Language of document : ECLI:EU:T:2021:113

της 3ης Μαρτίου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Διαδικασία πιστοποίησης – Αποκλεισμός από τον οριστικό πίνακα των υπαλλήλων στους οποίους επετράπη να παρακολουθήσουν το πρόγραμμα κατάρτισης – Άρθρο 45α του ΚΥΚ – Προσφυγή ακυρώσεως – Κοινοποίηση με συστημένη επιστολή – Άρθρο 26 του ΚΥΚ – Συστημένη ταχυδρομική επιστολή την οποία ο παραλήπτης δεν παρέλαβε από το ταχυδρομείο – Σημείο έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής – Παραδεκτό – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Δικαίωμα ακρόασης – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Αναλογικότητα – Γλωσσικό καθεστώς»

Στην υπόθεση T‑723/18,

João Miguel Barata, κάτοικος Evere (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους G. Pandey, D. Rovetta και V. Villante, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τους J. Steele και I. Terwinghe,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ για την ακύρωση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018, της πράξης της 7ης Δεκεμβρίου 2017, της πράξης της 21ης Δεκεμβρίου 2017, του εγγράφου της 1ης Μαρτίου 2018 και του εγγράφου της 22ας Μαρτίου 2018 σχετικά με την υποψηφιότητα του προσφεύγοντος στη διαδικασία πιστοποίησης του έτους 2017, καθώς και για την ακύρωση της προκήρυξης εσωτερικού διαγωνισμού της 22ας Σεπτεμβρίου 2017,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους R. da Silva Passos, πρόεδρο, V. Valančius, I. Reine, L. Truchot και M. Sampol Pucurull (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Ιουλίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 22 Σεπτεμβρίου 2017 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δημοσίευσε πρόσκληση υποβολής υποψηφιοτήτων (στο εξής: προκήρυξη διαγωνισμού) για την περίοδο πιστοποίησης 2017, προκειμένου να επιλέξει υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST δυνάμενους να διοριστούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2017 υπέβαλε την υποψηφιότητά του ο προσφεύγων João Miguel Barata, υπάλληλος του Κοινοβουλίου.

2        Στις 7 Δεκεμβρίου 2017 η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε την υποψηφιότητα αυτή ως απαράδεκτη, με την αιτιολογία ότι δεν συνοδευόταν από τον υποχρεωτικό κατάλογο παραρτημάτων (στο εξής: πράξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017).

3        Στις 13 Δεκεμβρίου 2017 ο προσφεύγων ζήτησε νέα εξέταση του φακέλου της υποψηφιότητάς του.

4        Στις 21 Δεκεμβρίου 2017 η ΑΔΑ επιβεβαίωσε την πράξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017 (στο εξής: πράξη της 21ης Δεκεμβρίου 2017).

5        Στις 2 Φεβρουαρίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

6        Με έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2018 (στο εξής: έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2018), η ΑΔΑ επανέλαβε ότι ο προσφεύγων δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη διαδικασία πιστοποίησης για το 2017, ενημερώνοντάς τον συγχρόνως για τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ενώπιον της επιτροπής ίσης εκπροσώπησης για τη διαδικασία πιστοποίησης (στο εξής: COPAC).

7        Στις 8 Μαρτίου 2018 ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή ενώπιον της COPAC.

8        Με έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2018, η COPAC γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα ότι είχε απορρίψει την εν λόγω προσφυγή και είχε ενημερώσει συναφώς την ΑΔΑ (στο εξής: έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2018).

9        Στις 28 Μαρτίου 2018 η ΑΔΑ επιβεβαίωσε την απόρριψη της υποψηφιότητας του προσφεύγοντος.

10      Στις 13 Απριλίου 2018 ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της απόφασης της 28ης Μαρτίου 2018.

11      Στις 16 Απριλίου 2018 το Κοινοβούλιο δημοσίευσε τον πίνακα των προκριθέντων υποψηφίων.

12      Στις 23 Ιουλίου 2018 η ΑΔΑ απέρριψε τις διοικητικές ενστάσεις του προσφεύγοντος και επιβεβαίωσε την απόφασή της να μην επιτρέψει στον προσφεύγοντα να μετάσχει στη διαδικασία επιλογής των δυνάμενων να διοριστούν σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD υπαλλήλων (στο εξής: απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018). Το Κοινοβούλιο απέστειλε την απόφαση αυτή με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής στην κατοικία του προσφεύγοντος. Στις 25 Ιουλίου 2018 η βελγική ταχυδρομική υπηρεσία επιχείρησε να παραδώσει το έγγραφο αυτό στην κατοικία του προσφεύγοντος και, επειδή ο τελευταίος απουσίαζε, άφησε σχετική ειδοποίηση. Ο προσφεύγων δεν παρέλαβε την εν λόγω επιστολή από το ταχυδρομείο, με αποτέλεσμα η βελγική ταχυδρομική υπηρεσία να την επιστρέψει στο Κοινοβούλιο στις 9 Αυγούστου 2018.

13      Στις 28 Αυγούστου 2018 το Κοινοβούλιο απέστειλε στον προσφεύγοντα μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο είχε επισυναφθεί η απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Δεκεμβρίου 2018, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15      Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Φεβρουαρίου, στις 25 Απριλίου και στις 7 Ιουνίου 2019, αντίστοιχα.

16      Στις 9 Ιουλίου 2019 ο προσφεύγων ζήτησε τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζήτησης.

17      Κατόπιν μεταβολής της σύνθεσης του Γενικού Δικαστηρίου, με απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2019, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου, εφαρμόζοντας το άρθρο 27, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, ανέθεσε την υπόθεση σε νέο εισηγητή δικαστή, τοποθετημένο στο έβδομο τμήμα.

18      Στις 6 Δεκεμβρίου 2019 μετά από πρόταση του έβδομου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

19      Μετά από πρόταση του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (έβδομο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας. Οι διάδικοι απάντησαν στις ερωτήσεις αυτές εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η οποία είχε προγραμματιστεί για τις 2 Απριλίου 2020, αναβλήθηκε για την 1η Ιουλίου 2020.

20      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018, την πράξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017, την πράξη της 21ης Δεκεμβρίου 2017, το έγγραφο της 1ης Μαρτίου 2018 και το έγγραφο της 22ας Μαρτίου 2018, καθώς και την προκήρυξη του διαγωνισμού·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

21      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

22      Το Κοινοβούλιο προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα της προσφυγής και ο δεύτερος την αντίθεση του δικογράφου της προσφυγής προς το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Επί του εκπροθέσμου της προσφυγής

23      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη ως εκπρόθεσμη. Αναφέρει ότι κοινοποίησε στον προσφεύγοντα την απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018 με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Στις 25 Ιουλίου 2018 η ταχυδρομική υπηρεσία επιχείρησε να παραδώσει την επιστολή αυτή στην κατοικία του προσφεύγοντος στις Βρυξέλλες (Βέλγιο) και, επειδή αυτός απουσίαζε, άφησε σχετική ειδοποίηση. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν παρέλαβε την εν λόγω επιστολή από το ταχυδρομείο πριν από τη λήξη της προβλεπόμενης από τον νόμο προθεσμίας φύλαξής της από αυτό στις 9 Αυγούστου 2018, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής άρχισε να τρέχει από την ημερομηνία αυτή και έληξε στις 19 Νοεμβρίου 2018. Ως εκ τούτου, η προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2018, είναι εκπρόθεσμη.

24      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η ταχυδρομική κοινοποίηση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018 δεν ήταν νομότυπη και ότι κατόρθωσε να λάβει γνώση της απόφασης αυτής μόνον όταν το Κοινοβούλιο του την απέστειλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 28 Αυγούστου 2018. Ισχυρίζεται δε ότι η προσφυγή δεν είναι εκπρόθεσμη, δεδομένου ότι η προθεσμία για την άσκησή της άρχισε να τρέχει από την τελευταία αυτή ημερομηνία.

25      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ, «[κ]άθε ατομική απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του […] κανονισμού πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στον ενδιαφερόμενο». Εφόσον δεν προβλέπεται η μέθοδος ή οι μέθοδοι που καθιστούν δυνατή την κοινοποίηση ατομικής απόφασης «εγγράφως», η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η διοίκηση διαθέτει συναφώς διάφορες δυνατότητες, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η κοινοποίηση διά της ηλεκτρονικής οδού (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL κατά ERCEA, T‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 54).

26      Συγκεκριμένα, η ηλεκτρονική οδός δεν είναι η μόνη δυνατή για την κοινοποίηση των διοικητικών αποφάσεων. Η διοίκηση μπορεί επίσης να προβεί σε ταχυδρομική αποστολή συστημένης επιστολής με απόδειξη παραλαβής, η δε μέθοδος αυτή προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 26, τρίτο εδάφιο, του ΚΥΚ, κατά το οποίο «[η] κοινοποίηση κάθε εγγράφου επιβεβαιώνεται με την υπογραφή του υπαλλήλου ή ελλείψει υπογραφής με συστημένη επιστολή στην τελευταία δηλωθείσα από τον υπάλληλο διεύθυνση». Εξάλλου, χάρη στις ιδιαίτερες εγγυήσεις που παρέχει τόσο στον υπάλληλο όσο και στη διοίκηση, η συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής αναγνωρίζεται ως ασφαλής τρόπος κοινοποίησης (πρβλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL κατά ERCEA, T‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 61).

27      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η διοίκηση είναι καταρχήν ελεύθερη να επιλέξει τη μέθοδο που κρίνει ως την πλέον ενδεδειγμένη, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, προκειμένου να προβεί στην κοινοποίηση απόφασης που απορρίπτει διοικητική ένσταση, δεδομένου ότι ο ΚΥΚ δεν επιβάλλει καμιά σειρά προτεραιότητας μεταξύ των διαφόρων πιθανών μεθόδων, όπως είναι το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή η συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

28      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προβλέπει ότι η προσφυγή πρέπει να ασκηθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών, η οποία αρχίζει από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης που ελήφθη προς απάντηση σε διοικητική ένσταση. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 60 του Κανονισμού Διαδικασίας, «[o]ι δικονομικές προθεσμίες παρεκτείνονται λόγω αποστάσεως κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπή».

29      Κατά πάγια νομολογία, οι προθεσμίες υποβολής διοικητικής ενστάσεως και ασκήσεως προσφυγής τις οποίες αφορούν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ είναι δημοσίας τάξεως και δεν εναπόκεινται στη διάθεση των μερών και του δικαστή ο οποίος οφείλει να εξακριβώνει, ακόμα και αυτεπαγγέλτως, ότι τηρούνται. Οι προθεσμίες αυτές ανταποκρίνονται στην επιταγή της ασφάλειας δικαίου και στην ανάγκη να αποφεύγεται κάθε αυθαίρετη διάκριση ή μεταχείριση κατά την απονομή της δικαιοσύνης (αποφάσεις της 7ης Ιουλίου 1971, Μüllers κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, 79/70, EU:C:1971:79, σκέψη 18, και της 29ης Ιουνίου 2000, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, C‑154/99 P, EU:C:2000:354, σκέψη 15).

30      Απόκειται στον διάδικο που επικαλείται το εκπρόθεσμο της προσφυγής να αποδείξει πότε άρχισε η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής (απόφαση της 17ης Ιουλίου 2008, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, C‑521/06 P, EU:C:2008:422, σκέψη 70· πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 1980, Belfiore κατά Επιτροπής, 108/79, EU:C:1980:146, σκέψη 7, και της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL/ERCEA, T‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 59).

31      Όσον αφορά τις προσφυγές σε υπαλληλικές υποθέσεις που ασκούνται βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η νομολογία έχει επίσης παγιωθεί υπό την έννοια ότι, προκειμένου μια απόφαση να κοινοποιηθεί προσηκόντως κατά την έννοια των διατάξεων του ΚΥΚ, πρέπει όχι μόνον να έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη της, αλλά και να έχει παρασχεθεί σε αυτόν η δυνατότητα να λάβει λυσιτελώς γνώση του περιεχομένου της (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 1976, Jänsch κατά Επιτροπής, 5/76, EU:C:1976:92, σκέψη 10, και της 29ης Νοεμβρίου 2018, WL κατά ERCEA, T‑493/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:852, σκέψη 57).

32      Είναι επίσης χρήσιμη η υπενθύμιση ότι, βάσει του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, και του άρθρου 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως είναι η ημερομηνία κοινοποίησης της επίμαχης πράξης, όταν η πράξη αυτή ορίζει αποδέκτη. Προσήκουσα κοινοποίηση αποφάσεως υπάρχει αφότου η απόφαση γνωστοποιείται στον αποδέκτη της και αυτός έχει τη δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Όσον αφορά την τελευταία αυτή προϋπόθεση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι αυτή πληρούται εφόσον παρασχέθηκε στον αποδέκτη η δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της απόφασης, καθώς και των λόγων στους οποίους αυτή στηρίζεται (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Eco-Bat Technologies κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑312/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:235, σκέψεις 25 και 26).

33      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων έλαβε γνώση του περιεχομένου της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018 το πρώτον όταν το Κοινοβούλιο του κοινοποίησε την απόφαση αυτή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στις 28 Αυγούστου 2018. Επομένως, αυτή είναι η ημερομηνία που πρέπει καταρχήν να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας άσκησης προσφυγής.

34      Το Κοινοβούλιο αντιτείνει, ωστόσο, ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής άρχισε να τρέχει σε προγενέστερη ημερομηνία. Ισχυρίζεται ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι η ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε πράγματι γνώση του περιεχομένου της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018, αλλά η ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε στον προσφεύγοντα η σχετική δυνατότητα. Υποστηρίζει συναφώς ότι, όταν η κοινοποίηση πραγματοποιείται με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, μπορεί να τεκμαρθεί ότι δόθηκε στον παραλήπτη η δυνατότητα να λάβει γνώση του περιεχομένου της όταν λήγει η προθεσμία φύλαξης του εγγράφου αυτού από την ταχυδρομική υπηρεσία. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, το Κοινοβούλιο αναφέρεται σε μια διάταξη και μια απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, ήτοι στη διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AG κατά Κοινοβουλίου (F‑25/10, EU:F:2010:171), και στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2013, Wahlström κατά Frontex (F‑87/11, EU:F:2013:10).

35      Από το σκεπτικό των ως άνω διατάξεως και αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι, όταν μια απόφαση κοινοποιείται με συστημένη επιστολή, ο αποδέκτης της λογίζεται ότι έλαβε γνώση αυτής υπογράφοντας την απόδειξη παραλαβής. Εντούτοις, ενδέχεται να μην καταστεί δυνατή η υπογραφή της απόδειξης παραλαβής συστημένης επιστολής από τον παραλήπτη της, όταν αυτός είναι απών από την κατοικία του κατά τον χρόνο διέλευσης του ταχυδρομικού διανομέα ή αν παραλείψει οποιαδήποτε ενέργεια και ιδίως αν δεν παραλάβει την επιστολή από το ταχυδρομείο εντός της προθεσμίας φύλαξης. Σε μια τέτοια περίπτωση, πρέπει να θεωρείται ότι η απόφαση κοινοποιήθηκε προσηκόντως στον αποδέκτη της κατά την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας φύλαξης της επιστολής από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Πράγματι, αν γινόταν δεκτό ότι ο αποδέκτης, παραλείποντας να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια και ιδίως παραλείποντας να παραλάβει τη συστημένη επιστολή από το ταχυδρομείο εντός της εν λόγω προθεσμίας, μπορεί να εμποδίσει τη νομότυπη κοινοποίηση απόφασης με συστημένη επιστολή, θα του αναγνωριζόταν ευελιξία κατά τον προσδιορισμό της αφετηρίας της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, ενώ η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να απόκειται στη διάθεση των διαδίκων και πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AG κατά Κοινοβουλίου, F‑25/10, EU:F:2010:171, σκέψεις 41 έως 43, και απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2013, Wahlström κατά Frontex, F‑87/11, EU:F:2013:10, σκέψεις 38 έως 39).

36      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει επίσης ότι το τεκμήριο ότι η απόφαση κοινοποιήθηκε στον αποδέκτη κατά τη λήξη της συνήθους προθεσμίας για τη φύλαξη της συστημένης επιστολής από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες δεν είναι απόλυτο. Αντιθέτως, είναι μαχητό και εξαρτάται από το νομότυπο της κοινοποίησης. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έκρινε ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού απαιτούσε από τη διοίκηση να αποδείξει τον νομότυπο χαρακτήρα της κοινοποίησης με συστημένη επιστολή και ειδικότερα την απόθεση έγγραφης ειδοποίησης στην τελευταία διεύθυνση που είχε δηλώσει ο αποδέκτης. Επιπλέον, ο αποδέκτης μπορεί να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό αποδεικνύοντας ότι εμποδίστηκε να λάβει λυσιτελώς γνώση της έγγραφης ειδοποίησης, ιδίως λόγω ασθένειας ή λόγω περιστατικού ανωτέρας βίας ανεξάρτητου από τη βούλησή του (διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2010, AG κατά Κοινοβουλίου, F‑25/10, EU:F:2010:171, σκέψη 44).

37      Στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως βάλλουσας κατά πρωτόδικης κρίσης που αφορούσε προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο, με την απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2018:83), αναίρεσε τη διάταξη της 19ης Απριλίου 2016, LL κατά Κοινοβουλίου (T‑615/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:432), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο, αφού επισήμανε ότι η προσφυγή είχε ασκηθεί περισσότερο από 17 μήνες μετά την κοινοποίηση της προσβαλλομένης πράξης, χωρίς ο προσφεύγων να έχει επικαλεστεί την ύπαρξη τυχαίου συμβάντος ή ανωτέρας βίας, απέρριψε την προσφυγή αυτή ως προδήλως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. Ειδικότερα, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα ότι η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής μετά την άκαρπη κοινοποίηση με συστημένη επιστολή άρχιζε να τρέχει στην εν λόγω υπόθεση από τη λήξη της προθεσμίας φύλαξης που εφαρμόζουν τα βελγικά ταχυδρομεία.

38      Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι μια απόφαση κοινοποιείται προσηκόντως κατά την έννοια του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, και του άρθρου 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, αφ’ ης στιγμής γνωστοποιείται στον αποδέκτη της και αυτός είναι σε θέση να λάβει γνώση του περιεχομένου της. Επισήμανε ότι, ειδικότερα, το άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ καθιερώνει την αρχή της ασφάλειας δικαίου από την οποία προκύπτει ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που απορρέουν από ατομική διοικητική πράξη δεν μπορούν να αντιταχθούν στον αποδέκτη της ενόσω η πράξη αυτή δεν έχει γνωστοποιηθεί προσηκόντως σε αυτόν. Στηριζόμενο στην αρχή αυτή, το Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι η εν λόγω κοινοποιούμενη επιστολή επεστράφη στον αποστολέα της χωρίς να την παραλάβει από το ταχυδρομείο ο αποδέκτης, επισήμανε ότι ο τελευταίος είχε λάβει την επιστολή αυτή ως έγγραφο συνημμένο σε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου του Κοινοβουλίου. Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η κοινοποίηση δεν έλαβε χώρα μόνον διά της αποστολής της συστημένης επιστολής. Έκρινε δε ότι, δεδομένου ότι η προθεσμία των δύο μηνών και δέκα ημερών μπορούσε να αρχίσει να τρέχει έναντι του αποδέκτη μόνον από την ημέρα κατά την οποίαν αυτός έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης, η προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ήταν παραδεκτή (απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου, C‑326/16 P, EU:C:2018:83, σκέψεις 46 έως 56).

39      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της απόφασης της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2018:83), αν το τεκμήριο κοινοποίησης που επικαλείται το Κοινοβούλιο έχει εφαρμογή στην υπό κρίση διαφορά. Προς τον σκοπό αυτόν, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους να διατυπώσουν εγγράφως τις απόψεις τους σχετικά με τις ενδεχόμενες συνέπειες της απόφασης αυτής και των προτάσεων του γενικού εισαγγελέα. Οι διάδικοι διατύπωσαν γραπτώς και ανέπτυξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση αποκλίνουσες απόψεις.

40      Ο προσφεύγων υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η εν λόγω απόφαση αναιρεί την ύπαρξη τεκμηρίου κοινοποίησης. Συμμερίζεται την άποψη που διατύπωσε ο γενικός εισαγγελέας Μ. Szpunar στην υπόθεση LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2017:605), ιδίως στα σημεία 59 και 62 των προτάσεών του, ότι το τεκμήριο αυτό είναι αντίθετο προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της χρηστής διοίκησης, καθώς και ότι προσβάλλει το δικαίωμα ένδικης προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

41      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου κοινοποίησης στην προκειμένη περίπτωση εξακολουθεί να δικαιολογείται από τις θεμελιώδεις διαφορές, ως προς το νομικό και πραγματικό πλαίσιο, μεταξύ της υπό κρίση υπόθεσης και εκείνης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2018:83). Η απόφαση εκείνη εντάσσεται στο πλαίσιο του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, δεν αφορά ούτε την υπό κρίση προσφυγή, η οποία στηρίζεται στο άρθρο 270 ΣΛΕΕ, ούτε τον ΚΥΚ. Ειδικότερα, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της αυτοτέλειας του δημοσιοϋπαλληλικού δικαίου, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αυτών των δύο πλαισίων ένδικης διαδικασίας. Λόγω της ισορροπίας μεταξύ των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της ΑΔΑ και των μελών του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης, το τεκμήριο κοινοποίησης δικαιολογείται και είναι προσαρμοσμένο σε αυτό το ειδικό πλαίσιο. Ως προς το σημείο αυτό, το Κοινοβούλιο επιμένει ιδιαιτέρως στον μηχανισμό του άρθρου 20 του ΚΥΚ, χάρη στον οποίον η Διοίκηση είναι σε θέση να αποφεύγει κάθε παρατυπία της ταχυδρομικής κοινοποίησης, δεδομένου ότι γνωρίζει τη διεύθυνση των εν ενεργεία υπαλλήλων, οι οποίοι υποχρεούνται να τη γνωστοποιούν σε αυτήν και να την ενημερώνουν αμέσως για κάθε μεταβολή της. Το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2018:83) δεν διέπονταν από τον ΚΥΚ και, επομένως, δεν παρείχαν ισοδύναμες εγγυήσεις. Το Κοινοβούλιο αντικρούει την άποψη ότι το τεκμήριο κοινοποίησης στερεί από τους υπαλλήλους το δικαίωμά τους να ασκήσουν ένδικη προσφυγή και ισχυρίζεται ότι το τεκμήριο αυτό τους ευνοεί, καθώς μεταθέτει το σημείο αφετηρίας της σχετικής προθεσμίας.

42      Προκειμένου να διαπιστωθεί αν το Κοινοβούλιο επικαλείται βασίμως, εν προκειμένω, το τεκμήριο κοινοποίησης που καθιερώθηκε με τις προαναφερθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, πρέπει προηγουμένως να επισημανθεί ότι το άρθρο 91, παράγραφος 3, του ΚΥΚ προβλέπει απλώς ότι η τρίμηνη προθεσμία για την άσκηση προσφυγής αρχίζει από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης η οποία ελήφθη προς απάντηση της διοικητικής ένστασης. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι καμία διάταξη του ΚΥΚ ή άλλων κανονιστικών πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διευκρινίζει ότι, σε περίπτωση άκαρπης κοινοποίησης συστημένης επιστολής, το χρονικό σημείο έναρξης του υπολογισμού της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής μετατίθεται στην ημερομηνία κατά την οποία λήγει η προθεσμία φύλαξης της επιστολής αυτής από το ταχυδρομείο και όχι στην ημερομηνία κατά την οποίαν ελήφθη πράγματι γνώση του περιεχομένου της επιστολής αυτής.

43      Ελλείψει διάταξης που να προβλέπει τέτοιον κανόνα δικαίου, είναι σκόπιμη η αναγωγή στην αρχή της ασφάλειας δικαίου και στον Χάρτη, και ιδίως στο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και στο δικαίωμα πρόσβασης σε αμερόληπτο δικαστήριο, προκειμένου να εξακριβωθεί η νομιμότητα του επίμαχου τεκμηρίου κοινοποίησης.

44      Το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη προβλέπει συναφώς ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης, έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο ίδιο άρθρο. Κατά το δεύτερο εδάφιο του άρθρου αυτού, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας, από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

45      Σύμφωνα με τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο αυτό, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, ΣΕΕ και με το άρθρο 52, παράγραφος 7, του Χάρτη, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία του, το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη αντιστοιχεί στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπεγράφη στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950.

46      Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία πρέπει να χρησιμοποιείται ως σημείο αναφοράς κατά το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη, προκύπτει ότι το δικαίωμα πρόσβασης στη δικαιοσύνη δεν είναι απόλυτο. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται σε περιορισμούς, ειδικότερα όσον αφορά τους όρους του παραδεκτού μιας προσφυγής. H ρύθμιση σχετικά με τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούνται για την άσκηση προσφυγής αποσκοπεί να διασφαλίσει την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την τήρηση, ιδίως, της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Μολονότι οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να αναμένουν την εφαρμογή των κανόνων αυτών, εντούτοις, η εφαρμογή που επιλέγεται δεν πρέπει να παρακωλύει την εκ μέρους του πολίτη άσκηση των διαθέσιμων ένδικων βοηθημάτων (πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2013, Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά ΕΤΕ, C‑334/12 RX-II, EU:C:2013:134, σκέψη 43· απόφαση του ΕΔΔΑ της 13ης Μαρτίου 2018, Kuznetsov κ.λπ. κατά Ρωσίας, CE:ECHR:2018:0313JUD 005635409 § 40).

47      Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 47 του Χάρτη δεν έχει ως αντικείμενο την τροποποίηση του συστήματος δικαστικού ελέγχου που προβλέπουν οι Συνθήκες, και ιδίως των κανόνων για τις δικονομικές προθεσμίες που προβλέπονται από τη νομοθεσία της Ένωσης [βλ. διάταξη της 5ης Ιουλίου 2018, Müller κ.λπ. κατά QH, C‑187/18 P(I), μη δημοσιευθείσα, EU:C:2018:543, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το άρθρο 47 του Χάρτη ουδόλως θίγονται από την αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων της Ένωσης περί δικονομικών προθεσμιών (πρβλ. διάταξη της 11ης Ιουνίου 2020, GMPO κατά Επιτροπής, C‑575/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:448, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εν προκειμένω, το τεκμήριο κοινοποίησης που επικαλείται το Κοινοβούλιο δεν στηρίζεται σε καμία διάταξη της νομοθεσίας της Ένωσης για τις δικονομικές προθεσμίες. Ωστόσο, ως εκ της φύσεώς του, το τεκμήριο αυτό επηρεάζει τη νομική κατάσταση του αποδέκτη της κοινοποιούμενης πράξης, καθώς καθορίζει το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής και, κατά συνέπεια, το παραδεκτό της προσφυγής αυτής. Δεδομένου ότι σκοπός των κανόνων περί προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής είναι η διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης αποφευγομένης κάθε αυθαίρετης διάκρισης ή μεταχείρισης και, ειδικότερα, η τήρηση της ασφάλειας δικαίου, ένα τέτοιο τεκμήριο κοινοποίησης πρέπει να γνωστοποιείται στους ενδιαφερομένους προτού εφαρμοστεί, προκειμένου να παρέχεται σε αυτούς η δυνατότητα να ενημερωθούν για τις λεπτομέρειες εφαρμογής του και να προβλέψουν σε εύλογο βαθμό και με επαρκή ακρίβεια ποιες θα είναι οι συνέπειες για τον υπολογισμό της προθεσμίας άσκησης προσφυγής, εάν δεν παραλάβουν από το ταχυδρομείο τη συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής.

49      Επομένως, ελλείψει ρητής διάταξης που να προσδιορίζει κατά τρόπο ακριβή και προβλέψιμο την αφετηρία του υπολογισμού της προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, αν δεν παραληφθεί από το ταχυδρομείο η συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής, στην περίπτωση των διαφορών που εμπίπτουν στον ΚΥΚ, η εφαρμογή από τα θεσμικά όργανα του άρθρου 26 του ΚΥΚ στο πλαίσιο αυτό ενδέχεται να μην αρκεί ώστε να αποδειχθεί ότι δόθηκε στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να λάβει γνώση της επίμαχης ατομικής απόφασης.

50      Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι, καίτοι η κοινοποίηση με συστημένη επιστολή προβλέπεται από το άρθρο 26 του ΚΥΚ με αμετάβλητη διατύπωση από της θεσπίσεως της διατάξεως αυτής το 1962, το τεκμήριο κοινοποίησης που επικαλείται το Κοινοβούλιο στηρίζεται στην εφαρμογή εθνικών κανόνων σχετικών με τη φύλαξη από τις ταχυδρομικές υπηρεσίες των συστημένων επιστολών που δεν αναζητούνται. Κατά τα λοιπά, έχουν παρέλθει σχεδόν εξήντα έτη από τη θέσπιση του άρθρου 26 του ΚΥΚ. Τα δε θεσμικά όργανα της Ένωσης, όπως εξάλλου και οι εθνικές διοικήσεις των κρατών μελών, καλούνται ολοένα και συχνότερα να χρησιμοποιούν τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας στις σχέσεις τους με τους διοικουμένους.

51      Λαμβανομένης υπόψη της σιωπής των νυν ισχυουσών εφαρμοστέων διατάξεων και, ιδίως, μετά τη δημοσίευση της απόφασης της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου (C‑326/16 P, EU:C:2018:83), η ασφάλεια δικαίου και η ανάγκη αποφυγής κάθε δυσμενούς διάκρισης ή κάθε αυθαίρετης μεταχείρισης κατά την ορθή απονομή της δικαιοσύνης αποκλείουν την εφαρμογή, εν προκειμένω, του τεκμηρίου κοινοποίησης την οποία αξιώνει το Κοινοβούλιο.

52      Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η κοινοποίηση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018 λογίζεται ότι πραγματοποιήθηκε κατά τη λήξη της προθεσμίας φύλαξης της συστημένης επιστολής που απεστάλη στην κατοικία του προσφεύγοντος.

53      Το Κοινοβούλιο κοινοποίησε την απόφαση αυτή και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 28ης Αυγούστου 2018, το οποίο ο προσφεύγων επιβεβαίωσε αμελλητί ότι παρέλαβε. Επομένως, το Κοινοβούλιο εσφαλμένως υποστηρίζει ότι μόνον η κοινοποίηση με την αποστολή της συστημένης επιστολής πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, έστω και αν η συστημένη επιστολή δεν ανελήφθη από το ταχυδρομείο εντός της προθεσμίας που τάσσει η βελγική ταχυδρομική υπηρεσία. Δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων έλαβε πλήρη γνώση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018 στις 28 Αυγούστου 2018. Επομένως, η προθεσμία για την άσκηση της προσφυγής άρχισε να τρέχει στις 28 Αυγούστου 2018. Κατά συνέπεια, η κρινόμενη προσφυγή, η οποία ασκήθηκε στις 7 Δεκεμβρίου 2018, δεν είναι εκπρόθεσμη (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2018, LL κατά Κοινοβουλίου, C‑326/16 P, EU:C:2018:83, σκέψεις 53 έως 56). Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Κοινοβούλιο σε σχέση με τον εκπρόθεσμο χαρακτήρα της προσφυγής.

 Επί της αντίθεσης του δικογράφου της προσφυγής προς το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας

54      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι είναι απαράδεκτο το αίτημα με το οποίο ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να κηρύξει το άρθρο 90 του ΚΥΚ ανίσχυρο και ανεφάρμοστο στην υπό κρίση υπόθεση. Μολονότι το αίτημα αυτό μπορεί να ερμηνευθεί ως ένσταση έλλειψης νομιμότητας, το Κοινοβούλιο υπογραμμίζει ότι δεν αναπτύχθηκε ακολούθως στο δικόγραφο της προσφυγής. Εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι αυτή η ένσταση έλλειψης νομιμότητας πρέπει να κριθεί απαράδεκτη βάσει του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί επίσης το παραδεκτό του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίον ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του γλωσσικού καθεστώτος της Ένωσης.

55      Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος εφαρμόζεται στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και σύμφωνα με το άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει «το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που προβάλλονται, καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών». Κατά πάγια νομολογία, προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων από τον προσφεύγοντα ισχυρισμών πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε αρμόδιο δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής (βλ. διάταξη της 25ης Σεπτεμβρίου 2019, EM Research Organization κατά EUIPO, C‑728/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:781, σκέψη 8 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Μόνη η αφηρημένη επίκληση ισχυρισμών στο δικόγραφο της προσφυγής δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις αυτές.

56      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι στα σημεία 61 έως 67 του δικογράφου της προσφυγής παρατίθεται η νομική επιχειρηματολογία βάσει της οποίας ο προσφεύγων, με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως περί παράβασης του γλωσσικού καθεστώτος της Ένωσης, αμφισβητεί τη νομιμότητα της προκήρυξης του διαγωνισμού υπό το πρίσμα του κανονισμού 1 του Συμβουλίου, της 15ης Απριλίου 1958, περί καθορισμού του γλωσσικού καθεστώτος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 14), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 517/2013 του Συμβουλίου, της 13ης Μαΐου 2013, για την προσαρμογή ορισμένων κανονισμών και αποφάσεων στους τομείς της ελεύθερης κυκλοφορίας των εμπορευμάτων, της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, του εταιρικού δικαίου, της πολιτικής ανταγωνισμού, της γεωργίας, της ασφάλειας των τροφίμων, της κτηνιατρικής και φυτοϋγειονομικής πολιτικής, της πολιτικής μεταφορών, της ενέργειας, της φορολογίας, των στατιστικών, των διευρωπαϊκών δικτύων, της δικαιοσύνης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, της δικαιοσύνης, της ελευθερίας και της ασφάλειας, του περιβάλλοντος, της τελωνειακής ένωσης, των εξωτερικών σχέσεων, της εξωτερικής πολιτικής, και της πολιτικής ασφαλείας και άμυνας και των θεσμικών οργάνων, λόγω της προσχώρησης της Δημοκρατίας της Κροατίας (ΕΕ 2013, L 158, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 1), καθώς και υπό το πρίσμα της αρχής της ίσης μεταχείρισης. Η εν λόγω παράθεση της επιχειρηματολογίας είναι αρκούντως σαφής και ακριβής ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στο μεν Κοινοβούλιο να προετοιμάσει την άμυνά του, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

57      Όσον αφορά την ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 90 του ΚΥΚ, διαπιστώνεται ότι το δικόγραφο της προσφυγής, σε ένα εισαγωγικό τμήμα, προσδιορίζει το αντικείμενο της προσφυγής με μια φράση που απαριθμεί τις πράξεις των οποίων ζητείται η ακύρωση, ήτοι τις πράξεις της 7ης Δεκεμβρίου 2017 και της 21ης Δεκεμβρίου 2017, τα έγγραφα της 1ης Μαρτίου 2018 και της 22ας Μαρτίου 2018, την απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018 και την προκήρυξη του διαγωνισμού.

58      Κατόπιν της απαρίθμησης αυτής, το δικόγραφο περιέχει την εξής φράση: «[κ]αταρχάς, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να κηρύξει το άρθρο 90 του ΚΥΚ ανίσχυρο και ανεφάρμοστο στην υπό κρίση υπόθεση, σύμφωνα με το άρθρο 277 ΣΛΕΕ».

59      Προς στήριξη του αιτήματος αυτού δεν προβάλλεται κανένα νομικό ή πραγματικό επιχείρημα στο λοιπό δικόγραφο της προσφυγής. Επομένως, στο δικόγραφο της προσφυγής δεν εκτίθενται τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία στα οποία στηρίζεται το αίτημα να κηρυχθεί κατ’ ένσταση μη νόμιμο το άρθρο 90 του ΚΥΚ.

60      Προς αντίκρουση της επιχειρηματολογίας του Κοινοβουλίου περί παράβασης του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων εκθέτει στα σημεία 19 έως 23 του υπομνήματός του απαντήσεως διάφορα επιχειρήματα προς απόδειξη της έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 90 του ΚΥΚ.

61      Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν προέβαλε κανέναν λόγο που να δικαιολογεί την καθυστερημένη προβολή της επιχειρηματολογίας αυτής.

62      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι με το δικόγραφο της προσφυγής δεν προβάλλεται κανένα επιχείρημα προς στήριξη της ένστασης έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 90 του ΚΥΚ, διαπιστώνεται ότι η ένσταση αυτή δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας. Επομένως, το αίτημα να κηρυχθεί ανεφάρμοστο το άρθρο 90 του ΚΥΚ πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

 Επί της ουσίας

63      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, ο δεύτερος παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακρόασης και παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη, ο τρίτος προσβολή του δικαιώματος στη χρηστή διοίκηση και ο τέταρτος παράβαση του κανονισμού 1 και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι οι λόγοι αυτοί πρέπει να χωριστούν σε ομάδες προκειμένου να εξεταστούν διαδοχικά οι αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλεται, πρώτον, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, δεύτερον, προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και παράβαση του άρθρου 41 του Χάρτη, τρίτον, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας και, τέταρτον, παράβαση του γλωσσικού καθεστώτος της Ένωσης και παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων.

 Επί της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης

64      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018 και οι αποφάσεις που προηγήθηκαν αυτής είναι πλημμελείς λόγω πρόδηλης ανεπάρκειας της αιτιολογίας. Το Κοινοβούλιο δεν εξήγησε για ποιον λόγο παρέλειψε να αναφέρει στον προσφεύγοντα ότι έλειπε από την αίτηση υποψηφιότητάς του ο κατάλογος των παραρτημάτων, καίτοι δεν είχε λήξει η προθεσμία για την υποβολή των υποψηφιοτήτων. Αν οι υπηρεσίες του Κοινοβουλίου είχαν πρόσβαση στον πίνακα αξιολόγησής του, ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει το Κοινοβούλιο να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά.

65      Το Κοινοβούλιο αντικρούει τον ισχυρισμό αυτόν.

66      Το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η υποχρέωση αιτιολόγησης βλαπτικής πράξης, η οποία προβλέπεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 25 του ΚΥΚ, έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις προκειμένου να εκτιμήσει αν η πράξη είναι όντως βάσιμη ή αν είναι ενδεχομένως πλημμελής, οπότε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί η νομιμότητά της και, αφετέρου, να παράσχει στον δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει συναφώς τον έλεγχό του (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, EU:C:1981:284, σκέψη 22, και της 28ης Φεβρουαρίου 2008, Neirinck κατά Επιτροπής, C‑17/07 P, EU:C:2008:134, σκέψη 50).

67      Μια πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη όταν εκδίδεται εντός πλαισίου το οποίο είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και του παρέχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί το περιεχόμενό της (αποφάσεις της 1ης Ιουνίου 1983, Seton κατά Επιτροπής, 36/81, 37/81 και 218/81, EU:C:1983:152, σκέψη 48, και της 12ης Νοεμβρίου 1996, Ojha κατά Επιτροπής, C‑294/95 P, EU:C:1996:434, σκέψη 18, καθώς και διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Meister κατά ΓΕΕΑ, C‑12/05 P, EU:C:2006:779, σκέψη 89).

68      Εξάλλου, η υποχρέωση αιτιολόγησης των αποφάσεων αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης. Πράγματι, η αιτιολογία μιας πράξης συνίσταται στην κατά τον προσήκοντα τρόπο παράθεση των λόγων στους οποίους στηρίζεται η πράξη αυτή. Αν οι λόγοι περιέχουν σφάλματα, αυτά πλήττουν την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης, όχι την αιτιολογία της, η οποία μπορεί να είναι επαρκής έστω και αν στηρίζεται σε εσφαλμένους λόγους (βλ. απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2015, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑295/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:997, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Εν προκειμένω, οι λόγοι που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης υποψηφιότητας του προσφεύγοντος κοινοποιήθηκαν σε αυτόν με την πράξη της 7ης Δεκεμβρίου 2017 και οι λόγοι απόρριψης των διοικητικών του ενστάσεων παρατέθηκαν στην απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018. Στην απόφαση αυτή αναφέρεται ρητώς ότι η απόρριψη οφείλεται στην έλλειψη καταλόγου των παραρτημάτων, ο οποίος όμως απαιτείται. Η εν λόγω απόφαση παραπέμπει συναφώς στο σημείο 5.3 της προκήρυξης του διαγωνισμού και στο δεύτερο μέρος της υπογεγραμμένης από τον προσφεύγοντα δήλωσης, που επιβεβαιώνουν ότι ο τελευταίος είχε ενημερωθεί για το γεγονός ότι η αίτηση υποψηφιότητας έπρεπε να συνοδεύεται από τον εν λόγω πίνακα επί ποινή απόρριψης. Οι λόγοι αυτοί εκτίθενται κατά τρόπο σαφή, ακριβή και άνευ αμφισημίας, ούτως ώστε παρέχεται η δυνατότητα στον μεν προσφεύγοντα να κατανοήσει το περιεχόμενό τους και να εκτιμήσει αν θα ήταν σκόπιμη η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της απόφασης αυτής. Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η αιτίαση με την οποία ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, χωρίς να είναι αναγκαίο να διαταχθεί διεξαγωγή αποδείξεων.

 Επί της προσβολής του δικαιώματος ακρόασης

70      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο παραβίασε τις αρχές του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακρόασης που κατοχυρώνονται από το πρωτογενές δίκαιο της Ένωσης και από το άρθρο 41 του Χάρτη. Κατά τον ίδιο, το Κοινοβούλιο όφειλε να του παράσχει το δικαίωμα να διατυπώσει εγγράφως την άποψή του προτού κηρύξει την υποψηφιότητά του απαράδεκτη, καθώς και να του επιτρέψει να σχολιάσει εγγράφως τους λόγους βάσει των οποίων απορρίφθηκε η ένστασή του. Ο προσφεύγων θα μπορούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο να επιχειρήσει να πείσει το Κοινοβούλιο να ελέγξει τον φάκελό του ούτως ώστε να βεβαιωθεί ότι περιείχε όλα τα κρίσιμα έγγραφα και να αποδείξει το σύνολο των ανακριβειών όσον αφορά την αξιολόγησή του.

71      Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων αυτών.

72      Όσον αφορά τη δυνατότητα γραπτής έκφρασης πριν από την έκδοση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018, υπενθυμίζεται ότι το δικαίωμα ακρόασης σε κάθε διαδικασία, όπως προβλέπεται από το άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, είναι δε λιγότερο ευρύ από αυτά, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από τη λήψη εις βάρος του απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2014, Boudjlida, C‑249/13, EU:C:2014:2431, σκέψεις 34 και 36, της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψεις 149 και 150, και της 14ης Δεκεμβρίου 2018, UC κατά Κοινοβουλίου, T‑572/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:975, σκέψη 86).

73      Η ύπαρξη προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως πρέπει να εξετάζεται με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τους κανόνες δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. αποφάσεις της 9ης Φεβρουαρίου 2017, M, C‑560/14, EU:C:2017:101, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 154).

74      Ωστόσο, το πρόσωπο που υποβάλλει διοικητική ένσταση κατά βλαπτικής για το ίδιο πράξης, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, δεν μπορεί καταρχήν να προβάλει λυσιτελώς ότι δεν έτυχε ακρόασης στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, καθόσον η διοικητική ένσταση έχει ακριβώς ως αντικείμενο να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις (απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 2018, UC κατά Κοινοβουλίου, T‑572/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:975, σκέψη 90· πρβλ. διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2019, Barata κατά Κοινοβουλίου, C‑71/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:793, σκέψη 49, και απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, Barata κατά Κοινοβουλίου, T‑81/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:137, σκέψη 109).

75      Επομένως, είναι νόμω αβάσιμο το επιχείρημα με το οποίο ο προσφεύγων προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι δεν τον κάλεσε να διατυπώσει εγγράφως τις απόψεις του προτού κρίνει απαράδεκτη την υποψηφιότητά του και να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί των λόγων που οδήγησαν στην απόρριψη της διοικητικής του ένστασης πριν την έκδοση της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018.

76      Επιπλέον, από το ιστορικό της διαφοράς που εκτέθηκε ανωτέρω προκύπτει ότι ο προσφεύγων ζήτησε νέα εξέταση της υποψηφιότητάς του, υπέβαλε δύο διοικητικές ενστάσεις και άσκησε προσφυγή ενώπιον της COPAC. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο προσφεύγων άσκησε το δικαίωμά του να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του σε όλα τα στάδια της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας που ακολούθησε την έκδοση της πράξης της 7ης Δεκεμβρίου 2017, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση υποψηφιότητάς του ως απαράδεκτη. Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, ο προσφεύγων δεν μπορεί να ισχυριστεί λυσιτελώς ότι δεν είχε την ευκαιρία να διατυπώσει εγγράφως την άποψή του, προτού κηρυχθεί απαράδεκτη η υποψηφιότητά του και προτού εκδοθεί η απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018, επί των λόγων απόρριψης της υποψηφιότητάς του.

77      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση με την οποία ο προσφεύγων προβάλλει προσβολή του δικαιώματος ακρόασης.

 Επί της παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρισης

78      Ο προσφεύγων επικρίνει κατ’ ουσίαν την υπερβολική τυπολατρία με την οποία το Κοινοβούλιο απέρριψε την υποψηφιότητά του, απλώς και μόνον λόγω της έλλειψης του καταλόγου των παραρτημάτων. Κατά πρώτον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης παραλείποντας να τον προειδοποιήσει και να του παράσχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει την αίτηση υποψηφιότητάς του προσκομίζοντας τον κατάλογο των παραρτημάτων πριν την εκπνοή της προθεσμίας για την υποβολή των υποψηφιοτήτων και παραλείποντας να του παράσχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει την αίτηση υποψηφιότητάς του μετά την ημερομηνία αυτή. Κατά δεύτερον, ο προσφεύγων προσάπτει στο Κοινοβούλιο ότι παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και ενήργησε κατά κατάχρηση δικαιώματος, κηρύσσοντας απαράδεκτη την υποψηφιότητά του για αμιγώς τυπικό λόγο. Κατά τον ίδιο, θα ήταν παράλογο να θεωρηθεί ότι η παροχή δυνατότητας να συμπληρώσει την αίτηση υποψηφιότητάς του θα έθιγε την ίση μεταχείριση των υποψηφίων.

79      Το Κοινοβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

80      Το καθήκον μέριμνας και η αρχή της χρηστής διοίκησης απηχούν την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας και συνεπάγονται, μεταξύ άλλων, ότι, όταν λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, η αρχή λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να επηρεάσουν την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, λαμβάνει υπόψη όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1986, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 321/85, EU:C:1986:408, σκέψη 18).

81      Όσον αφορά τις διαδικασίες διαγωνισμών, εναπόκειται καταρχήν στον υποψήφιο διαγωνισμού να προσκομίσει στην εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού όλα τα στοιχεία και τα έγγραφα που θεωρεί χρήσιμα για την εξέταση της υποψηφιότητάς του, προκειμένου να μπορέσει η εξεταστική επιτροπή να εξακριβώσει αν πληροί τις προϋποθέσεις που τέθηκαν με την προκήρυξη του διαγωνισμού, πολλώ μάλλον αν έχει κληθεί να το πράξει ρητώς και επισήμως (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Colin κατά Επιτροπής, T‑614/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:914, σκέψη 48· πρβλ. απόφαση της 12ης Ιουλίου 1989, Belardinelli κ.λπ. κατά Δικαστηρίου, 225/87, EU:C:1989:309, σκέψη 24).

82      Η ισορροπία αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ της διοικήσεως και του υποψηφίου επιβάλλει, καταρχάς, όπως ο τελευταίος προβεί σε προσεκτική και σοβαρή ανάγνωση των διατάξεων προκηρύξεως διαγωνισμού οι οποίες είναι καθ’ όλα σαφείς, συγκεκριμένες και ανεπιφύλακτες (απόφαση της 20ής Ιουνίου 1990, Burban κατά Κοινοβουλίου, T‑133/89, EU:T:1990:36, σκέψη 33).

83      Όσον αφορά τη διοίκηση, κατά πάγια νομολογία, η εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, προκειμένου να εξακριβώσει αν πληρούνται οι προϋποθέσεις συμμετοχής, μπορεί να λάβει υπόψη μόνον τα στοιχεία που παρέχουν οι υποψήφιοι με την αίτηση υποψηφιότητάς τους και τα δικαιολογητικά που οφείλουν να προσκομίσουν (αποφάσεις της 23ης Ιανουαρίου 2002, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, T‑386/00, EU:T:2002:12, σκέψη 74, και της 25ης Μαρτίου 2004, Petrich κατά Επιτροπής, T‑145/02, EU:T:2004:91, σκέψη 45). Επομένως, η εξεταστική επιτροπή δεν υποχρεούται να διεξαγάγει έρευνες προκειμένου να εξακριβώσει αν ο υποψήφιος πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων της προκήρυξης του διαγωνισμού (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 2000, Carrasco Benítez κατά Επιτροπής, T‑214/99, EU:T:2000:272, σκέψη 77, και της 25ης Μαρτίου 2004, Petrich κατά Επιτροπής, T‑145/02, EU:T:2004:91, σκέψη 49). Δεν απόκειται στην εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, όταν υπάρχουν ελλιπή ή διφορούμενα έγγραφα, να επικοινωνήσει με τον ενδιαφερόμενο προκειμένου να διευκρινίσει τις εν λόγω παραλείψεις και ασάφειες (αποφάσεις της 21ης Μαΐου 1992, Almeida Antunes κατά Κοινοβουλίου, T‑54/91, EU:T:1992:65, σκέψη 36, και της 6ης Νοεμβρίου 1997, Wolf κατά Επιτροπής, T‑101/96, EU:T:1997:171, σκέψη 64).

84      Επομένως, όταν οι σαφείς διατάξεις προκήρυξης διαγωνισμού επιβάλλουν κατά τρόπο μη επιδεχόμενο παρερμηνεία την υποχρέωση να επισυνάπτονται στην αίτηση υποψηφιότητας δικαιολογητικά έγγραφα, η μη εκπλήρωση της υποχρέωσης αυτής από υποψήφιο δεν μπορεί ούτε να παράσχει την ευχέρεια ούτε, κατά μείζονα λόγο, να υποχρεώσει την εξεταστική επιτροπή ή την ΑΔΑ να ενεργήσει κατά τρόπο αντίθετο προς την εν λόγω προκήρυξη διαγωνισμού (αποφάσεις της 31ης Μαρτίου 1992, Burban κατά Κοινοβουλίου, C‑255/90 P, EU:C:1992:153, σκέψη 12, της 23ης Ιανουαρίου 2002, Gonçalves κατά Κοινοβουλίου, T‑386/00, EU:T:2002:12, σκέψη 74, και της 25ης Μαρτίου 2004, Petrich κατά Επιτροπής, T‑145/02, EU:T:2004:91, σκέψη 49). Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, η μη προσκόμιση των απαιτούμενων δικαιολογητικών αποτελεί έγκυρη αιτία αποκλεισμού από τον διαγωνισμό.

85      Αντιθέτως, αν οι όροι της προκήρυξης του διαγωνισμού είναι ασαφείς ή διφορούμενοι, η διοίκηση υποχρεούται να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια λαμβάνοντας υπόψη το συμφέρον του υποψηφίου, σύμφωνα με το καθήκον μέριμνας και την αρχή της χρηστής διοίκησης. Τούτο συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, όταν μια προκήρυξη διαγωνισμού δεν διευκρινίζει τις τυπικές προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα απαιτούμενα δικαιολογητικά έγγραφα. Έτσι, σε περίπτωση που οι όροι της προκήρυξης του διαγωνισμού επιβάλλουν, για την κατάθεση των αιτήσεων υποψηφιότητας, μόνον την υποχρέωση προσκόμισης των δικαιολογητικών εγγράφων που αφορούν τη σχολική εκπαίδευση, αλλά διευκρινίζουν ότι πρέπει να προσκομιστούν επικυρωμένα αντίγραφα των πτυχίων ή τίτλων σπουδών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η διευκρίνιση αυτή αποτελεί απλώς «πρακτική σύσταση προς τους υποψηφίους στους οποίους δεν επιστρέφονται τα κοινοποιηθέντα έγγραφα». Υπό τις συνθήκες αυτές, απόκειται στην εξεταστική επιτροπή να εκτιμήσει αν τα έγγραφα που προσκομίζει ο υποψήφιος αποτελούν δικαιολογητικά βάσει των οποίων μπορεί να γίνει δεκτή η συμμετοχή του στον διαγωνισμό (απόφαση της 25ης Απριλίου 1978, Allgayer κατά Κοινοβουλίου, 74/77, EU:C:1978:89, σκέψη 4).

86      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, όταν η προκήρυξη διαγωνισμού αναφέρει χωρίς άλλη διευκρίνιση την υποβολή «δικαιολογητικών», η εξεταστική επιτροπή του διαγωνισμού, η οποία ερμηνεύει στενά την έννοια αυτή και κρίνει ότι σημαίνει «πρωτότυπο ή κυρωμένο αντίγραφο» δεν μπορεί, χωρίς να παραβιάσει τις αρχές που μνημονεύονται στις σκέψεις 80 και 85 ανωτέρω, να αποκλείσει υποψήφιο για τον λόγο ότι προσκόμισε απλές φωτοτυπίες χωρίς να του δώσει τη δυνατότητα να υποβάλει οποιοδήποτε συμπληρωματικό έγγραφο θα μπορούσε να καλύψει τις ελλείψεις της υποψηφιότητας του (απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1986, Schwiering κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, 321/85, EU:C:1986:408, σκέψη 20). Υπό τις συνθήκες αυτές, η εξεταστική επιτροπή έπρεπε να παράσχει στον υποψήφιο τη δυνατότητα να υποβάλει κυρωμένα αντίγραφα σε αντικατάσταση των απλών φωτοτυπιών που είχε υποβάλει αρχικώς.

87      Με ανάλογη συλλογιστική, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, όταν μια προκήρυξη διαγωνισμού δεν διευκρινίζει ότι ο υποψήφιος οφείλει να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την επαρκή γνώση επίσημης γλώσσας της Ένωσης, επί ποινή αποκλεισμού από διαγωνισμό, η εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να απορρίψει αίτηση υποψηφιότητας συνοδευόμενη από υπεύθυνη δήλωση σχετική με το επίπεδο γλωσσομάθειας του υποψηφίου για τον λόγο ότι η εν λόγω αίτηση υποψηφιότητας δεν συνοδεύεται από δικαιολογητικά (απόφαση της 19ης Ιουλίου 1999, Varas Carrión κατά Συμβουλίου, T‑168/97, EU:T:1999:154, σκέψεις 45 έως 57). Το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι ο αμφιλεγόμενος χαρακτήρας εγγράφου προς απόδειξη της κατοχής διπλώματος δεν επιτρέπει αφ’ εαυτού στην εξεταστική επιτροπή να απορρίψει μια υποψηφιότητα χωρίς να λάβει υπόψη τις δηλώσεις στις οποίες προέβη ο υποψήφιος με την αίτηση υποψηφιότητάς του, καθώς και τα κρίσιμα στοιχεία του δικαίου του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα αυτό (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Colin κατά Επιτροπής, T‑614/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:914, σκέψεις 44 έως 66).

88      Οι εν λόγω πάγιες νομολογιακές αρχές έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες πιστοποίησης όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

89      Εν προκειμένω, το σημείο 5.3 της προκήρυξης του διαγωνισμού απαιτούσε από τους υποψηφίους να υποβάλουν «κατάλογο στον οποίον να εμφανίζεται αριθμημένο και να περιγράφεται συνοπτικώς κάθε συνημμένο στην υποψηφιότητα δικαιολογητικό έγγραφο» και προέβλεπε ρητώς ότι η μη τήρηση της προϋπόθεσης αυτής συνεπάγεται την απόρριψη της υποψηφιότητας.

90      Η προϋπόθεση αυτή υπενθυμίζεται εξάλλου στο έντυπο υποψηφιότητας που περιείχε την ακόλουθη δήλωση:

«2.  Έχω λάβει γνώση ότι η υποψηφιότητά μου θα απορριφθεί εάν δεν συμπληρώσω το σύνολο των κεφαλαίων του παρόντος εντύπου υποψηφιότητας και δεν το καταθέσω εμπροθέσμως, συνοδευόμενο από το σύνολο των απαιτούμενων δικαιολογητικών εγγράφων, και ιδίως από κατάλογο στον οποίον να εμφανίζεται αριθμημένο και να περιγράφεται συνοπτικώς κάθε συνημμένο στην υποψηφιότητα δικαιολογητικό έγγραφο (σημείο 5 της προκήρυξης του διαγωνισμού).»

91      Το κείμενο αυτό βρίσκεται στο τέλος του εντύπου υποψηφιότητας, αμέσως πριν τη θέση για την υπογραφή του υποψηφίου. Φέρει τον τίτλο «Δήλωση» τυπωμένο με κεφαλαία γράμματα και με έντονους χαρακτήρες και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να διαφύγει την προσοχή του αναγνώστη. Ο προσφεύγων υπέγραψε τη δήλωση αυτή.

92      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι οι όροι της προκήρυξης του διαγωνισμού και του εντύπου υποβολής υποψηφιότητας ήταν σαφείς, ακριβείς και αναμφίλεκτοι. Υπογράφοντας το έντυπο υποψηφιότητας, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να αγνοεί ότι η μη προσκόμιση καταλόγου δικαιολογητικών θα συνεπαγόταν την απόρριψη της υποψηφιότητάς του.

93      Υπό τις συνθήκες αυτές, κατ’ εφαρμογήν της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 84 ανωτέρω, το Κοινοβούλιο ουδόλως όφειλε, βάσει του καθήκοντος μέριμνας ή της αρχής της χρηστής διοίκησης, να ειδοποιήσει τον προσφεύγοντα για την έλλειψη που επηρέαζε την αίτηση υποψηφιότητάς του ή να τον καλέσει να καλύψει την έλλειψη αυτή. Πριν τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των υποψηφιοτήτων, ο προσφεύγων μπορούσε να καλύψει την έλλειψη της αίτησης υποψηφιότητάς του, υποκαθιστώντας την αρχική αίτησή του με πλήρη φάκελο ο οποίος να περιέχει τον απαιτούμενο κατάλογο των παραρτημάτων. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την αίτηση υποψηφιότητάς του στις 27 Σεπτεμβρίου 2017, είχε ακόμη στη διάθεσή του εννέα ημέρες για να καλύψει την έλλειψη αυτή. Αντιθέτως, κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων υποψηφιότητας στις 6 Οκτωβρίου 2017, η τήρηση των όρων της προκήρυξης του διαγωνισμού και της αρχής της ίσης μεταχείρισης δεν επέτρεπε στο Κοινοβούλιο να καλέσει έναν υποψήφιο να καλύψει τις ελλείψεις αίτησης υποψηφιότητας που δεν περιείχε τον κατάλογο των απαιτούμενων παραρτημάτων.

94      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στην επιχειρηματολογία με την οποία ο προσφεύγων καταγγέλλει τον δυσανάλογα επαχθή χαρακτήρα μιας τέτοιας ερμηνείας των κανόνων που διέπουν την επίμαχη διαδικασία πιστοποίησης λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των συνεπειών που έχει η απόρριψη αίτησης υποψηφιότητας σε σχέση με τον αμιγώς τυπικό χαρακτήρα του καταλόγου παραρτημάτων που δεν υποβλήθηκε, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει να μην υπερβαίνουν οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης το μέτρο που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, καθώς εξυπακούεται ότι, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να προτιμάται το λιγότερο δεσμευτικό, και ότι οι προκαλούμενες δυσμενείς συνέπειες δεν πρέπει να είναι δυσανάλογες προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (διάταξη της 14ης Δεκεμβρίου 2006, Meister κατά ΓΕΕΑ, C‑12/05 P, EU:C:2006:779, σκέψη 68, και απόφαση της 5ης Μαρτίου 2019, Pethke κατά EUIPO, T‑169/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:135, σκέψη 122).

95      Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που μπορεί να συναχθεί από το άρθρο 45α του ΚΥΚ, το οποίο εισάγει τη διαδικασία πιστοποίησης, και, αφετέρου, της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως η οποία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους και, ειδικότερα, κατά τον καθορισμό του τρόπου διεξαγωγής και των όρων των διαγωνισμών, καθώς και κατά την αξιολόγηση και τη σύγκριση των προσόντων των υποψηφιοτήτων στο πλαίσιο κάθε διαδικασίας επιλογής, ο έλεγχος του Γενικού Δικαστηρίου στον τομέα αυτόν πρέπει να περιορίζεται στο ζήτημα αν η διοίκηση, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων στα οποία στήριξε την εκτίμησή της, παρέμεινε εντός ευλόγων ορίων και δεν χρησιμοποίησε την εξουσία της κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο ή για σκοπούς πέραν εκείνων για τους οποίους της χορηγήθηκε η εξουσία αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 9ης Οκτωβρίου 2008, Chetcuti κατά Επιτροπής, C‑16/07 P, EU:C:2008:549, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 11ης Νοεμβρίου 2003, Faita κατά ΟΚΕ, T‑248/02, EU:T:2003:298, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

96      Επομένως, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εξετάσει αν πληροί τα προαναφερθέντα κριτήρια ο κανόνας του σημείου 5.3 της προκήρυξης του διαγωνισμού, σύμφωνα με τον οποίον κάθε αίτηση υποψηφιότητας έπρεπε να συνοδεύεται από κατάλογο παραρτημάτων επί ποινή απορρίψεως και στον οποίον στηρίζεται η απορριπτική απόφαση.

97      Είναι σκόπιμο να εξεταστεί αν ο κανόνας αυτός επιδιώκει θεμιτό σκοπό. Το Κοινοβούλιο, τόσο με τα υπομνήματά του όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, υποστήριξε κατ’ ουσίαν ότι ο εν λόγω κανόνας επιδιώκει δύο σκοπούς. Ο κύριος σκοπός είναι να διευκολυνθεί η διοικητική διεκπεραίωση των αιτήσεων υποψηφιότητας. Ο δευτερεύων σκοπός είναι ο έλεγχος της ικανότητας των υποψηφίων να ακολουθούν σαφείς και αναμφίλεκτες οδηγίες.

98      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η επίμαχη διαδικασία πιστοποίησης αποσκοπούσε στην επιλογή υπαλλήλων της ομάδας καθηκόντων AST στους οποίους επρόκειτο να δοθεί πρόσβαση σε θέσεις διοικητικών υπαλλήλων κατά τη διαδικασία του άρθρου 45α του ΚΥΚ. Η έκταση των διοικητικών καθηκόντων που πρέπει να εκτελεστούν σε ένα αρκετά περιορισμένο χρονικό διάστημα προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή διεξαγωγή διαδικασίας πιστοποίησης μπορεί θεμιτώς να δικαιολογήσει την απαίτηση της διοίκησης για την υποβολή ανακεφαλαιωτικού καταλόγου που να καθιστά δυνατή την επαλήθευση όλων των στοιχείων και των εγγράφων που έχουν υποβληθεί προς στήριξη κάθε υποψηφιότητας. Εξάλλου, λαμβανομένης υπόψη της ίδιας της φύσης της διαδικασίας πιστοποίησης, πρέπει να αναγνωριστεί ότι δεν είναι παράλογο να αναμένεται από τους υποψηφίους που επιθυμούν να αναλάβουν διοικητικά καθήκοντα να επιδεικνύουν επαρκή πειθαρχία και προσοχή για να ακολουθήσουν τις οδηγίες που προκύπτουν από τους σαφείς, ακριβείς και αναμφίλεκτους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού.

99      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι σκοποί τους οποίους επικαλείται το Κοινοβούλιο, οι οποίοι συνίστανται στην αποτελεσματική διαχείριση των αιτήσεων υποψηφιότητας και στον έλεγχο της ικανότητας των υποψηφίων να ακολουθούν σαφείς, ακριβείς και αναμφίλεκτες οδηγίες, συνιστούν θεμιτούς σκοπούς, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού που επιδιώκει η διαδικασία πιστοποίησης.

100    Πρέπει ακόμη να εξακριβωθεί αν, στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτιμήσεως που αναγνωρίζεται στη διοίκηση κατά την οργάνωση διαδικασίας πιστοποίησης, τα μέσα που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των σκοπών αυτών είναι πρόσφορα και αναγκαία.

101    Από την άποψη αυτή, ένας ανακεφαλαιωτικός κατάλογος των δικαιολογητικών εγγράφων θέτει στη διάθεση της διοίκησης, με συγκεντρωτική μορφή, μια επισκόπηση του συνόλου των εγγράφων που έχουν υποβληθεί προς στήριξη κάθε υποψηφιότητας. Ως προς το σημείο αυτό, το Κοινοβούλιο ορθώς τόνισε την ποικιλία των εν λόγω εγγράφων, ιδίως από γλωσσικής απόψεως, λόγω των διαφορετικών εθνικοτήτων των υποψηφίων. Επισημαίνεται επίσης ότι μια διαδικασία τέτοιας φύσεως ενδιαφέρει μεγάλο αριθμό υποψηφίων. Βεβαίως, λόγω του εσωτερικού χαρακτήρα της, αφορά έναν αριθμό υποψηφίων που μπορεί να φαίνεται σχετικά μικρός σε σχέση με τους διαγωνισμούς πρόσληψης που προσελκύουν ενίοτε χιλιάδες υποψηφίους. Ωστόσο, ο πιθανός αριθμός των αναμενόμενων υποψηφίων στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας πρόσληψης δεν είναι καθόλου αμελητέος. Πρέπει επίσης να υπογραμμιστούν οι χρονικοί περιορισμοί που είναι εγγενείς σε μια τέτοια διαδικασία επιλογής. Συγκεκριμένα, η διαδικασία αυτή περατώθηκε 190 ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων υποψηφιότητας με τη δημοσίευση του καταλόγου των προκριθέντων υποψηφίων.

102    Λαμβανομένης υπόψη της ποικιλίας του περιεχομένου των φακέλων, του αριθμού των υποψηφίων και των χρονικών περιορισμών, η υποχρέωση προσκόμισης καταλόγου δικαιολογητικών εγγράφων αποτελεί μέτρο που μπορεί να συμβάλει στην ορθή διεξαγωγή της διαδικασίας πιστοποίησης. Μια τέτοια απαίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά υπερβολική ή παράλογη επιβάρυνση για τους υποψηφίους. Η προκήρυξη του διαγωνισμού εφιστούσε την προσοχή των υποψηφίων στη σημασία που είχε η τήρηση της υποχρέωσης αυτής με διατύπωση σαφή, ακριβή και αναμφίλεκτη, η οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετη προς το καθήκον μέριμνας.

103    Προβλέποντας ότι ο κατάλογος αυτός πρέπει να προσκομίζεται επί ποινή απορρίψεως της αίτησης υποψηφιότητας, ο κανόνας του σημείου 5.3 της προκήρυξης του διαγωνισμού έχει ως σκοπό να παρακινήσει τους υποψηφίους να συμμορφωθούν προς την υποχρέωση αυτή. Είναι αληθές ότι, δεδομένου ότι ο κατάλογος έχει αμιγώς διοικητικό χαρακτήρα, η μη προσκόμισή του δεν εμποδίζει την αξιολόγηση των ατομικών προσόντων των υποψηφίων, όπως μπορεί να συμβαίνει, παραδείγματος χάριν, όταν δεν προσκομίζεται έγγραφο που πιστοποιεί το επίπεδο προσόντων ή κατάρτισης. Εντούτοις, αν δεν υπήρχε ο κανόνας αυτός, οι υποψήφιοι θα είχαν λιγότερα κίνητρα να ελέγξουν επιμελώς την καλή κατάσταση του φακέλου υποψηφιότητάς τους. Πέραν του ότι η απουσία ενός τέτοιου κανόνα θα μπορούσε να επιβαρύνει στην πράξη το έργο της διοίκησης, από νομικής απόψεως θα μπορούσε να δημιουργήσει αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα θεραπείας της σχετικής έλλειψης.

104    Κατά συνέπεια, εκδίδοντας την απόφαση που απέρριψε την αίτηση υποψηφιότητας του προσφεύγοντος βάσει του κανόνα του σημείου 5.3 της προκήρυξης του διαγωνισμού, το Κοινοβούλιο άσκησε την εξουσία του εκτιμήσεως εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας του κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο ή για σκοπούς διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους του είχε ανατεθεί.

105    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση με την οποία ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας είναι αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της παράβασης του γλωσσικού καθεστώτος το οποίο καθιερώθηκε με τον κανονισμό 1

106    Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο, παραλείποντας να χρησιμοποιήσει την πορτογαλική γλώσσα στην απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018 και στην προκήρυξη διαγωνισμού για την περίοδο πιστοποίησης 2017, παρέβη τις διατάξεις του κανονισμού 1. Υποστηρίζει ότι, καίτοι η νομολογία επιτρέπει τη χρήση κάποιων συγκεκριμένων γλωσσών για τις ειδικές και διαπιστωμένες ανάγκες της υπηρεσίας, η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από την έκδοση εσωτερικού κανονισμού σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 1 (αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2015, Ιταλία και Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑124/13 και T‑191/13, EU:T:2015:690). Ελλείψει τέτοιου κανονισμού, δεν είναι δυνατή καμία παρέκκλιση από το γλωσσικό καθεστώς.

107    Επομένως, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι υπέστη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους συναδέλφους του που έχουν ως μητρική γλώσσα την αγγλική, τη γερμανική ή τη γαλλική. Διευκρινίζει δε ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθεί ως ένσταση έλλειψης νομιμότητας της προκήρυξης του διαγωνισμού, καθόσον ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να προσβάλει ευθέως την πράξη αυτή σε προγενέστερο στάδιο, επειδή δεν είχε άμεσο και ατομικό έννομο συμφέρον.

108    Εξάλλου, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, μολονότι η διοικητική του ένσταση συντάχθηκε στην πορτογαλική γλώσσα, το Κοινοβούλιο απάντησε σε αυτήν στην αγγλική γλώσσα χωρίς μετάφραση.

109    Το Κοινοβούλιο αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

110    Χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αν, ελλείψει ειδικών κανονιστικών διατάξεων που έχουν εφαρμογή στους υπαλλήλους και στο λοιπό προσωπικό και ελλείψει σχετικών διατάξεων στους εσωτερικούς κανονισμούς των θεσμικών οργάνων, οι σχέσεις μεταξύ των εν λόγω θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων και μελών του λοιπού προσωπικού τους αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του κανονισμού 1, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού, το οποίο αντιστοιχεί κατ’ ουσίαν στο άρθρο 24, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 4, του Χάρτη, τα έγγραφα που απευθύνονται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης από πρόσωπο που υπάγεται στη δικαιοδοσία κράτους μέλους συντάσσονται, κατ’ επιλογήν του αποστολέα, σε μία από τις επίσημες γλώσσες που προβλέπονται από το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού και η απάντηση του θεσμικού οργάνου πρέπει να συντάσσεται στην ίδια γλώσσα. Ως ουσιώδης συνιστώσα του σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας της Ένωσης, της οποίας η σημασία υπενθυμίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, ΣΕΕ και στο άρθρο 22 του Χάρτη, το δικαίωμα που απονέμεται στα πρόσωπα αυτά να επιλέγουν μεταξύ των επισήμων γλωσσών της Ένωσης τη γλώσσα που θα χρησιμοποιήσουν κατά τις επαφές τους με τα θεσμικά όργανα έχει θεμελιώδη σημασία (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 36).

111    Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να συναχθεί από την υποχρέωση την οποία υπέχει η Ένωση περί σεβασμού της γλωσσικής πολυμορφίας ότι υφίσταται γενική αρχή του δικαίου η οποία εξασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο το δικαίωμα να συντάσσεται στη γλώσσα του, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, οτιδήποτε μπορεί να επηρεάσει τα συμφέροντά του και σύμφωνα με την οποία τα όργανα οφείλουν, χωρίς να επιτρέπεται οποιαδήποτε παρέκκλιση, να χρησιμοποιούν το σύνολο των επίσημων γλωσσών σε όλες τις περιπτώσεις (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Ειδικότερα, στο ειδικό πλαίσιο των διαδικασιών επιλογής του προσωπικού της Ένωσης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι δυνατόν να επιβάλλονται στα θεσμικά όργανα υποχρεώσεις βαίνουσες πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1δ του ΚΥΚ (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Ισπανία κατά Κοινοβουλίου, C‑377/16, EU:C:2019:249, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Από το άρθρο 1δ, παράγραφος 1 και παράγραφος 6, πρώτη περίοδος, του ΚΥΚ προκύπτει ότι, μολονότι δεν αποκλείεται το συμφέρον της υπηρεσίας να μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό της επιλογής των γλωσσών επικοινωνίας μεταξύ των υποψηφίων σε διαγωνισμό και της διοίκησης σε περιορισμένο αριθμό επίσημων γλωσσών των οποίων η γνώση είναι η ευρύτερα διαδεδομένη εντός της Ένωσης, εντούτοις ένας τέτοιος περιορισμός πρέπει να στηρίζεται οπωσδήποτε σε στοιχεία αντικειμενικώς επαληθεύσιμα τόσο από τους υποψηφίους στον διαγωνισμό όσο και από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2019, Επιτροπή κατά Ιταλίας, C‑621/16 P, EU:C:2019:251, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Στο πλαίσιο προκήρυξης διαγωνισμού για τους μόνιμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που υπηρετούν σε θεσμικό όργανο, η απαίτηση γνώσης ορισμένων γλωσσών μπορεί να δικαιολογείται από τον εσωτερικό χαρακτήρα του διαγωνισμού αυτού, καθώς παρέχεται η δυνατότητα στους μεν υποψηφίους να κατανοήσουν για ποιον λόγο επιβλήθηκαν συγκεκριμένες γλώσσες για τις δοκιμασίες, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά την επιλογή των γλωσσών αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2012, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑566/10 P, EU:C:2012:752, σκέψη 92, και της 5ης Απριλίου 2005, Hendrickx κατά Συμβουλίου, T‑376/03, EU:T:2005:116, σκέψεις 33 και 34).

115    Οι αρχές αυτές έχουν εφαρμογή στην περίπτωση πράξης απευθυνόμενης στο σύνολο των υποψηφίων σε διαδικασία πιστοποίησης όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία έχουν δικαίωμα συμμετοχής μόνον οι υπάλληλοι που μπορούν να επικαλεστούν τουλάχιστον έξι έτη προϋπηρεσίας (πρβλ. απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑185/05, EU:T:2008:519, σκέψη 132).

116    Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία πιστοποίησης προβλέπεται από το άρθρο 45α του ΚΥΚ, η παράγραφος 1 του οποίου ορίζει ότι υπάλληλος της ομάδας καθηκόντων AST, από τον 5ο βαθμό, μπορεί να διοριστεί σε θέση της ομάδας καθηκόντων AD.

117    Εν προκειμένω, από την προκήρυξη του διαγωνισμού προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της απόφασης του προεδρείου του Κοινοβουλίου, της 26ης Σεπτεμβρίου 2005, περί γενικών διατάξεων εφαρμογής σχετικά με τη διαδικασία πιστοποίησης, οι υποψήφιοι έπρεπε, μεταξύ άλλων, να έχουν συμπληρώσει τουλάχιστον εξαετή προϋπηρεσία στην ομάδα καθηκόντων AST. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 3 της εν λόγω απόφασης αναφέρει ότι οι προσκλήσεις για την υποβολή υποψηφιοτήτων που δημοσιεύονται κατ’ εφαρμογήν της διάταξης αυτής πρέπει να αναφέρονται στη σημασία που έχει για τους υποψηφίους η επαρκής γνώση τουλάχιστον μίας από τις γλώσσες στις οποίες οργανώνονται το πρόγραμμα κατάρτισης και οι δοκιμασίες που μνημονεύονται στα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω απόφασης.

118    Επ’ αυτής της βάσεως, η προκήρυξη του διαγωνισμού αναφερόταν στη σημασία αυτή και υπογράμμιζε ότι τα προγράμματα κατάρτισης και οι δοκιμασίες επρόκειτο να διεξαχθούν στη γαλλική και στην αγγλική γλώσσα. Στην προκήρυξη του διαγωνισμού αναφερόταν επίσης ότι η COPAC έπρεπε να καλέσει σε συνέντευξη τους υποψηφίους που θα επιτύγχαναν τα καλύτερα αποτελέσματα, προκειμένου να αξιολογηθούν οι γλωσσικές τους ικανότητες στη γαλλική ή στην αγγλική, γλώσσες οι οποίες χρησιμοποιούνται για το πρόγραμμα κατάρτισης του άρθρου 45α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ.

119    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι απόκειται στη διοίκηση, όταν απευθύνει σε μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού ατομική απόφαση, να τη διατυπώνει, δυνάμει του καθήκοντος μέριμνας που υπέχει, σε γλώσσα την οποία αυτός γνωρίζει εις βάθος, ούτως ώστε να είναι σε θέση να λάβει πραγματικά και ευχερώς γνώση του περιεχομένου της απόφασης (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2000, Rudolph κατά Επιτροπής, T‑197/98, EU:T:2000:86, σκέψεις 44 και 46, και της 5ης Οκτωβρίου 2005, Rasmussen κατά Επιτροπής, T‑203/03, EU:T:2005:346, σκέψεις 61 και 64).

120    Το γεγονός ότι έγγραφα που απευθύνει η διοίκηση σε κάποιον από τους υπαλλήλους της συντάσσονται σε γλώσσα διαφορετική από τη μητρική γλώσσα του υπαλλήλου αυτού δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του τελευταίου αν αυτός γνωρίζει τη γλώσσα που χρησιμοποίησε η διοίκηση ώστε να έχει τη δυνατότητα να λάβει πραγματικά και ευχερώς γνώση του περιεχομένου των επίμαχων εγγράφων. Επομένως, η κοινοποίηση απόφασης που απορρίπτει διοικητική ένσταση σε γλώσσα που δεν είναι ούτε η μητρική γλώσσα του υπαλλήλου ή μέλους του προσωπικού το οποίο αφορά ούτε η γλώσσα στην οποία συντάχθηκε η διοικητική ένσταση μπορεί να θεωρηθεί νομότυπη εφόσον ο ενδιαφερόμενος ήταν σε θέση να λάβει λυσιτελώς γνώση της (πρβλ. αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2000, Rudolph κατά Επιτροπής, T‑197/98, EU:T:2000:86, σκέψεις 44 και 45, της 7ης Φεβρουαρίου 2001, Bonaiti Brighina κατά Επιτροπής, T‑118/99, EU:T:2001:44, σκέψη 17, και της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Duym κατά Συμβουλίου, T‑549/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:72, σκέψη 110).

121    Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που περιήλθαν σε γνώση του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο προσφεύγων ανέφερε στο έντυπο υποψηφιότητάς του ότι διέθετε «πολύ καλό» επίπεδο γνώσης της αγγλικής γλώσσας, το δε επίπεδο αυτό είναι το υψηλότερο από τα τρία επίπεδα από τα οποία μπορούν να επιλέξουν οι υποψήφιοι. Εξάλλου, υπέγραψε τη δήλωση που περιλαμβανόταν στο τέλος του εντύπου υποψηφιότητας το οποίο ήταν συνταγμένο στην αγγλική γλώσσα (βλ. ανωτέρω, σκέψη 90). Ο προσφεύγων συνέταξε στην αγγλική γλώσσα τη διοικητική ένσταση της 2ας Φεβρουαρίου 2018, επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 23ης Ιουλίου 2018 που απαντά και στη διοικητική ένσταση της 13ης Απριλίου 2018. Επιπλέον, ο προσφεύγων συνέταξε στη γλώσσα αυτή και άλλα έγγραφα σχετικά με τη διαδικασία πιστοποίησης που αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, μεταξύ άλλων την αίτηση υποψηφιότητάς του της 27ης Σεπτεμβρίου 2017, καθώς και την προσφυγή της 8ης Μαρτίου 2018 ενώπιον της COPAC. Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι ο προσφεύγων χρησιμοποίησε την αγγλική γλώσσα στην ηλεκτρονική επικοινωνία του με τη διοίκηση, προκειμένου να ζητήσει νέα εξέταση του φακέλου της υποψηφιότητάς του στις 13 Δεκεμβρίου 2017, καθώς και για να διαβιβάσει τη διοικητική ένσταση της 13ης Απριλίου 2018. Υπογραμμίζεται συναφώς ότι ο προσφεύγων, με ηλεκτρονική επιστολή που συνέταξε στην αγγλική γλώσσα και απηύθυνε στις 13 Δεκεμβρίου 2017 στην ΑΔΑ, δήλωσε ρητώς ότι υπέπεσε σε σφάλμα λησμονώντας τη διαβίβαση του καταλόγου των δικαιολογητικών εγγράφων προς στήριξη της υποψηφιότητάς του, χωρίς ωστόσο να επιδιώξει να δικαιολογήσει το σφάλμα αυτό επικαλούμενος δυσχέρειες γλωσσικής φύσεως που τον εμπόδισαν να κατανοήσει τους όρους της προκήρυξης του διαγωνισμού.

122    Η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση διαδικασία πιστοποίησης δεν αποτελούσε εξωτερικό διαγωνισμό ο οποίος δημοσιεύεται υποχρεωτικά στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλες τις επίσημες γλώσσες και είναι ανοικτός σε όλους τους πολίτες της Ένωσης, αλλά εσωτερικό διαγωνισμό για ορισμένους υπαλλήλους που είχαν προϋπηρεσία έξι και πλέον ετών. Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν παραβίασε τις προαναφερθείσες αρχές που διέπουν το γλωσσικό καθεστώς της Ένωσης με το να μη δημοσιεύσει στην πορτογαλική γλώσσα την προκήρυξη του διαγωνισμού. Επίσης, το Κοινοβούλιο δεν παραβίασε τις εν λόγω αρχές όταν ζήτησε με την εν λόγω προκήρυξη από τον προσφεύγοντα να επικοινωνήσει μαζί του σε γλώσσα διαφορετική από την πορτογαλική και να έχει επαρκή γνώση της αγγλικής ή της γαλλικής γλώσσας. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η ένσταση έλλειψης νομιμότητας με την οποία προβάλλεται παράβαση του κανονισμού 1 πρέπει να απορριφθεί.

123    Επομένως, η επιχειρηματολογία με την οποία ο προσφεύγων επικρίνει τη σύνταξη της απόφασης της 23ης Ιουλίου 2018 στην αγγλική γλώσσα και την έλλειψη μετάφρασης στην πορτογαλική γλώσσα είναι αβάσιμη και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί.

124    Δεδομένου ότι το σύνολο των αιτιάσεων που στρέφονται κατά της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος απορρίφθηκαν επί της ουσίας υπό το πρίσμα των λοιπών πράξεων και των λοιπών εγγράφων των οποίων ζητείται εν προκειμένω η ακύρωση, χωρίς να χρειάζεται να κριθεί το παραδεκτό των αιτημάτων για την ακύρωση των εν λόγω πράξεων και εγγράφων, η προσφυγή απορρίπτεται στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

125    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

126    Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Κοινοβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τον João Miguel Barata στα δικαστικά έξοδα.

da Silva Passos

Valančius

Reine

Truchot

 

      Sampol Pucurull

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 3 Μαρτίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.