Language of document : ECLI:EU:C:2013:24

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 17ης Ιανουαρίου 2013 (*)

«Κανονισμός (ΕΚ) 562/2006 – Κοινοτικός κώδικας σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) – Φερόμενη προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήριο»

Στην υπόθεση C‑23/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, την οποία υπέβαλε το Augstākās tiesas Senāts (Λεττονία) με απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2012, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 17 Ιανουαρίου 2012, στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησε ο

Mohamad Zakaria

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas (εισηγητή), E. Juhász, D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Y. Bot

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Λεττονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον I. Kalniņš και την I. Ņesterova,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Wils και A. Sauka,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και των άρθρων 6, παράγραφος 1, και 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ L 105, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο εκδικάσεως ένδικου βοηθήματος που άσκησε ο M. Zakaria κατά της αποφάσεως με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή αποζημίωσης που είχε ασκήσει ο ενδιαφερόμενος λόγω της συμπεριφοράς συγκεκριμένης διοικητικής αρχής κατά τη διέλευση των λεττονικών συνόρων.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 562/2006 έχει ως ακολούθως:

«Ο παρών κανονισμός σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις ελευθερίες που αναγνωρίζονται κυρίως από τον [Χάρτη]. Τίθεται σε εφαρμογή τηρουμένων των υποχρεώσεων των κρατών μελών όσον αφορά τη διεθνή προστασία και τη μη επαναπροώθηση.»

4        Το άρθρο 6 του κανονισμού αυτού, που τιτλοφορείται «Διενέργεια ελέγχων στα σύνορα», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι συνοριοφύλακες εκτελούν τα καθήκοντά τους σεβόμενοι πλήρως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια.

Τα μέτρα που λαμβάνουν προς εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι ανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

2.      Κατά τους συνοριακούς ελέγχους, οι συνοριοφύλακες μεριμνούν ώστε να μην παρατηρούνται διακρίσεις εις βάρος προσώπων λόγω φύλου, φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, θρησκείας ή πεποιθήσεων, αναπηρίας, ηλικίας ή γενετήσιου προσανατολισμού.»

5        Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει τα κατωτέρω:

«Τα πρόσωπα στα οποία απαγορεύεται η είσοδος έχουν δικαίωμα προσφυγής. Οι προσφυγές ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. Ο υπήκοος της τρίτης χώρας λαμβάνει επίσης γραπτό κατάλογο σημείων επαφής που μπορούν να τον ενημερώσουν σχετικά με την ύπαρξη αντιπροσώπων αρμοδίων να τον εκπροσωπήσουν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

Η κατάθεση προσφυγής δεν αναστέλλει την εφαρμογή της απόφασης περί άρνησης εισόδου.

Με την επιφύλαξη ενδεχόμενης αποζημίωσης βάσει του εθνικού δικαίου, ο υπήκοος τρίτης χώρας δικαιούται να ζητήσει διόρθωση της ακυρωθείσας σφραγίδας εισόδου, και τυχόν άλλων ακυρώσεων ή προσθηκών, από το κράτος μέλος το οποίο του απαγόρευσε την είσοδο, εφόσον αποδειχθεί, συνεπεία της προσφυγής, ότι η απόφαση περί άρνησης εισόδου ήταν αβάσιμη.»

 Το λεττονικό δίκαιο

6        Το άρθρο 20 του νόμου περί μεταναστεύσεως (Imigrācijas likums, Latvijas Vēstnesis, 2002, αριθ. 169, σ. 2744) ορίζει τα ακόλουθα:

«(1)      Ο αλλοδαπός δικαιούται να υποβάλει ενώπιον της διπλωματικής αρχής διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως απαγόρευσης εισόδου στη Λεττονία εντός 30 ημερών από την έκδοσή της.

(2)      Η διοικητική ένσταση της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου εξετάζεται από τον προϊστάμενο της συνοριοφυλακής ή από εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο, η δε απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της εξετάσεως αυτής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.»

7        Το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Administratīvā procesa likums, Latvijas Vēstnesis, 2001, αριθ. 164, σ. 2551, στο εξής: ΚΔΔ), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο των πραγματικών περιστατικών, προβλέπει τα εξής:

«Οι διοικητικές πράξεις δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο διοικητικής ένστασης υποβαλλόμενης ενώπιον της ιεραρχικά ανώτερης αρχής. Ο νόμος ή οι αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου μπορούν να ορίζουν άλλη αρχή ενώπιον της οποίας δύναται να υποβληθεί η διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης διοικητικής πράξεως. Ελλείψει τέτοιας προβλέψεως, ή σε περίπτωση που η οριζόμενη αρχή είναι το ίδιο το Υπουργικό Συμβούλιο, η επίμαχη διοικητική πράξη μπορεί να προσβληθεί απευθείας ενώπιον των δικαστηρίων.»

8        Το άρθρο 89 του ΚΔΔ, που τιτλοφορείται «Έννοια της υλικής πράξης δημόσιας αρχής», προβλέπει τα εξής:

«(1)      Ως υλική πράξη νοείται κάθε πράξη τελούμενη από δημόσια αρχή στον τομέα του δημοσίου δικαίου, η οποία δεν εκδηλώνεται υπό τη μορφή νομικής πράξεως και αποβλέπει στην παραγωγή πραγματικών αποτελεσμάτων, εφόσον ένα φυσικό πρόσωπο έχει δικαίωμα στην τέλεση της πράξεως ή η πράξη αυτή θίγει ή υπάρχει ο κίνδυνος να θίξει τα δικαιώματα ή τα έννομα συμφέροντα ενός προσώπου. Στην έννοια της υλικής πράξεως εμπίπτουν επίσης οι πράξεις των δημοσίων αρχών οι οποίες, ανεξαρτήτως της βουλήσεως των εν λόγω αρχών, παράγουν πραγματικά αποτελέσματα που θίγουν ή υπάρχει ο κίνδυνος να θίξουν σοβαρά τα δικαιώματα ενός προσώπου. Οι διαδικαστικές πράξεις των αρχών (οι οποίες δεν ρυθμίζουν με οριστικό τρόπο μια κατάσταση) δεν συνιστούν υλικές πράξεις.

(2)      Αποτελεί επίσης υλική πράξη η παράλειψη της αρχής να προβεί σε ενέργεια, υπό τον όρο ότι η εν λόγω αρχή υπείχε ή υπέχει υποχρέωση από τον νόμο να τελέσει την πράξη, καθώς και η χορήγηση πιστοποιητικού από την αρχή αυτή.»

9        Το άρθρο 92 του ΚΔΔ, που τιτλοφορείται «Δικαίωμα αποζημίωσης», έχει ως εξής:

«Κάθε πρόσωπο δικαιούται αποζημίωση για περιουσιακή ζημία ή για προσβολή της προσωπικότητας, συμπεριλαμβανομένης της ηθικής βλάβης, την οποία υφίσταται ως αποτέλεσμα διοικητικής πράξης ή υλικής πράξης δημόσιας αρχής.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στις 28 Νοεμβρίου 2010, ο Μ. Zakaria μετέβη αεροπορικώς από τη Βηρυτό (Λίβανος) στην Κοπεγχάγη (Δανία) μέσω Ρίγας (Λεττονία). Το προσωπικό έγγραφο ταυτότητας του Μ. Zakaria συνίστατο σε ταξιδιωτικό έγγραφο που του είχε χορηγηθεί υπό την ιδιότητά του ως Παλαιστίνιου πρόσφυγα από τη Δημοκρατία του Λιβάνου. Στις 27 Νοεμβρίου 2008, χορηγήθηκε στον ενδιαφερόμενο άδεια μόνιμης διαμονής στη Σουηδία, όπου, κατά δήλωσή του, κατοικούσε από δεκαετίας και είχε κινήσει διαδικασία απόκτησης της ιθαγένειας του εν λόγω κράτους μέλους. Ο Μ. Zakaria βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Κοπεγχάγη, δεδομένου ότι από την πόλη αυτή μπορούσε να μεταβεί ευκολότερα και ταχύτερα στον τόπο διαμονής του, το Lund (Σουηδία).

11      Στο αεροδρόμιο της Ρίγας, οι συνοριοφύλακες διενήργησαν έλεγχο του εγγράφου ταυτότητας του Μ. Zakaria επιτρέποντάς του τελικώς την είσοδο στη Λεττονία και στο έδαφος των συμβαλλομένων κρατών στη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν, της 14ης Ιουνίου 1985, μεταξύ των κυβερνήσεων των κρατών της Οικονομικής Ένωσης Μπενελούξ, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Γαλλικής Δημοκρατίας για τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα (ΕΕ 2000, L 239, σ. 19), που υπεγράφη στο Σένγκεν (Λουξεμβούργο), στις 19 Ιουνίου 1990. Εντούτοις, ο M. Zakaria θεώρησε ότι ο έλεγχος διεξήχθη απρεπώς, κατά τρόπο προκλητικό και προσβλητικό για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνεπεία της καθυστέρησης που προκάλεσε ο έλεγχος αυτός, ο ενδιαφερόμενος έχασε την πτήση προς Κοπεγχάγη.

12      Αντιτιθέμενος στη συμπεριφορά των κρατικών συνοριοφυλάκων κατά τον σχετικό έλεγχο, και θεωρώντας ότι υπέστη ηθική βλάβη ως αποτέλεσμα των ενεργειών αυτών, ο M. Zakaria υπέβαλε διοικητική ένσταση ενώπιον του προϊσταμένου της συνοριοφυλακής ζητώντας να του επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ύψους 7 000 λεττονικών λατ (LVL).

13      Με την υπ’ αριθ. 25 απόφαση που εξέδωσε στις 28 Φεβρουαρίου 2011, ο προϊστάμενος της συνοριοφυλακής έκρινε νόμιμες τις επίμαχες ενέργειες καθώς και τη διοικητική πράξη που εκδόθηκε κατόπιν των εν λόγω ενεργειών, δηλαδή τη χορήγηση άδειας στον M. Zakaria να εισέλθει ως διερχόμενος επιβάτης στο έδαφος της Δημοκρατίας της Λεττονίας, ενός εκ των συμβαλλομένων κρατών στη σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας Σένγκεν. Αντιθέτως, απορρίφθηκε το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης που είχε προβάλει ο ενδιαφερόμενος.

14      Ο M. Zakaria άσκησε προσφυγή ενώπιον του Administratīvā rajona tiesa (διοικητικού πρωτοδικείου) ζητώντας να κριθούν παράνομες οι υλικές πράξεις του προϊσταμένου της συνοριοφυλακής και να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω προσβολής της προσωπικότητας και ηθικής βλάβης το ποσό των 7 000 LVL.

15      Με απόφαση που εξέδωσε στις 29 Μαρτίου 2011, το Administratīvā rajona tiesa απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη βάσει των κανόνων της διοικητικής δικονομίας με το αιτιολογικό ότι το αντικείμενό της δεν αποτελεί διοικητική διαφορά. Το σκεπτικό της εν λόγω αποφάσεως στηρίζεται στα ακόλουθα επιχειρήματα.

16      Κατά το εν λόγω δικαστήριο, το άρθρο 20 του νόμου περί μεταναστεύσεως ορίζει ότι ο αλλοδαπός δικαιούται να υποβάλει ενώπιον της διπλωματικής αρχής διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως απαγόρευσης εισόδου στη Λεττονία εντός 30 ημερών από την έκδοσή της. Η ένσταση εξετάζεται από τον προϊστάμενο της συνοριοφυλακής ή από εντεταλμένο από αυτόν υπάλληλο, η δε απόφαση που εκδίδεται κατόπιν της εξετάσεως αυτής δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

17      Δεδομένου ότι δεν προβλέπεται δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου κατά της αποφάσεως απαγόρευσης εισόδου στη Λεττονία, εκφεύγει αναγκαστικά του δικαστικού ελέγχου και η αίτηση με την οποία ζητείται να διαπιστωθεί η διάπραξη πλημμελειών στο πλαίσιο διαδικασίας εκδόσεως αποφάσεως με την οποία επιτρέπεται η είσοδος στο εν λόγω κράτος μέλος.

18      Το αίτημα επιδικάσεως αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως χωριστή αξίωση, δεδομένου ότι συνδέεται άρρηκτα με την κύρια αξίωση. Κατά συνέπεια, αν δεν υφίσταται κύρια αξίωση, είναι απαράδεκτη και η παρεπόμενη αξίωση για την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω προσβολής της προσωπικότητας και ηθικής βλάβης, οπότε η ένσταση πρέπει να απορριφθεί και κατά το μέρος αυτό.

19      Ο M. Zakaria άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Administratīvā rajona tiesa. Το Administratīvā apgabaltiesa (διοικητικό εφετείο) επανέλαβε τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνει το σκεπτικό της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το εφετείο αναγνώρισε ωστόσο ότι, αν ο M. Zakaria θεωρεί ότι οι συνοριοφύλακες προσέβαλαν την τιμή και την αξιοπρέπειά του, με συνέπεια να γεννάται αξίωση για χρηματική ικανοποίηση, νομιμοποιείται να προσφύγει στα πολιτικά δικαστήρια ασκώντας σχετική αγωγή.

20      Ο M. Zakaria άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Administratīvā apgabaltiesa ενώπιον του Augstākās tiesas Senāts (Ανώτατου Δικαστηρίου). Όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, ο M. Zakaria δεν ζητεί την επανεξέταση της αποφάσεως για τη χορήγηση άδειας εισόδου στο έδαφος της Λεττονίας, αλλά βάλλει συγκεκριμένα κατά των υλικών πράξεων που τέλεσαν οι συνοριοφύλακες στο πλαίσιο της διαδικασίας εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, οι οποίες όμως δεν συνδέονται με την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Επίσης, ο M. Zakaria υποστηρίζει ότι οι επίμαχες πράξεις εμπίπτουν στον ορισμό που περιλαμβάνει το άρθρο 89 του ΚΔΔ.

21      Το Augstākās tiesas Senāts, αιτούν δικαστήριο, εκτιμά ότι, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου κατά της αποφάσεως του προϊσταμένου της συνοριοφυλακής και λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφυγή του M. Zakaria στρέφεται κατά ενεργειών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, το αίτημα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης δεν μπορεί να εξεταστεί στο πλαίσιο πολιτικής δίκης. Παρά ταύτα, διατηρεί αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αν συμφωνεί με τις διατάξεις του άρθρου 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 εθνική νομοθεσία που δεν παρέχει στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τη δυνατότητα να προσβάλει απόφαση ενώπιον δικαιοδοτικού ή διοικητικού οργάνου, έτσι ώστε να διασφαλίζεται, από θεσμικής και λειτουργικής απόψεως, η ανεξάρτητη και αντικειμενική εξέταση της προσφυγής.

22      Ομοίως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 εξασφαλίζει το δικαίωμα προσφυγής αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις απαγόρευσης εισόδου στο έδαφος του οικείου κράτους και εκτιμά ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να προβάλει ενστάσεις κατά των διαπραττόμενων διαδικαστικών πλημμελειών, ειδικότερα δε κατά των προσβολών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ακόμα και στην περίπτωση που το περιεχόμενο της εκδοθείσας αποφάσεως είναι ευνοϊκό.

23      Λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία αυτά, το Augstākās tiesas Senāts αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Προβλέπει το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού […] 562/2006 […], δικαίωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου να προσβάλει όχι μόνον την απόφαση απαγόρευσης εισόδου στη χώρα αλλά και τις διαδικαστικές πλημμέλειες οι οποίες διεπράχθησαν κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία χορηγείται η άδεια εισόδου;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και λαμβανομένων υπόψη των προβλεπόμενων στην εικοστή αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 562/2006, καθώς και στο άρθρο 47 του Χάρτη […], επιβάλλει ο προαναφερθείς κανόνας στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου;

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα και αποφατικής απαντήσεως στο δεύτερο και λαμβανομένων υπόψη των προβλεπόμενων στην εικοστή αιτιολογική σκέψη και στο άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 562/2006, καθώς και στο άρθρο 47 του Χάρτη […], επιβάλλει το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν την παροχή αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον διοικητικού οργάνου το οποίο, από θεσμικής και λειτουργικής απόψεως, παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες ενός δικαιοδοτικού οργάνου;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

24      Η Λεττονική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν παρατηρήσεις ενώπιον του Δικαστηρίου. Ο M. Zakaria, ο οποίος δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις ούτε αυτοπροσώπως αλλά ούτε και μέσω εκπροσώπου ενεργούντος στο όνομά του, ζήτησε να του παρασχεθεί η δυνατότητα να καταθέσει τις παρατηρήσεις του κατά την προφορική διαδικασία, επισημαίνοντας ότι επιθυμούσε να περιγράψει τα πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν το επίμαχο στην κύρια δίκη συμβάν καθώς και ότι τα συμφέροντά του εκπροσωπούνταν από το Latvijas Cilvektiesību centrs (Κέντρο της Λεττονίας για τα ανθρώπινα δικαιώματα).

25      Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί να αποφασίσει να μη διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αν φρονεί, βάσει των υπομνημάτων ή παρατηρήσεων που κατατέθηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία, ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως. Κατά την παράγραφο 3 του εν λόγω άρθρου 76, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται όταν η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως έχει ζητηθεί, με αιτιολογημένη αίτηση, από κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού ενδιαφερόμενο ο οποίος δεν μετέσχε στην έγγραφη διαδικασία.

26      Ούτε από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αλλά ούτε και από τη δικογραφία που υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο M. Zakaria εκπροσωπήθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου από το Latvijas Cilvektiesību centrs. Επομένως, δεν αποδεικνύεται ότι ο οργανισμός αυτός είναι εξουσιοδοτημένος να εκπροσωπεί ιδιώτες δυνάμει των εφαρμοστέων λεττονικών δικονομικών κανόνων, όπως προβλέπει το άρθρο 47, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Συνεπώς, το Δικαστήριο κάλεσε τον M. Zakaria να επιβεβαιώσει ότι είχε παράσχει εντολή στο Latvijas Cilvektiesību centrs να τον εκπροσωπήσει ενώπιον του Δικαστηρίου και να διευκρινίσει, πρώτον, αν ο οργανισμός αυτός είναι εξουσιοδοτημένος, δυνάμει του λεττονικού δικαίου, να εκπροσωπεί ιδιώτες ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, δεύτερον, αν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επρόκειτο να αγορεύσει ο εκπρόσωπος του κέντρου αυτού. Λαμβανομένου υπόψη ότι ο M. Zakaria δεν απάντησε εντός της προθεσμίας που του έταξε σχετικώς το Δικαστήριο και ότι κανένας άλλος ενδιαφερόμενος από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου δεν ζήτησε τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, το Δικαστήριο δεν έκρινε σκόπιμη τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, εκτιμώντας ότι διαφωτίστηκε επαρκώς ώστε να αποφανθεί επί της υποθέσεως.

 Προκαταρκτική παρατήρηση

28      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, από την εξέταση της δικογραφίας που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο και από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής προκύπτει ότι οι κρίσιμες διατάξεις του λεττονικού δικαίου αποτελούν αντικείμενο αποκλινουσών ερμηνειών όσον αφορά τη δυνατότητα δικαστικής προσβολής των υλικών πράξεων των συνοριοφυλάκων και επιδίκασης αποζημίωσης ή χρηματικής ικανοποίησης για την προσβολή της προσωπικότητας ή την ηθική βλάβη που οι πράξεις αυτές ενδέχεται να συνεπάγονται εις βάρος προσώπου, στην περίπτωση κατά την οποία έχει ληφθεί ευνοϊκή διοικητική απόφαση, ήτοι άδεια εισόδου στο έδαφος της Λεττονίας.

29      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, όταν το Δικαστήριο απαντά σε προδικαστικό ερώτημα που του υποβάλλει κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, δεν είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το εσωτερικό δίκαιο του εν λόγω κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 12ης Οκτωβρίου 1993, C‑37/92, Vanacker και Lesage, Συλλογή 1992, σ. I‑4947, σκέψη 7, της 20ής Οκτωβρίου 2005, C‑511/03, Ten Kate Holding Musselkanaal κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑8979, σκέψη 25, καθώς και της 19ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑506/04, Wilson, Συλλογή 2006, σ. I‑8613, σκέψη 34).

30      Λαμβάνοντας υπόψη το στοιχείο αυτό καθώς και την αβεβαιότητα ως προς το ακριβές περιεχόμενο του λεττονικού δικονομικού δικαίου, το Δικαστήριο θα επιδιώξει να προσφέρει στο Augstākās tiesas Senāts τα ερμηνευτικά στοιχεία που θα του παράσχουν τη δυνατότητα να εκτιμήσει τη συμβατότητα των κανόνων του εσωτερικού δικαίου με την κανονιστική ρύθμιση της Ένωσης.

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

31      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 προβλέπει δικαίωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου να προσβάλει όχι μόνον την απόφαση απαγόρευσης εισόδου σε κράτος μέλος αλλά και τις πλημμέλειες οι οποίες διαπράττονται κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία χορηγείται τέτοια άδεια εισόδου. Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, η προαναφερθείσα διάταξη επιβάλλει στο οικείο κράτος μέλος την υποχρέωση να διασφαλίζει τη δυνατότητα προσφυγής ενώπιον δικαιοδοτικού ή διοικητικού οργάνου το οποίο, από θεσμικής και λειτουργικής απόψεως, παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες ενός δικαιοδοτικού οργάνου.

32      Τα ερωτήματα αυτά πρέπει να εξεταστούν από κοινού.

33      Όσον αφορά το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι τα πρόσωπα στα οποία απαγορεύεται η είσοδος έχουν δικαίωμα να προσφύγουν κατά της σχετικής αποφάσεως. Κατά την εν λόγω διάταξη, οι προσφυγές αυτές ασκούνται σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία.

34      Πρέπει να προστεθεί ότι το άρθρο 13 του κανονισμού 562/2006 αφορά αποκλειστικά και μόνο ζητήματα σχετικά με την απαγόρευση εισόδου.

35      Όπως τόνισαν η Λεττονική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής μόνον κατά των αποφάσεων απαγόρευσης εισόδου.

36      Επιπλέον, ούτε ο αναιρεσείων της κύριας δίκης αλλά ούτε και το αιτούν δικαστήριο αμφισβητούν την εγκυρότητα της διατάξεως αυτής.

37      Με το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 20 του κανονισμού αυτού, του άρθρου 6, παράγραφος 1, του τελευταίου, καθώς και του άρθρου 47 του Χάρτη, επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να διασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής κατά φερόμενων πλημμελειών διαπραττόμενων κατά τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία χορηγείται η άδεια εισόδου είτε ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου είτε ενώπιον διοικητικού οργάνου το οποίο, από θεσμικής και λειτουργικής απόψεως, παρέχει τις ίδιες εγγυήσεις με εκείνες ενός δικαιοδοτικού οργάνου.

38      Δεδομένου ότι τα δύο αυτά ερωτήματα χρήζουν απαντήσεως μόνο στην περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι καταφατική, δηλαδή ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 προβλέπει δικαίωμα του ενδιαφερόμενου προσώπου να προσβάλλει όχι μόνον την απόφαση απαγορεύσεως εισόδου, αλλά και τις διαδικαστικές πλημμέλειες που προβάλλει ο αναιρεσείων της κύριας δίκης και οι οποίες περιγράφονται στη σκέψη 11 της παρούσας αποφάσεως, παρέλκει η απάντηση στα ερωτήματα αυτά.

39      Εν πάση περιπτώσει, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν παρέχει επαρκείς πληροφορίες σχετικές με τη διαφορά της κύριας δίκης, ειδικότερα δε των κρίσιμων πραγματικών γεγονότων, ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να καθορίσει ποια επιρροή ασκεί το άρθρο 6 του κανονισμού 562/2006 στο πλαίσιο εξετάσεως της διαφοράς αυτής. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο είναι αδύνατο να προσδιορίσει αν η κατάσταση του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, που προβλέπει ότι οι διατάξεις του δεσμεύουν τα κράτη μέλη μόνο σε περίπτωση κατά την οποία αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης (βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2010, C‑400/10 PPU, McB., Συλλογή 2010, σ. I‑8965, σκέψη 51, και της 18ης Νοεμβρίου 2012, C‑40/11, Iida, σκέψεις 79 έως 81).

40      Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να καθορίσει, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, αν η κατάσταση του αναιρεσείοντος της κύριας δίκης διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης και, εφόσον τούτο ισχύει, αν ενδεχόμενη άρνηση αναγνώρισης στον εν λόγω αναιρεσείοντα του δικαιώματος να ασκεί τις αγωγές του ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου θίγει τα δικαιώματα που χορηγεί το άρθρο 47 του Χάρτη. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι οι συνοριοφύλακες που εκτελούν τα καθήκοντά τους κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού οφείλουν, μεταξύ άλλων, να σέβονται πλήρως την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στα κράτη μέλη απόκειται να προβλέψουν στην εσωτερική έννομη τάξη τους κατάλληλα μέσα προκειμένου να εξασφαλίσουν, τηρουμένου του άρθρου 47 του Χάρτη, την έννομη προστασία των προσώπων που επικαλούνται τα δικαιώματα που αντλούν από το άρθρο 6 του κανονισμού 562/2006.

41      Αντιθέτως, αν το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, υπό το πρίσμα της απαντήσεως του Δικαστηρίου στο πρώτο ερώτημα, ότι η εν λόγω κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, θα πρέπει να εξετάσει την κατάσταση αυτή υπό το πρίσμα του εθνικού δικαίου, λαμβάνοντας υπόψη επίσης την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, στην οποία όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη (βλ., συναφώς, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, C‑256/11, Dereci κ.λπ., Συλλογή 2011, σ. I‑11315, σκέψεις 72 και 73).

42      Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού 562/2006 προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής μόνον κατά των αποφάσεων απαγόρευσης εισόδου στην ημεδαπή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

43      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 13, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν), προβλέπει υποχρέωση των κρατών μελών να εξασφαλίζουν τη δυνατότητα προσφυγής μόνον κατά των αποφάσεων απαγόρευσης εισόδου στην ημεδαπή.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η λεττονική.