Language of document : ECLI:EU:T:2009:19

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 28ης Ιανουαρίου 2009 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Διαδικασία διαγωνισμού με πρόσκληση για την υποβολή προσφορών με αντικείμενο την πλήρη διαχείριση βρεφονηπιακού σταθμού – Απόφαση περί αναθέσεως της παροχής των υπηρεσιών στο Γραφείο “Υποδομών και Διοικητικής Υποστηρίξεως” (ΓΥΔΥ) και περί ματαιώσεως του διαγωνισμού»

Στην υπόθεση T‑125/06,

Centro Studi Antonio Manieri Srl, με έδρα τη Ρώμη (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Forte, M. Forte, και G. Forte, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τον A. Vitro και τις P. Mahnic και M. Balta,

καθού-εναγόμενου,

με αντικείμενο, πρώτον, αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου η οποία δημοσιοποιήθηκε με το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του περί ματαιώσεως του διαγωνισμού αριθ. 2003/S 209‑187862, με αντικείμενο την πλήρη διαχείριση βρεφονηπιακού σταθμού, δεύτερον, αίτημα ακυρώσεως της θετικής αξιολογήσεως της προτάσεως του Γραφείου «Υποδομών και Διοικητικής Υποστηρίξεως» (ΓΥΔΥ) για την παροχή των ιδίων υπηρεσιών και, τρίτον, αίτημα αποζημιώσεως,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe (εισηγήτρια) και S. Soldevila Fragoso, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Ιουνίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Centro Studi Antonio Manieri Srl, προσφεύγουσα-ενάγουσα, είναι εταιρία εξειδικευμένη στη διαχείριση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων και οργανισμών.

2        Στις 20 Οκτωβρίου 2003, το Συμβούλιο προκήρυξε διαγωνισμό με πρόσκληση για την υποβολή προσφορών μέσω κλειστής διαδικασίας με αντικείμενο τη σύναψη συμβάσεως παροχής υπηρεσιών με τον τίτλο «B‑Βρυξέλλες: πλήρης διαχείριση βρεφονηπιακού σταθμού, 2003/S 209-187862» (στο εξής: διαγωνισμός).

3        Με το από 7 Ιανουαρίου 2004 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του, το Συμβούλιο ενημέρωσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι η επιτροπή αξιολογήσεως είχε δεχθεί τη συμμετοχή της στον διαγωνισμό, επιβεβαιώνοντας ότι η εταιρία πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να μετάσχει στην κλειστή διαδικασία.

4        Η αποστολή της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού, ενώ αρχικά είχε προβλεφθεί για τον Ιούλιο του 2004, αναβλήθηκε δύο φορές. Τελικά, η συγγραφή υποχρεώσεων απεστάλη στην προσφεύγουσα-ενάγουσα με έγγραφο της 8ης Δεκεμβρίου 2004, συνοδευόμενη από σχέδιο συμβάσεως. Ως ημερομηνία λήξεως της προθεσμίας για την υποβολή των προσφορών ορίσθηκε η 28η Φεβρουαρίου 2005.

5        Στις αρχές του 2005, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε την προσφορά της στο Συμβούλιο. Με το από 21 Απριλίου 2005 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του, το Συμβούλιο γνωστοποίησε τη λήψη της προσφοράς.

6        Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2005, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι η ημερομηνία λήψεως αποφάσεως μετατέθηκε στις 16 Ιανουαρίου 2006.

7        Με το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, το οποίο απεστάλη με τηλεομοιοτυπία στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, γνωστοποιήθηκαν στη δεύτερη οι αποφάσεις του Συμβουλίου, αφενός, να ματαιώσει τον διαγωνισμό και, αφετέρου, να αναθέσει τη διαχείριση του βρεφονηπιακού σταθμού στο Γραφείο «Υποδομών και Διοικητικής Υποστηρίξεως» (ΓΥΔΥ), το οποίο εδρεύει στις Βρυξέλλες. Το έγγραφο αυτό έχει ως εξής:

«Η Γενική Γραμματεία αποφάσισε τη ματαίωση του ως άνω διαγωνισμού, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων, το οποίο συντάχθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 101 του κανονισμού 1605/2002 του Συμβουλίου.

Η Γενική Γραμματεία αξιολόγησε θετικά την πρόταση την οποία υπέβαλε κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005 το ΓΥΔΥ […], περί απευθείας διοικητικής και παιδαγωγικής διαχειρίσεως του βρεφονηπιακού σταθμού που απευθύνεται κατά προτεραιότητα στα τέκνα των υπαλλήλων της Γενικής Γραμματείας.

Η ανάλυση της προτάσεως αυτής κατέδειξε τα πολυάριθμα πλεονεκτήματα, ιδίως όσον αφορά τους συμβατικούς όρους που διασφαλίζονται υπέρ του προσωπικού, τις οικονομίες κλίμακος και τη βέλτιστη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, στο πλαίσιο αγαστής συνεργασίας μεταξύ κοινοτικών οργάνων.

[…]»

8        Με έγγραφο της 15ης Φεβρουαρίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζήτησε από το Συμβούλιο την παροχή διευκρινίσεων όσον αφορά το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006 και ανέπτυξε ορισμένα επιχειρήματα προς αμφισβήτηση του περιεχομένου του.

9        Με έγγραφο της 3ης Μαρτίου 2006, το Συμβούλιο απάντησε στις ερωτήσεις και στην επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

 Διαδικασία

10      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαρτίου 2006. Το πρωτότυπο του δικογράφου απεστάλη ταχυδρομικώς στις 17 Μαρτίου 2006. Περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Μαΐου 2006. Στις 20 Μαΐου 2006 κατατέθηκε διορθωτικό όσον αφορά το αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων.

11      Με απόφαση της 12ης Ιουνίου 2006, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου ανέθεσε την υπόθεση στο τέταρτο τμήμα.

12      Στις 18 Ιουλίου 2006, το Συμβούλιο κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

13      Ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως ορίσθηκε η 10η Οκτωβρίου 2006. Το υπόμνημα απαντήσεως απεστάλη ταχυδρομικώς στις 6 Οκτωβρίου 2006. Περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Οκτωβρίου 2006.

14      Στις 10 Οκτωβρίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε πρόσθετο αίτημα προσκομίσεως εγγράφων στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων.

15      Στις 23 Οκτωβρίου 2006, το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του αιτήματος αυτού.

16      Η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε με την κατάθεση του υπομνήματος ανταπαντήσεως στις 30 Νοεμβρίου 2006.

17      Με απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2007, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου αφαίρεσε την υπόθεση από το τέταρτο τμήμα και την ανέθεσε στο τρίτο.

18      Λόγω κωλύματος του εισηγητή δικαστή, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου αφαίρεσε την υπόθεση από το τρίτο τμήμα και την ανέθεσε στο δεύτερο.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την από 16 Ιανουαρίου 2006 απόφαση της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου, περί ματαιώσεως του διαγωνισμού·

–        να ακυρώσει τη θετική αξιολόγηση της προτάσεως του ΓΥΔΥ·

–        να διατάξει κάθε μέτρο για την προστασία των δικαιωμάτων και των προνομίων της, περιλαμβανομένης της αναστολής της εκτελέσεως της συμβάσεως με το ΓΥΔΥ·

–        να προσδιορίσει κατά δίκαιη κρίση [ex aequo et bono] τη ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα-ενάγουσα·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

20      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή-αγωγή, για τον λόγο ότι ασκήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας που τάσσει το άρθρο 230 ΕΚ·

–        επικουρικώς, να απορρίψει ως αβάσιμα τα αιτήματα ακυρώσεως και το αίτημα αποζημιώσεως·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

21      Το Συμβούλιο προβάλλει ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και το υπόμνημα απαντήσεως, καθόσον αμφότερα κατατέθηκαν εκπροθέσμως.

1.     Επί της τηρήσεως της προθεσμίας ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής

22      Κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ, η προσφυγή ακυρώσεως ασκείται εντός προθεσμίας δύο μηνών, υπολογιζομένης, κατά περίπτωση, από της δημοσιεύσεως της πράξεως, από της κοινοποιήσεώς της στον προσφεύγοντα ή, ελλείψει δημοσιεύσεως ή κοινοποιήσεως, από της ημέρας κατά την οποία ο προσφεύγων έλαβε γνώση της πράξεως. Κατά το άρθρο 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, εξάλλου, η προθεσμία αυτή πρέπει να παρεκταθεί κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως.

23      Εν προκειμένω, η απόφαση του Συμβουλίου γνωστοποιήθηκε με το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας του, το οποίο απεστάλη στην προσφεύγουσα-ενάγουσα την επομένη ημέρα με τηλεομοιοτυπία. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναγνώρισε ρητώς ότι έλαβε το έγγραφο αυτό στις 17 Ιανουαρίου 2006.

24      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα έλαβε το έγγραφο στις 17 Ιανουαρίου 2006, η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της επίμαχης αποφάσεως, παρεκταθείσα κατά δέκα ημέρες λόγω αποστάσεως, έληξε τα μεσάνυχτα της Δευτέρας 27 Μαρτίου 2006 (dies ad quem).

25      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής περιήλθε στη Γραμματεία με τηλεομοιοτυπία στις 20 Μαρτίου 2006 και ότι, στη συνέχεια, το πρωτότυπο του δικογράφου κατατέθηκε στη Γραμματεία στις 3 Μαΐου 2006.

26      Σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, για τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών πρέπει να ληφθεί υπόψη η ημερομηνία της 20ής Μαρτίου 2006, υπό τον όρο το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του εγγράφου να κατατέθηκε στη Γραμματεία το αργότερο δέκα ημέρες μετά την εν λόγω ημερομηνία, δηλαδή το αργότερο στις 30 Μαρτίου 2006 τα μεσάνυχτα. Δεδομένου ότι, εν προκειμένω, το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής κατατέθηκε μόλις στις 3 Μαΐου 2006, η ημερομηνία της 20ής Μαρτίου 2006 δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη όσον αφορά τον έλεγχο της τηρήσεως των δικονομικών προθεσμιών. Κατά συνέπεια, η μόνη ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να διαπιστωθεί αν το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής κατατέθηκε, ενδεχομένως, εκπροθέσμως είναι η 3η Μαΐου 2006. Καθόσον η ημερομηνία αυτή είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας λήξεως της προθεσμίας [dies ad quem], η προσφυγή-αγωγή ασκήθηκε εκπροθέσμως και πρέπει καταρχήν να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

27      Πάντως, πρέπει να εξετασθεί αν υφίσταται εν προκειμένω τυχαίο συμβάν ή ανωτέρα βία, που να καθιστούν δυνατό στο Πρωτοδικείο να παρεκκλίνει από την επίμαχη προθεσμία βάσει του άρθρου 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω οργανισμού.

28      Οι κατά το άρθρο 45 του Οργανισμού του Δικαστηρίου έννοιες της ανωτέρας βίας και του τυχαίου συμβάντος εμπεριέχουν ένα αντικειμενικό στοιχείο, το οποίο σχετίζεται με μη φυσιολογικές και ξένες προς τον ενδιαφερόμενο περιστάσεις, και ένα υποκειμενικό στοιχείο, το οποίο συνδέεται με την υποχρέωση του ενδιαφερομένου να προφυλαχθεί από τις συνέπειες του μη φυσιολογικού γεγονότος, λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς να υποβληθεί σε υπερβολικές θυσίες. Ειδικότερα, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παρακολουθεί προσεκτικά την εξέλιξη της διαδικασίας και, ιδίως, να επιδεικνύει επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C‑195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑5619, σκέψη 32). Έτσι, δεν συντρέχει περίπτωση ανωτέρας βίας εφόσον ένα επιμελές και συνετό άτομο είναι αντικειμενικά σε θέση να αποφύγει τη λήξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 209/83, Ferriera Valsabbia κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3089, σκέψη 22, και διάταξη του Δικαστηρίου της 18ης Ιανουαρίου 2005, C‑325/03 P, Zuazaga Meabe κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2005, σ. I‑403, σκέψη 25). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν οι περιστάσεις τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα-ενάγουσα μπορούν να θεωρηθούν έκτακτες περιστάσεις που συνιστούν περίπτωση ανωτέρας βίας.

29      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα απέστειλε το δέμα που περιείχε το υπογεγραμμένο πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής στις 17 Μαρτίου 2006. Καθόσον απέστειλε το πρωτότυπο στις 17 Μαρτίου 2006, η προσφεύγουσα-ενάγουσα μπορούσε ευλόγως να αναμένει ότι θα περιέλθει στο Πρωτοδικείο πριν λήξει η προθεσμία ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής, τούτο δε κατά μείζονα λόγο καθόσον, λαμβανομένης υπόψη της αποστολής αντιγράφου με τηλεομοιοτυπία, η προθεσμία αυτή είχε παρεκταθεί έως τις 30 Μαρτίου 2006. Το επίμαχο δέμα είχε ήδη περιέλθει στις ταχυδρομικές υπηρεσίες του Λουξεμβούργου στις 21 Μαρτίου 2006, όπως αποδεικνύεται από την ταχυδρομική σφραγίδα που τέθηκε επί της συσκευασίας του δέματος. Το γεγονός ότι το δέμα παρέμεινε στην κατοχή των υπηρεσιών αυτών επί 42 ημέρες (από τις 21 Μαρτίου έως τις 3 Μαΐου 2006) συνιστά προδήλως μη φυσιολογική και ξένη προς την προσφεύγουσα-ενάγουσα περίσταση, η οποία επέδειξε επιμέλεια όσον αφορά την τήρηση των προβλεπομένων προθεσμιών, καθόσον απέστειλε το πρωτότυπο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής σαφώς πριν τη λήξη της προθεσμίας για την άσκησή της και έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα προκειμένου αυτή η προθεσμία να παρεκταθεί σύμφωνα με το άρθρο 43, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας, αποστέλλοντας αντίγραφο του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου. Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εκπρόθεσμη κατάθεση του πρωτοτύπου του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής οφείλεται σε ανωτέρα βία (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαρτίου 1967, 25/65 και 26/65, Simet και Feram κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 483, in fine).

30      Συνεπώς, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 45, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η λήξη της προθεσμίας δεν μπορεί να αντιταχθεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το Συμβούλιο πρέπει να απορριφθεί.

2.     Επί της τηρήσεως της ταχθείσας προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως

31      Ως καταληκτική ημερομηνία της προθεσμίας για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως ορίσθηκε η 10η Οκτωβρίου 2006. Το υπόμνημα απαντήσεως, καθόσον περιήλθε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 12 Οκτωβρίου 2006, κατατέθηκε εκπροθέσμως.

32      Το πρωτότυπο του υπομνήματος απαντήσεως απεστάλη ταχυδρομικώς από τις Βρυξέλλες στις 6 Οκτωβρίου 2006. Μολονότι το πρωτότυπο απεστάλη μόλις τέσσερις ημέρες πριν τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας καταθέσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν έκανε χρήση της προβλεπόμενης από το άρθρο 43, παράγραφος 6, του κανονισμού Διαδικασίας δυνατότητας να αποσταλεί στη Γραμματεία με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Πρωτοδικείο αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου, αποστολή που θα μπορούσε να παρατείνει την προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος απαντήσεως έως και κατά δέκα ημέρες.

33      Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν επέδειξε την επιμέλεια που αναμένεται από έναν ευλόγως συνετό διάδικο όσον αφορά την τήρηση των προθεσμιών. Αντιθέτως, επέτεινε τον κίνδυνο το υπόμνημα απαντήσεως να περιέλθει εκπροθέσμως στο Πρωτοδικείο, καθόσον, αφενός, δεν συνήγαγε τις συνέπειες από τα προβλήματα που ανέκυψαν κατά την κατάθεση του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής, και, αφετέρου, παρέλειψε να αποστείλει στη Γραμματεία με τηλεομοιοτυπία ή με οποιοδήποτε άλλο τεχνικό μέσο επικοινωνίας διαθέτει το Πρωτοδικείο αντίγραφο του υπογεγραμμένου πρωτοτύπου.

34      Αυτή η έλλειψη επιμέλειας αποκλείει την ύπαρξη ανωτέρας βίας, οπότε το υπόμνημα απαντήσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί των αιτημάτων ακυρώσεως

1.     Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

35      Καταρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα, με τα αιτήματα της, ζητεί την ακύρωση όχι μόνον της αποφάσεως του Συμβουλίου περί ματαιώσεως του διαγωνισμού, αλλά και της θετικής αξιολογήσεως της προτάσεως του ΓΥΔΥ από το Συμβούλιο. Συναφώς, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει το αίτημα ακυρώσεως της θετικής αξιολογήσεως της προτάσεως του ΓΥΔΥ μετά το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί ματαιώσεως του διαγωνισμού.

36      Στη συνέχεια, πρέπει να επισημανθεί ότι, προς στήριξη των αιτημάτων της ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αντλούνται, πρώτον, από παράβαση των άρθρων 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ, δεύτερον, από εσφαλμένη εφαρμογή του σημείου 4 της συγγραφής υποχρεώσεων και από παράβαση των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, των άρθρων 89, 97, 98, 100 και 101 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), καθώς και των άρθρων 135 και 147 του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357, σ. 1, στο εξής: κανονισμός εφαρμογής), τρίτον, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και, τέταρτον, από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 116 του κανονισμού εφαρμογής.

37      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι στο πλαίσιο εκάστου εκ των τεσσάρων λόγων ακυρώσεως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Συνεπώς, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί παραβιάσεως των δύο αυτών αρχών μετά την εξέταση των τεσσάρων λόγων ακυρώσεως.

2.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως του Συμβουλίου περί ματαιώσεως του διαγωνισμού


 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 116 του κανονισμού εφαρμογής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

38      Όσον αφορά τον λόγο που προέβαλε το Συμβούλιο με το από 3 Μαρτίου 2006 έγγραφό του (βλ. ανωτέρω σκέψη 9), δηλαδή ότι οι διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ και του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και οι γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν ενήργησε ως αναθέτουσα αρχή κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί ότι η τελευταία αυτή διάταξη μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά τον έλεγχο νομιμότητας της «αποφάσεως της 16ης Ιανουαρίου 2006», δεδομένου ότι στην εν λόγω απόφαση δεν γίνεται μνεία της διατάξεως αυτής.

39      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί ότι έχει εφαρμογή εν προκειμένω η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής.

40      Πρώτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα φρονεί ότι η εξαίρεση αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, υπό την έννοια ότι έχει εφαρμογή αποκλειστικά στις συμφωνίες μεταξύ υπηρεσιών των κοινοτικών οργάνων. Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, το ΓΥΔΥ δεν αποτελεί τέτοια υπηρεσία, αλλά, όπως προκύπτει από την έβδομη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2003/523/ΕΚ της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 2002, για τη δημιουργία του ΓΥΔΥ στις Βρυξέλλες (ΕΕ 2003, L 183, σ. 35), ευρωπαϊκή υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 171 του δημοσιονομικού κανονισμού. Εξάλλου, αντιθέτως προς άλλες ευρωπαϊκές υπηρεσίες, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) ή η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO), το ΓΥΔΥ δεν συνδέεται με το Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, δεν αποτελεί διοργανική ευρωπαϊκή υπηρεσία κατά την έννοια του άρθρου 174 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθόσον, βάσει του άρθρου 6 της αποφάσεως 2003/523, διευθύνεται αποκλειστικά από μέλη που ορίζονται από την Επιτροπή.

41      Δεύτερον, πρέπει να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογία η νομολογία σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων έχουν εφαρμογή στην περίπτωση κατά την οποία μια αναθέτουσα αρχή, όπως ένας οργανισμός τοπικής αυτοδιοικήσεως προτίθεται να συνάψει εγγράφως, με τυπικώς διακεκριμένο και αυτόνομο σε σχέση με αυτήν όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων φορέα, σύμβαση εξ επαχθούς αιτίας με αντικείμενο την προμήθεια αγαθών. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι το ΓΥΔΥ δεν αποτελεί υπηρεσία υπαγόμενη στο Συμβούλιο και δεδομένου ότι το Συμβούλιο δεν ασκεί στο εν λόγω γραφείο κανέναν έλεγχο, δεν χωρεί επίκληση της μη εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού ή των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

42      Τρίτον, από τη δεύτερη και την τρίτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2003/523 προκύπτει ότι το ΓΥΔΥ συστάθηκε ως υπηρεσία της οποίας η αποστολή συνίσταται στη διαχείριση της αναθέσεως σε εξωτερικούς συνεργάτες των δευτερευούσης σημασίας δραστηριοτήτων της κοινοτικής διοικήσεως. Κατά συνέπεια, η ανάθεση σε εσωτερικούς συνεργάτες της παροχής υπηρεσιών για την οποία είχε ήδη προκηρυχθεί διαγωνισμός αντιβαίνει στην αποστολή της υπηρεσίας.

43      Το Συμβούλιο αμφισβητεί την ορθότητα των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

44      Πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά το άρθρο 88 του δημοσιονομικού κανονισμού, «οι δημόσιες συμβάσεις είναι συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας που συνάπτονται εγγράφως από μια αναθέτουσα αρχή, κατά την έννοια των άρθρων 104 και 167 [του εν λόγω κανονισμού], με σκοπό την προμήθεια κινητών ή ακινήτων αγαθών, την εκτέλεση έργων ή την παροχή υπηρεσιών, έναντι τιμήματος το οποίο καταβάλλεται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό».

45      Για να χαρακτηρισθεί ως δημόσια, μια σύμβαση πρέπει να έχει συναφθεί από «αναθέτουσα αρχή». Κατά το άρθρο 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής, «ως αναθέτουσες αρχές νοούνται οι υπηρεσίες των κοινοτικών θεσμικών οργάνων, εκτός εάν συνομολογούν μεταξύ τους διοικητικές ρυθμίσεις [συμφωνίες διοικητικής φύσεως] με σκοπό την παροχή υπηρεσιών, την προμήθεια αγαθών ή την εκτέλεση έργων».

46      Από τις δύο προπαρατεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η παροχή υπηρεσιών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων σε περίπτωση κατά την οποία αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας διοικητικής φύσεως που έχει συνομολογηθεί μεταξύ των υπηρεσιών των κοινοτικών οργάνων.

47      Αντιθέτως, όμως, προς τους ισχυρισμούς τις προσφεύγουσας-ενάγουσας, το ΓΥΔΥ αποτελεί υπηρεσία των κοινοτικών οργάνων κατά την έννοια του άρθρου των 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως 2003/523, «ο τύπος γραφείου που έχει επιλεγεί [όσον αφορά το ΓΥΔΥ] αναφέρεται σε διοικητικές οντότητες που αποβλέπουν στην υποστήριξη των δραστηριοτήτων άλλων υπηρεσιών της Επιτροπής ή/και ενδεχομένως και άλλων κοινοτικών θεσμικών οργάνων». Η Επιτροπή, αναφέροντας μεταξύ αυτών στους οποίους παρέχεται η υποστήριξη του ΓΥΔΥ τις «άλλες υπηρεσίες της Επιτροπής», εννοεί με την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, εμμέσως πλην σαφώς, ότι το ΓΥΔΥ αποτελεί επίσης μια από τις υπηρεσίες της.

48      Ως εκ τούτου, το Συμβούλιο δεν όφειλε να τηρήσει τις εφαρμοστέες στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων διατάξεις όταν αποφάσισε να αναθέσει στο ΓΥΔΥ την παροχή των υπηρεσιών. Η κρίση αυτή δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα.

49      Όσον αφορά, καταρχάς, τα προβληθέντα από την προσφεύγουσα-ενάγουσα επιχειρήματα ότι το ΓΥΔΥ, αφενός, υπάγεται στην Επιτροπή και όχι στο Συμβούλιο και, αφετέρου, διευθύνεται αποκλειστικά από μέλη οριζόμενα από την Επιτροπή, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα αυτά είναι αβάσιμα. Συγκεκριμένα, πρώτον, η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής αφορά τις συμφωνίες διοικητικής φύσεως μεταξύ υπηρεσιών των κοινοτικών οργάνων, ανεξαρτήτως αν οι υπηρεσίες αυτές ανήκουν στο ίδιο όργανο ή όχι. Δεύτερον, η υπαγωγή του ΓΥΔΥ στη γενική διεύθυνση (ΓΔ) Προσωπικού και Διοικήσεως της Επιτροπής δεν αποκλείει τον διοργανικό χαρακτήρα του γραφείου, όπως προκύπτει από την τέταρτη και την έκτη αιτιολογική σκέψη, καθώς και από το άρθρο 2, παράγραφος 4, της αποφάσεως 2003/523. Τρίτον, όσον αφορά το άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, της αποφάσεως 2003/523, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή προβλέπει ρητώς ότι στη διευθύνουσα επιτροπή του ΓΥΔΥ μετέχει και εκπρόσωπος των λοιπών κοινοτικών οργάνων. Αυτή η τελευταία διαπίστωση όχι μόνον αναιρεί τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι το ΓΥΔΥ διευθύνεται αποκλειστικά από μέλη που ορίζονται από την Επιτροπή, αλλά υπογραμμίζει, επίσης, τον διοργανικό χαρακτήρα του ΓΥΔΥ.

50      Για τους ίδιους λόγους, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί του ότι το ΓΥΔΥ αποτελεί οργανισμό τυπικώς διακεκριμένο και αυτόνομο σε σχέση με το Συμβούλιο όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων. Εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 281 ΕΚ αποκλείει τον διακεκριμένο και αυτόνομο χαρακτήρα του ΓΥΔΥ σε σχέση με το Συμβούλιο. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι, κατά τη διάταξη αυτή, μόνον η Ευρωπαϊκή Κοινότητα διαθέτει νομική προσωπικότητα εντός του κοινοτικού θεσμικού συστήματος, το Συμβούλιο και το ΓΥΔΥ αποτελούν αμφότερα μέρη του ιδίου νομικού προσώπου και, συνεπώς, το ΓΥΔΥ δεν συνιστά διακεκριμένο και αυτόνομο σε σχέση με το Συμβούλιο οργανισμό.

51      Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι το άρθρο 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον έλεγχο νομιμότητας της «αποφάσεως της 16ης Ιανουαρίου 2006», καθόσον η εν λόγω απόφαση ουδόλως μνημονεύει τη διάταξη αυτή, πρέπει να επισημανθεί ότι, με το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο, το Συμβούλιο γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα την απόφασή του να ματαιώσει τον διαγωνισμό, κατόπιν της αποφάσεως να αναθέσει την παροχή των υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ. Όσον αφορά την απόφαση περί ματαιώσεως του διαγωνισμού, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο εν λόγω έγγραφο το Συμβούλιο μνημονεύει δεόντως τις δύο διατάξεις, στις οποίες στηρίζεται η απόφαση αυτή, δηλαδή το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού και το σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων. Αντιθέτως, όσον αφορά την απόφαση να ανατεθεί η παροχή των υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ, από τις ανωτέρω σκέψεις 44 έως 48 προκύπτει ότι η απόφαση αυτή αποτελεί πράξη που δεν σχετίζεται με τον διαγωνισμό και δεν αφορά την προσφεύγουσα-ενάγουσα. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι ουδόλως μνημονεύεται το άρθρο 116, παράγραφος 7, του κανονισμού εφαρμογής στερείται σημασίας όσον αφορά τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως περί ματαιώσεως του διαγωνισμού και επομένως το υπό εξέταση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

52      Όσον αφορά, τέλος, το επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας ότι η ανάθεση σε εσωτερικούς συνεργάτες, και συγκεκριμένα στο ΓΥΔΥ, της πλήρους διαχειρίσεως του βρεφονηπιακού σταθμού αντιβαίνει στην αποστολή του, η οποία συνίσταται στη διαχείριση της αναθέσεως σε εξωτερικούς συνεργάτες των δευτερευούσης σημασίας δραστηριοτήτων της κοινοτικής διοικήσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση 2003/523 δεν επιβάλλει στο ΓΥΔΥ τη συστηματική διενέργεια διαγωνισμών κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του προς εκπλήρωση της αποστολής του. Μολονότι, βάσει του άρθρου 16 της αποφάσεως αυτής, είναι πράγματι θεμιτό το ΓΥΔΥ να προκηρύσσει διαγωνισμούς, εντούτοις ουδεμία διάταξη του απαγορεύει να εκπληρώνει την αποστολή του με τα δικά του μέσα. Ελλείψει τυπικής απαγορεύσεως, στο ΓΥΔΥ εναπόκειται να κρίνει κατά περίπτωση αν πρέπει να προκηρύξει διαγωνισμό ή όχι.

53      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η σύναψη συμφωνίας διοικητικής φύσεως μεταξύ του Συμβουλίου και του ΓΥΔΥ, με αντικείμενο την πλήρη διαχείριση βρεφονηπιακού σταθμού, συνιστά σύναψη συμφωνίας διοικητικής φύσεως μεταξύ δύο υπηρεσιών των κοινοτικών οργάνων με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων.

54      Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της «υποχρεώσεως αιτιολογήσεως»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

55      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα αμφισβητεί ότι τα διάφορα πλεονεκτήματα που προέβαλε το Συμβούλιο με το από 16 Ιανουαρίου 2006 έγγραφο μπορούν να δικαιολογήσουν την επιλογή του Συμβουλίου να αναθέσει στο ΓΥΔΥ την παροχή των υπηρεσιών, τούτο δε ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν με το από 3 Μαρτίου 2006 έγγραφο. Έτσι, το Συμβούλιο, με τις διευκρινίσεις που παρέσχε όσον αφορά τα πλεονεκτήματα σχετικά με τους συμβατικούς όρους που διασφαλίζονται υπέρ του προσωπικού, τις οικονομίες κλίμακος και τη βέλτιστη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων, παρέβη, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, την «υποχρέωση αιτιολογήσεως».

56      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

57      Καταρχάς, επιβάλλεται η επισήμανση ότι με τον υπό εξέταση λόγο ακυρώσεως η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποπίπτει σε σύγχυση μεταξύ της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και της πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως. Συγκεκριμένα, μολονότι ο χαρακτηρισμός αυτού του λόγου ακυρώσεως αναφέρεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, τα επιχειρήματα που αναπτύσσονται με τον λόγο αυτόν αφορούν κυρίως την πλάνη στην οποία, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, υπέπεσε το Συμβούλιο κατά την αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων της αποφάσεως να αναθέσει την παροχή των υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ.

58      Πρέπει, όμως, να υπομνησθεί ότι πρόκειται για δύο χωριστούς λόγους ακυρώσεως, των οποίων χωρεί επίκληση στο πλαίσιο αιτήματος ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος, ο οποίος στηρίζεται στην έλλειψη ή ανεπάρκεια αιτιολογίας, εμπίπτει στην περίπτωση της παραβάσεως ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 253 ΕΚ, αποτελεί δε λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 20ής Φεβρουαρίου 1997, C‑166/95 P, Επιτροπή κατά Daffix, Συλλογή 1997, σ. I‑983, σκέψη 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, ο δεύτερος λόγος, ο οποίος αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίμαχης αποφάσεως, μπορεί να εξετασθεί από τον κοινοτικό δικαστή μόνον αν έχει προβληθεί από τον προσφεύγοντα.

59      Κατά συνέπεια, προκειμένου το Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, πρέπει να εξετάσει καταρχάς τα επιχειρήματα που αντλούνται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, στη συνέχεια δε αυτά που αντλούνται από την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

60      Όσον αφορά το ενδεχόμενο παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η υποχρέωση αυτή εξαρτάται από τη φύση της επίμαχης πράξεως και από το πλαίσιο εντός του οποίου αυτή έχει εκδοθεί. Από την αιτιολογία πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του οργάνου, έτσι ώστε, αφενός, να μπορούν οι ενδιαφερόμενοι να λαμβάνουν γνώση των λόγων για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να προασπίσουν τα δικαιώματά τους και να ελέγξουν αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι, και, αφετέρου, να καθίσταται δυνατή η άσκηση του ελέγχου νομιμότητας από τον κοινοτικό δικαστή (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψεις 15 και 16, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 9ης Απριλίου 2003, T‑217/01, Forum des migrants κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1563, σκέψη 68, και της 18ης Απριλίου 2007, T‑195/05, Deloitte Business Advisory κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑871, σκέψη 45).

61      Εν προκειμένω, το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006 αναφέρει ρητώς ότι ο λόγος για τον οποίο ελήφθη η απόφαση περί ματαιώσεως του διαγωνισμού είναι η θετική αξιολόγηση της προτάσεως που υπέβαλε το ΓΥΔΥ στο Συμβούλιο. Με το έγγραφο αυτό, η Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου γνωστοποιεί, επομένως, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι, κατόπιν της αποφάσεως να ανατεθεί στο ΓΥΔΥ η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών, σύμφωνα με την πρόταση του δεύτερου, παρέλκει η συνέχιση της διαδικασίας του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, από το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006 προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη επιδεχόμενο παρερμηνεία η συλλογιστική του Συμβουλίου, καθιστώντας δυνατό στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να λάβει γνώση των λόγων για τους οποίους λήφθηκε το μέτρο, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να προασπίσει τα δικαιώματά της και να ελέγξει αν η απόφαση είναι βάσιμη ή όχι, και, αφετέρου, καθιστώντας δυνατή την άσκηση του ελέγχου νομιμότητας από το Πρωτοδικείο. Συνεπώς, το Συμβούλιο, με την απόφασή του περί ματαιώσεως του διαγωνισμού, δεν παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως.

62      Όσον αφορά το ενδεχόμενο υπάρξεως πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το κοινοτικό όργανο το οποίο προκηρύσσει διαγωνισμό διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που λαμβάνει υπόψη προκειμένου να αποφασίσει τη σύναψη συμβάσεως και ότι ο έλεγχος του Πρωτοδικείου περιορίζεται στο αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας και αιτιολογήσεως, αν είναι ακριβή τα ληφθέντα υπόψη πραγματικά περιστατικά και αν υφίσταται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2007, T‑250/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συναφώς, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκόμισε πραγματικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η απόφαση περί ματαιώσεως του διαγωνισμού ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Όσον αφορά την απόφαση να ανατεθεί η παροχή των υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ, ειδικότερα δε όσον αφορά τα πλεονεκτήματα της αποφάσεως αυτής, πρέπει να επισημανθεί ότι το Συμβούλιο, μολονότι υποχρεούται να δικαιολογήσει την απόφασή του στην πολιτική αρχή και στους εσωτερικούς ελεγκτές, εντούτοις δεν υποχρεούται να αποδείξει στον μετέχοντα σε διαγωνισμό τα πλεονεκτήματα της αποφάσεώς του περί παροχής των επίμαχων υπηρεσιών με δικά του μέσα. Συγκεκριμένα, η απόφαση αυτή είναι πολιτικής φύσεως και εναπόκειται, συνεπώς, στη διακριτική ευχέρεια του Συμβουλίου. Επομένως, δεν εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εξετάσει, στο πλαίσιο της εκδικάσεως της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής, την οικονομική και θεσμική δικαιολογία της αποφάσεως να ανατεθεί η παροχή των υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ.

63      Συνεπώς, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση της Συνθήκης, του δημοσιονομικού κανονισμού και του κανονισμού εφαρμογής, καθώς και της συγγραφής υποχρεώσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Πρώτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι το σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων μπορεί να συνιστά τη νομική βάση της ματαιώσεως διαγωνισμού μόνον εφόσον η ματαίωση σκοπεί στην προκήρυξη νέου διαγωνισμού. Συνεπώς, το γεγονός ότι η απόφαση του Συμβουλίου περί ματαιώσεως του διαγωνισμού μνημονεύει το σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων δεν είναι εύλογο και συνιστά αντίφαση και νομικό σφάλμα.

65      Δεύτερον, το γεγονός ότι η απόφαση του Συμβουλίου περί ματαιώσεως του διαγωνισμού μνημονεύει το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού στερείται επίσης σημασίας, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή ορίζει ότι η ματαίωση πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Συναφώς, η αιτιολόγηση έγκειται στην επιλογή της παροχής των επίμαχων υπηρεσιών από το ΓΥΔΥ. Καθόσον, όμως, το ΓΥΔΥ δεν μετείχε όπως οι άλλοι υποψήφιοι στη διαδικασία του διαγωνισμού και υπέβαλε εκπροθέσμως την προσφορά του, η επιλογή αυτή δεν συνιστά ματαίωση διαγωνισμού. Συνεπώς, υφίσταται εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 101 του δημοσιονομικού κανονισμού, η οποία αντιβαίνει και στα άρθρα 89, 97, 98 και 100 του δημοσιονομικού κανονισμού, καθώς και στα άρθρα 135 και 147 του κανονισμού εφαρμογής.

66      Τρίτον, μολονότι το Συμβούλιο προέβη σε κάποιας μορφής συγκριτική ανάλυση μεταξύ, αφενός, της προτάσεως του ΓΥΔΥ και, αφετέρου, των προτάσεων της προσφεύγουσας-ενάγουσας και των λοιπών εταιριών που μετείχαν στον διαγωνισμό, δεν ζήτησε τη συμμετοχή του ΓΥΔΥ στον διαγωνισμό. Κατά συνέπεια, η επιλεγείσα από το Συμβούλιο διαδικασία ενέχει επίσης παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, καθώς και παράβαση των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

67      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

68      Πρώτον, όσον αφορά το σημείο 4 της συγγραφής υποχρεώσεων, πρέπει να επισημανθεί ότι η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«Η [γ]ραμματεία μπορεί να αποφασίσει, κατά διακριτική ευχέρεια και χωρίς να υποχρεούται να αιτιολογήσει την απόφασή της:

α)      να μη συνάψει τη σύμβαση για την οποία προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός και να προκηρύξει νέο διαγωνισμό·

[…]

Ένας υποψήφιος, ανεξαρτήτως αν η προσφορά του επελέγη ή απορρίφθηκε, δεν μπορεί να διεκδικήσει οποιαδήποτε αποζημίωση σε καμία από τις ανωτέρω περιπτώσεις.»

69      Μολονότι από τη γραμματική ερμηνεία του σημείου 4, στοιχείο α΄, της συγγραφής υποχρεώσεων προκύπτει ενδεχομένως ότι η απόφαση του Συμβουλίου να μη συνάψει τη σύμβαση συνδέεται με την απόφαση να προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός, εντούτοις η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 101 του δημοσιονομικού κανονισμού. Ενώ, όμως, το σημείο 4, στοιχείο α΄, της συγγραφής υποχρεώσεων προβλέπει απλή δυνατότητα του Συμβουλίου να προκηρύξει νέο διαγωνισμό, κατόπιν της αποφάσεώς του να μη συνάψει τη σύμβαση στο πλαίσιο του πρώτου διαγωνισμού, το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει ρητώς εναλλακτική δυνατότητα που συνίσταται στο να μη συναφθεί καμία σύμβαση. Συγκεκριμένα, η δεύτερη αυτή διάταξη προβλέπει ότι «[η] αναθέτουσα αρχή μπορεί, έως την υπογραφή της σύμβασης, είτε να παραιτηθεί από τη σύμβαση είτε να ακυρώσει τη διαδικασία σύναψης της σύμβασης». Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν μπορεί να συναγάγει από το γράμμα του σημείου 4, στοιχείο α΄, της συγγραφής υποχρεώσεων ότι το Συμβούλιο δεν έχει τη δυνατότητα να ματαιώσει τον διαγωνισμό.

70      Βεβαίως, το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού, αντιθέτως προς το σημείο 4, στοιχείο α΄, της συγγραφής υποχρεώσεων, επιβάλλει ρητώς στην αναθέτουσα αρχή υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς της περί ματαιώσεως του διαγωνισμού. Πάντως, κατά την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως αποδείχθηκε ότι, εν προκειμένω, το Συμβούλιο αιτιολόγησε δεόντως την απόφασή του περί ματαιώσεως του διαγωνισμού. Ως εκ τούτου, η απόφασή του περί ματαιώσεως του διαγωνισμού πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 101 του δημοσιονομικού κανονισμού.

71      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από παράβαση των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, των άρθρων 89, 97, 98 και 100 του δημοσιονομικού κανονισμού και των άρθρων 135 και 147 του κανονισμού εφαρμογής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή και στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου οργανισμού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση. Κατά τη νομολογία, τα στοιχεία αυτά πρέπει να εκτίθενται κατά τρόπο αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής, ενδεχομένως χωρίς να χρειάζεται άλλα στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1996, T‑387/94, Asia Motor France κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑961, σκέψη 106, και της 29ης Ιανουαρίου 1998, T‑113/96, Dubois et Fils κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑125, σκέψη 29). Εν προκειμένω, όμως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αρκείται στην επίκληση παραβάσεως των εν λόγω διατάξεων χωρίς να αναπτύσσει την παραμικρή επιχειρηματολογία προς στήριξη της απόψεώς της. Κατά συνέπεια, λαμβανομένων υπόψη των προπαρατεθεισών αρχών, το επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

72      Εν πάση περιπτώσει, κατά την εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως αποδείχθηκε ότι η απόφαση να ανατεθεί η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ εκτός διαγωνισμού ήταν καθ’ όλα νομότυπη, καθόσον η εκ μέρους του ΓΥΔΥ παροχή υπηρεσιών προς το Συμβούλιο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων περί δημοσίων συμβάσεων, γεγονός που αποκλείει την ύπαρξη παραβάσεως των προπαρατεθεισών διατάξεων.

73      Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτος και, κατά τα λοιπά, ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση των άρθρων 43 ΕΚ, 49 ΕΚ και 86 ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

74      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο, αποφασίζοντας να προκηρύξει διαγωνισμό, επέλεξε να αναθέσει την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών εντός σαφώς καθορισμένου πλαισίου και πρέπει, συνεπώς, να διασφαλίσει την τήρηση των αρχών της Συνθήκης, του δημοσιονομικού κανονισμού και των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση να ανατεθεί η παροχή των υπηρεσιών αυτών στο ΓΥΔΥ εκτός διαδικασίας διαγωνισμού αντιβαίνει στα άρθρα 43 ΕΚ και 49 ΕΚ.

75      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται, επίσης, το άρθρο 86 ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει καμία παρέκκλιση από τις διατάξεις της Συνθήκης όσον αφορά τις δημόσιες επιχειρήσεις των κρατών μελών, ισχυρίζεται δε ότι ο κανόνας αυτός ισχύει κατά μείζονα λόγο όσον αφορά τα κοινοτικά όργανα.

76      Κατά συνέπεια, η απόφαση να ανατεθεί η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ χωρίς να τηρηθεί καμία προϋπόθεση δημοσιότητας και χωρίς διαγωνισμό αντιβαίνει στις προπαρατεθείσες αρχές και διατάξεις του κοινοτικού δικαίου, στοιχείο που επιβάλλει την ακύρωσή της.

77      Το Συμβούλιο αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

78      Όσον αφορά καταρχάς το επιχείρημα περί παραβάσεως του άρθρου 86 ΕΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι από τα άρθρα 2 και 3 της αποφάσεως 2003/523 προκύπτει ότι το ΓΥΔΥ είναι επιφορτισμένο με τη διαχείριση ζητημάτων σχετικών με τις καθαρά εσωτερικές ανάγκες της Κοινότητας, χωρίς κερδοσκοπικό χαρακτήρα, οπότε δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως δημόσια επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 86 ΕΚ. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα ενδεχόμενης παραβάσεως του άρθρου 86 ΕΚ και, ως εκ τούτου, το σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

79      Όσον αφορά τα λοιπά επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα-ενάγουσα με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως, ειδικότερα δε τα επιχειρήματα περί παραβάσεως των άρθρων 43 ΕΚ και 49 ΕΚ, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα αρκείται εκ νέου στην επίκληση παραβάσεως των εν λόγω διατάξεων χωρίς να αναπτύσσει συναφώς την παραμικρή επιχειρηματολογία. Λαμβανομένων υπόψη των αρχών που υπομνήσθηκαν με την ανωτέρω σκέψη 71, τα επιχειρήματα αυτά πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

80      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως εν μέρει αβάσιμος και, κατά τα λοιπά, ως απαράδεκτος.

–       Επί των επιχειρημάτων περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

81      Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, το γεγονός ότι το Συμβούλιο αξιολόγησε την υποβληθείσα από το ΓΥΔΥ πρόταση εκτός διαγωνισμού αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

82      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως αποτελεί θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου. Η αρχή αυτή επιβάλλει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις και να μην αντιμετωπίζονται κατά τον ίδιο τρόπο διαφορετικές καταστάσεις, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑304/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑7655, σκέψη 31).

83      Δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε κατά την εξέταση του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το ΓΥΔΥ αποτελεί υπηρεσία των κοινοτικών οργάνων, η κατάστασή του δεν είναι παρεμφερής με αυτήν των μετεχόντων σε διαγωνισμό. Συνεπώς, η εκτός διαγωνισμού αξιολόγηση της προτάσεως που υπέβαλε το ΓΥΔΥ δεν μπορεί να συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

84      Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

–       Επί των επιχειρημάτων περί παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας

85      Κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, το Συμβούλιο παρέβη την αρχή της διαφάνειας, αναθέτοντας εκτός διαγωνισμού στο ΓΥΔΥ την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών.

86      Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής αυτής, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη νομολογία περί δημοσίων συμβάσεων, το αναθέτον κοινοτικό όργανο οφείλει να τηρεί σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του διαγωνισμού όχι μόνον την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των υποψηφίων, αλλά και την αρχή της διαφάνειας (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Απριλίου 1996, C‑87/94, Επιτροπή κατά Βελγίου, Συλλογή 1996, σ. I‑2043, σκέψη 54, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1996, σ. II‑4239, σκέψη 85).

87      Η αρχή της διαφάνειας συνεπάγεται την υποχρέωση της αναθέτουσας αρχής να δημοσιοποιεί επακριβώς όλες τις πληροφορίες που αφορούν το σύνολο της εξελίξεως της διαδικασίας (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 απόφαση Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 85).

88      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, πριν το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006, δεν είχαν γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα οι διαπραγματεύσεις μεταξύ Συμβουλίου και ΓΥΔΥ, οι οποίες κατέληξαν στην απόφαση του Συμβουλίου να αναθέσει τη διαχείριση του βρεφονηπιακού σταθμού στο ΓΥΔΥ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που περιείχε το έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2006, οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκίνησαν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2005, όταν το ΓΥΔΥ υπέβαλε την πρότασή του.

89      Πάντως, από τη νομολογία προκύπτει ότι η υποχρέωση δημοσιότητας την οποία πρέπει να τηρεί η αναθέτουσα αρχή βάσει της αρχής της διαφάνειας συνίσταται, αφενός, στο να διασφαλισθεί ότι όλοι οι υποψήφιοι έχουν ίσες ευκαιρίες (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 απόφαση Επιτροπή κατά Βελγίου, σκέψεις 54 και 55) και, αφετέρου, στο να προστατευθεί η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των υποψηφίων, οι οποίοι παρακινήθηκαν να υποβληθούν εκ των προτέρων σε σοβαρές δαπάνες (βλ., σχετικώς, προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 απόφαση Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 85 και 86).

90      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε ότι τέθηκε σε κίνδυνο η υλοποίηση ενός εκ των δύο ανωτέρω σκοπών. Συγκεκριμένα, αφενός, καθόσον η έλλειψη δημοσιότητας της αλληλογραφίας μεταξύ Συμβουλίου και ΓΥΔΥ αφορά όλους τους υποψηφίους, η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να είχε ως συνέπεια να καταστήσει άνισες τις ευκαιρίες της προσφεύγουσας-ενάγουσας και των λοιπών υποψηφίων. Αφετέρου, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν απέδειξε, ούτε καν ισχυρίσθηκε, ότι παρακινήθηκε να υποβληθεί σε δαπάνες υπερβαίνουσες τους συνήθεις κινδύνους της συμμετοχής σε διαγωνισμό.

91      Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας περί παραβιάσεως της αρχής της διαφάνειας πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

3.     Επί του αιτήματος ακυρώσεως της θετικής αξιολογήσεως της προτάσεως του ΓΥΔΥ

92      Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της εκ μέρους του Συμβουλίου θετικής αξιολογήσεως της προτάσεως του ΓΥΔΥ, πρέπει να επισημανθεί ότι το αίτημα αυτό δεν είναι παραδεκτό.

93      Συγκεκριμένα, η θετική αξιολόγηση της προτάσεως του ΓΥΔΥ, η οποία προηγείται χρονικά της αποφάσεως να ανατεθεί σε αυτό η παροχή των επίμαχων υπηρεσιών, συνιστά εσωτερική πράξη που δεν συνδέεται με τον διαγωνισμό, δεδομένου ότι, όπως καταδείχθηκε ανωτέρω με τις σκέψεις 44 έως 48, το Συμβούλιο δεν υποχρεούται να τηρεί τις εφαρμοστέες διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων σε περίπτωση κατά την οποία αποφασίζει να κάνει χρήση των υπηρεσιών του ΓΥΔΥ.

94      Ως εσωτερική πράξη που δεν συνδέεται με τον διαγωνισμό, η θετική αξιολόγηση δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, μεταβάλλοντας σαφώς τη νομική κατάστασή της. Συνεπώς, δεν αποτελεί πράξη δεκτική προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 1992, T‑10/92 έως T‑12/92 και T‑15/92, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑2667, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και, ως εκ τούτου, το υπό κρίση αίτημα ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

95      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί αποκατάσταση της ζημίας την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας των ενεργειών του Συμβουλίου, στο δε Πρωτοδικείο εναπόκειται να προσδιορίσει κατά δίκαιη κρίση το ποσό της αποζημιώσεως.

96      Το Συμβούλιο αμφισβητεί ότι το αίτημα αυτό είναι βάσιμο.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

97      Κατά πάγια νομολογία, εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας, κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, μπορεί να θεμελιωθεί εφόσον συντρέχει σύνολο προϋποθέσεων, δηλαδή η έλλειψη νομιμότητας της προσαπτόμενης στα όργανα συμπεριφοράς, το υποστατό της ζημίας και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προσαπτόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1982, 26/81, Oleifici Mediterranei κατά ΕΟΚ, Συλλογή 1982, σ. 3057, σκέψη 16, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουλίου 1996, T‑175/94, International Procurement Services κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑729, σκέψη 44, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑92/06, Λαδεμπορική και Απόστολος Παρούσης & Σία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 10).

98      Εξάλλου, όπως υπομνήσθηκε ανωτέρω με τη σκέψη 71, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να είναι αρκούντως σαφές και ακριβές ώστε να μπορεί ο μεν καθού διάδικος να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Πρωτοδικείο να αποφανθεί επί της προσφυγής.

99      Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε περίπτωση αγωγής αποζημιώσεως, αίτημα για την επιδίκαση κάποιας αποζημιώσεως στερείται σαφήνειας και πρέπει, συνεπώς, να θεωρείται απαράδεκτο (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 1971, 5/71, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 1025, σκέψη 9, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουνίου 2000, T‑79/96, T‑260/97 και T‑117/98, Camar και Tico κατά Επιτροπής και Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2193, σκέψη 181).

100    Πάντως, το Πρωτοδικείο έχει δεχθεί ότι σε ειδικές περιστάσεις δεν είναι απαραίτητος ο προσδιορισμός με το δικόγραφο της αγωγής της ακριβούς εκτάσεως της ζημίας και του ύψους της αιτουμένης αποζημιώσεως (βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 1990, T‑64/89, Automec κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑367, σκέψη 76, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 5ης Φεβρουαρίου 2007, T‑91/05, Sinara Handel κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑245, σκέψη 110). Συναφώς, το Πρωτοδικείο έχει επίσης αποφανθεί ότι ο ενάγων οφείλει να αποδείξει, ή τουλάχιστον να επικαλεσθεί, στο δικόγραφο της αγωγής του, την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων (διάταξη του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑262/97, Goldstein κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2175, σκέψη 25).

101    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να «προβεί σε προσδιορισμό της ζημίας κατά δίκαιη κρίση [ex aequo et bono]». Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, εκτός του ότι στο δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της δεν προσδιόρισε αριθμητικώς το ύψος της ζημίας που θεωρεί ότι υπέστη, παρέλειψε επίσης να προβάλει με το δικόγραφο αυτό οποιοδήποτε πραγματικό στοιχείο που θα καθιστούσε δυνατό τον προσδιορισμό της εκτάσεως της ζημίας. Περιορίσθηκε στο να προβάλει, γενικώς και αορίστως, την ύπαρξη ζημίας την οποία υπέστη, χωρίς να παράσχει την παραμικρή διευκρίνιση σχετικά με τη ζημία αυτή. Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν εκθέτει τις ειδικές περιστάσεις που θα δικαιολογούσαν την εκ μέρους της παράλειψη υπολογισμού, έστω και κατά προσέγγιση, της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

102    Η υποχρέωση να προσδιορισθεί με το δικόγραφο της αγωγής η ακριβής έκταση της ζημίας ισχύει εν προκειμένω κατά μείζονα λόγο, καθόσον από το άρθρο 101 του δημοσιονομικού κανονισμού και από το σημείο 4, στοιχείο α΄, in fine, της συγγραφής υποχρεώσεων (βλ. ανωτέρω σκέψη 68), προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή δεν οφείλει καμία αποζημίωση στους υποψηφίους που μετείχαν σε διαγωνισμό ο οποίος ματαιώθηκε. Ως εκ τούτου, τα έξοδα και οι δαπάνες στις οποίες υποβλήθηκε υποψήφιος προκειμένου να μετάσχει σε διαγωνισμό δεν συνιστούν, καταρχήν, ζημία δυνάμενη να αποκατασταθεί με την επιδίκαση αποζημιώσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Οκτωβρίου 1998, T‑13/96, TEAM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑4073, σκέψη 71, και προπαρατεθείσα στη σκέψη 86 απόφαση του Πρωτοδικείου Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 97).

103    Συνεπώς, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή και στο Πρωτοδικείο δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του ιδίου Οργανισμού, και του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος αναστολής εκτελέσεως της συμβάσεως που συνάφθηκε μεταξύ του Συμβουλίου και του ΓΥΔΥ

104    Μεταξύ των αιτημάτων της προσφεύγουσας-ενάγουσας καταλέγεται και η «αναστολή εκτελέσεως της συμβάσεως με το ΓΥΔΥ».

105    Πρέπει να επισημανθεί ότι, τυπικώς, το αίτημα δεν υποβλήθηκε σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 104, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, δηλαδή με χωριστό δικόγραφο. Περιλαμβάνεται απλώς στα αιτήματα που υποβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2000, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως 607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2319, σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Ως εκ τούτου, το υπό κρίση αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο, στο πλαίσιο της διεξαγωγής αποδείξεων, να υποχρεώσει το Συμβούλιο να προσκομίσει τα εξής έγγραφα:

–        τη σύμβαση που συνάφθηκε μεταξύ Συμβουλίου και ΓΥΔΥ·

–        όλα τα έγγραφα σχετικά με την απόφαση του Συμβουλίου να αναθέσει την παροχή των επίμαχων υπηρεσιών στο ΓΥΔΥ, ειδικότερα δε το προ της 1ης Αυγούστου 2005 υπηρεσιακό σημείωμα, με το οποίο το Συμβούλιο ζήτησε από το ΓΥΔΥ να υποβάλει προσφορά για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών.

108    Το Συμβούλιο αμφισβητεί τη χρησιμότητα των εγγράφων αυτών για την εκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

109    Καταρχάς πρέπει να επισημανθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο Πρωτοδικείο εναπόκειται να εκτιμήσει τη χρησιμότητα των αποδεικτικών μέσων για την επίλυση της διαφοράς (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Μαΐου 2001, T‑68/99, Toditec κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1443, σκέψη 40, και της 6ης Φεβρουαρίου 2007, T‑23/03, CAS κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑289, σκέψη 323).

110    Όσον αφορά την προσκόμιση των εγγράφων που ζητήθηκαν, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτή θα δικαιολογούταν μόνον αν είχε γίνει δεκτό ότι εν προκειμένω έχουν εφαρμογή οι διατάξεις περί δημοσίων συμβάσεων. Δεδομένου ότι, κατόπιν της εξετάσεως των αιτημάτων ακυρώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε αντιθέτως, η προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων δεν είναι λυσιτελής για την επίλυση της υπό κρίση διαφοράς.

111    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, το υπό κρίση αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

112    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Centro Studi Antonio Manieri Srl φέρει τα έξοδά της, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Συμβούλιο.

Pelikánová

Jürimäe

Soldevila Fragoso

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Ιανουαρίου 2009.

Υπογραφές


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.