Language of document : ECLI:EU:T:2016:233

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Απριλίου 2016 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Οδηγία 92/81/ΕΟΚ — Ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί πετρελαιοειδών — Πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας — Απαλλαγή από τον φόρο — Επιλεκτικός χαρακτήρας του μέτρου — Ενισχύσεις δυνάμενες να χαρακτηριστούν συμβατές με την κοινή αγορά — Κοινοτικό πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος — Κατευθυντήριες γραμμές για τις κρατικές ενισχύσεις με σκοπό την προστασία του περιβάλλοντος του 1998 — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Ασφάλεια δικαίου — Αρχή lex specialis derogat legi generali — Αρχή του τεκμηρίου της νομιμότητας και της αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων — Αρχή της χρηστής διοικήσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑60/06 RENV II και T‑62/06 RENV II,

Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον G. Aiello, avvocato dello Stato,

Eurallumina SpA, με έδρα το Portoscuso (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από την L. Martin Alegi, τους R. Denton, A. Στρατάκη και την Λ. Φιλίππου, solicitors,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους V. Di Bucci, N. Khan, G. Conte, D. Grespan και την K. Walkerová,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2006/323/ΕΚ της Επιτροπής, της 7ης Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12), κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή διαπιστώνεται η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως από την Ιταλική Δημοκρατία, από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει απαλλαγής από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στη Σαρδηνία (Ιταλία) και διατάσσεται η ανάκτησή της,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, I. Pelikánová (εισηγήτρια), E. Buttigieg, S. Gervasoni και L. Madise, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Μαρτίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η επίμαχη απαλλαγή

1        Η αλουμίνα (ή οξείδιο του αργιλίου) είναι λευκή σκόνη που χρησιμοποιείται κυρίως στα χυτήρια για την παραγωγή αλουμινίου. Η αλουμίνα παράγεται από μετάλλευμα βωξίτη με διαδικασία εξευγενισμού, της οποίας η τελευταία φάση συνίσταται σε πυράκτωση. Περισσότερο από το 90 % της πυρακτωμένης αλουμίνας χρησιμοποιείται στην τήξη του αλουμινίου. Το υπόλοιπο υφίσταται περαιτέρω επεξεργασία και χρησιμοποιείται σε χημικές εφαρμογές. Υπάρχουν δύο χωριστές αγορές προϊόντων, εκείνη της αλουμίνας για μεταλλουργικές χρήσεις και εκείνη της αλουμίνας για χημικές χρήσεις. Τα πετρελαιοειδή χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας.

2        Υπάρχει μόνον ένας παραγωγός αλουμίνας στην Ιρλανδία, ένας στην Ιταλία και ένας στη Γαλλία. Στην Ιταλία, πρόκειται για την Eurallumina SpA, η οποία είναι εγκατεστημένη στη Σαρδηνία. Παραγωγοί αλουμίνας υπάρχουν επίσης στη Γερμανία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ουγγαρία και στο Ηνωμένο Βασίλειο.

3        Η Ιταλική Δημοκρατία έχει θεσπίσει από το 1983 απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή αλουμίνας στη Σαρδηνία (στο εξής: επίμαχη απαλλαγή). Η επίμαχη απαλλαγή θεσπίστηκε στο ιταλικό δίκαιο με το decreto legislativo 26 ottobre 1995 n° 504, testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 504, της 26ης Οκτωβρίου 1995, κωδικοποίηση των νομοθετικών διατάξεων για τους φόρους επί της παραγωγής και επί της κατανάλωσης και για τις σχετικές ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα του 1995).

4        Η εφαρμογή της ως άνω απαλλαγής στη Σαρδηνία επιτράπηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 1994 με την απόφαση 93/697/ΕΚ του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 1993, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 321, σ. 29). Η έγκριση αυτή παρατάθηκε εν συνεχεία από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έως τις 31 Δεκεμβρίου 1996 με την απόφασή του 96/273/ΕΚ, της 22ας Απριλίου 1996, με την οποία επιτρέπεται σε ορισμένα κράτη μέλη να εφαρμόσουν ή να συνεχίσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, μειώσεις από ειδικούς φόρους κατανάλωσης ή απαλλαγές από ειδικούς φόρους κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 102, σ. 40). Η ως άνω έγκριση παρατάθηκε περαιτέρω από το Συμβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 με την απόφασή του 97/425/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 182, σ. 22). Η εν λόγω έγκριση παρατάθηκε εκ νέου από το Συμβούλιο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1999 με την απόφαση 1999/255/ΕΚ, της 30ής Μαρτίου 1999, για την εξουσιοδότηση, σύμφωνα με την οδηγία 92/81/ΕΟΚ, ορισμένων κρατών μελών να εφαρμόσουν και να συνεχίσουν να εφαρμόζουν μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σε ορισμένα πετρελαιοειδή, και για την τροποποίηση της απόφασης 97/425 (ΕΕ L 99, σ. 26). Εν συνεχεία, παρατάθηκε από το Συμβούλιο μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 με την απόφασή του 1999/880/ΕΚ, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, για την εξουσιοδότηση των κρατών μελών να εφαρμόσουν και να εξακολουθήσουν να εφαρμόζουν σε ορισμένα πετρελαιοειδή, όταν χρησιμοποιούνται για συγκεκριμένους σκοπούς, τους ισχύοντες μειωμένους συντελεστές του ειδικού φόρου κατανάλωσης ή τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στην οδηγία 92/81/ΕΟΚ (ΕΕ L 331, σ. 73).

5        Με την απόφαση 2001/224/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, σχετικά με τους μειωμένους συντελεστές ειδικών φόρων κατανάλωσης και τις απαλλαγές από τους φόρους αυτούς, όσον αφορά ορισμένα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιούνται για ειδικούς σκοπούς (ΕΕ L 84, σ. 23), η οποία ήταν η τελευταία με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή, η προαναφερθείσα απαλλαγή παρατάθηκε έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 5 αυτής, η απόφαση αυτή «δεν προδικάζει την έκβαση διαδικασιών οι οποίες αφορούν τις στρεβλώσεις της λειτουργίας της ενιαίας αγοράς και ενδέχεται να κινηθούν ιδίως βάσει των άρθρων 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» και «δεν απαλλάσσει τα κράτη μέλη από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 88 [ΕΚ], τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

 Διοικητική διαδικασία

6        Με έγγραφο της 29ης Μαΐου 1998, η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ζήτησε από τις ιταλικές αρχές πληροφορίες, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η επίμαχη απαλλαγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Κατόπιν της από 16 Ιουνίου 1998 υπομνήσεως της Επιτροπής, η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στις 20 Ιουλίου 1998.

7        Με έγγραφο της 17ης Ιουλίου 2000, η Επιτροπή ζήτησε από την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσει την επίμαχη απαλλαγή. Με έγγραφο της 27ης Σεπτεμβρίου 2000, η Επιτροπή επανέλαβε το αίτημά της προς την Ιταλική Δημοκρατία, ζητώντας της να προσκομίσει συμπληρωματικές πληροφορίες. Κατόπιν της από 20 Νοεμβρίου 2000 υπομνήσεως της Επιτροπής, η Ιταλική Δημοκρατία απάντησε στις 7 Δεκεμβρίου 2000.

8        Με την απόφαση C(2001) 3300 της 30ής Οκτωβρίου 2001, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ως προς την επίμαχη απαλλαγή (στο εξής: επίσημη διαδικασία εξετάσεως). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην Ιταλική Δημοκρατία με έγγραφο της 5ης Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε, στις 2 Φεβρουαρίου 2002, στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 30, σ. 17).

9        Με έγγραφα της 26ης, της 28ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002, περιήλθαν στην Επιτροπή παρατηρήσεις της Aughinish Alumina Ltd, της Eurallumina, της Alcan Inc. και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου. Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιταλική Δημοκρατία με έγγραφο της 26ης Μαρτίου 2002.

10      Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της με έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002.

 Η απόφαση αλουμίνα I

11      Στις 7 Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2006/323/ΕΚ, σχετικά με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία, η οποία εφαρμόζεται αντίστοιχα από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία (ΕΕ 2006, L 119, σ. 12, στο εξής: απόφαση αλουμίνα I).

12      Η απόφαση αλουμίνα I αφορά το διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, ημερομηνία ενάρξεως εφαρμογής της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ L 283, σ. 51), με την οποία καταργήθηκαν, από τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 57), η οδηγία 92/81/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την εναρμόνιση των διαρθρώσεων των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 12), και η οδηγία 92/82/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, για την προσέγγιση των συντελεστών των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή (ΕΕ L 316, σ. 19). Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση αλουμίνα I, η επίσημη διαδικασία εξετάσεως καλύπτει και το διάστημα μετά την 31η Δεκεμβρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 92).

13      Το διατακτικό της αποφάσεως αλουμίνα I έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης που χορηγήθηκαν από τη Γαλλία, την Ιρλανδία και την Ιταλία για τα πετρελαιοειδή που χρησιμοποιήθηκαν στην παραγωγή αλουμίνας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την 17η Ιουλίου 1990 έως την 2α Φεβρουαρίου 2002, στο μέτρο που δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεν πρέπει να ανακτηθούν καθώς αυτό θα αντέκειτο προς τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.

Άρθρο 3

Οι ενισχύσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1 και οι οποίες χορηγήθηκαν από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι καταβάλουν συντελεστή τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 4

Η ενίσχυση […] η οποία χορηγήθηκε από την 3η Φεβρουαρίου 2002 έως την 31η Δεκεμβρίου 2003, δεν συμβιβάζεται με την κοινή αγορά κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ] εφόσον οι δικαιούχοι δεν έχουν καταβάλει συντελεστή 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

Άρθρο 5

1.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία πρέπει να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσουν από τους δικαιούχους τη μη συμβιβάσιμη ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 4.

[…]

5.      Η Γαλλία, η Ιρλανδία και η Ιταλία δίνουν εντολή στους δικαιούχους των μη συμβιβάσιμων ενισχύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 4 να επιστρέψουν, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρούσας απόφασης, τις ενισχύσεις που τους χορηγήθηκαν παράνομα προσαυξημένες με τους τόκους.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 και στις 23 Φεβρουαρίου 2006 αντιστοίχως, η Ιταλική Δημοκρατία και η Eurallumina άσκησαν τις υπό κρίση προσφυγές που πρωτοκολλήθηκαν με τους αριθμούς T‑60/06 και T‑62/06 αντιστοίχως.

15      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 και κατόπιν προτάσεως του δεύτερου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, αφού άκουσε τους διαδίκους σύμφωνα με το άρθρο 51 του εν λόγω Κανονισμού, να παραπέμψει την υπόθεση στο πενταμελές τμήμα.

16      Με διάταξη της 24ης Μαΐου 2007, ο πρόεδρος του δευτέρου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου, αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων T‑60/06 και T‑62/06 και των υποθέσεων T‑50/06, T‑56/06 και T‑69/06 (στο εξής: υποθέσεις αλουμίνα I) προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

17      Με απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑50/06, T‑56/06, T‑60/06, T‑62/06 και T‑69/06, EU:T:2007:383), το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς έκδοση κοινής αποφάσεως, ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I και, στην υπόθεση T‑62/06, απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

18      Με δικόγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2008, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

19      Με απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑89/08 P, Συλλογή, EU:C:2009:742), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 17 ανωτέρω (EU:T:2007:383), κατά το μέρος που το Γενικό Δικαστήριο είχε ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I, είχε αναπέμψει τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και είχε επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

20      Κατόπιν της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο δεύτερο πενταμελές τμήμα, με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2009.

21      Με διάταξη του προέδρου του δευτέρου πενταμελούς τμήματος της 1ης Μαρτίου 2010, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων αλουμίνα I προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

22      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2010, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο τέταρτο πενταμελές τμήμα.

23      Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2012, Ιρλανδία κατά Επιτροπής (T‑50/06 RENV, T‑56/06 RENV, T‑60/06 RENV, T‑62/06 RENV και T‑69/06 RENV, Συλλογή, EU:T:2012:134), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση αλουμίνα I, κατά το μέρος που η απόφαση αυτή διαπίστωνε ή στηριζόταν στη διαπίστωση ότι οι απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας, οι οποίες χορηγήθηκαν από τη Γαλλική Δημοκρατία, από την Ιρλανδία και από την Ιταλική Δημοκρατία μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2003 (στο εξής: απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης), συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, και κατά το μέρος που με την απόφαση αυτή εντέλλονταν η Γαλλική Δημοκρατία, η Ιρλανδία και η Ιταλική Δημοκρατία να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα προς ανάκτηση των εν λόγω απαλλαγών από τους δικαιούχους τους, εφόσον οι τελευταίοι δεν είχαν καταβάλει ειδικό φόρο κατανάλωσης τουλάχιστον 13,01 ευρώ ανά 1 000 kg βαρέος μαζούτ.

24      Με δικόγραφο της 1ης Ιουνίου 2012, η Επιτροπή άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής του Γενικού Δικαστηρίου.

25      Με απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 2013, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ. (C‑272/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:812), το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω (EU:T:2012:134), ανέπεμψε τις υποθέσεις αλουμίνα I ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

26      Κατόπιν της αποφάσεως Ιρλανδία κατά Επιτροπής κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο τμήμα με αποφάσεις του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Ιανουαρίου και της 10ης Μαρτίου 2014.

27      Κατά το άρθρο 119, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η Eurallumina και η Επιτροπή υπέβαλαν υπομνήματα με τις έγγραφες παρατηρήσεις τους στις 28 Ιανουαρίου και στις 17 Μαρτίου 2014, αντιστοίχως. Με τις έγγραφες παρατηρήσεις της, η Eurallumina δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να αντλήσει τις συνέπειες από την απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), και ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί όλων των λόγων ακυρώσεως που είχαν προβληθεί προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II. Η Επιτροπή το έλαβε αυτό υπόψη της στις έγγραφες παρατηρήσεις της. Η Ιταλική Δημοκρατία δεν κατέθεσε υπόμνημα με έγγραφες παρατηρήσεις.

28      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2014, οι υποθέσεις αλουμίνα I ανατέθηκαν στο πρώτο πενταμελές τμήμα, σύμφωνα με το άρθρο 118, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

29      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ζήτησε από τους διαδίκους στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑60/06 RENV II, να διατυπώσουν την άποψή τους επί συγκεκριμένης πτυχής της διαφοράς. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στο αίτημα αυτό.

30      Με διάταξη του προέδρου του πρώτου πενταμελούς τμήματος της 26ης Ιανουαρίου 2015, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

31      Η Eurallumina και η Επιτροπή αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Μαρτίου 2015. Αντιθέτως, η Ιταλική Δημοκρατία δεν παρέστη στην εν λόγω επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

32      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση αλουμίνα I κατά το μέρος που με αυτή διαπιστώνεται η χορήγηση από την Ιταλική Δημοκρατία κρατικής ενισχύσεως, από τις 3 Φεβρουαρίου 2002 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει της επίμαχης απαλλαγής (στο εξής: επίμαχη ενίσχυση), και διατάσσεται η ανάκτησή της,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

33      Η Eurallumina ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την απόφαση αλουμίνα I, κατά το μέρος που με αυτή διαπιστώνεται η χορήγηση κρατικής ενισχύσεως και διατάσσεται η ανάκτησή της από την Ιταλική Δημοκρατία,

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να μη διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει της επίμαχης απαλλαγής,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

34      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει τις υπό κρίση προσφυγές,

–        να καταδικάσει την Ιταλική Δημοκρατία και την Eurallumina στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

35      Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι αμφότερες οι υπό κρίση υποθέσεις αποσκοπούν στην ακύρωση της αποφάσεως αλουμίνα I, κατά το μέρος που με αυτή διαπιστώνεται η ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και διατάσσεται η ανάκτησή της από την Ιταλική Δημοκρατία (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Από την άποψη αυτή, οι εν λόγω προσφυγές έχουν το ίδιο αντικείμενο.

 Επί του παραδεκτού

36      Στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, η Επιτροπή εγείρει ένσταση απαραδέκτου, αφενός, κατά του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, προϋποθέσεων οι οποίες συνίστανται, πρώτον, στην παροχή πλεονεκτήματος στον δικαιούχο και, δεύτερον, στη στρέβλωση του ανταγωνισμού και στον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, και, αφετέρου, κατά του έκτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω μη συνεκτιμήσεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Κατά την Επιτροπή, οι συγκεκριμένες αιτιάσεις διατυπώθηκαν για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και αποτελούν, ως εκ τούτου, νέους λόγους, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, οι οποίοι πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

37      Η Ιταλική Δημοκρατία δεν απάντησε σε αυτή την ένσταση απαραδέκτου.

38      Στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, διότι με αυτή προβάλλονται και άλλα αιτήματα, πέραν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Φρονεί, ακόμη, ότι ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον η Eurallumina αμφισβητεί ότι η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως και, ως εκ τούτου, αποτελεί νέο λόγο ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, ο οποίος πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

39      Η Eurallumina ζητεί να απορριφθεί ως αβάσιμη η ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II. Αντιθέτως, δεν απαντά επί της ενστάσεως απαραδέκτου κατά του νέου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά, κατ’ ουσίαν, παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

40      Όσον αφορά, καταρχάς, την ένσταση απαραδέκτου κατά της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, με το επιχείρημα ότι προβάλλονται και άλλα αιτήματα, πέραν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπιστώνεται ότι, πέραν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την εν λόγω προσφυγή ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να μη ζητήσει την ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί από την Ιταλική Δημοκρατία, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για νόμιμη ενίσχυση.

41      Ωστόσο, με το αίτημα αυτό επιδιώκεται, απλώς, να διαπιστωθεί έλλειψη νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δυνάμενη να δικαιολογήσει το να γίνουν δεκτοί οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και, συνεπώς, το ίδιο το αίτημα ακυρώσεως. Επομένως, το εν λόγω αίτημα δεν είναι αυτοτελές σε σχέση με το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

42      Εάν, όπως υπονοεί η Επιτροπή, το αίτημα αυτό κατατείνει σε άλλους σκοπούς, πέραν της απλής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως είναι το αίτημα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να μη διαπιστώσει την ύπαρξη της επίμαχης ενισχύσεως ή να μη διατάξει την ανάκτησή της, τότε πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να το δεχθεί.

43      Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, το Γενικό Δικαστήριο δεν απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα ούτε τα υποκαθιστά (βλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 1995, Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, T‑74/92, Συλλογή, EU:T:1995:10, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Τούτο ίσχυε, ιδίως στο πλαίσιο του ελέγχου νομιμότητας βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, στον βαθμό που το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ όριζε ρητώς ότι το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύσσεται άκυρη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 24ης Ιουνίου 1986, AKZO Chemie και AKZO Chemie UK κατά Επιτροπής, 53/85, Συλλογή, EU:C:1986:256, σκέψη 23, και Ladbroke Racing κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:1995:10, σκέψη 75).

44      Όσον αφορά, εν συνεχεία, την ένσταση απαραδέκτου που προβλήθηκε στην υπόθεση T‑62/06 RENV II κατά του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον η Eurallumina αμφισβητούσε ότι η επίμαχη απαλλαγή συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, η ένσταση αυτή είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί, καθώς δεν προκύπτει από το υπόμνημα απαντήσεως ότι η Eurallumina όντως προέβαλε τέτοιον λόγο.

45      Όσον αφορά, τέλος, τις ενστάσεις απαραδέκτου που προβλήθηκαν στην υπόθεση T‑60/06 RENV II κατά των αιτιάσεων, αφενός, σχετικά με μη τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ για τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, οι οποίες συνίστανται, πρώτον, στην παροχή πλεονεκτήματος στον δικαιούχο και, δεύτερον, στη στρέβλωση του ανταγωνισμού και στον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, και, αφετέρου, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου λόγω μη συνεκτιμήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, η προβολή νέων λόγων μετά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής απαγορεύεται, εκτός εάν οι λόγοι αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Αντιθέτως, κηρύσσεται παραδεκτός ο λόγος που αποτελεί ανάπτυξη άλλου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος έχει προβληθεί προηγουμένως άμεσα ή έμμεσα με το εισαγωγικό δικόγραφο και σχετίζεται στενά με αυτόν (βλ. απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2008, Mote κατά Κοινοβουλίου, T‑345/05, Συλλογή, EU:T:2008:440, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντίστοιχη λύση επιβάλλεται προκειμένου περί αιτιάσεως που προβάλλεται προς στήριξη λόγου ακυρώσεως.

46      Για να θεωρηθεί ότι ένα νέο επιχείρημα αποτελεί ανάπτυξη λόγου ή αιτιάσεως που έχει προηγουμένως προβληθεί, πρέπει το εν λόγω επιχείρημα να σχετίζεται στενά με λόγους ή αιτιάσεις που έχουν αρχικώς προβληθεί με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο, ώστε να μπορεί να γίνει δεκτό ότι είναι αποτέλεσμα της κανονικής εξελίξεως της συζητήσεως στο πλαίσιο μιας κατ’ αντιμωλία διαδικασίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, Groupe Gascogne κατά Επιτροπής, C‑58/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:770, σκέψη 31).

47      Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, οι αιτιάσεις για τις οποίες έγινε λόγος στη σκέψη 45 ανωτέρω δεν περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II και αποτελούν, συνεπώς, νέες αιτιάσεις.

48      Επιπλέον, οι αιτιάσεις αυτές δεν στηρίζονται σε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που προέκυψε κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

49      Τέλος, οι νέες αυτές αιτιάσεις δεν αποτελούν ανάπτυξη των λόγων που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, καθώς αυτοί αφορούν διαφορετικά νομικά ζητήματα. Ειδικότερα, δεν σχετίζονται στενά με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, σχετικά με μη τήρηση της προϋποθέσεως περί επιλεκτικότητας κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ή με τον έκτο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται στο νομικό επιχείρημα ότι οι αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας εμποδίζουν την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως η οποία έχει προηγουμένως εγκριθεί από το Συμβούλιο βάσει κανόνων φορολογικής εναρμονίσεως.

50      Βάσει των προεκτεθέντων στις σκέψεις 45 έως 49 ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Επιτροπή στην υπόθεση T‑60/06 RENV II και, συνεπώς, να απορριφθούν ως απαράδεκτες οι αιτιάσεις, αφενός, περί μη τηρήσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σχετικά με τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, προϋποθέσεων οι οποίες συνίστανται, πρώτον, στην παροχή πλεονεκτήματος στον δικαιούχο και, δεύτερον, στη στρέβλωση του ανταγωνισμού και στον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, και, αφετέρου, περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, λόγω μη συνεκτιμήσεως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της υπερβολικής διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως.

 Επί της ουσίας

51      Προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει έξι λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και αντιφατική αιτιολογία. Ο δεύτερος αφορά παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, και του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88 ΕΚ] (ΕΕ L 83, σ. 1), καθώς και των αποφάσεων 93/697, 96/273, 97/425, 1999/255, 1999/880 και 2001/224 (στο εξής: εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου). Ο τρίτος αφορά παράβαση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, της παραγράφου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος (ΕΕ 2001, C 37, σ. 3, στο εξής: κοινοτικό πλαίσιο). Ο τέταρτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ 1998, C 74, σ. 9, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές). Ο πέμπτος λόγος αφορά παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ της οδηγίας αυτής, καθώς και παραβίαση της αποφάσεως 2001/224. Ο έκτος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας.

52      Προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, η Eurallumina προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο δεύτερος λόγος αφορά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου του κύρους και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και της αρχής lex specialis derogat legi generali. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως. Ο τέταρτος λόγος αφορά, κατ’ ουσίαν, παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από άρθρο 253 ΕΚ, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

53      Πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον η Eurallumina αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, την εφαρμογή, ως προς την επίμαχη απαλλαγή, των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, ήτοι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου της νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και της αρχής lex specialis derogat legi generali.

54      Εν συνεχεία, πρέπει να εξεταστεί ο λόγος ακυρώσεως με τον οποίον η Ιταλική Δημοκρατία αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της επίμαχης απαλλαγής ως κρατικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, για το διάστημα έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, ήτοι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και αντιφατική αιτιολογία.

55      Ακολούθως, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους η Ιταλική Δημοκρατία επικρίνει, κατ’ ουσίαν, τον χαρακτηρισμό της επίμαχης απαλλαγής ως νέας ενισχύσεως και όχι ως υφιστάμενης ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 88 ΕΚ, ήτοι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, και του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, καθώς και των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ αυτής, καθώς και παραβίαση της αποφάσεως 2001/224, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II.

56      Κατόπιν, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως με τους οποίους η Ιταλική Δημοκρατία προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι κήρυξε μη συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ, την ενίσχυση που είχε χορηγηθεί έως τις 31 Δεκεμβρίου 2003, βάσει της επίμαχης απαλλαγής, ήτοι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, της παραγράφου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου, και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών, οι οποίοι προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II.

57      Τέλος, πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι με τους οποίους οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, ήτοι, αφενός, ο έκτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, και, αφετέρου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, και ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, καθώς και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, οι οποίοι προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και της αρχής lex specialis derogat legi generali, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

58      Η Eurallumina υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή της ασφάλειας δικαίου, την αρχή lex specialis derogat legi generali, καθώς και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς εκτίμησε ότι η επίμαχη απαλλαγή αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση η οποία πρέπει να ανακτηθεί, για το διάστημα μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003. Προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι οι προαναφερθείσες αρχές δεν επιτρέπουν την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στην περίπτωση της επίμαχης απαλλαγής.

–       Επί της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων

59      Η Eurallumina υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τις αρχές της ασφάλειας δικαίου, καθώς και του τεκμηρίου της νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, καθώς χαρακτήρισε την επίμαχη απαλλαγή ως κρατική ενίσχυση, διατάσσοντας την ανάκτησή της για το διάστημα μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003. Συναφώς, πρώτον, η Eurallumina φρονεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αμφισβητείται εμμέσως η νομιμότητα του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, με την οποία αντικαταστάθηκαν και καταργήθηκαν οι οδηγίες 92/81 και 92/82, και της αποφάσεως 2001/224, οι οποίες ωστόσο τεκμαίρονται νόμιμες, καθώς και η νομιμότητα των μέτρων εφαρμογής που είχε θεσπίσει η Ιταλική Δημοκρατία. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση περιόρισε την πρακτική αποτελεσματικότητα του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96 και της αποφάσεως 2001/224, καθώς δεν επέτρεψε την πλήρη ανάπτυξη των αποτελεσμάτων τους έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Τρίτον, κάνει λόγο για έλλειψη προτάσεων της Επιτροπής, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, προκειμένου το Συμβούλιο να προχωρήσει σε πρόωρη επανεξέταση της εγκρίσεως της εφαρμογής της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Τέταρτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν άσκησε προσφυγή, βάσει του άρθρου 230 ΕΚ, κατά των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου. Πέμπτον, η Eurallumina επικαλείται τις προτάσεις εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, με τις οποίες η Επιτροπή παγίως πρότεινε στο Συμβούλιο να επιτρέπει στην Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει ή να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή, τελευταία φορά έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Έκτον, προβάλλει ότι η ίδια δεν μπορούσε να προβλέψει τη μεταβολή της θέσεως της Επιτροπής όσον αφορά τη νομιμότητα των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής. Έβδομον, κάνει λόγο για αντιφατική συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως από τις 30 Οκτωβρίου 2001 και διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, ενεργώντας αντίθετα προς το γράμμα και το πνεύμα της προτάσεως εγκριτικής αποφάσεως του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2000, σύμφωνα με την οποία θα επιτρεπόταν στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002. Όγδοον, επικαλείται το περιεχόμενο των προτάσεων εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, λόγω των οποίων ενισχύθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

60      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της συγκεκριμένης αιτιάσεως ως αβάσιμης.

61      Με την υπό κρίση αιτίαση τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αντίθετα προς εκείνα της αποφάσεως 2001/224 και του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, βάσει των οποίων επιτράπηκε ρητώς στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι για τις πράξεις των θεσμικών οργάνων ισχύει καταρχήν τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1994, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ., C‑137/92 P, Συλλογή, EU:C:1994:247, σκέψη 48, της 8ης Ιουλίου 1999, Chemie Linz κατά Επιτροπής, C‑245/92 P, Συλλογή, EU:C:1999:363, σκέψη 93, και της 5ης Οκτωβρίου 2004, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑475/01, Συλλογή, EU:C:2004:585, σκέψη 18).

63      Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου αποβλέπει στο να εξασφαλίζει το προβλέψιμο των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αποφάσεις της 10ης Απριλίου 2003, Schulin, C‑305/00, Συλλογή, EU:C:2003:218, σκέψη 58, και της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, C‑199/03, Συλλογή, EU:C:2005:548, σκέψη 69). Προς τούτο, έχει θεμελιώδη σημασία η εκ μέρους των θεσμικών οργάνων τήρηση της αρχής της μη αλλοιώσεως των πράξεων που έχουν εκδώσει και που επηρεάζουν τη νομική και πραγματική κατάσταση των υποκειμένων δικαίου, για τον λόγο δε αυτόν δεν δύνανται να τροποποιούν τις πράξεις αυτές παρά μόνο στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων που διέπουν την αρμοδιότητα και τη διαδικασία (βλ. απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 1997, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, T‑229/94, Συλλογή, EU:T:1997:155, σκέψη 113 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η τήρηση της αρχής της ασφαλείας δικαίου επιτάσσει, επίσης, να αποφεύγουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, για λόγους αρχής, τυχόν ασυνέπειες που μπορεί να προκύψουν κατά την εφαρμογή των διαφόρων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε σε περίπτωση που οι διατάξεις αυτές αποβλέπουν σε έναν και τον αυτό σκοπό, όπως είναι η επικράτηση ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό και κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1993, Matra κατά Επιτροπής, C‑225/91, Συλλογή, EU:C:1993:239, σκέψεις 41 και 42, και της 31ης Ιανουαρίου 2001, RJB Mining κατά Επιτροπής, T‑156/98, Συλλογή, EU:T:2001:29, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

64      Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζονται οι συγκεκριμένες αιτιάσεις προσκρούει ευθέως στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812).

65      Συγκεκριμένα, με τις σκέψεις 45 έως 48 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο διέκρινε ρητώς μεταξύ αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της εναρμονίσεως των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, αφενός, και κρατικών ενισχύσεων, αφετέρου. Αποφάνθηκε, ακόμη, ότι η προβλεπομένη από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 διαδικασία έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η ρύθμιση του άρθρου 88 ΕΚ.

66      Με τη σκέψη 49 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ως εκ τούτου, απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να εμποδίζεται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη ΕΚ και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να εκδώσει, ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, απόφαση όπως είναι η απόφαση αλουμίνα I.

67      Το Δικαστήριο διευκρίνισε, ακόμη, με τη σκέψη 50 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), ότι το γεγονός ότι οι εγκριτικές αποφάσεις που είχε εκδώσει το Συμβούλιο χορηγούσαν πλήρεις απαλλαγές από τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης, υπό συγκεκριμένες γεωγραφικές και χρονικές προϋποθέσεις, και ότι οι τελευταίες τηρήθηκαν αυστηρά από τα κράτη μέλη δεν επηρεάζει την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ του Συμβουλίου και της Επιτροπής και δεν μπορεί, συνεπώς, να στερήσει από την Επιτροπή τη δυνατότητα ασκήσεως των δικών της αρμοδιοτήτων.

68      Με τη σκέψη 51 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο επισήμανε ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω κατανομής των αρμοδιοτήτων, η αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, η οποία ίσχυε κατά το χρονικό διάστημα ως προς το οποίο η προσβαλλόμενη απόφαση διέτασσε την ανάκτηση των ενισχύσεων, τόνιζε ότι η εν λόγω απόφαση δεν προδίκαζε την έκβαση ενδεχομένων διαδικασιών που θα μπορούσαν να κινηθούν βάσει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και δεν απάλλασσε τα κράτη μέλη «από την υποχρέωση να κοινοποιούν στην Επιτροπή τις τυχόν χορηγούμενες κρατικές ενισχύσεις».

69      Τέλος, με τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο επισήμανε, για μια ακόμη φορά, ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν μεν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ότι αυτή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διαθέτει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των εγκριτικών αυτών αποφάσεων, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις διαπιστώσεως της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως.

70      Κατά το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε περίπτωση αναιρέσεως, το Γενικό Δικαστήριο δεσμεύεται από τα νομικά ζητήματα που έχουν επιλυθεί από την απόφαση του Δικαστηρίου. Βάσει της σκέψεως 54 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), διαπιστώνεται ότι το σκεπτικό που παρατίθεται στις σκέψεις 65 έως 69 ανωτέρω αποτελεί απαραίτητο έρεισμα του διατακτικού της εν λόγω αποφάσεως, με την οποία το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση Ιρλανδία κατά Επιτροπής, σκέψη 23 ανωτέρω (EU:T:2012:134), και ανέπεμψε τις υποθέσεις αλουμίνα I στο Γενικό Δικαστήριο.

71      Πάντως, από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή απλώς άσκησε τις αρμοδιότητες που της είχαν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να θίξει έτσι τις αρμοδιότητες που διαθέτει το Συμβούλιο βάσει της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.

72      Επομένως, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξετάσει εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή δεν ενήργησε αντίθετα προς τις πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο, με τις οποίες, όπως και με το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, ή το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, επιτράπηκε ρητώς στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Συγκεκριμένα, οι εγκριτικές αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως, όπως είναι η απόφαση αλουμίνα I, την οποία θα μπορούσε να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

73      Επίσης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), με τις οποίες το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η έννοια της κρατικής ενισχύσεως αφορά αντικειμενική κατάσταση και δεν εξαρτάται από τις ενέργειες ή τις δηλώσεις των θεσμικών οργάνων, το γεγονός ότι, όταν το Συμβούλιο εξέδωσε τις εγκριτικές αποφάσεις, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ότι οι απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης δεν συνεπάγονταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν παρακώλυαν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς δεν αποτελούσε εμπόδιο για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω απαλλαγών ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, εφόσον συνέτρεχαν οι σχετικές προϋποθέσεις.

74      Από τη λύση που δέχθηκε το Δικαστήριο προκύπτει, κατά μείζονα λόγο, ότι η Επιτροπή δεν δεσμευόταν, όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως κρατικών ενισχύσεων, από τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Συμβούλιο με τις αποφάσεις του στον τομέα της εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες οι εν λόγω απαλλαγές δεν θα προκαλούσαν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν θα εμπόδιζαν την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς.

75      Επομένως, δεν ευσταθεί η θέση που προβάλλει εν προκειμένω η Eurallumina ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224 και του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96.

76      Όσον αφορά την προβαλλόμενη προς στήριξη της υπό κρίση αιτιάσεως επιχειρηματολογία περί δικαιολογημένης εμπιστοσύνης της Eurallumina ως προς τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, η επιχειρηματολογία αυτή σχετίζεται ουσιαστικά με τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, καθόσον αφορούν παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και, ως εκ τούτου, πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο των ως άνω λόγων.

77      Κατά συνέπεια, με την επιφύλαξη της εξετάσεως της εν λόγω επιχειρηματολογίας, η αιτίαση περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου της νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.

–       Επί της παραβιάσεως της αρχής lex specialis derogat legi generali

78      Με τη συγκεκριμένη αιτίαση η Eurallumina υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή lex specialis derogat legi generali, διότι δεν θεώρησε ότι το άρθρο 93 ΕΚ και τα εφαρμοστικά αυτού μέτρα, όπως το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 92/81 και το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, υπερισχύουν των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Συναφώς, πρώτον, η Eurallumina επικαλείται το γράμμα του άρθρου 87 ΕΚ, κατά το οποίο το άρθρο αυτό εφαρμόζεται «εκτός αν η παρούσα [Σ]υνθήκη [ΕΚ] ορίζει άλλως», οπότε δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση ειδικών μέτρων φορολογικής εναρμονίσεως, τα οποία έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 93 ΕΚ. Δεύτερον, επικαλείται την οδηγία 92/81 και την οδηγία 2003/96, οι οποίες έχουν θεσπιστεί βάσει του άρθρου 93 ΕΚ και αποτελούν το ειδικό πλαίσιο εντός του οποίου το Συμβούλιο και η Επιτροπή ενεργούν από κοινού όσον αφορά την έγκριση και τον έλεγχο των παρεκκλίσεων από την εναρμόνιση της διαρθρώσεως των ειδικών φόρων κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών. Τρίτον, επισημαίνει την πρόταση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο να παρατείνει την επίμαχη απαλλαγή, πρόταση η οποία στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η εν λόγω απαλλαγή είναι συμβατή με τη Συνθήκη ΕΚ, ιδίως με τις διατάξεις αυτής περί διασφαλίσεως θεμιτού ανταγωνισμού και της λειτουργίας της κοινής αγοράς χωρίς στρεβλώσεις. Τέταρτον, επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, κατά την οποία η Επιτροπή δεν μπορεί να καταστήσει την εν λόγω απόφαση άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας και η οποία δεν μπορεί να υπερισχύσει της Συνθήκης ΕΚ ή της οδηγίας 92/81.

79      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη της συγκεκριμένης αιτιάσεως ως αβάσιμης.

80      Με την υπό κρίση αιτίαση τίθεται, συνεπώς, το ζήτημα εάν, όπως υποστηρίζει η Eurallumina, το άρθρο 93 ΕΚ και τα εφαρμοστικά αυτού μέτρα, όπως το άρθρο 8, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 92/81 και το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, μπορούν να χαρακτηριστούν ως lex specialis σε σχέση με τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ και, συνεπώς, εάν υπερισχύουν αυτών.

81      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με την αρχή lex specialis derogat legi generali, οι ειδικές διατάξεις υπερισχύουν των γενικών κανόνων στις περιπτώσεις τις οποίες έχουν ειδικώς σκοπό να ρυθμίσουν (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2014, Barclays Bank, C‑280/13, Συλλογή, EU:C:2014:279, σκέψη 44, και της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mayaleh κατά Συμβουλίου, T‑307/12 και T‑408/13, Συλλογή, EU:T:2014:926, σκέψη 198 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

82      Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζεται η συγκεκριμένη αιτίαση προσκρούει ευθέως στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812).

83      Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με τις σκέψεις 45 έως 48 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), ότι υπάρχει σαφής διάκριση μεταξύ αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου και της Επιτροπής στον τομέα της εναρμονίσεως των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, αφενός, και κρατικών ενισχύσεων, αφετέρου. Αποφάνθηκε, επίσης, ότι η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής απ’ ό,τι η ρύθμιση του άρθρου 88 ΕΚ.

84      Επομένως, οι κανόνες περί εναρμονίσεως των εθνικών φορολογικών νομοθεσιών, ιδίως αυτοί του άρθρου 93 ΕΚ και τα εφαρμοστικά αυτών μέτρα, καθώς και οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, περιλαμβανομένων των κανόνων των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, αποτελούν αυτοτελή πλέγματα κανόνων, οι δε πρώτοι δεν αποτελούν lex specialis σε σχέση με τους δεύτερους.

85      Κατά συνέπεια, η συγκεκριμένη αιτίαση, περί παραβιάσεως της αρχής lex specialis derogat legi generali, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.

86      Με την επιφύλαξη των σκέψεων 76 και 77 ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II κρίνεται, συνεπώς, εξ ολοκλήρου απορριπτέος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και με αντιφατική αιτιολογία, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

87      Η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, μία εκ των προϋποθέσεων του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ όσον αφορά τον χαρακτηρισμό ενός μέτρου ως κρατικής ενισχύσεως, καθώς εκτίμησε εσφαλμένως ότι η επίμαχη απαλλαγή ήταν επιλεκτική. Συναφώς, επικαλείται, αφενός, το σημείο 14 του πίνακα A που είναι προσαρτημένος στο νομοθετικό διάταγμα του 1995, από το οποίο προκύπτει ότι η επίμαχη απαλλαγή θεσπίστηκε εν γένει προς όφελος κάθε επιχειρηματία ο οποίος χρησιμοποιούσε πετρελαιοειδή ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας, ανεξαρτήτως του τόπου αναλώσεώς τους. Αφετέρου, προβάλλει ότι στην Ιταλία από την επίμαχη απαλλαγή ωφελήθηκε μόνον το εργοστάσιο της Eurallumina στη Σαρδηνία, πλην όμως τούτο συνέβη εκ των πραγμάτων και σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της παραγωγής αλουμίνας. Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, ακόμη, ότι η παρατιθέμενη στην προσβαλλόμενη απόφαση αιτιολόγηση του χαρακτηρισμού της επίμαχης επιλογής ως επιλεκτικής εμπεριέχει αντιφάσεις.

88      Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ως αβάσιμου.

89      Όσον αφορά την αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως σχετικά με την κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προϋπόθεση περί επιλεκτικότητας, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιλαμβάνει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων. Η έκθεση αυτή πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορούν ο μεν καθού να προετοιμάζει την άμυνά του, το δε Γενικό Δικαστήριο να κρίνει την προσφυγή, ενδεχομένως χωρίς να χρειαστεί πρόσθετες πληροφορίες. Για τον λόγο αυτό, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, πράγμα που σημαίνει ότι η αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991 (απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Nynäs Petroleum και Nynas Belgium κατά Επιτροπής, T‑347/06, Συλλογή, EU:T:2012:480, σκέψη 107). Αντίστοιχη λύση επιβάλλεται προκειμένου περί αιτιάσεως που προβάλλεται προς στήριξη ενός λόγου ακυρώσεως.

90      Εν προκειμένω, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας όσον αφορά την κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ προϋπόθεση περί επιλεκτικότητας είναι παντελώς ανούσια. Συγκεκριμένα, με το δικόγραφο στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Ιταλική Δημοκρατία προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως αφορά μόνον το ζήτημα εάν η Επιτροπή τήρησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη σχετική με τον επιλεκτικό χαρακτήρα προϋπόθεση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Αντιθέτως, δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η σχετική με την προϋπόθεση αυτή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι αντιφατική.

91      Επομένως, όσον αφορά την υπό κρίση αιτίαση περί αντιφατικής αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, το δικόγραφο της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II δεν πληροί τις απαιτήσεις περί σαφήνειας που απορρέουν από το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991. Η αιτίαση αυτή κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέα ως απαράδεκτη.

92      Όσον αφορά την αιτίαση περί μη τηρήσεως, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της προϋποθέσεως του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ σχετικά με τον επιλεκτικό χαρακτήρα, πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι από το σημείο 14 του προσαρτημένου στο νομοθετικό διάταγμα του 1995 πίνακα Α προκύπτει ότι η επίμαχη απαλλαγή τέθηκε εν γένει προς όφελος κάθε επιχειρηματία ο οποίος χρησιμοποιούσε πετρελαιοειδή ως καύσιμο για την παραγωγή αλουμίνας, ανεξαρτήτως του τόπου αναλώσεώς τους. Με το επιχείρημα αυτό τίθεται κατ’ ουσίαν το ζήτημα εάν η Επιτροπή έχει υποπέσει σε πλάνη εκτιμήσεως, επειδή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την προϋπόθεση περί επιλεκτικού χαρακτήρα σε σχέση με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως αυτή είχε εγκριθεί από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, και όχι σε σχέση με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως αυτή προβλέπεται στο σημείο 14 του προσαρτημένου στο νομοθετικό διάταγμα του 1995 πίνακα Α.

93      Ο επιλεκτικός χαρακτήρας της επίμαχης απαλλαγής, σε περιφερειακό επίπεδο, προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή ισχύει μόνο στη Σαρδηνία. Όπως, όμως, ορθώς επισημαίνει η Ιταλική Δημοκρατία και όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή, με τις αιτιολογικές σκέψεις 17 και 63 της αποφάσεως αλουμίνα I, και διαπίστωσε το Δικαστήριο, με τη σκέψη 50 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι συγκεκριμένες γεωγραφικές προϋποθέσεις ορίστηκαν με τις εγκριτικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, οι οποίες προσέδωσαν επιλεκτικό χαρακτήρα, σε περιφερειακό επίπεδο, στην απαλλαγή, καθώς με αυτές επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει ή να συνεχίσει να εφαρμόζει την εν λόγω απαλλαγή μόνο στη Σαρδηνία.

94      Εν προκειμένω, το μέτρο που πρέπει να εξεταστεί βάσει των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων είναι η επίμαχη απαλλαγή, όπως αυτή εγκρίθηκε από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, δεδομένου ότι η Ιταλική Δημοκρατία εφάρμοσε την απαλλαγή που προβλέπεται στο σημείο 14 του προσαρτημένου στο νομοθετικό διάταγμα του 1995 πίνακα Α, τηρώντας τις συγκεκριμένες γεωγραφικές και χρονικές προϋποθέσεις από την τήρηση των οποίων είχε εξαρτήσει το Συμβούλιο την έγκρισή του.

95      Επομένως, ορθώς εξέτασε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη σχετική με τον επιλεκτικό χαρακτήρα προϋπόθεση σε σχέση με την επίμαχη απαλλαγή, όπως αυτή πραγματικά εφαρμόστηκε από την Ιταλική Δημοκρατία. Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέο ως αβάσιμο το συγκεκριμένο επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, περί εσφαλμένης εκτιμήσεως της σχετικής με τον επιλεκτικό χαρακτήρα προϋποθέσεως σε σχέση με την απαλλαγή από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όπως αυτή προβλέπεται στο σημείο 14 του προσαρτημένου στο νομοθετικό διάταγμα του 1995 πίνακα Α.

96      Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας σχετικά, κατ’ ουσίαν, με πλάνη στην οποία φέρεται να υπέπεσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς χαρακτήρισε τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ως επιλεκτικές, στον βαθμό που αυτές «ισχύουν μόνο για εταιρείες που παράγουν αλουμίνα και στην πράξη, σε κάθε κράτος μέλος υπάρχει μόνο μια εταιρεία που ευνοείται από την εξεταζόμενη απαλλαγή», και συγκεκριμένα «η Eurallumina στη Σαρδηνία», παρά το γεγονός ότι τούτο συνέβη εκ των πραγμάτων και σχετίζεται με την ιδιαιτερότητα της παραγωγής αλουμίνας στην Ιταλία.

97      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει τις ενισχύσεις που συνεπάγονται «ευνοϊκή μεταχείριση ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής», ήτοι τις επιλεκτικές ενισχύσεις (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑66/02, Συλλογή, EU:C:2005:768, σκέψη 94).

98      Όσον αφορά την εκτίμηση της προϋποθέσεως περί επιλεκτικότητας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ επιβάλλει να εξακριβώνεται αν, στο πλαίσιο δεδομένου νομικού καθεστώτος, ένα κρατικό μέτρο μπορεί να ευνοήσει «ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένους κλάδους παραγωγής» έναντι άλλων που τελούν, από πλευράς του σκοπού που επιδιώκεται με το οικείο μέτρο, σε συγκρίσιμη πραγματική και νομική κατάσταση (βλ. απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Government of Gibraltar και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:732, σκέψη 75 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Ο καθορισμός του πλαισίου αναφοράς έχει αυξημένη σημασία στις περιπτώσεις φορολογικών μέτρων, καθόσον η ίδια η ύπαρξη πλεονεκτήματος μπορεί να προσδιοριστεί μόνο σε σχέση προς την «κανονική» φορολογία. Ο κανονικός φορολογικός συντελεστής είναι ο συντελεστής που ισχύει στη γεωγραφική ζώνη που αποτελεί το πλαίσιο αναφοράς (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, Συλλογή, EU:C:2006:511, σκέψη 56).

100    Εν προκειμένω, οι αιτιολογικές σκέψεις 63 έως 64 της αποφάσεως αλουμίνα I έχουν ως εξής:

«(63) [...] στην προκειμένη περίπτωση, οι απαλλαγές ισχύουν μόνο για εταιρείες που παράγουν αλουμίνα και στην πράξη, σε κάθε κράτος μέλος υπάρχει μόνο μια εταιρεία που ευνοείται από την εξεταζόμενη απαλλαγή: […] η Eurallumina στη Σαρδηνία […]. Στο βαθμό που οι αποφάσεις του Συμβουλίου είναι δεσμευτικές, οι απαλλαγές ήταν περιφερειακά επιλεκτικές, διότι οι εν λόγω αποφάσεις επέτρεπαν μόνο απαλλαγές σε ορισμένες περιοχές και οι ενδεχόμενοι επενδυτές που θα ενδιαφέρονταν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στην παραγωγή αλουμίνας σε άλλες περιοχές δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι ότι θα τύχουν ανάλογης μεταχείρισης. Η επιλογή των περιοχών δεν έχει καμία σχέση με την εσωτερική λογική των εθνικών φορολογικών συστημάτων.

(64)      Πριν τεθεί σε ισχύ η οδηγία 2003/96[...] το κοινοτικό δίκαιο απαιτούσε από τα κράτη μέλη, καταρχήν, να επιβάλουν ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα πετρελαιοειδή, ούτως ώστε ειδικές απαλλαγές, περιορισμένες σε μια συγκεκριμένη παραγωγή και σε συγκεκριμένες περιοχές, να μην μπορούν να θεωρηθούν ως δικαιολογημένες από τη φύση και το γενικό καθεστώς του συστήματος. Τα επιχειρήματα με τα οποία [...] η Ιταλία [υπερασπίζεται] την απαλλαγή μόνο για την παραγωγή αλουμίνας απορρέουν από τις περιστάσεις στις σχετικές αγορές και στην παραγωγή αλουμίνας στις συγκεκριμένες ενδιαφερόμενες περιοχές. Τα εν λόγω επιχειρήματα δεν απορρέουν από τη φύση και τη λογική των αντίστοιχων εγχώριων φορολογικών συστημάτων, δεδομένου ότι τα εν λόγω συστήματα όφειλαν να συμμορφωθούν προς τις απαιτήσεις του κοινοτικού δικαίου. Κατά συνέπεια, τα μέτρα που χορηγήθηκαν πριν τεθεί σε ισχύ η οδηγία 2003/96[...] δεν δικαιολογούνται από τη φύση και το γενικό καθεστώς του συστήματος και συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87[,] παράγραφος 1[, ΕΚ].»

101    Αντιθέτως προς ό,τι διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία, από τις αιτιολογικές σκέψεις 63 και 64 της αποφάσεως αλουμίνα I προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε, με την απόφαση αυτή, κατά την ανάλυση της επιλεκτικότητας της επίμαχης απαλλαγής, στο γεγονός ότι η απαλλαγή αυτή ωφέλησε στην πράξη έναν μόνο, εγκατεστημένο στη Σαρδηνία, παραγωγό αλουμίνας, ήτοι την Eurallumina, αλλά στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο αναφοράς που αντιστοιχεί στο ιταλικό φορολογικό σύστημα, η επίμαχη απαλλαγή εμφανιζόταν τόσο ως επιλεκτικό μέτρο σε περιφερειακό επίπεδο, κατά το μέτρο που ευνοούσε κάθε εγκατεστημένο στη Σαρδηνία παραγωγό αλουμίνας έναντι των επενδυτών που ενδεχομένως θα επιθυμούσαν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις στην παραγωγή αλουμίνας σε άλλες περιοχές της Ιταλίας, όσο και ως επιλεκτικό μέτρο από υλικής απόψεως, καθώς ευνοούσε τις εταιρίες παραγωγής αλουμίνας και την παραγωγή αλουμίνας έναντι των εταιριών που παράγουν άλλα αγαθά ή υπηρεσίες και άλλων κλάδων παραγωγής.

102    Επομένως, το συγκεκριμένο επιχείρημα της Ιταλικής Δημοκρατίας, το οποίο στηρίζεται σε πλημμελή κατανόηση της αποφάσεως αλουμίνα I, κρίνεται ουσιαστικά αβάσιμο και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

103    Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II κρίνεται εξ ολοκλήρου απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, και του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, καθώς και των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

104    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, και το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999, καθώς και τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, καθώς διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η επίμαχη ενίσχυση συνιστά νέα ενίσχυση, η οποία κατέστη παράνομη, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 659/1999, διότι τέθηκε σε εφαρμογή χωρίς προηγουμένως να ενημερωθεί η Επιτροπή. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, η επίμαχη ενίσχυση έπρεπε να χαρακτηριστεί ως υφιστάμενη ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999. Συναφώς, πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, με τελευταία την απόφαση 2001/224, με τις οποίες της επιτράπηκε να εφαρμόσει ή να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή. Δεύτερον, χαρακτηρίζει ως lex specialis το άρθρο 93 ΕΚ, στο οποίο θεμελιώνεται η αρμοδιότητα του Συμβουλίου στον τομέα της φορολογικής εναρμονίσεως και αποτελεί τη νομική βάση της οδηγίας 92/81 και των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, σε σχέση με τον lex generalis των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, στα οποία θεμελιώνεται η αρμοδιότητα της Επιτροπής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων. Τρίτον, επισημαίνει ότι το Συμβούλιο υπέχει από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 την υποχρέωση να εξετάζει εάν η επίμαχη απαλλαγή δικαιολογείται από λόγους ειδικής πολιτικής, συνεπάγεται στρέβλωση του ανταγωνισμού και εμποδίζει την ομαλή λειτουργίας της αγοράς.

105    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

106    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή εσφαλμένως εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων που ισχύουν για τις νέες ενισχύσεις, ενώ πρόκειται για υφιστάμενη ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999, δεδομένου ότι αυτή είχε εγκριθεί με τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, η τελευταία εκ των οποίων ήταν η απόφαση 2001/224.

107    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999 ως υφιστάμενη ενίσχυση πρέπει να θεωρείται «κάθε εγκεκριμένη ενίσχυση, δηλαδή τα καθεστώτα ενισχύσεων και οι ατομικές ενισχύσεις που έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή ή από το Συμβούλιο».

108    Η Συνθήκη ΕΚ προβλέπει χωριστές διαδικασίες ανάλογα με το αν οι ενισχύσεις είναι υφιστάμενες ή νέες. Ενώ, κατά το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, οι νέες ενισχύσεις πρέπει να γνωστοποιούνται προηγουμένως στην Επιτροπή και δεν μπορούν να τεθούν σε εφαρμογή πριν την περάτωση της διαδικασίας με την έκδοση τελικής αποφάσεως, οι υφιστάμενες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ, μπορούν να εφαρμόζονται κανονικά, εφόσον η Επιτροπή δεν έχει διαπιστώσει τη μη συμβατότητά τους προς την κοινή αγορά (βλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen‑Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, Συλλογή, EU:T:2011:117, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, οι υφιστάμενες ενισχύσεις μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο, ενδεχομένως, μόνον αποφάσεως περί μη συμβατότητας με την κοινή αγορά, η οποία παράγει αποτελέσματα για το μέλλον (βλ. απόφαση Freistaat Sachsen και Land Sachsen‑Anhalt κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2011:117, σκέψη 187 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζεται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως προσκρούει ευθέως στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812).

110    Συγκεκριμένα, με τη σκέψη 49 της αποφάσεως αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Συμβουλίου με την οποία επιτρέπεται σε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81, να θεσπίσει απαλλαγή από ειδικούς φόρους κατανάλωσης δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να μη δύναται η Επιτροπή να ασκήσει τις αρμοδιότητες που της απονέμει η Συνθήκη και, συνεπώς, να θέσει σε εφαρμογή τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξετάσει εάν η εν λόγω απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση και να εκδώσει, ενδεχομένως, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, απόφαση όπως η προσβαλλόμενη. Με τη σκέψη 47 της ίδιας αποφάσεως, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η προβλεπομένη από το άρθρο 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 διαδικασία έχει διαφορετικό σκοπό και διαφορετικό πεδίο εφαρμογής από το σύστημα του άρθρου 88 ΕΚ για τις νέες και υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις. Από τις σκέψεις αυτές προκύπτει ότι οι εγκριτικές αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81 δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν αποφάσεις εγκριτικές ενός συστήματος ενισχύσεων ή ατομικής ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999.

111    Επομένως, η επίμαχη απαλλαγή δεν μπορεί, εν προκειμένω, να χαρακτηριστεί ως «υφιστάμενη ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, του κανονισμού 659/1999, λόγω των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας 92/81.

112    Επομένως, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ αυτής, καθώς και παραβίαση της αποφάσεως 2001/224, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

113    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, καθώς και το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, με τις οποίες της είχε επιτραπεί ρητώς να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Με την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, την 1η Ιανουαρίου 2004, έπαυσε να υπέχει υποχρέωση κοινοποιήσεως της επίμαχης ενισχύσεως στην Επιτροπή, η δε Επιτροπή έπαυσε να έχει την αρμοδιότητα να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

114    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

115    Εν προκειμένω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η επιχειρηματολογία στην οποία στηρίζεται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως προσκρούει ευθέως στην απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812).

116    Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), που παρατίθενται στις σκέψεις 65 έως 69 ανωτέρω προκύπτει ότι, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή απλώς άσκησε τις αρμοδιότητες που της είχαν ανατεθεί από τη Συνθήκη ΕΚ ως προς τις κρατικές ενισχύσεις, χωρίς να θίξει έτσι τις αρμοδιότητες που διαθέτει το Συμβούλιο βάσει της Συνθήκης ΕΚ όσον αφορά την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις πράξεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών.

117    Επομένως, κινώντας τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, προκειμένου να εξεταστεί εάν η επίμαχη απαλλαγή συνιστά κρατική ενίσχυση, και εκδίδοντας, μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή δεν παρέβη τις εκδοθείσες από το Συμβούλιο πράξεις, με τις οποίες, όπως και με το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, ή με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, επιτράπηκε ρητώς στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω εγκριτικές αποφάσεις παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως, όπως είναι η προσβαλλόμενη απόφαση, την οποία θα μπορούσε να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

118    Κατά συνέπεια, δεν είναι βάσιμη η θέση της Ιταλικής Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224.

119    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, της παραγράφου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

120    Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη, με την απόφαση αλουμίνα I, τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, την παράγραφο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου, διότι δεν δέχθηκε ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν στενά συνδεδεμένη με την επίτευξη, εκ μέρους της Eurallumina, στόχων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος. Συναφώς, πρώτον, η Ιταλική Δημοκρατία επισημαίνει τις σοβαρές περιβαλλοντικές περιπτώσεις της παραγωγής αλουμίνας, σε συνδυασμό με την ανάγκη διαθέσεως, με απόλυτη ασφάλεια, των αποβλήτων που παράγονται από τον βιομηχανικό κύκλο, λόγω της οποίας η περιοχή εγκαταστάσεως της Eurallumina είχε κηρυχθεί ζώνη υψηλού κινδύνου περιβαλλοντικής κρίσεως με απόφαση του ιταλικού υπουργικού συμβουλίου της 30ής Νοεμβρίου 1990. Δεύτερον, επικαλείται τις οικολογικές δεσμεύσεις τις οποίες είχε αναλάβει η Eurallumina και υποχρεούται να εκτελέσει με δικές της δαπάνες, στο πλαίσιο της εφαρμογής νέου σχεδίου απορρυπάνσεως και αποκαταστάσεως του περιβάλλοντος, το οποίο είχε εγκριθεί με διάταγμα του προέδρου του ιταλικού υπουργικού Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 1993, και, ιδίως, το πρόγραμμα αποκαταστάσεως που είχε διαταχθεί από το ιταλικό Υπουργείο Περιβάλλοντος στις 15 Ιουνίου 1995 και την προγραμματική σύμβαση που είχε συναφθεί με τις ιταλικές αρχές στις 12 Απριλίου 1999. Τρίτον, επισημαίνει την υποχρέωση μειώσεως των ανωτάτων ορίων εκπομπής οξειδίου του θείου και της τέφρας, υποχρέωση η οποία είχε επιβληθεί στην Eurallumina από το ιταλικό Υπουργείο Περιβάλλοντος με διάταγμα του 1998. Τέταρτον, επικαλείται τη δέσμευση που είχε αναλάβει η Eurallumina με σύμβαση της 27ης Απριλίου 1999, η οποία είχε συναφθεί με την περιφέρεια της Σαρδηνίας, για την κατασκευή ειδικής εγκαταστάσεως αποθείωσης των καπνών που προέρχονται από τις καμίνους και τους καυστήρες και, στο πλαίσιο αυτό, επικαλείται την πραγματοποίηση σημαντικών επενδύσεων από την Eurallumina στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία, οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 2005 και κατόπιν των οποίων έλαβε την πιστοποίηση ISO 14001. Πέμπτον, επικαλείται το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002 το οποίο υπέβαλε στην Επιτροπή κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως και στο οποίο παρατίθενται οι κύριες δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκε η Eurallumina βάσει της ιταλικής φορολογικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας και των οικολογικών δεσμεύσεων που αυτή είχε αναλάβει.

121    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του τρίτου λόγου ακυρώσεως εν μέρει ως απαράδεκτου και εν μέρει ως αβάσιμου.

122    Με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή εσφαλμένως δεν δέχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 75 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε σε αντάλλαγμα της επιτεύξεως από την Eurallumina στόχων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος και ότι, κατά το μέτρο αυτό, ήταν συμβατή με την κοινή αγορά, βάσει των παραγράφων 47 έως 52 του κοινοτικού πλαισίου.

123    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η παράγραφος 82 του κοινοτικού πλαισίου, το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 3 Φεβρουαρίου 2001, έχει ως εξής:

«[…]

Για τις μη κοινοποιηθείσες ενισχύσεις η Επιτροπή εφαρμόζει:

α)      τις διατάξεις του παρόντος πλαισίου, εάν η ενίσχυση χορηγήθηκε μετά τη δημοσίευση του εν λόγω πλαισίου στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

[…]».

124    Εξάλλου, οι παράγραφοι 47 έως 51 του κοινοτικού πλαισίου έχουν ως εξής:

«47.      Κατά τη θέσπιση φόρων επί ορισμένων δραστηριοτήτων που επιβάλλονται για λόγους προστασίας του περιβάλλοντος, τα κράτη μέλη μπορούν να κρίνουν αναγκαίες ορισμένες προσωρινές παρεκκλίσεις προς όφελος ορισμένων επιχειρήσεων, κυρίως λόγω της έλλειψης εναρμόνισης σε ευρωπαϊκό επίπεδο ή των προσωρινών κινδύνων που διατρέχει μία επιχείρηση να απολέσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητά της. Οι παρεκκλίσεις αυτές συνιστούν κατά κανόνα ενισχύσεις λειτουργίας κατά την έννοια του άρθρου 87 της [Σ]υνθήκης ΕΚ. Κατά την ανάλυση των μέτρων αυτών, πρέπει να εξετάζεται κυρίως κατά πόσον η επιβολή του φόρου προέκυψε από κοινοτική απόφαση ή αποτελεί αυτόνομη απόφαση του κράτους μέλους.

[…]

49.      Εάν η επιβολή του φόρου προκύπτει από κοινοτική οδηγία, υπάρχουν δυο δυνατότητες:

[…]

β)      το κράτος μέλος επιβάλλει σε ορισμένα προϊόντα φόρο με τον ελάχιστο συντελεστή που προβλέπει η κοινοτική οδηγία και χορηγεί παρέκκλιση σε ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες, ως εκ τούτου, θα φορολογούνται με συντελεστή χαμηλότερο από τον ελάχιστο προβλεπόμενο. Εάν η παρέκκλιση αυτή δεν επιτρέπεται από τη σχετική κοινοτική οδηγία, συνιστά ενίσχυση ασυμβίβαστη με το άρθρο 87 [ΕΚ]. Εάν η εν λόγω παρέκκλιση επιτρέπεται από την οδηγία η Επιτροπή μπορεί να θεωρήσει ότι συμβιβάζεται με το άρθρο 87 [ΕΚ], στο βαθμό που είναι αναγκαία και που η έκτασή της δεν είναι δυσανάλογη με τους επιδιωκόμενους κοινοτικούς στόχους. Η Επιτροπή θα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στον αυστηρό περιορισμό της εν λόγω παρέκκλισης ως προς τη διάρκειά της.

50.      Γενικότερα, τα εν λόγω μέτρα πρέπει να συμβάλλουν σημαντικά στην προστασία του περιβάλλοντος. Πρέπει να εξασφαλίζεται ότι οι παρεκκλίσεις ή οι απαλλαγές δεν θα θίγουν, από τη φύση τους, τους γενικούς στόχους που επιδιώκονται.

51.      Οι παρεκκλίσεις αυτές ενδέχεται να συνιστούν μορφές λειτουργικών ενισχύσεων που μπορούν να επιτραπούν υπό τους ακόλουθους όρους:

1)      Όταν τα κράτη μέλη επιβάλλουν νέο φόρο για περιβαλλοντικούς λόγους, σε τομέα δραστηριότητας ή σε προϊόντα ελλείψει κοινοτικής φορολογικής εναρμόνισης, ή όταν ο φόρος που το κράτος μέλος προτίθεται να επιβάλει υπερβαίνει το συντελεστή που καθορίζεται από το κοινοτικό πρότυπο, η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι μπορούν να δικαιολογηθούν αποφάσεις απαλλαγής διάρκειας δέκα ετών, χωρίς πρόβλεψη προοδευτικής μείωσης σε δύο περιπτώσεις:

α)      όταν οι εν λόγω απαλλαγές χορηγούνται υπό τον όρο ότι το κράτος μέλος και οι δικαιούχες επιχειρήσεις συνάπτουν συμφωνία με την οποία οι επιχειρήσεις, ή οι ενώσεις επιχειρήσεων, δεσμεύονται να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους προστασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία χορηγούνται οι απαλλαγές ή όταν οι επιχειρήσεις δεσμεύονται να συνάπτουν εκουσίως συμφωνίες με το ίδιο περιεχόμενο. Οι εν λόγω συμφωνίες μπορούν να αφορούν ιδίως τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας, τη μείωση των ρυπογόνων εκπομπών ή άλλη δράση υπέρ του περιβάλλοντος. Κάθε κράτος μέλος πρέπει να διαπραγματεύεται το περιεχόμενο των εν λόγω συμφωνιών, το οποίο θα εκτιμάται από την Επιτροπή όταν θα εξετάζονται τα κοινοποιημένα σχέδια ενίσχυσης. Το κράτος μέλος πρέπει να οργανώσει την αυστηρή παρακολούθηση της τήρησης των υποχρεώσεων που έχουν αναλάβει οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων. Στις συμφωνίες που συνάπτονται μεταξύ του κράτους μέλους και των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων πρέπει να προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των αναληφθεισών υποχρεώσεων.

Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται και όταν ένα κράτος μέλος εξαρτά τη φορολογική έκπτωση από όρους που έχουν το ίδιο αποτέλεσμα με τις ανωτέρω συμφωνίες ή δεσμεύσεις·

β)      οι εν λόγω απαλλαγές μπορούν να χορηγούνται χωρίς να υπόκεινται στον όρο ότι το κράτος μέλος και οι δικαιούχες επιχειρήσεις θα συνάπτουν συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθοι εναλλακτικοί όροι:

–        όταν η μείωση αφορά κοινοτικό φόρο, το ποσό που πραγματικά καταβάλλουν οι επιχειρήσεις μετά τη μείωση πρέπει να είναι υψηλότερο του ελάχιστου κοινοτικού σε τέτοιο επίπεδο που να παρακινεί τις επιχειρήσεις να βελτιώσουν την προστασία του περιβάλλοντος,

[…]

2)      Οι διατάξεις που αναφέρονται [στην παράγραφο] 51[, σημείο 1,] μπορούν να εφαρμοστούν στους υφιστάμενους φόρους, εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθοι όροι:

α)      ο εξεταζόμενος φόρος πρέπει να έχει αξιοσημείωτα θετικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος·

β)      οι παρεκκλίσεις υπέρ των δικαιούχων επιχειρήσεων πρέπει να έχουν αποφασιστεί κατά τη θέσπιση του φόρου […]».

125    Στις αιτιολογικές σκέψεις 71 και 73 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή ανέφερε ότι «[η] ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά την 3η Φεβρουαρίου 2001 πρέπει να εκτιμηθεί δυνάμει του [κοινοτικού πλαισίου], σύμφωνα με [την παράγραφο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο] α[ʹ,] του εν λόγω πλαισίου» και, πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις παραγράφους 47 έως 52 αυτού, οι οποίες περιέχουν τους κανόνες σχετικά με όλες τις λειτουργικές ενισχύσεις υπό μορφή φορολογικών μειώσεων ή απαλλαγών.

126    Οι αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 76 της εν λόγω αποφάσεως έχουν ως εξής:

«(73) [...] Αρχικά ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών δεν είχε επιλεγεί ως μέσο άσκησης περιβαλλοντικής πολιτικής. Ωστόσο, μια εισφορά θα μπορούσε να θεωρηθεί περιβαλλοντική όταν η φορολογική της βάση έχει σαφώς αρνητική επίδραση επί του περιβάλλοντος [...]. Δεδομένου ότι η χρήση των πετρελαιοειδών έχει σαφώς αρνητική επίδραση επί του περιβάλλοντος, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών μπορεί να θεωρηθεί ως περιβαλλοντικός φόρος.

(74)      Στα τρία κράτη μέλη στα οποία απευθύνεται η παρούσα απόφαση, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης επί των πετρελαιοειδών υπήρχ[αν] πριν τη θέσπιση των εν λόγω απαλλαγών και πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ως υφιστάμενοι φόροι κατά την έννοια [της παραγράφου] 51[, σημείο 2], του [κοινοτικού πλαισίου]. Ωστόσο, οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης έχουν αξιοσημείωτα θετικές συνέπειες στην προστασία του περιβάλλοντος κατά την έννοια [της παραγράφου] 51[, σημείο 2, στοιχείο αʹ], καθώς συνιστούν σημαντικό κίνητρο για τους παραγωγούς να μειώσουν την κατανάλωσή τους σε πετρελαιοειδή. Οι εν λόγω ειδικοί φόροι κατανάλωσης δεν είχαν ενδεχομένως εξ αρχής σαφή περιβαλλοντικό στόχο και οι απαλλαγές αποφασίστηκαν πολλά έτη αργότερα, ιδίως στην περίπτωση της Ιρλανδίας και της Ιταλίας, ενώ αναμφισβήτητα αποφασίστηκαν και στα τρία κράτη μέλη αρκετό χρόνο πριν τεθεί σε εφαρμογή το [κοινοτικό πλαίσιο]. Συνεπώς, για την περίπτωσή τους μπορεί να θεωρηθεί ότι είχαν αποφασιστεί κατά τη στιγμή της έγκρισης του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με [την παράγραφο] 51[, σημείο 2], του [κοινοτικού] πλαισίου, οι διατάξεις που αναφέρονται [στην παράγραφο] 51[, σημείο 1,] μπορούν να εφαρμοστούν στις απαλλαγές που εξετάζονται στην παρούσα απόφαση.

(75)      Οι δικαιούχες επιχειρήσεις ανέφεραν στα σχόλιά τους ότι ανέλαβαν σημαντικές περιβαλλοντικές επενδύσεις σε αντιστάθμιση των απαλλαγών. Ωστόσο, δεν υπάρχουν στοιχεία από τα οποία να προκύπτει ότι οι δικαιούχες επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνίες με τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη με τις οποίες δεσμεύθηκαν να επιτύχουν συγκεκριμένους στόχους προστασίας του περιβάλλοντος κατά τη διάρκεια της περιόδου κατά την οποία εφαρμόστηκαν οι απαλλαγές. Ούτε εξάλλου οι απαλλαγές από την καταβολή του φόρου υπόκειντο σε όρους που θα διασφάλιζαν τις ίδιες επιπτώσεις με τις εν λόγω συμφωνίες και δεσμεύσεις. Επιπλέον φαίνεται ότι οι επενδύσεις στην προστασία του περιβάλλοντος δεν προχώρησαν πέρα από το αναγκαίο για τη συμμόρφωση με τη σχετική νομοθεσία ή πέρα από εφικτές και οικονομικές, από εμπορικής απόψεως, λύσεις. Κατά συνέπεια, δεν πληρούνται οι όροι για την εφαρμογή [της παραγράφου] 51[, σημείο 1, στοιχείο αʹ,] του [κοινοτικού πλαισίου] και στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται μόνο οι διατάξεις [της παραγράφου 51[, σημείο 1, στοιχείο βʹ].

(76)      Όσον αφορά την περίοδο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2003, οι απαλλαγές αφορούσαν κοινοτικό φόρο και συγκεκριμένα φόρο που εναρμονίστηκε με βάση την οδηγία 92/82[...]. Συνεπώς, εφαρμόζεται [η παράγραφος] 51[, σημείο 1, στοιχείο βʹ], πρώτ[η] [περίπτωση], του [κοινοτικού πλαισίου]. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, μπορεί να εγκριθεί μείωση όταν το ποσό που πραγματικά καταβάλλουν οι επιχειρήσεις μετά τη μείωση παραμένει υψηλότερο του ελάχιστου κοινοτικού. Ωστόσο, και στις τρεις περιπτώσεις επρόκειτο για πλήρεις απαλλαγές. Λαμβάνοντας υπόψη τη θετική περιβαλλοντική επίπτωση του φόρου που αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 73 της παρούσας απόφασης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι συμβιβάζονται με την κοινή αγορά μόνο στο βαθμό που έχει απαιτηθεί από τους δικαιούχους να καταβάλουν συντελεστή υψηλότερο από τον ελάχιστο κοινοτικό συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης που ορίζεται από την οδηγία 92/82[...], και ο οποίος για την εξεταζόμενη περίοδο ανερχόταν σε 13 ευρώ ανά 1 000 kg. Συνεπώς, μόνο η απαλλαγή από φόρο που υπερβαίνει το συντελεστή των 13,01 ευρώ μπορεί να θεωρηθεί συμβιβάσιμη, ενώ η απαλλαγή μέχρι συντελεστή 13,01 ευρώ συνιστά μη συμβιβάσιμη ενίσχυση.»

127    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι, κατά πάγια νομολογία, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, η Επιτροπή δεσμεύεται από τα ρυθμιστικά πλαίσια που θεσπίζει και τις ανακοινώσεις που εκδίδει, εφόσον δεν αποκλίνουν από τους κανόνες της Συνθήκης ΕΚ (βλ. απόφαση της 2ας Δεκεμβρίου 2010, Holland Malt κατά Επιτροπής, C‑464/09 P, Συλλογή, EU:C:2010:733, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Εν προκειμένω, η Ιταλική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί την αιτιολογική σκέψη 67 της αποφάσεως αλουμίνα I από την οποία προκύπτει ότι η επίμαχη ενίσχυση ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Δεδομένου ότι η εν λόγω ενίσχυση χορηγήθηκε μετά τις 3 Φεβρουαρίου 2001, το κοινοτικό πλαίσιο έχει εφαρμογή ως προς αυτή, σύμφωνα με την παράγραφο 82 αυτού (βλ. σκέψη 123 ανωτέρω).

129    Προκειμένου να αποδείξει ότι η επίμαχη ενίσχυση είναι συμβατή με την κοινή αγορά βάσει του κοινοτικού πλαισίου, η Ιταλική Δημοκρατία προσκόμισε συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής πράξεις και συμβάσεις από τις οποίες προκύπτει είτε ότι η Eurallumina είχε υποχρεωθεί να επιτύχει στόχους προστασίας του περιβάλλοντος είτε ότι είχε εκουσίως δεσμευθεί να επιτύχει τέτοιους στόχους κατά το διάστημα χορηγήσεως της επίμαχης ενισχύσεως.

130    Η Επιτροπή φρονεί, ωστόσο, ότι η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, επειδή η Ιταλική Δημοκρατία δεν προσκόμισε τις εν λόγω πράξεις και συμβάσεις κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

131    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά το μέτρο που, προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, η Ιταλική Δημοκρατία επικαλείται πληροφοριακά στοιχεία που δεν ήταν διαθέσιμα κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην Επιτροπή κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, τα στοιχεία αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο για την εξέταση της νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

132    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, η νομιμότητα της οικείας πράξεως πρέπει να εκτιμάται βάσει των πραγματικών και νομικών στοιχείων που υπήρχαν κατά την έκδοσή της (απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2004, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, T‑109/01, Συλλογή, EU:T:2004:4, σκέψη 50). Συνεπώς, κατά πάγια νομολογία, η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που μπορούσε να έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν την εξέδωσε (βλ. απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2004:4, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης πραγματικά στοιχεία που δεν προβλήθηκαν κατά την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ (βλ. απόφαση Fleuren Compost κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2004:4, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

133    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με τις έγγραφες παρατηρήσεις της κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, οι οποίες περιλαμβάνονται στο έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία προβάλλει εν γένει ότι η επίμαχη ενίσχυση αντιστάθμιζε εν μέρει τις λειτουργικές δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκε η Eurallumina λόγω της ιταλικής φορολογικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, ανέφερε ότι μέρος της επίμαχης ενισχύσεως προοριζόταν να αντισταθμίσει το επιπλέον κόστος που συνεπαγόταν η προστασία του περιβάλλοντος και ότι, συνεπώς, η ενίσχυση αυτή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού πλαισίου. Συναφώς, η Ιταλική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι, από το 1974, οι περιφερειακές αρχές έχουν απαγορεύσει τη διάθεση καταλοίπων στη Μεσόγειο, πρακτική η οποία επιτρεπόταν ακόμη στη Γαλλία και στην Ελλάδα. Η εν λόγω απαγόρευση είχε ως συνέπεια την αύξηση των δαπανών της Eurallumina, οι οποίες ανήλθαν σε 6 δισεκατομμύρια ιταλικές λίρες (ITL) (3 εκατομμύρια ευρώ). Λόγω των αυστηρών ορίων εκπομπών [25 % κάτω του εθνικού ορίου για τα οξείδια του θείου (SOx)], η εταιρεία υποχρεώθηκε να επενδύσει σε νέα τεχνολογία αποθείωσης το ποσό των 44 δισεκατομμυρίων ITL (22 εκατομμυρίων ευρώ), με συνέπεια να αυξηθούν οι λειτουργικές δαπάνες της κατά 6 δισεκατομμύρια ITL (3 εκατομμύρια ευρώ) ετησίως, περιλαμβανομένων των αποσβέσεων. Παρά τις εν λόγω επενδύσεις, η εταιρεία ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει 1,1 δισεκατομμύριο ITL (0,55 εκατομμύριο ευρώ) ετησίως για τέλη εκπομπής.

134    Η Επιτροπή έλαβε μεν υπόψη της, με την αιτιολογική σκέψη 56 της αποφάσεως αλουμίνα I, τις κατά τα προεκτεθέντα προσκομισθείσες από την Ιταλική Δημοκρατία πληροφορίες, πλην όμως εκτίμησε, με την αιτιολογική σκέψη 75 της ίδιας αποφάσεως, ότι από τις πληροφορίες αυτές δεν συνάγεται ότι, κατά το διάστημα το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε το αντιστάθμισμα για τις συμφωνίες που είχαν συναφθεί μεταξύ των ιταλικών αρχών και της Eurallumina, με τις οποίες η δεύτερη δεσμευόταν να επιτύχει στόχους σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος, ή αντιστάθμισμα για αντίστοιχες υποχρεώσεις της Eurallumina βάσει τις ιταλικής νομοθεσίας. Επιπλέον, η Επιτροπή προέβαλε ότι δεν της προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι οι πραγματοποιηθείσες από την Eurallumina οικολογικές επενδύσεις έβαιναν πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη συμμόρφωση προς την ιταλική νομοθεσία ή ότι υπερέβαιναν τις εφικτές και οικονομικές, από εμπορικής απόψεως, λύσεις. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 51, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου.

135    Όσον αφορά τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα που προσκόμισε η Ιταλική Δημοκρατία, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι αυτά είχαν κοινοποιηθεί στην Επιτροπή κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Επιπλέον, η Ιταλική Δημοκρατία δεν προέβαλε, με τα δικόγραφά της, σε απάντηση των επιχειρημάτων της Επιτροπής, ότι όντως κοινοποίησε τα έγγραφα αυτά. Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, απαντώντας σε προφορική ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, επιβεβαιώσε ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν είχαν προσκομιστεί κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα δεν είχαν προηγουμένως προσκομιστεί. Επομένως από την παρατιθέμενη στη σκέψη 132 ανωτέρω νομολογία προκύπτει ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στα έγγραφα αυτά δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, εκτός εάν συνιστούν απλώς επανάληψη πληροφοριών οι οποίες είχαν ήδη κοινοποιηθεί στην Επιτροπή στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, μεταξύ άλλων με το προαναφερθέν έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002.

136    Όσον αφορά τις πληροφορίες που περιήλθαν στην Επιτροπή με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002, ορθώς εκτίμησε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν συνάγεται από αυτές ότι η χορήγηση της επίμαχης απαλλαγής εξαρτιόταν από την υποχρέωση της Eurallumina να επιτύχει ορισμένους στόχους σχετικούς με την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μπορούσε, βάσει των πληροφοριών αυτών, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη απαλλαγή θεσπίστηκε ως αντιστάθμισμα για τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Eurallumina με αντικείμενο είτε την επίτευξη στόχων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος, πέραν των δεσμεύσεων που απέρρεαν από τη φορολογική ή την περιβαλλοντική νομοθεσία της Ιταλίας, ιδίως από τους εθνικούς κανόνες που επέβαλλαν τον περιορισμό των εκπομπών προς τήρηση των κανόνων περί ποιότητας του ατμοσφαιρικού αέρα ή την καταβολή τελών επί των εκπομπών, είτε την οικειοθελή σύναψη συμβάσεων με το ίδιο αντικείμενο, κατά την έννοια της παραγράφου 51, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου. Με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία παραδέχθηκε, άλλωστε, ότι, «η χορηγηθείσα στην Eurallumina ενίσχυση, την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε λειτουργική ενίσχυση […], αντιστάθμιζε εν μέρει τις λειτουργικές δαπάνες στις οποίες υποχρεώθηκε η επιχείρηση βάσει της φορολογικής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ιταλίας». Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 45 της αποφάσεως αλουμίνα I προκύπτει ότι, κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η Eurallumina είχε η ίδια αναφέρει ότι «οι μεγάλες επενδύσεις» που είχε πραγματοποιήσει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία αποσκοπούσαν «στη διασφάλιση της τηρήσεως των πλέον αυστηρών κανόνων και, ιδίως, των οικολογικών κανόνων που ίσχυαν στην περιοχή». Σε κάθε περίπτωση, οι πληροφορίες που περιήλθαν στην Επιτροπή με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002 δεν της παρείχαν τη δυνατότητα να εξακριβώσει εάν, όπως διατείνεται η Ιταλική Δημοκρατία στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η επίμαχη απαλλαγή όντως προβλεπόταν από συμβάσεις ή συμφωνίες που είχαν συναφθεί με τις ιταλικές αρχές ως αντιστάθμισμα για τις επενδύσεις που πραγματοποίησε η Eurallumina προκειμένου να τηρήσει τις δεσμεύσεις της όσον αφορά την επίτευξη στόχων σχετικών με την προστασία του περιβάλλοντος, πέραν των δεσμεύσεων που απέρρεαν από την ισχύουσα ως προς αυτήν νομοθεσία.

137    Οι συνημμένες στο δικόγραφο της προσφυγής πράξεις και συμβάσεις που προσκόμισε η Ιταλική Δημοκρατία ακόμη και αν ληφθούν υπόψη, δεν οδηγούν, εν προκειμένω, στη διαπίστωση ότι, έναντι του οφέλους που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή, η Eurallumina είχε αναλάβει δεσμεύσεις είτε για την επίτευξη ορισμένων στόχων προστασίας του περιβάλλοντος, πέραν των δεσμεύσεων που απέρρεαν ήδη από την ιταλική νομοθεσία, είτε για την εκούσια σύναψη συμβάσεων με το ίδιο αντικείμενο. Βεβαίως, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 3 της προγραμματικής συμβάσεως της 12ης Απριλίου 1999 μεταξύ των ιταλικών αρχών και της Eurallumina, καθώς και από τα άρθρα 2 έως 4 της συμβάσεως της 27ης Απριλίου 1999 μεταξύ της περιφέρειας της Σαρδηνίας και της Eurallumina, η Eurallumina είχε δεσμευθεί να πραγματοποιήσει ορισμένες επενδύσεις προς επίτευξη στόχων οικολογικού χαρακτήρα στο πλαίσιο σχεδίου περιβαλλοντικής αποκαταστάσεως του εργοστασίου της στο Portoscuso (Σαρδηνία). Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ιταλική Δημοκρατία, οι επενδύσεις αυτές, οι οποίες αποσκοπούσαν στην επίτευξη στόχων οικολογικού χαρακτήρα, δεν θα υλοποιούνταν με δαπάνες της Eurallumina, διότι στο άρθρο 4 της προγραμματικής συμβάσεως της 12ης Απριλίου 1999, καθώς και στα άρθρα 4 έως 6 της συμβάσεως της 27ης Απριλίου 1999 ορίζεται ρητώς ότι, για την υλοποίηση των δεσμεύσεων αυτών της Eurallumina, η περιφέρεια της Σαρδηνίας αναλάμβανε την υποχρέωση να συμβάλει στη χρηματοδότηση του σχεδίου περιβαλλοντικής αποκαταστάσεως του εργοστασίου της στο Portoscuso σε ποσοστό 30 % κατ’ ανώτατο όριο των δαπανών που θα αναγνωρίζονταν ως επιλέξιμες και, σε κάθε περίπτωση, με ποσό έως 17,5 δισεκατομμύρια ITL. Αντιθέτως, δεν προκύπτει από τις συμφωνίες αυτές ότι η επίμαχη απαλλαγή είχε θεσπιστεί και ως οικονομική συνδρομή στις επενδύσεις περιβαλλοντικού χαρακτήρα που πραγματοποίησε η Eurallumina. Κατά τα λοιπά, τα συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα που προσκόμισε η Ιταλική Δημοκρατία επιβεβαιώνουν μόνον τις λειτουργικές δαπάνες με τις οποίες επιβαρύνθηκε η Eurallumina λόγω της φορολογικής και της περιβαλλοντικής νομοθεσίας της Ιταλίας, όπως είναι η δαπάνη που αντιστοιχεί στον περιορισμό των εκπομπών, προς τήρηση των σχετικών με την ποιότητα του ατμοσφαιρικού αέρα κανόνων, ή στην καταβολή τελών εκπομπής.

138    Επομένως, ορθώς συμπέρανε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 75 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις εφαρμογής της παραγράφου 51, σκέψη 1, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου.

139    Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

140    Η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη, με τις αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 80 της αποφάσεως αλουμίνα I, το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ και τις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς εκτίμησε ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, με το επιχείρημα ότι διευκόλυνε την οικονομική ανάπτυξη της Σαρδηνίας. Συναφώς, επισημαίνει, πρώτον, την οικονομική υστέρηση της Σαρδηνίας, η οποία συγκαταλέγεται στις μειονεκτούσες περιοχές που εμπίπτουν στον στόχο 1 των διαρθρωτικών ταμείων, βρίσκεται στην τελευταία θέση των περιφερειών της Ιταλίας με κριτήριο των παραγόμενο πλούτο και το κατά κεφαλήν εισόδημα και, επίσης, υπολείπεται του εθνικού μέσου όρου όσον αφορά την αναλογία απασχολούμενων και βιομηχανικών επιχειρήσεων προς τον τοπικό πληθυσμό. Δεύτερον, αναφέρεται στην οικονομική υστέρηση της περιοχής Sulcis‑Iglesiente στην οποία βρίσκεται το εργοστάσιο της Eurallumina στη Σαρδηνία, όπου το ποσοστό ανεργίας ανέρχεται περίπου στο 21 % του ενεργού πληθυσμού και στο 50 % των νέων. Τρίτον, αναφέρει ότι η Eurallumina είχε εγγυηθεί τη διασφάλιση 1 800 θέσεων εργασίας είτε απευθείας, στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία, είτε εμμέσως, στα εργοστάσια στη Σαρδηνία της Alcoa Italia SpA, η οποία ήταν η μόνη προμηθεύτρια αλουμίνας στη Σαρδηνία. Τέταρτον, επικαλείται τα έγγραφα που προσκόμισε στην Επιτροπή σχετικά με τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης στη Σαρδηνία, τόσο λόγω της πυκνότητας του πληθυσμού όσο και λόγω του βιοτικού επιπέδου και του υψηλού ποσοστού ανεργίας. Πέμπτον, υποστηρίζει ότι, με την αιτιολογική σκέψη 79 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή παραδέχεται ότι η Σαρδηνία μπορεί να υπαχθεί στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ. Έκτον, θεωρεί ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω το σημείο 4.15 των κατευθυντήριων γραμμών, το οποίο προβλέπει ότι επιτρέπεται η χορήγηση περιφερειακών λειτουργικών ενισχύσεων σε περιοχές που εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ. Έβδομον, υποστηρίζει ότι δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή το σημείο 4.17 των κατευθυντήριων γραμμών, κατά το οποίο οι λειτουργικές ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να μειώνονται προοδευτικά, διότι η περιφέρεια της Σαρδηνίας έχει χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και εμπίπτει στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ.

141    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

142    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση που διατύπωσε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 80 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ και των σημείων 4.11 έως 4.17 των κατευθυντήριων γραμμών, ως υποβοηθούσα την οικονομική ανάπτυξη της Σαρδηνίας.

143    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ, θεωρούνται συμβατές με την κοινή αγορά οι ενισχύσεις για την προώθηση της οικονομικής αναπτύξεως περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση. Κατά τη νομολογία, η χρήση των όρων «ασυνήθως» και «σοβαρή» στη διατύπωση της παρεκκλίσεως του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ δείχνει ότι η παρέκκλιση αφορά μόνον περιοχές όπου η οικονομική κατάσταση είναι εξαιρετικά δυσμενής σε σχέση προς το σύνολο της Κοινότητας (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1987, Γερμανία κατά Επιτροπής, 248/84, Συλλογή, EU:C:1987:437, σκέψη 19).

144    Με τις κατευθυντήριες γραμμές διευκρινίζονται τα κριτήρια βάσει των οποίων η Επιτροπή εξετάζει τη συμβατότητα των κρατικών ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα με την κοινή αγορά, κατ’ εφαρμογήν, ιδίως, του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ.

145    Τα σημεία των κατευθυντήριων γραμμών σχετικά με τις περιφερειακές ενισχύσεις που αποτελούν «λειτουργικές ενισχύσεις» έχουν ως εξής:

«4.15. Οι περιφερειακές ενισχύσεις που προορίζονται για τη μείωση των τρεχουσών δαπανών μιας επιχείρησης (λειτουργικές ενισχύσεις) καταρχήν απαγορεύονται. Ωστόσο, κατ’ εξαίρεση, μπορούν να επιτραπούν τέτοιου είδους ενισχύσεις σε περιοχές που εμπίπτουν στο άρθρο [87], παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, [ΕΚ], με την προϋπόθεση ότι δικαιολογούνται λόγω της συμβολής τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και της φύσης τους και το επίπεδό τους είναι ανάλογο με τα μειονεκτήματα που επιδιώκουν να μειώσουν [...]. Το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη των μειονεκτημάτων και να προσδιορίσει τη σημασία τους.

4.16. Στις ιδιαίτερα απομακρυσμένες περιοχές που υπάγονται στην παρέκκλιση του άρθρου [87], παράγραφος 3, στοιχεία αʹ και γʹ, [ΕΚ], και στις περιοχές χαμηλής δημογραφικής πυκνότητας που υπάγονται είτε στην παρέκκλιση του άρθρου [87], παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, [ΕΚ], είτε, δυνάμει του κριτηρίου της δημογραφικής πυκνότητας που αναφέρεται στο σημείο 3.10.4, στην παρέκκλιση του [άρθρου 87, παράγραφος 3,] στοιχείο γʹ, [ΕΚ,] επιτρέπεται η χορήγηση ενισχύσεων προοριζόμενων για την αντιστάθμιση ενός μέρους των πρόσθετων μεταφορικών δαπανών [...], εφόσον πληρούνται ορισμένες ειδικές προϋποθέσεις [...]. Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος φέρει το βάρος της απόδειξης της ύπαρξης των εν λόγω πρόσθετων δαπανών και του υπολογισμού του ύψους τους.

4.17. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται παραπάνω στο σημείο 4.16, οι λειτουργικές ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να μειώνονται προοδευτικά. […]»

146    Με τις αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 81 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή εξέτασε τη συμβατότητα των νέων ενισχύσεων με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών. Οι αιτιολογικές σκέψεις 78 έως 80 της αποφάσεως αλουμίνα I έχουν ως εξής:

«(78)      Όσον αφορά την παρέκκλιση που προβλέπει το άρθρο 87[, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ], η οποία αφορά την προώθηση της οικονομικής ανάπτυξης περιοχών στις οποίες το βιοτικό επίπεδο είναι ασυνήθως χαμηλό ή στις οποίες επικρατεί σοβαρή υποαπασχόληση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι για το τελευταίο μέρος της περιόδου για την οποία εγκρίθηκαν οι απαλλαγές, εφαρμόζονται οι κατευθυντήριες γραμμές του 1998 για τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα. Το σημείο 4.15 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών προβλέπει ότι κατ’ εξαίρεση μπορούν να χορηγηθούν περιφερειακές ενισχύσεις σε περιοχές δικαιούχες της παρέκκλισης του άρθρου [87], παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, [ΕΚ] υπό τον όρο ότι δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και το χαρακτήρα τους ενώ το ύψος τους πρέπει να είναι ανάλογο προς τα προβλήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν. Τα κράτη μέλη οφείλουν να παράσχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν την ύπαρξη και τη σημασία των προβλημάτων αυτών. Σύμφωνα με το σημείο 4.17 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, οι λειτουργικές ενισχύσεις πρέπει να χορηγούνται για περιορισμένο χρονικό διάστημα και να μειώνονται προοδευτικά. Στην εξεταζόμενη περίπτωση δεν πληρούνται οι εν λόγω όροι.

(79)      [...] Η Σαρδηνία είναι περιοχή όπου δύναται να εφαρμοστεί η παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ[, ΕΚ]. […]

(80)      Στις αποφάσεις με τις οποίες η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 88, παράγραφος 2, [ΕΚ], η Επιτροπή διατύπωσε αμφιβολίες σχετικά με το εάν θα μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, [στοιχείο αʹ, ΕΚ]. Οι ιταλικές [...] αρχές δεν παρουσίασαν κανένα στοιχείο για να εξαλείψουν τις εν λόγω αμφιβολίες. Δεν απέδειξαν την ύπαρξη ιδιαίτερων προβλημάτων ούτε υπέβαλαν στοιχεία που να αποδεικνύουν τη σημασία τους ούτως ώστε να δικαιολογήσουν τη χορήγηση της λειτουργικής ενίσχυσης. Ειδικότερα, οι υψηλές τιμές στον τομέα της ενέργειας και ο ανταγωνισμός λόγω εισαγωγών από τρίτες χώρες, δεν έχουν περιφερειακό χαρακτήρα. Ακόμη και αν η διαθεσιμότητα φυσικού αερίου συνιστούσε ειδικό περιφερειακό πρόβλημα των εν λόγω περιοχών, το οποίο δεν έχει αποδειχθεί, [...] η Ιταλία δεν υπέβαλ[ε] στοιχεία που να αποδεικνύουν τη σημασία του εν λόγω προβλήματος ώστε να δικαιολογηθεί το επίπεδο της ενίσχυσης. Η ιταλική νομοθεσία, η οποία σύμφωνα με την Eurallumina συνεπάγεται πρόσθετες δαπάνες, ενδέχεται εν μέρει να έχει περιφερειακό χαρακτήρα καθώς η Σαρδηνία έχει κηρυχθεί περιοχή υψηλού κινδύνου περιβαλλοντικής κρίσης αλλά, σε γενικές γραμμές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ιδιαίτερο πρόβλημα για την εν λόγω περιοχή. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι οι εξαιρέσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ούτε περιορισμένες χρονικά ούτε μειώνονται σταδιακά όπως απαιτούν οι κατευθυντήριες γραμμές. Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι ενισχύσεις συμβιβάζονται με την κοινή αγορά βάσει του επιχειρήματος ότι προωθούν την οικονομική ανάπτυξη ορισμένων περιοχών.»

147    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι οι κατευθυντήριες γραμμές, ως μέτρο εσωτερικής τάξεως ληφθέν από τη διοίκηση, καίτοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κανόνας δικαίου, εντούτοις περιέχουν κανόνα συμπεριφοράς που υποδεικνύει την ακολουθητέα τακτική, από την οποία η διοίκηση δεν μπορεί να παρεκκλίνει σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση χωρίς να προσδιορίσει τους σχετικούς λόγους που πρέπει να συμβιβάζονται με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑465/09 P έως C‑470/09 P, EU:C:2011:372, σκέψη 120). Τέτοιοι κανόνες δύνανται, υπό ορισμένες προϋποθέσεις και ανάλογα με το περιεχόμενό τους, να αναπτύσσουν έννομα αποτελέσματα (απόφαση Diputación Foral de Vizcaya κ.λπ. κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:C:2011:372, σκέψη 120).

148    Όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής εφαρμογή του σημείου 4.15 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών στην αιτιολογική σκέψη 80 της αποφάσεως αλουμίνα I, υπενθυμίζεται ότι από το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι οι περιφερειακές ενισχύσεις απαγορεύονται καταρχήν, αλλά μπορούν να χορηγούνται, κατ’ εξαίρεση, σε περιοχές που εμπίπτουν στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ, υπό τον όρο ότι δικαιολογούνται από τη συμβολή τους στην περιφερειακή ανάπτυξη και το χαρακτήρα τους, το δε ύψος τους πρέπει να είναι ανάλογο προς τα προβλήματα στην καταπολέμηση των οποίων κατατείνουν, πράγμα που εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει.

149    Η διάταξη αυτή υποχρεώνει, μεταξύ άλλων, το κράτος μέλος να αποδείξει ότι η λειτουργική ενίσχυση αποσκοπεί στην εξάλειψη συγκεκριμένου περιφερειακού προβλήματος, το οποίο αντιμετωπίζει ο δικαιούχος, και ότι το ύψος της εν λόγω ενισχύσεως είναι εύλογο για καταπολέμηση του προβλήματος αυτού.

150    Πάντως, τα πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισε η Ιταλική Δημοκρατία κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν επαρκούν για να διαπιστωθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση αποσκοπούσε στην καταπολέμηση συγκεκριμένου προβλήματος που αντιμετώπιζε η Eurallumina σε περιφερειακό επίπεδο και ότι το ύψος της ενισχύσεως αυτής ήταν ανάλογο προς τη σοβαρότητα του προβλήματος αυτού.

151    Στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Φεβρουαρίου 2002, η Επιτροπή αναφέρει ότι οι ιταλικές αρχές, μεταξύ άλλων, «τόνισαν ότι η Σαρδηνία είναι μια ιδιαζόντως μειονεκτούσα περιοχή, η οποία δεν είχε πρόσβαση σε φυσικό αέριο και ότι η ενδεχόμενη παύση της παραγωγής αλουμίνας θα είχε σοβαρές επιπτώσεις όσον αφορά την απασχόληση στην περιοχή».

152    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, όπως συνάγεται από τη νομολογία, το γεγονός ότι η οικονομική κατάσταση που επικρατεί σε μια περιοχή είναι αρκούντως δυσμενής, ώστε η εν λόγω περιοχή να είναι επιλέξιμη κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ, δεν σημαίνει ότι κάθε σχεδιαζόμενη ενίσχυση που ενδέχεται να εφαρμοστεί στην εν λόγω περιοχή θεωρείται εξ ορισμού απαραίτητη για την ανάπτυξη της εν λόγω περιοχής (βλ., συναφώς, απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013, HGA κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑630/11 P έως C‑633/11 P, Συλλογή, EU:C:2013:387, σκέψη 112). Επομένως, η απλή μνεία της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως της Σαρδηνίας, ιδίως όσον αφορά την ανεργία, δεν αρκεί εν προκειμένω.

153    Στο πλαίσιο αυτό, το μόνο στοιχείο που ενδέχεται να αποτελεί συγκεκριμένο περιφερειακό πρόβλημα είναι η επισημανθείσα από την Ιταλική Δημοκρατία έλλειψη προσβάσεως σε φυσικό αέριο στη Σαρδηνία. Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 80 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Ιταλική Δημοκρατία δεν επιχείρησε καν να προσδιορίσει αριθμητικά το μέγεθος του προβλήματος αυτού για το εργοστάσιο της Eurallumina στη Σαρδηνία. Επίσης ορθή ήταν η επισήμανση της Επιτροπής, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, σε κάθε περίπτωση, η Ιταλική Δημοκρατία δεν επιχείρησε καν να προσδιορίσει αριθμητικά τη σοβαρότητα του εν λόγω προβλήματος, προκειμένου να αποδείξει ότι η επίμαχη ενίσχυση ήταν εύλογη σε σχέση με αυτό.

154    Εξάλλου, από το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2002 προκύπτει ότι, κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η Ιταλική Δημοκρατία προέβαλε εκ νέου τα εξής:

«Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η οικεία επιχείρηση βρίσκεται σε μία περιοχή η οποία συγκαταλέγεται σε αυτές που εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις του άρθρου 87, παράγραφος 3, [ΕΚ], στον βαθμό που χαρακτηρίζεται από υψηλή ανεργία. Η Ιταλική Δημοκρατία αποφάσισε τότε να ευνοήσει τη δημιουργία της και την ανάπτυξή της, προκειμένου να αυξήσει τις εναλλακτικές δυνατότητες απασχόλησης, σε σχέση με τις απολεσθείσες στον τομέα των ορυχείων. Υπό το πρίσμα αυτό, η Eurallumina παρέχει μια σημαντική δυνατότητα, η οποία δεν μπορεί ευχερώς να αντικατασταθεί. Η επιχείρηση απασχολεί σήμερα 760 εργαζομένους, οι 350 εκ των οποίων αποτελούν πολύ υψηλής εξειδίκευσης εργατικό δυναμικό. Η παύση της παραγωγής αλουμίνας θα δημιουργούσε σοβαρότατα και ανεπίλυτα προβλήματα όσον αφορά την επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.»

155    Συνεπώς, η Ιταλική Δημοκρατία δεν ανέφερε κανένα συγκεκριμένο περιφερειακής φύσεως πρόβλημα της Eurallumina, στην αντιμετώπιση του οποίου αποσκοπούσε η επίμαχη ενίσχυση, κατά τα οριζόμενα στο σημείο 4.15 των κατευθυντήριων γραμμών. Όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 152 ανωτέρω, η απλή αναφορά στο γεγονός ότι οι δυνατότητες απασχολήσεως στη Σαρδηνία είναι περιορισμένες δεν αρκεί εν προκειμένω.

156    Τέλος, η Ιταλική Δημοκρατία προσκόμισε συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής έγγραφα τα οποία θεωρεί ότι αποδεικνύουν τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης που επικρατούν στη Σαρδηνία, βάσει σχετικών συγκριτικών στοιχείων, το ύψος του εισοδήματος και το ποσοστό υποαπασχόλησης. Η Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι τα στηριζόμενα στα έγγραφα αυτά επιχειρήματα είναι απαράδεκτα, επειδή τα εν λόγω έγγραφα δεν προσκομίστηκαν κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως.

157    Τα έγγραφα αυτά, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι μπορούν να ληφθούν υπόψη, εν προκειμένω, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποδεικνύουν ότι στη Σαρδηνία επικρατούσε δυσμενής από οικονομικής απόψεως κατάσταση όσον αφορά το ύψος του εισοδήματος και την υποαπασχόληση, πράγμα που άλλωστε αναγνωρίστηκε με τις αιτιολογικές σκέψεις 23 και 79 της αποφάσεως αλουμίνα I, με τις οποίες η Επιτροπή δέχθηκε ότι η Σαρδηνία αποτελεί περιοχή που μπορεί να υπαχθεί στην παρέκκλιση του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ. Ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 152 και 155 ανωτέρω, η απλή επίκληση της δυσμενούς οικονομικής καταστάσεως που επικρατεί στη Σαρδηνία δεν αρκεί εν προκειμένω. Αντιθέτως, τα επίμαχα έγγραφα δεν επιβεβαιώνουν, όπως απαιτείται σύμφωνα με το σημείο 4.15 των κατευθυντήριων γραμμών, ότι η Eurallumina αντιμετώπιζε συγκεκριμένο πρόβλημα σε περιφερειακό επίπεδο, στην αντιμετώπιση του οποίου αποσκοπούσε η επίμαχη ενίσχυση.

158    Επομένως, ορθώς αποφάσισε η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 80 της αποφάσεως αλουμίνα I, ότι οι ιταλικές αρχές δεν προσκόμισαν στοιχεία που να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη ενίσχυση πληρούσε τις προϋποθέσεις του σημείου 4.15 των κατευθυντήριων γραμμών.

159    Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις των σημείων 4.15 και 4.17 των κατευθυντήριων γραμμών πρέπει να πληρούνται σωρευτικά, η μη τήρηση ορισμένων εξ αυτών αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή βασίμως αποφάσισε, με την απόφαση αλουμίνα I, ότι η επίμαχη ενίσχυση δεν μπορούσε να εγκριθεί βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, ΕΚ, όπως αυτό εφαρμόζεται σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές.

160    Κατά συνέπεια, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, καθώς και επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

161    Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, η Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας, καθώς διέταξε, με το άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως. Προβάλλει ότι, βάσει των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, η Eurallumina και η ίδια είχαν σχηματίσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, ακόμη και έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, και ότι μπορούσαν να θεωρούν δεδομένη τη νομιμότητα των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου. Συναφώς, πρώτον, προβάλλει ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου τής επέτρεπαν από το 1993 να εφαρμόσει ή να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή. Δεύτερον, επικαλείται τις αιτιολογικές σκέψεις των αποφάσεων 93/697, 96/273 και 97/425, από τις οποίες προκύπτει ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν συνεπαγόταν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και δεν εμπόδιζε την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς. Τρίτον, επικαλείται τις αποφάσεις 1999/255 και 1999/880, οι οποίες προβλέπουν τη διενέργεια περιοδικής επανεξετάσεως από την Επιτροπή, προς διασφάλιση της συμβατότητας της επίμαχης απαλλαγής με τη λειτουργία της κοινής αγοράς και τους άλλους σκοπούς της Συνθήκης ΕΚ. Τέταρτον, επισημαίνει ότι στις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου οι οποίες είναι προγενέστερες της αποφάσεως 2001/224 δεν υπάρχει καμία αναφορά στο ενδεχόμενο κινήσεως διαδικασιών με αντικείμενο στρεβλώσεις στη λειτουργία της ενιαίας αγοράς, δυνάμει, μεταξύ άλλων, των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Πέμπτον, υποστηρίζει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως 2001/224, καθώς και το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, είχαν δημιουργήσει στην Eurallumina δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λόγω της οποίας η εν λόγω επιχείρηση πραγματοποίησε από τις 2 Φεβρουαρίου 2002 έως τα τέλη του 2005 επενδύσεις οι οποίες αποσβέστηκαν στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Έκτον, θεωρεί απολύτως σαφείς τις ισχύουσες διατάξεις βάσει των οποίων η Eurallumina και η ίδια μπορούσαν να θεωρήσουν δεδομένη τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

162    Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, η Eurallumina προβάλλει επίσης ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επειδή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως παρά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, όσον αφορά την έλλειψη νόμιμης δυνατότητας ανακτήσεως της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί βάσει της ως άνω απαλλαγής έως την ημερομηνία αυτή.

163    Συναφώς, πρώτον, η Eurallumina επικαλείται, αφενός, το τεκμήριο νομιμότητας της αποφάσεως 2001/224, με την οποία επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία να εφαρμόσει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Ιουλίου 2006, και, αφετέρου, τις προερχόμενες από την Επιτροπή προτάσεις εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, στις οποίες γινόταν λόγος μόνο για άμεση ή σταδιακή κατάργηση της επίμαχης απαλλαγής στο μέλλον.

164    Δεύτερον, επικαλείται το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και των προτάσεων ή των ενεργειών της Επιτροπής, από τις οποίες δεν προέκυψε καμία ένδειξη ότι η επίμαχη ενίσχυση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση μη συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Συναφώς, πρώτον, κάνει λόγο για ασάφεια της αιτιολογικής σκέψεως 5 της αποφάσεως 2001/224, καθώς σε αυτήν αναφέρεται μόνον ότι ορισμένες από τις πολλές απαλλαγές που είχαν εγκριθεί με την απόφαση αυτή ενδέχεται να μην είναι συμβατές με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Δεύτερον, επικαλείται την πρόταση αποφάσεως του Συμβουλίου της 15ης Νοεμβρίου 2000, σύμφωνα με την οποία έπρεπε να επιτραπεί στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002 και η οποία υποκατέστησε το αίτημα κοινοποιήσεως της Επιτροπής της 17ης Ιουλίου 2000. Τρίτον, επισημαίνει τη μη διεξαγωγή συζητήσεων όσον αφορά τα σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προβλήματα τα οποία αναφέρει η Επιτροπή στις προτάσεις της εγκριτικών αποφάσεων προς το Συμβούλιο, όπως είναι η πρόταση της 29ης Νοεμβρίου 1999, καθώς και την έλλειψη αναφοράς στα προβλήματα αυτά στις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου. Τέταρτον, επικαλείται το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, από τις οποίες προκύπτει ότι το Συμβούλιο ουδέποτε δέχθηκε ότι η χορηγηθείσα βάσει της επίμαχης απαλλαγής ενίσχυση αποτελεί παράνομη κρατική ενίσχυση, δεδομένου, μάλιστα, ότι, σύμφωνα με την οδηγία 92/81, η οποία κατέτεινε στον ίδιο σκοπό, όπως οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, το Συμβούλιο ήταν υποχρεωμένο να διασφαλίζει ότι τα προτεινόμενα από την Επιτροπή μέτρα, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 4, της οδηγίας αυτής, δεν προκαλούν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Πέμπτον, η Eurallumina επικαλείται την απόφαση 2001/224, με την οποία το Συμβούλιο επέτρεψε στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 και της οποίας το περιεχόμενο επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96. Έκτον, επικαλείται το ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής (IP/03/1456), της 27ης Οκτωβρίου 2003, με το οποίο η Επιτροπή επικρότησε την έκδοση της οδηγίας 2003/96, αναφέροντας ότι με αυτή θα περιοριστούν οι υφιστάμενες μεταξύ των κρατών μελών στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Έβδομον, επισημαίνει την καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την απόφαση αλουμίνα I, η οποία εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005, παρά το γεγονός ότι από τον Φεβρουάριο του 2002 είχε δημοσιευθεί η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και είχαν υποβληθεί οι τελευταίες παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, γεγονός που ενίσχυσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής.

165    Τρίτον, η Eurallumina υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα που παρήγαγε η απόφαση 2001/224, η οποία επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ αυτής, με την οποία επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Κατ’ αυτήν, η Επιτροπή θα μπορούσε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα ή τη διάρκεια της εγκρίσεως διά της διαδικασίας του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή διά της ασκήσεως προσφυγής δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, όχι όμως εμμέσως στο πλαίσιο διαδικασίας δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ. Επιπλέον, η Eurallumina επικαλείται την αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 2003/96, όπου γίνεται λόγος για διαδικασίες «που είναι δυνατόν» να κινηθούν δυνάμει των άρθρων 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, από την οποία συνάγεται ότι οι διαδικασίες περί κρατικών ενισχύσεων που είχαν κινηθεί πριν την έκδοση της οδηγίας αυτής δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τις εγκεκριμένες από αυτήν απαλλαγές.

166    Τέταρτον, η Eurallumina προβάλλει ότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96 εμφαίνει ότι, όταν η οδηγία αυτή προτάθηκε και εκδόθηκε, η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν θεωρούσαν ότι η επίμαχη απαλλαγή ήταν εν μέρει μη συμβατή με την κοινή αγορά, κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ. Τούτο επιβεβαιώνεται από το ανακοινωθέν τύπου της Επιτροπής, κατά το οποίο με την οδηγία αυτή θα καταστεί δυνατή η βελτίωση της λειτουργίας της κοινής αγοράς, και από τις εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, οι οποίες όριζαν ρητώς, έως την έκδοση της αποφάσεως 2001/224, ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν αντέκειτο στον θεμιτό ανταγωνισμό και δεν επηρέαζε τη λειτουργία της κοινής αγοράς.

167    Πέμπτον, η Eurallumina προβάλλει ότι η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως δεν μπορούσε να κλονίσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής. Συναφώς, επισημαίνει ότι σκοπός της δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήταν απλώς να προσκληθούν οι τρίτοι ενδιαφερόμενοι να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους, χωρίς τούτο να αποτελεί πρόκριμα όσον αφορά το περιεχόμενο της αποφάσεως που επρόκειτο να εκδοθεί. Δεύτερον, επικαλείται τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι η επίσημη διαδικασία εξετάσεως αφορούσε αποκλειστικά και μόνο το μέλλον, δηλαδή μόνο την ενίσχυση που χορηγήθηκε μετά τη λήξη της εγκρίσεως, ήτοι μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Τρίτον, προβάλλει ότι, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η έγκριση που είχε χορηγηθεί στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 επικυρώθηκε με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ αυτής. Τέταρτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή είχε αφήσει να εννοηθεί ότι, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή προκαλούσε στρεβλώσεις του ανταγωνισμού, θα καταργούνταν σταδιακά, χωρίς ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί βάσει της εν λόγω απαλλαγής.

168    Έκτον, η Eurallumina υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη οι μακροπρόθεσμες επενδύσεις, αξίας 81 εκατομμυρίων ευρώ περίπου, τις οποίες πραγματοποίησε καλή τη πίστει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία, βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006 ή, τουλάχιστον, όσον αφορά την έλλειψη νόμιμης δυνατότητας ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε βάσει της εν λόγω απαλλαγής έως την ημερομηνία αυτή. Εφόσον το Γενικό Δικαστήριο δεχθεί ότι η προαναφερθείσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη έπαυσε να υφίσταται στις 2 Φεβρουαρίου 2002, η Eurallumina επισημαίνει ότι είχε εγκρίνει επενδύσεις κεφαλαίου αξίας 11,6 εκατομμυρίων ευρώ περίπου για το διάστημα μεταξύ 12ης Μαρτίου 2001 και 2ας Φεβρουαρίου 2002.

169    Η Επιτροπή ζητεί την απόρριψη του έκτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑60/06 RENV II ως εν μέρει απαράδεκτου και εν μέρει αβάσιμου. Ζητεί, επίσης, την απόρριψη του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑62/06 RENV II ως αβάσιμου.

170    Με τους υπό κρίση λόγους ακυρώσεως και αιτιάσεις τίθεται το ζήτημα εάν, απαιτώντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, η Επιτροπή παραβίασε ορισμένες γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας.

171    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως, εφόσον τούτο αντίκειται σε κάποια γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

172    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας, η οποία προβάλλεται στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, αυτή στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, στη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει έννομα αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά που παράγουν οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, με τις οποίες επιτράπηκε ρητώς στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

173    Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 62 ανωτέρω, για τις πράξεις των θεσμικών οργάνων ισχύει καταρχήν τεκμήριο νομιμότητας, οι πράξεις δε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα, εφόσον δεν έχουν ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρες κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας.

174    Εν προκειμένω, ωστόσο, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν με τις σκέψεις 71 έως 75 ανωτέρω, οι οποίοι στηρίζονται στις σκέψεις της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι οποίες παρατίθενται στις σκέψεις 65 έως 69 ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν παρέβη, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις εκδοθείσες από το Συμβούλιο πράξεις, με τις οποίες επιτράπηκε ρητώς στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006, διότι οι εν λόγω εγκριτικές αποφάσεις παρήγαγαν τα αποτελέσματά τους μόνον εντός του πεδίου εφαρμογής των κανόνων περί εναρμονίσεως των σχετικών με τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης νομοθεσιών, χωρίς να αποτελούν πρόκριμα για τα αποτελέσματα τυχόν αποφάσεως, όπως είναι η απόφαση αλουμίνα I, την οποία θα μπορούσε να εκδώσει η Επιτροπή κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

175    Εξάλλου, όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 73 και 74 ανωτέρω, από τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), συνάγεται ότι, προκειμένου περί κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή δύναται να μεταβάλει την εκτίμησή της όσον αφορά το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις διαπιστώσεως της υπάρξεως ενισχύσεως, υπό την προϋπόθεση ότι θα συναγάγει όλες τις συνέπειες σχετικά με την ανάκτηση της μη συμβατής με την κοινή αγορά ενισχύσεως, βάσει των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, οπότε η Επιτροπή δεν δεσμευόταν, στο πλαίσιο της προσβαλλομένης αποφάσεως, από τις εκτιμήσεις στις οποίες κατέληξε το Συμβούλιο με τις εγκριτικές αποφάσεις σχετικά με την εναρμόνιση των νομοθεσιών περί ειδικών φόρων κατανάλωσης, δεχόμενο ότι η επίμαχη απαλλαγή δεν συνεπαγόταν στρέβλωση του ανταγωνισμού και δεν εμπόδιζε την ομαλή λειτουργία της κοινής αγοράς.

176    Κατά συνέπεια, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής του τεκμηρίου νομιμότητας, που προβλήθηκε στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, κρίνεται απορριπτέα ως αβάσιμη.

177    Όσον αφορά, δεύτερον, τις αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑60/06 RENV II και του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, αυτές στηρίζονται, κατ’ ουσίαν, στην άποψη ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου, καθώς και το άρθρο 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος ΙΙ αυτής, ενίσχυσαν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Eurallumina όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής ή, σε κάθε περίπτωση, δημιούργησαν μια διφορούμενη κατάσταση, την οποία όφειλε η Επιτροπή να αποσαφηνίσει προτού εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

178    Συναφώς, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 1999, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, C‑104/97 P, Συλλογή, EU:C:1999:498, σκέψη 52), επιτρέπει σε κάθε επιχειρηματία στον οποίο ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμη προσδοκία να την επικαλεστεί [αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 1987, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Food Products (Lopik) κατά ΕΚE, 265/85, Συλλογή, EU:C:1987:121, σκέψη 44, της 24ης Μαρτίου 2011, ISD Polska κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑369/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:175, σκέψη 123, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, T‑328/09, EU:T:2012:498, σκέψη 18]. Ωστόσο, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση, από τα θεσμικά όργανα, μέτρου δυνάμενου να θίξει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την εν λόγω αρχή, άπαξ το μέτρο αυτό θεσπιστεί (βλ. αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 1978, Lührs, 78/77, Συλλογή, EU:C:1978:20, σκέψη 6, και της 25ης Μαρτίου 2009, Alcoa Transformazioni κατά Επιτροπής, T‑332/06, EU:T:2009:79, σκέψη 102). Το δικαίωμα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών σωρευτικών προϋποθέσεων. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους εφαρμοστέους κανόνες (βλ. απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:2012:498, σκέψη 19 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

179    Εν συνεχεία, όσον αφορά, ειδικότερα, την εφαρμογή της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης στο ζήτημα των κρατικών ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι κράτος μέλος του οποίου οι αρχές χορήγησαν ενίσχυση κατά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 88 ΕΚ δύναται να επικαλεστεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της δικαιούχου επιχειρήσεως, προκειμένου να αμφισβητήσει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης το κύρος αποφάσεως της Επιτροπής διατάσσουσας την ανάκτηση της ενισχύσεως, αλλά όχι προκειμένου να απαλλαγεί από την υποχρέωση να λάβει τα κατάλληλα για την εκτέλεση της αποφάσεως αυτής μέτρα (βλ. απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 1997, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑169/95, Συλλογή, EU:C:1997:10, σκέψεις 48 και 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από τη νομολογία προκύπτει ακόμη ότι, δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας που έχει η υποχρέωση κοινοποιήσεως, με σκοπό τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων τον οποίο οφείλει να διενεργήσει η Επιτροπή, οι δικαιούχοι της ενισχύσεως μπορούν να έχουν, καταρχήν, δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως μόνον εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88 ΕΚ, ο δε επιμελής επιχειρηματίας είναι, υπό κανονικές συνθήκες, σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η διαδικασία αυτή. Ειδικότερα, όταν η ενίσχυση τίθεται σε εφαρμογή χωρίς προηγουμένη κοινοποίηση στην Επιτροπή, με συνέπεια να είναι παράνομη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ, τότε ο δικαιούχος της ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της χορηγήσεως της ενισχύσεως αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση Producteurs de légumes de France κατά Επιτροπής, σκέψη 178 ανωτέρω, EU:T:2012:498, σκέψεις 20 και 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), εκτός αν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 1990, Επιτροπή κατά Γερμανίας, C‑5/89, Συλλογή, EU:C:1990:320, σκέψη 16· βλ., επίσης, αποφάσεις της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑298/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:240, σκέψη 86 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλίας κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, Συλλογή, EU:T:2009:474, σκέψη 263 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

180    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή μιας διοικητικής διαδικασίας συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 27ης Νοεμβρίου 2003, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, T‑190/00, Συλλογή, EU:T:2003:316, σκέψη 136). Εξάλλου, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου, η οποία υποχρεώνει την Επιτροπή να μην καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της, συνεπάγεται ότι ο δικαστής εξετάζει εάν από τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας προκύπτει ότι το θεσμικό όργανο αυτό ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (αποφάσεις της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Συλλογή, EU:C:2002:524, σκέψεις 140 και 141, και Fleuren Compost κατά Επιτροπής, σκέψη 132 ανωτέρω, EU:T:2004:4, σκέψεις 145 έως 147).

181    Η καθυστέρηση της Επιτροπής να αποφασίσει ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη και ότι πρέπει να καταργηθεί και να ανακτηθεί από κράτος μέλος μπορεί, υπό ορισμένες συνθήκες, να δημιουργήσει στους αποδέκτες της εν λόγω ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη βάσει της οποίας η Επιτροπή δεν θα έπρεπε να υποχρεώσει το οικείο κράτος μέλος να διατάξει την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής (απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1987, RSV κατά Επιτροπής, 223/85, Συλλογή, EU:C:1987:502, σκέψη 17). Ωστόσο, προκειμένου περί κρατικών ενισχύσεων οι οποίες δεν έχουν κοινοποιηθεί, η Επιτροπή μπορεί να θεωρηθεί υπαίτια της καθυστερήσεως αυτής μόνον από τη στιγμή που της γνωστοποιήθηκε η ύπαρξη μη συμβατών με την κοινή αγορά ενισχύσεων (απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 179 ανωτέρω, EU:C:2004:240, σκέψη 91).

182    Το γεγονός ότι ο κανονισμός 659/1999, πέραν της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής (υπολογιζόμενης από τη χορήγηση της ενισχύσεως), με τη λήξη της οποίας αποκλείεται πλέον η ανάκτηση της ενισχύσεως, δεν προβλέπει, ούτε καν ενδεικτικά, άλλη προθεσμία για την εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση παράνομης ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο ορίζει ότι η Επιτροπή δεν δεσμεύεται από την προθεσμία του άρθρου 7, παράγραφος 6, του ίδιου κανονισμού, δεν εμποδίζει τον δικαστή της Ένωσης να ελέγξει εάν το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν τήρησε μια εύλογη προθεσμία ή ότι ενήργησε με υπερβολική καθυστέρηση (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, σχετικά με ενδεικτική προθεσμία, αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2005, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑171/02, Συλλογή, EU:T:2005:219, σκέψη 57, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Diputación Foral de Álava κ.λπ., T‑230/01 έως T‑232/01 και T‑267/01 έως T‑269/01, EU:T:2009:316, σκέψεις 338 και 339, και Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑30/01 έως T‑32/01 και T‑86/02 έως T‑88/02, Συλλογή, EU:T:2009:314, σκέψεις 259 και 260).

183    Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι, κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει ότι, εάν η Επιτροπή δημιουργήσει, κατά παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας που υπέχει, μια διφορούμενη κατάσταση, λόγω παρεισφρήσεως στοιχείων αβεβαιότητας και λόγω ασάφειας της εφαρμοστέας ρυθμίσεως, σε συνδυασμό με παρατεταμένη αδράνειά της, παρά το γεγονός ότι γνώριζε για τις επίμαχες ενισχύσεις, οφείλει να αποσαφηνίσει την κατάσταση αυτή προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια για την ανάκτηση των ενισχύσεων που έχουν ήδη καταβληθεί (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουλίου 1970, Επιτροπή κατά Γαλλίας, 26/69, Συλλογή, EU:C:1970:67, σκέψεις 28 έως 32).

184    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά, κατ’ ουσίαν, με τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων λόγω των οποίων η Eurallumina είχε θεμιτώς σχηματίσει την πεποίθηση περί νομιμότητας της επίμαχης απαλλαγής, συνεπώς και της επίμαχης ενισχύσεως, πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των κανόνων που υπομνήστηκαν με τις σκέψεις 178 έως 183 ανωτέρω.

185    Σημειωτέον, καταρχάς, ότι, εν προκειμένω ούτε η Ιταλική Δημοκρατία (βλ σκέψη 128 ανωτέρω) ούτε η Eurallumina αμφισβητούν την αιτιολογική σκέψη 67 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από την οποία προκύπτει ότι η επίμαχη ενίσχυση ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση αυτή χορηγήθηκε χωρίς προηγουμένως να κοινοποιηθεί στο εν λόγω θεσμικό όργανο κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ.

186    Περαιτέρω, κατ’ αντίθεση προς ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελούσε λόγο άρσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που θα μπορούσε να έχει η Eurallumina όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λαμβανομένης υπόψη της διφορούμενης καταστάσεως που είχε προηγουμένως δημιουργηθεί λόγω του περιεχομένου των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, περιλαμβανομένης της αποφάσεως 2001/224, η οποία ήταν σε ισχύ κατά το διάστημα που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως.

187    Με τις σκέψεις 52 και 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), οι οποίες δεσμεύουν το Γενικό Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο 61, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και ότι αυτή ουδέποτε έκανε χρήση των εξουσιών που διαθέτει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή των άρθρων 230 ΕΚ και 241 ΕΚ, προκειμένου να επιτύχει την κατάργηση ή τροποποίηση των εγκριτικών αποφάσεων, γεγονός που έπρεπε να ληφθεί υπόψη όσον αφορά την υποχρέωση ανακτήσεως της μη συμβατής με την κοινή αγορά ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, όπως έπραξε η Επιτροπή, η οποία δεν διέταξε, με την απόφαση αλουμίνα I, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, ημερομηνία δημοσιεύσεως των αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα. Ο λόγος αυτός ήταν αποφασιστικής σημασίας προκειμένου το Δικαστήριο να καταλήξει, με τη σκέψη 54 της αποφάσεως Επιτροπής κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), στη διαπίστωση ότι οι λόγοι που εκτίθενται στις σκέψεις 39 έως 44 της εν λόγω αποφάσεως δεν μπορούν να θεμελιώσουν νομικά το συμπέρασμα του Γενικού Δικαστηρίου ότι η απόφαση αλουμίνα I θίγει το κύρος των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου και παραβιάζει υπό την έννοια αυτή την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και το στηριζόμενο στους ίδιους λόγους συμπέρασμα ότι στην υπόθεση T‑62/06 RENV η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

188    Βάσει των επιταγών που απορρέουν από τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, η διφορούμενη κατάσταση που δημιουργήθηκε από το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής εμπόδιζε μόνον την ανάκτηση της ενισχύσεως που είχε χορηγηθεί βάσει της επίμαχης απαλλαγής έως την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ στην Επίσημη Εφημερίδα. Αντιθέτως, μετά τη δημοσίευση αυτή, η Eurallumina όφειλε να γνωρίζει ότι, εφόσον η επίμαχη ενίσχυση συνιστά κρατική ενίσχυση, έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

189    Επομένως, με τη δημοσιοποίηση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήρθη η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που η Eurallumina μπορούσε προηγουμένως να έχει όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής, λόγω των εγκριτικών αποφάσεων που είχε εκδώσει το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής.

190    Κατά συνέπεια, ορθώς έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, με την αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως αλουμίνα I, το γεγονός ότι στην υπό κρίση υπόθεση συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, δεδομένου ότι, με τις προτάσεις της προς το Συμβούλιο, είχε προκαλέσει και διατηρήσει ορισμένη αβεβαιότητα και ότι, στον βαθμό που δεν μπορούσε να διαπιστώσει εάν και πότε οι διάφοροι δικαιούχοι πράγματι ενημερώθηκαν από τα κράτη μέλη για την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο επικλήσεως, από τους δικαιούχους, της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης για το διάστημα έως τις 2 Φεβρουαρίου 2002, όταν δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα οι αποφάσεις της περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, με την επισήμανση ότι, σε κάθε περίπτωση, με την εν λόγω δημοσίευση εξαλείφθηκε κάθε σχετιζόμενη με το περιεχόμενο των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου αβεβαιότητα όσον αφορά το ότι τα επίμαχα μέτρα, εφόσον συνιστούν κρατικές ενισχύσεις, έπρεπε να εγκριθούν από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ.

191    Η ορθότητα της λύσεως αυτής δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

192    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούν οι προσφεύγουσες από την οδηγία 2003/96, διαπιστώνεται ότι το γεγονός ότι με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, σε συνδυασμό με το άρθρο 28, παράγραφος 2, αυτής, επιτράπηκε στην Ιταλική Δημοκρατία να συνεχίσει να εφαρμόζει την επίμαχη απαλλαγή από 1ης Ιανουαρίου 2003 δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Eurallumina σχετικά με τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, όταν τέθηκε σε εφαρμογή το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96, δηλαδή την 1η Ιανουαρίου 2003, η Eurallumina όφειλε να γνωρίζει για την ύπαρξη της εξελισσόμενης επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή και ότι, εάν η επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε κρατική ενίσχυση, θα έπρεπε να εγκριθεί από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 88 ΕΚ. Η κατάσταση αυτή δεν μεταβλήθηκε με την έκδοση και την έναρξη ισχύος της οδηγίας 2003/96, στις 27 και 31 Οκτωβρίου 2003 αντιστοίχως, στην αιτιολογική σκέψη 32 της οποίας αναφέρεται ρητώς ότι η οδηγία αυτή «δεν προδικάζει την έκβαση οιασδήποτε μελλοντικής διαδικασίας για κρατικές ενισχύσεις η οποία είναι δυνατόν να κινηθεί σύμφωνα με τα άρθρα 87 [ΕΚ] και 88 [ΕΚ]» (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω, EU:C:2013:812, σκέψη 51). Επομένως, το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96 δεν θα μπορούσε, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, να δημιουργήσει στην Eurallumina δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

193    Όσον αφορά το επιχείρημα της Eurallumina σχετικά με την καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την απόφαση αλουμίνα I, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που παρατίθενται στις σκέψεις 194 έως 217 κατωτέρω, η καθυστέρηση αυτή δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση δυνάμενη να δημιουργήσει στην Eurallumina δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως.

194    Καταρχάς, πρέπει να εξεταστεί εάν η διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως ήταν, εν προκειμένω, εύλογη.

195    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), την οποία επικαλείται η Eurallumina, το Δικαστήριο είχε χαρακτηρίσει μη εύλογο το διάστημα των 26 μηνών που χρειάστηκε η Επιτροπή για να εκδώσει την απόφασή της.

196    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, με το άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, η προθεσμία για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιηθείσας κρατικής ενισχύσεως ορίζεται ενδεικτικά σε 18 μήνες. Η προθεσμία αυτή, μολονότι δεν ισχύει για τις παράνομες ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 (βλ. σκέψη 182 ανωτέρω), αποτελεί χρήσιμη ένδειξη για την εκτίμηση του εύλογου χαρακτήρα της διάρκειας της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως που έχει ως αντικείμενο, όπως εν προκειμένω, μη κοινοποιηθέν μέτρο.

197    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στις 17 Ιουλίου 2000 η Επιτροπή ζήτησε από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία και την Ιταλική Δημοκρατία να της κοινοποιήσουν τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης βάσει των διατάξεων περί κρατικών ενισχύσεων. Οι απαντήσεις, οι οποίες δεν είχαν χαρακτήρα κοινοποιήσεως, περιήλθαν στην Επιτροπή τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο και τον Δεκέμβριο του 2000. Κατόπιν κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως με απόφαση της 30ής Οκτωβρίου 2001, η οποία κοινοποιήθηκε στα οικεία κράτη μέλη στις 5 Νοεμβρίου 2001 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 2 Φεβρουαρίου 2002. Εν συνεχεία, περιήλθαν στην Επιτροπή οι παρατηρήσεις της Aughinish Alumina (έγγραφα της 26ης Φεβρουαρίου και της 1ης Μαρτίου 2002), της Eurallumina (έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2002), της Alcan (έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2002) και του Ευρωπαϊκού Συνδέσμου Αλουμινίου (έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2002). Οι παρατηρήσεις αυτές κοινοποιήθηκαν στην Ιρλανδία, στην Ιταλική Δημοκρατία και στη Γαλλική Δημοκρατία στις 26 Μαρτίου 2002. Η Ιρλανδία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης εξετάσεως στις 8 Ιανουαρίου 2002. Η Επιτροπή ζήτησε συμπληρωματικές πληροφορίες από την Ιρλανδία στις 18 Φεβρουαρίου 2002, η οποία απάντησε στις 26 Απριλίου 2002, αφού ζήτησε παράταση της προθεσμίας που είχε οριστεί για να υποβάλει την απάντησή της. Η Γαλλική Δημοκρατία, αφού ζήτησε και αυτή στις 21 Νοεμβρίου 2001 παράταση της προθεσμίας απαντήσεως, υπέβαλε τις παρατηρήσεις επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 12 Φεβρουαρίου 2002. Η Ιταλική Δημοκρατία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στις 6 Φεβρουαρίου 2002.

198    Η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2005.

199    Επομένως, από την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως έως την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I μεσολάβησε χρονικό διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 49 μηνών.

200    Καταρχήν, το χρονικό αυτό διάστημα, το οποίο είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό που ελήφθη υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), και λίγο περισσότερο από διπλάσιο από το προβλεπόμενο στο άρθρο 7, παράγραφος 6, του κανονισμού 659/1999, για την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως κοινοποιημένων κρατικών ενισχύσεων, φαίνεται μη εύλογο. Κατά τη νομολογία, πρέπει, ωστόσο, να εξεταστεί εάν η διάρκεια αυτή δικαιολογείται από τις περιστάσεις των υπό κρίση υποθέσεων.

201    Συναφώς, οι περιστάσεις που επικαλείται η Επιτροπή δεν είναι, ωστόσο, ικανές να δικαιολογήσουν το ότι η εξέταση διήρκεσε 49 μήνες.

202    Βεβαίως, στο διάστημα αυτό πρέπει να συνυπολογιστεί, αφενός, η προθεσμία που δόθηκε στα κράτη μέλη και τους δικαιούχους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους και, αφετέρου, το γεγονός ότι η Γαλλική, η Ιρλανδική και η Ιταλική Κυβέρνηση ζήτησαν από την Επιτροπή παράταση των προθεσμιών υποβολής των παρατηρήσεών τους και των απαντήσεών τους στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Λόγω των στενών δεσμών που υφίστανται, εν προκειμένω, μεταξύ των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, όσον αφορά παρόμοια μέτρα που εγκρίθηκαν κατόπιν διαδικασιών που διεξήχθησαν παράλληλα με την ίδια απόφαση του Συμβουλίου, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι διαδικαστικές πράξεις που περιλαμβάνονται στους φακέλους των επίμαχων υποθέσεων, και ειδικότερα το γεγονός ότι στις 26 Απριλίου 2002 η Ιρλανδία απάντησε στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών που της είχε απευθύνει η Επιτροπή.

203    Ωστόσο, μετά την τελευταία αυτή ημερομηνία μεσολάβησε ακόμη διάστημα λίγο μεγαλύτερο των 43 μηνών, έως ότου η Επιτροπή εκδώσει την απόφαση αλουμίνα I. Πάντως, υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν από τα οικεία κράτη μέλη και τους ενδιαφερομένους, η διάρκεια αυτή της εξετάσεως των επίμαχων υποθέσεων δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τις περιστάσεις των εν λόγω υποθέσεων.

204    Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι επρόκειτο για δύσκολες υποθέσεις, το επιχείρημα αυτό δεν τεκμηριώνεται και, σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει μια τόσο μεγάλη διάρκεια της εξετάσεως. Συγκεκριμένα, η δικογραφία δεν περιέχει καμία ένδειξη περί νομικών ζητημάτων ιδιαίτερης σημασίας τα οποία αντιμετώπισε η Επιτροπή, δεδομένου άλλωστε ότι το μέγεθος της αποφάσεως αλουμίνα I ήταν εύλογο (112 αιτιολογικές σκέψεις) και δεν προκύπτει από το περιεχόμενό της κάποια πρόδηλη δυσκολία. Περαιτέρω, η Επιτροπή γνώριζε για τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης πολύ πριν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, δεδομένου ότι οι πρώτες αιτήσεις απαλλαγής ανάγονται στο 1992 στην περίπτωση της Ιρλανδίας, στο 1993 στην περίπτωση της Ιταλικής Δημοκρατίας και στο 1997 στην περίπτωση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, η Επιτροπή είχε αποστείλει στο Συμβούλιο διαδοχικές προτάσεις αποφάσεων περί εγκρίσεως απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, αφού είχαν περιέλθει σε αυτήν σχετικές αιτήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλικής Δημοκρατίας. Τέλος, στο πλαίσιο των σχετικών με τις κρατικές ενισχύσεις εκθέσεών της, η Επιτροπή είχε γνωστοποιήσει στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) την ιρλανδική απαλλαγή.

205    Επιπλέον, η Επιτροπή ανέφερε ότι θεωρούσε από το 1999 τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης αντίθετες στους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων. Είχε, συνεπώς, από τότε τη δυνατότητα να εξετάσει διεξοδικότερα το ζήτημα της νομιμότητας των εν λόγω απαλλαγών έναντι των σχετικών κανόνων.

206    Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν ζήτησε άλλες συμπληρωματικές πληροφορίες από τη Γαλλική Δημοκρατία, την Ιρλανδία ή την Ιταλική Δημοκρατία κατά το διάστημα των 43 μηνών που προηγήθηκε της εκδόσεως της αποφάσεως αλουμίνα I επιβεβαιώνει ότι η Επιτροπή διέθετε έκτοτε όλα τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκδώσει την απόφασή της σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης.

207    Τέλος, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικαλεστεί δυσχέρειες λόγω της εξελίξεως του κοινοτικού συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών και, ιδίως, της εκδόσεως της οδηγίας 2003/96. Συγκεκριμένα, η απόφαση αλουμίνα I αφορά νομική κατάσταση μη διεπόμενη από το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96, η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2004, αλλά από το προηγουμένως ισχύον σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών. Κατά συνέπεια, η εξέλιξη της κοινοτικής ρυθμίσεως την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν ασκεί εν προκειμένω επιρροή. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με την απόφαση αλουμίνα I, η Επιτροπή κίνησε νέα επίσημη διαδικασία εξετάσεως σχετικά με τις απαλλαγές από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης των πετρελαιοειδών που χρησιμοποιούνται ως καύσιμα για την παραγωγή αλουμίνας στην Gardanne, στην περιοχή Shannon και στη Σαρδηνία για το διάστημα μετά την 1η Ιανουαρίου 2004, δηλαδή μετά την έναρξη εφαρμογής του νέου συστήματος φορολογίας των πετρελαιοειδών που θεσπίστηκε με την οδηγία 2003/96. Σε κάθε περίπτωση, είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση αλουμίνα I εκδόθηκε σχεδόν δύο έτη μετά την έκδοση της οδηγίας 2003/96. Πάντως, η ανάγκη την οποία επικαλείται η Επιτροπή να ληφθεί υπόψη, με την απόφαση αλουμίνα I, το νέο σύστημα φορολογίας των πετρελαιοειδών που απορρέει από την οδηγία 2003/96 δεν μπορεί να δικαιολογήσει την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω.

208    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή γνώριζε καλά το νομικό και πραγματικό πλαίσιο των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης και δεν αντιμετώπιζε καμία πρόδηλη δυσκολία όσον αφορά την εξέτασή τους υπό το πρίσμα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων.

209    Δεύτερον, οι πρακτικές και γλωσσικές δυσκολίες που επικαλείται η Επιτροπή, ακόμη και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν δικαιολογούν την παρέλευση τόσο μεγάλου χρονικού διαστήματος όπως εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, η Επιτροπή διαθέτει υπηρεσίες που καθιστούν δυνατή την αντιμετώπιση των γλωσσικών δυσκολιών που επικαλείται, καθώς και την εκ παραλλήλου εξέταση των απαλλαγών από τον ειδικό φόρο κατανάλωσης σε πολύ μικρότερο χρόνο από αυτόν που χρειάστηκε εν προκειμένω, ιδίως διά του αποτελεσματικού συντονισμού των υπηρεσιών της.

210    Επομένως, η διάρκεια εξετάσεως της επίμαχης ενισχύσεως κρίνεται, εν προκειμένω, μη εύλογη.

211    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν η καθυστέρηση με την οποία εξέδωσε η Επιτροπή την προσβαλλόμενη απόφαση μπορούσε ευλόγως να δημιουργήσει στην Eurallumina την πεποίθηση ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είχαν εξαλειφθεί και ότι δεν υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, καθώς και εάν η εν λόγω καθυστέρηση δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να ζητήσει την ανάκτηση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε μεταξύ 3ης Φεβρουαρίου 2002 και 31ης Δεκεμβρίου 2003 βάσει της απαλλαγής αυτής, όπως έχει κριθεί με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502, σκέψη 16).

212    Με την τελευταία αυτή απόφαση, το Δικαστήριο έκρινε ότι το χρονικό διάστημα των 26 μηνών που παρήλθε μέχρις ότου εκδώσει η Επιτροπή την απόφασή της στην ως άνω υπόθεση είχε δημιουργήσει στον δικαιούχο της ενισχύσεως —την προσφεύγουσα— δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, λόγω της οποίας το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν μπορούσε να υποχρεώσει τις οικείες εθνικές αρχές να διατάξουν την επιστροφή της ενισχύσεως αυτής.

213    Ωστόσο, είναι μεν απαραίτητη η τήρηση των επιταγών της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες προστατεύουν ιδιωτικά συμφέροντα, πλην όμως οι επιταγές αυτές πρέπει να σταθμίζονται με τις επιταγές της προστασίας του δημοσίου συμφέροντος, στις οποίες συγκαταλέγεται, στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το δημόσιο συμφέρον που αποσκοπεί στο να αποφεύγεται η νόθευση της λειτουργίας της αγοράς από κρατικές ενισχύσεις που βλάπτουν τον ανταγωνισμό, πράγμα το οποίο επιβάλλει, κατά πάγια νομολογία, την επιστροφή των παρανόμων ενισχύσεων για την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [βλ. απόφαση της 5ης Αυγούστου 2003, P & O European Ferries (Vizcaya) και Diputación Foral de Vizcaya κατά Επιτροπής, T‑116/01 και T‑118/01, Συλλογή, EU:T:2003:217, σκέψεις 207 και 208 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

214    Επομένως, η νομολογία έχει ερμηνεύσει την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), υπό την έννοια ότι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως είχαν αποφασιστική σημασία όσον αφορά την κατεύθυνση που ακολούθησε το Δικαστήριο (βλ., συναφώς, αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 179 ανωτέρω, EU:C:2004:240, σκέψη 90, της 29ης Απριλίου 2004, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑372/97, Συλλογή, EU:C:2004:234, σκέψη 119, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 182 ανωτέρω, EU:T:2009:314, σκέψη 286, και Diputación Foral de Álava κ.λπ., σκέψη 182 ανωτέρω, EU:T:2009:316, σκέψη 344). Ειδικότερα, ελήφθη υπόψη ότι η ενίσχυση που αποτελούσε αντικείμενο της αποφάσεως RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), είχε χορηγηθεί πριν κινήσει η Επιτροπή τη σχετική επίσημη διαδικασία εξετάσεως. Επιπλέον, η εν λόγω ενίσχυση, έστω και μετά τη χορήγησή της, είχε κοινοποιηθεί επισήμως στην Επιτροπή. Εξάλλου, σχετιζόταν με πρόσθετα έξοδα συνδεόμενα με ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή και αφορούσε κλάδο ο οποίος από το 1977 λάμβανε ενισχύσεις εγκεκριμένες από την Επιτροπή. Τέλος, η εξέταση της συμβατότητας της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά δεν απαιτούσε έρευνα σε βάθος.

215    Ωστόσο, οι εξαιρετικές περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), δεν απαντούν στην υπό κρίση υπόθεση. Βεβαίως, όπως συνέβη και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), η Επιτροπή παρέμενε μεν κατά τα φαινόμενα αδρανής, πλην όμως είχε καλή γνώση της επίμαχης απαλλαγής και, συνεπώς, ήταν σε θέση να σχηματίσει άποψη όσον αφορά τη νομιμότητά της έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, οπότε δεν ήταν πλέον απαραίτητο να διενεργήσει έρευνα σε βάθος. Ωστόσο, ελλείπουν εν προκειμένω άλλες ουσιώδεις περιστάσεις που ελήφθησαν υπόψη με την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502). Ειδικότερα, στην υπό κρίση υπόθεση η επίμαχη ενίσχυση χορηγήθηκε μετά την κίνηση, από την Επιτροπή, της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως με αντικείμενο την επίμαχη απαλλαγή.

216    Κατά τούτο οι περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502), διαφέρουν θεμελιωδώς από αυτές της υπό κρίση υποθέσεως. Επομένως, η Eurallumina δεν μπορεί να επικαλεστεί εν προκειμένω την απόφαση RSV κατά Επιτροπής, σκέψη 181 ανωτέρω (EU:C:1987:502).

217    Πρέπει, ακόμη, να ληφθεί υπόψη ότι, με τη σκέψη 52 της αποφάσεως της 11ης Νοεμβρίου 2004, Demesa και Territorio Histórico de Álava κατά Επιτροπής (C‑183/02 P και C‑187/02 P, Συλλογή, EU:C:2004:701), σχετικά με εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θεμελιώσουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του δικαιούχου παράνομης ενισχύσεως περί του νομίμου χαρακτήρα αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι οποιαδήποτε φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής στερείται σημασίας όταν το καθεστώς ενισχύσεως δεν της έχει κοινοποιηθεί. Συνεπώς, εν προκειμένω, η φαινομενική αδράνεια της Επιτροπής επί 43 μήνες μετά την απάντηση της Ιρλανδίας στην τελευταία αίτηση παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών της Επιτροπής (βλ. σκέψη 203 ανωτέρω), μολονότι αντιβαίνει στην αρχή της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, εντούτοις δεν έχει ιδιαίτερη σημασία όσον αφορά την εφαρμογή των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων στην επίμαχη ενίσχυση, η οποία δεν της είχε κατά νόμο κοινοποιηθεί. Επομένως, δεν αρκεί να διαπιστωθεί η συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων ικανών να έχουν δημιουργήσει στην Eurallumina δικαιολογημένη εμπιστοσύνη όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης ενισχύσεως έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, μόνη η παραβίαση, εν προκειμένω, της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας για την έκδοση της αποφάσεως αλουμίνα I δεν εμποδίζει την Επιτροπή να διατάξει, με την απόφαση αυτή, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

218    Το επιχείρημα της Eurallumina περί μη τηρήσεως εύλογης προθεσμίας κρίνεται, ως εκ τούτου, απορριπτέο.

219    Τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τις επενδύσεις που πραγματοποίησε η Eurallumina στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία κατά το διάστημα που λάμβανε την επίμαχη ενίσχυση κρίνονται άνευ σημασίας ως προς το ζήτημα εάν υφίστατο δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της Eurallumina όσον αφορά τη νομιμότητα της εν λόγω ενισχύσεως έναντι των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 136 και 137 ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η Eurallumina ήταν υποχρεωμένη να πραγματοποιήσει τέτοιες επενδύσεις σε εκτέλεση δεσμεύσεων που είχε αναλάβει εκουσίως έναντι των ιταλικών αρχών ή προς εκπλήρωση υποχρεώσεων που είχαν επιβληθεί από τις αρχές αυτές ως αντάλλαγμα για το όφελος που θα αντλούσε από την επίμαχη ενίσχυση.

220    Από τα προεκτεθέντα διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, εν προκειμένω, τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων οι οποίες θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την πεποίθηση της Eurallumina ότι οι αμφιβολίες της Επιτροπής είχαν εξαλειφθεί και ότι δεν υπήρχαν πλέον αντιρρήσεις κατά της επίμαχης απαλλαγής, και λόγω των οποίων η Επιτροπή δεν έπρεπε να διατάξει, με την απόφαση αλουμίνα I, την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

221    Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις περί παραβιάσεως των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, οι οποίες προβλήθηκαν προς στήριξη του έκτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, και του πρώτου λόγου ακυρώσεως στον οποίον στηρίζεται η προσφυγή στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, κρίνονται εξ ολοκλήρου απορριπτέες ως αβάσιμες.

222    Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους ως αβάσιμοι.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

223    Η Eurallumina υποστηρίζει ότι Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, διότι υποχρέωσε την Ιταλική Δημοκρατία να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση. Συναφώς, επικαλείται, πρώτον, την αρχή της χρηστής διοικήσεως, λόγω της οποίας είχε τη βάσιμη προσδοκία ότι η Επιτροπή δεν θα προτείνει στο Συμβούλιο να εκδώσει αποφάσεις που επιτρέπουν τη χορήγηση παράνομης κρατικής ενισχύσεως και ότι το Συμβούλιο δεν θα εκδώσει τέτοιες αποφάσεις. Δεύτερον, επικαλείται το περιεχόμενο της αποφάσεως 2001/224, η οποία, εφόσον η επίμαχη απαλλαγή χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να θεωρηθεί ως ρητή έγκριση της χορηγήσεως της εν λόγω ενισχύσεως ή, τουλάχιστον, ως κώλυμα για την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Τρίτον, επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε ευθέως τη νομιμότητα των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, είτε διά της ασκήσεως των εξουσιών της που απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 είτε διά της ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ.

224    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

225    Με τον συγκεκριμένο λόγο ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τρόπο επιμελή και αμερόληπτο, όλα τα κρίσιμα για την υπόθεση στοιχεία, και, ειδικότερα, εάν έλαβε υπόψη της τα αντιφατικά έννομα αποτελέσματα που παρήχθησαν από την προσβαλλόμενη απόφαση και από τις εγκριτικές αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, αποφάσεις τις οποίες η Επιτροπή ουδέποτε αμφισβήτησε διά της ασκήσεως των εξουσιών που αντλεί από το άρθρο 8, παράγραφος 5, της οδηγίας 92/81 ή από τα άρθρα 230 ΕΚ και 241 ΕΚ.

226    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στις περιπτώσεις που τα θεσμικά όργανα διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης στις διοικητικές διαδικασίες έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία (απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, Συλλογή, EU:C:1991:438, σκέψη 14). Στις εγγυήσεις αυτές συγκαταλέγεται η αρχή της χρηστής διοικήσεως, από την οποία απορρέει η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάσει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως (βλ. αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, Συλλογή, EU:C:2012:179, σκέψη 95 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2009, Εσθονία κατά Επιτροπής, T‑263/07, Συλλογή, EU:T:2009:351, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

227    Επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, η Eurallumina προβάλλει, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, επιχειρήματα ανάλογα με εκείνα που προέβαλε στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Ωστόσο, για τους λόγους που αναπτύχθηκαν με τις σκέψεις 65 έως 75 ανωτέρω, οι οποίοι στηρίζονται στις σκέψεις 45 έως 48 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), δεν είναι βάσιμη η θέση της Eurallumina ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει αποτελέσματα αντίθετα προς αυτά της αποφάσεως 2001/224 και του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96.

228    Όπως, βέβαια, προκύπτει από τη σκέψη 53 της αποφάσεως Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το γεγονός ότι οι εγκριτικές αποφάσεις του Συμβουλίου εκδόθηκαν κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής έπρεπε να ληφθεί υπόψη, βάσει των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, όσον αφορά την υποχρέωση ανακτήσεως της μη συμβατής με την κοινή αγορά ενισχύσεως. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε με την ίδια σκέψη, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το γεγονός αυτό, καθώς δεν απαίτησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί πριν τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα των αποφάσεων περί κινήσεως της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

229    Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της προκειμένης υποθέσεως.

230    Για τους λόγους αυτούς, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται στο πλαίσιο της υποθέσεως T‑62/06 RENV II, κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

231    Η Eurallumina υποστηρίζει ότι Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, καθώς και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διότι, κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές της νομολογίας, δεν έλαβε υπόψη της το ύψος, το χρονοδιάγραμμα και τη διάρκεια της αποσβέσεως των επενδύσεων που πραγματοποίησε στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Πέραν των επιχειρημάτων που προέβαλε προς στήριξη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης (βλ. σκέψεις 162 έως 168 ανωτέρω), η Eurallumina επισημαίνει, πρώτον, ότι δεν έχει σημασία το γεγονός ότι η Επιτροπή επιδίωξε από το 1995 να περιορίσει το ύψος της επίμαχης απαλλαγής στο τμήμα του ειδικού φόρου κατανάλωσης που υπερβαίνει τον καθορισθέντα με την οδηγία 92/82 κατώτατο συντελεστή, όσον αφορά το αν, κατά το χρονικό αυτό σημείο, την Επιτροπή την απασχολούσε το ζήτημα της χορηγήσεως παράνομης κρατικής ενισχύσεως βάσει της εν λόγω απαλλαγής. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραδέχεται ότι τα σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προβλήματα την απασχολούσαν από τον Νοέμβριο του 1999 και όχι από το 1995. Τρίτον, επικαλείται, καταρχάς, το περιεχόμενο του αιτήματος κοινοποιήσεως της επίμαχης απαλλαγής του Ιουλίου του 2000, εν συνεχεία, την πρόταση αποφάσεως του Νοεμβρίου του 2000 και, τέλος, την αιτιολογική σκέψη 5 της αποφάσεως 2001/224, εκ των οποίων δεν συνάγεται κατά τρόπο αυτονόητο ότι η Επιτροπή επρόκειτο να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως για την επίμαχη απαλλαγή ή ότι η εν λόγω απαλλαγή συνιστούσε παράνομη ενίσχυση, υποκείμενη ενδεχομένως σε ανάκτηση, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του περιεχομένου της αποφάσεως 2001/224, η οποία εν συνεχεία επιβεβαιώθηκε με το άρθρο 18, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/96.

232    Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθεί ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως ως αβάσιμος.

233    Με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως τίθεται, κατ’ ουσίαν, το ζήτημα εάν η Επιτροπή παραβίασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει από το άρθρο 253 ΕΚ, και, αφετέρου, την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, διατάσσοντας την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως, χωρίς να λάβει υπόψη της το διάστημα που χρειαζόταν η Eurallumina προκειμένου να αποκομίσει κέρδη από τις δραστηριότητες που είχε πραγματοποιήσει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία, βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της όσον αφορά τη νομιμότητα της επίμαχης απαλλαγής έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

234    Οι παραβάσεις που επισημαίνει η Eurallumina, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, αφορούν δύο χωριστές αιτιάσεις που μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο προσφυγής που ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, Συλλογή, EU:C:1998:154, σκέψη 67). Η πρώτη, η οποία αφορά ελλιπή ή ανεπαρκή αιτιολόγηση, σχετίζεται με παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ενώ η δεύτερη, η οποία αφορά την ουσιαστική νομιμότητα προσβαλλομένης αποφάσεως, σχετίζεται με την παράβαση κανόνα δικαίου που άπτεται της εφαρμογής της Συνθήκης, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, προπαρατεθείσα, EU:C:1998:154, σκέψη 67).

235    Όσον αφορά, πρώτον, την αιτίαση περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 253 ΕΚ, οι αποφάσεις που εκδίδει η Επιτροπή πρέπει να είναι αιτιολογημένες. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 253 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να καθίσταται δυνατόν στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στον δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να προσδιορίζει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που ασκούν επιρροή, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το κείμενο της πράξεως αυτής, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 234 ανωτέρω, EU:C:1998:154, σκέψη 63, της 12ης Δεκεμβρίου 2002, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑5/01, Συλλογή, EU:C:2002:754, σκέψη 68, και της 11ης Σεπτεμβρίου 2003, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑197/99 P, Συλλογή, EU:C:2003:444, σκέψη 72).

236    Με την αιτιολογική σκέψη 75 της αποφάσεως αλουμίνα I, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, μεταξύ άλλων, τις παρατηρήσεις της Eurallumina, οι οποίες παρατίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 37 και 45 της εν λόγω αποφάσεως και σύμφωνα με τις οποίες είχε πραγματοποιήσει σημαντικές περιβαλλοντικές επενδύσεις στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία σε αντάλλαγμα της επίμαχης απαλλαγής, με το αιτιολογικό ότι δεν προσκομίστηκε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η Eurallumina είχε συνάψει συμφωνίες με τις ιταλικές αρχές δεσμευόμενη για την επίτευξη στόχων συναφών με την προστασία του περιβάλλοντος κατά το διάστημα εφαρμογής της επίμαχης απαλλαγής ή ότι η εν λόγω απαλλαγή χορηγούνταν υπό όρους οι οποίοι οδηγούσαν σε αποτέλεσμα αντίστοιχο τέτοιων συμφωνιών και δεσμεύσεων. Από τη συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη συνάγεται ότι ο λόγος για τον οποίον η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το διάστημα αποσβέσεως των επενδύσεων που είχε πραγματοποιήσει η Eurallumina στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία είναι ότι, κατά την εκτίμησή της, δεν αποδείχθηκε ότι το όφελος που αποκόμισε η Eurallumina από την επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε το αντάλλαγμα για την πραγματοποίηση των εν λόγω επενδύσεων. Τούτο εξηγεί το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της, με την αιτιολογική σκέψη 98 της αποφάσεως αλουμίνα I, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που διατείνεται ότι είχε σχηματίσει εν προκειμένω η Eurallumina ότι οι επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία θα μπορούσαν να αποσβεστούν, μεταξύ άλλων, χάρη στο όφελος που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

237    Η αιτιολογία της αποφάσεως αλουμίνα I, μολονότι συνοπτική, είναι εντούτοις επαρκής εν προκειμένω, ούτως ώστε, αφενός, να γίνει κατανοητή η συλλογιστική που ανέπτυξε συναφώς η Επιτροπή και, αφετέρου, να μπορούν οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους λήψεως του επίμαχου μέτρου, ο δε δικαστής της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του.

238    Κατά συνέπεια, η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν παραβιάζει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από την παρατιθέμενη στη σκέψη 235 ανωτέρω νομολογία. Επομένως, η αιτίαση περί παραβιάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

239    Όσον αφορά, δεύτερον, την αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, επισημαίνεται ότι με αυτήν η Eurallumina προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι οι επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία θα μπορούσαν να αποσβεστούν μεταξύ άλλων χάρη στο όφελος που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

240    Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 136, 137 και 219 ανωτέρω, δεν μπορεί, εν προκειμένω, να διαπιστωθεί, βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, ότι το όφελος που αποκόμισε η Eurallumina από την επίμαχη απαλλαγή αποτελούσε το αντάλλαγμα για τις επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η Eurallumina πραγματοποίησε τις επενδύσεις αυτές βασιζόμενη στη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι οι εν λόγω επενδύσεις θα μπορούσαν να αποσβεστούν μεταξύ άλλων χάρη στο όφελος που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

241    Κατά συνέπεια, βασίμως δεν έλαβε υπόψη της η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που διατείνεται ότι σχημάτισε η Eurallumina όσον αφορά το ότι οι επενδύσεις που πραγματοποίησε στο εργοστάσιό της στη Σαρδηνία θα μπορούσαν να αποσβεστούν, μεταξύ άλλων, χάρη στο όφελος που θα αποκόμιζε από την επίμαχη απαλλαγή έως τις 31 Δεκεμβρίου 2006. Συνεπώς, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι επίσης απορριπτέα ως αβάσιμη.

242    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II κρίνεται εξ ολοκλήρου απορριπτέος.

243    Δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρώσεως και οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν προς στήριξη των υπό κρίση προσφυγών απορρίφθηκαν είτε ως απαράδεκτοι είτε ως αβάσιμοι, οι προσφυγές αυτές πρέπει επίσης να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί των δικαστικών εξόδων

244    Κατά το άρθρο 219 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται, με τις αποφάσεις που εκδίδει κατόπιν αναιρέσεως και αναπομπής, επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά, αφενός, τις ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασίες και, αφετέρου, την ενώπιον του Δικαστηρίου αναιρετική διαδικασία. Δεδομένου ότι, με τις αποφάσεις Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 19 ανωτέρω (EU:C:2009:742), και Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., σκέψη 25 ανωτέρω (EU:C:2013:812), το Δικαστήριο επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα, απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί, με την παρούσα απόφαση, και επί των δικαστικών εξόδων όσον αφορά τις προαναφερθείσες αναιρετικές διαδικασίες.

245    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Ωστόσο, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, κατ’ εξαίρεση, όταν τούτο επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων του, μέρος μόνον των εξόδων του αντιδίκου. Επίσης, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 2, του ίδιου Κανονισμού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει ακόμα και τον νικήσαντα διάδικο σε μέρος ή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, αν τούτο δικαιολογείται από τη στάση του, ακόμα και πριν από την κίνηση της δίκης. Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα θεσμικό όργανο του οποίου η απόφαση δεν ακυρώθηκε, λόγω ανεπάρκειας του εν λόγω οργάνου, εξαιτίας της οποίας ο προσφεύγων αναγκάστηκε να ασκήσει προσφυγή (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑387/08, EU:T:2010:377, σκέψη 177 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

246    Στην υπόθεση T‑60/06 RENV ΙΙ, η Ιταλική Δημοκρατία ηττήθηκε στη δίκη. Πρέπει, συνεπώς, να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις T‑60/06, T‑60/06 RENV I και T‑60/06 RENV II και να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και το ένα πέμπτο των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P, σύμφωνα με τα αιτήματα της Επιτροπής.

247    Στην υπόθεση T‑62/06 RENV ΙΙ, η Eurallumina ηττήθηκε στη δίκη. Ωστόσο, στο πλαίσιο της εξετάσεως της συγκεκριμένης υποθέσεως, διαπιστώθηκε, με τη σκέψη 210 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή παραβίασε, με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αρχή τηρήσεως εύλογης προθεσμίας, γεγονός που παρακίνησε ενδεχομένως την Eurallumina να ασκήσει την προσφυγή, προκειμένου να διαπιστωθεί η προαναφερθείσα παραβίαση. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει δίκαιο και εύλογο, όσον αφορά τις υποθέσεις T‑62/06, T‑62/06 RENV I και T‑62/06 RENV II, να φέρει η Eurallumina τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή να φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της. Όσον αφορά τις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P, δεδομένου ότι σε κάθε μία από αυτές η Επιτροπή αντιμετώπισε πέντε αντιδίκους, πρέπει, βάσει του ποσοστού κατανομής που ορίστηκε για τις υποθέσεις T‑62/06, T‑62/06 RENV I και T‑62/06 RENV II, η Eurallumina να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και τα τρία εικοστά, ήτοι το ένα πέμπτο των τριών τετάρτων, των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής, η δε Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των εξόδων της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδα στις υποθέσεις T‑60/06, T‑60/06 RENV I και T‑60/06 RENV II και τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

3)      Η Eurallumina SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα τρία τέταρτα των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις T‑62/06, T‑62/06 RENV I και T‑62/06 RENV II, και τα τρία εικοστά των εξόδων της Επιτροπής στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

4)      Η Επιτροπή φέρει το ένα τέταρτο των δικαστικών εξόδων της στις υποθέσεις T‑62/06, T‑62/06 RENV I και T‑62/06 RENV II, καθώς και το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της στις υποθέσεις C‑89/08 P και C‑272/12 P.

Kanninen

Pelikánová

Buttigieg

Gervasoni

 

      Madise

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Απριλίου 2016.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Η επίμαχη απαλλαγή

Διοικητική διαδικασία

Η απόφαση αλουμίνα I

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του παραδεκτού

Επί της ουσίας

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, καθώς και της αρχής lex specialis derogat legi generali, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

– Επί της παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου, του τεκμηρίου νομιμότητας και της πρακτικής αποτελεσματικότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων

– Επί της παραβιάσεως της αρχής lex specialis derogat legi generali

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και με αντιφατική αιτιολογία, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, περίπτωση ii, και του άρθρου 4 του κανονισμού 659/1999, καθώς και των εγκριτικών αποφάσεων του Συμβουλίου, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 18 της οδηγίας 2003/96, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙ αυτής, καθώς και παραβίαση της αποφάσεως 2001/224, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων για την προστασία του περιβάλλοντος και, ειδικότερα, της παραγράφου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του κοινοτικού πλαισίου, ο οποίος προβλήθηκε προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 3, ΕΚ και των κατευθυντήριων γραμμών, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II

Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου και του τεκμηρίου νομιμότητας, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑60/06 RENV II, καθώς και επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

Επί του τέταρτου λόγου, σχετικά με παραβίαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που απορρέει από το άρθρο 253 ΕΚ και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη της προσφυγής στην υπόθεση T‑62/06 RENV II

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική και η αγγλική.