Language of document : ECLI:EU:T:2021:539

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 8ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Προστασία της υγείας και της ασφάλειας των καταναλωτών και των εργαζομένων – Οδηγία 2006/42/ΕΚ – Ρήτρα διασφάλισης – Εθνικό μέτρο απόσυρσης από την αγορά και απαγόρευσης της διάθεσης στην αγορά κορυνοθέτη και συμπληρωματικού κιτ – Βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας – Απόφαση της Επιτροπής κηρύττουσα το μέτρο δικαιολογημένο – Ίση μεταχείριση»

Στην υπόθεση T‑152/19,

Brunswick Bowling Products LLC, πρώην Brunswick Bowling & Billiards Corporation, με έδρα το Muskegon, Michigan (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους R. Martens και V. Ostrovskis, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους M. Huttunen και P. Ondrůšek,

καθής,

υποστηριζόμενης από το

Βασίλειο της Σουηδίας, εκπροσωπούμενο από τις H. Eklinder, R. Eriksson, C. Meyer-Seitz, A. Runeskjöld, M. Salborn Hodgson, H. Shev, και τους J. Lundberg και O. Simonsson,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2018/1960 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2018, σχετικά με μέτρο διασφάλισης που έλαβε η Σουηδία σύμφωνα με την οδηγία 2006/42/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την απαγόρευση της διάθεσης στην αγορά ενός τύπου κορυνοθέτη και ενός συμπληρωματικού κιτ προοριζόμενου να χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με αυτόν τον τύπο κορυνοθέτη, που κατασκευάζονται από την Brunswick Bowling & Billiards, και για την απόσυρση των μηχανημάτων που διατίθενται ήδη στην αγορά (ΕΕ 2018, L 315, σ. 29),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin και P. Škvařilová-Pelzl (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, προϊσταμένη μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Οκτωβρίου 2020,

έχοντας υπόψη τη διάταξη περί επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας της 11ης Μαρτίου 2021 και τις απαντήσεις των διαδίκων στις γραπτές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Η προσφεύγουσα, με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαρτίου 2019, άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουνίου 2019, το Βασίλειο της Σουηδίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Η Επιτροπή και η προσφεύγουσα συμφώνησαν επί της εν λόγω αιτήσεως παρεμβάσεως, αντιστοίχως στις 9 και στις 17 Ιουλίου 2019. Με απόφαση της 25ης Ιουλίου 2019, η πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως του Βασιλείου της Σουηδίας.

14      Στις 24 Ιουνίου 2019, η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

15      Το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Αυγούστου και στις 22 Οκτωβρίου 2019, αντιστοίχως.

16      Στις 9 Οκτωβρίου 2019, το Βασίλειο της Σουηδίας κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου.

17      Στις 5 και στις 7 Νοεμβρίου 2019, αντιστοίχως, η Επιτροπή και η προσφεύγουσα κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Βασιλείου της Σουηδίας.

18      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2019, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέα εισηγήτρια δικαστή, μέλος του δευτέρου τμήματος.

19      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα διατύπωσε, στις 3 Δεκεμβρίου 2019, αιτιολογημένη θέση επί της διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

20      Με απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο έλαβε μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει των άρθρων 88 έως 90 του Κανονισμού Διαδικασίας. Η Επιτροπή απάντησε εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Οι λοιποί διάδικοι δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση που τους είχε απευθυνθεί να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της απαντήσεως της Επιτροπής.

21      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Οκτωβρίου 2020.

22      Με διάταξη της 11ης Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας και, με απόφαση της ίδιας ημέρας, ως μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει των άρθρων 88 έως 90 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε την προσφεύγουσα να διευκρινίσει τον νομικό δεσμό της με την Brunswick Bowling & Billiards, η οποία μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλόμενης απόφασης ως κατασκευάστρια των επίδικων προϊόντων.

23      Στην από 26 Μαρτίου 2021 απάντησή της, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις επεξηγήσεις της και προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφερόταν σε αυτήν υπό την προηγούμενη εταιρική επωνυμία της. Με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2021, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν είχε παρατηρήσεις επί της απάντησης της προσφεύγουσας. Το Βασίλειο της Σουηδίας δεν κατέθεσε παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

24      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Σουηδίας, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

[παραλειπόμενα]

 Επί της ουσίας

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 και του άρθρου 18, παράγραφος 5, του κανονισμού 765/2008, καθώς και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά το άρθρο 18, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού

[παραλειπόμενα]

–       Επί του πρώτου σκέλους, το οποίο αφορά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 και του άρθρου 18, παράγραφος 5, του κανονισμού 765/2008

[παραλειπόμενα]

42      Επομένως, η οδηγία 2006/42 θεσπίζει ένα σύστημα εποπτείας και ρύθμισης της εσωτερικής αγοράς, στο πλαίσιο του οποίου, σε πρώτο στάδιο, εναπόκειται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να εξετάσουν εάν ένα μηχάνημα είναι ικανό να θέσει σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων και, σε περίπτωση που αυτό ισχύει, να λάβουν τα επιβαλλόμενα μέτρα απόσυρσης ή απαγόρευσης. Η ίδια η ρήτρα διασφάλισης η οποία προβλέπεται προς τον σκοπό αυτό με το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 πρέπει να νοηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 114, παράγραφος 10, ΣΛΕΕ, το οποίο παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να λαμβάνουν τέτοια μέτρα για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η προστασία της υγείας και της ζωής των προσώπων. Από τη νομολογία προκύπτει ότι μια τέτοια απόπειρα μπορεί να συνεπάγεται, εκ μέρους των αρμόδιων εθνικών αρχών, πολύπλοκες εκτιμήσεις τεχνικής ή επιστημονικής φύσης. Από την πλευρά της, η Επιτροπή εξακριβώνει τον δικαιολογημένο ή μη χαρακτήρα, από νομική και πραγματική άποψη, των μέτρων που λαμβάνουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της οδηγίας 2006/42 (βλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2018, Grizzly Tools κατά Επιτροπής, T‑168/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:246, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, αφενός, για να έχει η Επιτροπή τη δυνατότητα να επιτύχει αποτελεσματικά τον σκοπό που της έχει ανατεθεί και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών αξιολογήσεως στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να της αναγνωριστεί ευρεία εξουσία εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών. Αφετέρου, ο δικαστικός έλεγχος του βασίμου των νομικών δικαιολογητικών λόγων επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε τη διαπίστωσή της περί δικαιολογημένου χαρακτήρα των επίμαχων εθνικών μέτρων δεν μπορεί παρά να είναι, όσον αφορά τα νομικά ζητήματα, ένας πλήρης έλεγχος (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, CSF κατά Επιτροπής, T‑337/13, EU:T:2015:502, σκέψεις 48 και 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

[παραλειπόμενα]

54      Επομένως, κατά τη νομολογία, η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται ότι έκαστο των κρατών μελών, πέραν του Βασιλείου της Σουηδίας, λαμβάνει μέτρα κατάλληλα για τη θέση ή τη διατήρηση των επίδικων προϊόντων στην αντίστοιχη αγορά του και διασφαλίζει, με τον τρόπο αυτόν, την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, υπό το πρίσμα των μέτρων που έλαβαν οι σουηδικές αρχές, αφότου κρίθηκαν δικαιολογημένα από την Επιτροπή. Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως άμεση συνέπεια την κίνηση των εθνικών διαδικασιών οι οποίες θέτουν υπό αμφισβήτηση το δικαίωμα που είχε η προσφεύγουσα έως τότε, στο σύνολο της Ένωσης, να εμπορεύεται μηχάνημα το οποίο έχαιρε του κατά το άρθρο 7 της εν λόγω οδηγίας τεκμηρίου συμμόρφωσης, καθόσον διέθετε σήμανση CE και συνοδευόταν από δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, CSF κατά Επιτροπής, T‑337/13, EU:T:2015:502, σκέψη 28).

[παραλειπόμενα]

–       Επί του δευτέρου σκέλους, το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

[παραλειπόμενα]

65      Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας διότι δεν έλαβε υπόψη το σχέδιο αναβάθμισης που παρουσίασε η προσφεύγουσα στο κέντρο μπόουλινγκ του Gustavsberg το 2016 ούτε τις θετικές παρατηρήσεις της σχετικής ανεξάρτητης μελέτης, πρέπει να υπογραμμιστεί, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει εάν τα μέτρα διασφάλισης που έλαβε η OSET [σουηδική υπηρεσία εργασιακού περιβάλλοντος] το 2013 ήταν δικαιολογημένα.

66      Παρατηρείται συναφώς ότι η παράγραφος 10 του άρθρου 95 ΕΚ, η οποία αποτελεί τη νομική βάση της οδηγίας 2006/42, προβλέπει ότι τα μέτρα εναρμόνισης που εκδίδονται επί τη βάσει αυτή περιλαμβάνουν, στις ενδεδειγμένες περιπτώσεις, ρήτρα διασφάλισης που επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, για έναν ή περισσότερους από τους μη οικονομικούς λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 36 ΣΛΕΕ, «προσωρινά μέτρα υποκείμενα σε διαδικασία ελέγχου της Ένωσης». Επομένως, κατά τη νομολογία, καίτοι πράγματι απόκειται στα κράτη μέλη να εφαρμόζουν κατά τρόπο ορθό την οδηγία 2006/42, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την αρχή της αναλογικότητας, και να εποπτεύουν ώστε τα μηχανήματα που διατίθενται στην αγορά ή αρχίζουν να χρησιμοποιούνται στο έδαφός τους πληρούν τις προϋποθέσεις της, λαμβάνοντας εφόσον απαιτείται μέτρα όπως τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11 της εν λόγω οδηγίας, γεγονός παραμένει, πάντως, ότι η Επιτροπή οφείλει να ελέγχει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των μέτρων αυτών, έτσι ώστε να διασφαλίζεται ιδίως το βάσιμο των νομικών και πραγματικών δικαιολογητικών λόγων της έκδοσής τους και ιδίως ο αναλογικός χαρακτήρας των λαμβανόμενων μέτρων. Από το αποτέλεσμα του ελέγχου αυτού εξαρτάται η οριστική διατήρηση εν ισχύι του οικείου εθνικού μέτρου, υπό την έννοια ότι το κράτος μέλος μπορεί να το διατηρήσει εν ισχύι μόνον εάν η Επιτροπή το κρίνει δικαιολογημένο, ενώ οφείλει να το άρει σε αντίθετη περίπτωση (πρβλ. απόφαση της 3ης Μαΐου 2018, Grizzly Tools κατά Επιτροπής, T-168/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:246, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 66 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο του ελέγχου που ασκεί, είναι αποκλειστικώς αρμόδια να ελέγξει αν τα εθνικά μέτρα διασφάλισης, όπως θεσπίστηκαν και στη συνέχεια κοινοποιήθηκαν από το Βασίλειο της Σουηδίας δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/42, είναι δικαιολογημένα και, κατά συνέπεια, αν τα εν λόγω μέτρα μπορούν, κατά το πέρας του ελέγχου αυτού, να διατηρηθούν οριστικώς.

68      Επιπλέον, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από την εν λόγω νομολογία, εναπόκειται στην Επιτροπή να ελέγξει τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των οικείων μέτρων διασφάλισης, εξετάζοντας ιδίως το βάσιμο των νομικών και πραγματικών δικαιολογητικών λόγων της έκδοσής τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο ασκούμενος από την Επιτροπή έλεγχος μπορεί να στηρίζεται μόνο σε περιστάσεις που υφίσταντο κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της OSET και όχι σε μεταγενέστερες περιστάσεις.

69      Για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 66 έως 68 ανωτέρω, οι μεταγενέστερες της απόφασης της OSET περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα, όπως οι βελτιώσεις των επίδικων προϊόντων στο κέντρο μπόουλινγκ του Gustavsberg το 2016, δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση του βασίμου της προσβαλλόμενης απόφασης. Ομοίως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τις «θετικές παρατηρήσεις» που περιλαμβάνονται στην ανεξάρτητη μελέτη, σχετικά με τα επίδικα προϊόντα, αναφέρονται σε βελτιώσεις των εν λόγω προϊόντων που έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της απόφασης της OSET. Επομένως, ούτε τα επιχειρήματα αυτά ασκούν επιρροή.

70      Δεύτερον, όπως συνάγεται από την επιχειρηματολογία της, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, αφενός, ότι δεν εξέτασε αν οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν ήταν τόσο σημαντικές ώστε τα μέτρα διασφάλισης να θεωρηθούν δικαιολογημένα και, αφετέρου, ότι επικύρωσε μέτρα διασφάλισης τα οποία βαίνουν πέραν του αναγκαίου μέτρου για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των προσώπων.

71      Συναφώς, κατά πρώτον, υπενθυμίζεται ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/42 προκύπτει ότι, σε περίπτωση που τα μηχανήματα που διέπονται από το άρθρο αυτό, όπως τα επίμαχα εν προκειμένω, δεν πληρούν τις σχετικές βασικές απαιτήσεις υγείας και ασφάλειας και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων, τα κράτη μέλη λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για να τα αποσύρουν από την αγορά, να απαγορεύσουν τη διάθεσή τους στην αγορά ή τη θέση τους σε λειτουργία ή να περιορίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία τους. Ως εκ τούτου, η διαπίστωση ότι τα μηχανήματα δεν τηρούν τα σχετικά βασικά πρότυπα υγείας και ασφάλειας και ενδέχεται να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία ή την ασφάλεια των προσώπων δικαιολογεί την εκ μέρους των αρμόδιων αρχών λήψη αποφάσεων απόσυρσής τους από την αγορά και την απαγόρευση της διάθεσής τους στην αγορά.

72      Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, ο σκοπός της προστασίας της υγείας και της ζωής των ανθρώπων κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των αγαθών ή των συμφερόντων που προστατεύει το άρθρο 36 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 23ης Δεκεμβρίου 2015, Scotch Whisky Association κ.λπ., C-333/14, EU:C:2015:845, σκέψη 35), υπό το πρίσμα δε του σκοπού αυτού τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα διαλαμβανόμενα στην οδηγία 2006/42 μέτρα διασφάλισης, όπως τούτο προκύπτει από τη σκέψη 42 ανωτέρω.

73      Εν προκειμένω, από το σύνολο των παραβάσεων των ΒΑΥΑ που διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 13 της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι οι παραβάσεις αυτές αποτελούν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των ανθρώπων, και συνίστανται ειδικότερα σε απουσία επισκόπησης της επικίνδυνης ζώνης, κίνδυνο τραυματισμού, κίνδυνο πτώσης στο μηχάνημα, κίνδυνο προκαλούμενο από τα κινητά στοιχεία και κίνδυνο από κακή χρήση. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι οι παραλείψεις που εντοπίστηκαν ήταν ικανές να θέσουν σε κίνδυνο την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων.

74      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι, δεδομένου ότι τα επίμαχα μηχανήματα δεν τηρούσαν τις ΒΑΥΑ και ενείχαν κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, η Επιτροπή, σε συμμόρφωση προς το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 και χωρίς να παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας, κατέληξε βασίμως στο συμπέρασμα ότι τα μέτρα διασφάλισης που έλαβε η OSET, ήτοι η απαγόρευση διάθεσης στην αγορά και η απόσυρση από την αγορά των επίδικων προϊόντων, ήταν, αυτά καθεαυτά, δικαιολογημένα.

75      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την εν λόγω απόσυρση, πρέπει να προστεθεί ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάστηκαν αρκετές εναλλακτικές λύσεις για την εφαρμογή της, ήτοι η δυνατότητα διόρθωσης των ελαττωμάτων που αφορούν το περιβάλλον εργασίας του χειριστή, η ανάκτηση των επίδικων προϊόντων και η αντικατάστασή τους με άλλα τεχνικά άψογα προϊόντα ιδίου ή ισοδύναμου είδους ή η ανάκτηση των επίδικων προϊόντων και η αποζημίωση του ιδιοκτήτη.

76      Επίσης, στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλόμενης απόφασης η Επιτροπή αναφέρει τα εξής:

«Αναφορικά με τα μέτρα που θεσπίστηκαν, οι σουηδικές αρχές διευκρίνισαν ότι σεβάστηκαν την αρχή της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 18 του κανονισμού […] 765/2008 […]. Με βάση την ανωτέρω αρχή και λαμβανομένων υπόψη της σοβαρότητας των κινδύνων και του κόστους της απόσυρσης, ορισμένες από τις ενέργειες που ήταν απαραίτητες για την αντιμετώπιση των ελλείψεων για [τα επίδικα νέα προϊόντα] δεν επιβλήθηκαν στην περίπτωση της απόσυρσης των υφιστάμενων [επίδικων προϊόντων]. Ειδικότερα, οι ενέργειες αυτές αφορούσαν την τοποθέτηση τριών ξεχωριστών φωτεινών ενδείξεων που αντιστοιχούν σε διαφορετικούς τρόπους λειτουργίας στον πίνακα ελέγχου, τη διεύρυνση των σημείων πρόσβασης μεταξύ των μηχανημάτων που χρησιμοποιούνται και ως πλατφόρμες εργασίας, και τη δυνατότητα επισκόπησης της επικίνδυνης ζώνης.»

77      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι δεν αμφισβήτησε τις επεξηγήσεις του Βασιλείου της Σουηδίας περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 76 ανωτέρω, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη διαπίστωση ότι η προσέγγιση της OSET ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας.

78      Στο πλαίσιο αυτό, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, πραγματοποιήθηκε στάθμιση της σοβαρότητας των κινδύνων και του κόστους απόσυρσης. Ως εκ τούτου, έγινε διάκριση μεταξύ των προϊόντων που επρόκειτο να πωληθούν μεταγενέστερα και των επίδικων προϊόντων που είχαν ήδη διατεθεί στην αγορά και συγκεκριμένα, όσον αφορά τα τελευταία αυτά προϊόντα, έγινε δεκτός περιορισμένος αριθμός ελλείψεων που συνεπάγονταν την απόσυρσή τους. Επιπλέον, οι τρεις εναλλακτικές λύσεις για την εφαρμογή της απόσυρσης των επίδικων προϊόντων, όπως διευκρινίσθηκε στη σκέψη 75 ανωτέρω, συνηγορούν υπέρ της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας από την OSET και, ως εκ τούτου, από την Επιτροπή.

79      Κατά τρίτον, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω διαπιστώσεων, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί δυσανάλογης οικονομικής επιβάρυνσης απορρέουσας από τα μέτρα διασφάλισης δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Αφενός, οι κίνδυνοι στους οποίους τα μηχανήματα της προσφεύγουσας εκθέτουν την υγεία και την ασφάλεια των προσώπων, όπως αναφέρονται στη σκέψη 73 ανωτέρω, δικαιολογούν την ανάγκη απαγόρευσης της διάθεσης των επίδικων προϊόντων στην αγορά και απόσυρσής τους από την αγορά, παρά το κόστος που ενδεχομένως τούτο συνεπάγεται για την προσφεύγουσα. Αφετέρου, η διάκριση των μέτρων διασφάλισης μεταξύ των επίδικων υφιστάμενων προϊόντων και των νέων προϊόντων, καθώς και οι τρεις εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά την απόσυρση των επίδικων προϊόντων, όπως επίσης και το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της πρώτης από τις εν λόγω λύσεις, ο αριθμός των ελλείψεων που έπρεπε να διορθωθούν για τη διατήρηση των εν λόγω προϊόντων στην αγορά ήταν περιορισμένος αποδεικνύουν συναφώς ότι η προσέγγιση της OSET και της Επιτροπής ήταν ανάλογη προς την ενδεχόμενη οικονομική επιβάρυνση της προσφεύγουσας λόγω των μέτρων διασφάλισης.

80      Κατά τέταρτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων παραπομπών της Επιτροπής στους δικαιολογητικούς λόγους που παρέσχε το Βασίλειο της Σουηδίας όσο και της ενδελεχούς ανάλυσής της σχετικά με τους κινδύνους από τη χρήση των επίδικων προϊόντων, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί έλλειψης επαρκούς αιτιολογίας στην προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το ζήτημα του αναλογικού χαρακτήρα των μέτρων διασφάλισης είναι αβάσιμα.

81      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας κρίνοντας ότι τα επίμαχα μέτρα διασφάλισης ήταν δικαιολογημένα.

82      Κατά πέμπτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας για τον λόγο ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη φέρουν υποχρέωση να λάβουν μέτρα κατόπιν της προσβαλλόμενης απόφασης, καταρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά τη νομολογία, η απόφαση που λαμβάνει η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42 έχει ως αποδέκτες όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης, σε συμφωνία με τις υποχρεώσεις κοινοποίησης και ενημέρωσης που επιβάλλει στην Επιτροπή το άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 6, της οδηγίας 2006/42. Επομένως, είναι δεσμευτική ως προς όλα τα μέρη της για όλα τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 288 ΣΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, CSF κατά Επιτροπής, T-337/13, EU:T:2015:502, σκέψη 24).

83      Επομένως, οι συνέπειες τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα είναι εγγενείς στη διενεργούμενη από την Επιτροπή διαδικασία εξέτασης του δικαιολογημένου χαρακτήρα των μέτρων διασφάλισης, όπως προβλέπονται στο άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42. Όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, από το σύνολο των διατάξεων της οδηγίας 2006/42, όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία, προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται ότι τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για τη θέση ή τη διατήρηση στις αντίστοιχες αγορές τους των επίδικων προϊόντων. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ουσιώδες στοιχείο της διαδικασίας της ρήτρας διασφάλισης, την οποία προβλέπει το άρθρο 11 της οδηγίας 2006/42, και αποσκοπεί στην επίτευξη ομοιόμορφης εφαρμογής.

84      Εν συνεχεία, από τις διατάξεις του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42 προκύπτει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει σε συνέχεια της κοινοποίησης από την OSET των ληφθέντων μέτρων διασφάλισης έναντι των επίδικων προϊόντων και να λάβει απόφαση όσον αφορά τον δικαιολογημένο χαρακτήρα των μέτρων αυτών. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα συναφώς προβληθέντα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

85      Επιπλέον, παρατηρείται ότι τα συμπεράσματα στις σκέψεις 82 έως 84 ανωτέρω δεν μπορούν να αντικρουσθούν από το περιεχόμενο του άρθρου 9 της οδηγίας 2006/42, στο οποίο αναφέρθηκε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι η Επιτροπή διέθετε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τις συνέπειες της προσβαλλόμενης απόφασης στα κράτη μέλη.

86      Πράγματι, το άρθρο 9 της οδηγίας 2006/42, το οποίο προβλέπει «[ε]ιδικά μέτρα για τα δυνητικώς επικίνδυνα μηχανήματα», ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή, όταν, σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 11 της εν λόγω οδηγίας, κρίνει ότι μέτρο που έλαβε κράτος μέλος είναι δικαιολογημένο, μπορεί να θεσπίζει μέτρα με τα οποία να ζητεί από τα κράτη μέλη να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τη διάθεση στην αγορά μηχανημάτων με τεχνικά χαρακτηριστικά που εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο με τα μηχανήματα τα οποία αφορούν τα εθνικά μέτρα ή να επιβάλλουν ειδικούς όρους για τα εν λόγω μηχανήματα. Εξάλλου, η αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας αυτής αναφέρει ότι τα μέτρα αυτά, τα οποία λαμβάνονται σε επίπεδο Ένωσης, δεν έχουν άμεση εφαρμογή στους οικονομικούς φορείς και πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή από τα κράτη μέλη (απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, CSF κατά Επιτροπής, T‑337/13, EU:T:2015:502, σκέψη 33).

87      Κατά τη νομολογία, διαπιστώνεται συναφώς ότι, καίτοι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την ορθή και ομοιόμορφη εφαρμογή της οδηγίας 2006/42, λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες εθνικού μέτρου διασφάλισης ληφθέντος ως προς δεδομένο μηχάνημα και κριθέντος ως δικαιολογημένου από την Επιτροπή, χωρίς να διαθέτουν διακριτική ευχέρεια ως προς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, εντούτοις δεν μπορούν να επεκτείνουν ιδία βουλήσει, και εκτός του διαδικαστικού και ουσιαστικού πλαισίου του άρθρου 11, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, το πεδίο εφαρμογής του μέτρου αυτού σε άλλα μηχανήματα, με το σκεπτικό ότι τα μηχανήματα αυτά εμφανίζουν τον ίδιο κίνδυνο, διότι άλλως θα παραβίαζαν την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας και το τεκμήριο συμμόρφωσης που προβλέπει το άρθρο 7. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο νομοθέτης της Ένωσης εξήρτησε την επέκταση σε άλλα μηχανήματα από την εφαρμογή μιας ειδικής διαδικασίας, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 9 της οδηγίας 2006/42, που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την έκδοση, αφενός, ρητής σχετικής απόφασης της Επιτροπής και, αφετέρου, εθνικών μέτρων εφαρμογής της απόφασης αυτής. Αντιθέτως, τέτοιες πράξεις ούτε προβλέπονται ούτε είναι αναγκαίες για τους σκοπούς του άρθρου 11 της επίμαχης οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του εύρους του (βλ. απόφαση της 15ης Ιουλίου 2015, CSF κατά Επιτροπής, T‑337/13, EU:T:2015:502, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 86 και 87 ανωτέρω, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, οι οποίες σχετίζονται αποκλειστικώς με την εξέταση του επίμαχου μέτρου διασφάλισης, δεν έχουν εφαρμογή εν προκειμένω οι διατάξεις του άρθρου 9 της οδηγίας 2006/42.

89      Κατόπιν του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως το οποίο αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

[παραλειπόμενα]

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των διαδικαστικών κανόνων του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2006/42

[παραλειπόμενα]

108    Προκαταρκτικώς υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2006/42 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα κράτη μέλη θεωρούν ότι είναι σύμφωνα με τις διατάξεις της οδηγίας αυτής τα μηχανήματα που φέρουν τη σήμανση CE και συνοδεύονται από τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ, ενώ τα μηχανήματα που κατασκευάζονται σύμφωνα με εναρμονισμένο πρότυπο, τα στοιχεία του οποίου έχουν δημοσιευθεί από την Επιτροπή στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τεκμαίρεται ότι συμμορφώνονται προς τις ΒΑΥΑ που καλύπτονται από το εν λόγω εναρμονισμένο πρότυπο. Με άλλα λόγια, η τήρηση εναρμονισμένου προτύπου επιτρέπει να τεκμαρθεί ότι ένα μηχάνημα συμμορφώνεται προς τις αντίστοιχες ΒΑΥΑ. Ομοίως, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2006/42, ως εναρμονισμένο πρότυπο νοείται μη δεσμευτική τεχνική προδιαγραφή εγκεκριμένη από οργανισμό τυποποίησης, βάσει εντολής της Επιτροπής. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι τεχνικές λύσεις που προτείνονται από ένα εναρμονισμένο πρότυπο δεν είναι υποχρεωτικές, αλλά η εφαρμογή τους εξασφαλίζει στο επίμαχο προϊόν τεκμήριο συμμόρφωσης προς τις διατάξεις της οδηγίας 2006/42.

109    Ωστόσο, παρότι παραμένουν ελεύθεροι να επιλέξουν τις μεθόδους εκτίμησης της συμμόρφωσης των προϊόντων τους προς τις ΒΑΥΑ, ο κατασκευαστής ή ο εξουσιοδοτημένος αντιπρόσωπός του οφείλουν όχι απλώς να διασφαλίσουν τη συμμόρφωση αυτή, αλλά περαιτέρω να αποδείξουν την ύπαρξη τέτοιας συμμόρφωσης με τον τεχνικό φάκελο, σύμφωνα με τις προβλέψεις του παραρτήματος VII της οδηγίας 2006/42. Η επιλογή, όμως, να μην εφαρμόσουν τα εναρμονισμένα πρότυπα συνεπάγεται τη μη εφαρμογή και του μνημονευθέντος ανωτέρω τεκμηρίου συμμόρφωσης, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να αποδειχθεί με άλλα μέσα η συμμόρφωση των προϊόντων.

110    Πρέπει να διευκρινιστεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά την αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, με την οποία η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι ΒΑΥΑ που απαριθμούνται στα σημεία 1.1.6, 1.6.1 και 1.6.2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42, κατά τις οποίες τα μηχανήματα πρέπει να σχεδιάζονται και να κατασκευάζονται κατά τρόπο που να διευκολύνουν την εργασία του χειριστή, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να εργάζεται χωρίς να υπάρχουν ενοχλήσεις και με απόλυτη ασφάλεια, έξω από επικίνδυνες ζώνες, δεν είχαν τηρηθεί όσον αφορά τα επίδικα μηχανήματα. Ειδικότερα, η Επιτροπή, στηριζόμενη στην απόφαση της OSET, έκρινε ότι υφίστατο κίνδυνος τραυματισμού κατά την πρόσβαση στα επίδικα μηχανήματα, εξαιτίας είτε του στενού διαδρόμου επικοινωνίας πλάτους 190 mm ανάμεσα στα μηχανήματα είτε της απότομης απόληξης του εμπρόσθιου τμήματος του μηχανήματος μήκους 1 000 mm.

111    Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά το εν λόγω πλάτος του διαδρόμου επικοινωνίας των 190 mm, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αφορούν ιδίως τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, και δη απευθείας της OSET. Κατ’ ουσίαν, αφενός, η προσφεύγουσα τους προσάπτει ότι δεν έλαβαν υπόψη την αρχή της προόδου της επιστήμης, καθόσον οι αντίστοιχες αποφάσεις τους δεν μνημόνευαν την αρχή αυτή. Αφετέρου, κατά την προσφεύγουσα, η επίμαχη τεχνική λύση της ανταποκρινόταν στην πρόοδο της επιστήμης κατά τον χρόνο της επιθεώρησης, ενώ η απαίτηση που προέβλεπε το εναρμονισμένο πρότυπο EN ISO 14122‑2:2001 έβαινε πέραν του υφιστάμενου επιπέδου προόδου της επιστήμης.

112    Κατά κύριο λόγο, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε στη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ, μεταξύ άλλων, και το εναρμονισμένο πρότυπο EN ISO 14122-2:2001. Με άλλα λόγια, η προσφεύγουσα επέλεξε ελεύθερα να εφαρμόσει το εν λόγω εναρμονισμένο πρότυπο προκειμένου να αποδείξει ότι τα επίδικα προϊόντα ανταποκρίνονται προς τις ΒΑΥΑ που απαριθμούνται στα σημεία 1.1.6, 1.6.1 και 1.6.2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42.

113    Ακολούθως, το εναρμονισμένο πρότυπο EN ISO 14122-2:2001 προβλέπει τεχνικές απαιτήσεις ασφάλειας για τα μόνιμα μέσα πρόσβασης σε μηχανήματα και ειδικότερα για τις πλατφόρμες εργασίας και τους διαδρόμους επικοινωνίας. Ενώ το επίμαχο πρότυπο προβλέπει πλάτος 500 mm, δεν αμφισβητείται ότι οι διάδρομοι επικοινωνίας που ήταν εγκατεστημένοι στα επίδικα μηχανήματα είχαν πλάτος 190 mm. Επομένως, όπως διαπίστωσε και η Επιτροπή, η προσφεύγουσα επέλεξε μεν να εφαρμόσει το εναρμονισμένο πρότυπο EN ISO 14122-2:2001, πλην όμως δεν το τήρησε.

114    Τέλος, όσον αφορά τις προϋποθέσεις τήρησης των ΒΑΥΑ, η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2006/42 αναφέρει ότι οι απαιτήσεις αυτές θα πρέπει να τηρούνται με κριτικό πνεύμα ώστε να συνυπολογίζεται η πρόοδος της επιστήμης κατά τον χρόνο της κατασκευής καθώς και οι τεχνικές και οικονομικές απαιτήσεις. Επιπλέον, το σημείο 3 του πρώτου τίτλου, ο οποίος επιγράφεται «Γενικές αρχές», του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας προβλέπει ότι, μολονότι η τήρηση των ΒΑΥΑ που θεσπίζει το παράρτημα αυτό είναι υποχρεωτική, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της προόδου της επιστήμης, οι στόχοι που τίθενται από τις εν λόγω απαιτήσεις είναι πιθανό να μην επιτυγχάνονται. Διευκρινίζεται ότι, στην περίπτωση αυτή, το μηχάνημα πρέπει, κατά το δυνατόν, να έχει σχεδιαστεί και κατασκευαστεί για την επίτευξη των στόχων αυτών.

115    Εν προκειμένω, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή και στην OSET ότι παρέβησαν τους διαδικαστικούς κανόνες του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42, διότι ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε η απόφαση της OSET μνημόνευαν την αρχή της προόδου της επιστήμης. Πρώτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η προσφεύγουσα ουδόλως διευκρινίζει τους διαδικαστικούς κανόνες που παραβιάστηκαν, αλλά παραθέτει απλώς τις διατάξεις που προβλέπουν την τήρηση της αρχής της προόδου της επιστήμης κατά την εφαρμογή των ΒΑΥΑ. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι, μολονότι, στην αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2006/42 και στο σημείο 3 του πρώτου τίτλου του παραρτήματος I της εν λόγω οδηγίας, όπως διαλαμβάνονται στην προηγούμενη σκέψη, προβλέπεται ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πρόοδος της επιστήμης κατά την εφαρμογή των ΒΑΥΑ, η οδηγία δεν προβλέπει κανέναν διαδικαστικό κανόνα που να επιβάλλει την υποχρέωση να παρατίθεται, με την απόφαση αρμόδιας εθνικής αρχής ή με την απόφαση της Επιτροπής που εκδίδεται στο πλαίσιο της διαδικασίας της ρήτρας διασφάλισης, ανάλυση αφορώσα την εφαρμογή της αρχής της προόδου της επιστήμης. Δεύτερον, το γεγονός ότι ούτε η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε η απόφαση της OSET περιείχαν ανάλυση της εφαρμογής της αρχής της προόδου της επιστήμης δεν συνεπάγεται αφ’ εαυτού παραβίαση της εν λόγω αρχής. Για τους λόγους αυτούς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί έλλειψης μνείας της εν λόγω αρχής στις επίμαχες αποφάσεις δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

116    Κατά δεύτερον, είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι η εσφαλμένη εφαρμογή των εναρμονισμένων προτύπων περιλαμβάνεται, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2006/42, μεταξύ των λόγων μη συμμόρφωσης μηχανήματος τους οποίους ένα κράτος μέλος οφείλει να κοινοποιήσει στην Επιτροπή και στα άλλα κράτη μέλη στο πλαίσιο του μέτρου διασφάλισης που αποφάσισε να θεσπίσει. Με άλλα λόγια, ακόμη και αν τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν είναι υποχρεωτικά, η επιλογή της εφαρμογής τους και η επίκλησή τους στη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ απαιτεί την ορθή εφαρμογή τους. Σε περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής των προτύπων αυτών, η αρμόδια εθνική αρχή δύναται να διαπιστώσει τη μη συμμόρφωση των προϊόντων με τα μέτρα που λαμβάνει στο πλαίσιο της διαδικασίας της ρήτρας διασφάλισης κατά την έννοια του άρθρου 11 της οδηγίας 2006/42. Για τους λόγους αυτούς, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 10 της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι, υπό το πρίσμα του μέτρου διασφάλισης που έλαβε η OSET όσον αφορά τα επίδικα μηχανήματα, δεν είχαν τηρηθεί οι ΒΑΥΑ που παρατίθενται στα σημεία 1.1.6, 1.6.1 και 1.6.2 του παραρτήματος I της οδηγίας 2006/42, λόγω της εσφαλμένης εφαρμογής του εναρμονισμένου προτύπου.

117    Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, καθόσον η προσφεύγουσα είχε επιλέξει να αναφερθεί σε εναρμονισμένο πρότυπο με τη δήλωση συμμόρφωσης ΕΚ, όφειλε να τηρήσει πλήρως το πρότυπο αυτό. Σε περίπτωση μη τήρησης, όπως εν προκειμένω, του προτύπου για το εύρος των διαδρόμων επικοινωνίας των επίδικων μηχανημάτων, η προσφεύγουσα όφειλε να παρουσιάσει μια άλλη τεχνική λύση διασφαλίζουσα το ίδιο επίπεδο ασφάλειας και να αποδείξει τη συμμόρφωση των επίδικων προϊόντων με τις αντίστοιχες ΒΑΥΑ, πράγμα το οποίο δεν έπραξε.

118    Κατά τρίτον, όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της προόδου της επιστήμης σχετικά με την απαίτηση πλάτους 500 mm για τους διαδρόμους επικοινωνίας των επίδικων μηχανημάτων, πρέπει να επισημανθούν τρία ζητήματα.

119    Πρώτον, διευκρινίζεται ότι εναρμονισμένο πρότυπο τα στοιχεία του οποίου δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί τμήμα του δικαίου της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 2016, James Elliott Construction, C‑613/14, EU:C:2016:821, σκέψη 40).

120    Δεύτερον, η Επιτροπή ορθώς υποστηρίζει ότι, μολονότι τα εναρμονισμένα πρότυπα δεν είναι υποχρεωτικά, αντικατοπτρίζουν το απαιτούμενο επίπεδο ασφάλειας και λαμβάνουν υπόψη την πρόοδο της επιστήμης.

121    Συναφώς, είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η παράγραφος 162 του Οδηγού για την εφαρμογή της οδηγίας 2006/42 για τα «Μηχανήματα», τον οποίο δημοσίευσε η Επιτροπή τον Ιούνιο του 2010, διευκρινίζει πλέον, μεταξύ άλλων, ότι τα εναρμονισμένα πρότυπα αποτελούν ικανοποιητική ένδειξη της προόδου της επιστήμης κατά τον χρόνο της θέσπισής τους. Επιπλέον, κατά το ίδιο έγγραφο, η εξέλιξη στην πρόοδο της επιστήμης αντανακλάται στις μεταγενέστερες τροποποιήσεις ή αναθεωρήσεις των εναρμονισμένων προτύπων.

122    Τρίτον, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα παραπέμπει στα συμπεράσματα της ανεξάρτητης μελέτης προκειμένου να τεκμηριώσει τα επιχειρήματά της όσον αφορά τη μη ύπαρξη καλύτερης εναλλακτικής δυνατότητας. Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι τα συμπεράσματα αυτά, τα οποία σχετίζονται με τις δυνατότητες διόρθωσης των ελλείψεων των ήδη εγκατεστημένων μηχανημάτων και όχι με την εν γένει πρόοδο της επιστήμης κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης της OSET, αφορούν την κατάσταση στο κέντρο μπόουλινγκ του Gustavsberg, μετά τις τροποποιήσεις που επήλθαν στα επίδικα προϊόντα σε συνέχεια της έκδοσης της απόφασης της OSET. Όπως, όμως, ήδη διαπιστώθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, τα εν λόγω συμπεράσματα δεν ασκούν επιρροή στην προκειμένη περίπτωση.

123    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο η απαίτηση όσον αφορά το πλάτος των διαδρόμων επικοινωνίας των επίδικων μηχανημάτων έβαινε πέραν του υφιστάμενου επιπέδου προόδου της επιστήμης.

124    Λαμβανομένων υπόψη όσων προεξετέθησαν, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Brunswick Bowling Products LLC στα δικαστικά έξοδα.

3)      Το Βασίλειο της Σουηδίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Tomljenović

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1      Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.