Language of document : ECLI:EU:T:2021:586

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 15ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Ιταλικοί αυτοκινητόδρομοι – Παράταση της διάρκειας συμβάσεων παραχώρησης για την εκτέλεση εργασιών – Υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος – Ανώτατο όριο κόστους των διοδίων – Απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων – Άρθρο 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Προσφυγές που ασκήθηκαν από ανταγωνιστές του δικαιούχου – Απόσυρση του σχεδίου για τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως από το κράτος μέλος – Σχέδιο που δεν μπορεί να εφαρμοστεί υπό τη μορφή υπό την οποία εγκρίθηκε – Ακύρωση η οποία δεν μπορεί να προσπορίσει όφελος στις προσφεύγουσες – Απώλεια του εννόμου συμφέροντος – Κατάργηση της δίκης»

Στην υπόθεση T‑24/19,

INC SpA, με έδρα το Τορίνο (Ιταλία),

Consorzio Stabile Sis SCpA, με έδρα το Τορίνο,

εκπροσωπούμενες από τους H.-G. Kamann και F. Louis και από την G. Tzifa, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον L. Haasbeek, την D. Recchia και τον S. Noë,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2018) 2435 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε για το επενδυτικό σχέδιο που αφορούσε τους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους [υποθέσεις SA.49335 (2017/N) και SA.49336 (2017/N)],

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira, πρόεδρο, Δ. Γρατσία (εισηγητή), M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με δύο έγγραφα της 13ης Οκτωβρίου 2017, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σειρά μέτρων σχετικά με επενδυτικό σχέδιο που αφορούσε τους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους.

2        Επί του παρόντος, ιδιωτικοί φορείς εκμεταλλεύονται, στο πλαίσιο συμβάσεων παραχώρησης, περίπου 5 800 χιλιόμετρα ιταλικών αυτοκινητοδρόμων. Δυνάμει των σχετικών συμβάσεων, οι παραχωρησιούχοι οφείλουν να εκτελούν έργα ή να παρέχουν υπηρεσίες που σχετίζονται με τη λειτουργία των αυτοκινητοδρόμων. Οι παραχωρησιούχοι αναλαμβάνουν τους σχετικούς με την κατασκευή και τη λειτουργία των αυτοκινητοδρόμων κινδύνους και οφείλουν να συμμορφώνονται προς σειρά υποχρεώσεων που συνδέονται με τη σημασία των υποδομών αυτού του είδους για το κοινό. Επιπλέον, το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο προβλέπει διάφορα συστήματα τιμολόγησης με σκοπό τη διασφάλιση της οικονομικής ισορροπίας μεταξύ των εσόδων από τις παραχωρήσεις και του κόστους των επενδύσεων που πραγματοποιούν οι παραχωρησιούχοι.

3        Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία κατάρτισε σχέδιο που συνίστατο κατ’ ουσίαν στην παράταση της διάρκειας ορισμένων συμβάσεων παραχώρησης με σκοπό τη χρηματοδότηση επιπρόσθετων επενδύσεων. Το επίμαχο σχέδιο, όπως αυτό κοινοποιήθηκε και ακολούθως αναθεωρήθηκε, αφορούσε αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζονταν είτε άμεσα είτε έμμεσα, ήτοι μέσω της συμμετοχής τους σε κοινοπραξίες, η Autostrade per l’Italia SpA και η Società Iniziative Autostradali e Servizi SpA.

 Προσβαλλομένη απόφαση

4        Με την απόφαση C(2018) 2435 τελικό της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 2018, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που χορηγήθηκε για το επενδυτικό σχέδιο που αφορούσε τους ιταλικούς αυτοκινητοδρόμους [υποθέσεις SA.49335 (2017/N) και SA.49336 (2017/N)] (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή έκρινε ότι ορισμένα μέτρα που ελήφθησαν στο πλαίσιο του εν λόγω σχεδίου αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και ότι τα εν λόγω μέτρα ήταν, βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, συμβατά με την εσωτερική αγορά. Επομένως, η Επιτροπή αποφάσισε, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, να μη διατυπώσει αντιρρήσεις ως προς τα μέτρα αυτά (κεφάλαιο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Ειδικότερα, το σχέδιο που κοινοποίησαν οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή αφορά δεκαέξι αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia και δύο αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi. Το σχέδιο αυτό στηρίζεται κατ’ ουσίαν σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας αφορά την πραγματοποίηση επιπρόσθετων επενδύσεων από τις παραχωρησιούχους. Ο δεύτερος πυλώνας αφορά την παράταση της διάρκειας ορισμένων συμβάσεων παραχώρησης και περιλαμβάνει λεπτομερείς κανόνες για τη διατήρηση των τιμών των διοδίων σε αποδεκτά επίπεδα και την αποφυγή του κινδύνου καταβολής υπερβάλλουσας αντιστάθμισης στις παραχωρησιούχους (παράγραφοι 12, 13 έως 16, 18 έως 21 και 34 της προσβαλλόμενης αποφάσεως).

 Αυτοκινητόδρομοι τους οποίους διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia

6        Η παραχώρηση των δεκαέξι αυτοκινητοδρόμων συνολικού μήκους 2 857,50 χιλιομέτρων τους οποίους διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia στηρίζεται στις γενόμενες το 1968 παραχωρήσεις προς την εταιρία Autostrade-Concessioni e Costruzioni Autostrade SpA. Ο τελευταίος αυτός φορέας ιδιωτικοποιήθηκε το 1999 και, το 2003, μεταβίβασε τις δραστηριότητές του στον τομέα των παραχωρήσεων αυτοκινητοδρόμων στην Autostrade per l’Italia. Η επίμαχη παραχώρηση τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, το 1997 και υπογράφηκε, ως ίσχυε μετά την τροποποίησή της, το 2007 υπό μορφή «ενιαίας συμβάσεως» (Convenzione Unica) η οποία, επίσης, τροποποιήθηκε το 2013 δυνάμει «πρόσθετης πράξεως» (Atto Aggiuntivo). Σύμφωνα με την τροποποιητική της συμβάσεως πράξη του 1997, η επίμαχη παραχώρηση συνήφθη για περίοδο 40 ετών, λήγουσα στις 31 Δεκεμβρίου 2038 (παράγραφοι 34, 35 και 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Ωστόσο, η Ιταλική Δημοκρατία προέβαλε ότι η Autostrade per l’Italia όφειλε ακόμη να πραγματοποιήσει επενδύσεις στο δίκτυο που διαχειριζόταν. Κατόπιν των αποφάσεων των αρμοδίων αρχών σχετικά με τα χαρακτηριστικά των εν λόγω επενδύσεων, το εκτιμώμενο κόστος τους ανέρχεται σε περίπου 8 δισεκατομμύρια ευρώ. Από το ποσό αυτό, τα 4,908 δισεκατομμύρια ευρώ προορίζονται για εργασίες που θεωρούνται ως «ήδη προβλεπόμενες» από τη σύμβαση παραχώρησης, όπως αυτή ίσχυε πριν από την επίμαχη τροποποίηση, και στις οποίες περιλαμβάνονται οι σχετικές με την «Gronda di Genova» (παράκαμψη της Γένοβας) εργασίες με κόστος 4,32 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τα υπόλοιπα 3,03 δισεκατομμύρια ευρώ προορίζονται για «επιπρόσθετες εργασίες», δηλαδή εργασίες που δεν προέβλεπε η σύμβαση παραχώρησης όπως αυτή ίσχυε πριν από την επίμαχη τροποποίηση. Σύμφωνα με την ισχύουσα σύμβαση παραχώρησης, η πραγματοποίηση των εν λόγω επενδύσεων θα απαιτούσε την αύξηση του κόστους των διοδίων σε υπερβολικά υψηλά για τους χρήστες των διοδίων επίπεδα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία πρότεινε, πρώτον, να παραταθεί η διάρκεια της συμβάσεως παραχώρησης, δεύτερον, να τεθεί ανώτατο όριο στη δυνατή αύξηση του κόστους των διοδίων και, τρίτον, να προβλεφθεί «αξία εξαγοράς» (takeover value) την οποία θα έπρεπε να καταβάλει στην παραχωρησιούχο κατά τη λήξη της ισχύος της συμβάσεως παραχώρησης ο τυχόν νέος παραχωρησιούχος. Επομένως, σύμφωνα με το σχέδιο αυτό, η διάρκεια της συμβάσεως παραχώρησης θα παρατεινόταν κατά τέσσερα έτη, έως τις 31 Δεκεμβρίου 2042, και κάθε τυχόν νέος παραχωρησιούχος που θα διαδεχόταν τη σημερινή παραχωρησιούχο μετά την ημερομηνία αυτήν θα κατέβαλε σε εκείνη αξία εξαγοράς που δεν θα έπρεπε να ξεπερνά κατά περισσότερο από 1,3 με 1,5 φορές τα ακαθάριστα κέρδη εκμετάλλευσης (παράγραφοι 36 έως 43 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Αυτοκινητόδρομοι τους οποίους διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi

8        Οι δύο αυτοκινητόδρομοι τους οποίους διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi και τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ο SATAP A4 Torino – Milano και ο A33 Asti – Cuneo. Η σύμβαση παραχώρησης σχετικά με την κατασκευή και τη λειτουργία του αυτοκινητοδρόμου SATAP A4 Torino – Milano συνήφθη το 1989 και λήγει, κατόπιν των από 2007 και 2013 τροποποιήσεων των νομικών πράξεων που τη διέπουν, στις 31 Δεκεμβρίου 2026. Η σύμβαση παραχώρησης σχετικά με την κατασκευή και τη λειτουργία του αυτοκινητοδρόμου A33 Asti – Cuneo υπογράφηκε την 1η Αυγούστου 2007 κατόπιν διεξαγωγής διαδικασίας αναθέσεως και προβλέπει ότι η παραχώρηση αυτή ισχύει για περίοδο 27,5 ετών και ότι τέσσερα από αυτά τα έτη θα πρέπει να αφιερωθούν στην εκτέλεση των εργασιών, ενώ τα υπόλοιπα 23,5 έτη, υπολογιζόμενα από τη χρονική στιγμή της ολοκλήρωσης των εργασιών, θα αφιερωθούν στη διαχείριση της παραχώρησης. Λαμβανομένης υπόψη της τελευταίας αυτής πρόβλεψης, η Επιτροπή φρονεί ότι η ισχύς της εν λόγω συμβάσεως παραχώρησης θα έληγε το 2043 (παράγραφοι 19 και 20 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Οι προβλεπόμενες εργασίες για τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo δεν ολοκληρώθηκαν εμπροθέσμως και οι σχετικές δαπάνες αυξήθηκαν σημαντικά για λόγους για τους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς της Ιταλικής Δημοκρατίας, δεν ευθύνεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi, η οποία ήταν η παραχωρησιούχος του αυτοκινητόδρομου αυτού. Συγχρόνως, η κατασκευή μόνον των 55 χιλιομέτρων του αυτοκινητοδρόμου αντί των 90 χιλιομέτρων που είχαν προβλεφθεί αρχικώς περιόρισε τα έσοδα από τα διόδια σε χαμηλά επίπεδα. Επομένως, η κατασκευή των υπολειπόμενων τμημάτων του αυτοκινητοδρόμου θα συνεπαγόταν αύξηση του κόστους των διοδίων σε απαγορευτικά επίπεδα. Στο πλαίσιο αυτό, η Ιταλική Δημοκρατία πρότεινε στην παραχωρησιούχο να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες επενδύσεις για τη λειτουργική σύνδεση των διαφόρων τμημάτων του αυτοκινητοδρόμου A33 Asti – Cuneo που είχαν αποπερατωθεί. Οι επενδύσεις αυτές συνίσταντο στην κατασκευή περίπου 13 χιλιομέτρων αυτοκινητοδρόμου με κόστος 350 εκατομμυρίων ευρώ, αντί των υπολειπομένων 35 χιλιομέτρων που είχαν προβλεφθεί αρχικώς και θα κόστιζαν 589 εκατομμύρια ευρώ. Οι εν λόγω εργασίες θεωρήθηκαν ως ήδη προβλεπόμενες από την αρχική σύμβαση παραχώρησης. Επιπλέον, θα έπρεπε να πραγματοποιηθούν επενδύσεις συνολικής αξίας 153 εκατομμυρίων ευρώ στον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano. Θεωρήθηκε ότι τα 109 εκατομμύρια ευρώ από το ποσό αυτό αφορούσαν εργασίες που προβλέπονταν ήδη από την αρχική σύμβαση παραχώρησης, ενώ τα υπόλοιπα 44 εκατομμύρια ευρώ αφορούσαν επιπρόσθετες εργασίες. Όλες οι εργασίες αυτές θα έπρεπε να ολοκληρωθούν μέχρι το τέλος του 2022 (παράγραφοι 21 έως 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Σχετικά με την κάλυψη του κόστους των εν λόγω εργασιών, η Ιταλική Δημοκρατία πρότεινε τη διασταυρούμενη χρηματοδότηση των εργασιών που αφορούσαν τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo μέσω των εσόδων από τον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano, σε συνδυασμό με πρόβλεψη ανωτάτου ορίου για τις τιμές των διοδίων αμφοτέρων των αυτοκινητοδρόμων. Κατά την Ιταλική Δημοκρατία, το ανώτατο όριο των τιμών των διοδίων συνεπάγεται απώλεια εσόδων για τις παραχωρησιούχους. Συνεπώς, κατά τρόπο όμοιο με την πρότασή της σχετικά με τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω), η Ιταλική Δημοκρατία εξέφρασε την πρόθεσή της, πρώτον, να αναθεωρήσει τη διάρκεια των δύο αυτών συμβάσεων παραχώρησης και, δεύτερον, να προβλέψει την καταβολή αξίας εξαγοράς από τον τυχόν νέο παραχωρησιούχο προς την απερχόμενη παραχωρησιούχο σε περίπτωση μη ανανέωσης των συμβάσεων παραχώρησης μετά τη λήξη τους. Η διάρκεια, ιδίως, της συμβάσεως παραχώρησης σχετικά με τον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano θα παρατεινόταν κατά τέσσερα έτη, έως την 31η Δεκεμβρίου 2030, ενώ η διάρκεια της συμβάσεως παραχώρησης σχετικά με τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo επρόκειτο να συντμηθεί ώστε η ισχύς της να λήγει επίσης στις 31η Δεκεμβρίου 2030, αντί του 2043 (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω). Η διευθέτηση αυτή θα καθιστούσε δυνατή τη διεξαγωγή νέου, ενιαίου διαγωνισμού για την παραχώρηση των δύο αυτοκινητοδρόμων για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2031. Κατά τα λοιπά, η αξία εξαγοράς δεν θα έπρεπε να ξεπερνά κατά περισσότερο από 1,4 φορές τα ακαθάριστα κέρδη εκμετάλλευσης, θα ήταν δε καταβλητέα στη σημερινή παραχωρησιούχο από τον τυχόν διάδοχό της από 1ης Ιανουαρίου 2031 (παράγραφοι 25 έως 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Όλα τα σχετικά με τους αυτοκινητοδρόμους μέτρα που αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση συνοδεύονται από δεσμεύσεις σχετικά με την έναρξη ορισμένων από τις εργασίες που είχαν σχεδιαστεί να ξεκινήσουν πριν την 1η Ιανουαρίου 2020. Προβλέπονταν, επίσης, και άλλες δεσμεύσεις σχετικά με τη δημοσιότητα των συμβάσεων παραχώρησης, τον κατ’ αρχήν αμετάβλητο χαρακτήρα του προϋπολογισθέντος κόστους των εργασιών, τη συμμόρφωση προς τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με την τροποποίηση των συμβάσεων παραχώρησης σε περίπτωση ανάγκης εκτελέσεως επιπρόσθετων εργασιών, την επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων εκ μέρους της παραχωρησιούχου, την αναλογική σύντμηση της διάρκειας της παράτασης σε περίπτωση μη εκτέλεσης των εργασιών, την υποβολή ετησίων και πενταετών εκθέσεων σχετικά με την εκτέλεση των εργασιών και την παρακολούθηση των παραμέτρων που ελήφθησαν υπόψη και, τέλος, την αναθεώρηση της αξίας εξαγοράς σε περίπτωση που το επίπεδο της κίνησης είναι υψηλότερο από το προβλεπόμενο ή σε περίπτωση μη εκτέλεσης των εργασιών (παράγραφοι 23, 44 και 47 έως 53 της προσβαλλόμενης απόφασης).

 Εκτίμηση της Επιτροπής

12      Κατά την Επιτροπή, η παροχή δικαιωμάτων εκμετάλλευσης δημοσίων αγαθών μπορεί να συνεπάγεται την παραίτηση από κρατικούς πόρους και τη χορήγηση πλεονεκτήματος στους δικαιούχους των δικαιωμάτων αυτών. Εν προκειμένω, η παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχώρησης κατά τέσσερα έτη έχει ως συνέπεια την είσπραξη, κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου, των εσόδων των διοδίων από τις παραχωρησιούχους και αποκλείει, με τον τρόπο αυτόν, τη δυνατότητα του κράτους μέλους να εισπράξει το ίδιο τα εν λόγω κεφάλαια. Επομένως, υφίσταται, κατά την Επιτροπή, παραίτηση από κρατικούς πόρους προς όφελος ορισμένων ιδιωτικών φορέων (παράγραφοι 61 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις υποχρεώσεις περί επενδύσεων και διαχειρίσεως που βαρύνουν τις παραχωρησιούχους και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα έπρεπε να εξεταστούν υπό το πρίσμα των τεσσάρων σωρευτικών κριτηρίων τα οποία διατύπωσε το Δικαστήριο στην απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415) και τα οποία είναι η ύπαρξη υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, ο εκ των προτέρων, αντικειμενικός και διαφανής προσδιορισμός των παραμέτρων αντιστάθμισης, ο καθορισμός της αντιστάθμισης σε επίπεδο που να καλύπτει το κόστος εκπλήρωσης των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας και να αποφέρει ένα εύλογο κέρδος και, τέλος, η ανάλυση του οικείου κόστους και του εν λόγω κέρδους. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, η Επιτροπή παρατήρησε ότι οι ιταλικές αρχές δεν είχαν διενεργήσει ανάλυση του κόστους στο οποίο θα υποβαλλόταν, προκειμένου να εκπληρώσει τις ως άνω υποχρεώσεις, μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας. Ως εκ τούτου, λαμβανομένου επίσης υπόψη ότι δεν διεξήχθη διαδικασία αναθέσεως πριν από τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης, το τέταρτο κριτήριο Altmark δεν πληρούνταν. Επιπλέον, συνεκτιμώντας τη διεθνή διάσταση της αγοράς κατασκευής και διαχειρίσεως αυτοκινητοδρόμων, καθώς και την αποκλειστικότητα που παρέχεται με τις συμβάσεις παραχώρησης, η Επιτροπή έκρινε ότι τα χορηγούμενα πλεονεκτήματα μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Επομένως, κατά την Επιτροπή, το επίμαχο μέτρο συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (παράγραφοι 64 έως 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Εντούτοις, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμβατότητα της ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά έπρεπε να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, συνακόλουθα, υπό το πρίσμα της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με το πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κρατικές ενισχύσεις υπό μορφή αντιστάθμισης για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (2011) (ΕΕ 2012, C 8, σ. 15, στο εξής: ανακοίνωση για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας) (παράγραφοι 75 έως 77 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή έκρινε:

–        πρώτον, ότι η κατασκευή και η λειτουργία υποδομών αυτοκινητοδρόμων με προσιτό για τους χρήστες κόστος συνιστά γνήσια υπηρεσία γενικού οικονομικού συμφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, συνεπώς, πληρούνται οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου 2.2 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας·

–        δεύτερον, ότι οι επίμαχες υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος ανατέθηκαν στις οικείες παραχωρησιούχους δυνάμει πράξεων που προσδιορίζουν τη διάρκεια και τον σκοπό των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, τις αναληφθείσες δεσμεύσεις, τη φύση των αποκλειστικών δικαιωμάτων, την περιγραφή των μηχανισμών αντιστάθμισης και τις κρίσιμες παραμέτρους, καθώς και τα προβλεπόμενα μέτρα για την αποφυγή και την ανάκτηση οποιασδήποτε τυχόν υπερβάλλουσας αντιστάθμισης. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, πληρούνται οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου 2.3 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 85 έως 90 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τρίτον, ότι η διάρκεια των παρατάσεων επιτύγχανε τη χρηματοοικονομική εξισορρόπηση του προτεινόμενου σχεδίου, λαμβανομένων δεόντως υπόψη του ανώτατου ορίου κόστους των διοδίων, του κόστους των προς εκτέλεση εργασιών, της αμοιβής των παραχωρησιούχων και της αξίας εξαγοράς. Κατά συνέπεια, κατά την Επιτροπή, πληρούνται οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου 2.4 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 92 έως 95 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τέταρτον, ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα δεν αντιβαίνουν προς την οδηγία 2006/111/ΕΚ της Επιτροπής, της 16ης Νοεμβρίου 2006, για τη διαφάνεια των χρηματοοικονομικών σχέσεων μεταξύ των κρατών μελών και των δημοσίων επιχειρήσεων καθώς και για τη χρηματοοικονομική διαφάνεια εντός ορισμένων επιχειρήσεων (ΕΕ 2006, L 318, σ. 17), με αποτέλεσμα να πληρούνται οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου 2.5 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 96 έως 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        πέμπτον, ότι τα κοινοποιηθέντα μέτρα είναι σύμφωνα με την οδηγία 2014/23/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων παραχώρησης (ΕΕ 2014, L 94, σ. 1) και, ειδικότερα, με το άρθρο 43 της οδηγίας αυτής το οποίο αφορά την τροποποίηση των συμβάσεων παραχώρησης κατά τη διάρκειά τους·

–        έκτον, ότι οι αρχές, οι σκοποί, οι παράμετροι και οι μέθοδοι υπολογισμού της αντιστάθμισης που καταβάλλεται στις παραχωρησιούχους δεν παραβιάζουν την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, με αποτέλεσμα να πληρούνται, επίσης, οι προϋποθέσεις του κεφαλαίου 2.7 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 142 και 143 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        έβδομον, ότι η αντιστάθμιση που προβλέπουν οι τροποποιητικές των συμβάσεων παραχώρησης πράξεις δεν υπερβαίνει το μέτρο του αναγκαίου για την κάλυψη του καθαρού κόστους για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων παροχής δημόσιας υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένου ενός εύλογου κέρδους, σύμφωνα με το κεφάλαιο 2.8 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας·

–        όγδοον, ότι κάθε ανησυχία σχετικά με τυχόν εναπομένουσες στρεβλώσεις του ανταγωνισμού έχει εξαλειφθεί κατά τρόπο σύμφωνο προς το κεφάλαιο 2.9 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (παράγραφοι 167 έως 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Στο πλαίσιο αυτό, και αφού εξέτασε τις δεσμεύσεις περί διαφάνειας που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία συμφώνως προς το κεφάλαιο 2.10 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν από ενδιαφερόμενους τρίτους, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις και να κηρύξει την ενίσχυση συμβατή προς την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (παράγραφοι 178 έως 186 και κεφάλαιο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

17      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2019, οι προσφεύγουσες INC SpA και Consorzio Stabile Sis SCpA άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή. Στις 29 Απριλίου 2019 η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημά της αντικρούσεως. Τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στις 18 Ιουλίου και στις 18 Οκτωβρίου 2019 αντιστοίχως.

18      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο και ανατέθηκε, κατά συνέπεια, η υπό κρίση υπόθεση.

19      Κατόπιν πρότασης του ενάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

20      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

22      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, κάλεσε τους διαδίκους να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα και τους έθεσε γραπτές ερωτήσεις, καλώντας τους να απαντήσουν επ’ αυτών κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

23      Οι διάδικοι απάντησαν στο Γενικό Δικαστήριο με έγγραφα της 3ης Νοεμβρίου 2020.

24      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ενημέρωσε το Γενικό Δικαστήριο σχετικά με την απόφαση των ιταλικών αρχών να μην εφαρμόσουν τα μέτρα που αποτελούσαν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως, τουλάχιστον όσον αφορά τη Società Iniziative Autostradali e Servizi.

25      Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να το ενημερώσει εγγράφως ως προς ενδεχόμενες αποφάσεις των ιταλικών αρχών που σχετίζονται με την εφαρμογή των επίμαχων μέτρων τόσο σχετικά με τη Società Iniziative Autostradali e Servizi όσο και σχετικά με την Autostrade per l’Italia. Τούτο σημειώθηκε στα πρακτικά της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

26      Με έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2020, η Επιτροπή κοινοποίησε στο Γενικό Δικαστήριο την από 10 Δεκεμβρίου 2020 επιστολή την οποία της είχε απευθύνει το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών της Ιταλίας. Λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της επιστολής αυτής, η Επιτροπή παρατήρησε ότι τα μέτρα, ως προς τα οποία δεν είχε διατυπώσει αντιρρήσεις δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν και δεν θα εφαρμόζονταν από τις ιταλικές αρχές, με αποτέλεσμα οι προσφεύγουσες να μην μπορούν να αποδείξουν πλέον την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος.

27      Με έγγραφο της 27ης Ιανουαρίου 2021, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους και ισχυρίστηκαν ότι εξακολουθούσαν να έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

28      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθησαν στις 8 Φεβρουαρίου και στις 11 Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την Επιτροπή περαιτέρω πληροφορίες, τις οποίες αυτή παρέσχε με έγγραφα της 26ης Φεβρουαρίου και της 29ης Μαρτίου 2021 αντιστοίχως. Βάσει των πληροφοριών αυτών, οι οποίες προέρχονταν από τις ιταλικές αρχές, η Επιτροπή επανέλαβε το συμπέρασμά της ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούσαν να αποδείξουν πλέον την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

29      Με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2021, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των εγγράφων αυτών και επανέλαβαν ότι εξακολουθούσαν να έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως για τους λόγους που εξέθεταν στο από 27 Ιανουαρίου 2021 έγγραφό τους (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

30      Η προφορική διαδικασία περατώθηκε στις 29 Απριλίου 2021 και, την ίδια ημερομηνία, η υπόθεση τέθηκε υπό διάσκεψη.

31      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή Β. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σκεπτικό

32      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες, άμεσες ανταγωνίστριες της Autostrade per l’Italia και της Società Iniziative Autostradali e Servizi στον τομέα της κατασκευής και της παραχώρησης αυτοκινητοδρόμων, προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως.

33      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως σχετίζεται με τα μέτρα που αφορούν τους αυτοκινητοδρόμους τους οποίους διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia. Συναφώς, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα μέτρα που αφορούν τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει η ανακοίνωση για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και είναι, κατά συνέπεια, συμβατά προς την εσωτερική αγορά στηρίζεται σε τρεις εσφαλμένες παραδοχές. Η πρώτη εσφαλμένη παραδοχή αφορά τον χαρακτηρισμό των εργασιών κατασκευής της «Gronda di Genova» ως ήδη προβλεπόμενων εργασιών που εμπίπτουν σε έργο ήδη παραχωρηθέν στην Autostrade per l’Italia το 2002, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για εντελώς νέο έργο σε σχέση με τις ισχύουσες συμβάσεις παραχώρησης που θα απαιτούσε τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας αναθέσεως. Σύμφωνα με τη δεύτερη εσφαλμένη παραδοχή, η Autostrade per l’Italia είναι παραχωρησιούχος στο πλαίσιο μίας ενιαίας συμβάσεως παραχώρησης, ενώ, στην πραγματικότητα, η εταιρία αυτή είναι παραχωρησιούχος σε δέσμη χωριστών συμβάσεων παραχώρησης. Σύμφωνα με την τρίτη εσφαλμένη παραδοχή, το κόστος για την υλοποίηση των εργασιών που δικαιολόγησαν την επίμαχη παράταση υπολογίστηκε ορθώς από την Autostrade per l’Italia και από τις ιταλικές αρχές, ενώ αυτό δεν ισχύει. Επιπλέον, και ανεξαρτήτως της αναλύσεως σχετικά με τις επίμαχες παραδοχές, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων προς τα κεφάλαια 2.2 έως 2.10 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) ενέχει σφάλματα.

34      Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως σχετίζεται με τα μέτρα που αφορούν τους αυτοκινητοδρόμους τους οποίους διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi. Οι προσφεύγουσες προβάλλουν, συναφώς, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ότι τα μέτρα που αφορούν τους αυτοκινητοδρόμους A33 Asti – Cuneo και SATAP A4 Torino – Milano, τους οποίους διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi, πληρούν τα κριτήρια που προβλέπει η ανακοίνωση για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας και είναι, επομένως, συμβατά με την εσωτερική αγορά βασίζεται σε τέσσερις εσφαλμένες παραδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη εσφαλμένη παραδοχή, για την ενδεκαετή καθυστέρηση στην εκτέλεση των εργασιών σχετικά με τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo και τη συνακόλουθη αύξηση του κόστους δεν ευθύνεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi, η οποία ήταν η παραχωρησιούχος του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου. Σύμφωνα με τη δεύτερη εσφαλμένη παραδοχή, οι εν λόγω δαπάνες υπολογίστηκαν ορθώς από τη Società Iniziative Autostradali e Servizi και τις ιταλικές αρχές, ενώ αυτό δεν ισχύει. Σύμφωνα με την τρίτη εσφαλμένη παραδοχή, οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο έργο κατασκευής του εν λόγω αυτοκινητοδρόμου δεν απαιτούν τη διεξαγωγή νέας διαδικασίας αναθέσεως. Σύμφωνα με την τέταρτη εσφαλμένη παραδοχή, η σύντμηση της διάρκειας των συμβάσεων παραχώρησης που ανανεώθηκαν και αφορούν δύο άλλους αυτοκινητοδρόμους, ήτοι τον αυτοκινητόδρομο SATAP A21 που συνδέει το Τορίνο με τη Brescia και τον αυτοκινητόδρομο Torino – Ivrea – Valle d’Aosta, έως το 2030, με σκοπό να διεξαχθεί κοινός διαγωνισμός για τους τέσσερις αυτοκινητοδρόμους, ήτοι τους αυτοκινητοδρόμους A33 Asti – Cuneo, SATAP A4 Torino – Milano, SATAP A21 και Torino – Ivrea – Valle d’Aosta, συνιστά δέσμευση που περιορίζει τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα της επίμαχης ενισχύσεως. Επιπλέον, και ανεξαρτήτως της αναλύσεως σχετικά με τις επίμαχες παραδοχές, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με τη συμβατότητα των επίδικων μέτρων προς τα κεφάλαια 2.2 έως 2.10 της ανακοινώσεως για την αντιστάθμιση για την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω) ενέχει σφάλματα.

35      Με τους ως άνω λόγους ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να τρέφει σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα των εξεταζόμενων μέτρων με την εσωτερική αγορά και, κατά συνέπεια, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 6 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή προσέβαλε τα διαδικαστικά δικαιώματα που οι προσφεύγουσες αντλούν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και από το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589.

36      Κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον, το οποίο συνιστά την πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος, προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως δύναται, αυτή καθαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (πρβλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 55 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς. Δεν μπορεί να αφορά μελλοντική και υποθετική κατάσταση (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 56). Συγκεκριμένα, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, ο εν λόγω προσφεύγων πρέπει να αποδείξει ότι η προσβολή της καταστάσεως αυτής είναι ήδη βέβαιη (απόφαση της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑141/03, EU:T:2005:129, σκέψη 26, και διάταξη της 26ης Μαρτίου 2012, Cañas κατά Επιτροπής, T‑508/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:152, σκέψη 49).

38      Όσον αφορά, ιδίως, τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων, το έννομο συμφέρον πρέπει, υπό το πρίσμα του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής, άλλως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, πρέπει δε να διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως (απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 57). Το ζήτημα της καταργήσεως της δίκης λόγω του ότι δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον δύναται να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου, C‑430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 49).

39      Στο πλαίσιο αυτό, οι ανταγωνιστές του δικαιούχου της ενισχύσεως έχουν έννομο συμφέρον να ζητήσουν την ακύρωση αποφάσεως δυνάμει της οποίας η Επιτροπή, χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, κηρύσσει την ενίσχυση συμβατή με την εσωτερική αγορά σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2015/1589.

40      Πράγματι, έννομο συμφέρον υφίσταται στον βαθμό που η ακύρωση της προσβαλλόμενης αποφάσεως θα υποχρέωνε την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 2015/1589 και να καλέσει τους ανταγωνιστές του δικαιούχου του επίμαχου μέτρου, ως «ενδιαφερόμενα μέρη» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του εν λόγω κανονισμού, να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού (πρβλ. απόφαση της 10ης Φεβρουαρίου 2009, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, T‑388/03, EU:T:2009:30, σκέψη 62).

41      Πρέπει, ωστόσο, να επισημανθεί ότι, για να θεωρηθεί ότι το έννομο συμφέρον διατηρείται μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, πρέπει, κατά τον χρόνο έκδοσης της ενδεχόμενης δικαστικής αποφάσεως με την οποία ακυρώνεται η απόφαση της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, να εξακολουθεί να υφίσταται σχέδιο για χορήγηση ενισχύσεως το οποίο να μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή από το κοινοποιούν κράτος μέλος και, ως εκ τούτου, να αποτελέσει αντικείμενο επίσημης διαδικασίας έρευνας.

42      Πράγματι, από τον συνδυασμό του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και των άρθρων 2, 4 και 9 του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας αφορά σχέδιο για χορήγηση ενισχύσεως.

43      Η ύπαρξη ενός τέτοιου σχεδίου μπορεί, βεβαίως, να τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνον της κοινοποιήσεώς του από το κράτος μέλος με σκοπό την έγκρισή του από την Επιτροπή σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 2015/1589, κατά μείζονα λόγο διότι, κατά το άρθρο 10 του κανονισμού αυτού, το κράτος μέλος μπορεί να αποσύρει την κοινοποίηση προτού η Επιτροπή λάβει την απόφαση να περατώσει την προκαταρκτική εξέταση που προβλέπεται στο άρθρο 4 του κανονισμού.

44      Ωστόσο, το γεγονός ότι το κράτος μέλος δεν απέσυρε την κοινοποίηση, δεν αποκλείει τη δυνατότητα του εν λόγω κράτους μέλους να αποσύρει οριστικώς το σχέδιο μετά την έκδοση, εκ μέρους της Επιτροπής, της αποφάσεώς της να μη διατυπώσει αντιρρήσεις. Συγκεκριμένα, αφενός, όπως προκύπτει από το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, η κοινοποίηση μπορεί τυπικώς να αποσυρθεί μόνον εφόσον η Επιτροπή δεν έχει λάβει απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, μολονότι το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρεώνει τα κράτη μέλη να κοινοποιούν στην Επιτροπή τα σχέδιά τους για χορήγηση ενισχύσεως πριν από την εφαρμογή της ενισχύσεως, δεν τα υποχρεώνει, αντιθέτως, να χορηγούν ενίσχυση, ακόμη και αν αυτή έχει εγκριθεί με απόφαση του εν λόγω θεσμικού οργάνου. Μια τέτοια απόφαση έχει μόνον ως αντικείμενο και ως αποτέλεσμα την έγκριση σχεδίου για χορήγηση ενισχύσεως διά της αναγνωρίσεως της συμβατότητάς του προς την εσωτερική αγορά, και όχι την επιβολή υποχρεώσεως εφαρμογής του στο οικείο κράτος μέλος (βλ. διάταξη της 6ης Μαΐου 2020, Blumar κ.λπ., C‑415/19 έως C‑417/19, EU:C:2020:360, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Το γεγονός, όμως, ότι το κράτος μέλος απέσυρε οριστικώς το σχέδιο ως προς το οποίο η Επιτροπή έλαβε την απόφαση να μη διατυπώσει αντιρρήσεις μπορεί να επηρεάσει τη διατήρηση εννόμου συμφέροντος, όπως αυτού που περιγράφεται στη σκέψη 40 ανωτέρω.

46      Ειδικότερα, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων δεν είναι, καταρχήν, πλέον ικανή να προσπορίσει στον προσφεύγοντα το διαδικαστικό όφελος που αυτός επιδιώκει να αποκομίσει, δηλαδή την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας και τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, με αποτέλεσμα να απόλλυται το έννομο συμφέρον του και να καθίσταται, αναλόγως της περιπτώσεως, απαράδεκτη η προσφυγή ή να καταργείται η επ’ αυτής δίκη (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω).

47      Συναφώς, καταρχάς, από τον συνδυασμό του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και των άρθρων 2, 4 και 9 του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι η επίσημη διαδικασία έρευνας αφορά σχέδιο για χορήγηση ενισχύσεως. Επομένως, το γεγονός ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος αποσύρει, μετά την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, το εν λόγω σχέδιο εξουδετερώνει την πρακτική αποτελεσματικότητα της αποφάσεως αυτής και, κυρίως, καθιστά εκ προοιμίου άνευ αντικειμένου την επίσημη διαδικασία έρευνας, την οποία η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει κατόπιν της ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεώς της.

48      Συνακόλουθα, εν συνεχεία, ελλείψει σχεδίου για χορήγηση ενισχύσεως, δεν υφίσταται πλέον «δικαιούχος» ούτε «ανταγωνιστής» του εν λόγω δικαιούχου ούτε, κατά συνέπεια, «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού 2015/1589, το οποίο θα καλούνταν να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο ενδεχόμενης επίσημης διαδικασίας έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού. Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση της αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων δεν είναι, κατ’ αρχήν, ικανή να προσπορίσει στον προσφεύγοντα το όφελος που συνίσταται στη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

49      Τέλος, το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται, κατά μείζονα λόγο, αν από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως προκύπτει ότι το κοινοποιούν κράτος μέλος δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να στηριχθεί στην απόφαση της Επιτροπής περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων σε περίπτωση που, μετά την απόφασή του να αποσύρει το επίδικο σχέδιο για χορήγηση ενισχύσεως, αποφασίσει να ανακαλέσει την ως άνω απόφαση και να εφαρμόσει εν τέλει το εν λόγω σχέδιο. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής δεν είναι ικανή να προσπορίσει στον προσφεύγοντα, που είναι ανταγωνιστής του δικαιούχου, άμεσο όφελος συνιστάμενο στην αφαίρεση της ως άνω δυνατότητας από το εν λόγω κράτος μέλος.

50      Εν προκειμένω, από τις παραγράφους 61 έως 63 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αποκλειστικώς διά της αναφοράς στην παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω). Επιπλέον, από τις παραγράφους 64 έως 73 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ανάλυση της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια της ίδιας διατάξεως στηρίζεται στην παραδοχή ότι η εν λόγω παράταση θα απέφερε έσοδα τα οποία, βάσει των πληροφοριών που παρασχέθηκαν από τις ιταλικές αρχές, δεν θα ήταν συγκρίσιμα με τις δαπάνες στις οποίες θα υποβαλλόταν, προκειμένου να εκπληρώσει τις επίμαχες υποχρεώσεις παροχής δημόσιας υπηρεσίας, μια μέση επιχείρηση, με χρηστή διαχείριση και κατάλληλα εξοπλισμένη ώστε να μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις σχετικά με την παροχή δημόσιας υπηρεσίας (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω).

51      Εν προκειμένω, με την από 10 Δεκεμβρίου 2020 επιστολή, την οποία απηύθυνε στην Επιτροπή και η οποία προσκομίστηκε στο Γενικό Δικαστήριο από την Επιτροπή στις 14 Δεκεμβρίου 2020 (βλ. σκέψεις 25 και 26 ανωτέρω), το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών της Ιταλίας εξέθεσε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«[…] επιβεβαιώνεται ότι τα σενάρια περί τροποποιήσεως των συμβατικών σχέσεων παραχώρησης τα οποία αφορά η απόφαση της Επιτροπής […] είναι πλέον πλήρως παρωχημένα και έχουν αντικατασταθεί από άλλες λύσεις που δεν προβλέπουν παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχώρησης.

Όσον αφορά, ιδίως, [τους αυτοκινητοδρόμους Asti – Cuneo και SATAP A4 Torino – Milano], εκπονήθηκε νέα πρόταση περί τροποποιήσεως των χρηματοοικονομικών σχεδίων [και] η πρόταση αυτή εγκρίθηκε με την από 14 Μαΐου 2020 απόφαση της [Comitato interministeriale per la programmazione economica (διυπουργικής επιτροπής οικονομικού σχεδιασμού)] […]

Η εταιρία Autostrade per l’Italia εκπόνησε νέα πρόταση περί τροποποιήσεως της συμβάσεως παραχώρησης η οποία δεν προβλέπει παράταση της διάρκειας της εν λόγω συμβάσεως και ευρίσκεται, επί του παρόντος, στο στάδιο της εξέτασης.»

52      Στο πλαίσιο μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας που ελήφθη στις 8 Φεβρουαρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε την Επιτροπή να διευκρινίσει, ενδεχομένως κατόπιν διαβουλεύσεως με τις ιταλικές αρχές, εάν η από 10 Δεκεμβρίου 2020 επιστολή έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το σχέδιο για παράταση της διάρκειας της συμβάσεως παραχώρησης που αφορά την Autostrade per l’Italia είχε αποσυρθεί οριστικώς, παρά το γεγονός ότι η νέα πρόταση της εν λόγω παραχωρησιούχου εξακολουθούσε να βρίσκεται υπό εξέταση.

53      Με έγγραφο της 26ης Φεβρουαρίου 2021, η Επιτροπή διαβίβασε στο Γενικό Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 2021, προερχόμενο από το Υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών της Ιταλίας (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Στο εν λόγω μήνυμα εκτίθενται τα εξής:

«Επιβεβαιώνω ότι, αδιαμφισβήτητα, δεν ισχύει πλέον το σχέδιο για παράταση της διάρκειας της συμβάσεως παραχώρησης που αφορά την [Autostrade per l’Italia], σε σχέση με την οποία είναι επί του παρόντος υπό εξέταση μια νέα πρόταση με την οποία επιβεβαιώνεται η αρχικώς προβλεφθείσα για το 2038 ημερομηνία λήξεως.»

54      Κατά τα λοιπά, το επίμαχο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επιβεβαιώνει ότι υπογράφηκε νέα σύμβαση παραχώρησης που αφορά τους αυτοκινητοδρόμους A33 Asti – Cuneo και SATAP A4 Torino – Milano.

55      Τέλος, κατόπιν νέου μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή διαβίβασε, με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2021, στο Γενικό Δικαστήριο το από 26 Μαρτίου 2021 έγγραφο του Υπουργείου Βιώσιμων Υποδομών και Κινητικότητας (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Στο έγγραφο αυτό, το εν λόγω υπουργείο επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η διαδικασία έκδοσης των πρόσθετων πράξεων που αφορούν τις σχετικές με τους αυτοκινητοδρόμους SATAP A4 Torino – Milano και Asti – Cuneo συμβάσεις παραχώρησης είχε ολοκληρωθεί και ότι, βάσει των προβλέψεων των πρόσθετων πράξεων, οι περιστάσεις που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσβαλλομένης πράξεως είναι παρωχημένες. Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο, οι εν λόγω πρόσθετες πράξεις δεν προβλέπουν καμία παράταση της διάρκειας των συμβάσεων παραχώρησης σχετικά με τους ανωτέρω δύο αυτοκινητοδρόμους, αλλά, αντιθέτως, «επιβεβαιώνουν» ότι η πρώτη σύμβαση παραχώρησης λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2026 και ότι ως λήξη της ισχύος της δεύτερης σύμβασης παραχώρησης «ορίστηκε εκ νέου» η 31η Δεκεμβρίου 2031.

56      Όσον αφορά τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia, το εν λόγω έγγραφο επισημαίνει ότι οι υπηρεσίες διερευνούν από κοινού την πρόταση χρηματοοικονομικού σχεδίου με την οποία επιβεβαιώνεται ότι η σύμβαση παραχώρησης αυτή θα λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2038 και ότι η εν λόγω πρόταση αποκλείει τη δυνατότητα παράτασης της διάρκειας της συμβάσεως παραχώρησης πέραν της ημερομηνίας αυτής, καθιστώντας, συναφώς, την προσβαλλόμενη απόφαση άνευ αντικειμένου.

57      Από τα στοιχεία που εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 56 ανωτέρω προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία απέσυρε οριστικώς το σχέδιο για παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης, παράταση που αποτελεί το στοιχείο βάσει του οποίου η Επιτροπή χαρακτήρισε τα μέτρα τα οποία αποτέλεσαν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. σκέψεις 12 και 13 ανωτέρω).

58      Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρέσχε η Ιταλική Δημοκρατία, όσον αφορά τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi, έχει ήδη υπογραφεί και τεθεί σε ισχύ μια πρόσθετη πράξη η οποία δεν προβλέπει παράταση. Σύμφωνα με την πρόσθετη αυτή πράξη, η ισχύς της συμβάσεως παραχώρησης που αφορά τον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano θα λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2026, ήτοι κατά την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία λήξεως. Σύμφωνα με την ίδια πράξη, η σύμβαση παραχώρησης που αφορά τον αυτοκινητόδρομο Asti – Cuneo θα λήξει στις 31 Δεκεμβρίου 2031, ήτοι πολύ πριν από την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία λήξεως (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

59      Όσον αφορά τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Autostrade per l’Italia, η Ιταλική Δημοκρατία επισήμανε ότι η υποβολή πρότασης περί αναθεωρήσεως που στηρίζεται στη λήξη της συμβάσεως παραχώρησης στις 31 Δεκεμβρίου 2038 αποκλείει οποιοδήποτε ενδεχόμενο παράτασης της διάρκειας της εν λόγω συμβάσεως παραχώρησης πέραν της ημερομηνίας αυτής, που είναι η αρχικώς ορισθείσα ημερομηνία λήξεως (βλ. σκέψη 6 ανωτέρω).

60      Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η Ιταλική Κυβέρνηση απέσυρε οριστικώς το επίδικο σχέδιο ενισχύσεως, η ενδεχόμενη ακύρωση από το Γενικό Δικαστήριο της προσβαλλομένης αποφάσεως θα υποχρέωνε απλώς και μόνον την Επιτροπή να κινήσει επίσημη διαδικασία έρευνας η οποία θα στερούνταν εκ προοιμίου αντικειμένου, με αποτέλεσμα να καθίσταται επίσης άνευ αντικειμένου η υποβολή, εκ μέρους των προσφευγουσών, παρατηρήσεων επί σχεδίου το οποίο δεν μπορεί πλέον να τεθεί σε εφαρμογή (βλ. σκέψεις 47 και 48 ανωτέρω).

61      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, όπως παρατηρεί η Επιτροπή στο από 14 Δεκεμβρίου 2020 έγγραφό της, από τις παραγράφους 23, 44 και 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η διαπίστωση περί της συμβατότητας των επίμαχων μέτρων με την εσωτερική αγορά εξαρτάται από την προϋπόθεση της ενάρξεως ορισμένων από τις σχεδιαζόμενες εργασίες το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2020. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την υποσημείωση η οποία περιλαμβάνεται στη σελίδα 30 και στην οποία γίνεται αναφορά στην παράγραφο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι σχεδιαζόμενες συμφωνίες προέβλεπαν ότι, στην περίπτωση που οι εργασίες που σχετίζονται με τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo δεν ξεκινούσαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2020, το σχέδιο που αφορά τους αυτοκινητοδρόμους που διαχειρίζεται η Società Iniziative Autostradali e Servizi θα αποσυρόταν εξ ολοκλήρου. Ομοίως, κατά την ίδια υποσημείωση, εάν οι εργασίες κατασκευής της «Gronda di Genova» και των διασυνδέσεων των αυτοκινητοδρόμων A7/A10/A12 δεν άρχιζαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2020, το σχέδιο για παράταση της συμβάσεως παραχώρησης σχετικά με την Autostrade per l’Italia θα αποσυρόταν στο σύνολό του.

62      Οι ρήτρες αυτές εξηγούνται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει, ιδίως, από τις παραγράφους 44, 147, 151 και 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η χρηματοοικονομική ισορροπία του επίμαχου σχεδίου εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον υπολογισμό ορισμένων ποσοστών απόδοσης της επένδυσης και από τη συνεκτίμηση των υφιστάμενων μακροοικονομικών συνθηκών. Οι παράγοντες αυτοί στηρίζονται, με τη σειρά τους, σε δεδομένα που ενδέχεται να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παράγραφο 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αυτόματη απόσυρση του σχεδίου για παράταση της διάρκειας των επίμαχων παραχωρήσεων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην παράγραφο 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω) συνιστά αναγκαίο μέτρο για την αποφυγή καταβολής υπερβάλλουσας αντιστάθμισης στις παραχωρησιούχους.

63      Η Επιτροπή, η οποία, σύμφωνα με την παράγραφο 51, στοιχείο αʹ, δεύτερη περίπτωση, της προσβαλλομένης αποφάσεως έπρεπε να ενημερωθεί για την πρόοδο των εργασιών, ισχυρίζεται, με το από 14 Δεκεμβρίου 2020 έγγραφό της, ότι δεν είχαν ξεκινήσει οι εργασίες των οποίων η εκτέλεση έπρεπε να αρχίσει το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2020, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

64      Από τις ανωτέρω διαπιστώσεις προκύπτει ότι η Ιταλική Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να στηριχθεί στα πορίσματα της Επιτροπής σχετικά, ιδίως, με τον εύλογο χαρακτήρα του οφέλους που απορρέει από τα επίμαχα μέτρα και από την απουσία υπερβάλλουσας αντιστάθμισης που εκτίθενται στις παραγράφους 151 έως 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 15, έβδομη περίπτωση, ανωτέρω) στην περίπτωση κατά την οποία θα αποφάσιζε στο μέλλον να εφαρμόσει το επίμαχο σχέδιο παρά τους ισχυρισμούς της ότι το έχει αποσύρει. Συγκεκριμένα, εφόσον δεν πληρούται η προϋπόθεση που αφορά την έναρξη πριν την 1η Ιανουαρίου 2020 των εργασιών που μνημονεύονται στη σκέψη 61 ανωτέρω, ένα τέτοιο σχέδιο δεν θα ταυτιζόταν με το σχέδιο ως προς το οποίο η Επιτροπή δεν διατύπωσε αντιρρήσεις δυνάμει της προσβαλλομένης αποφάσεως.

65      Κατά συνέπεια, αν το μέτρο το οποίο η Ιταλική Δημοκρατία θα σχεδίαζε ενδεχομένως να λάβει μεταγενέστερα συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, θα απαιτούνταν νέα κοινοποίηση στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού 2015/1589, ως προς την οποία η Επιτροπή θα έπρεπε να ασκήσει τις αρμοδιότητές της δυνάμει του άρθρου 4 του ίδιου κανονισμού.

66      Επομένως, ορθώς η Επιτροπή υποστηρίζει με το από 14 Δεκεμβρίου 2020 έγγραφό της ότι το επίδικο σχέδιο δεν μπορεί και δεν πρόκειται να τεθεί σε εφαρμογή από την Ιταλική Δημοκρατία υπό τη μορφή υπό την οποία εγκρίθηκε.

67      Οι προσφεύγουσες, από την πλευρά τους, προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, τέσσερα επιχειρήματα προς στήριξη του συμπεράσματός τους ότι εξακολουθούν να έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

68      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, πρώτον, ότι η νέα πρόταση της Autostrade per l’Italia δεν έχει εγκριθεί ακόμη από τις ιταλικές αρχές.

69      Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτίθενται στις σκέψεις 51 έως 56 ανωτέρω, η Ιταλική Δημοκρατία διατείνεται ότι το γεγονός ότι η Autostrade per l’Italia υπέβαλε νέα πρόταση στηριζόμενη στη λήξη της συμβάσεώς της παραχώρησης στις 31 Δεκεμβρίου 2038 αποκλείει την παράταση της παραχώρησης αυτής πέραν της εν λόγω ημερομηνίας. Κατά δεύτερον, και εν πάση περιπτώσει, τέτοια παράταση αποκλείεται από το γεγονός ότι οι εργασίες σχετικά με την «Gronda di Genova» και τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo δεν ξεκίνησαν πριν την 1η Ιανουαρίου 2020 (βλ. σκέψεις 61 έως 63 ανωτέρω), γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες.

70      Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι δεν δόθηκαν επαρκείς εξηγήσεις από τις ιταλικές αρχές ως προς τα νέα χρηματοοικονομικά σχέδια τα οποία προορίζονταν να αντικαταστήσουν τα μέτρα που εγκρίθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα, κατά τις προσφεύγουσες, οι ιταλικές αρχές αναφέρθηκαν απλώς στο γεγονός ότι τα νέα σχέδια δεν προβλέπουν την παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης, χωρίς να παράσχουν εξηγήσεις σχετικά με τη χρηματοδότηση του αυτοκινητοδρόμου A33 Asti – Cuneo μέσω των εσόδων από τον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano ούτε σχετικά με την ενδεχόμενη αξία εξαγοράς την οποία θα έπρεπε να καταβάλει στις απερχόμενες παραχωρησιούχους κατά τη λήξη της ισχύος των συμβάσεων παραχώρησης ο τυχόν νέος παραχωρησιούχος και χωρίς, ακόμη, να εγγυηθούν ότι δεν θα επιτρέψουν την «αναβίωση» του ζητήματος της παράτασης της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης στο μέλλον. Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά τις προσφεύγουσες, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα εμπόδιζε την Επιτροπή να επαναλάβει τα σφάλματα που επισημάνθηκαν με την υπό κρίση προσφυγή αν τα νέα χρηματοοικονομικά σχέδια προέβλεπαν μέτρα ενισχύσεως των οποίων η συμβατότητα προς την εσωτερική αγορά εξαρτιόταν από εκτιμήσεις ανάλογες προς αυτές επί των οποίων στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση.

71      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το στοιχείο επί του οποίου στηρίχθηκε η Επιτροπή προκειμένου να χαρακτηρίσει τα επίμαχα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι η παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης. Ειδικότερα, τα έσοδα που αποκομίστηκαν κατά την περίοδο που αντιστοιχεί στην εν λόγω παράταση είναι εκείνα που, κατά την Επιτροπή, συνιστούν κρατικούς πόρους που χορηγούν πλεονέκτημα στις υφιστάμενες παραχωρησιούχους (βλ. σκέψεις 12, 13 και 50 ανωτέρω). Επιπλέον, όσον αφορά, ιδίως, τη χρηματοδότηση των σχετικών με τον αυτοκινητόδρομο A33 Asti – Cuneo εργασιών, οι εν λόγω εργασίες θα χρηματοδοτούνταν μέσω των εσόδων που θα απέφερε η παράταση της διάρκειας της συμβάσεως παραχώρησης που αφορά τον αυτοκινητόδρομο SATAP A4 Torino – Milano και η αξία εξαγοράς θα υπολογιζόταν βάσει των εσόδων αυτών (βλ. σκέψεις 10, 11 και 15, τρίτη περίπτωση, ανωτέρω).

72      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η απόσυρση του σχεδίου για παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης καθιστά αυτομάτως παρωχημένη την ανάλυση την οποία διενήργησε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά τόσο με τον χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων όσο και με τη συμβατότητα των μέτρων αυτών με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 106, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

73      Στο πλαίσιο αυτό, το ζήτημα αν τα νέα χρηματοοικονομικά σχέδια συνιστούν μέτρα που συνεπάγονται τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων υπό οποιαδήποτε μορφή μπορεί να εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο νέας διαδικασίας την οποία η Επιτροπή θα κληθεί, ενδεχομένως, να κινήσει κατόπιν νέας κοινοποιήσεως εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με το άρθρο 108 ΣΛΕΕ και το άρθρο 4 του κανονισμού 2015/1589. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας, η Επιτροπή θα εξετάσει τη συμβατότητα των επίμαχων μέτρων με την εσωτερική αγορά λαμβάνοντας υπόψη όλα τα κρίσιμα χαρακτηριστικά τους και θα αποφανθεί επί της αναγκαιότητας να κινηθεί επίσημη διαδικασία έρευνας σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 4, και το άρθρο 6 του κανονισμού 2015/1589.

74      Το επιχείρημα που στηρίζεται στο ενδεχόμενο να επωφεληθεί η Ιταλική Δημοκρατία από την προσβαλλόμενη απόφαση μέσω της αναβίωσης του ζητήματος της παράτασης της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης μετά την περάτωση της υπό κρίση υποθέσεως πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 61 έως 65 ανωτέρω.

75      Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα υποχρέωνε την Επιτροπή να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας και να σεβαστεί, κατά τον τρόπο αυτόν, τα διαδικαστικά δικαιώματά τους. Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 47 έως 60 ανωτέρω.

76      Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραμένει σε ισχύ και είναι δεσμευτική για κάθε διαφορά που αφορά τα «ισχύοντα μέτρα ενισχύσεως» ή μελλοντικά μέτρα, καθόσον μόνον η παράμετρος που αφορά την παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης τροποποιήθηκε.

77      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 71 και 72 ανωτέρω, η παράταση της διάρκειας των επίμαχων συμβάσεων παραχώρησης δεν συνιστά μια απλή παράμετρο των μέτρων τα οποία εξετάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά το στοιχείο το οποίο, κατά την Επιτροπή, δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, η απόσυρση του σχεδίου για την επίμαχη παράταση συνεπάγεται ότι εκλείπουν τα «υφιστάμενα μέτρα ενισχύσεως», όπως αυτά εξετάστηκαν από την Επιτροπή. Κατά τα λοιπά, η φύση της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία τα εξεταζόμενα μέτρα κηρύχθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά, αποκλείει το ενδεχόμενο η απόφαση αυτή να παράγει οποιοδήποτε δεσμευτικό αποτέλεσμα ως προς άλλα μέτρα ενισχύσεως που θα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο νέας εξετάσεως (βλ. σκέψη 73 ανωτέρω).

78      Επομένως, η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες, στις οποίες το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο ουσιωδώς διαφορετικών περιστάσεων, ότι εξακολουθεί να υφίσταται έννομο συμφέρον.

79      Πρόκειται, πρώτον, για περιπτώσεις στις οποίες η επίσημη διαδικασία έρευνας την οποία η Επιτροπή υποχρεούται να κινήσει κατόπιν της ακύρωσης της αποφάσεως που εκδόθηκε κατά το πέρας της προκαταρκτικής εξέτασης δεν στερούνταν, αντιθέτως προς την περίπτωση της υπό κρίση υπόθεσης, αντικειμένου, λόγω του γεγονότος ότι, στις περιπτώσεις αυτές, το επίμαχο μέτρο δεν είχε αποσυρθεί (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2019, Ja zum Nürburgring κατά Επιτροπής, T‑373/15, EU:T:2019:432, σκέψεις 15, 83 και 90 έως 92, και της 19ης Ιουνίου 2019, NeXovation κατά Επιτροπής, T‑353/15, EU:T:2019:434, σκέψεις 14, 67 και 72 έως 74). Πράγματι, υπό τις συνθήκες αυτές, η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως είναι δυνατόν να υποχρεώσει την Επιτροπή να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η οποία, αντιθέτως προς την υπό κρίση υπόθεση, δεν στερείται αντικειμένου.

80      Δεύτερον, η υπό κρίση υπόθεση διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες η προσφυγή ακυρώσεως αποφάσεως που κατέστη ανίσχυρη θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα ή την ερμηνεία κανόνων δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη και οι οποίοι μπορούν να εφαρμοστούν στο μέλλον στο πλαίσιο διαδικασιών στις οποίες είναι πιθανόν να μετάσχει ο προσφεύγων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο προσφεύγων μπορεί, επίσης, να διατηρεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση πράξεως προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλόμενης πλημμέλειας της πράξεως στο μέλλον (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 32, και της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψεις 45 έως 60).

81      Πάντως, όπως διευκρινίζεται στη νομολογία, το έννομο συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον, «ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή του [προσφεύγοντος]» (απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 52) ή «ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων περιστάσεων της επίμαχης υπόθεσης» (απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψη 48).

82      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να είναι ενεστώς και να μην είναι υποθετικό (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω), το συμφέρον αυτό θεωρείται ότι υφίσταται, εφόσον η προσφυγή θέτει υπό αμφισβήτηση το κύρος ή την ερμηνεία των κανόνων δυνάμει των οποίων εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 1979, Simmenthal κατά Επιτροπής, 92/78, EU:C:1979:53, σκέψη 32· της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψεις 54 έως 59, και της 4ης Σεπτεμβρίου 2018, ClientEarth κατά Επιτροπής, C‑57/16 P, EU:C:2018:660, σκέψεις 49 έως 52).

83      Εντούτοις, εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επαναλάβει η Επιτροπή τα προβαλλόμενα σφάλματα εκτιμήσεως που την οδήγησαν να κηρύξει τα επίμαχα μέτρα συμβατά προς την εσωτερική αγορά χωρίς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Λαμβανομένων υπόψη των λόγων ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξη της προσφυγής (βλ. σκέψεις 32 έως 35 ανωτέρω), τα εν λόγω προβαλλόμενα σφάλματα αφορούν τις εκτιμήσεις της Επιτροπής που στηρίζουν τη διαπίστωσή της ότι τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά και που σχετίζονται ακριβώς με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης. Επομένως, είναι πρόδηλο ότι τα προβαλλόμενα σφάλματα εκτιμήσεως δεν αφορούν πλημμέλειες δυνάμενες να επαναληφθούν «ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υπόθεσης στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή» κατά την έννοια που εκτίθεται στις σκέψεις 81 και 82 ανωτέρω.

84      Επιπλέον, αν βάσει του επιχειρήματος αυτού μπορούσε να δικαιολογηθεί η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος σε περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως, η απαίτηση σχετικά με την ύπαρξη ενεστώτος και όχι υποθετικού συμφέροντος (βλ. σκέψη 37 ανωτέρω) θα στερούνταν περιεχομένου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή, ο προσφεύγων θα μπορούσε να επικαλεστεί λυσιτελώς υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις το συμφέρον αποφυγής της επαναλήψεως κάθε προβαλλόμενης στο πλαίσιο της προσφυγής παρανομίας, ακόμη και όταν δεν θα αντλούσε, όπως εν προκειμένω, κανένα όφελος από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. σκέψη 87 κατωτέρω).

85      Τέλος, τρίτον, η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να διακριθεί από τις περιπτώσεις στις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη όχι μόνο δεν κατέστη ανίσχυρη, αλλά παρήγαγε δεσμευτικά αποτελέσματα προς τα οποία ο προσφεύγων, ως αποδέκτης της πράξεως, συμμορφώθηκε και τα οποία το καθού θεσμικό όργανο θα υποχρεωθεί να εξαλείψει σε συνάρτηση με τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 1999, Gencor κατά Επιτροπής, T‑102/96, EU:T:1999:65, σκέψεις 40 έως 42· της 15ης Δεκεμβρίου 1999, Kesko κατά Επιτροπής, T‑22/97, EU:T:1999:327, σκέψεις 55 έως 64, και της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, MCI κατά Επιτροπής, T‑310/00, EU:T:2004:275, σκέψεις 44 έως 55).

86      Ωστόσο, εν προκειμένω, αφενός, το γεγονός ότι τα επίμαχα μέτρα αποσύρθηκαν πριν εφαρμοστούν αποκλείει το ενδεχόμενο τα μέτρα αυτά να παρήγαγαν αποτελέσματα δυνάμενα να επηρεάσουν την ανταγωνιστική θέση των προσφευγουσών (πρβλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις της 27ης Απριλίου 1995, ASPEC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑435/93, EU:T:1995:79, σκέψεις 29 και 30, και της 27ης Απριλίου 1995, Casillo Grani κατά Επιτροπής, T‑443/93, EU:T:1995:81, σκέψεις 7 και 8). Αφετέρου, όπως εκτέθηκε στις σκέψεις 39 και 40 ανωτέρω, το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών δεν συνίσταται στην εξάλειψη δεσμευτικών αποτελεσμάτων τα οποία παρήγαγε η προσβαλλόμενη απόφαση και υπέστησαν οι ίδιες, αλλά στην προστασία διαδικαστικών δικαιωμάτων που θα μπορούσαν να ασκήσουν κατόπιν της ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πάντως, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 50 έως 66 ανωτέρω, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να προσπορίσει στις προσφεύγουσες το όφελος που αυτές επιδιώκουν να αποκομίσουν, δηλαδή τη δυνατότητα να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους στο πλαίσιο επίσημης διαδικασίας έρευνας.

87      Από το σύνολο των ανωτέρω εκτιμήσεων προκύπτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να προσπορίσει, ως εκ του αποτελέσματός της, κανένα όφελος στις προσφεύγουσες.

88      Επομένως, παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής (βλ. σκέψεις 36 έως 38 ανωτέρω).

 Επί των δικαστικών εξόδων

89      Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή παρέσχε τις κύριες πληροφορίες σχετικά με την απόσυρση του επιδίκου σχεδίου το πρώτον κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ενώ διέθετε τις πληροφορίες αυτές σε προγενέστερο στάδιο, πρέπει το θεσμικό αυτό όργανο να φέρει, πέραν των δικών του δικαστικών εξόδων, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι προσφεύγουσες και οι τελευταίες να φέρουν το ήμισυ των δικαστικών εξόδων τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Καταργεί τη δίκη επί της προσφυγής που ασκήθηκε από την INC SpA και την Consorzio Stabile Sis SCpA.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, το ήμισυ των δικαστικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η INC και η Consorzio Stabile Sis.

3)      Η INC και η Consorzio Stabile Sis φέρουν το ήμισυ των δικαστικών εξόδων τους.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva


Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.