Language of document : ECLI:EU:F:2009:8

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 3ης Φεβρουαρίου 2009

Υπόθεση F-40/08

Daniela Paula Carvalhal Garcia

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Υπαλληλική υπόθεση – Πρώην υπάλληλοι – Αποδοχές – Σχολικό επίδομα – Άρνηση χορηγήσεως – Εκπρόθεσμη άσκηση προσφυγής – Προδήλως απαράδεκτο»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ, με την οποία η D. P. Carvalhal Garcia ζητεί μεταξύ άλλων την ακύρωση της αποφάσεως του Αναπληρωτή Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου, της 16ης Νοεμβρίου 2007, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που είχε ασκήσει κατά της αποφάσεως με την οποία διακόπηκε το σχολικό επίδομα που ελάμβανε για την κόρη της.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται ως προδήλως απαράδεκτη. Η προσφεύγουσα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

Διαδικασία – Απόφαση υπό τη μορφή αιτιολογημένης διατάξεως – Προϋποθέσεις – Προσφυγή προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως στερούμενη νομικής βάσεως – Προηγούμενη διοικητική ένσταση

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 76· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

Στην περίπτωση που η προσφυγή είναι προδήλως απαράδεκτη, η προβλεπόμενη από το άρθρο 76 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δυνατότητα αποφάνσεως, με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς να συνεχιστεί η διαδικασία ισχύει όχι μόνον όταν η παράβαση των κανόνων του παραδεκτού είναι τόσο εμφανής και κατάφωρη που κανένα σοβαρό επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί προς στήριξη του παραδεκτού, αλλά και όταν, από την ανάγνωση της δικογραφίας, το δικάζον τμήμα, εκτιμώντας ότι έχει επαρκώς διαφωτιστεί από τα έγγραφα της δικογραφίας, είναι εντελώς πεπεισμένο για το απαράδεκτο της προσφυγής, ιδίως λόγω του ότι με το δικόγραφο της προσφυγής δεν τηρήθηκαν οι απαιτήσεις που θέτει πάγια νομολογία, και κρίνει επιπλέον ότι η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν πρόκειται να παράσχει το παραμικρό νέο στοιχείο. Στην περίπτωση αυτή, η με αιτιολογημένη διάταξη απόρριψη της προσφυγής όχι μόνο συμβάλλει στην οικονομία της δίκης αλλά και απαλλάσσει τους διαδίκους από τα έξοδα που θα συνεπαγόταν η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

Τούτο συμβαίνει όταν ο υπάλληλος, κατά παράβαση πάγιας νομολογίας, σύμφωνα με την οποία το παραδεκτό της προσφυγής τίθεται υπό την προϋπόθεση της κανονικής τηρήσεως, σε ό,τι αφορά μεταξύ άλλων τις προθεσμίες, της προβλεπόμενης στα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προηγούμενης διοικητικής διαδικασίας, και μολονότι ο κανόνας αυτός είναι δημοσίας τάξεως, καθώς οι προθεσμίες δεν καθορίζονται ούτε από τους διαδίκους ούτε από τον δικαστή, υποβάλλει απλή αίτηση και δεν ασκεί διοικητική ένσταση, κατά βλαπτικής πράξεως η ασκεί εμπροθέσμως διοικητική ένσταση κατά πράξεως αμιγώς επιβεβαιωτικής ή, ακόμη, ασκεί εκπρόθεσμη προσφυγή μετά από την απόρριψη της διοικητικής του ενστάσεως.

Η έννοια της συγγνωστής πλάνης, βάσει της οποίας επιτρέπεται εξαίρεση ή παρέκκλιση από τις ως άνω προθεσμίες, πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά και αφορά αποκλειστικώς εξαιρετικές περιστάσεις όπου, ιδίως, το οικείο όργανο επέδειξε συμπεριφορά η οποία μπορούσε να προκαλέσει επιτρεπτή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη ο οποίος επιδεικνύει την επιμέλεια που απαιτείται από συναλλασσόμενο με συνήθη ενημέρωση. Τούτο δεν συμβαίνει όταν η διοίκηση απευθύνει στον συντάκτη της διοικητικής ενστάσεως μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου με το οποίο του επισημαίνει με σαφήνεια την υποχρέωσή εφαρμογής των ισχυόντων κανόνων, όσο αυστηροί και αν είναι, και τον πληροφορεί ότι θα παραπέμψει εκ νέου την υπόθεσή του σε ειδικούς, χωρίς όμως να αποτρέψει τον ενδιαφερόμενο από την άσκηση των ενδίκων βοηθημάτων που έχει στη διάθεσή του για να προσβάλλει την βλαπτική απόφαση ή την απορριπτική απόφαση, και χωρίς να προκαλέσει σύγχυση όσον αφορά τις ισχύουσες για αυτά τα ένδικα βοηθήματα προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής ή να αφήσει να εννοηθεί ότι θα ήταν δυνατή παρέκταση των προθεσμιών αυτών.

Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ερμηνεύει κατά το δικό της τρόπο την εξέλιξη των πραγμάτων και τη νομική φύση των εκδοθεισών πράξεων και της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας δεν επιτρέπει να συναχθεί έμμεση επίκληση συγγνωστής πλάνης, ειδάλλως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης θα πρέπει να ερευνά την ύπαρξη τέτοιας συγγνωστής πλάνης σχεδόν σε όλες τις υποθέσεις όπου τίθεται ζήτημα παραδεκτού και στις οποίες η ερμηνεία του προσφεύγοντος δεν γίνεται δεκτή.

(βλ. σκέψεις 13, 14, 16 έως 21 και 23 έως 25)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Ιουλίου 1984, 227/83, Μούση κατά Επιτροπής, Συλλογή 1984, σ. 3133, σκέψη 12· 29 Ιουνίου 2000, C-154/99 P, Politi κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως, Συλλογή 2000, σ. I-5019, σκέψη 15

ΠΕΚ: 11 Μαΐου 1992, T-34/91, Whitehead κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1723, σκέψη 18· 15 Φεβρουαρίου 1995, T-112/94, Moat κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑37 και II‑135, σκέψη 20· 24 Απριλίου 1996, T‑6/94, A κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I‑A‑191 και II‑555, σκέψεις 52 έως 54· 30 Μαρτίου 2001, T-312/00, Tavares κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑75 και II‑367, σκέψη 23· 10 Απριλίου 2003, T‑186/01, Robert κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑131 και II‑631, σκέψεις 52, 53, 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, 55 και 56· 17 Μαΐου 2006, T-95/04, Lavagnoli κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑121 και II‑A‑2‑569, σκέψη 41

ΔΔΔ: 27 Μαρτίου 2007, F-87/06, Manté κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευτεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 16 και 18