Language of document : ECLI:EU:T:2021:929

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Σύμβαση Ask-it συναφθείσα στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος-πλαισίου – Επιλέξιμες δαπάνες – Χρεωστικό σημείωμα εκδοθέν από την Επιτροπή για την ανάκτηση των προκαταβληθέντων ποσών – Αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης – Σύγκρουση συμφερόντων – Υπεργολαβία»

Στην υπόθεση T‑177/17,

Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA), με έδρα τη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), εκπροσωπούμενο από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την A. Κατσιμέρου και τους Θ. Αδαμόπουλο και J. Estrada de Solà,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με αίτημα να αναγνωρισθεί, αφενός, ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα αριθ. 3241615292 της Επιτροπής, της 29ης Νοεμβρίου 2016, σύμφωνα με το οποίο το ενάγον έπρεπε να της επιστρέψει το ποσό των 211 185,95 ευρώ από την επιχορήγηση που είχε λάβει για μια μελέτη σχετικά με ένα ερευνητικό πρόγραμμα με την ονομασία Ask-it, είναι αβάσιμη κατά το ποσό των 89 126,11 ευρώ και, αφετέρου, ότι το εν λόγω ποσό αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες τις οποίες το ενάγον δεν οφείλει να επιστρέψει,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, L. Truchot και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το άρθρο 166, παράγραφος 1, EK προέβλεπε τη θέσπιση πολυετών προγραμμάτων-πλαισίων, στα οποία περιλαμβανόταν το σύνολο των δράσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης. Σε εκτέλεση της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η απόφαση 1513/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2002, για το έκτο πρόγραμμα πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό τη συμβολή στη δημιουργία του ευρωπαϊκού χώρου έρευνας και στην καινοτομία (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 232, σ. 1), με την οποία εγκρίθηκε το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο. Το πρόγραμμα αυτό διεπόταν από τον κανονισμό (ΕΚ) 2321/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, σχετικά με τους κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, κέντρων ερευνών και πανεπιστημίων και τους κανόνες διάδοσης των αποτελεσμάτων της έρευνας για την υλοποίηση του έκτου προγράμματος πλαισίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2002-2006) (ΕΕ 2002, L 335, σ. 23).

2        Στο πλαίσιο αυτό προβλέφθηκε η υλοποίηση του έργου «Ambient Intelligence System of Agents for Knowledge-based and Integrated Services for Mobility Impaired users» (στο εξής: έργο Ask-it). Αντικείμενο του έργου αυτού ήταν η εγκαθίδρυση ενός νοήμονος περιβάλλοντος μέσα από διαδικτυακά υποστηριζόμενες σημασιολογικές («semantic») υπηρεσίες, με σκοπό την υποστήριξη και προαγωγή της κινητικότητας των ατόμων με προβλήματα κινητικότητας.

3        Στις 18 Νοεμβρίου 2004 το ενάγον, Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (EKETA), υπέγραψε τη συμφωνία επιχορήγησης αριθ. 511298 για τη χρηματοδότηση του έργου Ask-it. Η διάρκεια του έργου ήταν 51 μήνες, ήτοι από την 1η Οκτωβρίου 2004 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2008.

4        Η συμφωνία επιχορήγησης αριθ. 511298 περιλαμβάνει την κύρια συμφωνία χρηματοδότησης καθώς και έξι παραρτήματα. Το πρώτο παράρτημα περιγράφει το έργο και το δεύτερο περιλαμβάνει τους εφαρμοστέους γενικούς όρους (στο εξής: γενικοί όροι).

5        Το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων, με τίτλο «Υποχρεώσεις εκτέλεσης», ορίζει τα εξής:

«Κάθε αντισυμβαλλόμενος:

[...]

l)      λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης ώστε να αποφύγει οιοδήποτε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων λόγω οικονομικών συμφερόντων, πολιτικής ή εθνικής συγγένειας, οικογενειακών ή συναισθηματικών δεσμών ή άλλων συμφερόντων ικανών να θέσουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου και ενημερώνει αμελλητί την Επιτροπή σχετικά με οιαδήποτε κατάσταση ικανή να οδηγήσει σε μια τέτοια σύγκρουση συμφερόντων.»

6        Το σημείο II.6 των γενικών όρων, με τίτλο «Υπεργολαβίες», προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν τις προς εκτέλεση εργασίες, όπως αυτές προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι. Εντούτοις, όταν είναι απαραίτητο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, αυτό πρέπει να προσδιορίζεται σαφώς στο παράρτημα Ι. Κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι δύνανται να αναθέτουν με υπεργολαβία σε τρίτους άλλες δευτερεύουσες υπηρεσίες, οι οποίες δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα, όταν αυτό αποδεικνύεται απαραίτητο για την εκτέλεση των εργασιών τους στο πλαίσιο του έργου.

2.      Κάθε σύμβαση υπεργολαβίας της οποίας οι δαπάνες πρόκειται να καταλογισθούν ως επιλέξιμες δαπάνες πρέπει να κατακυρώνεται στην πλέον συμφέρουσα προσφορά (καλύτερη σχέση τιμής-ποιότητας), υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Κατά την ανάθεση συμβάσεων υπεργολαβίας πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι ακόλουθες πτυχές:

a)      οι συμβάσεις υπεργολαβίας πρέπει να αφορούν την εκτέλεση περιορισμένου μόνο μέρους του έργου·

b)      η ανάθεση σύμβασης υπεργολαβίας πρέπει να είναι δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της δράσης και των απαιτήσεων υλοποίησής της·

c)      οι υπόψη εργασίες πρέπει να προσδιορίζονται στο Παράρτημα Ι·

[…]».

7        Το σημείο II.19 των γενικών όρων προβλέπει τα εξής:

«Οι [...] δαπάνες που πραγματοποιούνται για τους σκοπούς της εκτέλεσης του έργου [Ask-it] πρέπει να πληρούν όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

a)      πρέπει να είναι πραγματικές, οικονομικές και αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου· και

b)      πρέπει να προσδιορίζονται σύμφωνα με τις συνήθεις αρχές λογιστικής του αντισυμβαλλομένου· και

c)      πρέπει να έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη διάρκεια του έργου […]· και

d)      πρέπει να καταχωρίζονται στα λογιστικά βιβλία του αντισυμβαλλομένου που τις έχει πραγματοποιήσει [...] Οι λογιστικές διαδικασίες που ακολουθούνται για την καταχώριση των δαπανών και των εσόδων πρέπει να τηρούν τους λογιστικούς κανόνες του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αντισυμβαλλόμενος καθώς και να παρέχουν τη δυνατότητα άμεσης αντιπαραβολής μεταξύ των δαπανών και των εσόδων από την εκτέλεση του έργου και των συνολικών καταστάσεων που αφορούν τη συνολική δραστηριότητα του αντισυμβαλλομένου [...]».

8        Το σημείο II.20 των γενικών όρων, σχετικά με τις άμεσες δαπάνες, προβλέπει τα εξής:

«1.      Άμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19 ανωτέρω, δύναται να προσδιορισθούν από τον αντισυμβαλλόμενο σύμφωνα με το λογιστικό του σύστημα και να καταλογισθούν άμεσα στο έργο.

2.      […] Οι άμεσες δαπάνες προσωπικού περιορίζονται στις πραγματικές δαπάνες του προσωπικού που απασχολείται στο έργο [...]».

9        Το σημείο II.21 των γενικών όρων, σχετικά με τις έμμεσες δαπάνες, ορίζει τα εξής:

«Έμμεσες δαπάνες είναι όλες οι δαπάνες που πληρούν τα κριτήρια που καθορίζονται στο [σημείο] ΙΙ.19, τις οποίες ο αντισυμβαλλόμενος δεν δύναται να αποδώσει άμεσα στο έργο, αλλά οι οποίες είναι δυνατό να προσδιορισθούν και να τεκμηριωθούν από το λογιστικό του σύστημα ως καταβληθείσες δαπάνες άμεσα συνδεόμενες με τις επιλέξιμες άμεσες δαπάνες που αποδίδονται στο έργο.

Οι έμμεσες δαπάνες μπορούν να αποδοθούν στο έργο σύμφωνα με το μοντέλο του πλήρους κόστους, στο μέτρο που αποτελούν δίκαιη κατανομή των συνολικών γενικών οργανωτικών εξόδων.»

10      Έχοντας την υποψία ότι μέλη των κοινοπραξιών οι οποίες είχαν αναλάβει διάφορα επιχορηγούμενα έργα προέβαιναν κατά τρόπο αδιαφανή στην ανάθεση συμβάσεων υπεργολαβίας σε εταιρίες ανήκουσες στο προσωπικό άλλων μελών των εν λόγω κοινοπραξιών, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε το 2010 έρευνα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τέσσερις ερευνητές που ανήκαν στο ενάγον. Η έρευνα περατώθηκε το 2012, χωρίς να διατυπωθούν συστάσεις.

11      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενημέρωσε το ενάγον ότι σκόπευε να προβεί σε οικονομικό έλεγχο (οικονομικός έλεγχος αριθ. 10-SA-015) όσον αφορά πέντε έργα τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο, μεταξύ των οποίων το έργο Ask-it.

12      Ο οικονομικός έλεγχος πραγματοποιήθηκε από τις 14 έως τις 18 Μαρτίου 2011 και στις 30 και 31 Μαρτίου του ιδίου έτους στις εγκαταστάσεις του ενάγοντος στη Θεσσαλονίκη (Ελλάδα), καθώς και στις 29 Μαρτίου 2011 στις εγκαταστάσεις του στην Αθήνα (Ελλάδα).

13      Στις 5 Ιουλίου 2012 η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον προσωρινή έκθεση ελέγχου και το κάλεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτής.

14      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 το ενάγον απέστειλε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις του επί της προσωρινής έκθεσης ελέγχου καθώς και συμπληρωματικά έγγραφα στοιχεία.

15      Με έγγραφο της 12ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον, αφενός, την τελική έκθεση ελέγχου (στο εξής: έκθεση ελέγχου), επισημαίνοντας ότι ενέκρινε τα πορίσματα της έκθεσης αυτής, και, αφετέρου, ένα προσάρτημα όσον αφορά τους συντελεστές των έμμεσων δαπανών που λήφθηκαν υπόψη για το έτος 2006.

16      Με την έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές διαπίστωσαν παρατυπίες σχετικά με τις δαπάνες προσωπικού και τους υπεργολάβους.

17      Όσον αφορά τις δαπάνες προσωπικού, οι ελεγκτές επισήμαναν ότι ορισμένοι ερευνητές που εργάζονταν για το έργο Ask-it απασχολούνταν ταυτόχρονα και σε άλλα έργα ή είχαν και άλλες επαγγελματικές δραστηριότητες. Κατά τους ελεγκτές, η αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ερευνητών κλονιζόταν λόγω της έκτασης των εν λόγω παράλληλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Επιπλέον, οι ελεγκτές επισήμαναν την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων και εξαιρετικά στενών σχέσεων μεταξύ ορισμένων ερευνητών και του Α, υπεύθυνου του έργου Ask-it, γεγονός που δημιουργούσε αμφιβολίες όχι μόνο για την αναγκαιότητα της εμπλοκής των εν λόγω ερευνητών στο έργο, αλλά και για την πραγματική συμμετοχή τους σε αυτό.

18      Οι ελεγκτές έκριναν, επίσης, ότι το σύστημα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης παρουσίαζε ορισμένες αδυναμίες. Εξέφρασαν εξάλλου τη λύπη τους για το γεγονός ότι δεν είχε καταστεί δυνατό να συναντήσουν ορισμένους ερευνητές ούτε να επικοινωνήσουν τηλεφωνικώς μαζί τους προκειμένου να επαληθεύσουν τις δηλωθείσες ώρες εργασίας. Οι ελεγκτές υποστήριξαν, εξάλλου, ότι, ακόμη και αν ορισμένοι ερευνητές πράγματι απασχολήθηκαν στο έργο Ask-it, εντούτοις τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την εκ μέρους τους παρασχεθείσα εργασία δεν ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της συμφωνίας Ask-it, και ότι οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να αξιολογήσουν την εργασία αυτή όχι μόνο λόγω του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης αλλά και λόγω της τεχνικής φύσης του έργου.

19      Τέλος, η έκθεση ελέγχου εξέθετε λεπτομερώς τα προβλήματα που ανέκυπταν ειδικώς από την εργασία που είχε ανατεθεί σε πέντε ερευνητές (στο εξής: συγκεκριμένοι ερευνητές), των οποίων οι δαπάνες χαρακτηρίστηκαν ως μη επιλέξιμες.

20      Όσον αφορά τις συμβάσεις υπεργολαβίας, οι ελεγκτές έκριναν ότι δεν είχε αποδειχθεί η ανάγκη χρησιμοποίησης της εταιρίας Β. Επισήμαναν, επιπλέον, ότι υπήρχε κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων. Όσον αφορά τις εταιρίες C και D, οι ελεγκτές έκριναν ότι το αντικείμενο των υπεργολάβων αυτών δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί δευτερεύον, ότι οι υπεργολαβίες είχαν ανατεθεί χωρίς διαγωνισμό και ότι η χρησιμοποίηση των εν λόγω εταιριών δεν πληρούσε το κριτήριο της καλύτερης σχέσης ποιότητας-τιμής.

21      Στις 29 Νοεμβρίου 2016 η Επιτροπή απέστειλε στο ενάγον το υπ’ αριθ. 3241615292 χρεωστικό σημείωμα, ζητώντας την επιστροφή ποσού 211 185,95 ευρώ (στο εξής: χρεωστικό σημείωμα).

 Πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της άσκησης της αγωγής

22      Στις 8 Μαΐου 2017 η Επιτροπή ενημέρωσε το ενάγον ότι είχε προβεί στην ανάκτηση μέρους του μνημονευόμενου στην ανωτέρω σκέψη 21 ποσού, ύψους 181 192,18 ευρώ, διά συμψηφισμού με απαιτήσεις του ενάγοντος οι οποίες απέρρεαν από άλλα έργα επιχορηγούμενα από την Ένωση.

23      Στις 10 Μαΐου 2017 η Επιτροπή ενημέρωσε το ενάγον ότι είχε προβεί στην ανάκτηση του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού του χρεωστικού σημειώματος, πλέον τόκων υπερημερίας ύψους 2 146,57 ευρώ, διά συμψηφισμού με απαιτήσεις του ενάγοντος οι οποίες απέρρεαν από άλλα έργα επιχορηγούμενα από την Ένωση.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 15 Μαρτίου 2017, το ενάγον άσκησε την υπό κρίση αγωγή. Η αγωγή αυτή είναι μία από τις τέσσερις αγωγές τις οποίες άσκησε το ενάγον στο πλαίσιο του οικονομικού ελέγχου αριθ. 10‑SA‑015, που αφορούσε, μεταξύ άλλων, τέσσερα έργα τα οποία χρηματοδοτήθηκαν από το έκτο πρόγραμμα-πλαίσιο, κατόπιν του οποίου καταρτίστηκε η έκθεση ελέγχου (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

25      Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2018, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού του Διαδικασίας, και αφού δόθηκε στους διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε την εκδίκαση της υπό κρίση υπόθεσης έως την έκδοση της απόφασης που θα περάτωνε τη δίκη στην υπόθεση T‑166/17, EKETA κατά Επιτροπής.

26      Στις 22 Ιανουαρίου 2019 το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση EKETA κατά Επιτροπής (T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26).

27      Στις 31 Μαρτίου 2019 το ενάγον άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής (T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26). Η αίτηση αναιρέσεως πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου υπό τον αριθμό C‑273/19 P.

28      Με απόφαση της 1ης Ιουλίου 2019, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 69, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο ανέστειλε εκ νέου τη διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση έως την έκδοση της απόφασης που θα περάτωνε τη δίκη στην υπόθεση C‑273/19 P, EKETA κατά Επιτροπής.

29      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, με απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019 και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο έβδομο τμήμα.

30      Με την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως που άσκησε το ενάγον κατά της απόφασης της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής (T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26). H παρούσα διαδικασία συνεχίστηκε μετά τη δημοσίευση της εν λόγω απόφασης,

31      Με έγγραφα της 30ής Οκτωβρίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των συνεπειών που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), για την υπό κρίση υπόθεση. Το ενάγον και η Επιτροπή συμμορφώθηκαν με το αίτημα αυτό εμπροθέσμως.

32      Στις 14 Απριλίου 2021 το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους προς γραπτή απάντηση και ζήτησε από την Επιτροπή να προσκομίσει το έγγραφο της OLAF της 8ης Νοεμβρίου 2012, με το οποίο περατώθηκε, χωρίς να διατυπωθούν συστάσεις, η έρευνα της OLAF που μνημονεύεται στη σκέψη 10 ανωτέρω. Το ενάγον και η Επιτροπή ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Απαντώντας σε μία από τις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, το ενάγον δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι δεν εμμένει πλέον στο αίτημα διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως που είχε υποβάλει στις 8 Νοεμβρίου 2017.

33      Με τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852) (βλ. σκέψη 31 ανωτέρω), το ενάγον περιόρισε τα αρχικά αιτήματά του και ζητεί πλέον από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι από το ποσό των 211 185,95 ευρώ πλέον τόκων, το οποίο ανακτήθηκε από την Επιτροπή για το έργο Ask‑it, η Επιτροπή οφείλει να του επιστρέψει το ποσό των 89 126,11 ευρώ που αντιστοιχεί σε επιλέξιμες δαπάνες, συμπεριλαμβανομένων των εισπραχθέντων από την Επιτροπή τόκων, πλέον τόκων υπερημερίας υπολογιζομένων με επιτόκιο 3,5 % από την 2α Ιουνίου 2017 έως και την πλήρη καταβολή του εν λόγω ποσού·

–        να καταδικασθεί η Επιτροπή στη δικαστική δαπάνη.

34      Με τις παρατηρήσεις της σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), για την υπό κρίση διαφορά, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την παρούσα αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το ενάγον στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

35      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά το βάρος απόδειξης, το ενάγον φρονεί ότι προσκόμισε λυσιτελή στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την επιλεξιμότητα των δαπανών των οποίων ζητείται η επιστροφή. Ως εκ τούτου, κατά την άποψη του ενάγοντος, στην Επιτροπή απόκειται να αποδείξει ότι δεν είναι υποχρεωμένη να του καταβάλει τις επίδικες δαπάνες και δεν αρκεί η εκ μέρους της Επιτροπής αμφισβήτηση, άνευ σχετικής αιτιολόγησης, της αποδεικτικής ισχύος του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων που το ενάγον προσκόμισε.

36      Υπενθυμίζεται, ωστόσο ότι, όπως επισήμανε το Δικαστήριο στις σκέψεις 74 έως 77 της απόφασης της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), όταν η Επιτροπή προσκομίζει συγκεκριμένα στοιχεία ενδεικτικά περί της ύπαρξης κινδύνου να μην πληρούνται οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών, το βάρος απόδειξης φέρει ο δικαιούχος της σύμβασης στον οποίο εναπόκειται να προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι, αντιθέτως, οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας τηρήθηκαν.

37      Στην προκειμένη περίπτωση οι ελεγκτές παρουσίασαν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι ο χρόνος εργασίας που δηλώθηκε για τους συγκεκριμένους ερευνητές δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας του σημείου II.19 των γενικών όρων. Συγκεκριμένα, οι ελεγκτές παρατήρησαν ότι, παράλληλα με τη συμμετοχή τους στο έργο Ask-it, οι συγκεκριμένοι ερευνητές απασχολούνταν σε άλλα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ένωση, από το Ελληνικό Δημόσιο και από τον ιδιωτικό τομέα, ως αυτοαπασχολούμενοι ή ως εταίροι προσωπικών εταιριών των οποίων η δραστηριότητα βασιζόταν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην εργασία τους. Επισήμαναν επίσης ότι οι συγκεκριμένοι ερευνητές αντλούσαν από τις παράλληλες επαγγελματικές τους δραστηριότητες σημαντικά έσοδα. Τέλος, παρατήρησαν ότι υφίστατο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων λόγω των εξαιρετικά στενών σχέσεων μεταξύ ορισμένων από τους συγκεκριμένους ερευνητές και του υπεύθυνου έργου, Α, ο οποίος θεωρούσε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

38      Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειτο στο ενάγον προσκομίσει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας.

39      Το ενάγον αμφισβητεί την απαίτηση ύψους 89 126,11 ευρώ της οποίας η Επιτροπή θεωρεί ότι είναι δικαιούχος. Συναφώς, πρώτον, προβάλλει έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου. Δεύτερον, αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμων των άμεσων δαπανών προσωπικού για δύο από τους συγκεκριμένους ερευνητές, ήτοι τον Α και την Ε, τρίτον, το ενάγον αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμων των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο συμβάσεων υπεργολαβίας που ανατέθηκαν στις εταιρίες Β, C και D και, τέταρτον, αμφισβητεί τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμων των έμμεσων δαπανών που αντιστοιχούν στην άμεση μισθολογική δαπάνη για τον Α και την Ε.

 Επί της έλλειψης αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου

40      Το ενάγον υποστηρίζει ότι οι ελεγκτές και η Επιτροπή ενήργησαν κατά παράβαση του καθήκοντος αμεροληψίας που υπέχουν. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι ο υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του ελέγχου υπάλληλος δήλωσε, κατά τη διάρκεια αυτού, ότι ήθελε να «καταστρέψει το ΕΚΕΤΑ». Η δήλωση αυτή δημιουργεί, κατά το ενάγον, αμφιβολίες ως προς την αντικειμενικότητα και την αμεροληψία του ελέγχου καθώς και του χρεωστικού σημειώματος με το οποίο επικυρώθηκαν τα πορίσματα του ελέγχου.

41      Διακριβώνεται ότι, όπως ακριβώς έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 68 της απόφασης της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής (T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26), ο ισχυρισμός σχετικά με τη δήλωση που αποδίδεται στον οικείο υπάλληλο, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένος, δεν αρκεί ώστε να διαπιστωθεί έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου, καθώς τα πορίσματα αυτά είναι το αποτέλεσμα συλλογικής εργασίας και ερείδονται σε σειρά διαπιστώσεων και όχι στις υποκειμενικές κρίσεις ενός και μόνον υπαλλήλου. Επιπλέον, το ενάγον δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι ο εν λόγω υπάλληλος, ακόμη και αν ήταν διοικητικά υπεύθυνος για τη διεξαγωγή του ελέγχου, ήταν σε θέση να ασκήσει αποφασιστική επιρροή επί των εκτιμήσεων του συνόλου των ελεγκτών και επί της Επιτροπής.

42      Κατά συνέπεια, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται έλλειψη αντικειμενικότητας και αμεροληψίας του ελέγχου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της μη επιλεξιμότητας των άμεσων δαπανών προσωπικού

43      Κατ’ αρχάς, το ενάγον αμφισβητεί εν γένει τη βασιμότητα της περιεχόμενης στην έκθεση ελέγχου αιτιολογίας επί της οποίας ερείδεται η απόρριψη των δαπανών των συγκεκριμένων ερευνητών. Το ενάγον προβάλλει συναφώς επιχειρήματα γενικού χαρακτήρα σχετικά με τους συγκεκριμένους ερευνητές, τα οποία θέτουν συνολικά υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις των ελεγκτών επί των οποίων στηρίχθηκε η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα. Εν συνεχεία, το ενάγον αμφισβητεί την ειδικότερη αιτιολογία την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή προκειμένου να απορρίψει την επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του Α και της Ε.

44      Οι δύο αυτές κατηγορίες επιχειρημάτων πρέπει να εξετασθούν διαδοχικά.

 Επί των γενικού περιεχομένου επιχειρημάτων του ενάγοντος

45      Το ενάγον υποστηρίζει ότι οι ελεγκτές κακώς ισχυρίστηκαν, πρώτον, ότι το σύστημα που χρησιμοποιεί για την καταγραφή του χρόνου απασχόλησης δεν ήταν αξιόπιστο, δεύτερον, ότι η απασχόληση των συγκεκριμένων ερευνητών δεν ήταν εύλογη λόγω των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, τρίτον, ότι οι ελεγκτές δεν ήταν σε θέση να εκτιμήσουν τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία λόγω του τεχνικού χαρακτήρα τους, τέταρτον, ότι ορισμένοι από τους συγκεκριμένους ερευνητές τελούσαν σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων και τέλος, πέμπτον, ότι ορισμένοι από αυτούς δεν ήταν διαθέσιμοι για συνεντεύξεις από τους ελεγκτές.

46      Συναφώς, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα, κατά το μέρος που αφορά τις δαπάνες προσωπικού, στηρίζεται κυρίως σε δύο λόγους, ήτοι, πρώτον, στο γεγονός ότι οι συγκεκριμένοι ερευνητές ασκούσαν παράλληλες επαγγελματικές δραστηριότητες, με αποτέλεσμα να μην είναι εύλογη η συμμετοχή τους στο έργο Ask-it στον δηλωθέντα βαθμό, και, δεύτερον, στην πλημμελή εκτέλεση, εκ μέρους του ενάγοντος, των υποχρεώσεών του που απορρέουν από το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο 1, των γενικών όρων όσον αφορά την πρόληψη των κινδύνων σύγκρουσης συμφερόντων. Στην έκθεση ελέγχου, οι λόγοι αυτοί διαλαμβάνονται στην καταγραφή των παρατυπιών που διαπιστώθηκαν συστηματικά και στην περίληψη των απαιτούμενων αναπροσαρμογών κατόπιν του ελέγχου και αναλύονται στις ενότητες σχετικά με την εξέταση της κατάστασης εκάστου ενδιαφερομένου.

47      Επισημαίνεται ότι οι δύο λόγοι που μνημονεύονται στη σκέψη 46 ανωτέρω αρκούν για να δικαιολογήσουν την ύπαρξη της απαίτησης που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα, κατά το μέρος που η απαίτηση αυτή αφορά τις δαπάνες προσωπικού. Συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι η μη τήρηση της υποχρέωσης προσκόμισης, κατά τον οικονομικό έλεγχο, αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προς δικαιολόγηση των δαπανών προσωπικού συνιστά επαρκή λόγο απόρριψης του συνόλου των δαπανών αυτών. Επιπροσθέτως, η ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά σοβαρή και πρόδηλη παράβαση της απαίτησης περί αμεροληψίας και αντικειμενικότητας η οποία βαρύνει ιδίως τον υπεύθυνο για την πιστοποίηση των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των ερευνητών που απασχολούνται σε έργο χρηματοδοτούμενο από την Ένωση (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 74 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί η βασιμότητα του λόγου περί έλλειψης αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και περί κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων.

–       Επί της έλλειψης αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών

49      Οι ελεγκτές εντόπισαν σειρά ελλείψεων όσον αφορά την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών. Στο πλαίσιο αυτό, επισήμαναν ότι, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, δεν ήταν εύλογο να απασχολήθηκαν οι συγκεκριμένοι ερευνητές στο έργο Ask-it τις ώρες που δηλώθηκαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

50      Το ενάγον υποστηρίζει κατ’ αρχάς ότι οι συμβάσεις που συνήψαν οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν τους απαγόρευαν να απασχολούνται σε περισσότερα έργα ταυτόχρονα. Το ενάγον υποστηρίζει επίσης ότι το σημείο II.19 των γενικών όρων ουδόλως συνεπαγόταν ότι οι δαπάνες ενός ερευνητή δεν θα ήταν επιλέξιμες στο σύνολό τους εάν αυτός ασκούσε παράλληλη δραστηριότητα για την οποία ελάμβανε υψηλές αμοιβές ή ήταν εταίρος εταιρίας με υψηλό κύκλο εργασιών ή ακόμη απασχολείτο σε άλλον φορέα πλην του ενάγοντος.

51      Εξάλλου, το ενάγον διατείνεται ότι, πέραν των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, προσκόμισε και άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία η Επιτροπή δεν θεωρεί αξιόπιστα, όπως είναι οι συμβάσεις εργασίας των συγκεκριμένων ερευνητών, επιστημονικές δημοσιεύσεις σχετικές με το έργο Ask-it, μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας σχετικά με το επίμαχο έργο, αποδεικτικά στοιχεία της συμμετοχής των συγκεκριμένων ερευνητών σε συναντήσεις και σε διαλέξεις, πρακτικά συναντήσεων στις οποίες συμμετείχαν οι συγκεκριμένοι ερευνητές, εκθέσεις, έγγραφα αποδεικνύοντα τη συμμετοχή τους σε παραδοτέα του έργου και βιογραφικά σημειώματα, δηλαδή ένα σύνολο αποδεικτικών στοιχείων που τεκμηριώνει ότι κάθε συγκεκριμένος ερευνητής απασχολήθηκε πράγματι στο έργο.

52      Υπενθυμίζεται ότι, μολονότι οι γενικοί όροι ουδέν αναφέρουν όσον αφορά την άσκηση παράλληλων δραστηριοτήτων, με εξαίρεση τη σύγκρουση συμφερόντων, και μολονότι οι συμβάσεις που συνδέουν το ενάγον με τους ερευνητές του δεν απαγόρευαν τη σώρευση καθηκόντων, η Ένωση μπορεί να επιχορηγεί μόνον πραγματικές δαπάνες. Επίσης, για να είναι δυνατή η απόδοση των δαπανών ενός έργου από την Επιτροπή, πρέπει ιδίως ο αντισυμβαλλόμενος να έχει εκπληρώσει τις οικονομικές υποχρεώσεις του, μεταξύ των οποίων τη σχετική με την υποβολή αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, διότι επιλέξιμες είναι μόνον οι δαπάνες για τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι, ενώ εναπόκειται στο ενάγον να αποδείξει ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που δεν θεωρήθηκαν αξιόπιστα από την Επιτροπή όντως αποτύπωναν τις ώρες πραγματικής απασχόλησης για το έργο Ask-it, τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ενάγον και τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 51 ανωτέρω δεν καθιστούν δυνατό, σύμφωνα με τα σημεία II.19 και II.20 των γενικών όρων, τον άμεσο συσχετισμό με τις ώρες τις οποίες δήλωσαν οι εν λόγω ερευνητές που απασχολούνται στο έργο Ask-it σύμφωνα με μια εύλογη και αξιόπιστη μέθοδο. Πράγματι, δεν είναι εφικτός ένας τέτοιος άμεσος συσχετισμός, καθόσον τα έγγραφα αυτά απαιτούν όχι μόνον επίπονη αλλά και αμφίβολης αξιοπιστίας αξιολόγηση, προκειμένου να γίνει αντιστοίχισή τους με τις ώρες εργασίας. Συναφώς, το ενάγον δεν παρέχει καμία ένδειξη ως προς τον χρόνο απασχόλησης που υποτίθεται ότι αποτυπώνεται σε καθένα από τα συμπληρωματικά έγγραφα στα οποία παραπέμπει. Περαιτέρω, το ενάγον δεν παρέχει καμία ένδειξη σχετικά με τη μέθοδο που πρέπει να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να προσδιορισθεί με τρόπο αξιόπιστο, βάσει των εν λόγω εγγράφων, ο χρόνος απασχόλησης που αφιερώθηκε στο έργο Ask-it από κάθε συγκεκριμένο ερευνητή.

54      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως διαπίστωσε η έκθεση ελέγχου, ο συσχετισμός των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης με τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ενάγον είναι αβέβαιος και δυσχερής και για τον επιπρόσθετο λόγο ότι στα εν λόγω φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν αναγράφονται τα πακέτα εργασίας στα οποία είχαν απασχοληθεί οι συγκεκριμένοι ερευνητές σε δεδομένη χρονική στιγμή. Ωστόσο, η αναγραφή του έργου και των πακέτων εργασίας είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό των άμεσων δαπανών, κατά την έννοια του σημείου II.20, παράγραφος 1, των γενικών όρων, και θα είχε καταστήσει δυνατό να εξακριβωθεί αν οι δαπάνες που δήλωσε το ενάγον ήταν πραγματικές, όπως επιτάσσει το σημείο II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των εν λόγω όρων (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 87 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, η έλλειψη αυτή επέτεινε την αβεβαιότητα όσον αφορά την αντιστοίχιση μεταξύ των συμπληρωματικών εγγράφων που προσκόμισε το ενάγον και των δηλωθεισών ωρών στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης. Εξάλλου, ακόμη και αν τα συμπληρωματικά στοιχεία που προσκόμισε το ενάγον παρέπεμπαν σε αυτά τα πακέτα εργασίας, η μη αναγραφή των εν λόγω πακέτων στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης δεν καθιστούσε δυνατό να αποδειχθεί ευχερώς και με βεβαιότητα η αντιστοιχία μεταξύ των μεν και των δε.

55      Επιπλέον, σημειώνεται ότι οι ελεγκτές επισήμαναν στην έκθεση ελέγχου ότι επιχείρησαν να ελέγξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών, αφενός, προτείνοντας τη διενέργεια συνεντεύξεων μαζί τους και αναλύοντας την πραγματική τους εργασία και, αφετέρου, εξετάζοντας αποδεικτικά στοιχεία όπως μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας και άλλα μέσα επικοινωνίας. Εντούτοις, οι ελεγκτές αναφέρθηκαν στην αδυναμία τους να εκτιμήσουν τον πραγματικό όγκο εργασίας των συγκεκριμένων ερευνητών, καθόσον δεν μπόρεσαν να επικοινωνήσουν με ορισμένους από αυτούς τηλεφωνικώς προκειμένου να επαληθεύσουν τις ώρες εργασίας. Επιπλέον, οι ελεγκτές ανέφεραν ότι δεν ήταν σε θέση να λάβουν από τους εν λόγω ερευνητές άλλα αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση της εργασίας τους και επισήμαναν επιπλέον ότι τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν τεκμηρίωναν δεόντως την πραγματική απασχόληση των συγκεκριμένων ερευνητών στο έργο.

56      Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η απλή προσκόμιση εγγράφων, όπως είναι οι συμβάσεις εργασίας, οι επιστημονικές δημοσιεύσεις, τα μηνύματα ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, οι εκθέσεις, τα πρακτικά συναντήσεων και τα έγγραφα που αφορούν τα παραδοτέα του έργου, με σκοπό τη θεραπεία της έλλειψης αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, για τα οποία απαιτείται, όμως, σημαντική επένδυση χρόνου και πόρων εκ μέρους της Επιτροπής, προκειμένου αυτή να τα μετατρέψει σε χρόνο απασχόλησης, συνιστά, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω, παράβαση της υποχρέωσης καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή, μια τέτοια δε παράβαση δεν θα είχε διαπραχθεί από έναν αντισυμβαλλόμενο που επιδεικνύει τη συνήθη σύνεση και επιμέλεια. Όσον αφορά τα βιογραφικά σημειώματα των συγκεκριμένων ερευνητών, τα βιογραφικά αυτά πιστοποιούν τις δεξιότητές τους και όχι το γεγονός ότι απασχολήθηκαν στο έργο Ask-it κατά τις δηλωθείσες ώρες.

57      Το ενάγον προσάπτει επίσης στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να συγκρίνει τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών όσον αφορά το έργο Ask-it με τα φύλλα καταγραφής που είχε στη διάθεσή της και αφορούσαν άλλα επιδοτούμενα από αυτήν έργα, προκειμένου να διαπιστώσει εάν υπήρχαν ενδεχομένως αντιφάσεις. Το ενάγον φρονεί επίσης ότι δεν μπορεί να του προσαφθεί ότι δεν προσκόμισε φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ή άλλα στοιχεία που να πιστοποιούν τον χρόνο που οι ενδιαφερόμενοι διέθεσαν στις παράλληλες επαγγελματικές τους δραστηριότητες, στο μέτρο που δεν διέθετε κανένα μέσο για να απαιτήσει να του παρασχεθούν τα έγγραφα αυτά.

58      Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 ανωτέρω, στο μέτρο που οι ελεγκτές είχαν αμφισβητήσει την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης με βάση συγκεκριμένα στοιχεία, στο ενάγον απέκειτο να αποδείξει ότι τα εν λόγω φύλλα αποτύπωναν τις ώρες κατά τις οποίες οι συγκεκριμένοι ερευνητές απασχολούνταν πράγματι για το έργο Ask-it, παρά τις παράλληλες δραστηριότητές τους.

59      Επιπλέον, αν και τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ανέφεραν τα επιδοτούμενα προγράμματα της Ένωσης στα οποία απασχολούνταν οι ερευνητές, το να απαιτείται, όπως υποστηρίζει το ενάγον, από την Επιτροπή να προβεί σε διασταύρωση των σχετικών φύλλων καταγραφής των ερευνητών που απασχολούνταν στο επίμαχο έργο, προκειμένου να διαπιστώσει την ύπαρξη ενδεχομένων αντιφάσεων, βαίνει, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 53 έως 55 ανωτέρω, πέραν αυτού το οποίο το ενάγον μπορούσε να προσδοκά από την Επιτροπή.

60      Στο πλαίσιο αυτό, δεδομένου ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης για το πρόγραμμα Ask-it θεωρήθηκαν μη αξιόπιστα βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, στο ενάγον απέκειτο να προσκομίσει, υπό μορφή ευλόγως κατανοητή για την Επιτροπή, στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν υπήρχε αλληλοεπικάλυψη μεταξύ των ωρών εργασίας που δηλώθηκαν από τους συγκεκριμένους ερευνητές για το έργο Ask-it και της απασχόλησής τους στο πλαίσιο παράλληλων δραστηριοτήτων. Συναφώς, το γεγονός και μόνον ότι οι ελεγκτές είχαν λάβει κατάλογο των λοιπών απασχολήσεων των συγκεκριμένων ερευνητών δεν αρκεί, απέκειτο δε στο ενάγον, ως εργοδότη των ενδιαφερομένων, να τους παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά τις παράλληλες δραστηριότητες των ερευνητών αυτών και τον τρόπο κατανομής του χρόνου εργασίας τους μεταξύ των διαφόρων δραστηριοτήτων τους (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑166/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:26, σκέψη 93).

61      Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εν συνεχεία λεπτομερέστερης εξέτασης των επιχειρημάτων του ενάγοντος σχετικά με τις μισθολογικές δαπάνες για τον Α και την Ε, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα γενικού περιεχομένου επιχειρήματα του ενάγοντος δεν μπορούν να κλονίσουν συνολικώς τη διαπίστωση των ελεγκτών κατά την οποία, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων τους, οι συγκεκριμένοι ερευνητές δεν ήταν ευλόγως δυνατό να απασχολήθηκαν στο έργο Ask-it τις ώρες που δήλωσαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους.

–       Επί της ύπαρξης κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων

62      Στην έκθεση ελέγχου, οι ελεγκτές στήριξαν τον αποκλεισμό των μισθολογικών δαπανών ως προς ορισμένους από τους συγκεκριμένους ερευνητές όχι μόνο στον μη εύλογο χαρακτήρα της εργασίας που είχε καταχωριστεί στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους αλλά και στον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων.

63      Το ενάγον υποστηρίζει, εντούτοις, ότι ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων δεν αποτελεί λόγο μη επιλεξιμότητας. Ο κίνδυνος αυτός δεν περιλαμβάνεται στο σημείο II.19 των γενικών όρων που απαριθμεί τις προϋποθέσεις επιλεξιμότητας των δαπανών και το οποίο συνιστά ειδική διάταξη υπερισχύουσα του σημείου II.3 των εν λόγω γενικών όρων, σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων.

64      Επιπλέον, η σύγκρουση συμφερόντων προϋποθέτει, αφενός, την ύπαρξη δεσμών ή κοινών συμφερόντων και, αφετέρου, την επιρροή των δεσμών αυτών στην αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του επίμαχου έργου. Η επιρροή αυτή δεν μπορεί να είναι απλώς ενδεχόμενη ή υποθετική. Ο κίνδυνος που προκαλείται από τους εν λόγω δεσμούς ή τα κοινά συμφέροντα πρέπει να είναι συγκεκριμένος και διαπιστωμένος. Ως εκ τούτου, κατά το ενάγον, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεστεί στην επίκληση της ύπαρξης τέτοιων δεσμών ή συμφερόντων, χωρίς να αποδείξει ότι αυτοί οι δεσμοί ή αυτά τα συμφέροντα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου Ask-it, δεδομένου ότι το τεκμήριο της μη επιλεξιμότητας των δαπανών λόγω σύγκρουσης συμφερόντων δεν είναι αμάχητο.

65      Συναφώς, τονίζεται ότι ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά μια μη φυσιολογική κατάσταση στην οποία οι δαπάνες που πραγματοποιούνται ενδέχεται να μην είναι ούτε πραγματικές, ούτε οικονομικές, ούτε καν, ενδεχομένως, αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου κατά την έννοια του σημείου II.19, παράγραφος 1, στοιχείο a, των γενικών όρων. Ως εκ τούτου, η μη εκπλήρωση από τον αντισυμβαλλόμενο της απορρέουσας από το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων συμβατικής υποχρέωσης να λαμβάνει κάθε απαραίτητο μέτρο προφύλαξης για την αποφυγή οιουδήποτε κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων συνιστά πλημμελή εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεών του. Επομένως, δικαιολογείται η ανάκτηση των δαπανών σύμφωνα, αφενός, με το άρθρο 183 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1605/2002 του Συμβουλίου, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 2002, L 357, σ. 1), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, και, αφετέρου, με το άρθρο 18, παράγραφος 2, του κανονισμού 2321/2002 (πρβλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑198/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:27, σκέψη 91).

66      Το ενάγον αμφισβητεί επίσης τη δυνατότητα της Επιτροπής να επικαλεστεί την ύπαρξη κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων, στο μέτρο που η OLAF διεξήγαγε συναφώς έρευνα και έθεσε την υπόθεση στο αρχείο χωρίς να διατυπώσει σύσταση.

67      Αφενός, επισημαίνεται ότι από το έγγραφο της OLAF της 8ης Νοεμβρίου 2012, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, προκύπτει ότι η OLAF έθεσε την έρευνα στο αρχείο χωρίς να διατυπώσει σύσταση εξαιτίας και μόνον της έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων ικανών να στηρίξουν κατηγορία ποινικής φύσεως, ιδίως όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη απάτης.

68      Συγκεκριμένα, η OLAF κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν αξιόποινες πράξεις. Ωστόσο, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει το ενάγον και όπως ορθά επισημαίνει η Επιτροπή, δεν έπεται εξ αυτού ότι δεν μπορεί πλέον να δοθεί συνέχεια στις διαπιστώσεις που προέκυψαν κατά την έρευνα. Πράγματι, από την αιτιολογική σκέψη 13 του κανονισμού (ΕΚ) 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 1999, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) (ΕΕ 1999, L 136, σ. 1), προκύπτει ότι εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές ή, αναλόγως των περιπτώσεων, στα θεσμικά όργανα, όργανα και οργανισμούς της Ένωσης να αποφασίζουν για τη συνέχεια που δίδεται στις ολοκληρωθείσες έρευνες. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι η OLAF έθεσε την έρευνα στο αρχείο δεν προδικάζει ότι το ενάγον εκπλήρωσε τις συμβατικές υποχρεώσεις του σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων.

69      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν στηρίζει την ύπαρξη της απαίτησης στην έκθεση της OLAF αλλά στην έκθεση ελέγχου.

70      Επομένως, τα επιχειρήματα γενικού περιεχομένου που προβάλλει το ενάγον κατά των διαπιστώσεων των ελεγκτών όσον αφορά τον κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσουν.

71      Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη της εξατομικευμένης εξέτασης της κατάστασης του Α και της Ε, η απαίτηση που αποτυπώνεται στο χρεωστικό σημείωμα, κατά το μέρος που αυτή αφορά τις δαπάνες προσωπικού, δικαιολογείται γενικώς από τη διαπίστωση περί ελλείψεως αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης των συγκεκριμένων ερευνητών και περί της ύπαρξης σύγκρουσης συμφερόντων, καθώς, όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 ανωτέρω, τα στοιχεία αυτά είναι επαρκή και δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί η βασιμότητα των λοιπών λόγων τους οποίους επισήμαναν οι ελεγκτές στην έκθεση ελέγχου και υπενθυμίζει το ενάγον, όπως οι λόγοι αυτοί μνημονεύονται στη σκέψη 45 ανωτέρω.

 Επί των ειδικών επιχειρημάτων που αφορούν την κατάσταση του Α και της Ε

–       Επί της ελλείψεως αιτιολογίας

72      Το ενάγον υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε επαρκώς κατά νόμον τους λόγους για τους οποίους οι άμεσες δαπάνες προσωπικού για τον Α και την Ε είχαν κριθεί μη επιλέξιμες.

73      Συναφώς, το ενάγον υποστηρίζει ότι η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που αφορούσαν τον Α και την Ε χωρίς να αιτιολογήσει την απόρριψη, αναφέροντας απλώς ότι οι δαπάνες αυτές είχαν κριθεί μη επιλέξιμες για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες για το έργο «Advanced Sensor Development for Attention, Stress, Vigilance and Sleep/Wakefulness Monitoring» (στο εξής: έργο Sensation). Απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που μνημονεύονται στη σκέψη 32 ανωτέρω, το ενάγον διευκρίνισε ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αιτιολογήσει κατά νόμον τη θέση της, όφειλε να εξηγήσει συγκεκριμένα και εμπεριστατωμένα τους λόγους για τους οποίους είχαν απορριφθεί οι δαπάνες που αφορούσαν τον Α και την Ε, χωρίς να παραπέμψει στους λόγους που αφορούσαν το έργο Sensation. Το ενάγον υποστηρίζει, συναφώς, ότι το έργο Ask-it δεν έχει καμία σχέση με το έργο Sensation και ότι, ως εκ τούτου, η απόρριψη του συνόλου των δαπανών για τον Α και την Ε, η οποία στηρίζεται αορίστως στα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι ελεγκτές στο πλαίσιο άλλου έργου, συνιστά απαράδεκτη γενίκευση και έλλειψη στοιχειοθέτησης, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα Διεθνή Ελεγκτικά Πρότυπα.

74      Υπενθυμίζεται ότι από τις σκέψεις 27 έως 32 της απόφασης της 24ης Φεβρουαρίου 2021, Universität Koblenz-Landau κατά EACEA (T‑606/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:105), προκύπτει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης επιβάλλεται στο πλαίσιο διαφοράς συμβατικής φύσης.

75      Η έκταση της υποχρέωσης αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται ανάλογα με τις συγκεκριμένες περιστάσεις, ιδίως ανάλογα με το περιεχόμενο της πράξης, τη φύση των προβαλλόμενων λόγων και το συμφέρον που έχει ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων ο αποδέκτης, προκειμένου δε να αξιολογηθεί ο επαρκής χαρακτήρας της αιτιολογίας, πρέπει αυτή να εντάσσεται στο πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η επίμαχη πράξη. Συγκεκριμένα, μια πράξη είναι δεόντως αιτιολογημένη εφόσον εκδόθηκε εντός πλαισίου που είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο αποδέκτη και το οποίο του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (βλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2021, Universität Koblenz‑Landau κατά EACEA, T‑606/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:105, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε, κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή, τους λόγους για τους οποίους έκρινε μη επιλέξιμες τις δαπάνες που αφορούσαν τον Α και την Ε στο πλαίσιο του έργου Ask-it. Πρώτον, από την έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι δαπάνες αυτές είχαν κριθεί μη επιλέξιμες για τους ίδιους λόγους με τους εκτεθέντες για το έργο Sensation. Επισημαίνεται ότι τα έργα Ask-it και Sensation αποτέλεσαν αντικείμενο της ίδιας έκθεσης ελέγχου και ότι σκοπός της παραπομπής που περιλαμβάνεται στο σχετικό με το έργο Ask-it τμήμα της έκθεσης είναι η αποφυγή της άνευ λόγου αυτούσιας επανάληψης των λόγων απόρριψης των δαπανών για τον Α και την Ε, ήτοι ότι απασχολούνταν και σε άλλα έργα κατά το ίδιο χρονικό διάστημα και ότι, λόγω της έκτασης των παράλληλων επαγγελματικών δραστηριοτήτων, κλονιζόταν η αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους, οι δε λόγοι αυτοί αρκούν για να γίνει αντιληπτό γιατί οι ελεγκτές ζήτησαν την απόρριψη των δαπανών που δήλωσε το ενάγον για την εργασία τους στο πλαίσιο του έργου Ask-it.

77      Δεύτερον, από την έκθεση ελέγχου προκύπτει επίσης ότι στις 25 Σεπτεμβρίου 2012 οι ελεγκτές απάντησαν στις παρατηρήσεις του ενάγοντος επί της προσωρινής έκθεσης ελέγχου. Επιπλέον, η έκθεση ελέγχου λαμβάνει υπόψη τις παρατηρήσεις του ενάγοντος, οι οποίες είναι, εξάλλου, στο σύνολό τους όμοιες με τις υποβληθείσες για το έργο Sensation.

78      Τρίτον, με έγγραφο της 12ης Μαΐου 2015, η Επιτροπή ενημέρωσε το ενάγον ότι είχε εγκρίνει τα πορίσματα της έκθεσης ελέγχου.

79      Τέταρτον, με το από 28 Οκτωβρίου 2016 έγγραφό της, η Επιτροπή ανέλυσε τις παρατηρήσεις του ενάγοντος επί της έκθεσης ελέγχου και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι παρατηρήσεις αυτές δεν παρείχαν κανένα επιπλέον πληροφοριακό στοιχείο πέραν εκείνων που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη. Η Επιτροπή επισήμανε, μεταξύ άλλων, ότι οι δαπάνες για τους συγκεκριμένους ερευνητές, συμπεριλαμβανομένων των δαπανών για τον Α και την Ε, δεν μπορούσαν να κριθούν επιλέξιμες διότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους δεν ήταν αξιόπιστα και τα συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε το ενάγον δεν καθιστούσαν δυνατό να διαπιστωθεί αν οι εν λόγω δαπάνες ήταν πραγματικές ή να σχηματισθεί γνώμη επ’ αυτού.

80      Επομένως, όταν η Επιτροπή διαβίβασε στο ενάγον το χρεωστικό σημείωμα, με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2016, παραπέμποντας στα προαναφερθέντα έγγραφα, το ενάγον ήταν ενήμερο για το πλαίσιο και τους ακριβείς λόγους για τους οποίους οι δαπάνες για τον Α και την Ε είχαν κριθεί μη επιλέξιμες.

81      Πράγματι, οι εξηγήσεις που δόθηκαν στο ενάγον σχετικά με τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών για τον Α και την Ε παρέχουν τη δυνατότητα, αφενός, στο ενάγον να κατανοήσει λυσιτελώς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή απέρριψε τις δαπάνες αυτές και, αφετέρου, στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

82      Επομένως, η Επιτροπή τήρησε επαρκώς κατά νόμον την υποχρέωση αιτιολόγησης της άρνησής της να θεωρήσει επιλέξιμες τις δαπάνες για τον Α και την Ε.

83      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα του ενάγοντος περί έλλειψης αιτιολογίας.

–       Ως προς τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση του Α

84      Το ενάγον προβάλλει ότι, ενώ ο Α απασχολήθηκε 495 ώρες για το έργο Ask-it, η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που τον αφορούσαν. Από τις παρατηρήσεις του ενάγοντος σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), προκύπτει ότι το ενάγον περιόρισε τα αιτήματά του και αμφισβητεί μόνον τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμης της δαπάνης 472,5 ωρών εργασίας του Α για το έργο Ask-it.

85      Βάσει των στοιχείων που συνελέγησαν κατά τον οικονομικό έλεγχο σχετικά με το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2004 και 2010, οι ελεγκτές έκριναν ότι, λαμβανομένων υπόψη των επαγγελματικών υποχρεώσεων του Α εκτός του ενάγοντος καθώς και των διαφόρων καθηκόντων που ασκούσε στο πλαίσιο του ενάγοντος, δεν ήταν εύλογο να έχει απασχοληθεί στο έργο Ask-it κατά τη διάρκεια που είχε δηλώσει μεταξύ των ετών 2004 και 2008. Ειδικότερα, οι ελεγκτές διαπίστωσαν ότι ο Α είχε λάβει συνολικό ποσό 127 638 ευρώ από άλλους φορείς για τους οποίους εργαζόταν επίσης κατά τα έτη 2004, 2006, 2007 και 2008. Διαπίστωσαν εξάλλου ότι ο Α ήταν επίσης μέτοχος της εταιρίας F με ποσοστό συμμετοχής 72 %, ότι η εταιρία είχε ως μέτοχο και την G, πρώην σύζυγό του, και ότι η εταιρία δεν απασχολούσε προσωπικό, οπότε έπρεπε να στηρίζεται στους μετόχους της για την εκτέλεση της εργασίας που αναλάμβανε. Ωστόσο, από το 2004 έως το 2008 η εταιρία F πραγματοποίησε σημαντικό κύκλο εργασιών ο οποίος κυμάνθηκε μεταξύ 111 153 ευρώ το 2006 και 204 186 ευρώ το 2008.

86      Επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 85 ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων του, οι ελεγκτές ορθώς επισήμαναν ότι δεν ήταν εύλογο ο Α να έχει απασχοληθεί στο έργο Ask-it κατά τις δηλωθείσες ώρες. Υπενθυμίζεται, ωστόσο, ότι η εκ μέρους του ενάγοντος τήρηση της υποχρέωσης προσκόμισης αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης είναι καίριας σημασίας, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να εξακριβώσει ότι τα δηλωθέντα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης αντιστοιχούσαν σε πραγματική εργασία του Α για το έργο Ask-it. Η μη τήρηση της εν λόγω υποχρέωσης συνιστά επαρκή λόγο απόρριψης του συνόλου των δαπανών όπως προκύπτει από τη σκέψη 47 ανωτέρω.

87      Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 53 έως 56 ανωτέρω, τα συμπληρωματικά στοιχεία που παρέσχε το ενάγον δεν μπορούν να αναπληρώσουν την έλλειψη αξιοπιστίας των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης, στο μέτρο που δεν είναι δυνατό να καθοριστούν με σαφήνεια ούτε να προσδιοριστούν επακριβώς οι ώρες που αφιέρωσε ο Α για την εκτέλεση του έργου Ask-it, πέραν του χρόνου που αφιέρωσε για την εκτέλεση άλλων έργων ή στο πλαίσιο των παράλληλων δραστηριοτήτων του, τουλάχιστον χωρίς να απαιτηθεί από την Επιτροπή μια τόσο επίπονη όσο και αμφίβολης αξιοπιστίας αξιολόγηση προκειμένου να μετατρέψει τα στοιχεία αυτά σε χρόνο απασχόλησης, αξιολόγηση η οποία βαίνει προδήλως πέραν των όσων μπορούσε ευλόγως να αναμένει ένας καλόπιστος αντισυμβαλλόμενος από αυτήν.

88      Επιπλέον, παρατηρείται ότι οι ελεγκτές σημείωσαν στην έκθεση ελέγχου την αδυναμία τους να εκτιμήσουν τον όγκο της πραγματοποιηθείσας εργασίας από τον Α, όχι μόνο λόγω του μη αξιόπιστου χαρακτήρα των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του, αλλά και λόγω της τεχνικής φύσης του έργου. Το ενάγον υποστηρίζει, βεβαίως, ότι η Επιτροπή όφειλε να προβεί, στην περίπτωση αυτή, σε συμπληρωματικό τεχνικό έλεγχο. Ωστόσο, πέραν του ότι από το σημείο II.29 των γενικών όρων προκύπτει ότι ένας τέτοιος έλεγχος είναι απλά δυνητικός, το επιχείρημα του ενάγοντος επιβεβαιώνει τη δυσκολία και την έκταση του έργου που κατά την άποψή του εναπόκειτο στην Επιτροπή.

89      Εντούτοις, το ενάγον υποστηρίζει με τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), ότι η επιλεξιμότητα των δαπανών για τον Α δεν μπορεί να καθοριστεί μόνο βάσει των επιφυλάξεων που διατύπωσαν οι ελεγκτές όσον αφορά την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν αποδείξεις που πιστοποιούν ότι ο ενδιαφερόμενος απασχολήθηκε πράγματι στο επίμαχο έργο κατά ποσοστό 95,5 % των δηλωθεισών ωρών εργασίας, οι οποίες αντιστοιχούν σε είκοσι δύο μετακινήσεις του εν λόγω ερευνητή για τις ανάγκες του έργου. Συναφώς, το ενάγον αναφέρεται σε αποδεικτικά στοιχεία όπως εγκεκριμένες αιτήσεις μετακίνησης, κάρτες επιβίβασης, αποδείξεις ξενοδοχείων και άλλα δικαιολογητικά, αποδείξεις για έξοδα μετακίνησης και πρακτικά συνεδριάσεων στις οποίες παρέστη ο Α κατά τις μετακινήσεις του. Το ενάγον υποστηρίζει ότι τα έγγραφα αυτά δεν έχουν τεχνικό χαρακτήρα ούτε απαιτούν επίπονη αξιολόγηση.

90      Εντούτοις, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία βεβαιώνουν κατά τρόπο γενικό τις μετακινήσεις του Α στο πλαίσιο του έργου Ask-it, δεν επιτρέπουν ούτε τον επακριβή προσδιορισμό του όγκου εργασίας του Α για το έργο Ask-it ούτε τη διαπίστωση της αντιστοίχισης των ωρών εργασίας που διατέθηκαν με τις δαπάνες που δηλώθηκαν. Συγκεκριμένα, αφορούν τη συμμετοχή του Α σε δραστηριότητες του έργου Ask-it, χωρίς ωστόσο να δίδουν βέβαιες απαντήσεις ως προς το αν, δεδομένων των πολυάριθμων παράλληλων δραστηριοτήτων του, οι ώρες που δηλώθηκαν στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης είναι πραγματικές και αφορούν αποκλειστικά την εργασία του Α για το έργο Ask-it.

91      Αφετέρου, υπενθυμίζεται ότι οι δαπάνες για μετακινήσεις αποτελούν ως προς την επιλεξιμότητά τους αμιγώς παρεπόμενες δαπάνες, υπό την έννοια ότι μόνον οι δαπάνες μετακινήσεων μελών του προσωπικού για τα οποία οι δαπάνες κρίθηκαν επιλέξιμες και αποδοτέες κατ’ εφαρμογήν των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης μπορούν να θεωρηθούν με τη σειρά τους επιλέξιμες και αποδοτέες (βλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2017, ANKO κατά Επιτροπής, T‑768/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:28, σκέψη 104 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

92      Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε να αμφισβητήσει ότι η μισθολογική δαπάνη του Α ήταν πραγματική και αναγκαία, όχι μόνο λόγω των παράλληλων δραστηριοτήτων του, αλλά και διότι είχε υπογράψει ο ίδιος τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που τον αφορούσαν, με αποτέλεσμα να τίθεται εν αμφιβόλω το αληθές του περιεχομένου τους.

93      Από το άρθρο 27 του εσωτερικού κανονισμού του ενάγοντος προκύπτει ότι κάθε ερευνητής εκτυπώνει τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που τον αφορούν και τα υπογράφει. Κάθε φύλλο καταγραφής του χρόνου απασχόλησης ακολούθως υπογράφεται από τον υπεύθυνο του οικείου έργου, καθώς και από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μεταφορών του ενάγοντος.

94      Επομένως, η υπογραφή από τον Α των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής του, υπό τη διπλή ιδιότητά του ως ερευνητή και υπευθύνου του έργου, δεν παρέχει εχέγγυα για την αξιοπιστία τους. Εξάλλου, ούτε η προσυπογραφή από τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μεταφορών του ενάγοντος μπορεί να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας, διότι, κατά το άρθρο 27, παράγραφος 5, του εσωτερικού κανονισμού του ενάγοντος, ο εν λόγω διευθυντής υπογράφει τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης μόνο «για τελικό έλεγχο και για επιβεβαίωση του επιμερισμού στα ερευνητικά προγράμματα του συμβατικού χρόνου εργασίας». Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή απαντώντας σε μία από τις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μεταφορών του ενάγοντος εργαζόταν στα γραφεία του ενάγοντος στη Θεσσαλονίκη, ενώ ο Α εργαζόταν στην Αθήνα. Κατά συνέπεια, ειδικά εντός ενός φορέα τόσο σημαντικού όσο το ενάγον, η υπογραφή από τον Α των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που τον αφορούσαν, χωρίς αυτά να έχουν πιστοποιηθεί από αντικειμενικό και αμερόληπτο πρόσωπο το οποίο να ενεργεί με πλήρη γνώση των πραγμάτων, αρκεί για να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά το αν οι δαπάνες ήταν πραγματικές και το αν τα εν λόγω φύλλα καταγραφής ήταν αξιόπιστα.

95      Επιπλέον, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να αμφισβητήσει, βάσει των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του Α, ότι η μισθολογική δαπάνη ως προς αυτόν ήταν πραγματική και αναγκαία, εξαιτίας της εμπλοκής του σε κατάσταση που ενείχε κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων και της μη τήρησης εκ μέρους του ενάγοντος της υποχρέωσης που υπείχε να αποφύγει κάθε πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων σύμφωνα με το σημείο ΙΙ.3, παράγραφος 2, στοιχείο l, των γενικών όρων.

96       Στο πλαίσιο αυτό, μία από τους συγκεκριμένους ερευνητές, η H, ήταν εταίρος της G, πρώην συζύγου του Α, στην εταιρία Ι. Συνεπώς, αποδεικνύεται η ύπαρξη δεσμών μεταξύ του Α και της H. Εξάλλου διαπιστώθηκε ότι, μεταξύ των ετών 2004 και 2008, το μεγαλύτερο μέρος του κύκλου εργασιών της εταιρίας αυτής προερχόταν από συμβάσεις υπεργολαβίας που της είχαν ανατεθεί στο πλαίσιο συγχρηματοδοτούμενων από την Ένωση έργων, στα οποία το ενάγον ήταν είτε συντονιστής είτε μέλος της κοινοπραξίας που είχε αναλάβει τα εν λόγω έργα. Τέλος, επισημάνθηκε ότι ο Α, ως επικεφαλής του έργου, επόπτευε τις εργασίες της H και θεωρούσε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της. Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι σχέσεις μεταξύ του Α και της H ήταν ικανές να επηρεάσουν την αμερόληπτη και αντικειμενική εκτέλεση του έργου.

97      Το ενάγον ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι οι διαπιστώσεις αυτές δεν ασκούν επιρροή, στο μέτρο που δεν αμφισβητείται η απόρριψη των δαπανών που αφορούν την H.

98      Εντούτοις, τα αποδεικτικά στοιχεία πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά εντός του πλαισίου στο οποίο εντάσσονται. Ως εκ τούτου, με κίνδυνο άλλως να κατακερματισθεί η εικόνα της κατάστασης που προέκυψε κατά τον έλεγχο, η εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο της ύπαρξης κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων δεν μπορεί να εξαρτάται από το αν το ενάγον αμφισβήτησε, με την αγωγή του, την απόρριψη ως μη επιλέξιμων των μισθολογικών δαπανών όλων των προσώπων που ενδέχεται να εμπλέκονται σε αυτή τη σύγκρουση συμφερόντων ή την απόρριψη των δαπανών ενός και μόνον εκ των εμπλεκομένων (απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 2019, EKETA κατά Επιτροπής, T‑198/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:27, σκέψη 107).

99      Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, ο κίνδυνος σύγκρουσης συμφερόντων κλονίζει όχι μόνον την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της H, αλλά και τον πραγματικό και οικονομικό χαρακτήρα των δαπανών που δηλώθηκαν για τον Α λόγω της εκ μέρους του έλλειψης επιμέλειας.

100    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, κατόπιν του ελέγχου που αφορούσε το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2004 και 2010, η Επιτροπή μπορούσε να κρίνει ότι, εξαιρουμένων των ετών 2009 και 2010, η δέσμευση του Α σε παράλληλες δραστηριότητες ήταν σημαντική και να εκτιμήσει ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης του ενδιαφερομένου δεν ήταν αξιόπιστα, λόγω του ότι ο Α υπέγραφε ο ίδιος τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης που τον αφορούσαν, χωρίς τα φύλλα να έχουν πιστοποιηθεί από αντικειμενικό πρόσωπο, και λαμβανομένης υπόψη της σύγκρουσης συμφερόντων στην οποία εμπλεκόταν ο Α.

–       Ως προς τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που σχετίζονται με την απασχόληση της Ε

101    Το ενάγον προβάλλει ότι, ενώ η Ε απασχολήθηκε 2 142,5 ώρες για το έργο Ask-it, η Επιτροπή απέρριψε το σύνολο των δαπανών που την αφορούσαν. Από τις παρατηρήσεις του ενάγοντος σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), προκύπτει ότι το ενάγον περιόρισε τα αιτήματά του και αμφισβητεί μόνον τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμης της δαπάνης για 446 ώρες εργασίας της Ε για το έργο Ask-it.

102    Οι ελεγκτές υπογράμμισαν, μεταξύ άλλων, ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Ε είχαν υπογραφεί από τον Α. Το ενάγον υποστηρίζει συναφώς ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Ε έφεραν επίσης την υπογραφή του διευθυντή του Ινστιτούτου Μεταφορών και ότι η Επιτροπή ουδόλως διευκρινίζει τον λόγο για τον οποίο η υπογραφή των εν λόγω φύλλων καταγραφής από τον Α κλόνιζε την αξιοπιστία τους.

103    Εν προκειμένω, το ενάγον θεωρεί ότι, καθόσον δεν υφίσταται κατάσταση ενέχουσα κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων, το γεγονός ότι ο Α υπέγραψε τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της Ε δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών που αφορούσαν την τελευταία.

104    Ωστόσο, οι ελεγκτές δικαιολόγησαν την απόρριψη των δαπανών αυτών και με το σκεπτικό ότι η Ε, παράλληλα με την πλήρη απασχόλησή της στο ενάγον, παρείχε τις υπηρεσίες της και σε άλλους δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς και είχε λάβει από τις παράλληλες επαγγελματικές της δραστηριότητες, κατά τη διάρκεια των ετών 2004 έως 2010, ποσό 166 882 ευρώ. Οι ελεγκτές παρατήρησαν επίσης ότι τα ωράρια εργασίας ενός από τους φορείς αυτούς, ήτοι του Institute of Communication and Computer Systems, συνέπιπταν με τα ωράρια εργασίας του ενάγοντος.

105    Το ενάγον εκθέτει ότι η Επιτροπή ουδόλως απέδειξε τον ισχυρισμό της περί αλληλεπικαλυπτόμενης απασχόλησης της Ε στο πλαίσιο διαφόρων έργων, παρότι η Επιτροπή χρηματοδοτούσε τα έργα αυτά και είχε στη διάθεσή της το σύνολο των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης προκειμένου να αποδείξει την αιτίασή της.

106    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, ωστόσο, να ευδοκιμήσει. Ο όγκος των παράλληλων δραστηριοτήτων της Ε επιβεβαιώνεται από τις δηλώσεις του ίδιου του ενάγοντος και της ενδιαφερομένης. Επιπλέον, όπως διαπίστωσαν οι ελεγκτές, το 40 % των αποδοχών της Ε προερχόταν από τις παράλληλες δραστηριότητές της οι οποίες αφορούσαν έργα της Ένωσης. Όσον αφορά τη σύμπτωση των ωραρίων εργασίας, τούτη προκύπτει όχι μόνον από τη σημαντική σώρευση καθηκόντων της ενδιαφερομένης, αλλά και από τις διαπιστώσεις των ελεγκτών όσον αφορά το Institute of Communication and Computer Systems.

107    Η Επιτροπή συνήγαγε από τις παράλληλες δραστηριότητες της Ε ότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της δεν ήταν αξιόπιστα, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι τα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησης της ενδιαφερομένης δεν τηρούνταν με επιμέλεια, δεδομένου ότι αυτή δήλωσε ότι τα υπέγραφε μόνον εφόσον τούτο της εζητείτο.

108    Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 104 ανωτέρω, λαμβανομένων υπόψη των παράλληλων δραστηριοτήτων της, δεν ήταν εύλογο να απασχολήθηκε η Ε στο έργο Ask-it κατά τις δηλωθείσες ώρες. Εξάλλου, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 53 έως 56 ανωτέρω, έστω και αν τα συμπληρωματικά έγγραφα που προσκόμισε το ενάγον αποδεικνύουν τη συμμετοχή της Ε στο έργο Ask-it, τα έγγραφα αυτά δεν είναι ικανά να αποδείξουν την αξιοπιστία των φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησής της και δεν καθιστούν δυνατή την άμεση αντιπαραβολή με τις δηλωθείσες από την ενδιαφερόμενη ώρες, τουλάχιστον χωρίς να απαιτηθεί από την Επιτροπή μια επίπονη και αμφίβολης αξιοπιστίας αξιολόγηση, προκειμένου να τα μετατρέψει σε χρόνο απασχόλησης, αξιολόγηση η οποία βαίνει προδήλως πέραν των όσων μπορούσε ευλόγως να αναμένει ένας καλόπιστος αντισυμβαλλόμενος.

109    Με τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από την απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, EKETA κατά Επιτροπής (C‑273/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:852), το ενάγον υποστηρίζει, εντούτοις, ότι η συμμετοχή της Ε στο έργο Ask-it είναι προφανής. Ισχυρίζεται, συναφώς, ότι η επιλεξιμότητα των δαπανών που την αφορούν δεν μπορεί να καθοριστεί μόνο βάσει των διατυπωθεισών επιφυλάξεων, δεδομένου ότι προσκομίστηκαν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία που πιστοποιούν ότι η πραγματική απασχόληση της ενδιαφερομένης στο επίμαχο έργο αντιστοιχούσε στο 21 % των δηλωθεισών ωρών εργασίας που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο των μετακινήσεων της ερευνήτριας αυτής για τις ανάγκες του έργου.

110    Εντούτοις, επισημαίνεται, αφενός, ότι τα στοιχεία τα οποία βεβαιώνουν κατά γενικό τρόπο τη συμμετοχή της Ε στο επίμαχο έργο και τις μετακινήσεις της εκτός του ενάγοντος δεν επιτρέπουν ούτε τον επακριβή προσδιορισμό του όγκου της εργασίας της για το έργο Ask-it ούτε τη διαπίστωση της αντιστοίχισης των δηλωθεισών ωρών με τις δαπάνες που δηλώθηκαν, λαμβανομένων υπόψη των πολυάριθμων παράλληλων δραστηριοτήτων της συγκεκριμένης ερευνήτριας.

111    Αφετέρου, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 91 ανωτέρω, επιλέξιμες και αποδοτέες μπορούν να θεωρηθούν μόνον οι δαπάνες μετακινήσεων μελών του προσωπικού για τα οποία οι δαπάνες κρίθηκαν επιλέξιμες και αποδοτέες, κατ’ εφαρμογήν των επίμαχων συμφωνιών επιχορήγησης ή χρηματοδοτικής συνδρομής.

112    Από τα ανωτέρω απορρέει ότι τα επιχειρήματα του ενάγοντος δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τον χαρακτηρισμό των δηλωθεισών δαπανών για την Ε ως μη επιλέξιμων.

 Επί της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας

113    Το ενάγον υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μισθολογική δαπάνη ενός από τους συγκεκριμένους ερευνητές δεν ήταν επιλέξιμη, παραβίασε εντούτοις την αρχή της αναλογικότητας, καθώς απέρριψε το σύνολο των σχετικών δαπανών.

114    Παρατηρείται, ωστόσο, ότι το ενάγον αμφισβητεί μόνον την απόρριψη μέρους των δαπανών για δύο από τους των τριάντα εννέα ερευνητές, ότι η δαπάνη αυτή ανέρχεται μόλις στο ποσό των 23 964,13 ευρώ επί συνόλου 551 000,13 ευρώ και ότι αυτή απορρίφθηκε λόγω, αφενός, της μη τήρησης της υποχρέωσης προσκόμισης αξιόπιστων φύλλων καταγραφής του χρόνου απασχόλησης και, αφετέρου, λόγω κατάστασης ενέχουσας κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων.

115    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το ενάγον δεν αναπτύσσει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προς στήριξη της αιτίασής του περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας, ενώ δεν αρκεί η ορθή εκτέλεση των έργων προκειμένου ο αντισυμβαλλόμενος να αποκτήσει οριστικό δικαίωμα για την καταβολή της χρηματοδοτικής συνδρομής της Ένωσης εάν δεν έχουν τηρηθεί δεόντως οι προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται η χορήγηση της χρηματοδοτικής συνδρομής, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.

116    Επομένως, το επιχείρημα που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

117    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή βασίμως απέρριψε ως μη επιλέξιμη τη μισθολογική δαπάνη για τον Α και την Ε που αντιστοιχούσε στα φύλλα καταγραφής του χρόνου απασχόλησής τους. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα του ενάγοντος σχετικά με τις άμεσες δαπάνες προσωπικού πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δαπανών υπεργολαβίας

118    Με το δικόγραφο της αγωγής του, το ενάγον αμφισβήτησε τη μη επιλεξιμότητα των δαπανών στο πλαίσιο συμβάσεων υπεργολαβίας που ανατέθηκαν στις εταιρίες Β, C και D.

 Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην εταιρία Β

119    Οι ελεγκτές διατύπωσαν στην έκθεση ελέγχου την άποψη ότι οι δαπάνες της υπεργολαβίας που ανατέθηκε στην εταιρία Β, ύψους 70 000 ευρώ, δεν ήταν επιλέξιμες. Οι ελεγκτές εκτίμησαν, πρώτον, ότι η ανάθεση της υπεργολαβίας δεν ήταν αναγκαία, στο μέτρο που οι προσφορές δύο εκ των τριών προσφερόντων, μεταξύ των οποίων και της εταιρίας Β, είχαν υποβληθεί από μέλη του προσωπικού του ενάγοντος, πράγμα που αποδεικνύει ότι η εργασία θα μπορούσε να είχε παρασχεθεί από την κοινοπραξία. Δεύτερον, υποστήριξαν ότι δεν είχαν ενημερωθεί σχετικά με τα κριτήρια βάσει των οποίων επελέγη η προσφορά της εταιρίας Β, κατά παράβαση της υποχρέωσης περί κατακύρωσης υπό όρους διαφάνειας σύμφωνα με το σημείο II.6 των γενικών όρων, και ότι, τρίτον, δεν τους είχε υποβληθεί κανένα στοιχείο όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι προσφέροντες είχαν τη δυνατότητα να λάβουν γνώση των τεχνικών προδιαγραφών της σύμβασης. Τέταρτον, οι ελεγκτές παρατήρησαν ότι δεν υπήρχε αλληλογραφία με τον ανάδοχο κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης της υπεργολαβίας.

120    Το ενάγον αμφισβητεί κατ’ αρχάς τον ισχυρισμό ότι η δαπάνη της ανατεθείσας στην εταιρία Β υπεργολαβίας ήταν μη επιλέξιμη για τον λόγο ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, υποβλήθηκε προσφορά από την εταιρία J, στην οποία συμμετείχε ο Κ, ο οποίος είναι ερευνητής του ενάγοντος. Το ενάγον ισχυρίζεται συναφώς ότι η προσφορά αυτή απορρίφθηκε και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο Κ ουδόλως εργάστηκε για το έργο Ask-it. Επιπλέον, το ενάγον υποστηρίζει ότι η L, ερευνήτρια απασχολούμενη στο ενάγον και μετέχουσα στην ομάδα της εταιρίας Β, ουδέποτε εργάστηκε για το έργο Ask-it ή για άλλο από τα ελεγχθέντα έργα. Το ενάγον υπογραμμίζει ότι η L δεν ήταν μέλος της ομάδας του έργου που έπρεπε να εκτελεστεί από τον υπεργολάβο, ενώ περαιτέρω προέκυπτε από την προσφορά που υπέβαλε η εταιρία Β ότι επικεφαλής ομάδας θα ήταν οι Μ και Ν, καθηγητές Ιατρικής Πληροφορικής. Ως εκ τούτου, το αντικείμενο της υπεργολαβίας δεν μπορούσε να εκτελεστεί απλώς και μόνον από μία ερευνήτρια, η οποία ήταν ηλεκτρολόγος μηχανικός, ενώ ήταν προφανές ότι για την εκτέλεση του έργου απαιτούνται οι αυξημένες γνώσεις και η εμπειρία των εν λόγω καθηγητών.

121    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ανάθεση υπεργολαβίας δεν ήταν αναγκαία, καθόσον δύο από τις τρεις προσφορές είχαν υποβληθεί από εταιρίες στις οποίες εργάζονταν μέλη του προσωπικού του ενάγοντος.

122    Υπενθυμίζεται ότι τα σημεία II.1.26, II.1.27 και II.6 των γενικών όρων προβλέπουν ότι οι εργασίες ανατίθενται υπεργολαβικώς σε τρίτους όταν οι εργασίες αυτές, οι οποίες αποδεικνύονται αναγκαίες, δεν αντιπροσωπεύουν βασικά στοιχεία του έργου και δεν είναι δυνατό να εκτελεστούν από τους αντισυμβαλλομένους. Εξάλλου, από το σημείο II.6, παράγραφος 1, των γενικών όρων προκύπτει ότι, αν είναι αναγκαίο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, τα στοιχεία αυτά πρέπει να μνημονεύονται στο παράρτημα I της κύριας συμφωνίας. Κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να αναθέτουν με υπεργολαβία δευτερεύουσες εργασίες οι οποίες δεν αποτελούν βασικά στοιχεία του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι, μολονότι αποδεικνύονται αναγκαίες για την εκτέλεση του έργου, δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα.

123    Εν προκειμένω, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι το ενάγον ήταν το ίδιο σε θέση να εκτελέσει τα βασικά στοιχεία του έργου. Πράγματι, ερευνητές του ενάγοντος ήταν μέλη των ομάδων υλοποίησης του έργου που είχαν δηλωθεί στις προσφορές δύο εκ των τριών υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και της εταιρίας Β στην οποία ανατέθηκε η υπεργολαβία. Επομένως, το γεγονός ότι δύο εκ των τριών προσφορών είχαν υποβληθεί από εταιρίες στις οποίες εργάζονταν μέλη του προσωπικού του ενάγοντος δημιουργεί βάσιμες αμφιβολίες ως προς την αναγκαιότητα της υπεργολαβίας αυτής, σύμφωνα με το σημείο II.6 των γενικών όρων.

124    Περαιτέρω, επισημαίνεται, αφενός, ότι ουδεμία επιρροή ασκεί συναφώς το ότι ο Κ και η L δεν εργάζονταν για το έργο Ask-it, στο μέτρο που οι δύο ερευνητές βρίσκονταν στη διάθεση του ενάγοντος και οι επίμαχες εργασίες θα μπορούσαν να τους ανατεθούν προσωπικά και, αφετέρου, ότι ο Κ και η L είχαν πράγματι τον χρόνο, την αναγκαία εμπειρία και την απαιτούμενη πείρα για την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, όπως αποδεικνύεται από το ότι εργάζονταν για τις εταιρίες που υπέβαλαν προσφορά για την εκτέλεση του αντικειμένου που επρόκειτο να ανατεθεί υπεργολαβικώς.

125    Επιπλέον, η Επιτροπή στηρίχθηκε επίσης στις συνθήκες υπό τις οποίες επελέγη η εταιρία Β ως υπεργολάβος, κατά παραβίαση των αρχών της διαφάνειας και της ίσης μεταχείρισης.

126    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο II.6, παράγραφος 2, των γενικών όρων, κάθε σύμβαση υπεργολαβίας πρέπει να ανατίθεται, κατόπιν διαγωνισμού, υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης, στον υπεργολάβο που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα προσφορά. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, το ενάγον παρουσίασε μόνον τις τρεις προσφορές που υποβλήθηκαν για την επίδικη υπεργολαβία χωρίς διευκρινίσεις ούτε ως προς τις τεχνικές προδιαγραφές που δόθηκαν στους προσφέροντες ούτε ως προς τα κριτήρια για την επιλογή της πλέον συμφέρουσας προσφοράς.

127    Επιπλέον, η υποβολή προσφορών από δύο εταιρίες στις ομάδες εργασίας των οποίων περιλαμβάνονταν ερευνητές του ενάγοντος και η ανάθεση της υπεργολαβίας σε εταιρία στην ομάδα έργου της οποίας ανήκε ερευνήτρια του ενάγοντος εγείρουν ερωτήματα ως προς την ύπαρξη κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων κατά την έννοια του σημείου II.3 των γενικών όρων, όσο και ως προς την ενδεχόμενη παραβίαση της αμεροληψίας της διαδικασίας, κατά τα διαλαμβανόμενα στο σημείο II.6 των γενικών όρων.

128    Υπό τις συνθήκες αυτές, όπως προκύπτει από τη σκέψη 36 ανωτέρω, στο μέτρο που υπήρχε κίνδυνος μη πλήρωσης των προϋποθέσεων επιλεξιμότητας των δαπανών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενάγον δεν απέδειξε ότι η ανατεθείσα στην εταιρία Β υπεργολαβία ήταν αναγκαία και ότι είχε ανατεθεί υπό συνθήκες διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης.

129    Επομένως, η αιτίαση σχετικά με τον χαρακτηρισμό ως μη επιλέξιμης της δαπάνης για την υπεργολαβία που ανατέθηκε στην εταιρία Β πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της μη επιλεξιμότητας των δαπανών που συνδέονται με τις υπεργολαβίες που ανατέθηκαν στις εταιρίες C και D

130    Οι ελεγκτές διατύπωσαν στην έκθεση ελέγχου την άποψη ότι οι δαπάνες των υπεργολαβιών που ανατέθηκαν στις εταιρίες C και D, ύψους 10 000 ευρώ και 7 000 ευρώ, αντιστοίχως, δεν ήταν επιλέξιμες. Οι ελεγκτές εκτίμησαν ότι το αντικείμενο των εν λόγω υπεργολαβιών δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως δευτερεύον και ότι η ανάγκη για ανάθεση των υπεργολαβιών αυτών δεν είχε μνημονευθεί στο παράρτημα Ι της κύριας συμφωνίας, κατά τα οριζόμενα στο σημείο II.6 των γενικών όρων. Επιπλέον, ισχυρίστηκαν ότι οι συμβάσεις υπεργολαβίας είχαν συναφθεί χωρίς διαγωνισμό.

131    Το ενάγον αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι οι δαπάνες των υπεργολαβιών που ανατέθηκαν στις εταιρίες C και D ήταν μη επιλέξιμες για τον λόγο ότι οι υπεργολαβίες αυτές δεν αφορούσαν ήσσονος σημασίας δραστηριότητες, οπότε το ενάγον όφειλε να είχε λάβει την προηγούμενη έγκριση της Επιτροπής για την ανάθεσή τους.

132    Επισημαίνεται ότι το σημείο II.6, παράγραφος 1, των γενικών όρων ορίζει ότι οι αντισυμβαλλόμενοι βεβαιώνονται ότι είναι σε θέση να εκτελέσουν οι ίδιοι τις προς εκτέλεση εργασίες, όπως αυτές προσδιορίζονται στο παράρτημα Ι της συμφωνίας Ask-it. Η ίδια διάταξη προβλέπει επίσης ότι, αν είναι αναγκαίο να ανατεθούν με υπεργολαβία ορισμένα στοιχεία των προς εκτέλεση εργασιών, τούτο πρέπει να μνημονεύεται με σαφήνεια στο παράρτημα I και ότι, κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του έργου, οι αντισυμβαλλόμενοι μπορούν να αναθέτουν με υπεργολαβία άλλες δευτερεύουσες εργασίες, οι οποίες δεν αποτελούν βασικά στοιχεία των εργασιών του έργου και τις οποίες οι αντισυμβαλλόμενοι, μολονότι αποδεικνύονται αναγκαίες, δεν είναι σε θέση να αναλάβουν άμεσα.

133    Εν προκειμένω, το ενάγον ισχυρίζεται ότι η υπεργολαβία της εταιρίας C αφορούσε κατ’ ουσίαν την παραγωγή βίντεο για τις πιλοτικές δοκιμές του έργου στο πλαίσιο των πακέτων εργασίας WP 5.2, 5.3 και 2.6 και ότι το κόστος της δεν υπερέβη το 0,75 % του προϋπολογισμού.

134    Εξάλλου, όσον αφορά την υπεργολαβία της εταιρίας D, το ενάγον υποστηρίζει ότι αυτή είχε ως αντικείμενο την ανάπτυξη λογισμικού διασφαλίζοντος τη συμβατότητα δύο λογισμικών για φορητές συσκευές που αποτελούσαν αντικείμενο δοκιμών στο πλαίσιο του έργου και ότι το κόστος της δεν υπερέβαινε το 0,05 % του προϋπολογισμού.

135    Υπό τις συνθήκες αυτές, ελλείψει άλλων στοιχείων, το μικρό κόστος και η φύση των παροχών που αποτελούσαν το αντικείμενο των επίδικων υπεργολαβιών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο των εν λόγω υπεργολαβιών όντως ενέπιπτε στην κατηγορία των δευτερευουσών εργασιών οι οποίες μπορούν να εκτελεσθούν με αυτόν τον τρόπο, χωρίς να χρειάζεται εκ των προτέρων σχετική πρόβλεψη στο παράρτημα Ι της κύριας συμφωνίας.

136    Εντούτοις, από την έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι συμβάσεις υπεργολαβίας είχαν συναφθεί χωρίς διαγωνισμό και, ως εκ τούτου, χωρίς να τηρηθεί ο όρος περί ανάθεσης στον υπεργολάβο που υπέβαλε την πλέον συμφέρουσα προσφορά.

137    Το ενάγον ισχυρίζεται, συναφώς, ότι, λόγω του ότι οι συμβάσεις υπεργολαβίας αφορούσαν χαμηλό ποσό, ουδόλως ήταν υποχρεωμένο, δυνάμει του κανονισμού του περί προμηθειών και του ελληνικού δικαίου, να διοργανώσει διεθνή ή ανοιχτή πρόσκληση προς υποβολή προσφορών για την ανάθεση των υπεργολαβιών αυτών. Το ενάγον διευκρινίζει ότι, κατ’ εφαρμογήν του οδηγού του έκτου προγράμματος‑πλαισίου, οι υπεργολαβίες ανατίθενται σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο και ότι η διαδικασία αυτή μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη και διαδικασία με διαπραγμάτευση ή απευθείας ανάθεση. Το ενάγον υποστηρίζει συναφώς ότι οι συμβάσεις υπεργολαβίας ανατέθηκαν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει, μεταξύ άλλων, την απευθείας ανάθεση συμβάσεων κατόπιν διαπραγματεύσεων.

138    Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το σημείο II.6, παράγραφος 2, των γενικών όρων, κάθε σύμβαση υπεργολαβίας, ανεξαρτήτως εάν μνημονεύεται στο παράρτημα Ι, πρέπει να ανατίθεται κατόπιν διαγωνισμού στον υπεργολάβο που έχει υποβάλει την πλέον συμφέρουσα προσφορά, υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης. Το ενάγον ανέθεσε, όμως, τις επίμαχες υπεργολαβίες χωρίς διαγωνισμό. Επομένως, η απευθείας και αδιαφανής ανάθεση των εργασιών σε υπεργολάβους, χωρίς την παραμικρή διατύπωση, είναι προδήλως αντίθετη προς τις απαιτήσεις που θέτει το γράμμα της δεύτερης παραγράφου του σημείου II.6 των γενικών όρων.

139    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το ενάγον δεν υποδεικνύει τους λόγους για τους οποίους ο εσωτερικός του κανονισμός τον απαλλάσσει από τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν, αφενός, οι γενικοί όροι, ιδίως το σημείο II.6, και, αφετέρου, το άρθρο 184 του κανονισμού 2342/2002, το οποίο ορίζει ότι, όταν η υλοποίηση των επιχορηγούμενων ενεργειών απαιτεί την ανάθεση σύμβασης, οι δικαιούχοι των επιδοτήσεων κατακυρώνουν τη σύμβαση στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι ο οδηγός του έκτου προγράμματος‑πλαισίου αποτελεί απλώς ένα κατευθυντήριο εργαλείο για τα έργα που επιλέγονται για χρηματοδότηση και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που θέτουν οι γενικοί όροι και, ειδικότερα, από τις απαιτήσεις που απορρέουν από το γράμμα της δεύτερης παραγράφου του σημείου ΙΙ.6.

140    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ενάγον δεν απέδειξε ότι οι υπεργολαβίες είχαν ανατεθεί υπό όρους διαφάνειας και ίσης μεταχείρισης.

141    Επομένως, δεδομένου ότι το ενάγον προσέφυγε σε απευθείας ανάθεση, η Επιτροπή ορθώς απέρριψε ως μη επιλέξιμες τις δαπάνες των υπεργολαβιών που ανατέθηκαν στις εταιρίες C και D.

142    Επομένως, οι αιτιάσεις του ενάγοντος κατά της απόρριψης ως μη επιλέξιμων των δαπανών υπεργολαβίας που χορηγήθηκαν στις εταιρίες Β, C και D πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των έμμεσων δαπανών

143    Το ενάγον προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε ότι οι έμμεσες δαπάνες που αντιστοιχούσαν στη χαρακτηρισθείσα ως μη επιλέξιμη άμεση μισθολογική δαπάνη για τον Α και την Ε δεν ήταν επιλέξιμες μέχρι του ποσού των 21 661,98 ευρώ. Το ενάγον υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που απέδειξε ότι, αντιθέτως, η εν λόγω άμεση μισθολογική δαπάνη ήταν επιλέξιμη, το ίδιο ισχύει και ως προς το ανωτέρω ποσό.

144    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει, ωστόσο, ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε μη επιλέξιμη την άμεση μισθολογική δαπάνη για τον Α και την Ε. Στο μέτρο που, όπως επισήμανε η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως, χωρίς το ενάγον να την αντικρούσει ως προς το σημείο αυτό, οι έμμεσες δαπάνες υπολογίζονται ως ποσοστό των άμεσων δαπανών και θα έπρεπε να προσδιοριστούν και να δικαιολογηθούν ως πραγματοποιηθείσες σε σχέση με τις άμεσες δαπάνες που κρίθηκαν επιλέξιμες, η προβαλλόμενη αιτίαση κατά του χαρακτηρισμού των έμμεσων δαπανών ως μη επιλέξιμων πρέπει να απορριφθεί.

145    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

146    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το ενάγον ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή.

2)      Καταδικάζει το Εθνικό Κέντρο Έρευνας και Τεχνολογικής Ανάπτυξης (ΕΚΕΤΑ) στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Truchot

Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.