Language of document : ECLI:EU:T:2015:687

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 24ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Δημόσια ραδιοτηλεοπτική υπηρεσία — Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται συμβατή προς την εσωτερική αγορά — Ενίσχυση χορηγηθείσα από τις δανικές αρχές υπέρ του δανικού ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού δημόσιας υπηρεσίας TV2/Danmark — Δημόσια χρηματοδότηση προς αντιστάθμιση των συμφυών με την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας εξόδων — Συμβατότητα ενισχύσεως — Απόφαση Altmark»

Στην υπόθεση T‑125/12,

Viasat Broadcasting UK Ltd, με έδρα το West Drayton (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους S. Kalsmose-Hjelmborg και M. Honoré, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και B. Stromsky,

καθής,

υποστηριζόμενη από

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τον C. Vang και τη V. Pasternak Jørgensen, στη συνέχεια, από τη V. Pasternak Jørgensen, επικουρούμενη από τον K. Lundgaard Hansen, δικηγόρο, τελικά δε εκπροσωπούμενο από τον C. Thorning, επικουρούμενο από τους K. Lundgaard Hansen και R. Holdgaard, δικηγόρους,

και από

την TV2/Danmark A/S, με έδρα το Odense (Δανία), εκπροσωπούμενη από τον O. Koktvedgaard, δικηγόρο,

παρεμβαίνοντα,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/839/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2011, σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark (ΕΕ L 340, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους Δ. Γρατσία (εισηγητή), πρόεδρο, N. J. Forwood και C. Wetter, δικαστές,

γραμματέας: L. Grzegorczyk, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 15ης Ιανουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς και πραγματικά περιστατικά

1        Η υπό κρίση προσφυγή έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2011, σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark (ΕΕ L 340, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), καθόσον με αυτή διαπιστώνεται ότι τα εν λόγω μέτρα, μολονότι συνιστούν κρατική ενίσχυση, είναι εντούτοις συμβατά με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Η προσφυγή ασκείται από τη Viasat Broadcasting UK Ltd (στο εξής: προσφεύγουσα ή Viasat), η οποία είναι εταιρία εμπορικών ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών που δραστηριοποιείται στη δανική αγορά και άμεση ανταγωνίστρια της δανικής εταιρίας ραδιοτηλεοπτικών εκπομπών TV2/Danmark A/S (στο εξής: TV2 A/S).

2        Η TV2 A/S δημιουργήθηκε προκειμένου να αντικαταστήσει, με λογιστικά και φορολογικά αποτελέσματα από 1ης Ιανουαρίου 2003, την αυτοτελή κρατική επιχείρηση TV2/Danmark (στο εξής: TV2), που ιδρύθηκε το 1986, με τον Lov n° 335 om ændring af Lov om radio-og fjernsynsvirksomhed, της 4ης Ιουνίου 1986 (νόμο περί τροποποιήσεως του νόμου για την υπηρεσία ραδιοτηλεοπτικής μεταδόσεως). Η TV2 A/S, όπως ακριβώς και ο προκάτοχός της, ο TV2, είναι ο δεύτερος δημόσιος τηλεοπτικός σταθμός στη Δανία, ενώ ο πρώτος είναι ο Danmarks Radio (στο εξής: DR).

3        Η TV2 A/S, όπως, προηγουμένως, και ο TV2, είναι επιφορτισμένη με αποστολή παροχής δημόσιας υπηρεσίας, που συνίσταται στην παραγωγή και εκπομπή τηλεοπτικών προγραμμάτων εθνικής και περιφερειακής εμβέλειας. Η εκπομπή αυτή μπορεί να γίνεται με ραδιοηλεκτρικό εξοπλισμό, μεταξύ άλλων και με δορυφορικά ή καλωδιακά συστήματα. Κανόνες ως προς τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας της TV2 A/S και του TV2 καθορίζονται από τον Δανό υπουργό πολιτισμού.

4        Εκτός από τους δημόσιους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, εμπορικοί ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί αναπτύσσουν δραστηριότητα στο σύνολο της δανικής αγοράς υπηρεσιών τηλοψίας. Πρόκειται, μεταξύ άλλων, αφενός μεν για την προσφεύγουσα, αφετέρου δε για τον όμιλο που αποτελείται από τις εταιρίες SBS TV A/S και SBS Danish Television Ltd (στο εξής: SBS).

5        Ο TV2 συστάθηκε με τη βοήθεια έντοκου κρατικού δανείου και η δραστηριότητά του, κατά το πρότυπο του DR, θα χρηματοδοτούνταν από το προϊόν των ραδιοτηλεοπτικών τελών που πληρώνουν όλοι οι Δανοί τηλεθεατές. Ο Δανός νομοθέτης αποφάσισε όμως ότι, σε αντίθεση προς την περίπτωση του DR, ο TV2 θα είχε επίσης τη δυνατότητα να αντλεί όφελος, μεταξύ άλλων, από το προϊόν της διαφημιστικής δραστηριότητας.

6        Κατόπιν καταγγελίας που υπέβαλε, στις 5 Απριλίου 2000, η εταιρία SBS Broadcasting SA/Tv Danmark,το σύστημα χρηματοδοτήσεως του TV2 αποτέλεσε το αντικείμενο εξετάσεως εκ μέρους της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφασή της 2006/217/ΕΚ, της 19ης Μαΐου 2004, σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του [TV2] (ΕΕ 2006, L 85, σ. 1, διορθωτικό ΕΕ 2006, L 368, σ. 1, στο εξής: απόφαση της Επιτροπής TV2 I). Η απόφαση αυτή κάλυπτε το χρονικό διάστημα από το 1995 έως το 2002 και αφορούσε τα ακόλουθα μέτρα: τα έσοδα από ραδιοτηλεοπτικά τέλη, τις μεταβιβάσεις από τα ταμεία που είναι επιφορτισμένα με τη χρηματοδότηση του TV2 (Ταμείο TV2 και Radiofonden [Ταμείο Ραδιοφωνίας]), ποσά χορηγηθέντα ad hoc, την απαλλαγή από την καταβολή φόρου εταιριών, τα άτοκα και χωρίς εξόφληση σε δόσεις δάνεια εγκαταστάσεως που χορηγήθηκαν στον TV2 κατά τη σύστασή του, τις κρατικές εγγυήσεις για δάνεια κεφαλαίων κίνησης, καθώς και τους ευνοϊκούς όρους καταβολής του τέλους συχνότητας που οφείλει ο TV2 για τη χρήση της συχνότητας μεταδόσεως σε εθνική εμβέλεια (στο εξής, θεωρούμενα από κοινού: οικεία μέτρα). Τέλος, η έρευνα της Επιτροπής αφορούσε επίσης τη χορηγηθείσα στον TV2 άδεια μεταδόσεως με τη χρήση τοπικών συχνοτήτων σε διάρθρωση δικτύου και την υποχρέωση των κατόχων δημοτικών εγκαταστάσεων κεραιών να αναμεταδίδουν τα προγράμματα δημόσιας υπηρεσίας του TV2 μέσω των εγκαταστάσεων τους.

7        Κατά το πέρας της εξετάσεως των οικείων μέτρων, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα αυτά συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (νυν άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ). Το συμπέρασμα αυτό στηριζόταν στην εκτίμηση ότι το σύστημα χρηματοδοτήσεως του TV2, που αποσκοπούσε στην αντιστάθμιση του κόστους της παροχής των δημοσίων υπηρεσιών του, δεν πληρούσε τον δεύτερο και τον τέταρτο από τους τέσσερεις όρους που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφασή του της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, Συλλογή, στο εξής: απόφαση Altmark, και, όσον αφορά τους ανωτέρω όρους, όροι Altmark, EU:C:2003:415).

8        Η Επιτροπή αποφάσισε επιπλέον ότι η ως άνω ενίσχυση, που χορηγήθηκε μεταξύ 1995 και 2002 από το Βασίλειο της Δανίας στον TV2, είναι συμβατή προς την εσωτερική αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ (νυν άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ), με εξαίρεση ποσό 628,2 εκατομμυρίων δανικών κορωνών (DKK), το οποίο χαρακτήρισε ως υπεραντιστάθμιση (αιτιολογική σκέψη 163 και άρθρο 1 της αποφάσεως της Επιτροπής TV2 I). Κατά συνέπεια, επέβαλε στο Βασίλειο της Δανίας να ανακτήσει αυτό το ποσό εντόκως από την TV2 A/S (άρθρο 2 της αποφάσεως TV2 I), η οποία είχε εν τω μεταξύ αντικαταστήσει τον TV2 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

9        Δεδομένου ότι η ανάκτηση της ενισχύσεως, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 2 της αποφάσεως TV2 I, κατέστησε την TV2 A/S αφερέγγυα, το Βασίλειο της Δανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή, με έγγραφό της της 23ης Ιουλίου 2004, ένα σχέδιο ανακεφαλαιοποιήσεώς της. Το σχέδιο αυτό προέβλεπε, όσον αφορά τα χρηματοδοτούμενα από το κράτος μέτρα, αφενός, εισφορά κεφαλαίου 440 εκατομμυρίων DKK και, αφετέρου, τη μετατροπή σε κεφάλαιο ενός κρατικού δανείου 394 εκατομμυρίων DKK. Με την απόφασή της C(2004) 3632 τελικό, της 6ης Οκτωβρίου 2004, στη σχετική με κρατικές ενισχύσεις υπόθεση N 313/2004, που αφορά την ανακεφαλαιοποίηση της [TV2 A/S] (ΕΕ 2005, C 172, σ. 3, στο εξής: απόφαση περί ανακεφαλαιοποιήσεως), η Επιτροπή έκρινε ότι τα δύο σκοπούμενα μέτρα υπέρ της TV2 A/S ήταν «αναγκαί[α] για την ανασύσταση του κεφαλαίου το οποίο χρειάζεται η TV2 [A/S], μετά τη μετατροπή του σε ανώνυμη εταιρία, προκειμένου να είναι σε θέση να εκπληρώσει την αποστολή της που συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας» (αιτιολογική σκέψη 53 της αποφάσεως περί ανακεφαλαιποιήσεως). Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε ότι κάθε στοιχείο κρατικής ενισχύσεως που μπορεί να συνδέεται με την προβλεπόμενη αναδιάρθρωση κεφαλαίου της TV2 A/S συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, σύμφωνα με το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 55 της αποφάσεως περί ανακεφαλαιοποιήσεως).

10      Η απόφαση της Επιτροπής TV2 I αποτέλεσε το αντικείμενο τεσσάρων προσφυγών ακυρώσεως, που άσκησαν, αφενός, η TV2 A/S (υπόθεση T‑309/04) και το Βασίλειο της Δανίας (υπόθεση T‑317/04) και, αφετέρου, οι ανταγωνιστές της TV2 A/S, οι Viasat (υπόθεση T‑329/04) και SBS (υπόθεση T‑336/04).

11      Με απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2008, TV2/Danmark κ.λπ./κατά Επιτροπής (T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, Συλλογή, στο εξής: απόφαση TV2 I, EU:T:2008:457), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής TV2 I. Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η συνιστάμενη στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολή που έχει ανατεθεί στον TV2 ανταποκρίνεται στον ορισμό των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος της ραδιοτηλεοράσεως (προπαρατεθείσα απόφαση TV2 I, EU:T:2008:457, σκέψη 124). Επίσης, όμως, διαπίστωσε την ύπαρξη διαφόρων παρανομιών που καθιστούν πλημμελή την απόφαση της Επιτροπής TV2 I, οι οποίες τελικά επέφεραν την ακύρωσή της.

12      Επομένως, πρώτον, εξετάζοντας το ζήτημα αν τα μέτρα που αφορά η απόφαση της Επιτροπής TV2 I δέσμευαν κρατικούς πόρους, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την απόφασή της ως προς το ότι ελήφθησαν υπόψη, εν τοις πράγμασι, ως κρατικοί πόροι έσοδα από διαφημίσεις των ετών 1995-1996 (απόφαση TV2 I, σκέψη 11 ανωτέρω, EU:T:2008:457, σκέψεις 160 έως 167). Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξέταση από την Επιτροπή του ζητήματος αν πληρούνταν ο δεύτερος και ο τέταρτος όρος Altmark δεν στηριζόταν σε προσεκτική εξέταση των συγκεκριμένων νομικών και οικονομικών συνθηκών υπό το πρίσμα των οποίων καθορίστηκε το ποσό των ραδιοτηλεοπτικών τελών που αναλογεί στον TV2. Κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής TV2 I ήταν πλημμελής λόγω ελλείψεως αιτιολογίας ως προς αυτό το σημείο (απόφαση TV2 I, σκέψη 11 ανωτέρω, EU:T:2008:457, σκέψεις 224 έως 233). Τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα συμπεράσματα της Επιτροπής ως προς το συμβατό της ενισχύσεως υπό το πρίσμα του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ, ειδικότερα ως προς την ύπαρξη υπεραντισταθμίσεως, ήταν επίσης πλημμελή λόγω ελλείψεως αιτιολογίας. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, αυτή η έλλειψη αιτιολογίας εξηγείται από την ανυπαρξία προσεκτικής εξετάσεως των συγκεκριμένων, νομικών και οικονομικών, συνθηκών που οδήγησαν στον καθορισμό του ποσού των τελών που αναλογούσε στον TV2 κατά το υπό εξέταση διάστημα (απόφαση TV2 I, σκέψη 11 ανωτέρω, EU:T:2008:457, σκέψεις 192 και 197 έως 203).

13      Η απόφαση περί ανακεφαλαιοποιήσεως αποτέλεσε το αντικείμενο δύο προσφυγών ακυρώσεως, που άσκησαν η SBS και η προσφεύγουσα. Με δύο διατάξεις που εκδόθηκαν στις 24 Σεπεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, λαμβανομένης υπόψη της ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής TV2 I και του στενού δεσμού που υφίστατο μεταξύ της απορρέουσας από αυτή την απόφαση υποχρεώσεως ανακτήσεως της ενισχύσεως και των μέτρων που αποτελούσαν το αντικείμενο της αποφάσεως περί ανακεφαλοποιήσεως, παρέλκει πλέον η έκδοση αποφάσεως στις προπαρατεθείσες υποθέσεις (διατάξεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2009, SBS TV και SBS Danish Television κατά Επιτροπής, T‑12/05, EU:T:2009:357, και Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, T‑16/05, EU:T:2009:358).

14      Κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής TV2 I, η Επιτροπή επανεξέτασε τα οικεία μέτρα. Με την ευκαιρία αυτή, διαβουλεύτηκε με το Βασίλειο της Δανίας και με την TV2 A/S και έλαβε, εξάλλου, παρατηρήσεις από τρίτους.

15      Η Επιτροπή εξέθεσε το αποτέλεσμα της νέας εξετάσεώς της των οικείων μέτρων με την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία αποτελεί το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής, καθώς και μιας άλλης προσφυγής που άσκησε TV2 A/S (υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής) επί της οποίας το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε με σημερινή απόφαση.

16      Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μέτρα που ελήφθησαν έναντι του TV2 μεταξύ 1995 και 2002. Εντούτοις, στην ανάλυσή της, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη μέτρα ανακεφαλαιοποιήσεως που ελήφθησαν το 2004 κατόπιν της αποφάσεως της Επιτροπής TV2 I.

17      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή ενέμεινε στην άποψή της ως προς τον χαρακτηρισμό των οικείων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπέρ του TV2 (αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Σε μια πρώτη προσέγγιση, εκτίμησε ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις για τα έτη 1995 και 1996 συνιστούν κρατικούς πόρους (αιτιολογική σκέψη 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, σε μια δεύτερη προσέγγιση, επαληθεύοντας την ύπαρξη ενός επιλεκτικού πλεονεκτήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα οικεία μέτρα δεν πληρούν τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark (αιτιολογική σκέψη 153 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Αντιθέτως, ενώ με την απόφαση της Επιτροπής TV2 I κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό των 628,2 εκατομμυρίων DKK συνιστούσε υπεραντιστάθμιση, ασυμβίβαστη προς το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι το ποσό αυτό ήταν κατάλληλο αποθεματικό υπό μορφή κεφαλαιακής βάσεως για τον TV2 A/S. Στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έκρινε ως ακολούθως:

«Άρθρο 1

Τα μέτρα που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του [TV2] μεταξύ του 1995 και του 2002 υπό μορφή εσόδων από ραδιοτηλεοπτικά τέλη και τα άλλα μέτρα που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ].»

18      Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι το Βασίλειο της Δανίας έλαβε μέτρα για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση της TV2 A/S. Έτσι, αφενός, στις 16 Ιουνίου 2008, κοινοποίησε σχέδιο χορηγήσεως ενισχύσεως στην TV2 A/S για τη διάσωσή της υπό μορφή πιστωτικής διευκολύνσεως. Η ενίσχυση αυτή εγκρίθηκε από την Επιτροπή με την απόφασή της C(2008) 4224 τελικό, της 4ης Αυγούστου 2008, στην υπόθεση αριθ. 287/2008, σχετικά με την ενίσχυση για διάσωση που χορηγήθηκε στην TV2 Danmark A/S (ΕΕ 2009, C 9, σ. 1). Η απόφαση της Επιτροπής αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής από τη Viasat. Με διάταξη της 22ας Μαρτίου 2012, το Γενικό Δικαστήριο, διαπιστώνοντας ότι η ενίσχυση που εγκρίθηκε με την επίμαχη απόφαση είχε επιστραφεί εξ ολοκλήρου, αποφάσισε ότι η προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου και η δίκη πρέπει να καταργηθεί (διάταξη της 22ας Μαρτίου 2012, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής, T‑114/09, EU:T:2012:144).

19      Εξάλλου, στις 4 Φεβρουαρίου 2009, το Βασίλειο της Δανίας κοινοποίησε στην Επιτροπή σχέδιο αναδιαρθρώσεως της TV2 A/S. Με την απόφασή της 2012/109/ΕΕ, της 20ής Απριλίου 2011, για την κρατική ενίσχυση C 19/09 (πρώην N 64/09) την οποία η Δανία σκοπεύει να χορηγήσει για την αναδιάρθρωση της [TV2 A/S], (ΕΕ 2012, L 50, σ. 21), η Επιτροπή έκρινε ότι το σχέδιο αναδιαρθρώσεως είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, ΣΛΕΕ υπό ορισμένους όρους, ένας από τους οποίους ήταν η απαγόρευση καταβολής των προβλεπόμενων από το εν λόγω σχέδιο ενισχύσεων, για τον λόγο ότι η κατάσταση της δικαιούχου εταιρίας έχει βελτιωθεί. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο προσφυγής που άσκησε η Viasat. Δεδομένου ότι η Viasat παραιτήθηκε από την προσφυγή της, η υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο του Γενικού Δικαστηρίου με τη διάταξη της 10ης Δεκεμβρίου 2012, Viasat Broadcasting UK κατά Επιτροπής (T‑210/12, EU:T:2012:660).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Μαρτίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

21      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2012, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

22      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2012, η TV2 A/S ζήτησε να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση υπέρ της Επιτροπής.

23      Με διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτά αυτά τα αιτήματα.

24      Η TV2 A/S κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 30 Νοεμβρίου 2012. Το Βασίλειο της Δανίας κατέθεσε αυθημερόν υπόμνημα παρεμβάσεως.

25      Η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως στις 19 Μαρτίου 2013. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε γραπτές παρατηρήσεις επί των υπομνημάτων παρεμβάσεως.

26      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε, ως πρόεδρος, στο έκτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

27      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

28      Λόγω κωλύματος ενός μέλους του τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

29      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 15ης Ιανουαρίου 2015. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι διάδικοι, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, έλαβαν θέση, όσον αφορά το ζήτημα αν ενδεχομένως εξαφανίζεται το αντικείμενο της δίκης στην υπό κρίση υπόθεση σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατόπιν της προσφυγής που ασκήθηκε στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής.

30      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

32      Το Βασίλειο της Δανίας και η TV2 A/S ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

33      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να ελεγχθεί αν νομιμοποιείται ενεργητικώς στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής.

34      Κατά πάγια νομολογία, όσοι δεν είναι αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι αυτή τους αφορά ατομικά, παρά μόνον αν τους θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων τους ή λόγω συγκεκριμένης πραγματικής καταστάσεως η οποία τους χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, έτσι, τους εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 1963, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή, EU:C:1963:17, και της 22ας Δεκεμβρίου 2008, British Aggregates κατά Επιτροπής, C‑487/06 P, Συλλογή, EU:C:2008:757, σκέψη 26). Στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η νομολογία αναγνωρίζει ένα ιδιαίτερο καθεστώς, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας αποφάσεως Plaumann κατά Επιτροπής (EU:C:1963:17), μεταξύ άλλων, στον προσφεύγοντα, η θέση του οποίου στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αμφισβητουμένης αποφάσεως (προπαρατεθείσα απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, EU:C:2008:757, σκέψη 30).

35      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τα μέτρα που, κατά τα έτη 1995 έως 2002, συνιστούσαν ουσιαστικά το σύνολο της χρηματοδοτήσεως του TV2. Από τη δικογραφία όμως προκύπτει ότι ο TV2 ήταν ο σημαντικότερος παράγων και ο κυριότερος άμεσος ανταγωνιστής της προσφεύγουσας στη δανική αγορά τηλεοπτικών διαφημίσεων καθώς και στη δανική χονδρική αγορά, στην οποία οι ραδιοτηλεοπτικοί φορείς προτείνουν τους διαύλους τους στους διανομείς. Διαπιστώνεται επομένως ότι, εν προκειμένω, η θέση της προσφεύγουσας στην αγορά επηρεάζεται αισθητά από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 34 νομολογίας.

36      Κατόπιν των ανωτέρω, καθώς και του γεγονότος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά κρατικές ενισχύσεις που έχουν ήδη καταβληθεί και θεωρούνται συμβατές προς την εσωτερική αγορά, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφυγή ασκείται παραδεκτώς.

 Επί της ουσίας

37      Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα αμφισβητεί το συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι παρασχεθείσες στον TV2 κρατικές ενισχύσεις είναι συμβατές προς την εσωτερική αγορά.

38      Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 155 έως 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε, ως πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμβατού των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά, στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στην ανακοίνωσή της της 15ης Νοεμβρίου 2001, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων (ΕΕ C 320, σ. 5, στο εξής: ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001), που καθόρισε τις αρχές και μεθόδους που προετίθετο να εφαρμόζει για την εξασφάλιση της τηρήσεως των προϋποθέσεων που διατυπώνονται στο άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

39      Πρέπει να τονισθεί ότι, στις 2 Ιουλίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε νέα ανακοίνωση, σχετικά με την εφαρμογή των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις στη δημόσια ραδιοτηλεόραση (ΕΕ C 257, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009). Η δεύτερη αυτή πράξη διευκρινίζει, στο σημείο της 100, ότι η Επιτροπή θα εφαρμόζει σε περίπτωση ενισχύσεως μη κοινοποιηθείσας και χορηγηθείσας πριν από τη δημοσίευσή της στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι οι επίδικες ενισχύσεις, την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001.

40      Στο μέρος της προσβαλλομένης αποφάσεως που αφιερώνεται στο συμβατό των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή εκτίμησε, καταρχάς, ότι ο ορισμός των υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος που έπρεπε να εκτελούνται από τον TV2 ήταν ευρύς, αλλά σύμφωνος προς τις απαιτήσεις του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, νοούμενος υπό το φως των σχετικών με αυτό το άρθρο ερμηνευτικών διατάξεων που έχουν ενσωματωθεί στο πρωτόκολλο σχετικά με το σύστημα των δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών στα κράτη μέλη, προσαρτημένο ως παράρτημα στη Συνθήκη ΛΕΕ και γνωστό ως πρωτόκολλο του Άμστερνταμ (αιτιολογικές σκέψεις 171 και 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Στη συνέχεια, η Επιτροπή εκτίμησε ότι ο Lov om radio-og fjernsynsvirksomhed (νόμος για τις ραδιοτηλεοπτικές υπηρεσίες) αναθέτει επίσημα στον TV2 μόνο την υποχρέωση παροχής δημόσιων ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών. Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η έναρξη κάθε άλλης συμπληρωματικής δραστηριότητας από τον TV2 απαιτεί νέα ανάθεση, προκειμένου να είναι σύμφωνη προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (αιτιολογικές σκέψεις 174 και 175 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τέλος, η Επιτροπή εξέτασε την αναλογικότητα της χορηγηθείσας στον TV2 κρατικής ενισχύσεως υπό δύο πρίσματα: αφενός μεν, υπολόγισε το καθαρό κόστος της εκπληρώσεως της αποστολής δημόσιας υπηρεσίας και επαλήθευσε αν το κόστος αυτό έχει υπεραντισταθμισθεί, αφετέρου δε, ανέλυσε τη συμπεριφορά του TV2 στην αγορά των διαφημίσεων, προκειμένου να ελέγξει αν ο TV2 εφάρμοζε τεχνητά χαμηλές τιμές για τις διαφημίσεις του σε βάρος των ανταγωνιστών του. Κατέληξε ότι τα οικεία μέτρα ήταν συμβατά προς την εσωτερική αγορά.

41      Η προσφεύγουσα επικρίνει αυτή την εκτίμηση για το συμβατό των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά έναντι του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, υπό ένα επακριβώς καθορισμένο μεθοδολογικό πρίσμα. Υποστηρίζει, συγκεκριμένα, ότι, οσάκις η Επιτροπή εφάρμοσε το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, απαιτούνταν κατά το γράμμα αυτής της διατάξεως να λαμβάνει επίσης υπόψη το θεσμικό όργανο τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark προκειμένου να επαληθεύσει αν οι προβλεπόμενοι από τη Συνθήκη κανόνες του ανταγωνισμού εμπόδιζαν την εκπλήρωση της συνιστάμενης στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας αποστολή του TV2 και αν η ενίσχυση επηρέαζε τις συναλλαγές σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

42      Η προσφεύγουσα δεν επισημαίνει άλλο σφάλμα, στο οποίο να υπέπεσε η Επιτροπή με την εκτίμησή της. Ιδίως, δεν ισχυρίζεται ότι η ανάλυση του συμβατού των οικείων μέτρων με την εσωτερική αγορά, που πραγματοποίησε η Επιτροπή, έναντι της ανακοινώσεως για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001 είναι πλημμελής λόγω πλάνης εκτιμήσεως.

43      Η προσφυγή διαρθρώνεται σε δύο λόγους ακυρώσεως, με τους οποίους η προσφεύγουσα προβάλλει, αφενός, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, εκτιμώντας το συμβατό των οικείων μέτρων με την εσωτερική αγορά επί τη βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, χωρίς να λάβει υπόψη τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark, και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν εξήγησε τους λόγους για τους οποίους το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είχε εν προκειμένω εφαρμογή, ενώ δεν πληρούνταν ο δεύτερος και ο τέταρτος όρος Altmark, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 296 ΣΛΕΕ.

44      Πρέπει εξαρχής να τονισθεί ο άμεσος και στενός σύνδεσμος μεταξύ της υπό κρίση προσφυγής και της προσφυγής που άσκησε η TV2 A/S, διάδοχος του ωφελούμενου από τα οικεία μέτρα, στην υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, στην οποία η προσφεύγουσα παρενέβη υπέρ της Επιτροπής. Η προσφυγή της TV2 A/S έχει ως αντικείμενο την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή, έχοντας διαπιστώσει ότι τα οικεία μέτρα δεν πληρούσαν τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark, έκρινε ότι τα μέτρα αυτά συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις και ότι επρόκειτο για νέες ενισχύσεις.

45      Με την αυθημερόν εκδοθείσα απόφαση στην υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, το Γενικό Δικαστήριο έκανε εν μέρει δεκτή την προσφυγή του TV2/Danmark και ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που καταβλήθηκαν στον TV2 μέσω του Ταμείου TV2 συνιστούν κρατική ενίσχυση. Κατόπιν αυτής της ακυρώσεως, η υπό κρίση προσφυγή κατέστη άνευ αντικειμένου, καθόσον σκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τον λόγο ότι αυτή χαρακτήρισε τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που εισπράχθηκαν μέσω του Ταμείου TV2 ως ενισχύσεις συμβατές προς την εσωτερική αγορά. Πράγματι, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο με την ως άνω απόφασή του, η μεταφορά αυτών των εσόδων δεν συνιστά καν κρατική ενίσχυση, οπότε δεν τίθεται το ζήτημα του συμβατού μιας τέτοιας ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά. Εφόσον όμως η προσφεύγουσα προβάλλει τους ίδιους λόγους ακυρώσεως και τα ίδια επιχειρήματα έναντι όλων των μέτρων που χαρακτηρίζονται ως ενίσχυση συμβατή προς την εσωτερική αγορά, όλοι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως και όλα αυτά τα επιχειρήματα πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εξετασθούν σε σχέση με τη λοιπή προσβαλλόμενη απόφαση.

46      Εξάλλου, πρέπει επίσης να τονισθεί ότι, με την αυθημερόν εκδοθείσα απόφασή του στην υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής (σκέψη 88 επ.), το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε ότι συνεπεία πλάνης περί το δίκαιο η Επιτροπή έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω ο δεύτερος όρος Altmark. Δεν έκρινε πάντως ότι το συμπέρασμα αυτό δικαιολογούσε την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εκτίμησε ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής, ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω ο τέταρτος όρος Altmark, δεν ήταν εσφαλμένο. Πράγματι, το τελευταίο αυτό συμπέρασμα ήταν, αφεαυτού, επαρκές για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι τα οικεία μέτρα (με εξαίρεση το μνημονευόμενο ανωτέρω στη σκέψη 45) συνιστούν κρατική ενίσχυση.

47      Εφόσον, με την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα δεν κάνει διάκριση μεταξύ του δεύτερου και του τέταρτου όρου Altmark, αλλά υποστηρίζει, σε σχέση με τους δύο αυτούς όρους, ότι το γεγονός ότι αυτοί δεν πληρούνταν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση του συμβατού των επίδικων κρατικών ενισχύσεων προς την εσωτερική αγορά, το μνημονευόμενο ανωτέρω στη σκέψη 46 συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου δεν έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται περιττή η εξέταση του ενός ή του άλλου των λόγων ακυρώσεως που επικαλείται η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

48      Με τον πρώτο της λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), επηρεάζει κατ’ ανάγκη τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή οφείλει να εκτιμά το συμβατό μιας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά έναντι του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

49      Υποστηρίζει, ειδικότερα, ότι το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά και να εφαρμόζεται, μόνον οσάκις οι κανόνες της Συνθήκης, μεταξύ άλλων το άρθρο 107 ΣΛΕΕ, «εμποδίζουν» την εκπλήρωση της συγκεκριμένης αποστολής που συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Επιπλέον, σύμφωνα με το γράμμα του, το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ μπορεί να έχει εφαρμογή, μόνον όταν η εφαρμογή αυτή δεν είναι αντίθετη προς το συμφέρον της Ένωσης. Τέλος, κατά την προσφεύγουσα, ο δεύτερος και ο τρίτος όρος Altmark αποτελούν μέρος του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, καθόσον αυτό ορίζει την έννοια της κρατικής ενισχύσεως. Επομένως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αν η εφαρμογή του δεύτερου και του τέταρτου όρου Altmark «εμπόδισε την εκπλήρωση» της αποστολής που συνίσταται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας ή «επηρέασε τις συναλλαγές σε βαθμό που είναι αντίθετος προς το συμφέρον της Ένωσης».

50      Κατά το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου υπόκεινται στους κανόνες των Συνθηκών, ιδίως τους κανόνες του ανταγωνισμού, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των κανόνων αυτών δεν εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί. Η ανάπτυξη των συναλλαγών δεν πρέπει να επηρεάζεται σε βαθμό ο οποίος θα αντέκειτο προς το συμφέρον της Ένωσης.

51      Με τη μνεία των κανόνων του ανταγωνισμού, στους οποίους αναφέρεται το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να νοείται, ειδικότερα, η απαγόρευση καταβολής στις επιχειρήσεις κρατικών ενισχύσεων, η οποία απορρέει από το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο ορίζει ότι ενισχύσεις που χορηγούνται υπό οποιαδήποτε μορφή από τα κράτη ή με κρατικούς πόρους και που νοθεύουν ή απειλούν να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό διά της ευνοϊκής μεταχειρίσεως ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, κατά το μέτρο που επηρεάζουν τις μεταξύ κρατών μελών συναλλαγές, εκτός αν οι Συνθήκες ορίζουν άλλως.

52      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα θέτουν, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα της σχέσεως μεταξύ, αφενός, των όρων Altmark και, αφετέρου, των προϋποθέσεων υπό τις οποίες κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε σε επιχείρηση επιφορτισμένη με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος μπορεί να θεωρηθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά, υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

53      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξέταση του χαρακτήρα μιας κρατικής ενισχύσεως ως συμβατής προς την εσωτερική αγορά προϋποθέτει ότι το υπό εξέταση μέτρο εμφανίζει τον χαρακτήρα ενισχύσεως. Ούτε όμως από το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ούτε από άλλη διάταξη προκύπτει ότι το κράτος, σε όλες τις περιπτώσεις όπου χρησιμοποιεί τα χρηματοοικονομικά του μέσα για να εξασφαλίσει την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, χορηγεί κρατική ενίσχυση στην επιχείρηση που παρέχει αυτή την υπηρεσία.

54      Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως απαιτεί να πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτό το άρθρο εξαγγέλλει τους ακόλουθους όρους. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για παρέμβαση του κράτους ή μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω, EU:C:2003:415, σκέψεις 74 και 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

55      Όσον αφορά, όλως ιδιαιτέρως, τον τρίτο από αυτούς τους όρους, κατά τον οποίο η επίμαχη παρέμβαση πρέπει να παρέχει πλεονέκτημα στον δικαιούχο της, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως το υπενθύμισε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), θεωρούνται ενισχύσεις οι παρεμβάσεις εκείνες οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, ενδέχεται να ευνοήσουν επιχειρήσεις, άμεσα ή έμμεσα, ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

56      Επομένως, οσάκις το κράτος, για να εξασφαλίσει την παροχή μιας υπηρεσίας γενικού συμφέροντος, καταβάλλει στην επιχείρηση που έχει αναλάβει αυτή την υπηρεσία χρηματοοικονομική αντιπαροχή, η οποία αντιστοιχεί στην τιμή αυτής της υπηρεσίας υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν πρόκειται για όφελος, το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Κατά συνέπεια, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν τίθεται καν ζήτημα κρατικής ενισχύσεως, δεδομένου ότι ελλείπει ένας από τους ουσιώδεις όρους για έναν τέτοιο χαρακτηρισμό του επίμαχου μέτρου.

57      Ακριβώς στο ζήτημα αν μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος παρέχεται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς αποσκοπούν να δώσουν απάντηση οι όροι Altmark.

58      Οι όροι αυτοί είναι οι εξής: Πρώτον, η δικαιούχος επιχείρηση της αντισταθμίσεως πρέπει να είναι πράγματι επιφορτισμένη με την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι δε υποχρεώσεις αυτές πρέπει να είναι σαφώς καθορισμένες. Δεύτερον, οι βασικές παράμετροι βάσει των οποίων υπολογίζεται η αντιστάθμιση πρέπει να έχουν προσδιοριστεί προηγουμένως αντικειμενικά και με διαφάνεια. Τρίτον, η αντιστάθμιση δεν μπορεί να υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών εσόδων και ενός ευλόγου κέρδους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών. Τέταρτον, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει τις σχετικές υπηρεσίες με το μικρότερο για το κοινωνικό σύνολο κόστος, το επίπεδο της απαραίτητης αντισταθμίσεως πρέπει να καθορίζεται βάσει αναλύσεως των δαπανών στις οποίες θα προέβαινε μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, λαμβάνοντας υπόψη τα σχετικά έσοδα και ένα εύλογο κέρδος από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων αυτών (απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω, EU:C:2003:415, σκέψεις 89 έως 93).

59      Όπως συνάγεται από τη σκέψη 94 της αποφάσεως Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), καθόσον πληρούνται όλοι αυτοί οι όροι, δεν τίθεται καν ζήτημα κρατικής ενισχύσεως, υπό την έννοια ότι η οικεία επιχείρηση δεν αποκομίζει όφελος που δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

60      Αντιθέτως, όπως τονίσθηκε προηγουμένως, ο χαρακτηρισμός μέτρου ενισχύσεως ως συμβατού προς την εσωτερική αγορά, υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στηρίζεται στη συλλογιστική προκείμενη ότι το εν λόγω μέτρο συνιστά κρατική ενίσχυση. Κατ’ άλλη διατύπωση, στην περίπτωση επιχειρήσεως που έχει αναλάβει υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός προϋποθέτει κατ’ ανάγκη ότι η εν λόγω επιχείρηση αποκομίζει, ως αντιπαροχή για την παροχή αυτής της υπηρεσίας, όφελος που δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

61      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παγιωθείσα νομολογία (βλ. απόφαση της 26ης Ιουνίου 2008, SIC κατά Επιτροπής, T‑442/03, Συλλογή, EU:T:2008:228, σκέψη 144 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) έχει συναγάγει τρεις όρους, οι οποίοι πρέπει να πληρούνται, προκειμένου μια κρατική ενίσχυση που χορηγείται ως αντιστάθμιση για την εκτέλεση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας να μπορεί να θεωρηθεί ως συμβατή προς την εσωτερική αγορά. Ο πρώτος όρος, που αφορά τον ορισμό της δημόσιας υπηρεσίας, απαιτεί η επίμαχη υπηρεσία να είναι πράγματι υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος και να είναι σαφώς καθορισμένη ως τέτοια από το κράτος μέλος. Ο δεύτερος όρος, που αφορά την πράξη παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας, απαιτεί η παροχή της επίμαχης δημόσιας υπηρεσίας να έχει ανατεθεί ρητά στην εν λόγω επιχείρηση από το κράτος μέλος. Τέλος, ο τρίτος όρος στηρίζεται στην έννοια της αναλογικότητας. Κατ’ αυτόν τον όρο, η χρηματοδότηση μιας επιχειρήσεως, που είναι επιφορτισμένη με υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, πρέπει να θεωρείται συμβατή προς την εσωτερική αγορά, στον βαθμό που η εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της ΣΛΕΕ —εν προκειμένω των κανόνων περί απαγορεύσεως των κρατικών ενισχύσεων— θα εμπόδιζε την πραγματοποίηση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στην επιχείρηση, η δε παρέκκλιση από τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν πρέπει να επηρεάζει την ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών σε βαθμό αντίθετο προς το συμφέρον της Ένωσης.

62      Σε αρκετές υποθέσεις που έκρινε το Γενικό Δικαστήριο, οι διάδικοι τόνισαν την ύπαρξη κάποιας ομοιότητας μεταξύ των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ορισμένων από τους όρους που διατύπωσε το Δικαστήριο με την απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415). Πρόκειται, μεταξύ άλλων, για τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2008, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑289/03, Συλλογή, EU:T:2008:29, σκέψεις 160, 162 και 224), SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 61 ανωτέρω (EU:T:2008:228, σκέψεις 134 έως 136), της 11ης Μαρτίου 2009, TF1 κατά Επιτροπής (T‑354/05, Συλλογή, EU:T:2009:66, σκέψεις 116 έως 118), της 1ης Ιουλίου 2010, M6 κατά Επιτροπής (T‑568/08 και T‑573/08, Συλλογή, EU:T:2010:272, σκέψη 128), της 7ης Νοεμβρίου 2012, CBI κατά Επιτροπής (T‑137/10, Συλλογή, EU:T:2012:584) και της 16ης Οκτωβρίου 2013, TF1 κατά Επιτροπής (T‑275/11, EU:T:2013:535, σκέψη 122).

63      Δεν πρέπει πάντως να λησμονείται ότι, ακόμη κι αν οι προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ενός μέτρου ως ενισχύσεως συμβατής προς την εσωτερική αγορά εμφάνιζαν κάποια ομοιότητα με τους όρους Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, στην περίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρόκειται για την απάντηση σε ένα τελείως διαφορετικό ζήτημα, που προϋποθέτει μια καταφατική απάντηση στο ζήτημα που αφορά η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), το οποίο είναι διαφορετικό και προηγείται του ζητήματος του συμβατού της επίμαχης ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά.

64      Λαμβανομένων υπόψη αυτών ακριβώς των γενικών παρατηρήσεων, πρέπει να εξετασθούν τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα.

65      Η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορους λόγους, για τους οποίους, κατ’ αυτήν, ο δεύτερος και ο τέταρτος όρος Altmark πρέπει κατ’ ανάγκη να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή κατά την εκτίμηση του συμβατού προς την εσωτερική αγορά, υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ενός μέτρου που χαρακτηρίσθηκε ως κρατική ενίσχυση λόγω της μη τηρήσεως των δύο αυτών όρων.

66      Αφενός, όσον αφορά τον δεύτερο όρο Altmark, πρώτον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι, για να πληρούται το πραγματικό του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Επιτροπή απαιτεί την τήρηση ορισμένων προϋποθέσεων, που είναι απλώς και μόνο τυπικές, όπως, παραδείγματος χάριν, μια επακριβή περιγραφή της πράξεως παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας. Αν όμως τέτοιες τυπικές απαιτήσεις είναι αναγκαίες για την τήρηση αυτής της διατάξεως, θα φαινόταν λογικό, κατά την προσφεύγουσα, να περιλαμβάνει επίσης η διάταξη αυτή την απαίτηση να καθορίζουν τα κράτη μέλη εκ των προτέρων, με αντικειμενικό και διαφανή τρόπο, τις παραμέτρους του υπολογισμού της αντισταθμίσεως της δημόσιας υπηρεσίας.

67      Δεύτερον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι ο δεύτερος όρος Altmark εμπεριέχεται ήδη στις ανακοινώσεις και αποφάσεις της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Συναφώς, αναφέρεται στο έγγραφο της Επιτροπής που επιγράφεται «Κοινοτικό πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας» του 2005 (ΕΕ C 297, σ. 4, στο εξής: ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2005) και στην απόφαση 2005/842/ΕΚ της Επιτροπής, της 28ης Νοεμβρίου 2005, για την εφαρμογή του άρθρου [106], παράγραφος 2, [ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 312, σ. 67, στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ 2005), καθώς και σε δύο άλλες πράξεις που κατάργησαν και αντικατέστησαν τις δύο ως άνω πράξεις, ήτοι, την ανακοίνωση της Επιτροπής για το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011) (ΕΕ 2012, C 8, σ. 15, στο εξής: ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2011) και την απόφαση 2012/21/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2011, για την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας που χορηγούνται σε ορισμένες επιχειρήσεις επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΕΕ L 7, σ. 3, στο εξής: απόφαση ΥΓΟΣ 2011). Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι τα έγγραφα αυτά προβλέπουν ότι, για να έχει εφαρμογή το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η πράξη αναθέσεως της δημόσιας υπηρεσίας πρέπει να περιγράφει τις παραμέτρους για τον υπολογισμό, τον έλεγχο και την αναθεώρηση της αντισταθμίσεως, καθώς και τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την ανάκτηση της ενδεχόμενης υπεραντισταθμίσεως.

68      Τρίτον, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009 περιέχει, στο σημείο της 51, μια απαίτηση ανάλογη προς τον δεύτερο όρο Altmark. Το σημείο αυτό διευκρινίζει, συγκεκριμένα, ότι για να είναι συμβατή προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η πράξη αναθέσεως πρέπει να ορίζει τους όρους για την παροχή υπεραντισταθμίσεως, καθώς και τις ρυθμίσεις για την αποφυγή και την αποπληρωμή τυχόν υπεραντισταθμίσεως.

69      Τέλος, τέταρτον, κατά την προσφεύγουσα, μολονότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε με βάση την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001, δεν υπάρχει κανένας βάσιμος λόγος που να εμποδίζει την Επιτροπή να εφαρμόσει εν προκειμένω την ερμηνεία του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία έγινε δεκτή με τις ανακοινώσεις ΥΓΟΣ 2005 και 2011, τις αποφάσεις ΥΓΟΣ 2005 και 2011 και την ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009.

70      Εξάλλου, όσον αφορά την επίδραση του τέταρτου όρου Altmark στην εκτίμηση του συμβατού της ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα τονίζει, καταρχάς, ότι η ευρεία ερμηνεία της δημόσιας υπηρεσίας εγκυμονεί τον κίνδυνο η αντιστάθμιση της δημόσιας υπηρεσίας να χρησιμοποιηθεί στην πραγματικότητα ως ενίσχυση διασώσεως και ως λειτουργική ενίσχυση. Προκειμένου να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος και να διασφαλισθεί μια σωστή ισορροπία μεταξύ της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη ως προς τον ορισμό και την ανάθεση αποστολών που συνίστανται στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας, αφενός, και της προστασίας του ανταγωνισμού στην αγορά, αφετέρου, η Επιτροπή θα μπορούσε να κάνει χρήση, κατά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, της απαιτήσεως της αποτελεσματικότητας που απορρέει από τον τέταρτο όρο Altmark. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα εκθέτει ότι η νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου, κατά την οποία το κριτήριο της αποτελεσματικότητας στερείται σημασίας για την εξέταση του συμβατού της ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά, διαμορφώθηκε με βάση την πριν από την έκδοση της αποφάσεως Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), νομολογία και, εν πάση περιπτώσει, είναι επικριτέα. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η ίδια η Επιτροπή αναγνωρίζει τη σημασία της αποτελεσματικότητας με την ανακοίνωση ΥΓΟΣ 2011 και με την ανακοίνωση της Επιτροπής του 2011 προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών για τη μεταρρύθμιση των κανόνων της ΕΕ για τις κρατικές ενισχύσεις στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος [έγγραφο COM(2011) 146 τελικό]. Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι από τη σχετική με τα άρθρα 49 και 56 ΣΛΕΕ νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της διαφάνειας δεν επιτρέπουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε εταιρία.

71      Η προσφεύγουσα συνάγει από τα προηγούμενα ότι ο δεύτερος και o τέταρτος όρος Altmark αποτελούν μέρος της επαληθεύσεως της συμβατότητας μιας κρατικής ενισχύσεως προς την εσωτερική αγορά που καθιερώνει το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Επομένως, οι δύο αυτοί όροι πρέπει κατ’ ανάγκη να ασκούν επιρροή στον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο της συμβατότητας έναντι του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

72      Ολοκληρώνοντας, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή δεν συνήγαγε τις συνέπειες που επιβάλλονταν από τη διαπίστωση ότι η αντιστάθμιση της δημόσιας υπηρεσίας που καταβλήθηκε στον TV2 δεν πληρούσε τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark.

73      Διαπιστώνεται κατ’ ανάγκη ότι, μολονότι η προσφεύγουσα προβάλλει διάφορους λόγους για τους οποίους ο δεύτερος και ο τέταρτος όρος Altmark έπρεπε να επηρεάσουν την εκτίμηση του συμβατού προς την εσωτερική αγορά, υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, ενός μέτρου το οποίο χαρακτηρίσθηκε ως κρατική ενίσχυση λόγω της μη τηρήσεως των δύο αυτών όρων, αποφεύγει να διευκρινίσει τη φύση και την έκταση του προβαλλόμενου αυτού επηρεασμού.

74      Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη όλων των παρατηρήσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα με τα υπομνήματά της, πρέπει να θεωρηθεί ότι, με τον πρώτο της λόγο ακυρώσεως, υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι τα οικεία μέτρα είναι συμβατά προς την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, μολονότι τα μέτρα αυτά δεν ανταποκρίνονται στον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark.

75      Ένας τέτοιος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

76      Συναφώς, πρώτον, από τη νομολογία προκύπτει ότι το γεγονός ότι τα οικεία μέτρα δεν ανταποκρίνονται στον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark δεν εμποδίζει να θεωρηθούν αυτά τα μέτρα, που χαρακτηρίσθηκαν τότε ως κρατική ενίσχυση, συμβατά προς την εσωτερική αγορά, δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

77      Με την απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω (EU:T:2009:66, σκέψεις 130 και 140), το Γενικό Δικαστήριο, εξέθεσε, μεταξύ άλλων, ότι από τη σαφέστατη κατηγορηματική διατύπωση της αποφάσεως Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), προκύπτει ότι οι τέσσερεις όροι που αυτή θέτει έχουν έναν και μοναδικό σκοπό, ήτοι τον χαρακτηρισμό του επίδικου μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, και ειδικότερα τον προσδιορισμό της υπάρξεως πλεονεκτήματος και ότι δεν πρέπει να συγχέονται με τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, σκοπός του οποίου είναι να επαληθεύεται το συμβατό προς την εσωτερική αγορά ενός μέτρου που συνιστά κρατική ενίσχυση.

78      Με την ίδια απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω (EU:T:2009:66, σκέψεις 132 έως 139), το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415, σκέψη 105), προκύπτει ότι το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ εξακολουθεί να έχει εφαρμογή στις περιπτώσεις κατά τις οποίες μια αντιστάθμιση πρέπει να χαρακτηρισθεί ως κρατική ενίσχυση, διότι δεν ανταποκρίνεται στους όρους Altmark. Το Γενικό Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι η μεταγενέστερη της αποφάσεως Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), νομολογία ουδόλως εξαίρεσε την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ στις αντισταθμίσεις που καταβάλλονται στις επιχειρήσεις που έχουν επιφορτισθεί με υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, οι οποίες χαρακτηρίσθηκαν ως κρατική ενίσχυση, λόγω του ότι δεν πληρούσαν τους όρους Altmark.

79      Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι ουδόλως ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να επανέλθει στη θέση που υιοθέτησε με την απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω (EU:T:2009:66). Εκθέτει, αντιθέτως, ότι, με αυτή την απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο δεν έδωσε απάντηση στο ζήτημα αν η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), επηρεάζει κατά οποιονδήποτε τρόπο την εξέταση που πρέπει να πραγματοποιηθεί αναφορικά με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σε περίπτωση αντισταθμίσεως της δημόσιας υπηρεσίας. Το άρθρο αυτό δεν αποτελεί, επομένως, εμπόδιο για να θεωρηθεί ότι η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), πρέπει κατ’ ανάγκη να επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο του συμβατού υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

80      Συναφώς, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), διακρίνει τέσσερεις αυτοτελείς όρους, οι όροι αυτοί δεν είναι τελείως ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Ως προς τους τρεις πρώτους, υφίσταται εσωτερική συνοχή και, υπ’ αυτή την έννοια, κάποια αλληλεξάρτηση.

81      Πράγματι, ο καθορισμός αντικειμενικών και διαφανών παραμέτρων για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως, όπως το ζητεί ο δεύτερος όρος Altmark, συνιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο για να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αν η αντιστάθμιση αυτή υπερβαίνει, ή όχι, το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του συνόλου ή μέρους των δαπανών που πραγματοποιούνται για την εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας, όπως το απαιτεί ο τρίτος όρος Altmark. Για να δοθεί απάντηση στο ζήτημα αν η αντιστάθμιση υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου, πρέπει καταρχάς, να προσδιορισθεί αυτό που είναι αναγκαίο. Για να ελέγχεται όμως η τήρηση του τρίτου όρου Altmark, πρέπει να λαμβάνονται ως βάση αντικειμενικές και διαφανείς παράμετροι, όπως το απαιτεί ο δεύτερος όρος Altmark.

82      Ο τέταρτος όρος Altmark, εξάλλου συμπληρώνει τον δεύτερο όρο Altmark. Δεν αρκεί οι παράμετροι που έχουν καθορισθεί για τον υπολογισμό της αντισταθμίσεως που θα καταβληθεί σε μια επιχείρηση, η οποία είναι επιφορτισμένη με την εκτέλεση υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, να είναι αντικειμενικές και διαφανείς, όπως απαιτεί ο δεύτερος όρος Altmark. Πλην της περιπτώσεως, όπου η επιλογή της εν λόγω επιχειρήσεως πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως, παρέχουσας τη δυνατότητα επιλογής του υποψηφίου που είναι σε θέση να παράσχει αυτές τις υπηρεσίες με το μικρότερο, για το κοινωνικό σύνολο, κόστος, ο τέταρτος όρος Altmark απαιτεί αυτές οι παράμετροι να λαμβάνουν ως παράδειγμα μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη προς ικανοποίηση των απαιτήσεων σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας.

83      Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ο σκοπός της επαληθεύσεως, στην οποία εντάσσεται η ανάλυση της τηρήσεως των τεσσάρων όρων Altmark, ο οποίος συνίσταται στην αποφυγή του ενδεχομένου να περιέχει η αντιστάθμιση οικονομικό πλεονέκτημα που μπορεί να ευνοεί την επιχείρηση σε σχέση με ανταγωνίστριες επιχειρήσεις (απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω, EU:C:2003:415, σκέψη 90). Επομένως, όπως τονίσθηκε προηγουμένως (σκέψη 57 ανωτέρω), πρέπει να εξακριβώνεται αν μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος παρέχεται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, οπότε η οικονομική αντιπαροχή προς την επιχείρηση που παρέχει αυτή την υπηρεσία δεν συνιστά όφελος που η επιχείρηση αυτή δεν θα είχε αποκομίσει υπό τέτοιες συνθήκες, ούτε, κατά συνέπεια, κρατική ενίσχυση (σκέψη 59 ανωτέρω).

84      Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αληθεύει, βεβαίως, ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφασή του BUPA κ.λπ./κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω (EU:T:2008:29, σκέψη 224), τόνισε ότι η τρίτη προϋπόθεση της αποφάσεως Altmark συμπίπτει εν πολλοίς με το κριτήριο της αναλογικότητας, όπως έχει διαμορφωθεί νομολογιακώς στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής της διατάξεως.

85      Πρέπει, πάντως, να διευκρινισθεί ότι, μολονότι και στις δύο περιπτώσεις εφαρμόζεται, ουσιαστικώς, το ίδιο κριτήριο, το πλαίσιο και ο σκοπός της εφαρμογής του, σε κάθε περίπτωση, διαφέρουν.

86      Στην περίπτωση της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το ζήτημα δεν είναι πλέον να εξακριβωθεί αν μια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος παρέχεται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Η εφαρμογή αυτής της διατάξεως προϋποθέτει την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, πράγμα που σημαίνει, εξ ορισμού (βλ. ανωτέρω σκέψη 83), ότι η εν λόγω υπηρεσία δεν παρέχεται υπό τέτοιες συνθήκες.

87      Όπως τόνισε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 140 της αποφάσεώς του M6 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω (EU:T:2010:272), σκοπός του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι να προλαμβάνεται, μέσω της εκτιμήσεως του αναλογικού χαρακτήρα της ενισχύσεως, η χορήγηση, στην επιχείρηση που είναι επιφορτισμένη με την παροχή της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, χρηματοδοτήσεως υπερβαίνουσας το καθαρό κόστος της δημόσιας υπηρεσίας. Συνεπώς, το ζήτημα αν η επιχείρηση που έχει αναλάβει την παροχή της ραδιοτηλεοπτικής υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος θα μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας με χαμηλότερο κόστος στερείται σημασίας στο πλαίσιο της εκτιμήσεως περί του συμβατού της κρατικής χρηματοδοτήσεως της εν λόγω υπηρεσίας με τους ενωσιακούς κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων.

88      Επομένως, το κόστος μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εφαρμογή του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, είναι το πραγματικό κόστος αυτής της υπηρεσίας, όπως υφίσταται, και όχι όπως θα μπορούσε ή θα έπρεπε να υφίσταται, με βάση αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια υπολογισμού που λαμβάνουν ως παράδειγμα μια μέση επιχείρηση με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη.

89      Σ’ αυτή την αλληλουχία, το κριτήριο της αναλογικότητας λαμβάνεται υπόψη για να εκτιμηθεί το πραγματικό κόστος της υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος, εάν η Επιτροπή, όταν δεν διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία που θα καθιστούσαν δυνατό έναν ακριβή υπολογισμό αυτού του κόστους, οφείλει να προβεί σε μια εκτίμηση. Γενικότερα, κατ’ εφαρμογή ακριβώς της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να συνάγεται ότι μια ενίσχυση που προορίζεται να καλύψει το κόστος μιας υπηρεσίας γενικού οικονομικού συμφέροντος δεν είναι συμβατή προς την εσωτερική αγορά, στον βαθμό που το ύψος της υπερβαίνει το πραγματικό κόστος αυτής της υπηρεσίας.

90      Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η μη τήρηση του δεύτερου και του τέταρτου όρου Altmark, αν και έχει σημασία για την εξέταση του ζητήματος αν μια τέτοια υπηρεσία παρέχεται υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς, δεν έχει σημασία κατά την εξέταση της αναλογικότητας της ενισχύσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, η άποψη της προσφεύγουσας θα είχε ως κατάληξη να απαιτείται οι υπηρεσίες γενικού συμφέροντος να παρέχονται πάντοτε υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Αν όμως γινόταν δεκτή μια τέτοια απαίτηση, θα υπήρχε κίνδυνος η εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού να εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί στις επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν επιφορτισθεί με τη διαχείριση υπηρεσίας γενικού συμφέροντος, πράγμα που το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σκοπεί ακριβώς να αποτρέψει (βλ., με αυτό το πνεύμα, την απόφαση M6 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:T:2010:272, σκέψη 136).

91      Εξάλλου, μια τέτοια άποψη οδηγεί σε λογικό αδιέξοδο, καθόσον έχει ως συνέπεια ότι, προκειμένου μια ενίσχυση να μπορεί να κηρυχθεί συμβατή προς την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, πρέπει να τηρούνται όλοι οι όροι Altmark, οπότε το εν λόγω μέτρο δεν θα συνιστούσε καν ενίσχυση (απόφαση TF1 κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:T:2013:535, σκέψη 144).

92      Εξάλλου, υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων στις σκέψεις 76 έως 91, πρέπει να απορριφθούν, ως αλυσιτελή, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που στηρίζονται στα κείμενα των ανακοινώσεων ΥΓΟΣ 2005 και 2011 και των αποφάσεων ΥΓΟΣ 2005 και 2011. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα προοίμια και τα άρθρα 1 των αποφάσεων ΥΓΟΣ 2005 και 2011, καθώς και από το σημείο 2, τελευταία φράση, της ανακοινώσεως ΥΓΟΣ 2005 και το σημείο 7 της αποφάσεως ΥΓΟΣ 2011, όλα αυτά τα κείμενα αφορούν την εκτίμηση του συμβατού των αντισταθμίσεων που, επειδή δεν πληρούσαν τους όρους Altmark, πρέπει να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις. Επομένως, η μνεία, σ’ αυτά τα κείμενα, εννοιών που θα μπορούσαν να προσεγγίζουν αυτές που χρησιμοποιούνται στη διατύπωση του δεύτερου και του τρίτου όρου Altmark δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως ένδειξη του ότι η Επιτροπή, όταν εξετάζει το συμβατό των αντισταθμίσεων που, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι όροι Altmark, χαρακτηρίσθηκαν ως κρατικές ενισχύσεις, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τη μη τήρηση των δύο αυτών όρων.

93      Εξάλλου, πρέπει να τονισθεί, όπως πράττει και η Επιτροπή, ότι κανένα από αυτά τα κείμενα δεν έχει, εν πάση περιπτώσει, εφαρμογή στις αντισταθμίσεις που καταβλήθηκαν στον TV2. Πράγματι, αφενός, όσον αφορά τις ανακοινώσεις ΥΓΟΣ 2005 και 2011, αυτές αποκλείουν ρητώς από το αντίστοιχο πεδίο τους εφαρμογής, η πρώτη στο σημείο της 3 και η δεύτερη στο σημείο της 8, τον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων. Αφετέρου, όσον αφορά τις αποφάσεις ΥΓΟΣ 2005 και 2011, το ύψος των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στον TV2 υπερβαίνει τα όρια κάτω των οποίων είναι εφαρμοστέες οι αποφάσεις αυτές.

94      Ομοίως, η ανακοίνωση για τη ραδιοτηλεόραση του 2009 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω (βλ. ανωτέρω σκέψη 39).

95      Το κείμενο που έχει εν προκειμένω εφαρμογή για την εκτίμηση του συμβατού των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001. Το κείμενο αυτό όμως δεν περιέχει κανέναν όρο συμβατότητας, ανάλογο προς τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark. Συναφώς, πρέπει να τονισθεί, όπως πράττουν και η Επιτροπή, το Βασίλειο της Δανίας και η TV2 A/S, ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε το κύρος της ανακοινώσεως του 2001 έναντι των υπέρτερης τάξεως κανόνων.

96      Πρέπει, τέλος, να υπομνησθεί ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή όχι μόνο δεν όφειλε να εμπνευσθεί από τις διατάξεις των ανακοινώσεων και αποφάσεων που εκδόθηκαν μετά το 2004 και τις οποίες παραθέτει η προσφεύγουσα στο δικόγραφο προσφυγής, αλλά ούτε καν μπορούσε να το πράξει.

97      Πράγματι, οσάκις η Επιτροπή διαθέτει, όπως στην περίπτωση της εκτιμήσεως του συμβατού των κρατικών ενισχύσεων προς την εσωτερική αγορά, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, μπορεί να εκδώσει κατευθυντήριες γραμμές ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα εφαρμόζει την οικεία διάταξη σε έναν τομέα ή σε ένα είδος ιδιαίτερων ενισχύσεων.

98      Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, θεσπίζοντας τέτοιους κανόνες συμπεριφοράς και αναγγέλλοντας με τη δημοσίευσή τους ότι θα τους εφαρμόζει πλέον στις περιπτώσεις που οι κανόνες αυτοί αφορούν, αυτοπεριορίζεται κατά την άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως και δεν μπορεί να αποκλίνει από τους κανόνες αυτούς, διότι άλλως θα της επιβληθούν ενδεχομένως κυρώσεις λόγω παραβιάσεως γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι η ίση μεταχείριση ή η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, Γερμανία κ.λπ. κατά Kronofrance, C‑75/05 P και C‑80/05 P, Συλλογή, EU:C:2008:482, σκέψη 60).

99      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα άρθρα 49 ΣΛΕΕ και 56 ΣΛΕΕ, καθώς και η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και η αρχή της διαφάνειας δεν επιτρέπουν την παραχώρηση εκ μέρους δημόσιας αρχής, χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό, δημόσιας υπηρεσίας σε μια εταιρία, επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι η ίδια η απόφαση Altmark, σκέψη 7 ανωτέρω (EU:C:2003:415), δεν αποκλείει το να μπορεί μια αποστολή συνιστάμενη στην παροχή δημόσιας υπηρεσίας να ανατίθεται σε μια επιχείρηση χωρίς προηγούμενο διαγωνισμό. Πράγματι, η απόφαση αυτή καθορίζει μια μέθοδο επαληθεύσεως του επιπέδου της εφαρμοστέας αντισταθμίσεως, όταν η επιλογή της επιχειρήσεως στην οποία πρόκειται να ανατεθεί η εκπλήρωση υποχρεώσεως παροχής δημόσιας υπηρεσίας σε συγκεκριμένη περίπτωση δεν πραγματοποιείται στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίας συμβάσεως. Εν πάση περιπτώσει, κατά τη νομολογία, στις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ δεν καταλέγεται η υποχρέωση του κράτους μέλους να αναθέτει την παροχή υπηρεσιών γενικού συμφέροντος με διαγωνισμό (βλ., σχετικώς, την απόφαση SIC κατά Επιτροπής, σκέψη 62 ανωτέρω, EU:T:2008:228, σκέψεις 145 και 146).

100    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διαπιστώνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι τα οικεία μέτρα ήταν συμβατά προς την εσωτερική αγορά υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά το συμπέρασμά της ότι τα ίδια αυτά μέτρα δεν ανταποκρίνονταν στον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark.

101    Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας κατά την έννοια του άρθρου 296 ΣΛΕΕ

102    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους εγκρίσεως της χορηγηθείσας στον TV2 ενισχύσεως αναφορικά με το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι τα οικεία μέτρα δεν πληρούσαν τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark. Από την αιτιολογική σκέψη 159 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι η Επιτροπή προέβη εν προκειμένω μόνο σε μια «τυποποιημένη» εξέταση συμβατότητας, με βάση την ανακοίνωση για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001, που αποτελείται από τρία στάδια. Αντιθέτως, δεν ερεύνησε αν η παρέκκλιση από τον δεύτερο και τον τέταρτο όρο Altmark συνάδει προς το άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, ιδίως, αν η εφαρμογή αυτών των όρων εμποδίζει κατ’ ανάγκη την εκπλήρωση της δημόσιας υπηρεσίας.

103    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι η σιωπή της αποφάσεως ως προς τη σημασία του δεύτερου και του τέταρτου όρου Altmark στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του συμβατού των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά οφείλεται όχι σε σφάλμα συλλογισμού εκ μέρους της Επιτροπής ή σε έλλειψη αιτιολογίας που καθιστά πλημμελή την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά στο γεγονός ότι η απόφαση αυτή εφαρμόζει ένα πλαίσιο αναλύσεως διαφορετικό από αυτό που θεωρεί καταλληλότερο η προσφεύγουσα.

104    Εξάλλου, διαπιστώνεται κατ’ ανάγκη ότι, με τις αιτιολογικές σκέψεις 157 έως 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προέβη σε λεπτομερή αιτιολόγηση για να δικαιολογήσει το συμβατό των οικείων μέτρων προς την εσωτερική αγορά υπό το φως της ανακοινώσεως για τις ραδιοτηλεοπτικές μεταδόσεις του 2001 και ότι η προσφεύγουσα δεν διατυπώνει καμία αιτίαση ως προς αυτή την αιτιολόγηση.

105    Υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει έλλειψη αιτιολογίας.

106    Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του χαρακτηρισμού ως κρατικής ενισχύσεως των κεφαλαίων που διατέθηκαν για τη χρηματοδότηση των περιφερειακών ραδιοτηλεοπτικών σταθμών του TV2

107    Με την απάντησή της, η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα με τα οποία επιδιώκει να απαντήσει στις δηλώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής, στην οποία η προσφεύγουσα παρεμβαίνει υπέρ της Επιτροπής.

108    Οι μνημονευθείσες ανωτέρω στη σκέψη 107 δηλώσεις της Επιτροπής σκοπό έχουν να δοθεί απάντηση στον τρίτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλεται με την ασκηθείσα από την TV2 A/S προσφυγή στην υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής. Με αυτόν τον λόγο ακυρώσεως, η TV2 A/S προέβαλε ότι από την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι, κατά την Επιτροπή, τα έσοδα από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη που έλαβε ο TV2, μεταξύ 1997 και 2002, από το Ταμείο TV2 και στη συνέχεια μεταβίβασε στους περιφερειακούς σταθμούς του συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ αυτού. Η TV2 A/S υποστήριξε ότι, σε αντίθεση προς αυτό που συνάγεται από την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, ο TV2 δεν ήταν δικαιούχος των εσόδων από τα ραδιοτηλεοπτικά τέλη που μεταβίβασε στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς του. Ο TV2 ενήργησε, πράγματι, ως «δίαυλος πληρωμών», μεταφέροντας χρηματικά ποσά από το Ταμείο TV2 στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς.

109    Με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε στο πλαίσιο της εν προκειμένω υποθέσεως, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η TV2 A/S ερμήνευσε εσφαλμένως την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε ότι ο TV2 δεν ήταν δικαιούχος των κεφαλαίων που μεταφέρθηκαν στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς του και, επομένως, παραδέχθηκε τον λόγο ακυρώσεως που προέβαλε στην προπαρατεθείσα υπόθεση η TV2 A/S. Κατά την Επιτροπή, αυτό επέφερε την περάτωση της δίκης ως προς αυτό το σημείο.

110    Η Viasat αποστασιοποιήθηκε από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής με το υπόμνημα παρεμβάσεώς της στην υπόθεση T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής. Παρά ταύτα, τόνισε ότι, παρεμβαίνοντας υπέρ της Επιτροπής, δεν μπορούσε να αμφισβητήσει την άποψή της. Ούτε μπορούσε να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως ως προς τον χαρακτηρισμό των κεφαλαίων που μεταφέρθηκαν από τον TV2 στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς του, εφόσον, κατόπιν των δηλώσεων της Επιτροπής, η TV2 A/S ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει τον τρίτο της λόγο ακυρώσεως ως στερούμενο αντικειμένου. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, η προσφεύγουσα επέλεξε να προβάλει τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως.

111    Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διαπιστώνοντας, με την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα κεφάλαια που διατέθηκαν από τον TV2 στους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς του δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση. Εκθέτει ότι ο TV2 ήταν όχι απλώς ένας ενδιάμεσος, μέσω του οποίου οι κρατικοί πόροι διοχετεύονταν προς τους περιφερειακούς ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά ο πραγματικός δικαιούχος αυτών των πόρων.

112    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά τις διατάξεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, σε συνδυασμό με εκείνες του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση, ενώ απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός και αν οι ισχυρισμοί αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

113    Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί νέος ισχυρισμός, στηριζόμενος σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, ισχυρισμός που στηρίζεται σε υποτιθέμενη παρανομία την οποία η προσφεύγουσα μπορούσε να γνωρίζει και να επικαλεστεί ήδη από την κατάθεση της προσφυγής (βλ., με αυτό πνεύμα, τις αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 1982, Amylum κατά Συμβουλίου, 108/81, Συλλογή, EU:C:1982:322, σκέψη 25, και της 2ας Μαρτίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά EMSA, T‑70/05, Συλλογή, EU:T:2010:55, σκέψη 120).

114    Εν προκειμένω, επιβάλλεται, καταρχάς, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα, με το δικόγραφο προσφυγής, δεν προβάλλει κανέναν λόγο που να αφορά τον χαρακτηρισμό, ή την έλλειψη χαρακτηρισμού, ως κρατικής ενισχύσεως των κεφαλαίων που διατέθηκαν στον TV2 και μεταφέρθηκαν από αυτόν σ’ αυτούς τους ραδιοτηλεοπτικούς σταθμούς. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως περαιτέρω ανάπτυξη λόγου, ο οποίος προβλήθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο, αλλά συνιστά νέο λόγο που προβάλλεται κατά τη διάρκεια της δίκης. Το παραδεκτό του, επομένως, εξαρτάται από την ύπαρξη ενδεχομένως νομικών και πραγματικών στοιχείων που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

115    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι νέο στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία συνιστούν οι δηλώσεις για την εν λόγω ενίσχυση, που περιέχονται στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑674/11, TV2/Danmark κατά Επιτροπής.

116    Με τις δηλώσεις αυτές, όμως, η Επιτροπή περιορίσθηκε στο να διατυπώσει τη δική της άποψη ως προς την ερμηνεία της αιτιολογικής σκέψεως 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η αιτιολογική αυτή σκέψη, όπως και η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της, ήταν γνωστές στην προσφεύγουσα κατά την άσκηση της προσφυγής και δεν συνιστούν, προδήλως, στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Επομένως, αυτός ο λόγος, που προβάλλεται κατά τη διαδικασία, χωρίς να πληρούνται οι προϋποθέσεις που μπορούν να το δικαιολογήσουν, όπως οι προβλεπόμενες στο άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

117    Δεδομένου ότι όλοι οι προβαλλόμενοι με την προσφυγή λόγοι ακυρώσεως απορρίφθηκαν, συνάγεται ότι, καθόσον η υπό κρίση προσφυγή διατηρεί το αντικείμενό της (βλ. ανωτέρω σκέψη 45), η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

118    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

119    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο της Δανίας θα φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

120    Λαμβανομένου υπόψη ότι η TV2 A/S δεν ζήτησε ρητώς να καταδικασθεί η προσφεύγουσα στα έξοδα της παρεμβάσεως, φέρει αυτή τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη ως προς την προσφυγή, όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2011/839/ΕΕ της Επιτροπής, της 20ής Απριλίου 2011, σχετικά με τα μέτρα (C 2/03) που εφάρμοσε η Δανία υπέρ του TV2/Danmark, καθόσον η Επιτροπή έκρινε ότι τα έσοδα από τις διαφημίσεις των ετών 1995 και 1996 που καταβλήθηκαν στην TV2/Danmark A/S μέσω του Ταμείου TV2 συνιστούν κρατική ενίσχυση.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Viasat Broadcasting UK Ltd φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

4)      Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

5)      Η TV2/Danmark φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Γρατσίας

Forwood

Wetter

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Σεπτεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.