Language of document : ECLI:EU:T:2021:892

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 15ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Περιβάλλον – Κανονισμός (ΕΚ) 1367/2006 – Υποχρέωση των κρατών μελών για προστασία και βελτίωση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα – Αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης – Απόρριψη της αίτησης ως απαράδεκτης»

Στην υπόθεση T-569/20,

Stichting Comité N 65 Ondergronds Helvoirt, με έδρα το Helvoirt (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενο από τους T. Malfait και A. Croes, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Haasbeek, τους G. Gattinara και M. Noll-Ehlers,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκπροσωπούμενο από τις M. Bulterman, M. de Ree, τους J. Langer και J. Hoogveld,

από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τον W. Kuzmienko και την C. Ionescu Dima,

και από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τις K. Michoel και A. Maceroni,

παρεμβαίνοντα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και αίτημα την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής της 6ης Ιουλίου 2020 περί απόρριψης ως απαράδεκτης αίτησης εσωτερικής επανεξέτασης της απόφασης για το κλείσιμο της διαδικασίας καταγγελίας CHAP(2019) 2512,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin και I. Nõmm (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Stichting Comité N 65 Ondergronds Helvoirt, είναι επιτροπή δράσης που ιδρύθηκε στις 2 Μαρτίου 2011 ενόψει της παρουσίασης από τους δήμους του Vught, του Haaren, του Oisterwijk, του Tilbourg και του Bois-le-Duc (Κάτω Χώρες) των σχεδιασμών τους σχετικά με την περιφερειακή οδό Ν 65 και τον περιβάλλοντα χώρο της.

2        Αφού κίνησε διάφορες διοικητικές και ένδικες διαδικασίες σε εθνικό επίπεδο, η προσφεύγουσα υπέβαλε, στις 29 Αυγούστου 2019, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών. Θεωρούσε ότι ο έλεγχος και η εκτίμηση, από τις ολλανδικές αρχές, της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα γύρω από την περιφερειακή οδό Ν 65 δεν είχαν διενεργηθεί σύμφωνα με την οδηγία 2008/50/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα και καθαρότερο αέρα για την Ευρώπη (ΕΕ 2008 L 152, σ. 1). Η προσφεύγουσα εκτιμούσε ότι η Επιτροπή ερμήνευε εσφαλμένα τη διάταξη κατά την οποία τα μέτρα εκτίμησης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα δεν πρέπει να πραγματοποιούνται σε απόσταση που υπερβαίνει τα δέκα μέτρα από το ρείθρο του οδοστρώματος.

3        Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε αποφασίσει να κλείσει χωρίς άλλη συνέχεια τον φάκελο καταγγελίας με στοιχεία αναφοράς CHAP(2019) 2512, για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει, με τις επιστολές της της 6ης και της 21ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 8ης Ιανουαρίου 2020, κανένα νέο κρίσιμο στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

4        Στις 12 Μαρτίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού (ΕΚ) 1367/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, για την εφαρμογή στα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας των διατάξεων της σύμβασης του Århus σχετικά με την πρόσβαση στις πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα (ΕΕ 2006, L 264, σ. 13, στο εξής: κανονισμός του Århus).

5        Με έγγραφο της 6ης Ιουλίου 2020, η Επιτροπή απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης της απόφασης για το κλείσιμο της διαδικασίας καταγγελίας CHAP(2019) 2512 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Εκτίμησε ότι το έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020 δεν συνιστούσε «διοικητική πράξη» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού του Århus ή «διοικητική παράλειψη» κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού. Συγκεκριμένα, επισήμανε ότι, ως φορέας διοικητικής επανεξέτασης, εξέδωσε δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ το έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020, με το οποίο έκλεινε χωρίς άλλη συνέχεια ο φάκελος καταγγελίας. Εκτίμησε ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus, μια τέτοια πράξη δεν συνιστούσε διοικητική πράξη κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

6        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Σεπτεμβρίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

7        Στις 25 Νοεμβρίου 2020, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

8        Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3, 9 και 10 Δεκεμβρίου 2020, αντιστοίχως, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

9        Στις 12 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα απαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

10      Με αποφάσεις της 20ής Ιανουαρίου 2021, η πρόεδρος του δεύτερου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση, αντιστοίχως, του Συμβουλίου, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

11      Στις 25 Φεβρουαρίου 2021, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα ανταπαντήσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

12      Στις 1, 2 και 4 Μαρτίου 2021, αντιστοίχως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Βασίλειο των Κάτω Χωρών και το Συμβούλιο κατέθεσαν υπομνήματα παρεμβάσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

13      Το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να αποφανθεί χωρίς τη διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

14      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να αναπέμψει τον φάκελο στην Επιτροπή προκειμένου να κρίνει την αίτηση παραδεκτή και να την εξετάσει επί της ουσίας·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή και το Βασίλειο των Κάτω Χωρών ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο να κάνει δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής και να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως.

17      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κάνει δεκτά τα αιτήματα της Επιτροπής και να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

18      Προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, που υποδιαιρούνται ο καθένας σε πλείονα σκέλη.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράβαση του άρθρου 1 και του άρθρου 9, παράγραφοι 2 και 3, της Σύμβασης του Århus, του άρθρου 216 ΣΛΕΕ, του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, και παράγραφος 2, και του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus

19      Στο πλαίσιο του υποδιαιρούμενου σε δύο σκέλη πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 1 και το άρθρο 9, παράγραφοι 2 και 3, της Σύμβασης σχετικά με την πρόσβαση σε πληροφορίες, τη συμμετοχή του κοινού στη λήψη αποφάσεων και την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα, η οποία υπεγράφη στο Århus στις 25 Ιουνίου 1998 και εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την απόφαση 2005/370/ΕΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 2005 (ΕΕ 2005, L 124, σ. 1) (στο εξής: Σύμβαση του Århus), το άρθρο 216 ΣΛΕΕ, το άρθρο, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, και το άρθρο 10 του κανονισμού του Århus.

 Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αντλείται από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus

20      Με το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία επανεξέτασης που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus διακρίνεται από τη διαδικασία επί παραβάσει δυνάμει των άρθρων 258 και 260 ΣΛΕΕ, ότι η Επιτροπή εξέδωσε, στις 30 Ιανουαρίου 2020, ατομική απόφαση σχετικά με το περιβάλλον με δεσμευτική νομική ισχύ, ότι η εν λόγω απόφαση ενέπιπτε στον ορισμό της διοικητικής πράξης κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού του Århus και ότι η απόφαση αυτή μπορούσε, συνεπώς, να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης, με αποτέλεσμα να μην δύναται να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή ακυρώσεως κατά της απόφασης αυτής.

21      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, αντικρούει τα ως άνω επιχειρήματα.

22      Υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus, οιαδήποτε μη κυβερνητική οργάνωση η οποία πληροί τα κριτήρια του άρθρου 11 του εν λόγω κανονισμού δικαιούται να ζητήσει εσωτερική επανεξέταση από το θεσμικό όργανο της Ένωσης που εξέδωσε διοικητική πράξη δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος.

23      Η διαλαμβανόμενη στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus έννοια της διοικητικής πράξης ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού ως μέτρο με ατομικό περιεχόμενο το οποίο λαμβάνεται, δυνάμει του δικαίου του περιβάλλοντος, από θεσμικό όργανο της Ένωσης και έχει νομικά δεσμευτική και εξωτερική ισχύ.

24      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus καθορίζει επίσης τα όρια της εν λόγω έννοιας της διοικητικής πράξης ορίζοντας ότι δεν περιλαμβάνει ληφθέντα μέτρα ή παραλείψεις εκ μέρους θεσμικού οργάνου ή οργανισμού της Ένωσης, υπό την ιδιότητά του ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης, όπως βάσει των άρθρων 258 και 260 ΣΛΕΕ, που αφορούν τη διαδικασία επί παραβάσει.

25      Εν προκειμένω, η Επιτροπή απέρριψε ως απαράδεκτη την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση επανεξέτασης του εγγράφου της 30ής Ιανουαρίου 2020, ήτοι του εγγράφου με το οποίο η Επιτροπή ενημέρωνε την προσφεύγουσα ότι αποφάσισε να κλείσει χωρίς άλλη συνέχεια τον φάκελο της καταγγελίας, καθόσον εκτιμούσε ότι δεν διέθετε κανένα νέο κρίσιμο στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

26      Καταρχάς, η Επιτροπή έκανε δεκτό ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του Århus, δεν είναι δυνατή η εσωτερική επανεξέταση όταν πρόκειται για μέτρα ή παραλείψεις θεσμικού οργάνου της Ένωσης υπό την ιδιότητά του ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης.

27      Ακολούθως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η διαδικασία καταγγελίας μέσω της διαδικασίας complaint handling (χειρισμός καταγγελιών) (στο εξής: διαδικασία CHAP) την οποία κίνησε η προσφεύγουσα ήταν δυνατόν να συνιστά το πρώτο στάδιο που οδηγεί στην κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει, υπό την έννοια ότι παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιολογήσει τις περιπτώσεις ενδεχόμενης παράβασης της νομοθεσίας της Ένωσης από τα κράτη μέλη και να λάβει τα μέτρα που θα θεωρούσε ενδεδειγμένα.

28      Η Επιτροπή επισήμανε, εξάλλου, ότι, αφενός, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus, οι διαδικασίες επί παραβάσει δεν εμπίπτουν στην έννοια της διοικητικής πράξης κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού του Århus ή της διοικητικής παράλειψης κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, ότι οι διαδικασίες χειρισμού των καταγγελιών υφίστανται μόνον προκειμένου να μπορεί να εκπληρώνει την αποστολή της ως θεματοφύλακας των Συνθηκών δυνάμει του άρθρου 17 ΣΕΕ και των άρθρων 258 επ. ΣΛΕΕ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι τέτοιες διαδικασίες χειρισμού των καταγγελιών δεν ήταν δυνατόν, δυνάμει του κανονισμού του Århus, να έχουν διαφορετική αντιμετώπιση από τις ίδιες τις διαδικασίες επί παραβάσει.

29      Προσέτι, η Επιτροπή υπενθύμισε ότι, σύμφωνα με το σημείο 10 του εγγράφου με την ονομασία «Διοικητικές διαδικασίες για τον χειρισμό των σχέσεων με τους καταγγέλλοντες όσον αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης», το οποίο αποτελεί παράρτημα της ανακοίνωσης της Επιτροπής με τίτλο «Δίκαιο της [Ένωσης]: καλύτερη εφαρμογή για καλύτερα αποτελέσματα» (ΕΕ 2017, C 18, σ. 10), είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα για τους λόγους για τους οποίους πρότεινε να θέσει την υπόθεση στο αρχείο και το είχε καλέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

30      Τέλος, η Επιτροπή επισήμανε ότι οι επιστολές της προσφεύγουσας της 6ης και της 21ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 8ης Ιανουαρίου 2020 δεν περιλάμβαναν νέα κρίσιμα στοιχεία και ότι, συνεπώς, έκλεισε τον φάκελο της καταγγελίας.

31      Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα.

32      Πρέπει να καθοριστεί αν η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε ότι ήταν απαράδεκτη η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης που υπέβαλε η προσφεύγουσα δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus.

33      Κατά πρώτον, πρέπει να εξεταστεί αν η Επιτροπή ενεργούσε ως φορέας διοικητικής επανεξέτασης στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 258 ΣΛΕΕ διαδικασίας επί παραβάσει, όταν, με το έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020, έκλεισε χωρίς άλλη συνέχεια τον φάκελο καταγγελίας της προσφεύγουσας και, κατά συνέπεια, αν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus, το έγγραφο αυτό δεν συνιστούσε διοικητική πράξη κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού του Århus.

34      Στην καταγγελία της, η προσφεύγουσα υποστήριζε ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη την οδηγία 2008/50 και, ειδικότερα, το παράρτημα ΙΙΙ αυτής (που αφορά την εκτίμηση της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα και την τοποθέτηση των σημείων δειγματοληψίας για τη μέτρησή της), για τον λόγο ότι ο τρόπος μέτρησης των καθοριζόμενων με την εν λόγω οδηγία οριακών τιμών δεν ήταν σύμφωνος με τις διατάξεις της οδηγίας.

35      Με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι αποφάσιζε να κλείσει χωρίς άλλη συνέχεια τον φάκελο της καταγγελίας για τον λόγο ότι η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει, με τις επιστολές του της 6ης και της 21ης Σεπτεμβρίου 2019 και της 8ης Ιανουαρίου 2020, κανένα νέο κρίσιμο στοιχείο ικανό να δικαιολογήσει την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.

36      Τα περιστατικά που προαναφέρθηκαν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της Επιτροπής να θέσει χωρίς άλλη συνέχεια την καταγγελία της προσφεύγουσας στο αρχείο σαφώς εκφράζει την άρνηση της Επιτροπής να κινήσει διαδικασία δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών για την καταγγελλόμενη παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχει το εν λόγω κράτος μέλος δυνάμει του δικαίου της Ένωσης.

37      Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται εξάλλου από το γεγονός ότι η απόφαση περί θέσεως της καταγγελίας στο αρχείο αποσκοπούσε στην περάτωση της διαδικασίας CHAP(2019) 2512, η οποία αποτελεί διαδικασία για τον χειρισμό των αιτήσεων έρευνας και των καταγγελιών που υποβάλλονται στην Επιτροπή σχετικά με παραβάσεις του δικαίου της Ένωσης από τα κράτη μέλη, καθώς και από διάφορες σχετικές ρητές μνείες της Επιτροπής στο έγγραφό της της 30ής Ιανουαρίου 2020.

38      Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, αφού επισήμανε ότι δεν αποτελεί δευτεροβάθμιο δικαστήριο των αποφάσεων των ολλανδικών δικαιοδοτικών οργάνων, τόνισε με τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση ότι εξετάζει την ανάληψη δράσης κατά κράτους μέλους μόνον εφόσον οι αποφάσεις των θεσμικών του οργάνων παρίστανται αντίθετες στο δίκαιο της Ένωσης. Συναφώς, επισήμανε σαφώς ότι δεν υφίσταντο, εν προκειμένω, επαρκείς ενδείξεις που θα δικαιολογούσαν την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει.

39      Στο πλαίσιο αυτό, η προσφεύγουσα επιχειρεί διάκριση μεταξύ της διαδικασίας EU Pilot και της διαδικασίας CHAP και υποστηρίζει ότι η θέση κατά την οποία η διαδικασία EU Pilot συνδέεται άρρηκτα με διαδικασία επί παραβάσει δεν δύναται να ισχύσει και για τη διαδικασία CHAP.

40      Υπενθυμίζεται προκαταρκτικώς ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, η διαδικασία EU Pilot αποτελεί ένα είδος «προδρόμου» της διαδικασίας του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και συνδέεται επομένως άρρηκτα με τη διαδικασία επί παραβάσει. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι, ακόμη και αν δεν στηρίζεται στη διάταξη αυτή, η διαδικασία EU Pilot οργανώνει τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει συνήθως η Επιτροπή όταν λαμβάνει καταγγελία ή ενεργεί κατόπιν δικής της πρωτοβουλίας (απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2014, Spirlea κατά Επιτροπής, T‑306/12, EU:T:2014:816, σκέψη 66) και με τον τρόπο αυτόν απλώς τυποποιεί ή οργανώνει τις ενέργειες ανταλλαγής πληροφοριών που συνήθως διενεργούνται μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών κατά τη διάρκεια του ανεπίσημου σταδίου της έρευνας σχετικά με τυχόν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Σουηδία κατά Επιτροπής, C-562/14 P, EU:C:2017:356, σκέψη 43).

41      Τούτου δοθέντος, τίθεται το ζήτημα αν ο ανωτέρω συλλογισμός σχετικά με τη διαδικασία EU Pilot δύναται να ισχύσει και για τη διαδικασία CHAP, την οποία κίνησε εν προκειμένω η προσφεύγουσα.

42      Διαπιστώνεται ότι η διαδικασία καταγγελίας CHAP που κίνησε η προσφεύγουσα συνιστούσε ένα πρώτο στάδιο που μπορούσε να οδηγήσει στην κίνηση της διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και ότι μόνος σκοπός της εν λόγω διαδικασίας ήταν η παροχή στην Επιτροπή της δυνατότητας να εκπληρώσει την αποστολή της ως θεματοφύλακα των Συνθηκών δυνάμει του άρθρου 17 ΣΕΕ και του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

43      H θέση ότι η καταγγελία που υπέβαλε η προσφεύγουσα στην Επιτροπή μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας διαπιστώσεως παραβάσεως δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ επιρρωννύεται από τη διαπίστωση ότι η μόνη ευνοϊκή συνέχεια που θα μπορούσε να δώσει η Επιτροπή στην εν λόγω καταγγελία θα ήταν ακριβώς να κινήσει μια τέτοια διαδικασία κατά του Βασιλείου των Κάτω Χωρών (πρβλ. διατάξεις της 15ης Ιανουαρίου 2007, Sellier κατά Επιτροπής, T-276/06, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2007:6, σκέψη 9, της 16ης Απριλίου 2012, F91 Diddeléng κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-341/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:183, σκέψεις 24 και 25, και της 21ης Οκτωβρίου 2014, Bharat Heavy Electricals κατά Επιτροπής, T-374/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:931, σκέψη 8).

44      Πάντως, όπως τονίζει η προσφεύγουσα, είναι αληθές ότι, εκτός από την κίνηση διαδικασίας EU Pilot ή την κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει, ή τη θέση του φακέλου καταγγελίας στο αρχείο, η διαδικασία CHAP δύναται επίσης να οδηγήσει και σε άλλους μηχανισμούς επίλυσης προβλημάτων και ότι η διαδικασία αυτή παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής διαδικασίας επί παραβάσει κατά του οικείου κράτους μέλους.

45      Εντούτοις, αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι οι διαθέσιμοι αυτοί μηχανισμοί επίλυσης προβλημάτων, οσοδήποτε αποτελεσματικοί και αν είναι, είναι άτυποι και ότι η προσφυγή σε αυτούς εξαρτάται από τη διακριτική εξουσία της Επιτροπής. Αν η Επιτροπή δεν είναι ικανοποιημένη από την τροπή των συζητήσεων στο πλαίσιο αυτό, δύναται πάντοτε να κινήσει εκ νέου την επίσημη διαδικασία. Η εν λόγω διαδικασία, όμως, εάν κινηθεί, θα καταλήξει αναπόφευκτα είτε στη θέση του φακέλου στο αρχείο, είτε στην κίνηση διαδικασίας EU Pilot είτε στην κίνηση διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

46      Αφετέρου, η έντονη ομοιότητα μεταξύ της διαδικασίας CHAP και της διαδικασίας EU Pilot αναδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι αμφότερες παρέχουν τη δυνατότητα, πέραν της κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει κατά κράτους μέλους, τη δυνατότητα αποφυγής της κίνησης μιας τέτοιας διαδικασίας.

47      Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, όπως και η διαδικασία EU Pilot, η διαδικασία CHAP που κίνησε η προσφεύγουσα συνδεόταν άρρηκτα με διαδικασία επί παραβάσει.

48      Κατά δεύτερον, λαμβανομένου υπόψη του ότι η διαδικασία καταγγελίας που κίνησε η προσφεύγουσα συνιστούσε το πρώτο στάδιο διαδικασίας που δύναται να οδηγήσει την Επιτροπή στην κίνηση της διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ και ότι η Επιτροπή ενεργούσε υπό την ιδιότητά της ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης βάσει της διαδικασίας επί παραβάσει, το έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2020 –με το οποίο η Επιτροπή ενημέρωνε την προσφεύγουσα ότι αποφάσιζε να κλείσει χωρίς άλλη συνέχεια τον φάκελο καταγγελίας– δεν ήταν δυνατόν να συνιστά διοικητική πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus. Συγκεκριμένα, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του ίδιου κανονισμού εξαιρεί σαφώς την πράξη αυτή από την έννοια της διοικητικής πράξης που ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού.

49      Συνεπώς, και σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η αίτηση επανεξέταση που είχε υποβάλει δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της αίτησης που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus, καθώς το πεδίο εφαρμογής αυτό περιορίζεται από το άρθρο 2, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού.

50      Ορθώς, επομένως, η Επιτροπή απέρριψε ως απαράδεκτη την αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης, δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus, της απόφασης για το κλείσιμο της διαδικασίας καταγγελίας CHAP(2019) 2512.

51      Η προσφεύγουσα επιχειρεί ατελέσφορα να ανατρέψει το συμπέρασμα αυτό.

52      Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, κρίνοντας απαράδεκτη την αίτηση επανεξέτασης, εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί περιβαλλοντικών ζητημάτων –εν προκειμένω, επί της ορθής ερμηνείας του τμήματος Γ του παρατήματος ΙΙΙ της οδηγίας 2008/50– και ότι περιβάλλεται δικαστική αρμοδιότητα που δεν της ανήκει.

53      Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Όπως ορθώς τονίζει η Επιτροπή, δεν οικειοποιήθηκε καμία δικαστική εξουσία, αλλά περιορίστηκε στην άσκηση διακριτικής εξουσίας που της παρέχεται από τη Συνθήκη ΛΕΕ και από πάγια νομολογία. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει ότι η Επιτροπή διέθετε διακριτική εξουσία να κινήσει ή μη διαδικασία επί παραβάσει. Οι ιδιώτες δεν έχουν επομένως δικαίωμα να τής ζητήσουν να λάβει συγκεκριμένη θέση. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται συνεπώς να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 258 ΣΛΕΕ. Ο ιδιώτης που έχει υποβάλει καταγγελία δεν είχε τη δυνατότητα, ελλείψει διαδικαστικών δικαιωμάτων, προβλεπόμενων από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης, που να του επιτρέπουν να ζητεί από την Επιτροπή ενημέρωση και ακρόαση, να προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης κατά ενδεχόμενης αποφάσεως περί θέσεως της καταγγελίας τους στο αρχείο (διατάξεις της 14ης Ιανουαρίου 2004, Μακεδονικό Μετρό και Μηχανική κατά Επιτροπής, T‑202/02, EU:T:2004:5, σκέψη 46, και της 19ης Νοεμβρίου 2014, Mirelta Ingatlanhasznosító κατά Επιτροπής και Διαμεσολαβητή, T-430/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:996, σκέψη 6· πρβλ., επίσης, διάταξη της 17ης Ιουλίου 1998, Sateba κατά Επιτροπής, C-422/97 P, EU:C:1998:395, σκέψη 42).

54      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus εγγράφεται στη λογική της Συνθήκης ΛΕΕ –και ειδικότερα, για την υπό κρίση υπόθεση, του άρθρου 258 ΣΛΕΕ– και της προμνησθείσας στη σκέψη 53 ανωτέρω πάγιας νομολογίας, κατά το μέτρο που προβλέπει ότι τα ληφθέντα μέτρα ή οι παραλείψεις δυνάμει των άρθρων 258 και 260 ΣΛΕΕ εξαιρούνται από τις διοικητικές πράξεις και τις παραλείψεις που δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 10 του ίδιου κανονισμού.

55      Δεύτερον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται εσφαλμένα ότι η Επιτροπή, δεχόμενη ότι προσφεύγουσα δεν μπορούσε να ζητήσει την επανεξέταση της κρίσης της σχετικά με καταγγελία, περιβάλλεται αποκλειστική αρμοδιότητα για τα ζητήματα που συνδέονται με το περιβάλλον. Συγκεκριμένα, η αίτηση εσωτερικής επανεξέτασης είναι, εν προκειμένω, απαράδεκτη για λόγο που εξειδικεύεται σαφώς στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού του Århus, ήτοι ως στρεφόμενη κατά απόφασης περί μη κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει κατά κράτους μέλους.

56      Η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει εξάλλου ότι, πέραν των περιπτώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του Århus, οι καταγγελίες σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα που υποβάλλονται στην Επιτροπή θα είχαν την ίδια κατάληξη και συνεπώς θα κρίνονταν όλες απαράδεκτες.

57      Τρίτον, τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ατελέσφορα ότι η Επιτροπή έχει καταστήσει, πρακτικά, αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση, από τις οργανώσεις προστασίας του περιβάλλοντος, των δικαιωμάτων που αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης και από τις διεθνείς συνθήκες, ότι έχει παραβιάσει συνεπώς τη ratio legis του κανονισμού του Århus και ότι έχει προσβάλει την αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά ζητήματα.

58      Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή συμμορφώθηκε με τον περιορισμό που είχε προβλέψει ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης στον κανονισμό του Århus, μη συμπεριλαμβάνοντας μεταξύ των διοικητικών πράξεων και παραλείψεων δεκτικών επανεξέτασης, δυνάμει του άρθρου 10 του ίδιου κανονισμού, ορισμένες πράξεις και παραλείψεις, όπως οι αυτές που εμπίπτουν στο άρθρο 258 ΣΛΕΕ.

59      Υπενθυμίζεται, αφετέρου, ότι η διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus αποσκοπεί στη διευκόλυνση της πρόσβασης στη δικαιοσύνη των μη κυβερνητικών οργανώσεων –εφόσον οι τελευταίες δεν απαιτείται να προβάλουν επαρκές έννομο συμφέρον ούτε να ισχυριστούν προσβολή δικαιώματος προκειμένου να μπορέσουν να ασκήσουν το εν λόγω δικαίωμα κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ– και ότι ο εν λόγω κανονισμός καταλήγει συνεπώς να αναγνωρίζει στους φορείς αυτούς την ιδιότητα των αποδεκτών (πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στις συνεκδικασθείσες αποφάσεις Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2014:310, σημείο 124, και του γενικού εισαγγελέα Μ. Szpunar στην υπόθεση TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-82/17 P, EU:C:2018:837, σημείο 36).

60      Ως εκ τούτου, η διαδικασία εσωτερικής επανεξέτασης που θεσπίζεται στο άρθρο 10 του κανονισμού του Århus δεν έχει ως αντικείμενο την παροχή της δυνατότητας άσκησης προσφυγής κατά των μέτρων που, για λόγους άσχετους προς την έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης των μη κυβερνητικών οργανώσεων, δεν δύνανται να αμφισβητηθούν δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

61      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου, επικουρικώς προβαλλόμενου, σκέλους του λόγου ακυρώσεως, το οποίο αντλείται από την ελλιπή εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 αυτής, από το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και το άρθρο 10 του κανονισμού του Århus, καθώς και από παράβαση του άρθρου 216 ΣΛΕΕ

62      Σε ένα δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει, επικουρικώς, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus, κατά το μέρος που οι διατάξεις αυτές συνιστούν ελλιπή εφαρμογή των υποχρεώσεων που απορρέουν από το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus, σε συνδυασμό με το άρθρο 1 αυτής, καθώς και παράβαση του άρθρου 216 ΣΛΕΕ.

63      Η Επιτροπή –υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο– αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

64      Διαπιστώνεται ότι ο συλλογισμός της προσφεύγουσας βασίζεται αποκλειστικά στη λύση την οποία υιοθέτησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής (T-396/09, EU:T:2012:301), και στον συλλογισμό του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2014:310).

65      Στην απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής (T-396/09, EU:T:2012:301), το Γενικό Δικαστήριο είχε κάνει δεκτό ότι, όπως και κάθε άλλη διεθνής συμφωνία στην οποία η Ένωση ήταν συμβαλλόμενο μέρος, η Σύμβαση του Århus κατισχύει των πράξεων του παράγωγου δικαίου της Ένωσης, ότι ο δικαστής της Ένωσης δύναται να εξετάσει το κύρος διάταξης κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης μόνον εφόσον τούτο δεν προσκρούει στη φύση και στην οικονομία της συνθήκης και μόνον εφόσον οι διατάξεις της δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς.

66      Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ωστόσο, αναφερόμενο ιδίως στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1989, Fediol κατά Επιτροπής (70/87, EU:C:1989:254), και της 7ης Μαΐου 1991, Nakajima κατά Συμβουλίου (C-69/89, EU:C:1991:186), ότι το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι είναι αρμόδιο να κρίνει τη νομιμότητα πράξης της Ένωσης υπό το πρίσμα των διατάξεων διεθνούς συμφωνίας οι οποίες δεν θεμελίωναν δικαίωμα του πολίτη να τις επικαλεστεί ενώπιον των δικαστηρίων στην περίπτωση που η Ένωση είχε την πρόθεση να εκπληρώσει ειδική υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής ή στην περίπτωση που η πράξη παραγώγου δικαίου παραπέμπει ρητώς σε διατάξεις της συμφωνίας αυτής. Το Γενικό Δικαστήριο συνήγαγε εξ αυτού ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορούσε να ελέγξει τη νομιμότητα ενός κανονισμού υπό το πρίσμα διεθνούς συνθήκης, όταν ο κανονισμός αυτός αποσκοπεί στην εφαρμογή υποχρέωσης που επιβάλλει η εν λόγω διεθνής συνθήκη στα θεσμικά όργανα της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, T-396/09, EU:T:2012:301, σκέψη 54).

67      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις αυτές στην επίδικη υπόθεση εφόσον, αφενός, οι διάδικοι στην πρώτη δίκη, οι οποίοι δεν είχαν επικαλεσθεί το άμεσο αποτέλεσμα των διατάξεων της συμφωνίας, έθεταν παρεμπιπτόντως, κατά το άρθρο 277 ΣΛΕΕ, το ζήτημα του κύρους διάταξης του κανονισμού του Århus υπό το πρίσμα της Σύμβασης του Århus και ότι, αφετέρου, ο εν λόγω κανονισμός είχε εκδοθεί προς εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεων της Ένωσης, οι οποίες προβλέπονται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης, όπως προέκυπτε από το άρθρο 1, παράγραφος 1, καθώς και από την αιτιολογική σκέψη 18 του εν λόγω κανονισμού. Το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε εξ αυτού στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus, κατά το μέρος που προέβλεπε διαδικασία εσωτερικής επανεξετάσεως μόνον για διοικητική πράξη που ορίζεται ως «οιοδήποτε μέτρο με ατομικό περιεχόμενο» –αποκλείοντας έτσι τα «μέτρα γενικής ισχύος»– αντίκειται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus (απόφαση της 14ης Ιουνίου 2012, Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht κατά Επιτροπής, T-396/09, EU:T:2012:301, σκέψεις 57, 58 και 69).

68      Στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen θεώρησε συνεπώς ότι, λαμβανομένων υπόψη του σκοπού και της οικονομίας του, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus συνιστούσε, εν μέρει, κανόνα αρκούντως σαφή ώστε να μπορεί να χρησιμεύσει ως θεμέλιο του ελέγχου νομιμότητας όσον αφορά την πρόσβαση στη δικαιοσύνη των οργανισμών που διαθέτουν την ικανότητα διαδίκου δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας ή και της νομοθεσίας της Ένωσης και ότι, κατά συνέπεια, η ρύθμιση αυτή μπορούσε να χρησιμεύσει ως κριτήριο αναφοράς ενόψει της εκτιμήσεως της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jääskinen στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2014:310, σημείο 95).

69      Τονίζεται, ωστόσο, ότι το Δικαστήριο δεν ακολούθησε τη λύση που προέκρινε το Γενικό Δικαστήριο και την οποία πρότεινε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Jääskinen.

70      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη νομολογία, μπορεί να γίνει επίκληση διατάξεων διεθνούς συμφωνίας στην οποία η Ένωση είναι συμβαλλόμενο μέρος προς στήριξη προσφυγής ακυρώσεως πράξεως παραγώγου δικαίου της Ένωσης ή ενστάσεως περί ελλείψεως νομιμότητας μόνον υπό την προϋπόθεση, αφενός, ότι η φύση και η οικονομία της εν λόγω συμφωνίας επιτρέπουν παρόμοια εξέταση και, αφετέρου, ότι οι διατάξεις αυτές δεν περιέχουν αιρέσεις και είναι αρκούντως ακριβείς (αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2008, Intertanko κ.λπ., C-308/06, EU:C:2008:312, σκέψη 45, της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, FIAMM κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-120/06 P και C-121/06 P, EU:C:2008:476, σκέψη 110, και της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Air Transport Association of America κ.λπ., C-366/10, EU:C:2011:864, σκέψη 54).

71      Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus δεν περιελάμβανε καμία άνευ αιρέσεων και αρκούντως σαφή υποχρέωση προς άμεση ρύθμιση της νομικής καταστάσεως ιδιωτών (απόφαση της 8ης Μαρτίου 2011, Lesoochranárske zoskupenie, C-240/09, EU:C:2011:125, σκέψη 45). Συγκεκριμένα, έκανε δεκτό ότι, εφόσον μόνον «τα μέλη του κοινού τα οποία πληρούν τα τυχόν προβλεπόμενα από [το] εθνικό δίκαιο κριτήρια» μπορούσαν να έχουν τα δικαιώματα που προβλέπει το άρθρο 9, παράγραφος 3, της εν λόγω Σύμβασης, η διάταξη αυτή εξαρτιόταν, ως προς την εκτέλεση ή τα αποτελέσματά της, από τη θέσπιση μεταγενέστερης πράξεως (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 55).

72      Το Δικαστήριο έκρινε, κατά συνέπεια, ότι δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus, στο οποίο βασίζεται το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού του Århus, για τους σκοπούς της εκτιμήσεως της νομιμότητας του τελευταίου (αποφάσεις της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht, C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2015:4, σκέψη 61). Η λύση αυτή έτυχε επανειλημμένης υπενθύμισης από το Γενικό Δικαστήριο (αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 2016, TestBioTech κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-177/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:736, σκέψη 50, και της 14ης Μαρτίου 2018, TestBioTech κατά Επιτροπής, T-33/16, EU:T:2018:135, σκέψη 88).

73      Επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα επανέλαβε κατά γράμμα στα δικόγραφά του τον συλλογισμό του γενικού εισαγγελέα Ν. Jääskinen στις προτάσεις του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2014:310) και περιορίστηκε στο να τονίσει ότι η θέση του τελευταίου δεν ελήφθη αρκούντως υπόψη. Δεν ανέπτυξε ωστόσο κανένα επιχείρημα που θα δικαιολογούσε την παρέκκλιση του Γενικού Δικαστηρίου από τη λύση που προέκρινε τελικά το Δικαστήριο στην απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2015, Συμβούλιο κ.λπ. κατά Vereniging Milieudefensie και Stichting Stop Luchtverontreiniging Utrecht (C-401/12 P έως C-403/12 P, EU:C:2015:4).

74      Προκύπτει από τα προεκτεθέντα ότι δεν χωρεί επίκληση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus προς τον σκοπό της εκτίμησης της νομιμότητας του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus.

75      Έπεται ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση που αντλείται από έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, και του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus υπό το πρίσμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus.

76      Κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν δύναται να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό.

77      Πρώτον, για τον λόγο που επισημαίνεται στη σκέψη 74 ανωτέρω, η προσφεύγουσα ατελέσφορα επικαλείται τα πορίσματα της επιτροπής συμμόρφωσης με τη Σύμβαση του Århus της 17ης Μαρτίου 2017, με τίτλο «Findings and Recommendations of the Compliance Committee with Regard to Communication ACCC/C/2008/32 (Part II) Concerning Compliance by the European Union» [Πορίσματα και συστάσεις της επιτροπής συμμόρφωσης όσον αφορά την ανακοίνωση ACCC/C/2008/32 (Μέρος ΙΙ) σχετικά με την τήρηση των διατάξεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση], σύμφωνα με τις οποίες η προσέγγιση της Επιτροπής αντίκειται στις υποχρεώσεις σχετικά με την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για περιβαλλοντικά θέματα που απορρέουν από τη Σύμβαση του Århus.

78      Προσέτι, οι διαπιστώσεις που περιλαμβάνονται στην αναφορά δεν καταλήγουν ρητώς στην έλλειψη νομιμότητας της διάταξης που προβλέπει το απαράδεκτο αίτησης εσωτερικής επανεξέτασης δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus για απόφαση περί μη κίνησης της διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

79      Συγκεκριμένα, στα σημεία 106 έως 112 των πορισμάτων της, η επιτροπή συμμόρφωσης διατύπωσε επιφυλάξεις ως προς τη συμμόρφωση της έννοιας του φορέα διοικητικής επανεξέτασης που περιλαμβάνεται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του Århus. Η εν λόγω επιτροπή τόνισε ότι η Σύμβαση του Århus εξαιρούσε από την έννοια της δημόσιας αρχής «φορείς ή θεσμικά όργανα που ενεργούν υπό δικαστική ή νομοθετική ιδιότητα», αλλά όχι τους φορείς που ενεργούν υπό την ιδιότητα του «φορέα διοικητικής επανεξέτασης». Η επιτροπή συμμόρφωσης θεώρησε συνεπώς ότι το συμπέρασμα που έπρεπε να αντληθεί εξ αυτού ήταν ότι η Σύμβαση του Århus προέβαινε σε διάκριση μεταξύ των διοικητικών και των δικαστικών διαδικασιών και εξαιρούσε τις δημόσιες αρχές μόνον εφόσον ενεργούσαν υπό δικαστική ιδιότητα, αλλά όχι εφόσον ενεργούσαν ως φορείς διοικητικής επανεξέτασης. Η επιτροπή συμμόρφωσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αν και δεν ήταν πεπεισμένη ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις όλων των φορέων διοικητικής επανεξέτασης που απαριθμούνται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του Århus, όπως εκείνες του διαμεσολαβητή, πρέπει να εξετάζονται υπό το πρίσμα του άρθρου 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus, διατηρούσε αμφιβολίες ως προς το γεγονός ότι η εξαίρεση εν γένει όλων των διοικητικών πράξεων και παραλείψεων των θεσμικών οργάνων που ενεργούν υπό δικαστική ιδιότητα ήταν σύμφωνη με την εν λόγω διάταξη. Διευκρίνισε, ωστόσο, ότι δεν διέθετε συγκεκριμένα παραδείγματα παραβάσεων και ότι δεν θα έφτανε στη διαπίστωση ότι δεν τηρήθηκε συναφώς η Σύμβαση.

80      Δεν μπορεί συνεπώς να συναχθεί από τα συμπεράσματα αυτά ότι η επιτροπή συμμόρφωσης κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το απαράδεκτο αίτησης εσωτερικής επανεξέτασης, υποβληθείσας δυνάμει του άρθρου 10 του κανονισμού του Århus σχετικά με την απόφαση περί μη κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ, δεν είναι συμβατό με το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus.

81      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση του άρθρου 216 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι ο συλλογισμός που περιλαμβάνεται στα δικόγραφα της προσφεύγουσας ουδόλως μνημονεύει τη διάταξη αυτή, ούτε διευκρινίζει τους λόγους της καταγγελλόμενης παράβασής της, όπως τονίζουν η Επιτροπή, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Πρέπει επομένως να απορριφθεί.

82      Εν πάση περιπτώσει, εφόσον θεωρηθεί ότι η καταγγελλόμενη παράβαση του άρθρου 216 ΣΛΕΕ απορρέει από τη μη τήρηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του άρθρου 9, παράγραφος 3, του κανονισμού του Århus, το οποίο δεσμεύει τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και τα κράτη μέλη, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

83      Συγκεκριμένα, το άρθρο 9, παράγραφος 3, της Σύμβασης του Århus προβλέπει ότι «κάθε μέρος εξασφαλίζει ότι, σε περίπτωση που πληροί τα τυχόν κριτήρια που καθορίζονται στο εθνικό του δίκαιο, το κοινό διαθέτει πρόσβαση σε διοικητικές ή δικαστικές διαδικασίες, προκειμένου να προσβάλει πράξεις και παραλείψεις από ιδιώτες και δημόσιες αρχές, οι οποίες συνιστούν παράβαση διατάξεων του εθνικού του δικαίου σχετικά με το περιβάλλον». Από τη διατύπωση της λόγω διάταξης προκύπτει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη διαθέτουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των τρόπων εφαρμογής των εν λόγω διαδικασιών (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2020, Mellifera κατά Επιτροπής, C-784/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:630, σκέψη 88).

84      Τρίτον, οι καταγγελλόμενες παραβάσεις του άρθρου 1 και του άρθρου 9, παράγραφος 2, της Σύμβασης του Århus δεν περιλαμβάνονται ούτε στην περιγραφή του λόγου ακυρώσεως ούτε στο αιτιολογικό του και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθούν.

85      Επομένως, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

86      Λαμβανομένης υπόψη της εξέτασης του πρώτου λόγου ακυρώσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι αλυσιτελές το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή ζήτησε από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών να αναμορφώσει τους εσωτερικούς του κανόνες σχετικά με τη δειγματοληψία και ότι η ειδοποίηση αυτή συνιστούσε απόδειξη ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με την οδηγία 2008/50.

87      Συγκεκριμένα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών παρέβη την οδηγία 2008/50, η εν λόγω ενδεχόμενη παράβαση ουδεμία επιρροή ασκεί επί της νομιμότητας της προσβαλλόμενης αποφάσεως, κατά το μέρος που η αίτηση επανεξετάσεως απορρίφθηκε ως απαράδεκτη και όχι για τον λόγο ότι το Βασίλειο των Κάτω Χωρών δεν είχε παραβεί την εν λόγω οδηγία.

88      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος τόσο ως προς το πρώτο όσο και ως προς το δεύτερο σκέλος του.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 5 της Σύμβασης του Århus, των άρθρων 2 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, των άρθρων 2 και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, του άρθρου 3, παράγραφος 3, του άρθρου 9, του άρθρου 168, παράγραφος 1, και του άρθρου 191, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ καθώς και των άρθρων 6, 7 και 23 και των παραρτημάτων ΙΙΙ και ΧΙ, σημείο Β, της οδηγίας 2008/50

89      Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος διαιρείται σε τέσσερα σκέλη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 5 της Σύμβασης του Århus, τα άρθρα 2 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, τα άρθρα 2 και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα άρθρα 3, παράγραφος 3, το άρθρο 9, το άρθρο, το άρθρο 168, παράγραφος 1, και το άρθρο 191, παράγραφοι 1 και 2, ΣΛΕΕ καθώς και τα άρθρα 6, 7 και 23 και τα παραρτήματα ΙΙΙ και ΧΙ, σημείο Β, της οδηγίας 2008/50.

90      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, εκτιμά ότι o λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής.

91      Υπενθυμίζεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή έκρινε απαράδεκτη την αίτηση επανεξέτασης της απόφασης για το κλείσιμο της διαδικασίας καταγγελίας CHAP(2019) 2512. Ο λόγος του απαραδέκτου που μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στο γεγονός ότι η Επιτροπή ενήργησε, κατά την έκδοση της εν λόγω απόφασης, υπό την ιδιότητά της ως φορέα διοικητικής επανεξέτασης, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού του Århus, και ότι, κατά συνέπεια, η απόφαση αυτή δεν συνιστούσε διοικητική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, στοιχείο ζʹ, του εν λόγω κανονισμού.

92      Η απόφαση για το κλείσιμο της διαδικασίας καταγγελίας δεν περιλάμβανε επομένως οριστικά συμπεράσματα σχετικά με το ζήτημα αν το Βασίλειο των Κάτω Χωρών είχε παραβεί ή όχι την οδηγία 2008/50. Η εν λόγω απόφαση περιλάμβανε μόνον εκτίμηση της Επιτροπής περί της δυνατότητας ή μη κίνησης διαδικασίας επί παραβάσει δυνάμει του άρθρου 258 ΣΛΕΕ.

93      Εντούτοις, η επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στηρίζεται αποκλειστικά σε επιχειρήματα ουσίας που αντλούνται από παράβαση, εκ μέρους του Βασιλείου των Κάτω Χωρών και, συνεπώς, εκ μέρους της Επιτροπής, των κριτηρίων της εκτίμησης της ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα, του κριτηρίου της έκθεσης και της υποχρέωσης σύνταξης σχεδίου για ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα που προβλέπονται από την οδηγία 2008/50 καθώς και του δικαιώματος στη ζωή που κατοχυρώνεται από τα άρθρα 2 και 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και από τα άρθρα 2 και 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και του δικαιώματος υψηλού επιπέδου προστασίας της ανθρώπινης υγείας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 9, στο άρθρο 168, παράγραφος 1, και στο άρθρο 191, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

94      Έπεται ότι ο λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα είναι αλυσιτελής.

95      Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

96      Χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του παραδεκτού του αιτήματος της προσφεύγουσας για παραπομπή του φακέλου στην Επιτροπή προκειμένου να τον κρίνει παραδεκτό και να αποφανθεί επί της ουσίας, η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

97      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

98      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο φέρουν συνεπώς τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως.

2)      Η Stichting Comité N 65 Ondergronds Helvoirt φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο των Κάτω Χωρών, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Tomljenović

Schalin

Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.