Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 31ης Ιανουαρίου 2019 (*)

«Αίτηση αναιρέσεως – Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν – Δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων – Ακύρωση εγγραφής από το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τροποποίηση των κριτηρίων εγγραφής σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων – Επανεγγραφή – Αποδεικτικά στοιχεία αναγόμενα σε χρόνο προγενέστερο της πρώτης εγγραφής – Πραγματικά περιστατικά γνωστά πριν από την πρώτη εγγραφή – Δεδικασμένο – Έκταση – Ασφάλεια δικαίου – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Αρχή ne bis in idem – Αποτελεσματική ένδικη προστασία»

Στην υπόθεση C-225/17 P,

με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 56 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ασκήθηκε στις 27 Απριλίου 2017,

Islamic Republic of Iran Shipping Lines, με έδρα την Τεχεράνη (Ιράν),

Hafize Darya Shipping Lines (HDSL), με έδρα την Τεχεράνη,

Khazar Shipping Lines, με έδρα την Anzali Free Zone (Ιράν),

IRISL Europe GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

Qeshm Marine Services & Engineering Co., πρώην IRISL Marine Services and Engineering Co., με έδρα το Qeshm (Ιράν),

Irano Misr Shipping Co., με έδρα την Αλεξάνδρεια (Αίγυπτος),

Safiran Payam Darya Shipping Lines, με έδρα την Τεχεράνη,

Marine Information Technology Development Co., πρώην Shipping Computer Services Co., με έδρα την Τεχεράνη,

Rahbaran Omid Darya Ship Management Co., άλλως Soroush Saramin Asatir, με έδρα την Τεχεράνη,

Hoopad Darya Shipping Agency, πρώην South Way Shipping Agency Co. Ltd, με έδρα την Τεχεράνη,

Valfajr 8th Shipping Line Co., με έδρα την Τεχεράνη,

εκπροσωπούμενες από τις M. Lester, QC, και M. Taher, solicitor,

αναιρεσείουσες,

όπου οι λοιποί διάδικοι είναι:

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τους J. Kneale και M. Bishop,

καθού πρωτοδίκως,

υποστηριζόμενο από:

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την D. Gauci, καθώς και από τον T. Scharf,

παρεμβαίνον πρωτοδίκως (Τ-87/14),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο του Δικαστηρίου, προεδρεύοντα του τετάρτου τμήματος, T. von Danwitz (εισηγητή), Κ. Λυκούργο, E. Juhász και C. Vajda, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: E. Sharpston

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις της κατά τη συνεδρίαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν, η Islamic Republic of Iran Shipping Lines (στο εξής: IRISL), η Hafize Darya Shipping Lines (HDSL), η Khazar Shipping Lines, η IRISL Europe GmbH, η Qeshm Marine Services & Engineering Co. (πρώην IRISL Marine Services and Engineering Co.), η Irano Misr Shipping Co., η Safiran Payam Darya Shipping Lines, η Marine Information Technology Development Co. (πρώην Shipping Computer Services Co.), η Rahbaran Omid Darya Ship Management Co. (άλλως Soroush Sarzamin Asatir), η Hoopad Darya Shipping Agency (πρώην South Way Shipping Agency Co. Ltd) και η Valfajr 8th Shipping Line Co. ζητούν την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Φεβρουαρίου 2017, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-14/14 και T-87/14, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, EU:T:2017:102), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματά τους:

–        στην υπόθεση T-14/14, περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/497/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 272, σ. 46), και του κανονισμού (ΕΕ) 971/2013 του Συμβουλίου, της 10ης Οκτωβρίου 2013, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 272, σ. 1), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τις αναιρεσείουσες (στο εξής: επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013),

–        στην υπόθεση T-87/14, αφενός, περί κηρύξεως ως ανεφάρμοστων της αποφάσεως 2013/497 και του κανονισμού 971/2013 και, αφετέρου, περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2013/685/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 316, σ. 46), και του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1203/2013 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 2013, για την εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2013, L 316, σ. 1), κατά το μέρος που οι πράξεις αυτές αφορούν τις αναιρεσείουσες (στο εξής: επίδικες πράξεις του Νοεμβρίου 2013).

 Το ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 23 Δεκεμβρίου 2006, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών (στο εξής: Συμβούλιο Ασφαλείας) εξέδωσε το ψήφισμα 1737 (2006), του οποίου το σημείο 7 απαγορεύει στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να εξάγει αγαθά και τεχνολογίες που σχετίζονται με τις πυρηνικές δραστηριότητές της και ενέχουν κίνδυνο διαδόσεως πυρηνικών όπλων ή που σχετίζονται με την ανάπτυξη φορέων πυρηνικών όπλων.

3        Στις 24 Μαρτίου 2007, το Συμβούλιο Ασφαλείας εξέδωσε το ψήφισμα 1747 (2007), το σημείο 5 του οποίου απαγορεύει στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν να παρέχει, να πωλεί ή να μεταφέρει, άμεσα ή έμμεσα, από το έδαφός της ή μέσω υπηκόων της ή με πλοία ή αεροσκάφη που φέρουν τη σημαία της, όπλα ή συναφές υλικό.

4        Στις 9 Ιουνίου 2010, το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών εξέδωσε το ψήφισμα 1929 (2010) με το οποίο διευρύνθηκε το πεδίο εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων που είχαν επιβληθεί με τα προηγούμενα ψηφίσματά του και θεσπίσθηκαν πρόσθετα περιοριστικά μέτρα κατά της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

5        Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την έκδοση του ψηφίσματος 1929 (2010) και κάλεσε το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή των προβλεπόμενων με το ψήφισμα αυτό μέτρων, καθώς και συνοδευτικά μέτρα, με σκοπό να διευκολυνθεί η διευθέτηση, μέσω διαπραγματεύσεων, όλων των εκκρεμών ζητημάτων που αφορούν την ανάπτυξη νευραλγικών τεχνολογιών από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προς ενίσχυση του πυρηνικού και του πυραυλικού της προγράμματος (στο εξής: δήλωση της 17ης Ιουνίου 2010). Τα μέτρα αυτά έπρεπε να καλύπτουν τον εμπορικό τομέα, τον χρηματοοικονομικό τομέα, τον τομέα των ιρανικών μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων της IRISL και των θυγατρικών της, και τους βασικούς τομείς της βιομηχανίας φυσικού αερίου και πετρελαίου. Προβλέφθηκε επίσης η επέκταση των μέτρων δεσμεύσεως περιουσιακών στοιχείων ιδίως στα μέλη του Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς.

6        Στις 26 Ιουλίου 2010, εκδόθηκε η απόφαση 2010/413/ΚΕΠΠΑ του Συμβουλίου, για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και για την κατάργηση της κοινής θέσης 2007/140/ΚΕΠΠΑ (ΕΕ 2010, L 195, σ. 39, και διορθωτικό ΕΕ 2010, L 197, σ. 19), της οποίας οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5, 7 και 8 έχουν ως εξής:

«(4)      Στις 9 Ιουνίου 2010, το [Συμβούλιο Ασφαλείας] εξέδωσε [το ψήφισμα] 1929 (2010) […].

(5)      Στις 17 Ιουνίου 2010, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο […] κάλεσε το Συμβούλιο να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή εκείνων που περιέχονται στο [ψήφισμα] 1929 (2010) [του Συμβουλίου Ασφαλείας], καθώς και συνοδευτικά μέτρα […].

[…]

(7)      [Το ψήφισμα] 1929 (2010) παρατείνει τους οικονομικούς και ταξιδιωτικούς περιορισμούς που επέβαλε [το ψήφισμα] 1737 (2006) σε επί πλέον πρόσωπα και οντότητες, μεταξύ των οποίων μέλη και οντότητες του [Σώματος της Ισλαμικής Επαναστατικής Φρουράς (ΣΙΕΦ)], καθώς και οντότητες [της IRISL].

(8)      Σύμφωνα με τη [δήλωση της 17ης Ιουνίου 2010], οι περιορισμοί εισδοχής και η δέσμευση κεφαλαίων και οικονομικών πόρων θα πρέπει να εφαρμοστούν σε άλλα πρόσωπα και οντότητες, πέραν εκείνων που κατονομάζονται από το Συμβούλιο Ασφαλείας […]».

7        Το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως αυτής προέβλεπε τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων «προσώπων και οντοτήτων […] τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν τις ικανές να συντελέσουν στη διάδοση πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν […] ή προσώπων και οντοτήτων που βοήθησαν τα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν τις κυρώσεις των [ψηφισμάτων] 1737 (2006), […] 1747 (2007), […] 1803 (2008) και […] 1929 (2010) ή της παρούσας απόφασης, καθώς και άλλων αξιωματούχων και οντοτήτων […] [της IRISL] και οντοτήτων που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό [της] ή που ενεργούν εξ ονόματός [της], όπως απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ».

8        Οι επωνυμίες των αναιρεσειουσών εγγράφηκαν στο παράρτημα II της εν λόγω αποφάσεως με την αιτιολογία, όσον αφορά την IRISL, ότι, μεταξύ άλλων, «έχει αναμιχθεί στην αποστολή φορτίων στρατιωτικού χαρακτήρα, καθώς και απηγορευμένων φορτίων από το Ιράν. Τρία τέτοια περιστατικά που αφορούσαν σαφείς παραβιάσεις αναφέρθηκαν στην Επιτροπή Κυρώσεων του [Συμβουλίου Ασφαλείας] […]» και, όσον αφορά τις λοιπές αναιρεσείουσες, ότι ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή ότι δρούσαν για λογαριασμό της.

9        Επίσης στις 26 Ιουλίου 2010, με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 668/2010 του Συμβουλίου, για την εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2010, L 195, σ. 25), οι επωνυμίες των αναιρεσειουσών προστέθηκαν στον κατάλογο του παραρτήματος V του κανονισμού (ΕΚ) 423/2007 του Συμβουλίου, της 19ης Απριλίου 2007, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2007, L 103, σ. 1), με αιτιολογία κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη που μνημονεύθηκε στην προηγούμενη σκέψη της παρούσας αποφάσεως.

10      Ο κανονισμός (ΕΕ) 961/2010 του Συμβουλίου, της 25 Οκτωβρίου 2010, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 423/2007 (ΕΕ 2010, L 281, σ. 1), προέβλεψε, με το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, τη δέσμευση των κεφαλαίων και των οικονομικών πόρων προσώπων, οντοτήτων ή φορέων απαριθμούμενων στο παράρτημα VIII, που έχει αναγνωριστεί ότι «αποτελούν νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ανήκει ή ελέγχεται από [την IRISL]». Το ίδιο κριτήριο εγγραφής χρησιμοποιήθηκε, κατ’ ουσίαν, και στο άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ του κανονισμού (ΕΕ) 267/2012 του Συμβουλίου, της 23ης Μαρτίου 2012, σχετικά με περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν και την κατάργηση του κανονισμού 961/2010 (ΕΕ 2012, L 88, σ. 1).

11      Οι επωνυμίες των αναιρεσειουσών διατηρήθηκαν τόσο στο παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 όσο και στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012, με αιτιολογία κατ’ ουσίαν πανομοιότυπη με εκείνη που μνημονεύθηκε στη σκέψη 8 της παρούσας αποφάσεως.

12      Με απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Islamic Republic of Iran Shipping Lines κ.λπ. κατά Συμβουλίου (T-489/10, στο εξής: απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, EU:T:2013:453), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε, κατά το μέρος που αφορούσε τις αναιρεσείουσες, το παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, το παράρτημα του εκτελεστικού κανονισμού 668/2010, το παράρτημα VIII του κανονισμού 961/2010 και το παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012, με το σκεπτικό ότι το Συμβούλιο δεν αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την εκτίμησή του ότι η IRISL είχε συνδράμει κατονομαζόμενο πρόσωπο ή οντότητα να παραβιάσει τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, ούτε απέδειξε ότι η IRISL, μεταφέροντας, τρεις φορές, στρατιωτικό υλικό κατά παράβαση της απαγορεύσεως διακινήσεως όπλων, είχε παράσχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

13      Στις 10 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2013/497. Κατά την αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως αυτής, τα κριτήρια εγγραφής αναφορικά με τη δέσμευση κεφαλαίων, τα οποία καλύπτουν πρόσωπα και οντότητες που έχουν βοηθήσει κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν ή να παραβιάσουν τις διατάξεις των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της αποφάσεως 2010/413, θα πρέπει να προσαρμοσθούν προκειμένου να συμπεριλάβουν πρόσωπα και οντότητες που έχουν αυτά τα ίδια αποφύγει ή παραβιάσει τις διατάξεις αυτές.

14      Η εν λόγω απόφαση τροποποίησε το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413 ως εξής:

«προσώπων και οντοτήτων […] τα οποία ασχολούνται ή έχουν άμεση σχέση με ή υποστηρίζουν τις ικανές να συντελέσουν στη διάδοση πυρηνικές δραστηριότητες του Ιράν […] ή προσώπων και οντοτήτων που απέφυγαν, παραβίασαν ή βοήθησαν κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν ή να παραβιάσουν τις διατάξεις των [ψηφισμάτων] 1737 (2006), […] 1747 (2007), […] 1803 (2008) και […] 1929 (2010) [του Συμβουλίου Ασφαλείας] ή της παρούσας απόφασης, καθώς και άλλα μέλη και οντότητες […] [της IRISL] και οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχό [της] ή πρόσωπα ή οντότητες που ενεργούν εξ ονόματός [της] ή πρόσωπα ή οντότητες παρέχουν ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην IRISL] ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο [αυτής] ή ενεργούν για λογαριασμό [της], όπως απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ».

15      Στις 10 Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο εξέδωσε επίσης τον κανονισμό 971/2013 με σκοπό τη θέση σε εφαρμογή της αποφάσεως 2013/497 εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος τροποποίησε το γράμμα του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και εʹ, του κανονισμού 267/2012 ως εξής:

«[…] Το παράρτημα ΙΧ περιλαμβάνει τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, τις οντότητες και τους οργανισμούς τα οποία […] έχει αναγνωρισθεί ότι:

[…]

β)      αποτελούν φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που έχει αποφύγει ή παραβιάσει ή έχει βοηθήσει κατονομαζόμενο πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό ώστε να αποφύγει ή να παραβιάσει τις διατάξεις του παρόντος κανονισμού, της απόφασης [2010/413] ή των [ψηφισμάτων] 1737 (2006), 1747 (2007), 1803 (2008) και 1929 (2010) του [Συμβουλίου Ασφαλείας]·

[…]

ε)      αποτελούν νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ανήκει ή ελέγχεται από [την IRISL] ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που ενεργεί για λογαριασμό [της] ή φυσικό ή νομικό πρόσωπο, οντότητα ή οργανισμό που παρέχει ασφαλιστικές ή άλλες βασικές υπηρεσίες [στην] IRISL ή σε οντότητες που τελούν υπό την κυριότητα ή τον έλεγχο [αυτής] ή ενεργούν για λογαριασμό [της].»

16      Με τις επίδικες πράξεις του Νοεμβρίου 2013, το Συμβούλιο ενέγραψε εκ νέου τις επωνυμίες των αναιρεσειουσών, αφενός, στον περιλαμβανόμενο στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413 κατάλογο προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων και, αφετέρου, σε εκείνον που παρατίθεται στο παράρτημα IX του κανονισμού 267/2012 (στο εξής: επίδικοι κατάλογοι).

17      Η αιτιολογία της εγγραφής της IRISL στους καταλόγους αυτούς ήταν πανομοιότυπη και είχε ως εξής:

«Η IRISL έχει αναμιχθεί στην αποστολή υλικού σχετικού με εξοπλισμούς από το Ιράν κατά παράβαση της παραγράφου 5 [του ψηφίσματος] 1747 (2007) του [Συμβουλίου Ασφαλείας]. Κατά τη διάρκεια του 2009 υποβλήθηκαν αναφορές για τρεις σαφείς παραβιάσεις [στο Συμβούλιο Ασφαλείας] για το Ιράν.»

18      Οι λοιπές αναιρεσείουσες επανεγγράφηκαν στους εν λόγω καταλόγους με την αιτιολογία, όσον αφορά την HDSL, τη Safiran Payam Darya Shipping Lines και τη Hoopad Darya Shipping Agency, ότι «εν[εργούσαν] […] για λογαριασμό της IRISL», όσον αφορά την Khazar Shipping Lines, την IRISL Europe και την Valfajr 8th Shipping Line, ότι «ανήκ[αν] στην IRISL», όσον αφορά την Qeshm Marine Services & Engineering και τη Marine Information Technology Development, ότι «ελέγχ[ονταν] από την IRISL», όσον αφορά την Irano Misr Shipping, ότι «παρ[είχε] ουσιώδεις υπηρεσίες στην IRISL» και, όσον αφορά τη Rahbaran Omid Darya Ship Management, ότι «ενεργ[ούσε] για λογαριασμό της IRISL και της παρ[είχε] ουσιώδεις υπηρεσίες».

19      Στις 18 Οκτωβρίου 2015, στο πλαίσιο της εφαρμογής του κοινού ολοκληρωμένου σχεδίου δράσεως της 14ης Ιουλίου 2015, το οποίο συμφωνήθηκε με την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν όσον αφορά το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, το Συμβούλιο εξέδωσε, αφενός, την απόφαση (ΚΕΠΠΑ) 2015/1863, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/413/ΚΕΠΠΑ για περιοριστικά μέτρα κατά του Ιράν (ΕΕ 2015, L 274, σ. 174), με την οποία ανεστάλησαν, σε σχέση με τις αναιρεσείουσες, τα περιοριστικά μέτρα που είχαν προβλεφθεί με την απόφαση 2013/685, καθώς και, αφετέρου, τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2015/1862, για την εφαρμογή του κανονισμού 267/2012 (ΕΕ 2015, L 274, σ. 161), με τον οποίο διεγράφησαν οι επωνυμίες τους από τον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα IX του τελευταίου αυτού κανονισμού.

 Η ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία και η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

20      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 6 Ιανουαρίου και στις 7 Φεβρουαρίου 2014, οι αναιρεσείουσες άσκησαν, αντιστοίχως, στην υπόθεση T-14/14, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και, στην υπόθεση T-87/14, προσφυγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση των επίδικων πράξεων του Νοεμβρίου 2013 και, αφετέρου, την κήρυξη ως ανεφάρμοστων, δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ, των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο αυτών υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

21      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο, αφού απέρριψε την προσφυγή στην υπόθεση T-14/14, απεφάνθη επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑87/14. Στις σκέψεις 53 έως 105 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, απέρριψε καταρχάς το σύνολο των ισχυρισμών που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες προς στήριξη της ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας που πρότειναν κατά των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013. Οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούσαν, ο πρώτος, έλλειψη νομικής βάσεως, ο δεύτερος, προσβολή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης τους καθώς και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής ne bis in idem και της αρχής του δεδικασμένου, ο τρίτος, κατάχρηση εξουσίας, ο τέταρτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ο πέμπτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους.

22      Στις σκέψεις 106 έως 211 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το σύνολο των λόγων ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι αναιρεσείουσες προς στήριξη του αιτήματός τους για ακύρωση των επίδικων πράξεων του Νοεμβρίου 2013. Οι λόγοι αυτοί αφορούσαν, ο πρώτος, έλλειψη νομικής βάσεως, ο δεύτερος, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε, ως προς διάφορες πτυχές, το Συμβούλιο, ο τρίτος, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο τέταρτος, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, της αρχής του δεδικασμένου, της αρχής ne bis in idem και της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων, και ο πέμπτος, προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους, καθώς και παραβίαση της αρχή της αναλογικότητας.

23      Κατά συνέπεια, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε, στο σύνολό τους, τις προσφυγές στις υποθέσεις T-14/14 και T-87/14.

 Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

24      Οι αναιρεσείουσες ζητούν από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

–        να δεχθεί τα αιτήματα που υπέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, και

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής και της πρωτόδικης διαδικασίας.

25      Το Συμβούλιο ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, άλλως ως αβάσιμη·

–        επικουρικώς, αν το Δικαστήριο αποφασίσει να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να κρίνει το ίδιο οριστικά τη διαφορά, να απορρίψει την προσφυγή ακυρώσεως και το αίτημα περί κηρύξεως των επίμαχων διατάξεων ως ανεφάρμοστων, και

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα της αναιρετικής διαδικασίας.

26      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως ως απαράδεκτη, άλλως ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις αναιρεσείουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως αναιρέσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Το Συμβούλιο προτείνει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως με το επιχείρημα ότι οι αναιρεσείουσες δεν έχουν συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς, διότι με την απόφαση 2015/1863 και τον εκτελεστικό κανονισμό 2015/1862 άρθηκαν τα περιοριστικά μέτρα που είχαν ληφθεί εις βάρος τους και η φήμη τους δεν εθίγη από την απόφασή του να τις επανεγγράψει, με τις επίδικες πράξεις του Νοεμβρίου 2013, στους επίδικους καταλόγους. Ειδικότερα, οι λόγοι για την επανεγγραφή αυτή ανάγονται σε δημόσια έκθεση της επιτροπής κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για το έτος 2009.

28      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο κατά το οποίο οι αναιρεσείουσες επιζητούν, στην πραγματικότητα, την εκ μέρους του Δικαστηρίου επανεξέταση της υποθέσεως επί της οποίας απεφάνθη το Γενικό Δικαστήριο. Συναφώς, υποστηρίζει ότι οι αναιρεσείουσες αρκούνται, σε μεγάλο βαθμό, σε επανάληψη των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που είχαν προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, χωρίς να περιοριστούν στα νομικά ζητήματα, ιδίως στο πλαίσιο του έκτου λόγου αναιρέσεως.

29      Οι αναιρεσείουσες ζητούν να κριθεί παραδεκτή η αίτηση αναιρέσεως. Υποστηρίζουν, αφενός, ότι έχουν έννομο συμφέρον να αναγνωριστεί ο εξαρχής παράνομος χαρακτήρας των περιοριστικών μέτρων που λήφθηκαν εις βάρος τους, να αποκατασταθεί η φήμη τους η οποία εθίγη από την Ένωση και να ασκήσουν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, αγωγή αποζημιώσεως. Διατείνονται, αφετέρου, ότι η πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο και η οποία θα πρέπει να έχει ως συνέπεια την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς από την αίτηση αναιρέσεως που άσκησαν.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου

30      Πρώτον, όσον αφορά το έννομο συμφέρον, κατά πάγια νομολογία κρίνεται ότι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αναιρεσείοντος προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C-27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Το Δικαστήριο έχει όμως κρίνει ότι πρόσωπο ή οντότητα του οποίου το όνομα ή η επωνυμία έχει εγγραφεί σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων εξακολουθεί να έχει τουλάχιστον ηθικό συμφέρον για την ακύρωση της εγγραφής αυτής, προκειμένου να αναγνωριστεί από τον δικαστή της Ένωσης ότι το όνομά του ή η επωνυμία της δεν έπρεπε ποτέ να περιληφθεί σε τέτοιον κατάλογο, λαμβανομένων υπόψη των επιπτώσεων για τη φήμη του, ακόμη και μετά τη διαγραφή του ονόματός του ή της επωνυμίας της από τον εν λόγω κατάλογο ή την αναστολή της δεσμεύσεως των περιουσιακών στοιχείων του (αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, C-248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψη 29).

32      Επομένως, οι αναιρεσείουσες έχουν, τουλάχιστον ηθικό, συμφέρον να ζητήσουν την αναίρεση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να επιδιώξουν την ακύρωση της επανεγγραφής της στους επίδικους καταλόγους, μολονότι, αφενός, ανεστάλη η δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων τους, η οποία προέκυψε από την επανεγγραφή αυτή στον κατάλογο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της αποφάσεως 2010/413, και, αφετέρου, οι επωνυμίες τους απαλείφθηκαν από τον κατάλογο του παραρτήματος IX του κανονισμού 267/2012 δυνάμει της αποφάσεως 2015/1863 και του εκτελεστικού κανονισμού 2015/1862, αντιστοίχως. Ομοίως, το γεγονός και μόνον ότι η εγγραφή αυτή στηρίζεται σε δημόσια έκθεση διεθνούς οργανισμού, όπως είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας, δεν κλονίζει το, τουλάχιστον ηθικό, συμφέρον που διαθέτει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα προς επιδίωξη της ακυρώσεως πράξεως της Ένωσης η οποία θα μπορούσε αφ’ εαυτής να βλάψει τη φήμη του ή ακόμη και να επιτείνει μια τέτοια προϋπάρχουσα βλάβη.

33      Κατά συνέπεια, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε το Συμβούλιο.

34      Δεύτερον, στο μέτρο κατά το οποίο η Επιτροπή προτείνει ένσταση απαραδέκτου της αιτήσεως αναιρέσεως με το επιχείρημα ότι οι αναιρεσείουσες ζητούν απλώς επανεξέταση των λόγων ακυρώσεως και επιχειρημάτων που προέβαλαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης από το Γενικό Δικαστήριο, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση της αιτήσεως αναιρέσεως. Συγκεκριμένα, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αίτηση αναιρέσεως σε λόγους και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η διαδικασία της αναιρέσεως θα καθίστατο εν μέρει άνευ αντικειμένου (αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 2017, Επιτροπή κατά Total και Elf Aquitaine, C-351/15 P, EU:C:2017:27, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 17ης Μαΐου 2017, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C-337/16 P, EU:C:2017:381, σκέψη 20).

35      Εν προκειμένω, η αίτηση αναιρέσεως, εξεταζόμενη στο σύνολό της, προσδιορίζει με επαρκή ακρίβεια τις επικρινόμενες σκέψεις της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τους λόγους για τους οποίους, κατά τις αναιρεσείουσες, οι σκέψεις αυτές ενέχουν πλάνη περί το δίκαιο, και δεν περιορίζεται σε απλή επανάληψη ή αναπαραγωγή των επιχειρημάτων, όπως διατείνεται η Επιτροπή, με αποτέλεσμα να παρέχεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα να ασκήσει έλεγχο νομιμότητας.

36      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που πρότεινε η Επιτροπή εφόσον βάλλει κατά της αιτήσεως αναιρέσεως στο σύνολό της.

37      Πάντως, η ως άνω διαπίστωση ουδόλως προδικάζει την εξέταση του παραδεκτού ορισμένων λόγων εξεταζόμενων χωριστά (αποφάσεις της 14ης Ιουνίου 2016, Marchiani κατά Κοινοβουλίου, C-566/14 P, EU:C:2016:437, σκέψη 34, και της 4ης Μαΐου 2017, RFA International κατά Επιτροπής, C-239/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2017:337, σκέψη 20).

 Επί της ουσίας

38      Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες προβάλλουν εννέα λόγους.

39      Οι πέντε πρώτοι λόγοι αναιρέσεως αφορούν πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εξέταση των ισχυρισμών που προβλήθηκαν προς στήριξη της προταθείσας στην υπόθεση T-87/14 ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013, με τις οποίες το Συμβούλιο τροποποίησε τα κριτήρια εγγραφής στους καταλόγους των υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων προσώπων και οντοτήτων.

40      Οι τέσσερις τελευταίοι λόγοι αναιρέσεως βάλλουν κατά της εξετάσεως από το Γενικό Δικαστήριο των προβληθέντων στην ίδια υπόθεση λόγων ακυρώσεως των επίδικων πράξεων του Νοεμβρίου 2013, με τις οποίες το Συμβούλιο ενέγραψε εκ νέου τις επωνυμίες των αναιρεσειουσών στους επίδικους καταλόγους βάσει, για μεν την IRISL, του κριτηρίου εγγραφής που καθορίζεται με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2013/497, και με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 267/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 971/2013 [στο εξής: κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007)], για δε τις λοιπές αναιρεσείουσες, του κριτηρίου εγγραφής που καθορίζεται με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της αποφάσεως 2010/413, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2013/497, και με το άρθρο 23, παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 267/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 971/2013 (στο εξής: κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL).

41      Θα πρέπει να εξεταστούν, πρώτον, ο δεύτερος και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως από κοινού με το τρίτο σκέλος του πρώτου και το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου, που αφορούν πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εκτίμηση των συνεπειών της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, δεύτερον, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, που αφορά παράλειψη απαντήσεως στο επιχείρημα ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε αντικειμενικό λόγο και δικαιολόγηση για την τροποποίηση, με τις επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013, των κριτηρίων εγγραφής στους καταλόγους των υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων προσώπων και οντοτήτων, τρίτον, ο τέταρτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως, που αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, τέταρτον, ο τρίτος, ο πέμπτος και ο ένατος λόγος αναιρέσεως από κοινού με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου και με το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου, που αφορούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθώς και πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέρος που έκρινε ότι το Συμβούλιο δεν ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας, και, τέλος, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου κατά το μέρος που δεν διαπίστωσε ότι το Συμβούλιο, σε διάφορα σημεία, είχε υποπέσει σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί του δευτέρου και του ογδόου λόγου αναιρέσεως, καθώς και επί του τρίτου σκέλους του πρώτου και του τρίτου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Με τον δεύτερο και με τον όγδοο λόγο αναιρέσεως, καθώς και με το τρίτο σκέλος του πρώτου και το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς έκρινε ότι, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, η οποία απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, το Συμβούλιο μπορούσε να εκδώσει τις επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013, χωρίς να παραβιάσει την αρχή του δεδικασμένου, τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, την αρχή ne bis in idem ή χωρίς να προσβάλει το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Ο μόνος λόγος για τον οποίο εκδόθηκαν οι επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 ήταν για να παρακαμφθεί η απόφαση αυτή.

43      Οι αναιρεσείουσες φρονούν ότι οι αρχές αυτές δεν επέτρεπαν στο Συμβούλιο να αναδιατυπώσει τα κριτήρια εγγραφής προκειμένου να τις επανεγγράψει στους επίδικους καταλόγους, δεδομένου ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν μεταβλήθηκαν και δεν προέκυψαν νέα αποδεικτικά στοιχεία και δεδομένου ότι με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 αναγνωρίστηκε η έλλειψη σχέσεως μεταξύ της απαγορεύσεως μεταφοράς όπλων, κατά το σημείο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007), και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και δεν έγινε δεκτό το κριτήριο εγγραφής το σχετικό με τις συνδεόμενες με την IRISL οντότητες. Η επανεγγραφή, όμως, της IRISL έχει ως βάση της ισχυρισμούς περί φερόμενων ως τελεσθεισών το 2009 παραβιάσεων του ψηφίσματος 1747 (2007), οι οποίοι είναι ίδιοι με εκείνους στους οποίους στηρίχθηκε η αρχική της εγγραφή, η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013. Το Γενικό Δικαστήριο αρκέσθηκε στη διαπίστωση ότι τα πραγματικά περιστατικά αυτά ήταν αρκούντως πρόσφατα.

44      Οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι η δυνατότητα επανεγγραφής προσώπου ή οντότητας σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, μετά την ακύρωση της πρώτης εγγραφής, δεν παρέχει στο Συμβούλιο απόλυτη και απεριόριστη εξουσία προς επανεγγραφή με βάση τα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία, όμως, δίδεται διαφορετικός χαρακτηρισμός. Επομένως, οι σκέψεις 186 έως 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως ενέχουν πλάνη. Διαφορετική ερμηνεία θα είχε μόνον ως αποτέλεσμα τη «διαιώνιση» της ένδικης διαφοράς και θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής.

45      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

46      Καταρχάς, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 183 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι ακυρωτικές αποφάσεις που εκδίδουν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης αποκτούν, μόλις καταστούν απρόσβλητες, ισχύ δεδικασμένου. Το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει μόνον το διατακτικό της ακυρωτικής αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που αποτελεί την απαραίτητη βάση του διατακτικού με το οποίο είναι, ως εκ τούτου, αδιαχώριστο (αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 42, καθώς και της 29ης Νοεμβρίου 2018, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, C-248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψη 70).

47      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία κρίνεται ότι το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν πράγματι ή κατ’ αναγκαία συναγωγή με τη δικαστική απόφαση (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2011, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, C-352/09 P, EU:C:2011:191, σκέψη 123, καθώς και της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Pappalardo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑350/16 P, EU:C:2017:672, σκέψη 37), όπως προκύπτει από τη σκέψη 184 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

48      Εν προκειμένω, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 185 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την αρχική εγγραφή της IRISL, κρίνοντας, αφενός, στις σκέψεις 38 και 39 της αποφάσεως αυτής, ότι η αιτιολογία της εγγραφής αυτής η βασιζόμενη στην παροχή συνδρομής σε κατονομαζόμενο πρόσωπο ή οντότητα να παραβιάσει τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν ανεπαρκής και, αφετέρου, στις σκέψεις 58 και 66 της εν λόγω αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν είχε αποδείξει ότι η IRISL, μεταφέροντας, τρεις φορές, στρατιωτικό υλικό κατά παράβαση της απαγορεύσεως του σημείου 5 του ψηφίσματος 1747 (2007), παρέσχε στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, το Γενικό Δικαστήριο δεν έθεσε εν αμφιβόλω την ακρίβεια των τριών αυτών πραγματικών περιστατικών ούτε τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία.

49      Αντιθέτως, όπως επίσης ορθώς προκύπτει από τις σκέψεις 80, 186 και 187 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, δεν αποφάνθηκε ούτε επί του κύρους των κριτηρίων εγγραφής στα οποία στηρίχθηκε η αρχική εγγραφή της IRISL και τα οποία αφορούσαν την παροχή στηρίξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και την παροχή συνδρομής σε κατονομαζόμενο πρόσωπο ή οντότητα για παραβίαση των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, ούτε, κατά μείζονα λόγο, επί του αν η εγγραφή της IRISL δικαιολογούνταν με βάση το κριτήριο περί παραβάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007).

50      Όσον αφορά τις λοιπές αναιρεσείουσες πλην της IRISL, από τη σκέψη 188 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει επίσης ορθώς ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε να διαπιστώσει ότι το γεγονός ότι αυτές ανήκαν ή ελέγχονταν από την IRISL ή ενεργούσαν για λογαριασμό της δεν δικαιολογούσε την επιβολή και διατήρηση σε ισχύ περιοριστικών μέτρων εις βάρος τους, δεδομένου ότι η ίδια η IRISL δεν είχε νομίμως εγγραφεί στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να εξετάσει τη νομιμότητα των κριτηρίων στα οποία στηρίχθηκε η εγγραφή τους ή το κατά πόσον αυτές πληρούσαν τα κριτήρια αυτά.

51      Όμως, όπως διαπίστωσε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 106 των προτάσεών της, από τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, όπως υπενθυμίζονται στις σκέψεις 48 έως 50 της παρούσας αποφάσεως, οι οποίες καλύπτονται από το δεδικασμένο σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 46 και 47 της παρούσας αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο δεν μπορούσε, στο πλαίσιο των μέτρων που έλαβε προς συμμόρφωσή του με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, να αποφασίσει να διατηρήσει σε ισχύ τα υφιστάμενα κριτήρια εγγραφής, στα οποία στηρίχθηκε η αρχική εγγραφή των αναιρεσειουσών, ή να τα προσαρμόσει, υπό την ιδιότητά του ως νομοθετικού οργάνου, προκειμένου να επιδιώξει, μέσω ενισχύσεως των νομικών μέσων που διέθετε προς τούτο, την επίτευξη του σκοπού που συνίστατο στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου αυτή να υποχρεωθεί να παύσει το πρόγραμμά της διαδόσεως πυρηνικών όπλων.

52      Συναφώς, και όπως ορθώς σημείωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, επισημαίνεται ότι η επανεγγραφή της IRISL στους επίδικους καταλόγους στηρίζεται σε κριτήριο διαφορετικό από τα κριτήρια στα οποία στηρίχθηκε η εγγραφή της βάσει των αποφάσεων που ακυρώθηκαν με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, επομένως, στηρίζεται σε διαφορετική νομική βάση (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, C-248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψη 74).

53      Εξάλλου, διευκρινίζεται ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι παρανομία η οποία πλήττει πράξεις με τις οποίες πρόσωπο ή οντότητα έχει εγγραφεί σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, λόγω της ανεπάρκειας των στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο για να στηρίξει την πραγματική τους βάση, δεν μπορεί να εμποδίσει το θεσμικό όργανο αυτό, κατόπιν επανεξετάσεως της καταστάσεως του ενδιαφερομένου προσώπου ή οντότητας, να λάβει νέα περιοριστικά μέτρα βάσει ήδη υφισταμένων ή διαθέσιμων πραγματικών στοιχείων (πρβλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψεις 45 και 56, και Bank Tejarat κατά Συμβουλίου, C-248/17 P, EU:C:2018:967, σκέψεις 73 και 82).

54      Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η επανεγγραφή της IRISL στους επίδικους καταλόγους με βάση κριτήριο διαφορετικό από εκείνα στα οποία είχε στηριχθεί η εγγραφή της έως την έκδοση της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 132 και 186 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, συνιστούσε αυτή καθεαυτήν νέο στοιχείο όσον αφορά την κατάσταση των λοιπών αναιρεσειουσών.

55      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διαπιστωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, κρίνοντας, στις σκέψεις 90 και 189 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το δεδικασμένο της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 δεν απέκλειε την έκδοση των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013.

56      Όσον αφορά το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι, με την απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε την απουσία οποιασδήποτε σχέσεως μεταξύ της απαγορεύσεως που επιβάλλει το σημείο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, το επιχείρημα αυτό στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αποφάσεως αυτής, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 49 της εν λόγω αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο περιορίστηκε σε ερμηνεία του κριτηρίου εγγραφής του σχετικού με την παροχή στηρίξεως στη διάδοση των πυρηνικών όπλων και σε εφαρμογή του στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας είχε επιληφθεί, επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι οι απαγορεύσεις που επιβλήθηκαν, αντιστοίχως, με το σημείο 5 του ψηφίσματος 1747 (2007) και με το σημείο 7 του ψηφίσματος 1737 (2006) είναι διαφορετικές και δεν καλύπτουν κατ’ ανάγκην τα ίδια αγαθά και τεχνολογίες υπό οποιεσδήποτε συνθήκες. Εν συνεχεία, στη σκέψη 52 της ίδιας αποφάσεως, έκρινε, αποφαινόμενο σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, ότι στα στοιχεία που προσκομίσθηκαν ενώπιόν του δεν περιλαμβάνονταν στοιχεία που να υποδηλώνουν ότι τα αγαθά με τα οποία συνδέονταν τα τρία πραγματικά περιστατικά που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως καλύπτονταν συγχρόνως από την επιβαλλόμενη με το σημείο 7 του ψηφίσματος 1737 (2006) απαγόρευση που αφορά υλικό σχετικό με τη διάδοση των πυρηνικών όπλων.

57      Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 191 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δικαιούται να επικαλεστεί κάθε ιδιώτης στον οποίο ένα θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες. Αντιθέτως, ουδείς δύναται να επικαλεσθεί παραβίαση της αρχής αυτής ελλείψει τέτοιων διαβεβαιώσεων (πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2017, Pappalardo κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑350/16 P, EU:C:2017:672, σκέψη 39, καθώς και της 21ης Φεβρουαρίου 2018, Kreuzmayr, C-628/16, EU:C:2018:84, σκέψη 46).

58      Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 δεν μπορούσε να τους δημιουργήσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε, κατόπιν της αποφάσεως αυτής, να τροποποιήσει τα εφαρμοστέα κριτήρια εγγραφής ή να λάβει για το μέλλον, εντός των επιτρεπόμενων από την εν λόγω δικαστική απόφαση ορίων, απόφαση περί επανεγγραφής στους επίδικους καταλόγους. Η θεμελίωση τέτοιας εμπιστοσύνης αποκλειόταν κατά μείζονα λόγο, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 193 και 194 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, από το γεγονός ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 64 και 82 της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, διευκρίνισε ότι το Συμβούλιο είχε τη δυνατότητα να προβεί σε προσαρμογή της εφαρμοστέας νομοθεσίας, υπό την ιδιότητά του ως νομοθετικού οργάνου, ώστε να διευρύνει τις περιπτώσεις στις οποίες μπορούσαν να ληφθούν περιοριστικά μέτρα και ότι διέθετε προθεσμία δύο μηνών και δέκα ημερών για να άρει τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, λαμβάνοντας, ενδεχομένως, νέα περιοριστικά μέτρα εις βάρος των αναιρεσειουσών. Υπό τις συνθήκες αυτές, και στο μέτρο που οι αναιρεσείουσες δεν προβάλλουν, με την αίτηση αναιρέσεως, κανένα επιπλέον συγκεκριμένο επιχείρημα σχετικά με παραβίαση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί ούτε τέτοια παραβίαση.

59      Όσον αφορά την αρχή ne bis in idem, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 50 του Χάρτη, αρκεί να υπομνησθεί ότι τα περιοριστικά μέτρα έχουν προληπτικό χαρακτήρα (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Afrasiabi κ.λπ., C‑72/11, EU:C:2011:874, σκέψη 44, καθώς και της 18ης Ιουλίου 2013, Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi, C-584/10 P, C-593/10 P και C-595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 132), με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής αυτής, η οποία αφορά διώξεις και ποινές για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη εκδοθεί αμετάκλητη αθωωτική ή καταδικαστική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, προκειμένου να αμφισβητηθεί το κύρος τέτοιων μέτρων.

60      Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας, στις σκέψεις 90, 196 και 199 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν παραβίασε ούτε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου ούτε την αρχή ne bis in idem.

61      Τέλος, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική προσφυγή που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη, διότι δεν διαπίστωσε ότι, ελλείψει νέων πραγματικών περιστατικών ή ελλείψει νέων αποδεικτικών στοιχείων, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να τροποποιήσει τα κριτήρια εγγραφής με σκοπό να τις επανεγγράψει στους επίδικους καταλόγους.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο αυτό διασφαλίζει, σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, την προστασία που παρέχει το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950. Το εν λόγω άρθρο 47 επιτάσσει, με το πρώτο εδάφιο, να έχει κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται με το άρθρο αυτό. Εντούτοις, η αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας δεν μπορεί να εμποδίζει το Συμβούλιο να επανεγγράψει πρόσωπο ή οντότητα στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, βάσει λόγων διαφορετικών από εκείνους στους οποίους στηριζόταν η αρχική εγγραφή ή βάσει ενός πανομοιότυπου λόγου στηριζόμενου επί άλλων αποδεικτικών στοιχείων. Πράγματι, η αρχή αυτή σκοπεί να διασφαλίσει ότι μια βλαπτική πράξη μπορεί να προσβληθεί ενώπιον δικαστηρίου και όχι να αποκλείσει τη δυνατότητα εκδόσεως νέας βλαπτικής πράξεως βασιζομένης σε διαφορετικούς λόγους ή διαφορετικά αποδεικτικά στοιχεία (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C‑600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψεις 53 και 54). Ως εκ τούτου, και λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 53 και 54 της παρούσας αποφάσεως, η εν λόγω αρχή δεν απέκλειε την έκδοση των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013.

63      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν ο δεύτερος και ο όγδοος λόγος αναιρέσεως, καθώς και το τρίτο σκέλος του πρώτου και το τρίτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε την προβληθείσα ενώπιόν του αιτίαση ότι το Συμβούλιο δεν παρέσχε κανέναν αντικειμενικό λόγο ή δικαιολόγηση για την τροποποίηση, με τις επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013, των κριτηρίων εγγραφής στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων.

65      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, φρονεί ότι το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως είναι αβάσιμο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

66      Στο μέτρο που, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν απάντησε στο επιχείρημά τους ότι τα κριτήρια εγγραφής δεν ήταν ευλόγως δικαιολογημένα, αρκεί να σημειωθεί ότι, στις σκέψεις 65 έως 78 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να γίνει δεκτό ότι τα κριτήρια αυτά ήταν δικαιολογημένα και αναλογικά. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο απάντησε στο επιχείρημα αυτό.

67      Στο μέτρο που το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι βάλλει κατά της παραλείψεως του Γενικού Δικαστηρίου να ερευνήσει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη τυπικής αιτιολογίας των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013, με τις οποίες το Συμβούλιο τροποποίησε τα κριτήρια εγγραφής στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, επισημαίνονται τα ακόλουθα.

68      Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και άνευ αμφισημίας τη συλλογιστική στην οποία στηρίχθηκε το εκδόν την πράξη όργανο, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθησαν τα σχετικά μέτρα, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον έλεγχό του (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 138 καθώς και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και Συμβούλιο κατά Bamba, C-417/11 P, EU:C:2012:718, σκέψη 50).

69      Ωστόσο, η αιτιολογία αυτή πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και στο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε. Η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων λόγων και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να προσδιορίζει όλα τα ασκούντα επιρροή πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία είναι επαρκής πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al-Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C-550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψεις 139 και 140, καθώς και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Iranian Offshore Engineering & Construction κατά Συμβουλίου, C-459/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:646, σκέψη 24).

70      Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αιτιολογική σκέψη 2 της αποφάσεως 2013/497 αναφέρει ότι τα κριτήρια εγγραφής στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, τα οποία καλύπτουν πρόσωπα και οντότητες που έχουν συνδράμει κατονομαζόμενα πρόσωπα ή οντότητες να αποφύγουν ή να παραβιάσουν τις διατάξεις των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας ή της αποφάσεως 2010/413, θα πρέπει να προσαρμοσθούν προκειμένου να συμπεριλάβουν πρόσωπα και οντότητες που έχουν αυτά τα ίδια αποφύγει ή παραβιάσει τις εν λόγω διατάξεις. Η αιτιολογία αυτή επαναλαμβάνεται, κατ’ ουσίαν, στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 971/2013.

71      Επομένως, η δικαιολογητική βάση της θεσπίσεως από το Συμβούλιο του κριτηρίου περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007), στο οποίο στηρίχθηκε η επανεγγραφή της IRISL στους επίδικους καταλόγους, προκύπτει σαφώς από το γράμμα των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013. Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 68 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι γενικοί κανόνες της Ένωσης οι οποίοι προβλέπουν τη λήψη περιοριστικών μέτρων πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα του γράμματος και του σκοπού των ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία θέτουν σε εφαρμογή (πρβλ. αποφάσεις της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-402/05 P και C 415/05 P, EU:C:2008:461, σκέψη 297, καθώς και της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C-548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 104).

72      Δεύτερον, επισημαίνεται καταρχάς ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 3, η απόφαση 2013/497 κάνει μνεία της αποφάσεως 2010/413 την οποία τροποποιεί, η οποία προέβλεπε ήδη, με το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων και των οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται ή ενεργούν για λογαριασμό της IRISL.

73      Ομοίως, ο κανονισμός 971/2013 κάνει μνεία όχι μόνον των αποφάσεων αυτών, αλλά και του κανονισμού 267/2012, τον οποίο τροποποιεί, το άρθρο 23 παράγραφος 2, στοιχείο εʹ, του οποίου προέβλεπε ήδη τη δέσμευση των κεφαλαίων των ως άνω προσώπων και οντοτήτων. Ο εν λόγω κανονισμός 267/2012 αντικατέστησε τον κανονισμό 961/2010 που έθεσε σε εφαρμογή την απόφαση 2010/413 και προέβλεπε, στο άρθρο 16 αυτού, τη δέσμευση των κεφαλαίων των προσώπων και των οντοτήτων που ανήκουν ή ελέγχονται από την IRISL.

74      Περαιτέρω, στις αιτιολογικές της σκέψεις 4 και 5, η απόφαση 2010/413 κάνει αναφορά στην έκδοση, από το Συμβούλιο Ασφαλείας, του ψηφίσματος 1929 (2010), καθώς και στη δήλωση της 17ης Ιουνίου 2010, με την οποία το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε ρητώς το Συμβούλιο να θεσπίσει μέτρα για την εφαρμογή εκείνων που προβλέφθηκαν με το ψήφισμα 1929 (2010), καθώς και «συνοδευτικά μέτρα». Αντικείμενο των μέτρων αυτών έπρεπε να είναι ο ιρανικός τομέας μεταφορών, συμπεριλαμβανομένων «της IRISL και των θυγατρικών της».

75      Επιπλέον, οι αιτιολογικές σκέψεις 7 και 8 της αποφάσεως 2010/413 εκθέτουν ότι το ψήφισμα 1929 (2010) επέκτεινε τους οικονομικούς και ταξιδιωτικούς περιορισμούς που επιβλήθηκαν με το ψήφισμα 1737 (2006) σε οντότητες της IRISL και ότι, σύμφωνα με τη δήλωση της 17ης Ιουνίου 2010, η δέσμευση των κεφαλαίων έπρεπε να εφαρμοστεί σε άλλα πρόσωπα και οντότητες που κατονομάστηκαν από το Συμβούλιο Ασφαλείας, με βάση τα ίδια κριτήρια. Ο κανονισμός 961/2010 επίσης έκανε μνεία της αποφάσεως 2010/413, του ψηφίσματος 1929 (2010) και της δηλώσεως της 17ης Ιουνίου 2010.

76      Δεδομένων των στοιχείων αυτών, η δικαιολογητική βάση της θεσπίσεως από το Συμβούλιο διατάξεων προβλεπουσών τη δέσμευση των κεφαλαίων των θυγατρικών της IRISL και, γενικότερα, των προσώπων και των οντοτήτων που συνδέονται με αυτή, προκειμένου να εξασφαλισθεί η αποτελεσματικότητα των εις βάρος της περιοριστικών μέτρων και, επομένως, να αποφευχθεί το ενδεχόμενο καταστρατηγήσεως των μέτρων αυτών διαμέσου των εν λόγω προσώπων και οντοτήτων, όπως οι διατάξεις αυτές περιλαμβάνονται στην απόφαση 2010/413 και στον κανονισμό 961/2010, προκύπτει κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και μη αμφίσημο από τις πράξεις αυτές, λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν τα περιοριστικά μέτρα που έχουν ληφθεί εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

77      Επομένως, το πλαίσιο αυτό, το οποίο ήταν ασφαλώς γνωστό στις αναιρεσείουσες, καθώς και το σύνολο αυτό κανόνων δικαίου παρέσχον τη δυνατότητα στις μεν αναιρεσείουσες να κατανοήσουν τη δικαιολογητική βάση των εν λόγω διατάξεων, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 αιτιολογούν επαρκώς κατά νόμον τη διατήρηση σε ισχύ του κριτηρίου εγγραφής που προβλέπει τη δέσμευση κεφαλαίων των οντοτήτων που ανήκουν, ελέγχονται ή ενεργούν για λογαριασμό της IRISL καθώς και την επέκταση του εν λόγω κριτηρίου σε οντότητες που παρέχουν στην IRISL ασφαλιστικές ή άλλες ουσιώδεις υπηρεσίες.

79      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο, μη ερευνώντας αυτεπαγγέλτως τυχόν έλλειψη αιτιολογίας των επιδίκων πράξεων του Οκτωβρίου 2013, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

80      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου και του εβδόμου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

81      Με τον τέταρτο και τον έβδομο λόγο αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι τα δικαιώματά τους άμυνας δεν παραβιάστηκαν στο πλαίσιο της εκδόσεως των επιδίκων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013. Πρώτον, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL κατονόμαζε ρητώς τη συγκεκριμένη οντότητα, έπρεπε να θεωρηθεί ως κριτήριο ad hominem, οπότε το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση να τις ενημερώσει για τις τροποποιήσεις που σχεδίαζε να επιφέρει και να τους παράσχει τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους. Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες διατείνονται ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις της IRISL πριν αποφασίσει την επανεγγραφή της και ότι τις ενέγραψε εκ νέου στους επίδικους καταλόγους πριν απαντήσει στις παρατηρήσεις τους και πριν τους παράσχει τα έγγραφα με βάση τα οποία πραγματοποίησε την επανεγγραφή αυτή.

82      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αμφισβητεί το βάσιμο του τετάρτου και του έβδομου λόγου αναιρέσεως.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

83      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά τα περιοριστικά μέτρα ατομικού χαρακτήρα, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος αποτελεσματικής ένδικης προστασίας επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να γνωστοποιεί η αρμόδια αρχή της Ένωσης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο τα στοιχεία που διαθέτει η αρχή αυτή κατά του εν λόγω προσώπου για να στηρίξει την απόφασή της (απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 121 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Εντούτοις, εν προκειμένω, οι αναιρεσείουσες δεν αμφισβητούν ότι το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL, όπως προκύπτει από τις επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013, αποτελεί πράξη γενικής ισχύος, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 97 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεδομένου ότι καθορίζει κατά τρόπο αντικειμενικό και αφηρημένο ορισμένη κατηγορία προσώπων και οντοτήτων, πέραν της ίδιας της IRISL, επί των οποίων είναι δυνατόν να εφαρμοστούν περιοριστικά μέτρα, ούτε ότι το κριτήριο αυτό δεν αφορά ατομικά τις λοιπές αναιρεσείουσες πέραν της IRISL.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο δεν υποχρεούτο να γνωστοποιήσει τα στοιχεία που διέθετε στις λοιπές αναιρεσείουσες πέραν της IRISL πριν θεσπίσει το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL.

86      Όσον αφορά την ίδια την IRISL, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω κριτήριο δεν καθιστά δυνατή τη λήψη ατομικών περιοριστικών μέτρων εις βάρος της, οπότε ο ad hominem χαρακτήρας περί του οποίου κάνει λόγο η αναιρεσείουσα αυτή σε σχέση με το συγκεκριμένο κριτήριο δεν συνεπάγεται την υποχρέωση του Συμβουλίου να εφαρμόσει τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 83 της παρούσας αποφάσεως. Επισημαίνεται ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προγενέστερες των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 ρυθμίσεις προέβλεπαν ήδη τέτοιο κριτήριο ad hominem αναφορικά με την ίδια, επομένως η μη παροχή ενημερώσεως σχετικά με την επίμαχη τροποποίηση δεν της προκάλεσε βλάβη και, ιδίως, δεν της αφαίρεσε κάθε δυνατότητα να αποταθεί στο Συμβούλιο προκειμένου να υποστηρίξει την άποψή της σχετικά με τον ατομικό χαρακτήρα του κριτηρίου αυτού, ενδεχομένως κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013.

87      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Γενικό Δικαστήριο, συνάγοντας το συμπέρασμα ότι δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των αναιρεσειουσών κατά την έκδοση των εν λόγω πράξεων, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

88      Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο διαπιστώνοντας, στις σκέψεις 173 έως 181 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών κατά την επανεγγραφή τους στους επίδικους καταλόγους, υπενθυμίζεται ότι, στην περίπτωση επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων με την οποία το όνομα ενός προσώπου ή η επωνυμία μιας οντότητας διατηρείται σε κατάλογο προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση κεφαλαίων, θα πρέπει, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, να προηγείται καταρχήν γνωστοποίηση των εις βάρος του/της στοιχείων, καθώς και να παρέχεται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα η ευκαιρία να ακουστεί (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C-27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 62, και της 7ης Απριλίου 2016, Central Bank of Iran κατά Συμβουλίου, C-266/15 P, EU:C:2016:208, σκέψη 32).

89      Όταν έχουν κοινοποιηθεί αρκούντως ακριβείς πληροφορίες που παρέχουν στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία που δέχεται εις βάρος του το Συμβούλιο, η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν συνεπάγεται υποχρέωση του θεσμικού οργάνου αυτού να παράσχει με δική του πρωτοβουλία πρόσβαση στα έγγραφα που περιέχει ο σχετικός φάκελος. Το Συμβούλιο οφείλει να παράσχει πρόσβαση σε όλα τα μη εμπιστευτικά διοικητικά έγγραφα που αφορούν το επίμαχο μέτρο μόνον κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Νοεμβρίου 2011, Bank Melli Iran κατά Συμβουλίου, C-548/09 P, EU:C:2011:735, σκέψη 92, καθώς και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C‑330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 66).

90      Πρέπει επίσης να διευκρινιστεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση πράξεων οι οποίες διατηρούν σε ισχύ περιοριστικά μέτρα εις βάρος προσώπων ή οντοτήτων που υπόκεινται ήδη σε αυτά τα μέτρα πρέπει υποχρεωτικώς να τηρείται στην περίπτωση που το Συμβούλιο έχει στηριχθεί σε νέα στοιχεία εις βάρος των προσώπων ή των οντοτήτων αυτών και όχι στην περίπτωση που η διατήρηση αυτή στηρίζεται στους ίδιους λόγους με εκείνους που αποτέλεσαν τη δικαιολογητική βάση για την έκδοση της αρχικής πράξεως περί επιβολής των επίμαχων περιοριστικών μέτρων (πρβλ. αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Γαλλία κατά People’s Mojahedin Organization of Iran, C-27/09 P, EU:C:2011:853, σκέψη 63, καθώς και της 28ης Ιουλίου 2016, Tomana κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, C-330/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:601, σκέψη 67).

91      Εν προκειμένω, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 190 των προτάσεών της, κρίσιμο χρονικό σημείο προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον το Συμβούλιο σεβάστηκε το δικαίωμα ακροάσεως των αναιρεσειουσών συνιστά η ημερομηνία κατά την οποία τις ενέγραψε εκ νέου στους επίδικους καταλόγους, ήτοι η 26η Νοεμβρίου 2013. Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 173 έως 175 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στις αναιρεσείουσες, με έγγραφα που έφεραν ημερομηνία 22 ή 30 Οκτωβρίου 2013, τους λόγους της μελετώμενης επανεγγραφής τους, οι οποίοι είχαν ως βάση τους τα ίδια πραγματικά στοιχεία και ήταν κατ’ ουσίαν πανομοιότυποι με εκείνους που περιλαμβάνονταν στις αποφάσεις περί αρχικής εγγραφής που εκδόθηκαν το 2010, επομένως επρόκειτο για στοιχεία ήδη γνωστά στις αναιρεσείουσες. Εξάλλου, από τις σκέψεις 176 έως 180 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, με έγγραφα που έφεραν ημερομηνία 15 ή 19 Νοεμβρίου 2013, οι αναιρεσείουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των στοιχείων αυτών πριν από την έκδοση των επίδικων πράξεων του Νοεμβρίου 2013, παρατηρήσεις στις οποίες το Συμβούλιο απάντησε στις 27 Νοεμβρίου 2013, γνωστοποιώντας στις αναιρεσείουσες τα έγγραφα που περιλαμβάνονταν στον σχετικό φάκελο.

92      Επιπλέον, όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας στο σημείο 193 των προτάσεών της, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να απαντά στις παρατηρήσεις του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας πριν από τη λήψη των μελετώμενων περιοριστικών μέτρων. Πράγματι, η παροχή τέτοιας απαντήσεως, εφόσον έχει προηγηθεί ακρόαση των ενδιαφερομένων, συνδέεται περισσότερο με την αιτιολογία της πράξεως με την οποία λαμβάνονται τα μέτρα αυτά, παρά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, συνάγεται το συμπέρασμα ότι το Γενικό Δικαστήριο, εκτιμώντας ότι το Συμβούλιο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας των αναιρεσειουσών κατά την έκδοση των επίδικων πράξεων του Νοεμβρίου 2013, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

94      Επομένως, ο τέταρτος και ο έβδομος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του τρίτου, του πέμπτου και του ενάτου λόγου αναιρέσεως καθώς και επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

95      Με τον τρίτο, τον πέμπτο και τον ένατο λόγο αναιρέσεως, καθώς και με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως έκρινε, αφενός, με τις σκέψεις 63, 71, 74 και 76 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 ήταν δικαιολογημένες και τελούσαν σε αναλογία προς τον σκοπό της παρεμποδίσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων στο Ιράν και, αφετέρου, με τις σκέψεις 93 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η έκδοση των πράξεων αυτών, που δεν ήταν, κατ’ αυτές, σύμφωνες με τον εν λόγω σκοπό, μετά την έκδοση της αποφάσεως της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 δεν συνιστούσε κατάχρηση εξουσίας εκ μέρους του Συμβουλίου. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο εκτιμώντας ότι οι επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013 δεν συνιστούσαν αδικαιολόγητη και δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, ιδίως του δικαιώματος ιδιοκτησίας και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους.

96      Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, καταρχάς, ότι το κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) δεν είναι κατάλληλο και δεν τελεί σε αναλογία προς τον σκοπό της παρεμποδίσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων στο Ιράν, ελλείψει σχέσεως μεταξύ της απαγορευόμενης με το σημείο 5 του ψηφίσματος αυτού μεταφοράς όπλων, των δραστηριοτήτων της ενδιαφερομένης οντότητας και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Το ίδιο ισχύει και για το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL, δεδομένου ότι η εγγραφή θυγατρικής στον κατάλογο οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων δικαιολογείται μόνον εφόσον η μητρική οντότητα έχει μετάσχει στη διάδοση πυρηνικών όπλων.

97      Οι αναιρεσείουσες φρονούν, στη συνέχεια, ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει αντίφαση. Επιβεβαιώνοντας ότι τα κριτήρια αυτά είναι νόμιμα, χωρίς όμως να εξηγεί από ποια άποψη είναι κατάλληλα και τελούν σε αναλογία προς τον ως άνω σκοπό, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε εσφαλμένως, με τις σκέψεις 101 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα εν λόγω κριτήρια δεν συνεπάγονταν την ύπαρξη σχέσεως μεταξύ των αναιρεσειουσών και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων ούτε επέβαλλαν στο Συμβούλιο την υποχρέωση να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιας σχέσεως. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο στηρίχθηκε σε υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία των κριτηρίων αυτών.

98      Οι αναιρεσείουσες προσθέτουν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εξέτασε επίσης από ποια άποψη η επανεγγραφή των επωνυμιών τους στους επίδικους καταλόγους καθιστούσε δυνατή την επίτευξη του εν λόγω σκοπού και την άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, παρά το γεγονός ότι η IRISL, σε αντίθεση με όσα συνάγονται από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ούτε ανήκει ούτε ελέγχεται από την Κυβέρνηση του Ιράν. Τέλος, διευκρινίζουν ότι, κατονομάζοντας εκ νέου κατά τρόπο ρητό την IRISL, το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL είχε ως αποτέλεσμα να την καταστήσει παγκοίνως γνωστή ως οντότητα που παρέχει στήριξη στη διάδοση των πυρηνικών όπλων, πράγμα το οποίο είχε σοβαρές επιπτώσεις στη φήμη και στις δραστηριότητές της.

99      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των αναιρεσειουσών.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

100    Στο πλαίσιο του τρίτου, του πέμπτου και του ενάτου λόγου αναιρέσεως καθώς και του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου αναιρέσεως και του δευτέρου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένως εκτίμησε ότι η προσβολή του θεμελιώδους δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία και του δικαιώματος στον σεβασμό της φήμης τους, την οποία ήταν ικανές να προκαλέσουν οι επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013, δεν ήταν δυσανάλογη και ότι η διατύπωση του κριτηρίου περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) και του κριτηρίου περί συνδέσεως με την IRISL ήταν επίσης σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας, στηριζόμενο στην ίδια συλλογιστική.

101    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται με τον Χάρτη αυτό πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών, επιτρέπεται δε να επιβάλλονται περιορισμοί, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

102    Ειδικότερα, όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 204 και 205 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 17 του Χάρτη δεν αποτελεί απόλυτο δικαίωμα. Επιπλέον, η αρχή της αναλογικότητας απαιτεί να είναι τα προβλεπόμενα από διάταξη του δικαίου της Ένωσης μέσα πρόσφορα για την υλοποίηση του σκοπού που επιδιώκεται με την οικεία ρύθμιση και να μην υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο (απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2012, Al‑Aqsa κατά Συμβουλίου και Κάτω Χώρες κατά Al-Aqsa, C-539/10 P και C‑550/10 P, EU:C:2012:711, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, καθώς και της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 76).

103    Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας, το Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, όπως επίσης επισήμανε ορθώς το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 62 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, σε τομείς οι οποίοι προϋποθέτουν εκ μέρους του επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και στο πλαίσιο των οποίων καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις. Το Δικαστήριο έχει συναγάγει εκ των ανωτέρω ότι η νομιμότητα μέτρου το οποίο έχει ληφθεί στους εν λόγω τομείς θίγεται μόνον αν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει το αρμόδιο θεσμικό όργανο (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2013, Συμβούλιο κατά Manufacturing Support & Procurement Kala Naft, C-348/12 P, EU:C:2013:776, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Όσον αφορά τον σκοπό που επιδίωκε το Συμβούλιο με την έκδοση των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013, οι οποίες τροποποίησαν την απόφαση 2010/413 και τον κανονισμό 267/2012, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εν λόγω απόφαση και ο εν λόγω κανονισμός αποσκοπούν στην παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στην, κατ’ αυτόν τον τρόπο, άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν ώστε να παύσει τις σχετικές δραστηριότητες. Ο σκοπός αυτός, ο οποίος εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των προσπαθειών σχετικά με τη διατήρηση της ειρήνης και της διεθνούς ασφάλειας, είναι θεμιτός (απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Περαιτέρω, όσον αφορά την καταλληλότητα των επίδικων πράξεων του Οκτωβρίου 2013 και του Νοεμβρίου 2013 για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, επισημαίνεται, όσον αφορά το κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007), ότι, όπως υποστηρίζει το Συμβούλιο, από το ψήφισμα αυτό προκύπτει ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας εκτίμησε ότι η κατά το σημείο 5 απαγόρευση μεταφοράς όπλων από το έδαφος του Ιράν ανταποκρινόταν στον σκοπό να διασφαλιστεί ότι το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν εξυπηρετεί αμιγώς ειρηνικούς σκοπούς και να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη νευραλγικών τεχνολογιών από την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προς ενίσχυση του πυρηνικού και του πυραυλικού της προγράμματος.

106    Όπως παρατήρησε η γενική εισαγγελέας στα σημεία 76 και 77 των προτάσεών της, το προϊόν του εμπορίου όπλων είναι δυνατόν να εξασφαλίσει στην Κυβέρνηση του Ιράν, άμεσα ή έμμεσα, πόρους ή διαφόρων ειδών διευκολύνσεις που της παρέχουν τη δυνατότητα συνεχίσεως των δραστηριοτήτων διαδόσεως των πυρηνικών όπλων, καθώς και να διοχετευθεί στην υλοποίηση αυτών των δραστηριοτήτων.

107    Υπό τις συνθήκες αυτές, το κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων για συμπεριφορές προσώπων και οντοτήτων, οι οποίες είναι ικανές να ευνοήσουν τις δραστηριότητες διαδόσεως πυρηνικών όπλων στο Ιράν, ακόμη και στην περίπτωση που τα εν λόγω πρόσωπα και οντότητες δεν έχουν καμία άμεση ή έμμεση σχέση με τη διάδοση πυρηνικών όπλων ούτε εμπλέκονται σε τέτοιες δραστηριότητες, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 101 και 102 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με αποτέλεσμα το κριτήριο αυτό να παρίσταται κατάλληλο για την επίτευξη του σκοπού που μνημονεύεται στη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως.

108    Όσον αφορά την αναγκαιότητα του ως άνω κριτηρίου, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζουν οι αναιρεσείουσες, το γεγονός ότι το κριτήριο αυτό καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων ελλείψει σχέσεως μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων ή οντοτήτων και της διαδόσεως πυρηνικών όπλων δεν μπορεί να οδηγήσει στη διαπίστωση ότι τα μέτρα αυτά βαίνουν πέραν του μέτρου που είναι αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού, λαμβανομένου υπόψη ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι κριτήριο εγγραφής, όπως είναι το κριτήριο περί παροχής στηρίξεως στην Ιρανική Κυβέρνηση, το οποίο καθιστά δυνατή τη λήψη μέτρων σε σχέση με δραστηριότητες ασκούμενες από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή οντότητα, οι οποίες, αυτές καθεαυτές, δεν συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη διάδοση πυρηνικών όπλων, πλην όμως είναι ικανές να την ευνοήσουν, δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, National Iranian Tanker Company κατά Συμβουλίου, C-600/16 P, EU:C:2018:966, σκέψη 78). Πρέπει επίσης να υπογραμμιστεί ότι ο μεγάλος αριθμός ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, καθώς και τα διάφορα μέτρα που έχει λάβει σταδιακά η Ένωση, απηχούν την ανάγκη να διευρυνθεί το φάσμα των περιοριστικών μέτρων τα οποία προορίζονται για την επίτευξη του ίδιου σκοπού.

109    Όσον αφορά την έκταση εφαρμογής του κριτηρίου περί συνδέσεως με την IRISL, επισημαίνεται ότι το κριτήριο αυτό εντάσσεται σε νομικό πλαίσιο που οριοθετείται σαφώς από τους σκοπούς τους οποίους επιδιώκει η νομοθεσία περί περιοριστικών μέτρων εις βάρος της Ισλαμικής Δημοκρατίας του Ιράν.

110    Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν δεσμεύονται τα κεφάλαια οντότητας που παρέχει στήριξη στην Ιρανική Κυβέρνηση, υπάρχει ο μη αμελητέος κίνδυνος η οντότητα αυτή να ασκήσει πίεση στις οντότητες που της ανήκουν ή που ελέγχει να καταστρατηγήσουν το αποτέλεσμα των μέτρων που την αφορούν, με συνέπεια η δέσμευση των κεφαλαίων των οντοτήτων αυτών να είναι αναγκαία και κατάλληλη για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας των ληφθέντων μέτρων και προς αποτροπή της καταστρατηγήσεώς τους (πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, NIOC κ.λπ. κατά Συμβουλίου, C-595/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:721, σκέψη 89 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Επομένως, το κριτήριο αυτό οριοθετεί κατά τρόπο αντικειμενικό μια συγκεκριμένη κατηγορία προσώπων και οντοτήτων που, λόγω των σχέσεών τους με την IRISL, θα μπορούσαν να διευκολύνουν την καταστρατήγηση των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί εις βάρος της και, κατά συνέπεια, να διακυβεύσουν τον σκοπό που υπομνήσθηκε στη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως και ο οποίος συνίσταται στην παρεμπόδιση της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων και στην άσκηση πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, ανεξαρτήτως της πιθανής αναμίξεως των προσώπων και οντοτήτων αυτών σε δραστηριότητες διαδόσεως πυρηνικών όπλων και, ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι υπερβαίνει προδήλως τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

112    Επιπροσθέτως, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 106 έως 111 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι η συλλογιστική του Γενικού Δικαστηρίου ενέχει αντίφαση, διότι αυτό δέχθηκε ότι το κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) και το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL, μολονότι ήταν δικαιολογημένα και τελούσαν σε αναλογία με τον εν λόγω σκοπό, δεν απαιτούσαν την απόδειξη της υπάρξεως σχέσεως μεταξύ του ενδιαφερόμενου προσώπου ή οντότητας και της διαδόσεως των πυρηνικών όπλων. Με την εκτίμηση αυτή, το Γενικό Δικαστήριο δεν δέχθηκε μια υπερβολικά διασταλτική ερμηνεία των κριτηρίων αυτών και η συλλογιστική του δεν ενέχει αντίφαση.

113    Όσον αφορά, εξάλλου, την προβαλλόμενη προσβολή της φήμης των αναιρεσειουσών, το Γενικό Δικαστήριο επίσης δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο, στη σκέψη 209 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Συμβούλιο δεν υποστήριξε ότι οι αναιρεσείουσες εμπλέκονταν οι ίδιες στη διάδοση πυρηνικών όπλων και, επομένως, δεν είχαν προσωπική ανάμιξη σε ενέργειες ενέχουσες κίνδυνο για την ειρήνη και τη διεθνή ασφάλεια, καθώς και ότι η προσβολή της φήμης τους ήταν κατ’ ανάγκην πιο περιορισμένη από εκείνη την οποία θα συνεπαγόταν η επανεγγραφή τους στους επίδικους καταλόγους βάσει ενός τέτοιου λόγου. Όσον αφορά το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL, ούτε και το κριτήριο αυτό συνεπάγεται ότι η IRISL είχε προσωπική ανάμιξη στη διάδοση πυρηνικών όπλων. Επομένως, δεν προκύπτει ότι η εν λόγω προσβολή υπερβαίνει προδήλως το μέτρο που κρίνεται αναγκαίο με γνώμονα την πρωταρχική σημασία του σκοπού που μνημονεύεται στη σκέψη 104 της παρούσας αποφάσεως και την υποχρέωση σαφούς και επακριβούς καθορισμού, μεταξύ των γενικών κριτηρίων επί των οποίων πρέπει να στηρίζεται η εγγραφή προσώπων και οντοτήτων στους καταλόγους προσώπων και οντοτήτων υποκείμενων σε δέσμευση περιουσιακών στοιχείων, των σχετικών με τα συγκεκριμένα πρόσωπα και οντότητες κριτηρίων, ήτοι, εν προκειμένω, των σχέσεων με την IRISL οι οποίες, εφόσον αποδειχθούν, δικαιολογούν αφ’ εαυτών αυτή την εγγραφή.

114    Από τα ανωτέρω έπεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 71, 73, 75 έως 77, 103 και 208 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο δεχόμενο, κατ’ ουσίαν, αφενός, ότι το κριτήριο περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) και το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL έπρεπε να κριθούν σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, και εκτιμώντας, αφετέρου, ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των αναιρεσειουσών και η προσβολή της φήμης τους δεν ήταν προδήλως δυσανάλογοι σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

115    Δεύτερον, οι αναιρεσείουσες δεν προσκόμισαν στοιχεία βάσει των οποίων να αποδεικνύεται ότι, εκδίδοντας τις επίδικες πράξεις του Οκτωβρίου 2013, το Συμβούλιο ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας. Κατά τη νομολογία, μια πράξη εκδίδεται κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν από αντικειμενικές, λυσιτελείς και συγκλίνουσες ενδείξεις προκύπτει ότι έχει ως αποκλειστικό ή, τουλάχιστον, καθοριστικό σκοπό την επίτευξη αποτελέσματος διαφορετικού από εκείνο το οποίο δηλώνεται ότι επιδιώκει ή την αποφυγή τηρήσεως διαδικασίας που προβλέπεται ειδικά στη Συνθήκη για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων περιστάσεων (πρβλ. απόφαση της 28ης Μαρτίου 2017, Rosneft, C-72/15, EU:C:2017:236, σκέψη 135), όπως ορθώς υπενθύμισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 92 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

116    Όπως, όμως, προκύπτει από τις σκέψεις 46 έως 63 και 101 έως 114 της παρούσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο ορθώς συνήγαγε, στις σκέψεις 93 έως 95 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013 δεν απέκλειε την έκδοση των πράξεων αυτών, οι οποίες συνάδουν με τον θεμιτό σκοπό της παρεμποδίσεως της διαδόσεως πυρηνικών όπλων και της ασκήσεως, κατά τον τρόπο αυτό, πιέσεως στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν προκειμένου να παύσει τις δραστηριότητές της διαδόσεως πυρηνικών όπλων, και, επομένως ορθώς απέρριψε τον λόγο ακυρώσεως που αφορούσε κατάχρηση εξουσίας.

117    Συνεπώς, ο τρίτος, ο πέμπτος και ο ένατος λόγος αναιρέσεως, καθώς και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου αναιρέσεως και το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

118    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου αναιρέσεως, οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς παρέλειψε να διαπιστώσει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους του Συμβουλίου κατά την επανεγγραφή της IRISL στους επίδικους καταλόγους. Η παρατιθέμενη στις σκέψεις 117 και 131 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως αιτιολογία του Γενικού Δικαστηρίου, η οποία στηρίζεται στη διαπίστωση ουσιαστικών παραβιάσεων του ψηφίσματος 1747 (2007) το 2009, δεν είναι ορθή από απόψεως πραγματικών περιστατικών. Η έκθεση της επιτροπής κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για το έτος 2009, επί της οποίας στηρίχθηκε το Συμβούλιο, δεν καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι η IRISL παρέβη το ψήφισμα αυτό. Επίσης, το Γενικό Δικαστήριο, στις σκέψεις 120 και 124 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, δεν προσέδωσε τη δέουσα βαρύτητα στα αποδεικτικά στοιχεία και ιδίως στις μαρτυρίες που προσκόμισαν οι αναιρεσείουσες προκειμένου να αποδείξουν τη μη ανάμιξή τους στην παραβίαση του ψηφίσματος 1747 (2007).

119    Οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν, δεύτερον, ότι, στις σκέψεις 136 έως 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο παρέλειψε να διαπιστώσει πλάνη ως προς την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκ μέρους του Συμβουλίου, δεχόμενο ότι η επανεγγραφή των λοιπών αναιρεσειουσών πλην της IRISL δικαιολογούνταν με βάση το κριτήριο περί συνδέσεως με την IRISL. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο, όσον αφορά την Khazar Shipping Lines, την IRISL Europe και τη Valfajr 8th Shipping Line, περιορίστηκε στη διαπίστωση ότι η επανεγγραφή τους στους επίδικους καταλόγους δικαιολογούνταν από το γεγονός ότι ανήκαν στην IRISL, μολονότι το Συμβούλιο δεν είχε εξετάσει ποιος ήταν ο βαθμός στον οποίο ανήκαν σε αυτήν ούτε αν ήταν πιθανό να υποστούν πιέσεις με σκοπό την καταστρατήγηση των περιορισμών που είχαν επιβληθεί στην IRISL, και, όσον αφορά την Qeshm Marine Services & Engineering και τη Marine Information Technology Development, περιορίστηκε στην επισήμανση ότι επρόκειτο για θυγατρικές της IRISL. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο κακώς δέχθηκε ότι η HDSL και η Safiran Payam Darya Shipping Lines ενεργούσαν για λογαριασμό της IRISL, διότι είχαν αναλάβει την πραγματική εκμετάλλευση ορισμένων πλοίων της IRISL. Όσον αφορά την Irano Misr Shipping, το Συμβούλιο δεν προσδιόρισε τις παρεχόμενες από αυτήν υπηρεσίες ούτε από ποια άποψη οι υπηρεσίες αυτές ήταν ουσιώδεις.

120    Το Συμβούλιο και η Επιτροπή φρονούν ότι το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως είναι απαράδεκτο και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμο.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

121    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο είναι αποκλειστικώς αρμόδιο να προβαίνει στη διαπίστωση και εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και, καταρχήν, να εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία που λαμβάνει υπόψη όσον αφορά τα περιστατικά αυτά. Συγκεκριμένα, εφόσον η προσκόμιση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων ήταν νομότυπη και τηρήθηκαν οι γενικές αρχές του δικαίου και οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και τη διεξαγωγή των αποδείξεων, το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμά την αξία που πρέπει να προσδοθεί στα στοιχεία τα οποία του έχουν υποβληθεί. Επομένως, η εκτίμηση αυτή δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, αυτό καθαυτό, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, εκτός αν συντρέχει παραμόρφωση των στοιχείων αυτών (απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Akhras κατά Συμβουλίου, C-193/15 P, EU:C:2016:219, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

122    Εν προκειμένω, στο μέτρο κατά το οποίο οι αναιρεσείουσες υποστηρίζουν ότι η επανεγγραφή της IRISL βάσει του κριτηρίου περί παραβιάσεως του ψηφίσματος 1747 (2007) δεν ήταν δικαιολογημένη λαμβανομένων υπόψη της εκθέσεως της επιτροπής κυρώσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας για το έτος 2009, στην οποία στηρίχθηκε το Συμβούλιο, και των μαρτυριών που προσκόμισαν, διαπιστώνεται ότι οι αναιρεσείουσες ζητούν στην πραγματικότητα από το Δικαστήριο να προβεί σε νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και της ισχύος που πρέπει να τους αναγνωριστεί, χωρίς να προβάλουν παραμόρφωση των στοιχείων αυτών, αίτημα που δεν είναι παραδεκτό στο στάδιο της αναιρέσεως. Για τους ίδιους λόγους, κρίνεται απαράδεκτη η επιχειρηματολογία τους αναφορικά με τις πραγματικές διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου, στις σκέψεις 136 έως 165 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες αφορούν το γεγονός ότι η Khazar Shipping Lines, η IRISL Europe και η Valfajr 8th Shipping Line ανήκαν στην IRISL, ότι η Qeshm Marine Services & Engineering και η Marine Information Technology Development ελέγχονταν από την IRISL, ότι η HDSL και η Safiran Payam Darya Shipping Lines δρούσαν για λογαριασμό της IRISL και ότι η Irano Misr Shipping της παρείχε ουσιώδεις υπηρεσίες.

123    Επομένως, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί.

124    Δεδομένου ότι απορρίφθηκε το σύνολο των λόγων αναιρέσεως, πρέπει να απορριφθεί η αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Κατά το άρθρο 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι αβάσιμη, το Δικαστήριο αποφαίνεται επί των δικαστικών εξόδων.

126    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου του 184, παράγραφος 1, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

127    Δεδομένου ότι το Συμβούλιο έχει ζητήσει την καταδίκη των αναιρεσειουσών στα δικαστικά έξοδα και οι αναιρεσείουσες ηττήθηκαν, πρέπει αυτές, αφενός, να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και, αφετέρου, να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου.

128    Κατά το άρθρο 140, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο εφαρμόζεται στην αναιρετική διαδικασία δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 1, αυτού, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)      Η Islamic Republic of Iran Shipping Lines, η Hafize Darya Shipping Lines (HDSL), η Khazar Shipping Lines, η IRISL Europe GmbH, η Qeshm Marine Services & Engineering Co., η Irano Misr Shipping Co., η Safiran Payam Darya Shipping Lines, η Marine Information Technology Development Co., η Rahbaran Omid Darya Ship Management Co., η Hoopad Darya Shipping Agency και η Valfajr 8th Shipping Line Co. φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.