την υποχρέωση που υπέχει να ανακτήσει την ενίσχυση από τους δικαιούχους της προκειμένου να αποκατασταθεί η προ της καταβολής της εν λόγω ενίσχυσης κατάσταση. Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, το γεγονός ότι, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα απόφαση αφορά ενίσχυση υπό τη μορφή κρατικής εγγύησης καθώς και την αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων να κηρύσσουν άκυρες ιδιωτικές συμβάσεις δεν ασκεί συναφώς επιρροή. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 99 ανωτέρω, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή προέβλεψε την ακυρότητα των ρητρών αποζημίωσης.

112    Εξάλλου, κατά το μέρος που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιφάσκει προς ορισμένες προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τούτο συμβαίνει, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή σε αποφάσεις αναφορικά με άλλες υποθέσεις δεν δύναται να επηρεάσει τη νομιμότητα μιας απόφασης, η οποία μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης (πρβλ. απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2022, Ighoga Region 10 κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑582/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2022:648, σκέψη 215 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Τρίτον, κατά τις προσφεύγουσες, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης συνιστά επίσης προσβολή της επιχειρηματικής ελευθερίας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 του Χάρτη. Υποστηρίζουν, επιπλέον, ότι η εν λόγω διευκρίνιση στερεί αδικαιολόγητα τους επενδυτές των ΟΟΣ από το δικαίωμα αποζημίωσης που έχουν, μεταξύ άλλων, έναντι των ναυπηγικών επιχειρήσεων, επιφέροντας έτσι την απαλλοτρίωση των ιδιωτικών δικαιωμάτων τους, κατά παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη.

114    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 16 του Χάρτη, η επιχειρηματική ελευθερία αναγνωρίζεται σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης και τις εθνικές νομοθεσίες και πρακτικές.

115    Η προστασία που παρέχει το άρθρο αυτό περιλαμβάνει την ελευθερία άσκησης οικονομικής ή εμπορικής δραστηριότητας, τη συμβατική ελευθερία και τον ελεύθερο ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Κατά πάγια νομολογία, η επιχειρηματική ελευθερία δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο. Μπορεί να υπόκειται σε ευρύ φάσμα παρεμβάσεων της δημόσιας αρχής μέσω των οποίων μπορούν να επιβληθούν, προς το γενικό συμφέρον, περιορισμοί στην άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

117    Το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί, και κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημοσίας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 84).

118    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται από την εν λόγω διάταξη δεν συνιστά απόλυτο προνόμιο και ότι η άσκησή του μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς που δικαιολογούνται από σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει η Ένωση και δεν συνιστούν, σε σχέση προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δυσανάλογη και ανεπίτρεπτη επέμβαση θίγουσα την ίδια την υπόσταση του ως άνω κατοχυρωμένου δικαιώματος (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, επιτρέπεται η επιβολή περιορισμών στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που κατοχυρώνονται με αυτόν, όπως είναι η επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, σέβονται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών και, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Adusbef κ.λπ., C‑686/18, EU:C:2020:567, σκέψη 86).

120    Εν προκειμένω, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης περιορίζει την επιχειρηματική ελευθερία και το δικαίωμα ιδιοκτησίας, επισημαίνεται κατ’ αρχάς ότι ο περιορισμός αυτός απορρέει ιδίως από την υποχρέωση ανάκτησης την οποία προβλέπει το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, οπότε προβλέπεται από τον νόμο.

121    Όσον αφορά την προϋπόθεση περί σεβασμού του βασικού περιεχομένου της επιχειρηματικής ελευθερίας και του δικαιώματος ιδιοκτησίας, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης δεν επηρεάζει το βασικό αυτό περιεχόμενο.

122    Εν συνεχεία, η εν λόγω διευκρίνιση επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος. Συγκεκριμένα, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 101 και 102 ανωτέρω, σκοπός της είναι να διασφαλίσει ότι οι ρήτρες αποζημίωσης δεν υπονομεύουν την υποχρέωση ανάκτησης που υπέχει το Βασίλειο της Ισπανίας και, εν γένει, να διασφαλίσει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που θεσπίζει η Συνθήκη.

123    Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν στο Γενικό Δικαστήριο κανένα στοιχείο από το οποίο να συνάγεται ότι, λαμβανομένου υπόψη του ανωτέρω σκοπού, η διευκρίνιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης συνιστά δυσανάλογη ή απαράδεκτη παρέμβαση, η οποία θίγει την ίδια την ουσία της επιχειρηματικής ελευθερίας ή του δικαιώματος ιδιοκτησίας.

124    Όσον αφορά, τέλος, την αναγκαιότητα της διευκρίνισης του άρθρου 4, παράγραφος 1, της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο βάσει του οποίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή, με τη διευκρίνιση αυτή, υπερέβη τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη των επιδιωκόμενων σκοπών που μνημονεύονται στη σκέψη 122 ανωτέρω, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο σκοπός της επαναφοράς στην προ της χορήγησης της ενίσχυσης κατάσταση και της επιστροφής των επίμαχων ενισχύσεων από τους δικαιούχους. Κατά τα λοιπά, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 102 ανωτέρω, το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω απόφασης απλώς διευκρινίζει το περιεχόμενο της υποχρέωσης ανάκτησης την οποία υπέχει το Βασίλειο της Ισπανίας.

125    Κατόπιν των ανωτέρω, οι πέμπτοι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

126    Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι οι προσφυγές κατέστησαν εν μέρει άνευ αντικειμένου και ότι πρέπει να θεωρηθούν, κατά τα λοιπά, αβάσιμες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

127    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

128    Εξάλλου, κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του.

129    Εν προκειμένω, διαπιστώθηκε ότι μέρος της διαφοράς κατέστη άνευ αντικειμένου. Η μερική όμως εξάλειψη του αντικειμένου της διαφοράς αποτελεί συνέπεια πλάνης περί το δίκαιο εκ μέρους της Επιτροπής, προβληθείσας και από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο των υπό κρίση προσφυγών, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μερική ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης από το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2023, Ισπανία κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑649/20 P, C‑658/20 P και C‑662/20 P, EU:C:2023:60).

130    Τουναντίον, οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν κατά το μέρος της διαφοράς επί του οποίου εξακολουθεί να απαιτείται η έκδοση απόφασης.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει ότι κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη επί των προσφυγών στο μέτρο που βάλλουν, αφενός, κατά του άρθρου 1 της απόφασης 2014/200/ΕΕ της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013, σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων SA.21233 C/11 (πρώην NN/11, πρώην CP 137/06) που έθεσε σε εφαρμογή η Ισπανία – Φορολογικό καθεστώς που διέπει ορισμένες συμφωνίες χρηματοδοτικής μίσθωσης, γνωστό και ως «ισπανικό φορολογικό καθεστώς χρηματοδοτικής μίσθωσης», κατά το μέρος που προσδιορίζει τους ομίλους οικονομικού σκοπού και τους επενδυτές τους ως τους μόνους δικαιούχους της ενίσχυσης την οποία αφορά η απόφαση αυτή, και, αφετέρου, κατά του άρθρου 4, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης, κατά το μέρος που υποχρεώνει το Βασίλειο της Ισπανίας να ανακτήσει το συνολικό ποσό της ενίσχυσης την οποία αφορά η απόφαση αυτή από τους επενδυτές των ομίλων οικονομικού σκοπού που έλαβαν τη σχετική ενίσχυση.

2)      Απορρίπτει τις προσφυγές κατά τα λοιπά.

3)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kornezov

De Baere

Petrlík

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.