Language of document : ECLI:EU:C:2016:172

Υπόθεση C‑40/15

Minister Finansów

κατά

Aspiro SA

(αίτηση του Naczelny Sąd Administracyjny
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή – Φορολογία – Φόρος προστιθεμένης αξίας – Οδηγία 2006/112/ΕΚ – Άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Απαλλαγή για τις ασφαλίσεις – Έννοια των “ασφαλιστικών” εργασιών και των “συναφών με αυτές παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τους μεσίτες ασφαλίσεων και τους ασφαλιστικούς πράκτορες” – Υπηρεσίες διακανονισμού των ζημιών οι οποίες παρέχονται στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστή»

Περίληψη – Απόφαση του Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 17ης Μαρτίου 2016

Εναρμόνιση των φορολογικών νομοθεσιών – Κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας – Απαλλαγές – Απαλλαγή για τις ασφαλιστικές εργασίες και τις συναφείς με αυτές παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τους μεσίτες ασφαλίσεων και τους ασφαλιστικούς πράκτορες – Πεδίο εφαρμογής – Υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών που παρέχονται στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως – Δεν εμπίπτουν

(Οδηγία 2006/112 του Συμβουλίου, άρθρο 135 § 1, στοιχείο αʹ)

Το άρθρο 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, έχει την έννοια ότι υπηρεσίες διακανονισμού ζημιών, οι οποίες παρέχονται από τρίτο στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστικής επιχειρήσεως, δεν καλύπτονται από την προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή απαλλαγή από τον φόρο.

Συναφώς, μολονότι ο όρος «ασφαλιστικές εργασίες» δεν αφορά μόνο τις εργασίες που πραγματοποιούνται από τους ίδιους τους ασφαλιστές και είναι καταρχήν αρκετά ευρύς ώστε να περιλάβει την παροχή ασφαλιστικής καλύψεως από υποκείμενο στον φόρο ο οποίος δεν είναι ο ίδιος ασφαλιστής αλλά ο οποίος, στο πλαίσιο συλλογικής ασφαλίσεως, παρέχει στους πελάτες του μια τέτοια κάλυψη χρησιμοποιώντας τις παροχές ενός ασφαλιστή ο οποίος φέρει τον ασφαλιζόμενο κίνδυνο, οι εν λόγω εργασίες προϋποθέτουν εκ φύσεως την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του παρέχοντος την ασφαλιστική υπηρεσία και του προσώπου του οποίου οι κίνδυνοι καλύπτονται από την ασφάλιση, ήτοι του ασφαλισμένου. Στην περίπτωση όμως που ο παρέχων την υπηρεσία δεν έχει δεσμευθεί ο ίδιος έναντι του ασφαλισμένου προκειμένου να του εγγυηθεί την κάλυψη ενός κινδύνου ούτε συνδέεται με συμβατική σχέση με αυτόν, έστω και αν η υπηρεσία διακανονισμού ζημιών συνιστά αναγκαίο στοιχείο των ασφαλιστικών εργασιών καθόσον περιλαμβάνει τον προσδιορισμό της ευθύνης και του ύψους της ζημίας καθώς και την απόφαση περί καταβολής ή μη αποζημιώσεως στον ασφαλισμένο, η υπηρεσία αυτή, η οποία παρέχεται άλλωστε προς τον ασφαλιστή, δεν συνιστά ασφαλιστική εργασία κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112.

Η διαπίστωση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα ότι, όσον αφορά τον φόρο προστιθέμενης αξίας, η αντιμετώπιση των ασφαλιστικών εργασιών θα πρέπει να ευθυγραμμιστεί προς την αντιμετώπιση των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τα ισχύοντα για τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες δεν μπορούν να ισχύσουν αναλογικώς και για τις ασφαλιστικές εργασίες, υπογραμμίζοντας τη διαφορά μεταξύ της διατυπώσεως του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, το οποίο αναφέρεται μόνο στις ασφαλιστικές εργασίες αυτές καθαυτές, και της διατυπώσεως του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ και στʹ, της ως άνω οδηγίας, το οποίο αναφέρεται στις πράξεις «οι οποίες αφορούν» ορισμένες τραπεζικές εργασίες.

Σε ό,τι αφορά, κατόπιν, την έννοια των «συναφών με ασφαλιστικές εργασίες παροχών υπηρεσιών που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», ο όρος «συναφείς» είναι αρκούντως ευρύς ώστε να καλύψει διάφορες παροχές που βοηθούν στην πραγματοποίηση ασφαλιστικών εργασιών και, μεταξύ άλλων, τον διακανονισμό ζημιών, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των αναγκαίων μερών των ως άνω εργασιών. Σε ό,τι αφορά την προϋπόθεση ότι οι οικείες παροχές υπηρεσιών πρέπει να «πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», η ιδιότητα την οποία έχει από τυπικής απόψεως μια εταιρία δεν αρκεί ώστε να κριθεί αν η δραστηριότητά της εμπίπτει η όχι στο πεδίο εφαρμογής της απαλλαγής από τον φόρο. Πρέπει να εξετασθεί το καθαυτό περιεχόμενο των επίμαχων δραστηριοτήτων. Για τους σκοπούς της εξετάσεως αυτής, πρέπει να πληρούνται δύο προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να υπάρχει σχέση του παρέχοντος την υπηρεσία τόσο με τον ασφαλιστή όσο και με τον ασφαλισμένο. Η σχέση αυτή δύναται να είναι έμμεση μόνο στην περίπτωση που ο μεσίτης ή ο πράκτορας έχουν υποκαταστήσει τον παρέχοντα την υπηρεσία για την εκτέλεση της ανατεθείσας στους ίδιους εντολής. Δεύτερον, η δραστηριότητά του πρέπει να καλύπτει ουσιώδεις πτυχές των καθηκόντων του ασφαλιστικού πράκτορα, όπως το να αναζητεί δυνητικούς πελάτες και να τους φέρνει σε επαφή με τον ασφαλιστή. Η δραστηριότητα όμως που συνίσταται σε διακανονισμό ζημιών στο όνομα και για λογαριασμό ασφαλιστή ουδεμία σχέση έχει με την αναζήτηση από τον παρέχοντα υπηρεσίες δυνητικών πελατών τους οποίους φέρνει σε επαφή με τον ασφαλιστή με σκοπό τη σύναψη συμβάσεων ασφαλίσεως. Επομένως, μια τέτοια δραστηριότητα δεν εμπίπτει στις παροχές υπηρεσιών «που πραγματοποιούνται από τους [μεσίτες ασφαλίσεων] και ασφαλιστικούς πράκτορες», κατά την έννοια του άρθρου 135, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2006/112, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως κατάτμηση των δραστηριοτήτων των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(βλ. σκέψεις 23-25, 27, 29, 33-37, 40-42, 45 και διατακτ.)