Language of document : ECLI:EU:T:2016:108

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Ιανουαρίου 2016 (*)

«Διαδικασία — Καθορισμός των δικαστικών εξόδων — Αμοιβή δικηγόρου — Εκπροσώπηση οργάνου της Ένωσης από δικηγόρο — Έξοδα μεταφράσεως — Δικαστικά έξοδα δυνάμενα να αναζητηθούν»

Στην υπόθεση T‑165/14 DEP,

ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

και

Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας (REA), εκπροσωπούμενου από τις S. Payan‑Lagrou και V. Canetti,

εναγομένων,

με αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων που οφείλει να αποδώσει η ενάγουσα στον Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας (REA), κατόπιν της διατάξεως περί διαγραφής που εξέδωσε ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Σεπτεμβρίου 2014, ANKO κατά Επιτροπής και REA (T‑165/14, EU:T:2014:740),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, E. Bieliūnas, και I. S. Forrester, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Στις 28 Μαΐου 2009, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε με την εταιρία Verint Systems Ltd, υπό την ιδιότητά της ως συντονιστή κοινοπραξίας στην οποία μετείχε η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών Εμπορίου και Βιομηχανίας, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 217951 για τη χρηματοδότηση του έργου «Emergency Support System» (στο εξής: ESS). Η συμφωνία αυτή συνήφθη κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007-2013) (ΕΕ L 391, σ. 1), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα‑πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1).

2        Στις 15 Ιουνίου 2009, η Επιτροπή ανέθεσε στον εναγόμενο, Εκτελεστικό Οργανισμό Έρευνας (REA), καθήκοντα διαχειρίσεως και εκτελέσεως του προϋπολογισμού σχετικά με τις επιχορηγήσεις για έρευνα βάσει ορισμένων ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων στο πλαίσιο του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου και, μεταξύ άλλων, τα σχετικά με το έργο ESS, ο δε συντονιστής της κοινοπραξίας ενημερώθηκε σχετικά με την από 22 Ιουνίου 2009 επιστολή της Επιτροπής. Ο REA ιδρύθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 58/2003 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2002, περί θεσπίσεως του καταστατικού των εκτελεστικών οργανισμών που είναι επιφορτισμένοι με ορισμένα καθήκοντα σχετικά με τη διαχείριση κοινοτικών προγραμμάτων (ΕΕ L 11, σ. 1). Από την 1η Ιανουαρίου 2014, δυνάμει της εκτελεστικής αποφάσεως της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 2013, για την ίδρυση του Εκτελεστικού Οργανισμού Έρευνας και για την κατάργηση της απόφασης 2008/46/ΕΚ (ΕΕ L 346, σ. 54), ο REA αντικατέστησε τον αρχικώς συσταθέντα Εκτελεστικό οργανισμό έρευνας για τη διαχείριση ορισμένων πεδίων των ειδικών κοινοτικών προγραμμάτων «Άνθρωποι», «Ικανότητες» και «Συνεργασία» στον τομέα της έρευνας.

3        Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2014 και πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό υποθέσεως T‑165/14, η ενάγουσα άσκησε βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ αγωγή κατά της Επιτροπής και του REA με αίτημα να αναγνωριστεί, πρώτον, ότι η αναστολή της επιστροφής ενός μέρους των δαπανών για την εκτέλεση της συμφωνίας επιχορηγήσεως για το έργο ESS συνιστούσε αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων της Επιτροπής, δεύτερον, ότι το ποσό το οποίο αφορούσε η ως άνω απόφαση αναστολής αντιστοιχούσε σε επιλέξιμες δαπάνες οι οποίες έπρεπε να της επιστραφούν και, τρίτον, ότι το σύνολο των ποσών που είχαν καταβληθεί σε αυτήν αντιστοιχούσε σε επιλέξιμες δαπάνες και δεν έπρεπε να επιστραφεί στην Επιτροπή.

4        Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 12 Ιουνίου 2014, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου της αγωγής, δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991, καθόσον αυτή στρεφόταν κατά της ιδίας.

5        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Ιουνίου 2014, ο REA υπέβαλε υπόμνημα αντικρούσεως.

6        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε με έγγραφο της 17ης Ιουνίου 2014 από τον REA να προσκομίσει μετάφραση του υπομνήματος αντικρούσεως στη γαλλική γλώσσα.

7        Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Ιουλίου 2014, η ενάγουσα πληροφόρησε το Γενικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι παραιτείται από την αγωγή της.

8        Με διάταξη της 3ης Σεπτεμβρίου 2014, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής και REA (T‑165/14, EU:T:2014:740), η υπόθεση διαγράφηκε από το πρωτόκολλο και η ενάγουσα καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

9        Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2014, ο REA ενημέρωσε την ενάγουσα για την πρόθεσή του να ζητήσει την απόδοση των δικαστικών εξόδων της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής και REA (σκέψη 8 ανωτέρω, EU:T:2014:740), εκδίδοντας χρεωστικό σημείωμα συνολικού ποσού 10 197,50 ευρώ. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε 5 000 ευρώ για την κάλυψη της αμοιβής του εξωτερικού δικηγόρου που συνέδραμε τον REA και το υπόλοιπο σε έξοδα μεταφράσεως του υπομνήματος αντικρούσεως από τη γλώσσα διαδικασίας, δηλαδή την ελληνική, στη γαλλική γλώσσα, η οποία έγινε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

10      Με επιστολή της 13ης Νοεμβρίου 2014, η ενάγουσα εξέφρασε τη διαφωνία της ως προς την καταβολή του εν λόγω ποσού, καθόσον, αφενός, δεν συνοδευόταν από τη δέουσα ανάλυση και, αφετέρου, κάλυπτε έξοδα μεταφράσεως υπομνήματος σε άλλη γλώσσα και όχι στη γλώσσα διαδικασίας, τα οποία κατά την άποψή της δεν μπορούν να αναζητηθούν.

11      Με επιστολή της 22ας Δεκεμβρίου 2014, ο REA παρέσχε διευκρινίσεις όσον αφορά την ωριαία αμοιβή και τον αριθμό των ωρών απασχολήσεως που χρέωσε ο εξωτερικός δικηγόρος καθώς και για το κόστος ανά σελίδα της μεταφράσεως του υπομνήματος αντικρούσεως, η οποία έγινε από το Μεταφραστικό Κέντρο των Οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Cdt).

12      Με επιστολή της 3ης Φεβρουαρίου 2015, η ενάγουσα επανέλαβε τη διαφωνία της όσον αφορά το ποσό που ζητούσε ο REA ως αποδοτέα έξοδα.

13      Ελλείψει συμφωνίας των διαδίκων ως προς τα αποδοτέα έξοδα, ο REA υπέβαλε με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζητώντας από το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, να καθορίσει το ποσό των δικαστικών εξόδων τα οποία οφείλει να αποδώσει η ενάγουσα σε 10 197,50 ευρώ και, δεύτερον, να εφαρμόσει στο ως άνω ποσό τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία υπογραφής της διατάξεως επί της αιτήσεως έως την ημερομηνία πραγματικής πληρωμής. Κατά τον REA, οι τόκοι αυτοί πρέπει να υπολογιστούν βάσει του επιτοκίου που καθορίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία πληρωμής, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες. Ο REA διευκρίνισε εξάλλου ότι το ποσό των 10 197,50 ευρώ αντιστοιχούσε, αφενός, σε έξοδα εκπροσωπήσεώς του από εξωτερικό δικηγόρο όσον αφορά την αγωγή στην κύρια υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, αποτιμώμενα στο ποσό των 5 000 ευρώ, και, αφετέρου, σε έξοδα μεταφράσεως του υπομνήματος αντικρούσεως από τη γλώσσα διαδικασίας στη γαλλική γλώσσα, ανερχόμενα στο ποσό των 5 197,50 ευρώ.

14      Η ενάγουσα με τις παρατηρήσεις της τις οποίες υπέβαλε με υπόμνημα που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Αυγούστου 2015 ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση του REA, καθόσον αφορούσε την απόδοση εξόδων για μεταφράσεις, και να καθορίσει τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα στο ποσό των 1 980 ευρώ.

15      Στις 21 Σεπτεμβρίου 2015 το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στο πλαίσιο της λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να θέσει ερωτήματα στους διαδίκους σχετικά με το υπόμνημα αντικρούσεως που κατέθεσε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑154/14, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, το οποίο η ενάγουσα προσκόμισε ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Οκτωβρίου 2015, η ενάγουσα ανταποκρίθηκε στο αίτημα αυτό, ενώ ο REA δεν απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

 Σκεπτικό

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

17      Κατά το άρθρο 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση αμφισβητήσεως σχετικά με τα έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν, ο ενδιαφερόμενος διάδικος υποβάλλει σχετική αίτηση στο Γενικό Δικαστήριο, η οποία κατατίθεται σύμφωνα με τα άρθρα 76 έως 78 του εν λόγω Κανονισμού. Εξάλλου, κατά το άρθρο 170, παράγραφος 3, του ως άνω Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο, αφού παράσχει στον διάδικο τον οποίο αφορά η αίτηση τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του, αποφαίνεται με διάταξη μη υποκείμενη σε ένδικο μέσο.

18      Κατά το άρθρο 140, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, θεωρούνται δικαστικά έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης, και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων». Από την ως άνω διάταξη συνάγεται ότι μπορούν να αναζητηθούν μόνον τα έξοδα τα οποία, αφενός, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και, αφετέρου, ήσαν αναγκαία για τον σκοπό αυτό (διατάξεις της 28ης Ιουνίου 2004, Airtours κατά Επιτροπής, T‑342/99 DEP, Συλλογή, EU:T:2004:192, σκέψη 13, και της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Centeno Mediavilla κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑58/05 DEP, EU:T:2009:31, σκέψη 27).

19      Κατά πάγια νομολογία, ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει το ύψος της αμοιβής που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής έναντι του διαδίκου ο οποίος έχει καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη του ούτε τυχόν εθνικό πίνακα δικηγορικών αμοιβών ούτε ενδεχόμενη σχετική συμφωνία μεταξύ του διαδίκου και των εκπροσώπων ή συμβούλων του [διατάξεις της 19ης Μαρτίου 2009, House of Donuts κατά ΓΕΕΑ — Panrico (House of donuts), T‑333/04 DEP και T‑334/04 DEP, EU:T:2009:73, σκέψη 8, και της 29ης Ιουνίου 2015, Reber Holding κατά ΓΕΕΑ — Klausmeier (Wolfgang Amadeus Mozart PREMIUM), T‑530/10 DEP, σκέψη 22].

20      Κατά πάγια, επίσης, νομολογία, ελλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης σχετικών με το ύψος των αμοιβών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμά ελεύθερα τα στοιχεία της υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σημασία της από πλευράς δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες που παρουσιάζει, τον όγκο της εργασίας την οποία κλήθηκαν να φέρουν εις πέρας οι εκπρόσωποι ή οι σύμβουλοι των διαδίκων, καθώς και τα διακυβευόμενα στο πλαίσιο της διαφοράς οικονομικά συμφέροντα των διαδίκων (διατάξεις Airtours κατά Επιτροπής, σκέψη 18 ανωτέρω, EU:T:2004:192, σκέψη 18, και Wolfgang Amadeus Mozart PREMIUM, σκέψη 19 ανωτέρω, σκέψη 23).

21      Το ποσό των δυνάμενων να αναζητηθούν εξόδων εν προκειμένω πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

22      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 13 ανωτέρω, υπενθυμίζεται ότι, με την αίτησή του, ο REA ζητεί την καταβολή, αφενός, ποσού 5 000 ευρώ για αμοιβή των εξωτερικών δικηγόρων του και, αφετέρου, ποσού 5 197,50 ευρώ για τη μετάφραση του υπομνήματος αντικρούσεως στη γαλλική γλώσσα η οποία ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο και έγινε από εξωτερική μεταφραστική υπηρεσία, ήτοι το CdT. Πέραν των ως άνω ποσών, ο REA ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την ενάγουσα να του καταβάλει ενδεχόμενους τόκους υπερημερίας έως την πραγματική εξόφληση των ποσών αυτών.

 Επί του ποσού που ζητείται για την αμοιβή των εξωτερικών δικηγόρων

23      Πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι το αντικείμενο και η φύση της κύριας υποθέσεως δεν παρουσίαζαν καμία ιδιαίτερη πολυπλοκότητα.

24      Ειδικότερα, στην υπόθεση αυτή ήχθη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, διαφορά εκ συμβάσεως η οποία αφορούσε την ερμηνεία ρήτρας των γενικών όρων που εφαρμόζονται στις συμφωνίες επιχορηγήσεως του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου που καταρτίζονται βάσει υποδείγματος. Ειδικότερα, το ζήτημα ήταν εάν, βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου, ο REA είχε νομίμως προβεί στην αναστολή των πληρωμών έναντι της ενάγουσας δυνάμει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των ως άνω γενικών όρων, λόγω υπονοιών απάτης ή παρατυπιών δυνάμενων να επηρεάσουν την εκτέλεση του έργου ESS, λαμβανομένων υπόψη της έρευνας που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) όσον αφορά την ενάγουσα καθώς και οικονομικών ελέγχων για άλλα έργα στην εκτέλεση των οποίων είχε αυτή επίσης μετάσχει.

25      Επιπλέον, ετίθετο επίσης το ζήτημα εάν βάσει του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου ο REA είχε νομίμως καλέσει την ενάγουσα να αναθεωρήσει, όπου ήταν αναγκαίο, τις οικονομικές καταστάσεις για όλες τις συμφωνίες επιχορηγήσεως του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου στις οποίες η ίδια είχε μετάσχει, συμπεριλαμβανομένων εκείνων οι οποίες δεν είχαν αποτελέσει αντικείμενο ελέγχου, κατ’ ανάλογη εφαρμογή των πορισμάτων οικονομικών ελέγχων που αφορούσαν άλλα έργα με τη χρήση της μεθόδου του «κατά προβολή υπολογισμού» (extrapolation).

26      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα της αναστολής πληρωμών βάσει του σημείου II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων που εφαρμόζονται στις συμφωνίες του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου, που αποτελούσε το κύριο ζήτημα στην υπόθεση T‑165/14, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής και REA, επισημαίνεται ότι, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής, το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη ερμηνεύσει την ίδια συμβατική ρήτρα με την απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής (T‑117/12, EU:T:2013:643). Επιπλέον, το ζήτημα αυτό είχε επίσης εξεταστεί στο πλαίσιο αγωγών βάσει συμβάσεων του έκτου προγράμματος‑πλαισίου (βλ., ιδίως, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, T‑118/12, EU:T:2013:641).

27      Δεύτερον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει ο REA, εκτός από την επανάληψη των κρίσιμων διατάξεων, δεν ήταν αναγκαία για την ερμηνεία της συμβατικής αυτής ρήτρας καμία ιδιαίτερη ανάλυση του εφαρμοστέου κανονιστικού πλαισίου, το οποίο, εξάλλου, δεν έχει περίπλοκο χαρακτήρα. Εξάλλου, όπως υπενθυμίστηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω, δεδομένου ότι ο REA είναι εκτελεστικός οργανισμός που ιδρύθηκε για τη διαχείριση ορισμένων σταδίων των έργων του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου, κατ’ εξουσιοδότηση της Επιτροπής, το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο του ήταν κατ’ ανάγκην οικείο.

28      Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη υπόθεση δεν έθετε ούτε νέα νομικά ζητήματα ούτε πολύπλοκα ζητήματα πραγματικών περιστατικών και δεν μπορούσε ως εκ τούτου να θεωρηθεί ότι παρουσίαζε ιδιαίτερες δυσχέρειες. Κατά τα λοιπά, ο REA αβασίμως προβάλλει τον καινοφανή χαρακτήρα του αχθέντος ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ζητήματος της μεθόδου κατά προβολή υπολογισμού, στο πλαίσιο αυτό, για να υποστηρίξει ότι η υπόθεση αυτή είχε ιδιαίτερη σημασία από πλευράς δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, το ζήτημα αυτό, το οποίο εξάλλου ο REA δεν ανέπτυξε εκτενώς στο υπόμνημα αντικρούσεως, έχει σχετικά μικρή σημασία, καθόσον περιορίζεται στις συμφωνίες επιχορηγήσεως στον τομέα της έρευνας.

29      Δεύτερον, όσον αφορά το οικονομικό διακύβευμα της διαφοράς για τους διαδίκους, επισημαίνεται ότι το συνολικό επίδικο ποσό το οποίο ανερχόταν σε 341 426,50 ευρώ, καίτοι σημαντικό, είναι σύνηθες για αυτή την κατηγορία διαφορών.

30      Τρίτον, όσον αφορά την εκτίμηση του όγκου της εργασίας που απαιτήθηκε για τη δίκη, στον δικαστή της Ένωσης απόκειται να λαμβάνει κυρίως υπόψη τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας που δύνανται να θεωρηθούν αντικειμενικά αναγκαίες για τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως του αριθμού των δικηγόρων μεταξύ των οποίων κατανεμήθηκε η ως άνω εργασία. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα του δικαστή της Ένωσης να εκτιμήσει την αξία της εργασίας που επιτελέστηκε εξαρτάται από την ακρίβεια των παρασχεθέντων πληροφοριακών στοιχείων. Μολονότι η έλλειψη τέτοιων πληροφοριακών στοιχείων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται στοιχεία σχετικά με την ωριαία αμοιβή και τον χρόνο που απαιτήθηκε για την εκτέλεση των διαφόρων εργασιών, δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, πλην όμως λειτουργεί κατ’ ανάγκην περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος (βλ. διάταξη της 17ης Ιουνίου 2015, Mundipharma κατά ΓΕΕΑ, T‑328/12 DEP, EU:T:2015:430, σκέψη 18 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Υπενθυμίζεται εξάλλου ότι κατά πάγια νομολογία, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ελεύθερα να αποφασίσουν αν θα χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες δικηγόρου. Η αμοιβή του δικηγόρου καταλέγεται συνεπώς στα αναγκαία έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί το οικείο θεσμικό όργανο λόγω της δίκης. Επισημαίνεται όμως ότι, παρά την καταδίκη του αντιδίκου στα δικαστικά έξοδα, δεν διασφαλίζεται ότι θα αποδοθεί στο θεσμικό όργανο που χρησιμοποίησε εξωτερικό δικηγόρο το σύνολο της αμοιβής την οποία αυτό ελεύθερα συμφώνησε με τον δικηγόρο αυτόν, δεδομένου ότι η απόδοση εξαρτάται από τα προσκομισθέντα προς τον σκοπό αυτόν έγγραφα και από την εξέταση των νομολογιακών κριτηρίων κατά τα εκτεθέντα στη σκέψη 20 ανωτέρω (βλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2012, Gualteri κατά Επιτροπής, T‑413/06 P‑DEP, EU:T:2012:624, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Εν προκειμένω, πρέπει να παρατηρηθεί ότι κατά τον χρόνο της παραιτήσεως συνέπεια της οποίας ήταν η διαγραφή της κύριας υποθέσεως από το πρωτόκολλο, ο REA είχε καταθέσει μόνο υπόμνημα αντικρούσεως, το οποίο αποτελούνταν από 35 σελίδες, εκ των οποίων οι 23 αφορούσαν το κρίσιμο νομικό και πραγματικό πλαίσιο και οι 12 την προβαλλόμενη προς αντίκρουση της αγωγής νομική επιχειρηματολογία.

33      Επισημαίνεται ως προς το σημείο αυτό, κατά πρώτον, ότι ο REA, βάσει της συμβάσεως παροχής νομικών υπηρεσιών για την κύρια υπόθεση την οποία είχε συνάψει με ελληνική δικηγορική εταιρία (στο εξής: σύμβαση νομικής συνδρομής), θα εκπροσωπούνταν από έναν ή δύο δικηγόρους της δικηγορικής αυτής εταιρίας οι οποίοι θα επικουρούσαν τους εκπροσώπους του. Στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ο REA εκθέτει ότι η επιλογή αυτή υπαγορεύθηκε από γλωσσικούς παράγοντες.

34      Εξάλλου, το μέγιστο ποσό της αμοιβής των εξωτερικών δικηγόρων είχε καθοριστεί σε 9 000 ευρώ για το σύνολο των υπηρεσιών, για την παροχή των οποίων προβλεπόταν ωριαία αμοιβή 180 ευρώ, ενώ το ποσό της αμοιβής για την εκπόνηση του υπομνήματος αντικρούσεως, το οποίο ο REA θα οριστικοποιούσε και θα κατέθετε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να υπερβαίνει το όριο των 5 000 ευρώ. Επισημαίνεται, κατά δεύτερον, ότι ο REA, όπως προκύπτει από την εντολή που προσκόμισε στο πλαίσιο της κύριας υποθέσεως, εκπροσωπήθηκε τελικά από δύο εκπροσώπους, επικουρούμενους από μία μόνο εξωτερική δικηγόρο. Από την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων καθώς και από την ανάλυση των χρεώσεων των εξωτερικών δικηγόρων την οποία προσκόμισε ο REA ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει όμως ότι οι εξωτερικοί δικηγόροι ήταν τέσσερις και ότι αφιέρωσαν συνολικά 95 ώρες για την εκτέλεση των εξής εργασιών:

–        κατάρτιση περιλήψεως του αποτελούμενου από 29 σελίδες δικογράφου της αγωγής σε ενδιάμεση γλώσσα, ήτοι την αγγλική, προκειμένου οι εκπρόσωποι του REA, οι οποίοι δεν γνώριζαν επαρκώς τη γλώσσα διαδικασίας, να κατανοήσουν το περιεχόμενο του εν λόγω δικογράφου και να προτείνουν «πρόσφορα» επιχειρήματα για την αντίκρουσή του (12 ώρες),

–        μελέτη του συνόλου των παρασχεθέντων παραρτημάτων και εγγράφων, κατάρτιση σχεδίου υπομνήματος αντικρούσεως βάσει αρχικού σχεδίου που συνέταξαν στην αγγλική γλώσσα οι εκπρόσωποι του REA και διαβίβασή του σε αυτούς με ηλεκτρονικό μήνυμα (59 ώρες),

–        μελέτη των σχολίων του REA επί του σχεδίου υπομνήματος αντικρούσεως (2 ώρες),

–        προετοιμασία της μεταφράσεως του αναθεωρημένου σχεδίου υπομνήματος αντικρούσεως που συνέταξαν οι εκπρόσωποι του REA στην αγγλική γλώσσα προς τη γλώσσα διαδικασίας καθώς και ηλεκτρονική αλληλογραφία σχετικά με την εν λόγω μετάφραση (22 ώρες).

35      Για όλες τις ως άνω υπηρεσίες, οι εξωτερικοί δικηγόροι χρέωσαν ποσό 5 000 ευρώ, το οποίο αντιστοιχούσε στο μέγιστο ποσό που είχε συμφωνηθεί για την εκπόνηση του υπομνήματος αντικρούσεως, με ωριαία αμοιβή 180 ευρώ. Το ποσό αυτό όμως αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει ο REA στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, σε 28 ώρες εργασίας και όχι σε 95, όπως αναφέρεται στην ανάλυση των χρεώσεων των εξωτερικών δικηγόρων.

36      Αρκεί να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι η γλωσσική συνδρομή που παρέχουν οι εξωτερικοί δικηγόροι δεν περιλαμβάνεται στις εργασίες για τις οποίες απαιτείται συνήθως η χρήση υπηρεσιών δικηγόρου (βλ., επ’ αυτού, διάταξη Gualteri κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, EU:T:2012:624, σκέψη 69).

37      Κατά συνέπεια, μόνο τα έξοδα που αφορούν την κατάρτιση του υπομνήματος αντικρούσεως και τις σχετικές με αυτό συνεννοήσεις με τον REA αποτελούν έξοδα που μπορούν να αναζητηθούν.

38      Διαπιστώνεται ως προς το σημείο αυτό ότι, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, στην ανάλυση των χρεώσεων που προσκόμισε ο REA δεν παρέχονται σαφείς ενδείξεις ούτε για τις εργασίες που εκτέλεσε κάθε συνεργάτης που απασχολήθηκε ούτε για τον αριθμό των ωρών απασχολήσεως που αφιέρωσαν αυτοί στην εκτέλεση καθεμιάς από τις ως άνω εργασίες. Ειδικότερα, στην εν λόγω ανάλυση αναγράφονται μόνο, αφενός, τα αρχικά τεσσάρων δικηγόρων, εκ των οποίων δύο συμπίπτουν κατά τα φαινόμενα με τα αρχικά των δικηγόρων που αναφέρονται στη σύμβαση νομικής συνδρομής και, αφετέρου, συλλήβδην ο αριθμός των ωρών απασχολήσεως για κάθε μία από τις συγκεκριμένες εργασίες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη νομολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 30 ανωτέρω, η ωριαία αμοιβή της οποίας ζητείται η εφαρμογή πρέπει να εκτιμηθεί κατά τρόπο περιοριστικό.

39      Επισημαίνεται εξάλλου ότι η εξωτερική δικηγόρος που εκπροσώπησε τον REA στην κύρια υπόθεση, είχε εκπροσωπήσει επίσης την Επιτροπή στις υποθέσεις επί δύο άλλων αγωγών που άσκησε η ενάγουσα, ήτοι τις υποθέσεις T‑154/14, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, και T‑155/14, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, οι οποίες αφορούν συμφωνίες επιχορηγήσεως του έκτου και του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου και ως εκ τούτου είχε αποκτήσει γνώση του αντικειμένου. Μολονότι όμως ο REA υποστηρίζει ότι λήφθηκε υπόψη το γεγονός αυτό για τον καθορισμό του μεγίστου ποσού της αμοιβής που συμφωνήθηκε με τους εξωτερικούς δικηγόρους, διατείνεται ότι τα νέα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη της αγωγής στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η διάταξη ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής και REA (σκέψη 8 ανωτέρω, EU:T:2014:740) δικαιολογούσαν τη διεξοδική ανάλυσή τους.

40      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι το αντικείμενο των ως άνω υποθέσεων δεν ήταν όμοιο, η παρέμβαση της ίδιας δικηγόρου διευκόλυνε κατά όχι αμελητέο τρόπο την εργασία της και μείωσε τον αναγκαίο χρόνο προετοιμασίας για το υπόμνημα αντικρούσεως. Ως προς το σημείο αυτό, όπως υποστηρίζει η ενάγουσα, το περιεχόμενο του υπομνήματος αντικρούσεως στην υπόθεση T‑154/14, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, το οποίο προσκομίστηκε ως παράρτημα στις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων, ταυτιζόταν κατά μεγάλο τμήμα του με το υπόμνημα αντικρούσεως στην κύρια υπόθεση.

41      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι το υπόμνημα αντικρούσεως περιείχε 12 σελίδες νομικής επιχειρηματολογίας, επί συνόλου 35 σελίδων, προς αντίκρουση των 14 σελίδων νομικής επιχειρηματολογίας που περιείχε το δικόγραφο της αγωγής. Προκύπτει επιπροσθέτως από την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων ότι κατά την κατανομή των εργασιών μεταξύ των εκπροσώπων του REA και των εξωτερικών δικηγόρων του οι πρώτοι ήταν επιφορτισμένοι κυρίως με την κατάρτιση της νομικής επιχειρηματολογίας που εκτέθηκε στο υπόμνημα αντικρούσεως, την παρουσίαση των πραγματικών περιστατικών και του κανονιστικού πλαισίου, καθώς και την προετοιμασία του φακέλου των παραρτημάτων του εν λόγω υπομνήματος. Στους δεύτερους είχαν αντιθέτως ανατεθεί κυρίως καθήκοντα γλωσσικής συνδρομής, όπως η κατάρτιση περιλήψεως του δικογράφου της αγωγής στην αγγλική γλώσσα και η μετάφραση στη γλώσσα διαδικασίας του τελικού κειμένου του υπομνήματος αντικρούσεως το οποίο κατάρτισαν οι εκπρόσωποι του REA στην αγγλική.

42      Τέλος, αντιθέτως προς όσα εκθέτει ο REA στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων, δεν προκύπτει από την ανάλυση των χρεώσεων των εξωτερικών δικηγόρων ότι αυτοί επιτέλεσαν σημαντικό έργο αναλύσεως του δικογράφου της αγωγής και των παραρτημάτων του προς αντίκρουση της προβαλλόμενης με αυτό νομικής επιχειρηματολογίας. Εξάλλου, ελλείψει συμπληρωματικών διευκρινίσεων δεν μπορεί να συναχθεί από την εν λόγω ανάλυση των χρεώσεων ότι η μνεία της «μελέτης του συνόλου των παρασχεθέντων παραρτημάτων και εγγράφων» περιλαμβάνει τα παραρτήματα του δικογράφου της αγωγής. Κατά τα λοιπά, ο REA αβασίμως προβάλλει στην αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων ότι η ανάλυση των 17 παραρτημάτων του δικογράφου της αγωγής απαίτησε σημαντική επένδυση εκ μέρους των εκπροσώπων του, εφόσον επρόκειτο είτε για έγγραφα του ιδίου είτε γνωστοποιηθέντα σε αυτόν κατά την προ της ασκήσεως της αγωγής διαδικασία.

43      Βάσει της αναλύσεως των κρίσιμων κριτηρίων για τον καθορισμό του ποσού των δικαστικών εξόδων που μπορούν να αναζητηθούν, μολονότι η ωριαία αμοιβή του εξωτερικού δικηγόρου του REA φαίνεται εύλογη εν προκειμένω, εντούτοις ο αριθμός των ωρών εργασίας που αφιερώθηκαν στην κατάρτιση του υπομνήματος αντικρούσεως παρίσταται υπερβολικός. Ως εκ τούτου, τα δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα για την κατάρτιση του υπομνήματος αντικρούσεως πρέπει να καθοριστούν στο ποσό των 2 500 ευρώ.

 Επί των μεταφραστικών εξόδων

44      Όσον αφορά το ποσό των 5 197,50 ευρώ, που ζητείται για έξοδα μεταφράσεως του υπομνήματος αντικρούσεως από την ελληνική στη γαλλική γλώσσα, υπενθυμίζεται ότι κατά το άρθρο 72, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο άρθρο 43, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, τα όργανα προσκομίζουν μεταφράσεις των διαδικαστικών εγγράφων στις άλλες γλώσσες που αναφέρονται στο άρθρο 1 του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως είχε τροποποιηθεί και ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών. Η διάταξη αυτή όριζε, κατά τον χρόνο ασκήσεως της αγωγής στην κύρια υπόθεση, 24 γλώσσες, όχι μόνον ως επίσημες γλώσσες αλλά και ως γλώσσες εργασίας των οργάνων της Ένωσης (απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2013, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑248/10, EU:T:2013:534, σκέψη 29). Επιπλέον, μολονότι το άρθρο 6 του κανονισμού 1 προβλέπει ότι τα όργανα δύνανται να καθορίζουν τις λεπτομέρειες εφαρμογής του γλωσσικού καθεστώτος στους κανονισμούς τους, ο REA δεν προβάλλει ότι ισχύουν στην περίπτωσή του τέτοιες λεπτομέρειες εφαρμογής και ότι αυτές δικαιολογούν την απόδοση εν προκειμένω των εξόδων μεταφράσεως.

45      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά πάγια νομολογία, η οποία ισχύει κατ’ αναλογίαν και για τα εκτελεστικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, η υποχρέωση που επιβάλλει το άρθρο 72, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας στα όργανα της Ένωσης πηγάζει από το γεγονός ότι τα εν λόγω όργανα λειτουργούν σε ένα πολυγλωσσικό περιβάλλον και διαθέτουν το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό για να μεταφράζουν τα διαδικαστικά έγγραφα σε όλες τις γλώσσες που προβλέπονται από το άρθρο 1 του κανονισμού 1. Πράγματι, αν αυτό δεν συνέβαινε, η μετάφραση των κατατιθέμενων από τα όργανα της Ένωσης διαδικαστικών εγγράφων θα εναπέκειτο στις μεταφραστικές υπηρεσίες του Δικαστηρίου. Επομένως, δεν συνάδει με το άρθρο 72, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας να θεωρούνται αναγκαία έξοδα λόγω της δίκης και, άρα, δυνάμενα να αναζητηθούν δικαστικά έξοδα κατά την έννοια του άρθρου 140, στοιχείο β΄, του εν λόγω Κανονισμού οι αμοιβές εξωτερικών μεταφραστών για μεταφράσεις διαδικαστικών εγγράφων που κατατέθηκαν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης [διατάξεις της 26ης Νοεμβρίου 2004, ΕΤΕπ κατά De Nicola, C‑198/02 P(R)‑DEP, EU:C:2004:754, σκέψεις 21 και 22, και της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Λογγινίδης κατά Cedefop, T‑283/08 P‑DEP, Συλλογή, EU:T:2014:1083, σκέψη 64].

46      Τέλος, δεν μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 139, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας ότι οι διάδικοι έχουν δικαίωμα να ζητούν την απόδοση των εξόδων μεταφράσεως στα οποία υποβλήθηκαν. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή αφορά αποκλειστικά την απόδοση εξόδων μεταφράσεως στα οποία υποβλήθηκε το Γενικό Δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως διαδίκου και τα οποία θεωρούνται από τον Γραμματέα υπερβολικά, όπερ δεν συντρέχει εν προκειμένω (βλ. διάταξη της 25ης Ιουνίου 2014, Buschak κατά Eurofound, F‑47/08 DEP, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2014:175, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Κατά συνέπεια, ο REA αβασίμως υποστηρίζει ότι τα έξοδα για τη μετάφραση στη γαλλική γλώσσα του υπομνήματος αντικρούσεως, η οποία του ζητήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, αποτελούν δυνάμενα να αναζητηθούν έξοδα, επειδή δεν διαθέτει εσωτερική μεταφραστική υπηρεσία. Κατά τα λοιπά, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω το γεγονός που επικαλείται ο REA ότι η νομική του υπηρεσία αποτελείται από δύο μόνο νομικούς που δεν κατέχουν την ελληνική γλώσσα, καθόσον η επί τούτου επιλογή ελληνικής δικηγορικής εταιρίας για να επικουρήσει την υπηρεσία αυτή αναπλήρωνε την ως άνω έλλειψη.

 Επί του αιτήματος καταβολής τόκων υπερημερίας

48      Επισημαίνεται ότι η αναγνώριση ενδεχόμενης υποχρεώσεως περί καταβολής τόκων υπερημερίας και ο καθορισμός του εφαρμοστέου επιτοκίου εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 170, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας (διάταξη της 25ης Μαρτίου 2014, Marcuccio κατά Επιτροπής, T‑126/11 P‑DEP, EU:T:2014:171, σκέψη 51).

49      Κατά πάγια νομολογία, το αίτημα καταβολής τόκων υπερημερίας για το οφειλόμενο ποσό στο πλαίσιο διαδικασίας για τον καθορισμό των δικαστικών εξόδων πρέπει να γίνεται δεκτό για το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας επιδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων και της ημερομηνίας της πραγματικής αποδόσεως των δικαστικών εξόδων (βλ. Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 48 ανωτέρω, EU:T:2014:171, σκέψη 52, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

50      Όσον αφορά το εφαρμοστέο επιτόκιο, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι ενδείκνυται να λάβει υπόψη το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης (ΕΕ L 362, σ. 1). Κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως αυτής, εφαρμοστέο είναι το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την ΕΚΤ στις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως και ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του μήνα κατά τον οποίο εκπνέει η προθεσμία πληρωμής, προσαυξημένο κατά τρεισήμισι εκατοστιαίες μονάδες.

51      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο ορίζει, κατά δίκαιη κρίση, το ποσό των εξόδων τα οποία μπορεί να αναζητήσει ο REA για τη δίκη ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου σε 2 500 ευρώ, ποσό για το οποίο λήφθηκαν υπόψη όλες οι περιστάσεις της υποθέσεως μέχρι την έκδοση της παρούσας διατάξεως.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Το συνολικό ποσό των δικαστικών εξόδων που οφείλει να αποδώσει η ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας ορίζεται σε 2 500 ευρώ.

2)      Οφείλονται τόκοι υπερημερίας επί του εν λόγω ποσού από την ημερομηνία επιδόσεως της παρούσας διατάξεως έως την ημερομηνία πληρωμής.

Λουξεμβούργο, 27 Ιανουαρίου 2016.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       Σ. Παπασάββας


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.