Language of document : ECLI:EU:F:2008:113

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Γενικός διαγωνισμός – Αποκλεισμός από τον πίνακα επιτυχόντων – Αξιολόγηση της γραπτής και της προφορικής δοκιμασίας»

Στην υπόθεση F‑127/07,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Juana Maria Coto Moreno, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Gaborone (Μποτσουάνα), εκπροσωπούμενη από τους K. Lemmens και C. Doutrelepont, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις B. Eggers και M. Velardo,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, H. Kanninen και S. Gervasoni (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 11ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 30 Οκτωβρίου 2007 με τηλεομοιοτυπία (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 6 Νοεμβρίου 2007), η J.-M. Coto Moreno ζητεί, στην ουσία, από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει την απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2007 με την οποία η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού EPSO/AD/28/05 δεν περιέλαβε το όνομά της στον πίνακα επιτυχόντων, να αποφανθεί ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να εγγράψουν το όνομά της στον εν λόγω πίνακα και να υποχρεώσει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να καταβάλει αποζημίωση για την αποκατάσταση/χρηματική ικανοποίηση της επαγγελματικής, οικονομικής και ηθικής βλάβης που φέρεται ότι υπέστη.

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 16 Σεπτεμβρίου 2004, η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) διορίστηκε υπάλληλος βαθμού B*3 και τοποθετήθηκε στην αντιπροσωπεία της Επιτροπής στην Μποτσουάνα.

3        Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα έθεσε υποψηφιότητα στον διαγωνισμό EPSO/AD/28/05, ο οποίος είχε σκοπό την κατάρτιση πίνακα 100 επιτυχόντων για την πρόσληψη διοικητικών υπαλλήλων βαθμού AD 5 στον τομέα «Διαχείριση δημοσιονομικών πόρων».

4        Όπως προκύπτει από την προκήρυξη του διαγωνισμού EPSO/AD/28/05 που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 20ής Ιουλίου 2005 (ΕΕ C 178 A, σ. 3, στο εξής: προκήρυξη του διαγωνισμού), ο διαγωνισμός αυτός είχε τρία στάδια.

5        Πρώτον, ο διαγωνισμός άρχιζε με τρεις εξετάσεις προεπιλογής, στη δεύτερη γλώσσα που είχε επιλέξει ο υποψήφιος, οι οποίες συνίσταντο σε ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής. Στους υποψηφίους που υπερέβησαν το κατώτατο όριο για κάθε μία από τις εξετάσεις αυτές και που κατετάγησαν μεταξύ των 300 καλύτερων υποψηφίων επετράπη να λάβουν μέρος στη γραπτή δοκιμασία.

6        Δεύτερον, η γραπτή δοκιμασία, στην κύρια γλώσσα του υποψηφίου, αφορούσε ένα θέμα της επιλογής του σχετιζόμενο με τον τομέα του διαγωνισμού και είχε σκοπό να αξιολογηθούν οι γνώσεις του υποψηφίου, οι ικανότητές του κατανοήσεως, αναλύσεως και συνθέσεως, καθώς και οι ικανότητές του γραπτής εκφράσεως. Η δοκιμασία βαθμολογήθηκε με 0 έως 50 μονάδες και το κατώτατο όριο ήταν 25 μονάδες. Οι υποψήφιοι που υπερέβησαν το κατώτατο όριο για τη γραπτή δοκιμασία και που κατετάγησαν μεταξύ των 150 καλύτερων υποψηφίων κλήθηκαν να παρουσιαστούν στην προφορική εξέταση.

7        Τρίτον, η προφορική δοκιμασία, πάλι στην κύρια γλώσσα του υποψηφίου, έπρεπε να δώσει στην εξεταστική επιτροπή τη δυνατότητα να αξιολογήσει την ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντα που αντιστοιχούν στις θέσεις για τις οποίες είχε προκηρυχθεί ο διαγωνισμός. Η δοκιμασία αυτή αφορούσε ειδικές γνώσεις σχετικές με τον τομέα του διαγωνισμού και τη γνώση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, των θεσμικών οργάνων της και των πολιτικών της. Εξετάζονταν και οι γνώσεις στη δεύτερη γλώσσα, καθώς και η ικανότητα προσαρμογής στην εργασία, εντός της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης, σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Η δοκιμασία βαθμολογήθηκε με 0 έως 50 μονάδες, ενώ το κατώτατο όριο ήταν 25 μονάδες.

8        Οι εξετάσεις προεπιλογής και η γραπτή δοκιμασία έλαβαν χώρα στις 31 Μαρτίου 2006. Η προσφεύγουσα τις πέρασε με επιτυχία και κλήθηκε στην προφορική δοκιμασία, η οποία διεξήχθη στις 10 Ιανουαρίου 2007 στις Βρυξέλλες.

9        Με έγγραφο της 12ης Φεβρουαρίου 2007, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (European Personnel Selection Office, στο εξής: EPSO) πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι η εξεταστική επιτροπή δεν περιέλαβε το όνομά της στον πίνακα επιτυχόντων, καθόσον το αποτέλεσμά της δεν περιλαμβανόταν στα 100 καλύτερα αποτελέσματα (στο εξής: επίμαχη απόφαση). Συγκεκριμένα, ενώ ο τελευταίος υποψήφιος που έγινε δεκτός είχε λάβει 56,1 μονάδες, η προσφεύγουσα είχε συγκεντρώσει μόνον 54 μονάδες, δηλαδή 25/50 στη γραπτή δοκιμασία και 29/50 στην προφορική δοκιμασία.

10      Με ηλεκτρονική επιστολή που απηύθυνε στην EPSO στις 22 Φεβρουαρίου 2007, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι εξεπλάγη από τον βαθμό που έλαβε στην προφορική δοκιμασία, διατύπωσε παρατηρήσεις σχετικά με τη δοκιμασία αυτή και, τέλος, ζήτησε από την εξεταστική επιτροπή να επανεξετάσει τη γραπτή και την προφορική δοκιμασία της.

11      Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής απάντησε στην προσφεύγουσα ότι η εξεταστική επιτροπή, μετά από επανεξέταση της γραπτής και της προφορικής δοκιμασίας, επιβεβαίωσε το αποτέλεσμα της προσφεύγουσας και της απέστειλε το γραπτό της και το φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού αυτού από την εξεταστική επιτροπή.

12      Από το φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού της προσφεύγουσας από την εξεταστική επιτροπή προκύπτει ότι η τελευταία έκρινε ότι η απάντηση της προσφεύγουσας στην πρώτη ερώτηση ήταν «επαρκής αλλά χωρίς λεπτομέρειες» εξ απόψεως γνώσεων και «καλή» εξ απόψεως ικανοτήτων αναλύσεως, συνθέσεως και γραπτής εκφράσεως. Όσο για την απάντηση στην ερώτηση αριθ. 3, την οποία η προσφεύγουσα επέλεξε μεταξύ των ερωτήσεων αριθ. 2, αριθ. 3 και αριθ. 4, η εξεταστική επιτροπή διαπίστωσε ότι «λείπουν ορισμένες έννοιες» χαρακτηρίζοντας την απάντηση ως «επαρκή» εξ απόψεως γνώσεων και «καλή» εξ απόψεως ικανοτήτων αναλύσεως, συνθέσεως και γραπτής εκφράσεως.

13      Στις 29 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα απέστειλε στην EPSO νέα επιστολή, με την οποία υποστήριξε ότι δεν έλαβε επαρκή απάντηση στις παρατηρήσεις της σχετικά με την προφορική δοκιμασία και έκρινε ότι είναι ιδιαιτέρως βραχυλογικά τα σχόλια της εξεταστικής επιτροπής. Ρώτησε επίσης σε ποιες μονάδες αντιστοιχούν τα σχόλια «επαρκής» και «καλή». Τέλος, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε την αξιολόγηση της απαντήσεώς της στην ερώτηση αριθ. 3 της γραπτής δοκιμασίας.

14      Με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2007, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής απάντησε εκ νέου στην προσφεύγουσα. Ειδικότερα, δικαιολόγησε την αξιολόγηση του γραπτού της προσφεύγουσας από την εξεταστική επιτροπή. Σημείωσε ότι τα τέσσερα κριτήρια αξιολογήσεως της δοκιμασίας αυτής δεν είχαν την ίδια αξία, καθόσον οι γνώσεις στον τομέα του διαγωνισμού κρίθηκαν πιο σημαντικές από τις ικανότητες κατανοήσεως, αναλύσεως και γραπτής εκφράσεως. Ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής εξέθεσε ότι, όσον αφορά την πρώτη ερώτηση, τα κενά στο περιεχόμενο του γραπτού αντισταθμίστηκαν με την ποιότητα της αναλύσεως, της συνθέσεως και της γραπτής εκφράσεως, πράγμα που έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να λάβει τον βαθμό 25/50.

15      Όσον αφορά την αξιολόγηση της απαντήσεως στην ερώτηση αριθ. 3, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής προέβη με την ηλεκτρονική επιστολή της 2ας Μαΐου 2007 στις ακόλουθες εξηγήσεις:

«Μια και ζητήσατε περισσότερες λεπτομέρειες ειδικά όσον αφορά την απάντησή σας στην ερώτηση 3, η γνώμη της εξεταστικής επιτροπής είναι ότι η απάντησή σας περιείχε πολλές αδυναμίες. Κατ’ αρχάς, δεν εξηγήθηκαν ούτε δικαιολογήθηκαν τα κριτήρια επιλογής. Ποιοι ήταν οι στόχοι των ανώτατων ορίων τα οποία είχαν προταθεί; Γιατί ο κύκλος εργασιών έπρεπε να είναι δεκαπλάσιος της αξίας της συμβάσεως; Γιατί το 50 % του κύκλου εργασιών έπρεπε να έχει πραγματοποιηθεί στον τομέα της σχετικής συμβάσεως; Γιατί το 50 % του προσωπικού έπρεπε να απασχολείται στον τομέα της σχετικής συμβάσεως; κ.λπ.

Όσον αφορά τα κριτήρια αναθέσεως, δεν αναφέρθηκαν η απόδοση και η ποιότητα του εξοπλισμού. Δεν αναφέρθηκαν κριτήρια όπως, π.χ., το ποσοστό απαξιώσεως και η σχέση μεταξύ κόστους αγοράς και κόστους συντηρήσεως. Τα κριτήρια της πείρας του προσωπικού και της εταιρίας είναι σαφώς κριτήρια επιλογής και όχι κριτήρια αναθέσεως· δεν αναφέρθηκε ούτε η απλή αλλά καίρια ημερομηνία παραδόσεως.

Περαιτέρω, οι συμβατικές ρήτρες που αναφέρθηκαν δεν είναι πάντοτε κατάλληλες (π.χ. εγγύηση προχρηματοδοτήσεως) για μια τέτοια σύμβαση, ενώ λείπουν άλλες πιο σημαντικές ενδεχόμενες ρήτρες όπως η ρήτρα για κυρώσεις σε περίπτωση καθυστερήσεως ή μη λειτουργίας, η συμβατική ευθύνη για υπαίτιες ζημίες, η υποχρέωση συνάψεως συμβάσεως επαγγελματικής ασφαλίσεως. Δεν αναφέρθηκαν ούτε ρήτρες για καταγγελία της συμβάσεως σε περίπτωση επαγγελματικού παραπτώματος.» (Ελεύθερη μετάφραση).

(«As you specifically requested more detail as regards your answer to question 3, the opinion of the Board is that your answer contained many weaknesses. First, the selection criteria were not explained or justified. What were the purposes of the proposed ceilings? Why would the turnover have to be 10 times the value of the market? Why did 50 % of the turnover have to come from the tender domain? Why would 50 % of the personnel have to be dedicated to the tender domain? etc.

As regards the award criteria there was no mention of performance and quality of the equipment. Criteria such as the rate of becoming obsolete and the purchase cost versus maintenance, for example, were not mentioned. The criteria on the experience of the personnel and the company are clearly selection criteria and not award criteria; the simple but crucial date of delivery was also not mentioned.

Further the contractual clauses given were not always pertinent (e.g. Pre-financing guarantee) for such a market, but other more important possible clauses were missing such as a clause for the sanctions in case of delay or non-function, the contractual responsibility for damages resulting from faults, the obligation to subscribe a professional insurance. Clauses for cancelling the contract in case of professional misconduct were also not mentioned.»)

16      Στις 3 Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της επίμαχης αποφάσεως. Με απόφαση της 31ης Ιουλίου 2007, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή απέρριψε την ένσταση αυτή.

 Αιτήματα των διαδίκων

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την επίμαχη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 25 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που ισχυρίζεται ότι υπέστη·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει αποζημίωση ποσού 8 000 ευρώ που αντιστοιχεί στην αμοιβή των δικηγόρων της·

–        να αποφανθεί, κυρίως, ότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να περιλάβουν το όνομά της στον πίνακα επιτυχόντων ή, επικουρικώς, ότι πρέπει να της καταβάλουν αποζημίωση ποσού 384 000 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

19      Η προσφεύγουσα διατυπώνει τέσσερις λόγους ακυρώσεως:

–        με τον πρώτο προβάλλει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η εξεταστική επιτροπή κατά την αξιολόγηση των απαντήσεων της προσφεύγουσας στη γραπτή και στην προφορική δοκιμασία·

–        με τον δεύτερο προβάλλει παράβαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και παραβίαση της αρχής της ισότητας και της «αρχής του ευλόγου»·

–        με τον τρίτο προβάλλει παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως·

–        με τον τέταρτο προβάλλει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συνδεδεμένη με την αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού της γραπτής δοκιμασίας και του γράμματος των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής.

 Επί του πρώτου και του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τους οποίους προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε πολλαπλώς η εξεταστική επιτροπή

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η εξεταστική επιτροπή κατά την αξιολόγηση των απαντήσεων της προσφεύγουσας στη γραπτή και στην προφορική δοκιμασία

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η εξεταστική επιτροπή, αναφερόμενη σε «πολλές αδυναμίες» στην απάντηση της προσφεύγουσας στην ερώτηση αριθ. 3 της γραπτής δοκιμασίας, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Αφενός, δεν μπορεί να προσαφθεί στην προσφεύγουσα ότι δεν εξήγησε ούτε δικαιολόγησε τα κριτήρια επιλογής σχετικά με την οικονομικοτεχνική ικανότητα των επιχειρήσεων που υπέβαλαν προσφορά, καθόσον είχε ζητηθεί από τους υποψηφίους να ορίσουν τα κριτήρια επιλογής και όχι να δικαιολογήσουν την επιλογή τους. Επιπλέον, τα κριτήρια επιλογής που παρέθεσε η προσφεύγουσα είναι τόσο προφανή που περιττεύει η αιτιολόγηση ή δικαιολόγηση της επιλογής τους. Αφετέρου, τα κριτήρια επιλογής που ανέφερε η προσφεύγουσα είναι κατάλληλα και χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην πράξη, καθόσον περιλαμβάνονται στον «Πρακτικό Οδηγό των συμβατικών διαδικασιών στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων» της Επιτροπής. Εφόσον η προσφεύγουσα ανέφερε τα κριτήρια του πιο πάνω οδηγού της Επιτροπής, η εξεταστική επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι η απάντησή της περιείχε «πολλές αδυναμίες».

21      Δεύτερον, η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και όταν έκρινε ότι η πείρα του προσωπικού και η πείρα της επιχειρήσεως κακώς αναφέρθηκαν από την προσφεύγουσα ως κριτήρια αναθέσεως της συμβάσεως, ενώ πρόκειται για κριτήρια επιλογής. Συγκεκριμένα, ο «Πρακτικός Οδηγός των συμβατικών διαδικασιών στο πλαίσιο των εξωτερικών δράσεων» της Επιτροπής αναφέρει το βιογραφικό σημείωμα των προταθέντων εμπειρογνωμόνων ως ένα από τα κριτήρια αναθέσεως των συμβάσεων υπηρεσιών. Έτσι, η εξεταστική επιτροπή παρέβλεψε τους κανόνες που η Επιτροπή έχει θέσει στον εαυτό της και, κατά συνέπεια, παραβίασε την αρχή patere legem quam ipse fecisti.

22      Τρίτον, η εξεταστική επιτροπή κακώς υποστήριξε ότι δεν είναι πάντα κατάλληλες οι συμβατικές ρήτρες που η προσφεύγουσα πρότεινε για να διασφαλιστεί η ποιότητα των προϊόντων και υπηρεσιών και να περιοριστούν οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι. Αντιθέτως, η εγγύηση προχρηματοδοτήσεως, την οποία η εξεταστική επιτροπή ανέφερε ως παράδειγμα στο από 2 Μαΐου 2007 έγγραφό της, είναι όχι μόνον κατάλληλη, αλλά και υποχρεωτική στις συμβάσεις του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάπτυξης (ΕΤΑ).

23      Τέλος, στην ερώτηση που τέθηκε κατά την προφορική δοκιμασία, πώς μπορεί να μειωθεί ο κίνδυνος χρηματοοικονομικών απωλειών κατόπιν διακυμάνσεων των τιμών συναλλάγματος στο πλαίσιο συμβάσεως μεταξύ συμβαλλομένων από δύο χώρες οι οποίες έχουν διαφορετικό νόμισμα, η προσφεύγουσα έδωσε απάντηση σύμφωνη με την πρακτική του ΕΤΑ: η τιμή πληρώνεται με τη χρησιμοποίηση των δύο νομισμάτων και προβλέπονται συμβατικές ρήτρες που καθιστούν δυνατή την αναθεώρηση των τιμών. Κατά συνέπεια, κακώς η εξεταστική επιτροπή θεώρησε ανεπαρκή την απάντηση αυτή.

24      Η Επιτροπή υπενθυμίζει τον περιορισμένο έλεγχο που το Δικαστήριο ΔΔ ασκεί επί των αξιολογήσεων της εξεταστικής επιτροπής.

25      Όσον αφορά τη γραπτή δοκιμασία, η Επιτροπή θεωρεί ότι οι διάφορες παραπομπές στον «Οδηγό του Γραφείου Συνεργασίας  EuropAid», στις οποίες η προσφεύγουσα προέβη με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής για να αποδείξει τη βασιμότητα των απαντήσεών της, δείχνουν σαφώς ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας έχει λάθος υπόβαθρο. Ο οδηγός αυτός αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών που συνάπτει το ΕΤΑ, ενώ το κείμενο των ερωτήσεων της γραπτής δοκιμασίας δεν αναφέρει το ΕΤΑ και αφορά συμβάσεις προμηθειών.

–       Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού της γραπτής δοκιμασίας και του γράμματος των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής

26      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν μετέτρεψε σε βαθμό την αξιολόγηση της γραπτής δοκιμασίας της προσφεύγουσας. Εφόσον η εξεταστική επιτροπή έκρινε τις απαντήσεις της «επαρκείς» εξ απόψεως γνώσεων και «καλές» λόγω των ικανοτήτων που επέδειξε σχετικά με την κατανόηση, την ανάλυση, τη σύνθεση και τη γραπτή έκφραση, είναι πρόδηλο ότι η εξεταστική επιτροπή έσφαλε όταν της έδωσε τον βαθμό 25/50, δηλαδή τον χαμηλότερο βαθμό για να επιτραπεί η συμμετοχή στην προφορική δοκιμασία.

27      Επιπλέον, η εξεταστική επιτροπή, όταν βαθμολόγησε την προσφεύγουσα με 25/50, παρέβλεψε την αρχή της ισότητας. Συγκεκριμένα, η εξεταστική επιτροπή μεταχειρίστηκε την προσφεύγουσα ως οποιονδήποτε υποψήφιο είχε κριθεί δύο φορές «επαρκής» για τις γνώσεις του και δύο φορές «επαρκής» για τις ικανότητές του αναλύσεως και συνθέσεως, κατανοήσεως και γραπτής εκφράσεως. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο βαθμός της έπρεπε να αντικατοπτρίζει το ότι για όλα τα κριτήρια που δεν ανάγονται σε γνώσεις είχε λάβει την ένδειξη «καλώς».

28      Ούτως ή άλλως, ο βαθμός της γραπτής δοκιμασίας δεν είναι ανάλογος με την εκτίμηση που περιέχει το φύλλο αξιολογήσεως.

29      Η Επιτροπή αντιτάσσει ότι δεν υπάρχει καμία ασυνέπεια μεταξύ του βαθμού 25/50 και των σχολίων. Συγκεκριμένα, όπως εξήγησε ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής με το έγγραφό του της 2ας Μαΐου 2007, οι γνώσεις στον τομέα του διαγωνισμού είχαν βαρύνουσα σημασία κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων. Αν υποτεθεί ότι υπάρχει ασυνέπεια μεταξύ του βαθμού και των σχολίων, η ασυνέπεια αυτή είναι εντελώς αμελητέα και σε καμία περίπτωση δεν είναι πρόδηλη.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

30      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι σε δύο περιπτώσεις υπήρξε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, στην πρώτη από τις οποίες η πλάνη εμφιλοχώρησε κατά την αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων από την εξεταστική επιτροπή, ενώ στη δεύτερη η πλάνη επηρέασε την αντιστοιχία του βαθμού της γραπτής δοκιμασίας με το γράμμα των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής.

31      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί η έκταση του ελέγχου που ασκείται από το Δικαστήριο ΔΔ επί αποφάσεως με την οποία η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού αρνείται να περιλάβει έναν υποψήφιο στον πίνακα επιτυχόντων.

32      Όταν εξετάζει τη νομιμότητα μιας τέτοιας αποφάσεως, το Δικαστήριο ΔΔ εξακριβώνει αν τηρήθηκαν οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου, δηλαδή οι κανόνες, διαδικαστικής ιδίως φύσεως, που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως και στην προκήρυξη του διαγωνισμού και εκείνοι που διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, και ειδικότερα αν τηρήθηκε το καθήκον αμεροληψίας της εξεταστικής επιτροπής, αν η εξεταστική επιτροπή επιφύλαξε ίση μεταχείριση στους υποψηφίους (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Μαρτίου 2003, T‑24/01, Staelen κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑79 και II‑423, σκέψεις 47 έως 52· της 25ης Ιουνίου 2003, T‑72/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑169 και II‑861, σκέψεις 32 έως 42, και της 10ης Νοεμβρίου 2004, T‑165/03, Vonier κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑343 και II‑1575, σκέψη 39), καθώς και αν υπήρξε κατάχρηση εξουσίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Οκτωβρίου 1974, 112/73, 144/73 και 145/73, Campogrande κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1974, σ. 427, σκέψεις 34 έως 53· απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Φεβρουαρίου 1999, T‑200/97, Jiménez κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 1999, σ. I‑A‑19 και II‑73, σκέψεις 43 έως 57). Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις οποίες η εξεταστική επιτροπή δεν έχει διακριτική ευχέρεια, ο έλεγχος αυτός δύναται να αφορά το αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά επί των οποίων στηρίχθηκε η εξεταστική επιτροπή για να λάβει την απόφασή της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑100/04, Giannini κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψεις 277 και 278).

33      Αντιθέτως, οι εκτιμήσεις στις οποίες προβαίνει η εξεταστική επιτροπή ενός διαγωνισμού όταν αξιολογεί τις γνώσεις και τις ικανότητες των υποψηφίων δεν υπόκεινται στον έλεγχο του Δικαστηρίου ΔΔ (προαναφερθείσα απόφαση Campogrande κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53· απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Ιανουαρίου 2005, T‑267/03, Roccato κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑1 και II‑1, σκέψη 42).

34      Δεν ισχύει το ίδιο για την αντιστοιχία του βαθμού με το γράμμα των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής. Συγκεκριμένα, η αντιστοιχία αυτή, η οποία εγγυάται την ίση μεταχείριση των υποψηφίων, είναι ένας από τους κανόνες οι οποίοι διέπουν τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής και των οποίων την τήρηση, σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, ο δικαστής οφείλει να εξακριβώσει. Επιπλέον, η αντιστοιχία του βαθμού με το γράμμα της εκτιμήσεως δύναται να καταστεί το αντικείμενο ελέγχου από το Δικαστήριο ΔΔ ανεξάρτητου από τον έλεγχο της από την εξεταστική επιτροπή αξιολογήσεως των επιδόσεων των υποψηφίων, τον οποίο το Δικαστήριο ΔΔ αρνείται να ασκήσει, αρκεί ο έλεγχος της αντιστοιχίας να περιορίζεται στο να εξακριβωθεί η έλλειψη πρόδηλης ασυνέπειας. Αυτός είναι ο λόγος που στην απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, F‑73/06, Van Neyghem κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 87), το Δικαστήριο ΔΔ εξέτασε αν, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της εκτιμήσεως που εκφέρεται στο φύλο αξιολογήσεως ενός γραπτού, η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν βαθμολόγησε το γραπτό αυτό.

35      Πρώτον, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί λυσιτελώς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως που, κατά την άποψή της, εμφιλοχώρησε κατά την αξιολόγηση των επιδόσεων των υποψηφίων από την εξεταστική επιτροπή, οπότε ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

36      Δεύτερον, από τη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, αντιθέτως, έργο του Δικαστηρίου ΔΔ είναι να εξακριβώσει αν η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού έδωσε στην προσφεύγουσα βαθμό που είναι προδήλως ασυνεπής με το γράμμα των εκτιμήσεων που η εξεταστική επιτροπή εξέφερε στο φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού της προσφεύγουσας.

37      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται στην ουσία ότι η εξεταστική επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν τη βαθμολόγησε με 25/50 για τη γραπτή δοκιμασία, δηλαδή με τον χαμηλότερο βαθμό για να επιτραπεί η συμμετοχή στην προφορική δοκιμασία, ενώ είχε κρίνει τις απαντήσεις της στις δύο ερωτήσεις της γραπτής δοκιμασίας «επαρκείς», όσον αφορά τις γνώσεις, και «καλές», εξ απόψεως ικανοτήτων αναλύσεως, συνθέσεως και γραπτής εκφράσεως.

38      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο ενός διαγωνισμού, οι επιδόσεις των υποψηφίων αξιολογούνται με σχετικό τρόπο και, ειδικότερα, τίποτα δεν εμποδίζει να επιτραπεί να λάβουν μέρος στην προφορική δοκιμασία μόνον όσοι υποψήφιοι κρίθηκε ότι έχουν καλό επίπεδο. Έτσι, η προσφεύγουσα αβάσιμα συνάγει από τον βαθμό που έλαβε στη γραπτή δοκιμασία (25/50), ο οποίος ήταν οριακά επαρκής για να μπορέσει να λάβει μέρος στην προφορική δοκιμασία, ότι η εξεταστική επιτροπή δεν έκρινε ικανοποιητικό το γραπτό της. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έλαβε τον χαμηλότερο βαθμό για να της επιτραπεί να λάβει μέρος στην προφορική δοκιμασία, ενώ οι γραπτές απαντήσεις της κρίθηκαν, εν γένει, πλέον ή επαρκείς, δεν δείχνει πρόδηλη αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού και του γράμματος της εκτιμήσεως. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω, δεν μπορεί να συναχθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως από τη σύγκριση μεταξύ του βαθμού που δόθηκε στο γραπτό της ενδιαφερόμενης και του γράμματος των εκτιμήσεων που εξέφερε η εξεταστική επιτροπή σχετικά με το γραπτό αυτό.

39      Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται παράβαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και παραβίαση της αρχής της ισότητας και της «αρχής του ευλόγου»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

40      Κατά την προσφεύγουσα, μολονότι η προκήρυξη του διαγωνισμού όριζε ότι η γραπτή δοκιμασία έχει ως σκοπό να εξεταστούν «οι γνώσεις του υποψηφίου, οι ικανότητές του κατανοήσεως, αναλύσεως και συνθέσεως, καθώς και οι ικανότητές του γραπτής εκφράσεως», η εξεταστική επιτροπή αξιολόγησε μόνον τις γνώσεις της προσφεύγουσας. Οπωσδήποτε, στο κριτήριο των γνώσεων δόθηκε προβάδισμα έναντι των άλλων κριτηρίων.

41      Εφόσον η τήρηση της προκηρύξεως του διαγωνισμού έχει ως σκοπό να εξασφαλιστεί ίση μεταχείριση των υποψηφίων, η ισότητα μεταχειρίσεως δεν δύναται να διασφαλιστεί αν δεν έχει τηρηθεί η προκήρυξη του διαγωνισμού.

42      Ο βαθμός που έλαβε η προσφεύγουσα στη γραπτή δοκιμασία, ο οποίος ήταν οριακά επαρκής για να της επιτραπεί να λάβει μέρος στην προφορική δοκιμασία, αντικατοπτρίζει μόνον την αξιολόγηση των γνώσεων της προσφεύγουσας ως «επαρκών» από την εξεταστική επιτροπή και όχι την ευμενή αξιολόγηση του γραπτού της με γνώμονα τις ικανότητες αναλύσεως, συνθέσεως και γραπτής εκφράσεως. Έτσι, η αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού και του γράμματος των εκτιμήσεων καθιστά φανερό ότι το κριτήριο των γνώσεων αξιοποιήθηκε υπέρ το δέον, ή τουλάχιστον ελήφθη υπερβολικά υπόψη. Έτσι, η εξεταστική επιτροπή παρέβλεψε την «αρχή του ευλόγου».

43      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η γραπτή δοκιμασία αξιολογήθηκε με γνώμονα το σύνολο των προβλεπομένων κριτηρίων και θεωρεί ότι, εφόσον επρόκειτο για διαγωνισμό που είχε προκηρυχθεί για την πρόσληψη υπαλλήλων με ειδική ικανότητα στον τομέα της διαχειρίσεως δημοσιονομικών πόρων, ήταν λογικό να δώσει βαρύνουσα σημασία στις γνώσεις που είχαν οι υποψήφιοι στον τομέα αυτόν.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

44      Η προσφεύγουσα διατυπώνει δύο επιχειρήματα προς στήριξη του λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλει παράβαση της προκηρύξεως του διαγωνισμού και παραβίαση της αρχής της ισότητας και της «αρχής του ευλόγου».

45      Πρώτον, ισχυρίζεται ότι η εξεταστική επιτροπή έλαβε υπόψη μόνον τις γνώσεις των υποψηφίων στον τομέα του διαγωνισμού, δηλαδή στη διαχείριση δημοσιονομικών πόρων, και όχι τα λοιπά κριτήρια αξιολογήσεως της γραπτής δοκιμασίας τα οποία περιλαμβάνονται στην προκήρυξη του διαγωνισμού. Ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται σαφώς από το γράμμα των εκτιμήσεων που εξέφερε η εξεταστική επιτροπή στο φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, οι εκτιμήσεις αυτές αφορούν τόσο τις γνώσεις της προσφεύγουσας, οι οποίες κρίθηκαν «επαρκείς», όσο και τις ικανότητες αναλύσεως, συνθέσεως και γραπτής εκφράσεως, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «καλές».

46      Δεύτερον, η προσφεύγουσα θεωρεί, όχι όμως χωρίς αντίφαση με το προηγούμενο επιχείρημα, ότι, μεταξύ των κριτηρίων επιλογής που απαριθμεί η προκήρυξη του διαγωνισμού, η εξεταστική επιτροπή παράνομα έδωσε βαρύνουσα σημασία στο κριτήριο των γνώσεων στον τομέα του διαγωνισμού. Δεν αμφισβητείται ότι η εξεταστική επιτροπή όντως έλαβε υπόψη το κριτήριο αυτό ως το πιο σημαντικό.

47      Ωστόσο, η ιεράρχηση των κριτηρίων στην οποία προέβη η εξεταστική επιτροπή δεν αντίκειται στην προκήρυξη του διαγωνισμού, καθόσον η τελευταία δεν αναφέρει ότι τα κριτήρια που απαριθμεί έχουν την ίδια σημασία για την αξιολόγηση των υποψηφίων.

48      Επιπλέον, αυτή καθεαυτή η ιεράρχηση των κριτηρίων δεν αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν υποστήριξε ότι η εξεταστική επιτροπή εφάρμοσε με διαφορετικό τρόπο τα κριτήρια αυτά στους άλλους υποψήφιους.

49      Τέλος, η προσφεύγουσα στηρίζεται μόνο στην αναντιστοιχία, που θεωρεί πρόδηλη, μεταξύ του βαθμού που έλαβε στη γραπτή δοκιμασία και του γράμματος των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής σχετικά με το γραπτό της για να υποστηρίξει ότι η εξεταστική επιτροπή προδήλως έδωσε δυσανάλογη σημασία στο κριτήριο των γνώσεων. Πάντως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, καμία πρόδηλη αναντιστοιχία δεν μπορεί να διαπιστωθεί μεταξύ του βαθμού που έλαβε η προσφεύγουσα στη γραπτή δοκιμασία και του γράμματος των εκτιμήσεων της εξεταστικής επιτροπής, αντιθέτως προς αυτό που υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

50      Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του καθήκοντος αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

51      Κατά την προσφεύγουσα, ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής ισχυρίστηκε, με το έγγραφό του της 2ας Μαΐου 2007, ότι η απάντηση της προσφεύγουσας στην ερώτηση αριθ. 3 της γραπτής δοκιμασίας περιείχε «πολλές αδυναμίες», ενώ, στο φύλλο αξιολογήσεως, η εξεταστική επιτροπή σημείωσε ότι η εν λόγω απάντηση παρέλειψε ορισμένες έννοιες αλλά είναι επαρκής. Λαμβανομένων υπόψη των αντιφάσεων αυτών, η αξιολόγηση της εξεταστικής επιτροπής δεν μπορεί να θεωρηθεί αιτιολογημένη.

52      Σε καμία από τις απαντήσεις της στις επιστολές που της απηύθυνε η προσφεύγουσα, η εξεταστική επιτροπή δεν δικαιολόγησε γιατί δεν ήταν ικανοποιητική η προφορική απάντηση της προσφεύγουσας στην ερώτηση σχετικά με τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους που συνεπάγονται οι διακυμάνσεις των τιμών συναλλάγματος. Έτσι, η εξεταστική επιτροπή παρέβλεψε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

53      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 4ης Ιουλίου 1996, C‑254/95 P, Κοινοβούλιο κατά Innamorati (Συλλογή 1996, σ. I‑3423, σκέψη 31), η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβαν οι υποψήφιοι στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής. Το κοινοτικό όργανο συνάγει εξ αυτού ότι έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να στηριχθεί στη φερόμενη ασυνέπεια μεταξύ δύο εγγράφων που συντάχθηκαν μετά τη βαθμολόγηση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα έλαβε όλες τις αναγκαίες εξηγήσεις στο στάδιο της διαδικασίας επανεξετάσεως και στο στάδιο της διαδικασίας προ της ασκήσεως της προσφυγής. Η Επιτροπή εκθέτει ότι κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα όχι μόνον το γραπτό της, αλλά και το φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού της.

54      Όσον αφορά την ερώτηση που τέθηκε στην προσφεύγουσα κατά την προφορική δοκιμασία σχετικά με τον τρόπο προφυλάξεως από τον χρηματοοικονομικό κίνδυνο που συνεπάγεται η διακύμανση των τιμών συναλλάγματος, η εξεταστική επιτροπή εξήγησε στην προσφεύγουσα ότι η απάντησή της δεν ήταν εντελώς εσφαλμένη, αλλά ότι υπήρχαν πιο εύστοχες απαντήσεις που είχαν καλύτερη επιχειρηματολογία.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

55      Αφενός, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεως μιας εξεταστικής επιτροπής πρέπει να συμβιβάζεται με το απόρρητο που περιβάλλει τις εργασίες της. Η τήρηση του απορρήτου αυτού αντιτίθεται τόσο στη δημοσιοποίηση της στάσεως οποιουδήποτε μέλους των εξεταστικών επιτροπών όσο και στην αποκάλυψη κάθε στοιχείου που έχει σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα σχετικά με τους υποψηφίους (προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 24).

56      Αφετέρου, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να μην επιβαρύνει αφόρητα τις εργασίες τόσο των εξεταστικών επιτροπών όσο και της διοικήσεως του προσωπικού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Φεβρουαρίου 1980, 89/79, Bonu κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 291, σκέψη 6, και, a contrario, της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑17/07 P, Neirinck κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμα στη Συλλογή, σκέψη 58). Αυτός είναι ο λόγος που, σε ένα διαγωνισμό με μεγάλη συμμετοχή, η γνωστοποίηση των βαθμών που ελήφθησαν στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής (προαναφερθείσα απόφαση Κοινοβούλιο κατά Innamorati, σκέψη 31).

57      Εν προκειμένω, μετά το πέρας των δοκιμασιών προεπιλογής, σε 300 υποψηφίους επετράπη να λάβουν μέρος στη γραπτή δοκιμασία του διαγωνισμού και τελικά καταρτίστηκε πίνακας επιτυχόντων από 100 υποψηφίους. Έτσι, ο διαγωνισμός στον οποίο έλαβε μέρος η προσφεύγουσα ήταν διαγωνισμός με μεγάλη συμμετοχή. Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως υπομνήσθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η γνωστοποίηση των βαθμών που ελήφθησαν στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων που έλαβε η εξεταστική επιτροπή σχετικά με κάθε υποψήφιο. Πάντως, δεν αμφισβητείται ότι στην προσφεύγουσα γνωστοποιήθηκαν οι βαθμοί της. Επιπλέον, και ούτως ή άλλως, η προσφεύγουσα έλαβε άλλα στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να μάθει με μεγαλύτερη ακόμη ακρίβεια τους λόγους της αποτυχίας της στον διαγωνισμό, όπως το γραπτό της, το φύλλο αξιολογήσεως του γραπτού αυτού και επεξηγηματικό έγγραφο, με ημερομηνία 2 Μαΐου 2007, που της απηύθυνε ο πρόεδρος της εξεταστικής επιτροπής. Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας της επίμαχης αποφάσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

58      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

59      Η προσφεύγουσα ζητεί αποζημίωση/χρηματική ικανοποίηση για την υλική και ηθική βλάβη που θεωρεί ότι υπέστη από την επίμαχη απόφαση. Κατά συνέπεια, η απόρριψη του αιτήματος που στρέφεται κατά της αποφάσεως αυτής συνεπάγεται και την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως.

60      Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Βάσει του άρθρου 122 του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διατάξεις του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες αφορούν τα έξοδα και τη δικαστική δαπάνη, έχουν εφαρμογή μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ από την έναρξη της ισχύος του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, δηλαδή από την 1η Νοεμβρίου 2007. Οι συναφείς διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή mutatis mutandis στις υποθέσεις που ήσαν εκκρεμείς ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ πριν από την ημερομηνία αυτή.

62      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, βάσει του άρθρου 88 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα κοινοτικά όργανα φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, οι διάδικοι πρέπει να φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή της J.-M. Coto Moreno.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Mahoney

Kanninen

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2008.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney

Τα κείμενα της παρούσας αποφάσεως καθώς και των παρατιθέμενων σ’ αυτή αποφάσεων των κοινοτικών δικαστηρίων που δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή διατίθενται στην ιστοσελίδα του Δικαστηρίου www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.