Language of document : ECLI:EU:T:2024:33

Υπόθεση T405/21

(δημοσίευση αποσπασμάτων)

Dexia Crédit Local

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης

 Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα)
της 24ης Ιανουαρίου 2024

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του ΕΣΕ σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών για το 2021 – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Ίση μεταχείριση – Αρχή της αναλογικότητας – Περιθώριο εκτιμήσεως του ΕΣΕ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Νομική βάση του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής»

1.      Προσέγγιση των νομοθεσιών – Μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς στον χρηματοπιστωτικό τομέα – Ρύθμιση σχετικά με την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην τραπεζική ένωση – Άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 – Εξουσιοδότηση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) να καθορίζει τις εκ των προτέρων εισφορές και να διαχειρίζεται τα χρηματοδοτικά μέσα του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Νομική βάση – Άρθρο 114 ΣΛΕΕ

(Κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 5, 69 και 70)

(βλ. σκέψεις 35, 37, 46, 48-50, 54, 56, 58, 59)

2.      Οικονομική και νομισματική πολιτική – Οικονομική πολιτική – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων – Εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Φύση – Απουσία φορολογικού χαρακτήρα – Ασφαλιστικής φύσεως λογική που αποσκοπεί στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στο σύνολό του – Χρηματοδότηση βαρύνουσα τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του – Εισφορές που προορίζονται άμεσα και αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δαπανών του τομέα αυτού και είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του – Νομική βάση – Άρθρο 114 § 2 ΣΛΕΕ

(Άρθρο 114 § 2 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 67 §§ 2 και 4, 69 και 70)

(βλ. σκέψεις 64-69, 71, 76-79)

3.      Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Παροχή εξηγήσεων από το εκδόν την πράξη όργανο σχετικά με το σκεπτικό στο οποίο αυτή στηρίζεται κατά τη διαδικασία ενώπιον του δικαστή της Ένωσης – Προϋποθέσεις – Απουσία αντιφάσεων και υποχρέωση συνοχής μεταξύ εξηγήσεων και σκεπτικού

(Άρθρο 296, εδ. 2, ΣΛΕΕ)

(βλ. σκέψεις 229, 230)


Σύνοψη

Επιληφθέν προσφυγής ακυρώσεως, την οποία κάνει δεκτή, το Γενικό Δικαστήριο αποφαίνεται για πρώτη φορά επί της συμβατότητας του κανονισμού 806/2014 (1) με το άρθρο 114, παράγραφοι 1 και 2, και το άρθρο 352 ΣΛΕΕ, παρέχοντας, μεταξύ άλλων, διευκρινίσεις ως προς την έννοια όρου «φορολογικές διατάξεις», υπό το πρίσμα των χαρακτηριστικών των εκ των προτέρων εισφορών. Επιπλέον, επαναλαμβάνει τις εκτιμήσεις του σχετικά με το περιεχόμενο της υποχρέωσης αιτιολόγησης που υπέχει το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

Η Dexia Crédit Local (στο εξής: προσφεύγουσα) είναι πιστωτικό ίδρυμα με έδρα τη Γαλλία.

Στις 14 Απριλίου 2021 το ΕΣΕ εξέδωσε απόφαση με την οποία καθόρισε (2) τις εκ των προτέρων εισφορές που καλούνταν να καταβάλουν προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (στο εξής: ΕΤΕ) για το έτος 2021 τα πιστωτικά ιδρύματα και ορισμένες επιχειρήσεις επενδύσεων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (3).

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Όσον αφορά τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους προβάλλεται ένσταση ελλείψεως νομιμότητας διατάξεων του κανονισμού 806/2014 υπό το πρίσμα των διατάξεων των Συνθηκών και τους οποίους το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει, η προσφεύγουσα αμφισβητούσε ειδικότερα τη νομική βάση, ήτοι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ, δυνάμει της οποίας θεσπίστηκαν οι επίμαχες διατάξεις του εν λόγω κανονισμού (4), αφενός, και την επιλογή να εφαρμοστεί η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου, αφετέρου, παρά το γεγονός ότι, κατά την άποψή της, οι εκ των προτέρων εισφορές έχουν φορολογικό χαρακτήρα, και, επομένως, εμπίπτουν στην έννοια του όρου «φορολογικές διατάξεις» κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού.

Κατ’ αρχάς, όσον αφορά την αμφισβήτηση της επιλεγείσας νομικής βάσης, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι η επιλογή της νομικής βάσης πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων καταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης. Οι νομοθετικές πράξεις που εκδίδονται βάσει του άρθρου 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ πρέπει, αφενός, να περιλαμβάνουν μέτρα σχετικά με την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών και, αφετέρου, να έχουν ως αντικείμενο την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι επίμαχες διατάξεις του κανονισμού 806/2014 πληρούν τις δύο τελευταίες αυτές προϋποθέσεις.

Συγκεκριμένα, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι το άρθρο 114 ΣΛΕΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση μόνο στην περίπτωση που από τη νομική πράξη προκύπτει πράγματι, με βάση αντικειμενικά κριτήρια, ότι σκοπός της είναι η βελτίωση των προϋποθέσεων για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Εν προκειμένω, από τις αιτιολογικές σκέψεις του κανονισμού 806/2014 προκύπτει ότι σκοπός του κανονισμού είναι να περιορίσει τον σύνδεσμο μεταξύ της αντίληψης για τη δημοσιονομική θέση των επιμέρους κρατών μελών και του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών και των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στα εν λόγω κράτη μέλη, καθώς και να καταστήσει τον χρηματοπιστωτικό τομέα στο σύνολό του υπεύθυνο για τη χρηματοδότηση της σταθεροποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επομένως, ο κανονισμός 806/2014 θεσπίζει, μεταξύ άλλων, ενιαίους κανόνες και ενιαία διαδικασία για την εξυγίανση των ιδρυμάτων, οι οποίοι πρέπει να εφαρμόζονται από το ΕΣΕ για την αντιμετώπιση υφιστάμενων απειλών. Ουσιώδες στοιχείο των εν λόγω κανόνων και της οικείας διαδικασίας είναι το ΕΤΕ, το οποίο καθιστά δυνατή την αποτελεσματική άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης και τη συνεισφορά στη χρηματοδότηση των εργαλείων εξυγίανσης, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική εφαρμογή τους. Προκειμένου να εξασφαλιστούν επαρκή χρηματοδοτικά μέσα στο πλαίσιο του ΕΤΕ, το τελευταίο χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων, από τις εκ των προτέρων εισφορές που καταβάλλουν τα ιδρύματα, το ύψος των οποίων εξαρτάται από το τελικό επίπεδο-στόχο και από τις κύριες μεθόδους υπολογισμού που προβλέπουν τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014. Ως εκ τούτου, η καταβολή των εν λόγω εισφορών διασφαλίζει την αποτελεσματική εφαρμογή των ενιαίων κανόνων και της ενιαίας διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων.

Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει ο νομοθέτης της Ένωσης, η ομοιόμορφη εφαρμογή του καθεστώτος εξυγίανσης στα συμμετέχοντα κράτη μέλη θα ενισχυθεί ως αποτέλεσμα των καθηκόντων που ανατίθενται στο ΕΣΕ, το οποίο σχεδιάστηκε ειδικά για τη διασφάλιση μιας ταχείας και αποτελεσματικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων στον τομέα της εξυγίανσης, και θα πρέπει επίσης να εξασφαλίζει ότι λαμβάνεται δεόντως υπόψη η εθνική χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης και η εσωτερική αγορά. Στο πλαίσιο αυτό, ο εν λόγω κανονισμός προβλέπει ότι το ΕΣΕ πρέπει να θεωρείται ως εθνική αρχή εξυγίανσης (στο εξής: ΕΑΕ), όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες που ανατίθενται σε μια τέτοια ΕΑΕ. Επομένως, η διάταξη αυτή παρέχει στο ΕΣΕ τη δυνατότητα να ενεργεί πλήρως ως όργανο λήψης αποφάσεων στον τομέα της εξυγίανσης εντός της τραπεζικής ένωσης και, ως εκ τούτου, αποσκοπεί στη βελτίωση της λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

Το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 806/2014 αποσκοπεί στη βελτίωση των συνθηκών για την εγκαθίδρυση και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

Δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, με την έκφραση «μέτρα σχετικά με την προσέγγιση» στο άρθρο 114 ΣΛΕΕ, οι συντάκτες της Συνθήκης ΛΕΕ, λαμβάνοντας υπόψη το γενικό πλαίσιο και τις ειδικές περιστάσεις του υπό εναρμόνιση τομέα, θέλησαν να απονείμουν στον νομοθέτη της Ένωσης ορισμένη διακριτική εξουσία ως προς τη μέθοδο προσεγγίσεως που κρίνεται ως η πιο ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Ως εκ τούτου, ο νομοθέτης της Ένωσης μπορεί να αναθέτει σε όργανο ή οργανισμό της Ένωσης αρμοδιότητες που αφορούν την υλοποίηση της επιδιωκόμενης εναρμονίσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης της Ένωσης μπορούσε να προβλέψει ότι το ΕΣΕ πρέπει να θεωρείται ως ΕΑΕ, όταν εκτελεί καθήκοντα και ασκεί εξουσίες που ανατίθενται σε μια τέτοια ΕΑΕ, και μπορούσε να του αναθέσει αρμοδιότητες για τον καθορισμό του ποσού των εκ των προτέρων εισφορών καθώς και για τη διαχείριση των χρηματοδοτικών μέσων του ΕΤΕ. Επιπλέον, τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014 αποτελούν ουσιώδες στοιχείο των κανόνων και της διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων, το οποίο συμβάλλει στην αποφυγή της δημιουργίας εμποδίων στην άσκηση των θεμελιωδών ελευθεριών ή στην αποφυγή της νόθευσης του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά λόγω αποκλινουσών εθνικών πρακτικών. Ομοίως, το άρθρο 5 του κανονισμού 806/2014 περιλαμβάνει μέτρο σχετικά με την προσέγγιση των νομοθεσιών περί εξυγίανσης, το οποίο ενισχύει την ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων και της διαδικασίας εξυγίανσης των ιδρυμάτων. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι τρεις αυτές διατάξεις μπορούν να θεωρηθούν διατάξεις σχετικές με την προσέγγιση των διατάξεων των κρατών μελών στον τομέα της εξυγίανσης των ιδρυμάτων στην τραπεζική ένωση. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στο ΕΣΕ συνδέονται στενά με το αντικείμενο του κανονισμού 806/2014.

Εν συνεχεία, όσον αφορά την επιλογή να εφαρμοστεί το άρθρο 114, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, παρά το γεγονός ότι, κατά την προσφεύγουσα, οι εκ των προτέρων εισφορές έχουν φορολογικό χαρακτήρα και, επομένως, εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι τα άρθρα 69 και 70 του κανονισμού 806/2014, τα οποία υποχρεώνουν τα ιδρύματα να καταβάλλουν εκ των προτέρων εισφορές και καθορίζουν τις μεθόδους υπολογισμού τους, δεν συνιστούν «φορολογικές διατάξεις» κατά την έννοια του άρθρου 114, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

Συγκεκριμένα, υπενθυμίζει ότι οι εισφορές που καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς συγκεκριμένου τομέα δεν έχουν φορολογικό χαρακτήρα σε περίπτωση κατά την οποία, ειδικότερα, προορίζονται άμεσα και αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση των δαπανών του οικείου τομέα, οι δε δαπάνες αυτές είναι αναγκαίες για τη λειτουργία του εν λόγω τομέα, ιδίως για τη σταθεροποίησή του. Η συλλογιστική αυτή ισχύει και στην περίπτωση των εκ των προτέρων εισφορών, οι οποίες στηρίζονται σε μια ασφαλιστικής φύσεως λογική και καταβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς ενός συγκεκριμένου τομέα με σκοπό τη χρηματοδότηση αποκλειστικά των δαπανών του οικείου τομέα.

Βεβαίως, ο κανονισμός 806/2014 δεν συνδέει αυτομάτως την καταβολή της εκ των προτέρων εισφοράς με την εξυγίανση του οικείου ιδρύματος και, ως εκ τούτου, οι εκ των προτέρων εισφορές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ασφάλιστρα ως προς τα οποία χωρεί μηνιαίος καθορισμός και επιστροφή. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα ιδρύματα επωφελούνται διπλά από το ΕΤΕ, το οποίο χρηματοδοτείται ακριβώς από τις εκ των προτέρων εισφορές τους. Αφενός, όταν τα ιδρύματα βρίσκονται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οικονομική κατάστασή τους μπορεί να τακτοποιηθεί στο πλαίσιο διαδικασίας εξυγίανσης η οποία μπορεί να κινηθεί προς όφελός τους. Αφετέρου, όλα τα ιδρύματα επωφελούνται από τις καταβαλλόμενες από αυτά εκ των προτέρων εισφορές μέσω της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, την οποία διασφαλίζει το ΕΤΕ.

Επομένως, το ΕΤΕ αποσκοπεί, υπό μια οπτική ασφαλιστικού και όχι φορολογικού χαρακτήρα, στη διασφάλιση της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα στο σύνολό του, ώστε το σύνολο των ιδρυμάτων να προστατεύεται από κρίσεις στον τομέα αυτόν. Ο εν λόγω ασφαλιστικής φύσεως σκοπός αντικατοπτρίζεται εξάλλου και στον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών, δεδομένου ότι οι εισφορές αυτές δεν προκύπτουν από την εφαρμογή συγκεκριμένου συντελεστή σε μια βάση επιβολής, αλλά από τον καθορισμό ενός τελικού επιπέδου-στόχου και, στη συνέχεια, ενός ετήσιου επιπέδου-στόχου, το οποίο ακολούθως κατανέμεται μεταξύ των ιδρυμάτων.

Όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρέωσης αιτιολογήσεως σε σχέση με τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, λόγο ο οποίος είναι δημοσίας τάξεως, το Γενικό Δικαστήριο τον κάνει δεκτό και υπενθυμίζει, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με την εφαρμοστέα νομοθεσία, έως το τέλος της αρχικής οκταετούς περιόδου, υπολογιζομένης από την 1η Ιανουαρίου 2016 (στο εξής: αρχική περίοδος), τα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα πρέπει να φθάσουν στο τελικό επίπεδο‑στόχο, το οποίο αντιστοιχεί τουλάχιστον στο 1 % του ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων όλων των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Στη συνέχεια, κατά την αρχική περίοδο, οι εκ των προτέρων εισφορές κατανέμονται όσο το δυνατόν ισομερώς χρονικά μέχρις ότου επιτευχθεί το τελικό επίπεδο‑στόχος. Επιπλέον, κάθε έτος, οι εισφορές που οφείλονται από το σύνολο των ιδρυμάτων με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών δεν υπερβαίνουν το 12,5 % του τελικού επιπέδου-στόχου. Περαιτέρω, όσον αφορά τον τρόπο υπολογισμού των εκ των προτέρων εισφορών, το ΕΣΕ καθορίζει το ύψος τους με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, λαμβάνοντας υπόψη το τελικό επίπεδο-στόχο, και με βάση το μέσο ποσό, υπολογιζόμενο ανά τρίμηνο, των καλυπτόμενων καταθέσεων του προηγούμενου έτους, όσον αφορά όλα τα ιδρύματα με άδεια λειτουργίας στο έδαφος όλων των συμμετεχόντων κρατών μελών. Τέλος, το ΕΣΕ υπολογίζει την εκ των προτέρων εισφορά για κάθε ίδρυμα με βάση το ετήσιο επίπεδο-στόχο, το οποίο πρέπει να καθορίζεται σε σχέση με το τελικό επίπεδο-στόχο, και με τη μεθοδολογία που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2015/63 (5).

Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ως προς την περίοδο συνεισφοράς 2021, σε 11 287 677 212,56 ευρώ. Στην απόφαση αυτή, το ΕΣΕ εξήγησε εν συνόψει ότι το ετήσιο επίπεδο-στόχος έπρεπε να καθορίζεται βάσει ανάλυσης που να εστιάζει στην εξέλιξη των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά τα προηγούμενα έτη, σε οποιαδήποτε σχετική εξέλιξη της οικονομικής κατάστασης καθώς και στους δείκτες που αφορούν τη φάση του οικονομικού κύκλου και στα αποτελέσματα φιλοκυκλικών εισφορών για τη χρηματοοικονομική κατάσταση των ιδρυμάτων. Το ΕΣΕ έκρινε σκόπιμο να καθορίσει συντελεστή ο οποίος στηριζόταν στην ανάλυση αυτή και στα διαθέσιμα στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικά μέσα (στο εξής: συντελεστής) και εφάρμοσε τον συντελεστή στο ένα όγδοο του μέσου ποσού των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020, προκειμένου να υπολογίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο. Στη συνέχεια, εξέθεσε τη μέθοδο που ακολούθησε για τον καθορισμό του συντελεστή. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΣΕ καθόρισε το ύψος του συντελεστή στο 1,35 %. Στη συνέχεια, υπολόγισε το ύψος του ετήσιου επιπέδου-στόχου, πολλαπλασιάζοντας το μέσο ποσό των καλυπτόμενων καταθέσεων κατά το έτος 2020 με τον ως άνω συντελεστή και διαιρώντας το γινόμενο διά του οκτώ.

Συναφώς, εφόσον το ΕΣΕ υποχρεούται να παράσχει στα ιδρύματα, μέσω της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξηγήσεις σχετικά με τη μέθοδο καθορισμού του ετήσιου επιπέδου-στόχου, οι εξηγήσεις αυτές πρέπει να αντιστοιχούν προς τις εξηγήσεις τις οποίες παρέχει το ΕΣΕ κατά την ένδικη διαδικασία και οι οποίες αφορούν την πράγματι εφαρμοσθείσα μέθοδο. Τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω.

Συγκεκριμένα, από τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι αυτό είχε καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο για την περίοδο συνεισφοράς 2021 ακολουθώντας μέθοδο τεσσάρων βημάτων, από τα οποία τα δύο τελευταία συνίσταντο στην αφαίρεση από το τελικό επίπεδο-στόχο των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων, προκειμένου να υπολογίσει το ποσό που απέμενε να εισπραχθεί έως το τέλος της αρχικής περιόδου, και διαιρώντας το τελευταίο αυτό ποσό διά του τρία.

Το Γενικό Δικαστήριο παρατηρεί ότι τα δύο τελευταία βήματα του υπολογισμού αυτού ουδόλως αποτυπώνονται στον μαθηματικό τύπο που παρουσιάζεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως η βάση για τον καθορισμό του ποσού του ετήσιου επιπέδου-στόχου.

Εξάλλου, η διαπίστωση αυτή δεν ανατρέπεται από το επιχείρημα του ΕΣΕ το οποίο συνίσταται στο ότι δημοσίευσε, τον Μάιο του 2021, το ενημερωτικό δελτίο, το οποίο περιείχε εύρος τιμών όσον αφορά το πιθανό ύψος του τελικού επιπέδου-στόχου, καθώς και, στον ιστότοπό του, το ποσό των διαθέσιμων στο πλαίσιο του ΕΤΕ χρηματοδοτικών μέσων. Ειδικότερα, ανεξαρτήτως του αν η προσφεύγουσα γνώριζε πράγματι τα ποσά αυτά, δεν μπορούσε βάσει των εν λόγω ποσών και μόνον να διαγνώσει ότι τα δύο τελευταία βήματα του υπολογισμού είχαν όντως ακολουθηθεί από το ΕΣΕ, διευκρινιζομένου επιπλέον ότι ο μαθηματικός τύπος ούτε καν τα ανέφερε.

Παρόμοιες ανακολουθίες χαρακτηρίζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο καθορίστηκε ο συντελεστής του 1,35 %, ο οποίος διαδραματίζει ωστόσο βασικό ρόλο στον εν λόγω μαθηματικό τύπο. Πράγματι, από τις εξηγήσεις που παρέσχε το ΕΣΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι ο συντελεστής αυτός καθορίστηκε κατά τρόπον ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει το αποτέλεσμα του υπολογισμού του ύψους του ετήσιου επιπέδου-στόχου, ήτοι αφού το ΕΣΕ υπολόγισε το ύψος αυτό κατ’ εφαρμογήν των τεσσάρων βημάτων της πράγματι εφαρμοσθείσας μεθόδου. Πλην όμως ο συγκεκριμένος τρόπος ενέργειας ουδόλως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση.

Επιπλέον, το εύρος τιμών στο οποίο, βάσει του ενημερωτικού δελτίου, εντασσόταν το ύψος του εκτιμώμενου τελικού επιπέδου-στόχου τελεί σε αναντιστοιχία με το εμφαινόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση εύρος τιμών όσον αφορά τον ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων, το οποίο κυμαίνεται μεταξύ 4 % και 7 %. Ειδικότερα, το ΕΣΕ δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, προκειμένου να καθορίσει το ετήσιο επίπεδο-στόχο, είχε λάβει υπόψη ρυθμό αύξησης των καλυπτόμενων καταθέσεων της τάξεως του 4 % –δηλαδή τη χαμηλότερη τιμή του δεύτερου εύρους τιμών– και είχε καταλήξει κατά τον τρόπο αυτόν σε εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο ύψους 75 δισεκατομμυρίων ευρώ – το οποίο αποτελούσε την υψηλότερη τιμή του πρώτου εύρους τιμών. Προκύπτει επομένως μια αναντιστοιχία ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο εύρος τιμών. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο το ΕΣΕ είχε χρησιμοποιήσει το σχετικό με τον ρυθμό μεταβολής των καταθέσεων αυτών εύρος τιμών προκειμένου να υπολογίσει το εκτιμώμενο τελικό επίπεδο-στόχο.

Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου-στόχου, η μέθοδος την οποία πράγματι εφάρμοσε το ΕΣΕ, όπως η μέθοδος αυτή αποσαφηνίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν αντιστοιχεί στη μέθοδο που περιγράφεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως το πραγματικό σκεπτικό βάσει του οποίου καθορίστηκε το εν λόγω επίπεδο-στόχος δεν μπορούσε να προσδιοριστεί βάσει της προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε από τα ιδρύματα ούτε από το Γενικό Δικαστήριο. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του ετήσιου επιπέδου‑στόχου.

Λαμβανομένων υπόψη των λόγων ελλείψεως νομιμότητας που συντρέχουν στην περίπτωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο την ακυρώνει κατά το μέρος που αφορά την προσφεύγουσα.

Ωστόσο, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υπόθεσης, το Γενικό Δικαστήριο αποφασίζει να διατηρηθούν σε ισχύ τα αποτελέσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την προσφεύγουσα έως την έναρξη ισχύος, εντός εύλογης προθεσμίας η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας απόφασης, νέας απόφασης του ΕΣΕ περί καθορισμού της εκ των προτέρων εισφοράς της προσφεύγουσας προς το ΕΤΕ για την περίοδο συνεισφοράς 2021.


1      Κανονισμός (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).


2      Σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, του κανονισμού 806/2014.


3      Απόφαση SRB/ES/2021/22 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), της 14ης Απριλίου 2021, σχετικά με τον υπολογισμό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης για το 2021.


4      Άρθρα 5, 69 και 70 του κανονισμού 806/2014.


5      Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 2015/63 της Επιτροπής, της 21ης Οκτωβρίου 2014, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εκ των προτέρων συνεισφορές σε χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης (ΕΕ 2015, L 11, σ. 44).