Language of document : ECLI:EU:C:1999:362

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 8ης Ιουλίου 1999 (1)

«Αίτηση αναιρέσεως — Εσωτερικός κανονισμός της Επιτροπής — Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως από το σώμα των επιτρόπων — Κανόνες ανταγωνισμού που ισχύουν για τις επιχειρήσεις — Έννοιες συμφωνίας και εναρμονισμένης πρακτικής — Παραγραφή — Πρόστιμο»

Στην υπόθεση C-235/92 P,

Montecatini SpA (πρώην Montedison SpA, ακολούθως Montepolimeri SpA και έπειτα Montedipe SpA), με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Aghina και G. Celona, δικηγόρους Μιλάνου, και τον P. A. M. Ferrari, δικηγόρο Ρώμης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο G. Margue, 20, rue Philippe II,

αναιρεσείουσα,

υποστηριζόμενη από την

DSM NV, με έδρα το Heerlen (Κάτω Χώρες), εκπροσωπούμενη από τον I. G. F. Cath, δικηγόρο Χάγης, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον δικηγόρο L. Dupong, 14 Α, rue des Bains,

παρεμβαίνουσα στη διαδικασία αναιρέσεως,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως που εξέδωσε στις 10 Μαρτίου 1992 το Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώτο

τμήμα) στην υπόθεση T-14/89, Montedipe κατά Επιτροπής, (Συλλογή 1992, σ. II-1155), με την οποία ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής,

όπου ο έτερος διάδικος είναι

η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπουμένη από τον Giuliano Marenco, κύριο νομικό σύμβουλο, με αντίκλητο στο Λουξεμβούργο τον C. Gómez de la Cruz, μέλος της Νομικής Υπηρεσίας, Centre Wagner, Kirchberg,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. J. G. Kapteyn, πρόεδρο τμήματος, G. Hirsch, G. F. Mancini (εισηγητή), J. L. Murray και H. Ragnemalm, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Γ. Κοσμάς


γραμματέας: H. von Holstein, βοηθός γραμματέας, και D. Louterman-Hubeau, κύρια υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις αγορεύσεις των διαδίκων κατά τη συνεδρίαση της 12ης Μαρτίου 1997,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 1997,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με δικόγραφο το οποίο κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 22 Μαΐου 1992, η Montecatini SpA (πρώην Montedison SpA, ακολούθως Montepolimeri SpA και έπειτα Montedipe SpA, στο εξής: Monte) άσκησε, δυνάμει του άρθρου 49 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T-14/89, Montedipe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-1155, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).

Πραγματικά περιστατικά και διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου

2.
    Τα πραγματικά περιστατικά που οδήγησαν στην υπό κρίσιν αίτηση αναιρέσεως, όπως αυτά προκύπτουν από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, είναι τα ακόλουθα.

3.
    Διάφορες επιχειρήσεις που δρούσαν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής βιομηχανίας πετροχημικών προϊόντων άσκησαν ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 86/398/ΕΟΚ της Επιτροπής, της 23ης Απριλίου 1986, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (IV/31.149 — Πολυπροπυλένιο) (ΕΕ L 230, σ. 1, στο εξής: απόφαση «πολυπροπυλένιο»).

4.
    Βάσει των διαπιστώσεων της Επιτροπής, τις οποίες επιβεβαίωσε επί του σημείου αυτού το Πρωτοδικείο, η αγορά πολυπροπυλενίου εφοδιαζόταν πριν από το 1977 από δέκα παραγωγούς, τέσσερις από τους οποίους [Monte, Hoechst AG, Imperial Chemical Industries plc (στο εξής: ICI) και Shell International Chemical Company Ltd (στο εξής: Shell), στο εξής: τέσσερις μεγάλοι] αντιπροσώπευαν μαζί το 64 % της αγοράς. Μετά τη λήξη της ισχύος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της Monte, εμφανίστηκαν στην αγορά το 1977 νέοι παραγωγοί, πράγμα που οδήγησε σε ουσιώδη αύξηση της πραγματικής παραγωγικής ικανότητας χωρίς ωστόσο να προκαλέσει αντίστοιχη αύξηση της ζητήσεως. Αυτό είχε ως συνέπεια να χρησιμοποιείται το παραγωγικό δυναμικό σε ποσοστά κυμαινόμενα μεταξύ 60 % το 1977 και 90 % το 1983. Καθένας από τους παραγωγούς που ήσαν εγκατεστημένοι την περίοδο εκείνη εντός της Κοινότητας πωλούσε τα προϊόντα του εντός όλων ή σχεδόν όλων των κρατών μελών.

5.
    Η Monte συγκαταλεγόταν μεταξύ των παραγωγών που εφοδίαζαν την αγορά το 1977. Ήταν ο μεγαλύτερος παραγωγός προπυλενίου και, συνεπώς, συγκαταλεγόταν μεταξύ των τεσσάρων μεγάλων. Το μερίδιό της στη δυτικοευρωπαϊκή αγορά κυμαινόταν μεταξύ 14,2 και 15 % περίπου. Το 1983, αφού αναδέχθηκε τις δραστηριότητες της Enichem Anic SpA, κατείχε το 18 % της δυτικοευρωπαϊκής αγοράς πολυπροπυλενίου.

6.
    Ύστερα από ελέγχους που διενεργήθηκαν ταυτόχρονα σε διάφορες επιχειρήσεις του κλάδου, η Επιτροπή απηύθυνε σε διάφορους παραγωγούς πολυπροπυλενίου αιτήσεις παροχής πληροφοριών βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17 του Συμβουλίου, της 6ης Φεβρουαρίου 1962, πρώτου κανονισμού εφαρμογής των άρθρων 85 και 86 της Συνθήκης (ΕΕ ειδ. έκδ. 08/001, σ. 25). Από τη σκέψη 6 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως προκύπτει ότι, από τις πληροφορίες που έλαβε, η Επιτροπή κατέληξε ότι μεταξύ του 1977 και του 1983 οι εμπλεκόμενοι παραγωγοί καθόριζαν, κατά παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 81 ΕΚ), τακτικά στόχους τιμών στο πλαίσιο των λεγόμενων πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών και είχαν οργανώσει ένα σύστημα ετήσιου ελέγχου των πωλήσεων, με σκοπό να κατανείμουν μεταξύ τους τη διαθέσιμη αγορά βάσει συμπεφωνημένων ποσοτήτων εκφραζομένων σε τόνους ή σε ποσοστά. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 3, παράγραφος 1, του

κανονισμού 17 και απηύθυνε έγγραφη ανακοίνωση των αιτιάσεων σε διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και στη Monte.

7.
    Κατά το πέρας της διαδικασίας, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση «πολυπροπυλένιο», με την οποία διαπίστωσε ότι η Monte είχε παραβεί το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης μετέχοντας με άλλες επιχειρήσεις, από τα μέσα του 1977 έως τον Νοέμβριο του 1983 τουλάχιστον, σε συμφωνία και σε εναρμονισμένη πρακτική που ανάγονταν στα μέσα του 1977, βάσει των οποίων οι παραγωγοί που προμήθευαν με πολυπροπυλένιο τις χώρες της κοινής αγοράς:

—    είχαν επαφές μεταξύ τους και τακτικές συναντήσεις (από τις αρχές του 1981, δύο φορές τον μήνα) στο πλαίσιο σειράς μυστικών συναντήσεων που αποσκοπούσαν στη συζήτηση και στον καθορισμό της εμπορικής πολιτικής τους·

—    καθόριζαν περιοδικά «τιμές-στόχους» (ή κατώτατες τιμές) για την πώληση του προϊόντος εντός κάθε κράτους μέλους της Κοινότητας·

—    συμφώνησαν διάφορα μέτρα για τη διευκόλυνση της εφαρμογής των εν λόγω τιμών-στόχων, τα οποία περιελάμβαναν (κυρίως) περιοδικούς περιορισμούς στην παραγωγή, ανταλλαγή λεπτομερών πληροφοριών σχετικά με τις παραδόσεις, πραγματοποίηση τοπικών συναντήσεων και, από το τέλος του 1982, σύστημα «λογιστικής διαχείρισης» που αποσκοπούσε στην εφαρμογή των αυξήσεων τιμών σε κατ' ιδίαν πελάτες·

—    προέβησαν σε ταυτόχρονες αυξήσεις τιμών εφαρμόζοντας τους εν λόγω στόχους·

—    κατένειμαν την αγορά παραχωρώντας σε κάθε παραγωγό έναν ετήσιο στόχο πωλήσεων ή «ποσοστώσεις» (1979, 1980 και, τουλάχιστον, για ένα μέρος του 1983) ή, ελλείψει οριστικής απόφασης που να καλύπτει ολόκληρο το έτος, υποχρεώνοντας τους παραγωγούς να περιορίζουν τις μηνιαίες πωλήσεις τους με αναφορά σε προηγούμενη περίοδο (1981 και 1982) (άρθρο 1 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο»).

8.
    Ακολούθως, η Επιτροπή διέταξε τις διάφορες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να παύσουν αμέσως τις ως άνω παραβάσεις και να απέχουν στο μέλλον από κάθε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική έχουσα το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο ή αποτέλεσμα. Η Επιτροπή τις υπεχρέωσε επίσης να παύσουν κάθε σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών οι οποίες καλύπτονται συνήθως από το επαγγελματικό απόρρητο και να ενεργήσουν έτσι ώστε κάθε σύστημα ανταλλαγής γενικών πληροφοριών (όπως το σύστημα Fides) να λειτουργεί κατά τρόπον ώστε να αποκλείεται κάθε πληροφορία από την οποία μπορεί να διαπιστωθεί η συμπεριφορά μεμονωμένων παραγωγών (άρθρο 2 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο»).

9.
    Στη Monte επιβλήθηκε πρόστιμο ύψους 11 000 000 ECU, ήτοι 16 187 490 000 ιταλικών λιρών (LIT) (άρθρο 3 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο»).

10.
    Στις 6 Αυγούστου 1986, η Monte άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Δικαστηρίου. Η έγγραφη διαδικασία εξελίχθηκε εξ ολοκλήρου ενώπιον του Δικαστηρίου. Με διάταξη της 15ης Νοεμβρίου 1989, το Δικαστήριο παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου, κατ' εφαρμογήν της αποφάσεως 88/591/ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1988, περί ιδρύσεως Πρωτοδικείου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ 1988, L 319, σ. 1).

11.
    Η Monte ζήτησε από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την απόφαση «πολυπροπυλένιο», κατά το μέτρο που απευθυνόταν σ' αυτήν, επικουρικώς, να την ακυρώσει, κατά το μέτρο που της επέβαλλε πρόστιμο, ακόμη επικουρικότερα, να την ακυρώσει, κατά το μέτρο που της επέβαλλε πρόστιμο 11 000 000 ECU, και να μειώσει το πρόστιμο σε ποσό συμβολικό ή, εν πάση περιπτώσει, δίκαιο ή που να λαμβάνει τουλάχιστον υπόψη την παραγραφή, εν πάση δε περιπτώσει να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, να την υποχρεώσει να της αποδώσει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και να της αποκαταστήσει όλες τις ζημίες τις συναρτώμενες προς την εκτέλεση της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» ή προς σύσταση εγγυήσεως υπέρ της εκτελέσεως αυτής, συμπεριλαμβανομένων των τόκων και της ανατιμήσεως για τα ποσά τα καταβαλλόμενα προς εκτέλεση της αποφάσεως ή προς σύσταση της εγγυήσεως.

12.
    Η Επιτροπή ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής και την καταδίκη της προσφεύγουσας στα δικαστικά έξοδα.

13.
    Με επιστολή που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Μαρτίου 1982, η Monte ζήτησε από το Πρωτοδικείο να επαναλάβει την προφορική διαδικασία και να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, κατόπιν των δηλώσεων στις οποίες είχε προβεί η Επιτροπή κατά τη συνέντευξη Τύπου, την οποία έδωσε στις 28 Φεβρουαρίου 1992, μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 1992, T-79/89, T-84/89 έως T-86/89, T-89/89, T-91/89, T-92/89, T-94/89, T-96/89, Τ-98/89, T-102/89 και T-104/89, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. ΙΙ-315, στο εξής: απόφαση PVC του Πρωτοδικείου).

Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

Επί της θεμελιώσεως της παραβάσεως — Διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά

Η συμφωνία επί των κατωτάτων τιμών

14.
    Στις σκέψεις 68 και 69 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το κείμενο του σημειώματος του υπαλλήλου της Hercules, το οποίο

επεκαλείτο η Επιτροπή προς απόδειξη της υπάρξεως συμφωνίας περί κατωτάτων τιμών, ήταν σαφές και μονοσήμαντο και ότι η Monte δεν είχε προβάλει κανένα στοιχείο ικανό να κλονίσει την αποδεικτική του ισχύ.

15.
    Κατά τη σκέψη 70, το γεγονός ότι οι συνομολογηθείσες κατώτατες τιμές δεν κατέστη δυνατόν να υλοποιηθούν δεν αναιρούσε το γεγονός ότι η Monte είχε συναποδεχθεί τη συμφωνία κατωτάτων τιμών, διότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι ήταν αποδεδειγμένο, θα έδειχνε απλώς ότι οι κατώτατες τιμές δεν εφαρμόστηκαν και όχι ότι δεν συμφωνήθηκαν. Στη σκέψη 71, το Πρωτοδικείο εθεώρησε ότι οι κατώτατες τιμές δεν διέφεραν, ως προς τη φύση τους, από τις επιδιωκόμενες τιμές τις οποίες καθόρισαν αργότερα οι παραγωγοί πολυπροπυλενίου.

16.
    Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 72, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι, περί τα μέσα του 1977, είχε επέλθει σύμπτωση βουλήσεων μεταξύ διαφόρων παραγωγών, μεταξύ των οποίων και της Monte, σχετικά με τον καθορισμό κατωτάτων τιμών.

Το σύστημα των περιοδικών συναντήσεων

17.
    Στη σκέψη 82, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Monte δεν αμφισβητούσε τη συμμετοχή της στις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου και ότι έπρεπε, επομένως, να γίνει δεκτό ότι είχε συμμετάσχει σε όλες τις συναντήσεις που φέρονται διενεργηθείσες κατά την απόφαση «πολυπροπυλένιο». Στη σκέψη 83, το Πρωτοδικείο εθεώρησε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε κρίνει — βάσει των στοιχείων τα οποία είχε δώσει με την απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών η ICI και τα οποία επιβεβαιώθηκαν και από τα πρακτικά πολλών συναντήσεων — ότι αντικείμενο των συναντήσεων ήταν βασικά ο καθορισμός επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων.

18.
    Το Πρωτοδικείο επίσης επεσήμανε ότι το περιεχόμενο των πρακτικών συναντήσεων που προέρχονταν από την ICI επιβεβαιωνόταν από διάφορα έγγραφα, όπως ήσαν ορισμένοι πίνακες με αριθμητικά στοιχεία αναφορικά με τον όγκο πωλήσεων των διαφόρων παραγωγών και όπως οι οδηγίες καθορισμού τιμών, που σε μεγάλο βαθμό συνέπιπταν προς τις τιμές-στόχους που μνημονεύονταν στα εν λόγω πρακτικά συναντήσεων, καθώς και — εν γένει — οι απαντήσεις διαφόρων παραγωγών στην αίτηση παροχής πληροφοριών της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, κατά τη σκέψη 85, η Επιτροπή είχε θεωρήσει ότι τα πρακτικά συναντήσεων που είχαν αποκαλυφθεί στην ICI αντικατόπτριζαν με αρκετή αντικειμενικότητα το περιεχόμενο των συναντήσεων. Στη σκέψη 86, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, υπ' αυτές τις περιστάσεις, στη Monte εναπέκειτο να δώσει διαφορετική εξήγηση για το περιεχόμενο των συναντήσεων στις οποίες είχε μετάσχει, προβάλλοντας προς τούτο συγκεκριμένα στοιχεία, διαπίστωσε όμως ότι δεν είχε προβάλει ούτε καν επικαλεστεί τέτοια στοιχεία.

19.
    Κατά τη σκέψη 88 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, καλώς η Επιτροπή είχε συναγάγει από την απάντηση της ICI σχετικά με τη συχνότητα των συναντήσεων

”διευθυντών” και ”εμπειρογνωμόνων”, καθώς και από την ταυτότητα φύσεως και αντικειμένου των συναντήσεων, ότι αυτές εντάσσονταν σε σύστημα περιοδικών συναντήσεων.

20.
    Όσον αφορά τον ειδικό ρόλο που έπαιξαν στο σύστημα συναντήσεων οι «τέσσερις μεγάλοι», το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι η Monte δεν αμφισβητούσε ότισυναντήσεις των επιχειρήσεων αυτών είχαν γίνει κατά τις κατονομαζόμενες από την Επιτροπή ημερομηνίες. Κατά τη σκέψη 90, οι συναντήσεις αυτές γίνονταν, από τον Δεκέμβριο του 1982, την παραμονή των συναντήσεων «διευθυντών» και αποσκοπούσαν στον προσδιορισμό των ενεργειών τις οποίες οι «τέσσερις μεγάλοι» θα μπορούσαν ν' αναλάβουν από κοινού για να επιτύχουν άνοδο των τιμών, όπως δείχνει το σημείωμα ενός υπαλλήλου της ICI για το περιεχόμενο μιας προσυναντήσεως της 19ης Μαΐου 1983, στην οποία είχαν συμμετάσχει οι «τέσσερις μεγάλοι».

21.
    Στη σκέψη 91, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η Monte μετείχε τακτικά στις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου από τα τέλη του 1977 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1983, ότι στις συναντήσεις αυτές προήδρευαν μέλη του προσωπικού της Monte μέχρι τον Αύγουστο του 1982, ότι είχαν ως αντικείμενο ιδίως τον καθορισμό επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων και ότι εντάσσονταν στο πλαίσιο συστήματος.

Οι πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών

22.
    Στη σκέψη 128, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τα πρακτικά των περιοδικών συναντήσεων παραγωγών πολυπροπυλενίου έδειχναν ότι όσοι μετείχαν στις συναντήσεις εκείνες είχαν όντως συνομολογήσει τις πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών που μνημονεύονταν στην απόφαση «πολυπροπυλένιο». Κατά τη σκέψη 129, άπαξ είχε αποδειχθεί επαρκώς κατά νόμον η συμμετοχή της Monte στις συναντήσεις εκείνες, αυτή δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι δεν είχε συνταχθεί με τις πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών που αποφασίζονταν, οργανώνονταν και ελέγχονταν σ' αυτές, χωρίς να παρέχει ενδείξεις προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού.

23.
    Στη σκέψη 131, το Πρωτοδικείο εθεώρησε ότι η επιχειρηματολογία της Monte ότι δεν ελάμβανε υπόψη τα αποτελέσματα των συναντήσεων για να καθορίσει την τιμολογιακή της συμπεριφορά στην αγορά δεν μπορούσε να γίνει δεκτή ως ένδειξη εις επίρρωση του ισχυρισμού της ότι δεν είχε συναποδεχθεί τις συμφωνούμενες κατά τις συναντήσεις αυτές πρωτοβουλίες τιμών, αλλά θα μπορούσε, το πολύ, ν' αποδείξει ότι δεν είχε θέσει το αποτελέσμα αυτών των συναντήσεων σε εφαρμογή. Στη σκέψη 132, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι, εν πάση περιπτώσει, η Monte δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι οι οδηγίες της για τον καθορισμό τιμών είχαν αμιγώς εσωτερικό χαρακτήρα, διότι ναι μεν οι οδηγίες αυτές ήσαν εσωτερικές καθ' όσον απευθύνονταν από την κεντρική έδρα προς τα

γραφεία πωλήσεων, εστέλλοντο όμως με σκοπό να εκτελεσθούν και, άρα, να παραγάγουν άμεσα ή έμμεσα εξωτερικά αποτελέσματα, χάνοντας έτσι τον εσωτερικό τους χαρακτήρα.

24.
    Όσον αφορά την οικονομική συγκυρία στην οποία εντάσσονταν οι πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών, το Πρωτοδικείο εθεώρησε, στη σκέψη 133, ότι αυτή δεν παρείχε εξήγηση για την ομοιότητα που εμφάνιζαν μεταξύ τους οι οδηγίες καθορισμού τιμών που έδιναν οι διάφοροι παραγωγοί, ούτε την ομοιότητά τους προς τις επιδιωκόμενες τιμές που καθορίζονταν κατά τις συναντήσεις παραγωγών. Κατά τη σκέψη 134, ούτε η σύμπτωση μεταξύ των δυσχερειών συναρτωμένων προς ορισμένους συντελεστές της παραγωγής εξηγεί την ταυτόχρονη σχεδόν έκδοση των οδηγιών καθορισμού τιμών της Monte και εκείνων των άλλων παραγωγών.

25.
    Περαιτέρω, κατά τη σκέψη 135, δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για οποιασδήποτε μορφής «price leadership» ενός παραγωγού, άπαξ η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι ο παραγωγός αυτός είχε μετάσχει μαζί με άλλους σε διαβούλευση επί των τιμών. Στη σκέψη 136, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι καλώς η Επιτροπή είχε συναγάγει από την απάντηση της ICI στην αίτηση παροχής πληροφοριών ότι οι πρωτοβουλίες εκείνες εντάσσονταν σε σύστημα καθορισμού επιδιωκομένων τιμών.

26.
    Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 137, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η Monte συγκαταλεγόταν μεταξύ των παραγωγών πολυπροπυλενίου μεταξύ των οποίων είχε επέλθει σύμπτωση βουλήσεων σχετικά με τις πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών που μνημονεύονταν στην απόφαση «πολυπροπυλένιο», ότι οι πρωτοβουλίες αυτές εντάσσονταν στο πλαίσιο συστήματος και ότι τα αποτελέσματα αυτών των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών είχαν παραχθεί μέχρι τον Νοέμβριο του 1983.

Τα μέτρα που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της εφαρμογής των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών

27.
    Στη σκέψη 143, το Πρωτοδικείο εθεώρησε ότι η απόφαση «πολυπροπυλένιο» έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι προσάπτει σε καθένα από τους παραγωγούς ότι, σε διάφορες χρονικές στιγμές κατά τη διάρκεια συναντήσεων, συναποδέχτηκαν με τους λοιπούς παραγωγούς σύνολο μέτρων αποσκοπούντων στη δημιουργία συνθηκών ευνοουσών την αύξηση των τιμών, ιδίως μειώνοντας τεχνητά την προσφορά πολυπροπυλενίου· η εκτέλεση αυτού του συνόλου μέτρων είχε επιμεριστεί, με κοινή συμφωνία των διαφόρων παραγωγών, ανάλογα με τη συγκεκριμένη θέση του καθενός. Στη σκέψη 144, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Monte, συμμετέχοντας στις συναντήσεις κατά τις οποίες υιοθετήθηκε αυτό το σύνολο μέτρων, το είχε συναποδεχθεί, εφόσον δεν είχε προβάλει καμμιά ένδειξη προς απόδειξη του αντιθέτου.

28.
    Όσον αφορά το «account leadership», το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 145, ότι, όπως προέκυπτε από τα πρακτικά των συναντήσεων της 2ας Σεπτεμβρίου

1982, της 2ας Δεκεμβρίου 1982 και της ανοίξεως του 1983, στις οποίες μετείχε η Monte, κατά τις συναντήσεις αυτές οι παρόντες παραγωγοί είχαν συνταχθεί με αυτό το σύστημα. Κατά τη σκέψη 146, η προσκομισθείσα από τη Monte μελέτη, ως εκ του εξαιρετικά περιορισμένου χαρακτήρα της, δεν απεδείκνυε ότι δεν είχε παίξει ρόλο «account leader» έναντι των πελατών για τους οποίους είχε οριστεί ως τέτοια.

29.
    Στις σκέψεις 147 και 148, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι τη — μερική τουλάχιστον — θέση σε εφαρμογή αυτού του συστήματος πιστοποιούσαν τα πρακτικά της συναντήσεως της 3ης Μαΐου 1983, τα πρακτικά μιας άλλης συναντήσεως της ανοίξεως του 1983, καθώς και η απάντηση της ICI στην αίτηση παροχής πληροφοριών. Το Πρωτοδικείο, εξ άλλου, διαπίστωσε, στη σκέψη 149, ότι η Monte δεν αμφισβητούσε ειδικά ότι είχε συμμετάσχει στην απόφαση λήψεως άλλων μέτρων αποσκοπούντων στη διευκόλυνση της εφαρμογής των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών.

30.
    Στη σκέψη 150, το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι η Monte συγκαταλεγόταν μεταξύ των παραγωγών πολυπροπυλενίου μεταξύ των οποίων είχε επέλθει σύμπτωση βουλήσεων σχετικά με τα μέτρα που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της θέσεως σε εφαρμογή των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών που μνημονεύονται στην απόφαση «πολυπροπυλένιο».

Ποσότητες-στόχοι και ποσοστώσεις

31.
    Το Πρωτοδικείο, κατ' αρχάς, υπέμνησε, στη σκέψη 175, ότι η Monte από την αρχή μετείχε στις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου, κατά τις οποίες γίνονταν συζητήσεις σχετικά με τον όγκο πωλήσεων των διαφόρων παραγωγών και ανταλλάσσονταν σχετικώς πληροφορίες. Στη σκέψη 176, επεσήμανε ότι, πέρα από αυτή τη συμμετοχή, το όνομα της Monte εμφανιζόταν σε πίνακες που αποκαλύφθηκαν στις εγκαταστάσεις των παραγωγών πολυπροπυλενίου, από το περιεχόμενο των οποίων προέκυπτε σαφώς ότι σκοπός τους ήταν ο ορισμός επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων. Δικαιολογημένα, επομένως, είχε κρίνει η Επιτροπή ότι το περιεχόμενο αυτών των πινάκων, που έπρεπε να είχαν καταρτιστεί βάσει πληροφοριών προερχομένων από τους παραγωγούς και όχι βάσει των στατιστικών του συστήματος Fides, το είχε δώσει η ίδια, στο πλαίσιο των συναντήσεων. Όσον αφορά τον φερόμενο ως ψευδή χαρακτήρα αυτών των πληροφοριών, το Πρωτοδικείο παρετήρησε, στη σκέψη 177, αφενός μεν ότι τον διέψευδε η μνεία που γινόταν σε έναν από τους πίνακες αυτούς περί συγκρίσεως μεταξύ των στοιχείων που έδωσαν ορισμένοι και των στοιχείων του συστήματος Fides. Αφετέρου δε, κατά το Πρωτοδικείο, τον ενδεχομένως ψευδή χαρακτήρα αυτών των στοιχείων επιβεβαίωνε μάλλον το ότι αυτά χρησίμευαν στη λήψη αποφάσεως μετά από διαπραγματεύσεις που αποσκοπούσαν στη συμφιλίωση συμφερόντων, που ατομικώς μεν μπορεί να ήσαν αντίθετα, αλλά συνολικώς συνέκλιναν. Στη σκέψη 178, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η ορολογία που εχρησιμοποιείτο στους πίνακες που αφορούσαν τα έτη 1979 και 1980

δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι είχε όντως επέλθει σύμπτωση των βουλήσεων των παραγωγών.

32.
    Όσον αφορά ειδικότερα το 1979, το Πρωτοδικείο επεσήμανε, στη σκέψη 179, ότι τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 26ης και 27ης Σεπτεμβρίου 1979, καθώς και ο πίνακας ο τιτλοφορούμενος «Producer's Sales to West Europe», που είχε κατασχεθεί στην ICI, ανέφεραν ότι το σύστημα ποσοστώσεων που είχε αρχικά συνομολογηθεί για το 1979 έπρεπε να καταστεί αυστηρότερο για τους τρεις τελευταίους μήνες του έτους.

33.
    Στη σκέψη 180, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι ο καθορισμός, για το 1980, στόχων για τον όγκο πωλήσεων ολοκλήρου του έτους προέκυπτε από τον πίνακα με ημερομηνία 26 Φεβρουαρίου 1980, που βρέθηκε στην Atochem SA, καθώς και από τα πρακτικά των συναντήσεων του Ιανουαρίου 1981· συναφώς επεσήμανε ότι, ναι μεν οι παρατιθέμενοι στις δύο αυτές πηγές αριθμοί διέφεραν, αυτό όμως οφειλόταν στο γεγονός ότι είχε καταστεί αναγκαίο οι προβλέψεις των παραγωγών να αναθεωρηθούν προς τα κάτω. Στη σκέψη 181, προσέθεσε ότι, όπως προέκυπτε από τα πρακτικά των συναντήσεων του Ιανουαρίου του 1981, η Monte είχε δώσει τα στοιχεία των πωλήσεών της του έτους 1980, για να συγκριθούν προς τον επιδιωκόμενο όγκο πωλήσεων που είχε καθοριστεί και εγκριθεί για το 1980.

34.
    Στις σκέψεις 182 έως 187, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι για το 1981, προσαπτόταν στους παραγωγούς ότι συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί των ποσοστώσεων, ότι ανακοίνωναν τις «φιλοδοξίες» τους, εν αναμονή δε της επιτεύξεως μιας τέτοιας συμφωνίας, ότι συμφώνησαν, ως προσωρινό μέτρο, να μειώσουν, κατά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1981, τις μηνιαίες τους πωλήσεις στο 1/12 του 85 % του «στόχου» που είχαν συμφωνήσει για το 1980, ότι δεσμεύτηκαν να τηρήσουν, κατά το υπόλοιπο διάστημα του έτους, την ίδια θεωρητική ποσόστωση με εκείνη του προηγουμένου έτους, ότι γνωστοποιούσαν, κάθε μήνα, κατά τις συναντήσεις, τις πωλήσεις τους και, τέλος, ότι έλεγχαν αν οι πωλήσεις τους ήσαν εντός των ορίων της θεωρητικής ποσοστώσεως που είχαν καθορίσει. Κατά το Πρωτοδικείο, την ύπαρξη των εν λόγω διαπραγματεύσεων και τη γνωστοποίηση των «φιλοδοξιών» τους πιστοποιούσαν διάφορα αποδεικτικά στοιχεία, όπως διάφοροι πίνακες και ένα εσωτερικό σημείωμα της ΙCΙ· η συναποδοχή προσωρινών μέτρων κατά τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1981 προέκυπτε από τα πρακτικά των συναντήσεων του Ιανουαρίου 1981· το γεγονός ότι οι παραγωγοί όρισαν στον εαυτό τους, για το υπόλοιπο του έτους, την ίδια θεωρητική ποσόστωση με εκείνη του προηγουμένου έτους και ότι έλεγχαν αν οι πωλήσεις ήσαν σύμφωνες με την ποσόστωση αυτή, ανταλλάσσοντας κάθε μήνα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις τους, αποδεικνύεται από τον συνδυασμό ενός πίνακα με ημερομηνία 20 Δεκεμβρίου 1981, ενός αχρονολόγητου πίνακα, συντεταγμένου στην ιταλική και επιγραφόμενου «Scarti per società», που ανευρέθηκε στην ΙCΙ και ενός αχρονολόγητου πίνακα που επίσης ανευρέθηκε στην ΙCΙ· κατά το Πρωτοδικείο, η συμμετοχή της Monte στις διάφορες αυτές δραστηριότητες προέκυπτε από τη

συμμετοχή της στις συναντήσεις κατά τις οποίες συνετελούντο οι πράξεις αυτές και από τη μνεία του ονόματός της στα διάφορα προαναφερθέντα έγγραφα.

35.
    Στις σκέψεις 188 έως 192, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι, για το 1982, προσαπτόταν στους παραγωγούς ότι συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας επί των ποσοστώσεων, ότι ανακοίνωναν τις «φιλοδοξίες» τους σε ποσότητες, ότι, μη επιτευχθείσης οριστικής συμφωνίας, ανακοίνωναν κατά τις συναντήσεις τα αριθμητικά στοιχεία των μηνιαίων πωλήσεών τους του πρώτου εξαμήνου, συγκρίνοντάς τα προς το ποσοστό που είχαν καταγράψει κατά το προηγούμενο έτος, και ότι, κατά το δεύτερο εξάμηνο, προσπαθούσαν να περιορίσουν τις μηνιαίες τους πωλήσεις στο συνολικό ποσοστό της αγοράς που είχαν πραγματοποιήσει κατά το πρώτο εξάμηνο του ίδιου έτους. Κατά το Πρωτοδικείο, την ύπαρξη των εν λόγω διαπραγματεύσεων και τη γνωστοποίηση των «φιλοδοξιών» τους πιστοποιούσε ένα έγγραφο τιτλοφορούμενο «Scheme for discussions ”quota system 1982”», ένα σημείωμα της ΙCΙ τιτλοφορούμενο «Polypropylene 1982, Guidelines», ένας πίνακας με ημερομηνία 17 Φεβρουαρίου 1982 και ένας πίνακας συντεταγμένος στα ιταλικά, που συνιστούσε μια περίπλοκη πρόταση· τα μέτρα που ελήφθησαν για το πρώτο εξάμηνο του 1982 απεδεικνύοντο από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 13ης Μαΐου 1982 και τις περιεχόμενες σ' αυτά δηλώσεις της Monte· την εκτέλεση αυτών των μέτρων πιστοποιούσαν τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 9ης Ιουνίου, της 20ής και 21ης Ιουλίου και της 20ής Αυγούστου 1982· τα μέτρα που ελήφθησαν για το δεύτερο εξάμηνο απεδείκνυαν τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 6ης Οκτωβρίου 1982, τη δε διατήρησή τους επιβεβαίωναν τα πρακτικά της συνεδριάσεως της 2ας Δεκεμβρίου 1982.

36.
    Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε επίσης, στη σκέψη 193, ότι, όσον αφορά το 1981 και το 1982, ορθώς η Επιτροπή είχε συναγάγει από την αμοιβαία επιτήρηση που ασκούνταν, κατά τις περιοδικές συναντήσεις, επί της εφαρμογής συστήματος περιορισμού των μηνιαίων πωλήσεων δι' αναγωγής προς προγενέστερη περίοδο ότι το σύστημα αυτό το είχαν συναποδεχθεί οι μετέχοντες στις συναντήσεις.

37.
    Για το 1983, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στις σκέψεις 194 έως 200, ότι, όπως προέκυπτε από τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η Επιτροπή, κατά τα τέλη του 1982 και τις αρχές του 1983, οι παραγωγοί πολυπροπυλενίου είχαν συζητήσει επί ενός συστήματος ποσοστώσεων για το έτος 1983, ότι η Monte είχε μετάσχει στις συναντήσεις κατά τις οποίες ελάμβαναν χώρα οι συζητήσεις αυτές, όπου και έδινε στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις της, και ότι, στον πίνακα 2 που ήταν συνημμένος στα πρακτικά της συναντήσεως της 2ας Δεκεμβρίου 1982, αναγραφόταν η μνεία «αποδεκτή» δίπλα στην ποσόστωση που αντιστοιχούσε στο όνομά της, οπότε η Monte είχε όντως μετάσχει στις διαπραγματεύσεις που διεξήχθησαν με σκοπό την καθιέρωση συστήματος ποσοστώσεων για το 1983. Κατά το Πρωτοδικείο, από τον συνδυασμό των πρακτικών της συνεδριάσεως της 1ης Ιουνίου 1983 και των πρακτικών μιας εσωτερικής συσκέψεως του ομίλου Shell της 17ης Μαρτίου 1983, που επιβεβαιώνονται από δύο άλλα έγγραφα, όπου ως μερίδιο αγοράς του ομίλου

Shell φέρεται ο αριθμός 11 %, ορθώς η Επιτροπή είχε συναγάγει ότι οι διαπραγματεύσεις αυτές είχαν οδηγήσει στην καθιέρωση του εν λόγω συστήματος. Περαιτέρω, κατά το Πρωτοδικείο, το ότι οι πωλήσεις της Monte δεν αντιστοιχούσαν πάντα προς τις ποσοστώσεις που της είχαν οριστεί ήταν άνευ σημασίας, εφόσον η απόφαση της Επιτροπής δεν στηριζόταν στο ότι η Monte εφάρμοζε πράγματι στην αγορά το σύστημα ποσοστώσεων, για να στοιχειοθετήσει τη συμμετοχή της στο σύστημα αυτό. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, λόγωταυτότητας σκοπού των διαφόρων μέτρων περιορισμού του όγκου πωλήσεων — που συνίστατο στη μείωση της πιέσεως που ασκούσε η υψηλότερη προσφορά πάνω στις τιμές —, ορθώς η Επιτροπή είχε συναγάγει ότι τα μέτρα αυτά εντάσσονταν στο πλαίσιο συστήματος ποσοστώσεων.

38.
    Το Πρωτοδικείο κατέληξε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η Monte συγκαταλεγόταν μεταξύ των παραγωγών πολυπροπυλενίου μεταξύ των οποίων είχε επέλθει σύμπτωση βουλήσεων, η οποία αφορούσε τον επιδιωκόμενο όγκο πωλήσεων για τα έτη 1979, 1980 και το πρώτο ήμισυ του 1983 και τον περιορισμό των μηνιαίων πωλήσεών τους δι' αναγωγής σε προγενέστερη περίοδο για τα έτη 1981 και 1982, στοιχεία μνημονευόμενα στην απόφαση «πολυπροπυλένιο» και εντασσόμενα στο πλαίσιο συστήματος ποσοστώσεων.

Η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης

Νομικός χαρακτηρισμός

39.
    Το Πρωτοδικείο παρατήρησε, στις σκέψεις 228 και 229 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει κάθε πραγματικό στοιχείο είτε, κυρίως, ως συμφωνία είτε, επικουρικώς, ως εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Στη σκέψη 230, παραπέμποντας στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1970, 41/69, ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 397) και της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1980/III, σ. 207), το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, για να υφίσταται συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκδηλώσει την κοινή τους βούληση να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισμένο τρόπο. Επομένως, δικαιολογημένα η Επιτροπή χαρακτήρισε ως συμφωνία τη σύμπτωση βουλήσεων που είχε επέλθει μεταξύ της Monte και των άλλων παραγωγών πολυπροπυλενίου, η οποία αφορούσε ελάχιστες τιμές το 1977, πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών, μέτρα που αποσκοπούσαν στη διευκόλυνση της υλοποιήσεως των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών, επιδιωκόμενο όγκο πωλήσεων για το 1979, το 1980 και για το πρώτο εξάμηνο του 1983, καθώς και μέτρα περιορισμού των μηνιαίων πωλήσεων δι' αναγωγής σε προηγούμενη περίοδο για το 1981 και το 1982. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο ανέφερε, στη σκέψη 231, ότι η Επιτροπή, αφού είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι τα αποτελέσματα των πρωτοβουλιών καθορισμού τιμών εξακολούθησαν να παράγονται μέχρι τον Νοέμβριο του 1983, ορθώς είχε κρίνει ότι η παράβαση συνεχίστηκε μέχρι τον Νοέμβριο του 1983 τουλάχιστον. Συναφώς,

παραπέμποντας στην απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985, 243/83, Binon (Συλλογή 1985, σ. 2015), το Πρωτοδικείο παρετήρησε ότι το άρθρο 85 της Συνθήκης εφαρμόζεται και επί συμφωνιών που έχουν παύσει μεν να ισχύουν, εξακολουθούν όμως να παράγουν αποτελέσματα και μετά την τυπική τους λήξη.

40.
    Για τον ορισμό της έννοιας της εναρμονισμένης πρακτικής, το Πρωτοδικείο αναφέρθηκε, στη σκέψη 232, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1975, 40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή τόμος 1975, σ. 507). Στην προκειμένη υπόθεση, διαπίστωσε, στη σκέψη 233, ότι η Monte είχε μετάσχει σε συναντήσεις που είχαν ως αντικείμενο τον καθορισμό επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων και κατά τις οποίες ανταλλάσσονταν μεταξύ ανταγωνιστών σχετικές πληροφορίες και ότι, κατά τον τρόπο αυτό, μετείχε, σε διαβούλευση που είχε ως αντικείμενο να επηρεάζει τη συμπεριφορά των παραγωγών στην αγορά και να αποκαλύπτει τη συμπεριφορά που κάθε παραγωγός είχε κατά νουν να τηρήσει ο ίδιος στην αγορά. Το Πρωτοδικείο προσέθεσε, στη σκέψη 234, ότι η Monte όχι μόνον είχε επιδιώξει να άρει προληπτικά την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της, αλλά και ότι κατ' ανάγκην ελάμβανε, άμεσα ή έμμεσα, υπόψη τις πληροφορίες που συνέλεγε κατά τις συναντήσεις αυτές, για να καθορίσει την πολιτική που θα ακολουθούσε στην αγορά. Ομοίως, κατά το Πρωτοδικείο, και οι ανταγωνιστές της ασφαλώς ελάμβαναν υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, τις πληροφορίες που τους απεκάλυπτε η Monte σχετικά με τη συμπεριφορά που είχε αποφασίσει ή που είχε κατά νουν να τηρήσει η ίδια στην αγορά, για να καθορίσουν την πολιτική που θα ακολουθούσαν στην αγορά. Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 235, ότι δικαιολογημένα η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει, ως εκ του αντικειμένου τους, επικουρικώς ως εναρμονισμένη πρακτική, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, τις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου, στις οποίες μετείχε η Monte από τα τέλη 1977 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1983.

41.
    Όσον αφορά την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως, που, στο άρθρο 1 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο», χαρακτηρίζεται ως «συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική», αφού υπενθύμισε ότι οι διάφορες εναρμονισμένες πρακτικές και συμφωνίες εντάσσονταν, στην προκειμένη περίπτωση, λόγω ταυτότητας αντικειμένου, σε συστήματα περιοδικών συναντήσεων, καθορισμού επιδιωκομένων τιμών και ποσοστώσεων, το Πρωτοδικείο τόνσε, στη σκέψη 237, ότι τα συστήματα αυτά εντάσσονταν σε σειρά προσπαθειών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που επεδίωκαν έναν και τον αυτό οικονομικό σκοπό: τη νόθευση της φυσιολογικής εξελίξεως των τιμών στην αγορά του πολυπροπυλενίου. Κατά το Πρωτοδικείο, θα ήταν, επομένως, τεχνητή η απόπειρα να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, χαρακτηριζόμενη από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις. Συγκεκριμένα, η Monte ελάμβανε μέρος — επί σειράν ετών — σε ολοκληρωμένο σύνολο συστημάτων, συνιστών ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε προοδευτικά τόσο με συμφωνίες όσο και με αθέμιτες εναρμονισμένες πρακτικές.

42.
    Συνεπώς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 238, ότι η Επιτροπή δικαιολογημένα είχε χαρακτηρίσει την ενιαία αυτή παράβαση ως «συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική», κατά το μέτρο που η παράβαση αυτή εμπεριείχε ταυτόχρονα στοιχεία που έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «συμφωνίες» και στοιχεία που έπρεπε να χαρακτηριστούν ως «εναρμονισμένες πρακτικές». Κατά το Πρωτοδικείο, ενώπιον μιας σύνθετης παραβάσεως, ο διττός χαρακτηρισμός, τον οποίο χρησιμοποίησε η Επιτροπή στο άρθρο 1 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο», δεν έπρεπε να νοείται ως χαρακτηρισμός που προϋποθέτει ταυτόχρονα και σωρευτικά την απόδειξη του ότι καθένα από τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά εμφανίζει τα συστατικά στοιχεία και της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής, αλλ' ως προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία, ορισμένα από τα οποία χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνίες και άλλα ως εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι' αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση.

Το αποτέλεσμα περιορισμού του ανταγωνισμού

43.
    Σχετικά με την επιχειρηματολογία της Monte, που πειράθηκε ν' αποδείξει ότι η συμμετοχή της στις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου εστερείτο αντιθέτου προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματος, το Πρωτοδικείο υπέμνησε, στη σκέψη 246, ότι οι συναντήσεις αυτές είχαν, ούτως ή άλλως, ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς, ιδίως διά του καθορισμού επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων, οπότε η συμμετοχή της στις συναντήσεις αυτές δεν εστερείτο αντικειμένου αντιβαίνοντος προς τον ανταγωνισμό κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Ο επηρεασμός του μεταξύ κρατών μελών εμπορίου

44.
    Το Πρωτοδικείο επεσήμανε, στη σκέψη 253, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η Επιτροπή δεν είχε την υποχρέωση ν' αποδείξει ότι η συμμετοχή της Monte σε συμφωνία και σε εναρμονισμένη πρακτική είχε ασκήσει αισθητή επιρροή στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, αλλά μόνον ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές ήσαν ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Συναφώς, και υπενθυμίζοντας την προαναφερθείσα απόφαση Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, εν προκειμένω, οι περιορισμοί του ανταγωνισμού ήσαν όντως ικανοί να εκτρέψουν τα εμπορικά ρεύματα από την κατεύθυνση που θα ελάμβαναν διαφορετικά. Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στη σκέψη 254, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η παράβαση στην οποία είχε μετάσχει η Monte ήταν ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, χωρίς να είναι αναγκαίο ν' αποδείξει και ότι η ατομική συμμετοχή της Monte είχε όντως επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.

Οι δικαιολογητικές περιστάσεις

45.
    Σχετικά με τα επιχειρήματα της Monte ότι η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το περιεχόμενο των συμφωνιών υπό το πρίσμα της συντρέχουσας οικονομικής κρίσεως η οποία τις περιέβαλλε, και, ούτως ή άλλως, να εφαρμόσει τον «rule of reason», το Πρωτοδικείο υπέμνησε, στη σκέψη 264, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Συνεπώς, κατά το Πρωτοδικείο, το ζήτημα αν αυτές είχαν και αποτέλεσμα αντίθετο προς τον ανταγωνισμό είχε σημασία μόνο για την εκτίμηση του ύψους του προστίμου. Στη σκέψη 265, το Πρωτοδικείο τόνισε ότι το κατάφωρον της παραβάσεως απέκλειε, ούτως ή άλλως, την εφαρμογή κάποιου «rule of reason», αν υποτεθεί ότι ένας τέτοιος κανόνας εύρισκε πεδίο εφαρμογής στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού, εφόσον η παράβαση αυτή θα επρόκειτο, στη περίπτωση αυτή, για per se παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού.

46.
    Στη σκέψη 271, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι είναι αλυσιτελής ο ισχυρισμός της Monte πως θα έπρεπε να εφαρμοστεί το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης στις συμφωνίες τις οποίες συνήψε και τις εναρμονισμένες πρακτικές στις οποίες συμμετέσχε. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 17, η Monte, για να μπορέσει να επικαλεστεί το άρθρο 85, παράγραφος 3 της Συνθήκης, όφειλε να κοινοποιήσει τις συμφωνίες και τις εναρμονισμένες πρακτικές στην Επιτροπή, πράγμα που δεν έπραξε. Κατά τη σκέψη 272, επομένως, η Monte δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι είχε υποστεί δυσμενή διάκριση έναντι επιχειρήσεων των οποίων οι συμφωνίες θα είχαν εξαιρεθεί δυνάμει της εν λόγω διατάξεως.

47.
    Δεδομένου ότι η Monte ισχυρίστηκε πως τα ληφθέντα από τους παραγωγούς μέτρα είχαν εξόχως ευεργετικά αποτελέσματα, με τίμημα βαρύτατες ζημίες για τους παραγωγούς, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στις σκέψεις 279 και 280, ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι μια τέτοια θετική εξέλιξη της αγοράς είχε όντως επέλθει και ότι όντως ασκούσε επιρροή στην προκειμένη υπόθεση, η Monte δεν είχε, ούτως ή άλλως, αποδείξει ότι η εξέλιξη αυτή οφειλόταν στις συμφωνίες τις οποίες είχε συνάψει και στις εναρμονισμένες πρακτικές στις οποίες είχε μετάσχει. Κατά το Πρωτοδικείο, το επιχείρημα της Monte ότι οι εδραιωμένοι στην αγορά παραγωγοί θα μπορούσαν να είχαν εμποδίσει την είσοδο των νεοαφιχθέντων στην αγορά παρεγνώριζε το γεγονός ότι οι εν λόγω νεοαφιχθέντες ήσαν επιχειρήσεις σημαντικών διαστάσεων, οι οποίες είχαν τα περιθώρια να υποστούν ζημίες, και μάλιστα σημαντικές και επί σειράν ετών, προκειμένου να εισδύσουν στην αγορά του πολυπροπυλενίου.

48.
    Στις σκέψεις 286 και 287, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η αρχή του καταμερισμού των θυσιών με κοινή συμφωνία μεταξύ των επιχειρήσεων, την οποία προέβαλε η Monte εν όψει καταστάσεως ανάγκης, αντέβαινε προς τον ανταγωνισμό τον οποίον επιδιώκει να διαφυλάξει το άρθρο 85 της Συνθήκης. Κατά συνέπεια, κατά το Πρωτοδικείο, δεν εναπόκειται στις επιχειρήσεις να

θέτουν την αρχή αυτή σε εφαρμογή χωρίς να αναφέρονται στην αρμόδια αρχή και χωρίς να τηρούν τις προβλεπόμενες προς τούτο διαδικασίες.

49.
    Στις σκέψεις 295 και 296, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η πώληση κάτω της τιμής κόστους ενδέχεται να συνιστά μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού, αν αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσεως μιας επιχειρήσεως εις βάρος των ανταγωνιστών της, όχι όμως και αν η πώληση σε τιμή κατώτερη της τιμής κόστους απορρέει από τη λειτουργία της προσφοράς και της ζητήσεως, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση. Κατά συνέπεια, κατά το Πρωτοδικείο, οι συμμετέχοντες σε σύμπραξη, η οποία επιδιώκει να ωθήσει τις τιμές από ένα επίπεδο κατώτερο της τιμής κόστους σε μια τιμή ίση ή ανώτερη αυτής, δεν μπορούν να επικαλεστούν ότι η σύμπραξη αυτή επιδίωκε τον τερματισμό του αθέμιτου ανταγωνισμού προς δικαιολόγηση της συμπεριφοράς τους.

50.
    Στη σκέψη 301, το Πρωτοδικείο εθεώρησε ότι ο παραλληλισμός τον οποίο επεχείρησε η Monte προς τις ενώσεις παραγωγών και/ή καταναλωτών πρώτων υλών, οι οποίες είχαν σταθεροποιήσει τις αγορές, ήταν εντελώς αστήρικτος, άπαξ οι εν λόγω συμφωνίες συνιστούσαν δημόσιες ρυθμίσεις της αγοράς, μη συγκρίσιμες προς τις συμφωνίες τις οποίες είχαν συνάψει εν προκειμένω οι παραγωγοί πολυπροπυλενίου.

51.
    Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στις σκέψεις 310 και 311, ότι οι υποχρεώσεις τις οποίες ισχυρίζεται ότι υπείχε η Monte βάσει συμφωνίας με τα συνδικάτα για τη διατήρηση της απασχολήσεως, καθώς και βάσει της κηρύξεώς της σε κατάσταση κρίσεως, που της επέτρεπαν να τύχει των ενισχύσεων που συνηρτώντο προς την εφαρμογή του νόμου 675 της 12ης Αυγούστου 1977 και την εμπόδιζαν να προβεί στις απολύσεις που είχε σχεδιάσει, ανέκυψαν όλες τρία και πλέον έτη μετά τη σύναψη της συμφωνίας περί των κατωτάτων τιμών· τις υποχρεώσεις αυτές είχε αναδεχθεί η Monte για να τύχει των πλεονεκτημάτων που αντιστοιχούσαν προς τις δεσμεύσεις τις οποίες ανελάμβανε. Συνεπώς, κατά τη σκέψη 312, η Monte δεν μπορούσε να ισχυρίζεται ότι οι υποχρεώσεις της την είχαν περιαγάγει σε μια κατάσταση που καθιστούσε αναπόφευκτη τη συμμετοχή της σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές αντίθετες προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Τέλος, στη σκέψη 313, το Πρωτοδικείο έκρινε απαράδεκτο το επιχείρημα το οποίο είχε προβάλει με το υπόμνημα απαντήσεως η Monte περί του του εκβιασμού τον οποίο της είχαν ασκήσει οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες», ως νέο ισχυρισμό, κατά την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου και του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Περί του ύψους του προστίμου

Η παραγραφή

52.
    Στη σκέψη 330, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί

παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241), η πενταετής παραγραφή της εξουσίας της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα αρχίζει, προκειμένου περί διαρκών ή κατ' εξακολούθηση παραβάσεων, μόνο από την ημέρα της λήξεως της παραβάσεως. Από τις σκέψεις 331 και 332 προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Monte μετείχε, χωρίς διακοπή, σε μία ενιαία και κατ' εξακολούθηση παράβαση (στην ιταλική, γλώσσα της διαδικασίας, «un'infrazione unica e continuata») αφότου συνήφθη η συμφωνία περί των κατωτάτων τιμών στα μέσα του 1977 μέχρι τον Νοέμβριο του 1983 και, συνεπώς, δεν μπορεί να επικαλεσθεί παραγραφή των προστίμων.

Η διάρκεια της παραβάσεως

53.
    Στη σκέψη 336, το Πρωτοδικείο υπέμνησε ότι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του, η Επιτροπή είχε εκτιμήσει ορθώς τη διάρκεια της υπό της Monte παραβάσεως του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

Η σοβαρότητα της παραβάσεως

54.
    Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 346, ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν εκτιμά τη σοβαρότητα παραβάσεως προκειμένου να καθορίσει το ύψος του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη όχι μόνο τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, αλλά και το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η παράβαση, και να μεριμνά ώστε η δράση της να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, κυρίως για τις μορφές παραβάσεων που πλήττουν όλως ιδιαιτέρως την πραγμάτωση των σκοπών της Κοινότητας· δύναται επίσης η Επιτροπή να συνεκτιμά το γεγονός ότι οι παραβάσεις ορισμένου τύπου, των οποίων έχει αναγνωριστεί ο παράνομος χαρακτήρας, εξακολουθούν να παρατηρούνται σχετικώς συχνά λόγω της ωφελείας την οποία μπορούν να αποκομίσουν απ' αυτές ορισμένες ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις· ευλόγως, επομένως, αύξησε το ύψος των προστίμων, προκειμένου να ενισχύσει το προληπτικό τους αποτέλεσμα· το γεγονός, επομένως, ότι η Επιτροπή επέβαλε στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερούσε τη δυνατότητα να αυξήσει το ύψος αυτό, εντός των ορίων του κανονισμού 17, αν αυτό ήταν αναγκαίο προς κατοχύρωση της εφαρμογής της κοινοτικής πολιτικής ανταγωνισμού (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825).

55.
    Με γνώμονα τις σκέψεις αυτές, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι δικαίως η Επιτροπή είχε χαρακτηρίσει ως ιδιαιτέρως σοβαρές και κατάφωρες παραβάσεις τον καθορισμό επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων, καθώς και τη συναποδοχή μέτρων αποσκοπούντων στη διευκόλυνση της εφαρμογής των επιδιωκομένων τιμών.

56.
    Στις σκέψεις 351 έως 355, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι, κατά την επιμέτρηση του προστίμου, η Επιτροπή αφενός μεν είχε ορίσει τα κριτήρια καθορισμού της τάξεως μεγέθους των προστίμων που θα επέβαλλε στις αποδέκτριες της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 108 αυτής) — που δικαιολογούν επαρκώς την τάξη μεγέθους των επιβληθέντων προστίμων —, αφετέρου δε είχε ορίσει πρόσφορα και επαρκή κριτήρια για να σταθμίσει ακριβοδίκαια τα πρόστιμα που θα επέβαλλε σε καθεμιά απ' αυτές τις επιχειρήσεις (αιτιολογική σκέψη 109 της εν λόγω αποφάσεως). Όσον αφορά αυτήν την τελευταία κατηγορία κριτηρίων, τα οποία εθεώρησε πρόσφορα και επαρκή, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε εξατομικεύσει επαρκώς, ως προς τη Monte, το πώς είχε λάβει υπόψη τα κριτήρια τα σχετικά με τον ρόλο κάθε επιχειρήσεως στους συμπαιγνιακούς διακανονισμούς και τη χρονική διάρκεια της συμμετοχής της και δεν είχε εφαρμόσει κατά τρόπο άνισο τα κριτήρια τα σχετικά με τις παραδόσεις κάθε παραγωγού πολυπροπυλενίου εντός της Κοινότητας και με τον συνολικό του κύκλο εργασιών.

57.
    Στις σκέψεις 361 έως 363, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει ορθώς τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτισε η Monte και ότι ορθώς είχε στηριχτεί στον ρόλο αυτόν, για τον υπολογισμό του προστίμου. Περαιτέρω, κατά το Πρωτοδικείο τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά — και ιδίως ο καθορισμός επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων —, με την εγγενή τους σοβαρότητα, προέδιδαν ότι η Monte δεν είχε ενεργήσει από απερισκεψία, ούτε καν από αμέλεια, αλλ' εκ προθέσεως. Συναφώς, το Πρωτοδικείο επεσήμανε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις κατείχαν το σύνολο σχεδόν της οικείας αγοράς και ότι καθίστατο, επομένως, προφανές ότι η παράβαση την οποία είχαν συνδιαπράξει ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

58.
    Το Πρωτοδικείο παρετήρησε, στη σκέψη 369, ότι η Επιτροπή είχε διακρίνει δύο είδη αποτελεσμάτων: αφενός μεν τις οδηγίες τιμών τις οποίες απηύθυναν οι παραγωγοί στα τμήματα πωλήσεών τους· αφετέρου δε την εξέλιξη των τιμών που χρεώνονταν στους διαφόρους πελάτες. Κατά τη σκέψη 370, το πρώτο είδος αποτελεσμάτων αποδείχθηκε από την Επιτροπή επαρκώς κατά νόμον, βάσει πολυαρίθμων οδηγιών καθορισμού τιμών που έδιναν οι διάφοροι παραγωγοί. Ως προς το δεύτερο είδος αποτελεσμάτων, το Πρωτοδικείο επεσήμανε, στη σκέψη 371, ότι, όπως προέκυπτε από την απόφαση «πολυπροπυλένιο», η Επιτροπή, για να μετριάσει το ύψος των ποινών, είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι πρωτοβουλίες καθορισμού τιμών δεν είχαν εν γένει επιτύχει πλήρως τον στόχο τους και ότι δεν υπήρχε κανένα μέτρο καταναγκασμού ικανό να διασφαλίσει την τήρηση των ποσοστώσεων ή άλλων διακανονισμών. Το Πρωτοδικείο κατέληξε, στις σκέψεις 372 και 373, ότι η Επιτροπή καλώς είχε λάβει πλήρως υπόψη το πρώτο είδος αποτελεσμάτων και είχε λάβει υπόψη τον περιορισμένο χαρακτήρα του δευτέρου είδους αποτελεσμάτων, καθόσον η Monte δεν είχε αποδείξει την ανεπάρκειά του, ότι το σκεπτικό της αποφάσεως της Επιτροπής δικαιολογούσε το διατακτικό της και ότι δεν υπήρχε καμμία ένδειξη που να στηρίζει τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή θεμελίωσε την απόφαση «πολυπροπυλένιο» στη συνεκτίμηση

αποτελεσμάτων ευρυτέρων από αυτά που εκτίθενται στο σκεπτικό της — αντιθέτως προς ό,τι ισχυριζόταν η Monte. Επομένως, δεν μπορούσε να γίνει λόγος για κατάχρηση εξουσίας.

59.
    Το Πρωτοδικείο διαπίστωσε, στη σκέψη 379, ότι η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις είχαν υποστεί σημαντικές ζημίες κατά την εκμετάλλευση του τομέα του πολυπροπυλενίου επί μακρό χρονικό διάστημα και ότι, κατ' επέκταση, είχε λάβει υπόψη τις δυσμενείς οικονομικές συνθήκες του κλάδου για να καθορίσει την τάξη μεγέθους των προστίμων. Προσέθεσε, στη σκέψη 380, ότι το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, το οποίο τίθεται με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17, ίσχυε σε όλες τις περιστάσεις.

60.
    Στις σκέψεις 385 και 386, το Πρωτοδικείο υπέμνησε ότι οι διάφορες δικαιολογητικές περιστάσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Monte — και που αφορούσαν ιδίως το εθνικό πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο και τα ευεργετικά αποτελέσματα της συμπράξεως — δεν ήσαν ικανές ν' αναιρέσουν τον αθέμιτο χαρακτήρα της συμπεριφοράς της, διότι η συμμετοχή σε αθέμιτη σύμπραξη δεν μπορεί να συνιστά μέσο νόμιμης άμυνας. Κατά το Πρωτοδικείο, η Επιτροπή θα μπορούσε ενδεχομένως να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά ως ελαφρυντική περίσταση στο στάδιο του καθορισμού των προστίμων, χωρίς πάντως να υποχρεούται προς τούτο. Συναφώς — και δεδομένου ότι η προσφεύγουσα κάλεσε το Πρωτοδικείο να ασκήσει την αρμοδιότητά του πλήρους δικαιοδοσίας —, αυτό υπέμνησε ότι τα εκτεθέντα στην αιτιολογική σκέψη 108 της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» κριτήρια δικαιολογούσαν επαρκώς την τάξη μεγέθους των προστίμων, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του κατάφωρου χαρακτήρα της διαπραχθείσης παραβάσεως.

61.
    Εν συμπεράσματι, στη σκέψη 388, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι το επιβληθέν στη Monte πρόστιμο ήταν ανάλογο προς τη διάρκεια και τη σοβαρότητα της διαπιστωθείσης παραβάσεως. Κατά το Πρωτοδικείο, δεδομένου ότι η απόφαση «πολυπροπυλένιο» δεν ήταν παράνομη, ούτε έπασχε πταίσμα, δεν εγεννάτο ευθύνη της Επιτροπής.

Επί της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας

62.
    Αποφαινόμενο επί της αιτήσεως επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας που μνημονεύεται στη σκέψη 389, το Πρωτοδικείο, αφού άκουσε εκ νέου τον γενικό εισαγγελέα, εθεώρησε, στη σκέψη 390, ότι δεν συνέτρεχε λόγος να διατάξει, σύμφωνα με το άρθρο 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του, την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων την οποία ζήτησε η Monte.

63.
    Στη σκέψη 391, το Πρωτοδικείο είπε τα εξής:

«Πρέπει να επισημανθεί ότι η απόφαση που εκδόθηκε στις προαναφερθείσες υποθέσεις (απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1992 στις υποθέσεις T-79/89, T-84/89 έως T-86/89, T-89/89, T-91/89, T-92/89, T-94/89, T-96/89, Τ-98/89, T-102/89 και T-104/89, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-315) δεν δικαιολογεί αφ' εαυτής την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι μια πράξη κοινοποιηθείσα και δημοσιευθείσα πρέπει να τεκμαίρεται έγκυρη. Επομένως, όποιος επικαλείται την έλλειψη τυπικού κύρους ή το ανυπόστατον μιας πράξεως, αυτός φέρει και το βάρος να προβάλει στο Πρωτοδικείο τους λόγους για τους οποίους θα έπρεπε αυτό να αντιπαρέλθει τη φαινομενική εγκυρότητα της πράξεως η οποία κοινοποιήθηκε και δημοσιεύθηκε νομοτύπως. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες στην παρούσα υπόθεση δεν προέβαλαν καμμία ένδειξη πιθανολογούσα ότι η κοινοποιηθείσα και δημοσιευθείσα πράξη δεν είχε εγκριθεί ή εκδοθεί από τα μέλη της Επιτροπής δρώντα ως συλλογικό όργανο. Ειδικότερα, αντιθέτως προς τις υποθέσεις PVC (προαναφερθείσα απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 1992 στις υποθέσεις T-79/89, T-84/89 έως T-86/89, T-89/89, T-91/89, T-92/89, T-94/89, T-96/89, Τ-98/89, T-102/89 και T-104/89, σκέψεις 32 επ.), οι προσφεύγουσες, εν προκειμένω, δεν προέβαλαν καμμία ένδειξη περί παραβιάσεως της αρχής ότι μια πράξη, άπαξ εκδοθείσα, δεν θίγεται, διότι, όπως ισχυρίστηκαν, το κείμενο της αποφάσεως τροποποιήθηκε, μετά τη συνεδρίαση του σώματος των επιτρόπων κατά την οποία αυτό είχε εγκριθεί.»

64.
    Το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή και καταδίκασε τη Monte στα δικαστικά έξοδα.

Η αίτηση αναθεωρήσεως και η διάταξη του Πρωτοδικείου

65.
    Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 11 Ιουνίου 1992, η Monte άσκησε, δυνάμει των άρθρων 41 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 125 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση αναθεωρήσεως της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως.

66.
    Με διάταξη της 4ης Νοεμβρίου 1992, T-14/89 Rév., Montecatini κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-2409), το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη.

Η αίτηση αναιρέσεως

67.
    Με την αίτηση αναιρέσεως η Monte ζητεί από το Δικαστήριο:

—    κατ' αρχάς, να κρίνει την αίτηση παραδεκτή·

—    κυρίως, να εξαφανίσει εξ ολοκλήρου την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να παραπέμψει την υπόθεση σε άλλο τμήμα του Πρωτοδικείου, προς νέα εξέταση των πραγματικών περιστατικών, όπου αυτή παρελείφθη, και εφαρμογή των ακριβών αρχών του δικαίου, όπου αυτές παραβιάστηκαν·

—    επικουρικώς, να εξαφανίσει εν μέρει την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση και να την παραπέμψει ως άνω·

—    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

68.
    Με διάταξη του Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 1992, επετράπη στην εταιρία DSM NV (στο εξής: DSM) να παρέμβει υπέρ της Monte. Η DSM ζητεί από το Δικαστήριο:

—    να εξαφανίσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση·

—    να κηρύξει ανυπόστατη ή να ακυρώσει την απόφαση «πολυπροπυλένιο»·

—    να κηρύξει ανυπόστατη ή να ακυρώσει την απόφαση «πολυπροπυλένιο» ως προς όλους τους αποδέκτες της ή, άλλως, ως προς την DSM, ανεξαρτήτως του αν οι αποδέκτες της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» άσκησαν ή όχι αναίρεση κατά της αποφάσεως που τους αφορά ή αν απορρίφθηκε η αίτησή τους αναιρέσεως·

—    επικουρικώς, να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοδικείου για να αποφανθεί αυτό αν η απόφαση «πολυπροπυλένιο» είναι ανυπόστατη ή αν πρέπει να ακυρωθεί·

—    ακόμη επικουρικότερα, να απορρίψει την παρέμβαση ως αβάσιμη·

—    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, όσον αφορά τόσο την ενώπιον του Δικαστηρίου όσο και την ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία, περιλαμβανομένων των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η DSM λόγω της παρεμβάσεώς της.

69.
    Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

—    να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της·

—    να επικυρώσει την απόρριψη της προσφυγής ενώπιον του Πρωτοδικείου·

—    να καταδικάσει τη Monte στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας·

—    να απορρίψει την παρέμβαση στο σύνολό της ως απαράδεκτη·

—    επικουρικώς, να απορρίψει ως απαράδεκτα τα αιτήματα της παρεμβάσεως με τα οποία ζητείται από το Δικαστήριο να κηρύξει ανυπόστατη ή να ακυρώσει την απόφαση «πολυπροπυλένιο» ως προς όλους τους αποδέκτες

της ή τουλάχιστον έναντι της DSM, ανεξαρτήτως του αν οι αποδέκτες της ως άνω αποφάσεως της Επιτροπής άσκησαν ή όχι αναίρεση κατά της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που τους αφορούσε ή αν η αίτησή τους αναιρέσεως απορρίφθηκε, και να απορρίψει τα λοιπά αιτήματα της παρεμβάσεως ως αβάσιμα·

—    εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την DSM στα έξοδα της παρεμβάσεώς της.

70.
    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως, η Monte επικαλείται πέντε λόγους περί παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, κατά τη έννοια του άρθρου 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, αφορώντες, πρώτον, την παράλειψη αυτεπάγγελτης έρευνας του υποστατού της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο»· δεύτερον, παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης· τρίτον, την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών· τέταρτον, παράβαση των κανόνων περί παραγραφής και, πέμπτον και επικουρικώς, την επιμέτρηση του προστίμου.

71.
    Κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής και ελλείψει αντιρρήσεων από πλευράς της Monte, η διαδικασία ανεστάλη, με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 27ης Ιουλίου 1992, μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1994 προς εξέταση των συνεπειών της αποφάσεως της 15ης Ιουνίου 1994, C-137/92 Ρ, Επιτροπή κατά BASF κ.λπ. (Συλλογή 1994, σ. Ι-2555, στο εξής: απόφαση PVC του Δικαστηρίου), που εκδόθηκε κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως PVC του Πρωτοδικείου.

Επί του παραδεκτού της παρεμβάσεως

72.
    Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση παρεμβάσεως της DSM πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, η DSM εξέθεσε ότι, ως παρεμβαίνουσα, είχε συμφέρον να εξαφανισθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη Monte. Κατά την Επιτροπή, η εξαφάνιση δεν μπορεί να ωφελεί όλους τους αποδέκτες μιας αποφάσεως αλλά μόνον όσους άσκησαν αναίρεση. Πρόκειται ακριβώς για μια από τις διαφορές μεταξύ της ακυρώσεως μιας πράξεως και του ανυποστάτου της. Η μη αποδοχή της εν λόγω διακρίσεως σημαίνει ότι έτσι παύουν να έχουν δεσμευτική ισχύ οι προθεσμίες εντός των οποίων πρέπει να ασκούνται οι προσφυγές ακυρώσεως. Επομένως, η DSM δεν μπορεί να επικαλεσθεί ενδεχόμενηεξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, καθόσον παρέλειψε να αμφισβητήσει ενώπιον του Δικαστηρίου την απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T-8/89, DSM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1991, σ. ΙΙ-1833), η οποία την αφορούσε. Έτσι, με την παρέμβασή της η DSM επιχειρεί απλώς και μόνον να αποφύγει τις συνέπειες μιας αποκλειστικής προθεσμίας.

73.
    Η προαναφερθείσα διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1992, με την οποία επετράπη η παρέμβαση, εκδόθηκε σε χρόνο κατά τον οποίο το Δικαστήριο δεν είχε ακόμα αποφανθεί επί του ζητήματος της ακυρώσεως ή του ανυποστάτου με την απόφασή του PVC. Κατά την Επιτροπή, μετά την εν λόγω απόφαση του Δικαστηρίου, τα

προβαλλόμενα ελαττώματα, αν υποτεθεί ότι όντως υφίστανται, θα μπορούσαν μόνο να οδηγήσουν σε ακύρωση της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» και όχι σε διαπίστωση του ανυποστάτου της. Υπό τις συνθήκες αυτές, η DSM έπαυσε να έχει έννομο συμφέρον προς άσκηση παρεμβάσεως.

74.
    Εξ άλλου, η Επιτροπή αμφισβητεί ειδικότερα το παραδεκτό του αιτήματος της DSM, να περιλάβει η απόφαση του Δικαστηρίου διατάξεις κηρύσσουσες ανυπόστατη ή ακυρώνουσες την απόφαση «πολυπροπυλένιο» για όλους τους αποδέκτες της ή τουλάχιστον για τη DSM, ανεξαρτήτως του αν οι αποδέκτες αυτοί άσκησαν αναίρεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως που τους αφορούσε ή αν η σχετική αίτησή τους απορρίφθηκε. Το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο, καθόσον η DSM επιδιώκει να εισαγάγει στη διαφορά ένα ζήτημα που αφορά μόνον την ίδια, ενώ η παρεμβαίνουσα αποδέχεται υποχρεωτικά τη δίκη στο στάδιο στο οποίο ευρίσκεται. Δυνάμει του άρθρου 37, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, ο παρεμβαίνων διάδικος μπορεί μόνο να υποστηρίξει τα αιτήματα ενός των διαδίκων, χωρίς να υποβάλει δικά του. Το σημείο αυτό των αιτημάτων της DSM επιβεβαιώνει ότι αυτή επιδιώκει να χρησιμοποιήσει την παρέμβαση προς καταστρατήγηση της εκπνοής της προθεσμίας ασκήσεως αναιρέσεως κατά της προαναφερθείσας αποφάσεως DSM κατά Επιτροπής, η οποία την αφορά.

75.
    Όσον αφορά την ένσταση απαραδέκτου που προβάλλεται κατά της παρεμβάσεως στο σύνολό της, πρέπει να σημειωθεί, εκ προοιμίου, ότι η διάταξη της 30ής Σεπτεμβρίου 1992, με την οποία το Δικαστήριο επέτρεψε στην DSM να παρέμβει υπέρ της Monte, δεν εμποδίζει τη νέα εξέταση του παραδεκτού της παρεμβάσεως (βλ., συναφώς, την απόφαση της 29ης Οκτωβρίου 1980, 138/79, Roquette Frères κατά Συμβουλίου, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 313).

76.
    Σ' αυτό το πλαίσιο, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το άρθρο 37, δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, σε διαφορά που υποβάλλεται στο Δικαστήριο έχει δικαίωμα να παρέμβει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στην επίλυση της διαφοράς αυτής. Δυνάμει του τετάρτου εδαφίου της ως άνω διατάξεως, το δικόγραφο της παρεμβάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο αντικείμενο από την υποστήριξη των αιτημάτων ενός των διαδίκων.

77.
    Όμως, τα αιτήματα τα οποία αναπτύσσει με την αίτηση αναιρέσεώς της η Monte αποσκοπούν ιδίως στην εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με την αιτιολογία ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να διαπιστώσει το ανυπόστατο της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο». Από τη σκέψη 49 της αποφάσεως PVC του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατ' εξαίρεση από το τεκμήριο νομιμότητας που ισχύει για τις πράξεις των κοινοτικών οργάνων, οι πράξεις που πάσχουν ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να είναι ανεκτή από την κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν παρήγαγαν κανένα έννομο αποτέλεσμα, έστω και προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται νομικώς ανύπαρκτες.

78.
    Αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή, το συμφέρον της DSM δεν εξέλιπε ύστερα από την απόφαση με την οποία το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση PVC του Πρωτοδικείου και έκρινε ότι τα ελαττώματα τα οποία αυτό διαπίστωσε δεν επέσυραν το ανυπόστατο της αποφάσεως της Επιτροπής η οποία εβάλλετο στις υποθέσεις PVC. Πράγματι, η απόφαση PVC του Δικαστηρίου δεν αφορούσε το ανυπόστατο της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» και, επομένως, δεν εξαφάνισε το συμφέρον της DSM να επιτύχει τη διαπίστωση του ανυποστάτου αυτού.

79.
    Ως προς την ένσταση της Επιτροπής κατά του αιτήματος της DSM να κηρύξει το Δικαστήριο ανυπόστατη ή να ακυρώσει την απόφαση «πολυπροπυλένιο» ως προς όλους τους αποδέκτες της ή τουλάχιστον έναντι της DSM, διαπιστώνεται ότι το αίτημα αυτό αφορά ειδικά την DSM και δεν συμπίπτει με τα αιτήματα της Monte. Επομένως, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 37, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, οπότε πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτο.

Επί των προβαλλομένων λόγων αναιρέσεως

80.
    Προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως η Monte διατείνεται, πρώτον, αναφερόμενη στις σκέψεις 389 έως 391 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καθόσον παρέλειψε να ερευνήσει το υποστατόν της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο», το Πρωτοδικείο προσέβαλε τις αρχές περί βάρους της αποδείξεως και παρέβη την υποχρέωσή του να προβεί αυτεπαγγέλτως στους αναγκαίους ελέγχους. Δεύτερον, αναφερόμενη στις σκέψεις 57 έως 202 και 203 έως 315 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Monte διατείνεται ότι, κατά τη διαπίστωση των υποβληθέντων στην κρίση του πραγματικών περιστατικών και τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης επί των πραγματικών αυτών περιστατικών, το Πρωτοδικείο παρέβη το εν λόγω άρθρο 85 της Συνθήκης. Τρίτον, σχετικά και πάλι με τις προαναφερθείσες σκέψεις 57 έως 202, η αναιρεσείουσα διατείνεται ότι, κατά τη διαπίστωση των υποβληθέντων στην κρίση του πραγματικών περιστατικών, το Πρωτοδικείο προσέβαλε τις αρχές περί αποδείξεως και εκτιμήσεως της ατομικής ευθύνης των μετεχόντων στην παράβαση. Τέταρτον, αναφερόμενη στις σκέψεις 236 και 237, καθώς και 328 έως 337 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Monte διατείνεται ότι το Πρωτοδικείο παρέβη τους ισχύοντες επί παραγραφής κανόνες. Πέμπτον και επικουρικώς, η Monte διατείνεται ότι, αρνούμενο να μειώσει το πρόστιμο που της είχε επιβληθεί, το Πρωτοδικείο παρέβη τους ισχύοντες επί επιμετρήσεως του προστίμου κανόνες.

Ως προς τη μη διαπίστωση του ανυποστάτου της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» ή τη μη ακύρωσή της λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου

81.
    Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι προσέβαλε τις αρχές περί βάρους της αποδείξεως, καθώς και την αρχή ότι ο δικαστής υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως το υποστατόν της προσβαλλομένης πράξεως και να παραμερίζει κάθε παράνομη πράξη. Η Monte τονίζει ότι, κατόπιν της ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεως PVC και των δηλώσεων του εκπροσώπου της Επιτροπής, που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο,

κατέστη σαφές ότι, κατά τον χρόνο της υπογραφής και, άρα, της εκδόσεως της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο», ορισμένα κείμενα εστερούντο υλικής υποστάσεως και ότι, μεταξύ των κειμένων που ήσαν έτοιμα κατά τον χρόνο της υπογραφής και εκείνων που κοινοποιήθηκαν, υπήρχαν ενίοτε σημαντικές διαφορές, οφειλόμενες σε επεμβάσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής μετά την έκδοση της πράξεως. Τέτοιου είδους ενέργειες είναι ακόμη βαρύτερες, όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, περί αποφάσεως επιβολής προστίμου.

82.
    Περαιτέρω, εν προκειμένω, η Monte έχει κάθε λόγο να πιστεύει ότι η απόφαση «πολυπροπυλένιο» δεν εκδόθηκε στις 26 Απριλίου 1986 με τη μορφή του ιταλικού της κειμένου. Το ελάττωμα αυτό επισύρει το ανυπόστατον της εν λόγω αποφάσεως, στοιχείο το οποίο το Πρωτοδικείο όφειλε να ερευνήσει αυτεπαγέλτως, σύμφωνα με αρχή καλώς εδραιωμένη στις έννομες τάξεις των κρατών μελών. Προς το ανυπόστατον εξομοιούνται όλες οι βαρύτερες μορφές ακυρότητας, που παράγουν αποτελέσματα ex tunc και είναι απαράγραπτες.

83.
    Η Monte υποστηρίζει ότι η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε την ομοιότητα των δύο περιπτώσεων, PVC και πολυπροπυλενίου, όταν ζήτησε την αναστολή της παρούσας υποθέσεως έως ότου εκδοθεί η απόφαση PVC του Δικαστηρίου. Όταν η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι τα ελαττώματα που, σύμφωνα με τις αρχές που διατυπώνονται στην απόφαση αυτή, επισύρουν την ακυρότητα και όχι το ανυπόστατον της αποφάσεως έπρεπε να είχαν προβληθεί με την προσφυγή πρωτοβαθμίως, ξεχνά ότι, στην απόφαση PVC, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής χωρίς να έχει διατυπωθεί για το ελάττωμα αυτό ειδική αιτίαση. Έστω, όμως, και αν επρόκειτο για ανυπόστατον και όχι για ακυρότητα, το Δικαστήριο, στην απόφασή του PVC, έκρινε ότι αυτό ουδόλως μετέβαλλε την εξουσία του να προβεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

84.
    Το ανυπόστατον δεν συνιστά ανεξάρτητη κατηγορία ελαττωμάτων της διοικητικής πράξεως, αλλ' απλώς ιδιαίτερο είδος εντός της κατηγορίας της ακυρότητας. Οι πράξεις που πάσχουν πολύ σημαντικά ελαττώματα μπορούν να θεωρηθούν ανυπόστατες μόνον εντός πολύ στενών περιθωρίων και σε ακραίες περιπτώσεις (βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Trabucchi, τις οποίες ακολούθησε η απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1974, 15/73 έως 33/73, 52/73, 53/73, 57/73 έως 109/73, 116/73, 117/73, 123/73, 132/73 και 135/73 έως 137/73, Kortner κ.λπ. κατά Συμβουλίου κ.λπ., Συλλογή τόμος 1974, σ. 107). Εν προκειμένω, δεν χρειαζόταν επίκληση της αυτεπάγγελτης διαπιστώσεως του ελαττώματος της ακυρότητας, διότι έγινε επίκληση του ελαττώματος αυτού στο δικόγραφο της αναιρέσεως, έστω και υπό τον τίτλο του ανυποστάτου.

85.
    Εν προκειμένω, όπως και στις υποθέσεις PVC, υπάρχουν δύο σοβαρές ενδείξεις περί του ότι το ιταλικό κείμενο της αποφάσεως συνετάχθη μετά την έκδοση της αποφάσεως και ότι η απόφαση τροποποιήθηκε πριν κοινοποιηθεί στη Monte. Το Πρωτοδικείο, επομένως, όφειλε — όπως οφείλει σήμερα το Δικαστήριο — να ζητήσει από την Επιτροπή να προσκομίσει το πρωτότυπο της αποφάσεώς της.

86.
    Η DSM εκθέτει ότι υπήρξαν νέες εξελίξεις σε άλλες εκκρεμείς ενώπιον του Πρωτοδικείου υποθέσεις. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι στην Επιτροπή εναπόκειται να αποδεικνύει ότι ακολούθησε τους βασικούς διαδικαστικούς κανόνες τους οποίους έχει θέσει η ίδια και ότι, προς διευκρίνιση του ζητήματος αυτού, το Πρωτοδικείο οφείλει, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος διαδίκου, να διατάσσει τη διεξαγωγή αποδείξεων προς εξέταση των κρίσιμων αποδεικτικών εγγράφων. Στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 29ης Ιουνίου 1995, Τ-30/91, Solvay κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1775), και Τ-36/91, ICI κατά Επιτροπής (Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-1847) (στο εξής: υποθέσεις ανθρακικού νατρίου), η Επιτροπή ισχυρίσθηκε ότι το συμπληρωματικό υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε η ICI στις υποθέσεις αυτές μετά την έκδοση της αποφάσεως PVC του Πρωτοδικείου, δεν περιείχε κανένα αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής παράβαση του εσωτερικού της κανονισμού και ότι η αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων που υπέβαλε η ICI αποτελούσε νέο ισχυρισμό. Παρ' όλα αυτά, το Πρωτοδικείο απηύθυνε στην Επιτροπή και την ICI ερωτήσεις όσον αφορά τις συνέπειες που θα έπρεπε να αντληθούν από την απόφαση PVC του Δικαστηρίου, ερωτώντας μάλιστα την Επιτροπή αν, εν όψει της σκέψεως 32 της αποφάσεως PVC του Δικαστηρίου, ήταν σε θέση να προσκομίσει αποσπάσματα των πρακτικών και το κεκυρωμένο κείμενο των αμφισβητούμενων αποφάσεων. Κατόπιν άλλων διαδικαστικών εξελίξεων, η Επιτροπή δέχθηκε τελικά ότι τα προσκομισθέντα έγγραφα που εφέροντο ως κεκυρωμένα κυρώθηκαν μόνο μετά το αίτημα του Πρωτοδικείου περί προσκομίσεώς τους.

87.
    Κατά την DSM, στις λεγόμενες υποθέσεις «πολυαιθυλένιο χαμηλής πυκνότητας» (απόφαση της 6ης Απριλίου 1995, T-80/89, Τ-81/89, Τ-83/89, Τ-87/89, Τ-88/89, Τ-90/89, Τ-93/89, Τ-95/89, Τ-97/89, Τ-99/89, Τ-100/89, Τ-101/89, Τ-103/89, Τ-105/89, Τ-107/89 και Τ-112/89, BASF κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. ΙΙ-729), το Πρωτοδικείο υποχρέωσε επίσης την Επιτροπή να προσκομίσει βεβαιωμένο γνήσιο αντίγραφο της βαλλομένης αποφάσεως. Η Επιτροπή δέχθηκε ότι το σχετικό κείμενο δεν είχε κυρωθεί κατά τη διάρκεια της αφορώσας την έκδοση της ως άνω αποφάσεως συνεδριάσεως του σώματος των επιτρόπων. Η DSM διατείνεται, επομένως, ότι η διαδικασία κυρώσεως των πράξεων της Επιτροπής πρέπει να κινήθηκε μετά τον Μάρτιο του 1992. Εξ αυτού συνάγει ότι και η απόφαση «πολυπροπυλένιο» πρέπει να πάσχει το ίδιο ελάττωμα της ελλείψεως κυρώσεως.

88.
    Η DSM προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο ακολούθησε συλλογιστική ανάλογη με εκείνη των υποθέσεων πολυπροπυλενίου στις αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1994, Τ-34/92, Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-905, σκέψεις 24 έως 27), και Τ-35/92, Deere κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-957, σκέψεις 28 έως 31), όταν απέρριψε τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών με την αιτιολογία ότι αυτές δεν είχαν προσκομίσει την παραμικρή ένδειξη δυνάμενη να κλονίσει το τεκμήριο νομιμότητας που ίσχυε υπέρ της αποφάσεως κατά της οποίας έβαλλαν. Με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουλίου 1994, Τ-43/92, Dunlop Slazenger κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. ΙΙ-441), η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας απορρίφθηκε με την

αιτιολογία ότι η σχετική απόφαση είχε εκδοθεί και κοινοποιηθεί σύμφωνα με τον εσωτερικό κανονισμό της Επιτροπής. Σε καμμία από τις υποθέσεις αυτές το Πρωτοδικείο δεν απέρριψε την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών περί παρατύπου της εκδόσεως της προσβαλλόμενης πράξεως λόγω μη τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων.

89.
    Τις μοναδικές εξαιρέσεις αποτελούν οι διατάξεις της 26ης Μαρτίου 1992, Τ-4/89 Rév., BASF κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-1591), και της 4ης Νοεμβρίου 1992, Τ-8/89 Rév., DSM κατά Επιτροπής (Συλλογή 1992, σ. II-2399)· και σ' εκείνες όμως τις υποθέσεις, οι προσφεύγουσες δεν επικαλέσθηκαν την απόφαση PVC του Πρωτοδικείου ως νέο γεγονός, αλλά άλλα πραγματικά περιστατικά. Με την απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, C-195/91 P, Bayer κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-5619), το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ότι η Επιτροπή είχε παραβεί τον κανονισμό διαδικασίας της, διότι δεν είχε προβληθεί νομοτύπως ενώπιον του Πρωτοδικείου. Αντιθέτως, στη διαδικασία του πολυπροπυλενίου, ο ίδιος ισχυρισμός προβλήθηκε ενώπιον του Πρωτοδικείου και απορρίφθηκε ελλείψει επαρκών ενδείξεων.

90.
    Η DSM θεωρεί ότι η άμυνα της Επιτροπής στην παρούσα υπόθεση στηρίζεται σε διαδικαστικούς ισχυρισμούς που δεν ασκούν επιρροή, αν ληφθεί υπόψη το περιεχόμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η οποία αφορά κατά βάση το ζήτημα του βάρους αποδείξεως. Κατά την DSM, αν, στις υποθέσεις πολυπροπυλενίου, η Επιτροπή δεν προσκομίζει η ίδια αποδεικτικά στοιχεία περί του νομοτύπου των διαδικασιών που ακολούθησε, είναι διότι δεν είναι σε θέση να αποδείξει ότι τήρησε τον εσωτερικό της κανονισμό.

91.
    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατόπιν της αποφάσεως PVC του Δικαστηρίου, η κριτική την οποία ασκεί η Monte έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα. Και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι το ανυπόστατον πρέπει να διαπιστώνεται αυτεπαγγέλτως, από την εν λόγω απόφαση προκύπτει ότι η Monte μπορούσε να επικαλεστεί τα φερόμενα διαδικαστικά ελαττώματα μόνο για να ζητήσει την ακύρωση τηςαποφάσεως «πολυπροπυλένιο». Οι λόγοι ακυρώσεως, όμως, πρέπει να προβάλλονται στο δικόγραφο της προσφυγής, πράγμα που δεν έγινε.

92.
    Η Επιτροπή τονίζει ότι, και αν ακόμη γινόταν δεκτό ότι το αίτημα κηρύξεως ανυποστάτου περιέχει το της ακυρότητας, η κριτική την οποία αναπτύσσει με το δικόγραφο της αναιρέσεως η Monte, ότι το Πρωτοδικείο όφειλε να ενεργήσει αυτεπαγγέλτως, αφορά την περίπτωση του ανυποστάτου και όχι την της ακυρότητας. Προσθέτει ότι από τη διαδικασία στις υποθέσεις του πολυπροπυλενίου δεν ανέκυψαν πραγματικά στοιχεία ανάλογα με εκείνα που ανέκυψαν στις υποθέσεις PVC.

93.
    Όσον αφορά τα επιχειρήματα της DSM, η Επιτροπή εκθέτει ότι περιλαμβάνουν ανεπανόρθωτο ελάττωμα, καθόσον δεν λαμβάνουν υπόψη τις διαφορές μεταξύ των

υποθέσεων PVC και της παρούσας υποθέσεως και στηρίζονται σε εσφαλμένη κατανόηση του περιεχομένου της αποφάσεως PVC του Δικαστηρίου.

94.
    Εξ άλλου, η Επιτροπή εμμένει στον ισχυρισμό της ότι, στις υποθέσεις ανθρακικού νατρίου, οι προσφεύγουσες δεν είχαν προσκομίσει επαρκείς ενδείξεις για να δικαιολογήσουν την εκ μέρους του Πρωτοδικείου αίτηση επιδείξεως εγγράφων από την Επιτροπή. Εν πάση περιπτώσει, τόσο στις ως άνω υποθέσεις όσο και στις υποθέσεις πολυαιθυλενίου χαμηλής πυκνότητας, τις οποίες επίσης επικαλείται η DSM, το Πρωτοδικείο αποφάνθηκε εν όψει των ιδιαιτέρων περιστάσεων της υποθέσεως της οποίας είχε επιληφθεί. Στη διαδικασία του πολυπροπυλενίου, ήταν δυνατή η επίκληση φερομένων ατελειών της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» ήδη από το 1986, ουδείς όμως το έπραξε.

95.
    Αν το Πρωτοδικείο, με τις προαναφερθείσες αποφάσεις Fiatagri και New Holland Ford κατά Επιτροπής και Deere κατά Επιτροπής, απέρριψε τους εμπροθέσμως προβληθέντες ισχυρισμούς των προσφευγουσών με την αιτιολογία ότι δεν συνοδεύονταν από αποδείξεις, η ίδια λύση επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο στην παρούσα υπόθεση, στην οποία οι ισχυρισμοί περί τυπικών πλημμελειών της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» προβλήθηκαν εκπροθέσμως και χωρίς αποδεικτικά στοιχεία.

96.
    Όσον αφορά, πρώτον, τις προϋποθέσεις που δύνανται να καταστήσουν μία πράξη ανυπόστατη, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 48 έως 50 της αποφάσεως PVC του Δικαστηρίου, ισχύει, κατ' αρχήν, υπέρ των πράξεων των κοινοτικών οργάνων τεκμήριο νομιμότητας, οπότε αυτές παράγουν έννομα αποτελέσματα έστω και αν πάσχουν πλημμέλειες, εφόσον δεν έχουν ακυρωθεί ή ανακληθεί.

97.
    Κατ' εξαίρεσιν όμως από την αρχή αυτή, πράξεις πάσχουσες ελάττωμα του οποίου η σοβαρότητα είναι τόσο πρόδηλη, ώστε να μη μπορεί να γίνεται ανεκτή από την κοινοτική έννομη τάξη, πρέπει να θεωρούνται ότι δεν έχουν παραγάγει κανένα έννομο αποτέλεσμα, ούτε καν προσωρινό, δηλαδή να θεωρούνται νομικώς ανύπαρκτες. Η εξαίρεση αυτή αποβλέπει στη διατήρηση της ισορροπίας μεταξύ των δύο θεμελιωδών, αλλά ενίοτε ανταγωνιστικών μεταξύ τους, επιταγών, τις οποίες πρέπει να τηρεί μια έννομη τάξη, δηλαδή της σταθερότητας των εννόμων σχέσεων και της τηρήσεως της νομιμότητας.

98.
    Η σοβαρότητα των συνεπειών που συναρτώνται προς την αναγνώριση του ανυποστάτου πράξεως των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας επιτάσσει, για λόγους ασφάλειας δικαίου, να επιφυλάσσεται η αναγνώριση αυτή σε εντελώς ακραίες περιπτώσεις.

99.
    Όμως, όπως συνέβη και στις υποθέσεις PVC, θεωρούμενες μεμονωμένα ή και στο σύνολό τους, οι προβαλλόμενες από τη Monte πλημμέλειες, που αφορούν τη διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο», δεν είναι τόσο

προδήλως σοβαρές ώστε η εν λόγω απόφαση να πρέπει να θεωρηθεί νομικώς ανύπαρκτη.

100.
    Συνεπώς, όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μια πράξη μπορεί να καταστεί ανυπόστατη, το Πρωτοδικείο δεν παρέβη το κοινοτικό δίκαιο.

101.
    Όσον αφορά, δεύτερον, την άρνηση του Πρωτοδικείου να διαπιστώσει ελαττώματα αναφερόμενα στην έκδοση και κοινοποίηση της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» και δυνάμενα να επισύρουν την ακύρωσή της, αρκεί να διαπιστωθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός προβλήθηκε για πρώτη φορά με την αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων. Κατά συνέπεια, το αν το Πρωτοδικείο υπεχρεούτο να εξετάσει το αίτημα αυτό συγχέεται με το αν όφειλε και να το κρίνει βάσιμο.

102.
    Συναφώς, κατά το μέτρο που το αίτημα αυτό αφορά τη διεξαγωγή αποδείξεων, από τη νομολογία του Δικαστηρίου (βλ. ιδίως αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 1971, 77/70, Prelle κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 873, σκέψη 7, και της 15ης Δεκεμβρίου 1995, C-415/93, Bosman, Συλλογή 1995, σ. I-4921, σκέψη 53) προκύπτει ότι, όταν προβάλλεται μετά το πέρας της προφορικής διαδικασίας, μπορεί να γίνει δεκτό μόνον εφόσον αφορά πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή στην επίλυση της διαφοράς και τα οποία ο ενδιαφερόμενος δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

103.
    Η ίδια λύση επιβάλλεται όσον αφορά το αίτημα της επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας. Ασφαλώς, το Πρωτοδικείο διαθέτει στον τομέα αυτό διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 62 του Κανονισμού Διαδικασίας του. Ωστόσο, το Πρωτοδικείο δεν υποχρεούται να δέχεται ένα τέτοιο αίτημα, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος στηρίζεται σε πραγματικά περιστατικά δυνάμενα να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή, τα οποία δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί πριν από το πέρας της προφορικής διαδικασίας.

104.
    Εν προκειμένω, το υποβληθέν ενώπιον του Πρωτοδικείου αίτημα επαναλήψεως της προφορικής διαδικασίας και διεξαγωγής αποδείξεων βασιζόταν σε δηλώσεις στις οποίες προέβησαν εκπρόσωποι της Επιτροπής κατά τη διάρκεια συνεντεύξεως Τύπου που δόθηκε μετά τη δημοσίευση της αποφάσεως PVC του Πρωτοδικείου.

105.
    Συναφώς, διαπιστώνεται αφενός μεν ότι ενδείξεις γενικού χαρακτήρα που αφορούν υποτιθέμενη πρακτική της Επιτροπής απορρέουσα από δικαστική απόφαση εκδοθείσα σε άλλες υποθέσεις ή από δηλώσεις γενόμενες επ' ευκαιρία άλλων διαδικασιών δεν μπορούσαν να θεωρηθούν, αυτές καθαυτές, ως αποφασιστικής σημασίας για την επίλυση διαφοράς της οποίας είχε επιληφθεί το Πρωτοδικείο.

106.
    Αφετέρου δε παρατηρείται ότι η αναιρεσείουσα ήταν σε θέση να παράσχει στο Πρωτοδικείο, ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής της, ορισμένα τουλάχιστον στοιχεία πιστοποιούντα τη χρησιμότητα των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας ή των αποδείξεων για τις ανάγκες της δίκης, προς απόδειξη του ότι η απόφαση «πολυπροπυλένιο» είχε εκδοθεί κατά παράβαση του ισχύοντος γλωσσικού καθεστώτος ή τροποποιηθεί μετά την έκδοσή της από το σώμα των μελών της Επιτροπής, ή ακόμη του ότι έλλειπαν τα πρωτότυπα, όπως έπραξαν ορισμένες από τις αναιρεσείουσες στις υποθέσεις PVC (βλ. συναφώς απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C-185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψεις 93 και 94).

107.
    Πρέπει να προστεθεί ότι το Πρωτοδικείο δεν ήταν υποχρεωμένο να διατάξει την επανάληψη της προφορικής διαδικασίας, διότι ήταν, όπως λέγεται, υποχρεωμένο να εξετάσει αυτεπαγγέλτως λόγους απτομένους του νομοτύπου της διαδικασίας εκδόσεως της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο». Πράγματι, τέτοια υποχρέωση αυτεπάγγελτης εξετάσεως λόγων δημοσίας τάξεως μπορεί ενδεχομένως να υφίσταται μόνο σε συνάρτηση προς πραγματικά στοιχεία που έχουν περιληφθεί στη δικογραφία.

108.
    Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο αρνούμενο να επαναλάβει την προφορική διαδικασία και να διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας και αποδείξεις.

109.
    Τρίτον και τελευταίον, καθ' όσον η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων προς εξακρίβωση των συνθηκών υπό τις οποίες η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση «πολυπροπυλένιο», αρκεί να σημειωθεί ότι τα μέτρα αυτά εκφεύγουν του πλαισίου της αναιρετικής διαδικασίας, η οποία περιορίζεται μόνο σε νομικά ζητήματα.

110.
    Πράγματι, αφενός μεν η διεξαγωγή αποδείξεων θα οδηγούσε κατ' ανάγκην το Δικαστήριο ν' αποφανθεί επί πραγματικών ζητημάτων και θα μετέβαλλε το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας επελήφθη το Πρωτοδικείο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

111.
    Αφετέρου δε η αίτηση αναιρέσεως αφορά μόνον την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, το δε Δικαστήριο θα μπορούσε να αποφανθεί το ίδιο επί της διαφοράς μόνο σε περίπτωση εξαφανίσεως της αποφάσεως αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 54, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου. Επομένως, εφόσον η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν εξαφανίζεται, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να εξετάσει ενδεχόμενες πλημμέλειες της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο».

112.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί.

Ως προς την παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης

113.
    Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παρέβη το άρθρο 85 της Συνθήκης, τόσο κατά το γράμμα της όσο και σε σχέση προς την ερμηνεία που του έχουν δώσει η Επιτροπή και το Δικαστήριο.

Οι στρεβλώσεις του ανταγωνισμού

114.
    Με το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte ισχυρίζεται ότι το Πρωτοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη τις στρεβλώσεις τις οποίες προκάλεσαν στον ανταγωνισμό ξένα προς τις επιχειρήσεις στοιχεία και ιδίως η οικονομική συγκυρία. Ήδη με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Monte ισχυρίστηκε ότι, περί τα τέλη της δεκαετίας του '70, η αγορά χαρακτηριζόταν από πλεόνασμα παραγωγικού δυναμικού, το οποίο επεδείνωσε ο τριπλασιασμός της τιμής του πετρελαίου από το καρτέλ του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Χωρών (στο εξής: ΟΠΕΚ), στον οποίο η Επιτροπή ουδέποτε επιχείρησε να εναντιωθεί. Οι σοβαρές στρεβλώσεις της αγοράς του πολυπροπυλενίου δεν οφείλονταν στις συναντήσεις παραγωγών, αλλά στις τιμές τις οποίες επέβαλλε ο ΟΠΕΚ, προήρχοντο δηλαδή από στοιχεία ξένα προς τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Η Monte αναφέρεται σχετικώς στην προαναφερθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής και στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Mayras στην ίδια υπόθεση.

115.
    Αντίθετα απ' ό,τι ισχυρίζεται η Επιτροπή, η αρχή που διατυπώνεται στην προαναφερθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν ξεπεράστηκε από τη μεταγενέστερη νομολογία και ιδίως από τις αποφάσεις Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, προαναφερθείσα, ή της 10ης Δεκεμβρίου 1985, 240/82 έως 242/82, 261/82, 262/82, 268/82 και 269/82, Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 1985, σ. 3831).

116.
    Ενώπιον της υποχρεώσεώς του να εκτιμήσει την οικονομική συγκυρία, το Πρωτοδικείο περιόρισε την εκτίμησή του αυτή μόνο στην περίσταση — που μνημονεύεται στη σκέψη 257 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως — ότι όλοι οι παρασκευαστές πολυπροπυλενίου παρήγαν με ζημία, παραγνωρίζοντας τους λόγους, τη σημασία και τη διάρκεια της αντίξοης αυτής περιόδου, που οφειλόταν στους προαναφερθέντες παράγοντες. Εξ άλλου, το Πρωτοδικείο ουδόλως έλαβε υπόψη την ύπαρξη ρητών οδηγιών, τις οποίες είχε δώσει η Ιταλική Κυβέρνηση, να διατηρείται επαφή μεταξύ ιταλικών επιχειρήσεων και μεταξύ αυτών και των πολυεθνικών, ούτε την υπέρτερη δικαιοπρακτική ισχύ των χρηστών πολυπροπυλενίου, ούτε τη νομική και ηθική υποχρέωση των οικείων επιχειρήσεων να μειώσουν τις ζημίες.

117.
    Ενώπιον αυτού του συνόλου περιστάσεων, καθεμιά από τις οποίες θα μπορούσε να δικαιολογήσει εντελώς διαφορετική ερμηνεία της συμπεριφοράς της Monte, το Πρωτοδικείο περιορίστηκε στο ν' αναφέρει, στη σκέψη 264, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό. Η Monte

όμως ισχυρίζεται ότι καμμία συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική δεν διαπιστώθηκε ποτέ, αλλ' η Επιτροπή μπόρεσε απλώς ν' αποδείξει την ύπαρξη συναντήσεων. Επομένως, αν το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων τα οποία υπέθετε αληθή η Επιτροπή, το έπραξε αγνοώντας όλες τις πραγματικές περιστάσεις. Ενεργώντας κατ' αυτόν τον τρόπο, προσέβαλε την αρχή την οποία έχει επιβεβαιώσει το Δικαστήριο με την απόφαση της 2ης Μαρτίου 1994, C-53/92, Hilti κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-667), κατά την οποία, όταν η συλλογιστική της Επιτροπής στηρίζεται σε υπόθεση, αρκεί στον προσφεύγοντα, ο οποίος αποκρούει την ύπαρξη παραβάσεως, ν' αποδείξει περιστατικά που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και που μπορούν έτσι να δικαιολογήσουν διαφορετική εξήγηση των πραγματικών περιστατικών από εκείνη την οποία έχει δεχθεί η Επιτροπή.

118.
    Η Επιτροπή αποκρίνεται ότι καμμία διάταξη ή γενική αρχή δεν επιτρέπει στις επιχειρήσεις να παραβαίνουν το άρθρο 85 της Συνθήκης απο αντίδραση στην αντίθετη προς τον ανταγωνισμό δραστηριότητα τρίτων. Κατά την προαναφερθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της ρυθμίσεως κράτους μέλους, ενώ η δραστηριότητα του ΟΠΕΚ δεν αποτελεί αντικείμενο τέτοιας ρυθμίσεως. Η εν λόγω απόφαση έχει ξεπεραστεί άλλωστε, στο σημείο αυτό, από τις προαναφερθείσες αποφάσεις Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής και Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, με τις οποίες το Δικαστήριο εξέτασε αν η εθνική ρύθμιση απέκλειε στην πράξη κάθε δυνατότητα ανταγωνισμού. Η ανατίμηση, όμως, του πετρελαίου δεν απέκλεισε αφ' εαυτής τον ανταγωνισμό μεταξύ παραγωγών πολυπροπυλενίου, ο οποίος αντιθέτως μειώθηκε λόγω των συμπράξεων τις οποίες διαπίστωσαν η Επιτροπή και το Πρωτοδικείο. Εν πάση περιπτώσει, οι παραινέσεις της ιταλικής διοικήσεως και η δυσχέρεια επιτεύξεως στην πράξη των επιδιωκομένων από τη σύμπραξη τιμών δεν δικαιολογούν παράβαση του άρθρου 85 της Συνθήκης.

119.
    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει των άρθρων 168 Α της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρου 225 ΕΚ) και 51, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως μπορεί να στηρίζεται μόνο σε λόγους σχετικούς με την παράβαση κανόνων δικαίου, ενώ αποκλείεται οποιαδήποτε εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Η εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζονται ενώπιόν του δεν αποτελεί νομικό ζήτημα υποκείμενο, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Δικαστηρίου, με την επιφύλαξη της περιπτώσεως αλλοιώσεως των στοιχείων αυτών (βλ., μεταξύ άλλων, προαναφερθείσα απόφαση Hilti κατά Επιτροπής, σκέψεις 10 και 42).

120.
    Επομένως, η αιτίαση αυτή, καθ' όσον στρέφεται κατά της εκτιμήσεως στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο επί των αποδεικτικών στοιχείων που του υπεβλήθησαν, δεν μπορεί να εξετασθεί κατ' αναίρεση.

121.
    Δεύτερον, καθ' όσον η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι δεν έλαβε υπόψη την οικονομική συγκυρία κατά την εκτίμηση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως, έχει σημασία να επισημανθεί ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Επιτροπή είχε

αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι οι διαπιστωθείσες συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές είχαν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, δικαιολογημένα έκρινε ότι δεν ήταν αναγκαίο να εξετάσει αν αυτές οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές παρήγαγαν αποτελέσματα επί των συνθηκών ανταγωνισμού.

122.
    Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, κατά την εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, η εξέταση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων συμφωνίας παρέλκει, άπαξ προκύπτει ότι αυτή αποσκοπεί στον περιορισμό, την κατάργηση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού (απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, 56/64 και 58/64, Consten και Grundig κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 365· βλ. επίσης, στην ίδια κατεύθυνση, αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 1990, C-277/87, Sandoz prodotti farmaceutici κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. Ι-45, και της 17ης Ιουλίου 1997, C-219/95 P, Ferriere Nord κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I-4411, σκέψεις 14 και 15).

123.
    Ομοίως, μια εναρμονισμένη πρακτική εμπίπτει στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, έστω και αν δεν σημειώνονται στην αγορά αποτελέσματα πλήττοντα τον ανταγωνισμό.

124.
    Κατά αρχάς, από το ίδιο το γράμμα της διατάξεως αυτής προκύπτει ότι, όπως οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων και οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων, έτσι και οι εναρμονισμένες πρακτικές απαγορεύονται, ασχέτως αποτελέσματος, άπαξ έχουν αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο.

125.
    Ακολούθως, ναι μεν η ίδια η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής προϋποθέτει συμπεριφορά των μετεχουσών επιχειρήσεων στην αγορά, δεν συνεπάγεται όμως κατ' ανάγκην ότι η συμπεριφορά αυτή επιφέρει συγκεκριμένα το αποτέλεσμα να περιορίζει, καταργεί ή νοθεύει τον ανταγωνισμό.

126.
    Τέλος, η ερμηνεία που έγινε δεκτή δεν είναι ασύμβατη με την απαγόρευση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 29ης Φεβρουαρίου 1968, 24/67, Parke Davis, Συλλογή τόμος 1965-1968, σ. 687), άπαξ, χωρίς να επεκτείνει το πεδίο εφαρμογής της, συμπίπτει με την έννοια του γράμματος της εν λόγω διατάξεως.

127.
    Τρίτον, καθ' όσον η κριτική της Monte πειράται ν' αποδείξει ότι, λόγω παραγόντων ξένων προς τη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, οι αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές που αποτελούν αντικείμενο της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» δεν μπορούσαν να έχουν αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο, επισημαίνεται ότι οι ισχυρισμοί της Monte, και αν ακόμη υποτεθούν βάσιμοι, δεν είναι ικανοί ν' αποδείξουν ότι η οικονομική συγκυρία απέκλειε κάθε δυνατότητα αποτελεσματικού ανταγωνισμού (βλ. σχετικώς προαναφερθείσες αποφάσεις Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής,

σκέψη 153, και Stichting Sigarettenindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 24 έως 29).

128.
    Τέταρτον, κατά το μέτρο που η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι παραγνώρισε τις παραινέσεις που της είχε απευθύνει η Ιταλική Κυβέρνηση, χωρίς να είναι αναγκαίο να ερευνηθεί αν μια ακαταμάχητη πίεση που ασκείται από τις αρχές κράτους μέλους είναι ικανή να άρει την ευθύνη επιχειρήσεως λόγω παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, αρκεί να σημειωθεί ότι η Monte δεν ισχυρίστηκε καν ότι υπέστη τέτοια πίεση και ότι εξαναγκάστηκε, επομένως, να μετάσχει σε σύμπραξη με τους άλλους παραγωγούς πολυπροπυλενίου. Το επιχείρημα αυτό, επομένως, δεν αποκλείει την ευθύνη της Monte για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης.

129.
    Επομένως, το πρώτο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει ν' απορριφθεί.

Ο «rule of reason»

130.
    Με το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte διατείνεται ότι, στην σκέψη 265 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κακώς απέκρουσε την εφαρμογή του «rule of reason», με τη μοναδική αιτιολογία ότι η παράβαση ήταν κατάφωρη. Η νομική βιβλιογραφία και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν επικρίνει τη στάση της Επιτροπής, η οποία αντιλαμβάνεται την προστασία του ανταγωνισμού κατά τρόπο καθαρώς τυπικό, χωρίς να φωτίζεται από το πνεύμα που διαπνέει τις κοινοτικές διατάξεις. Συναφώς, το Δικαστήριο ανέκαθεν υποστήριξε ότι καμμία προστασία του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εφαρμοστεί χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το οικονομικό και κανονιστικό πλαίσιο, καθώς και τα αποτελέσματα των φερομένων παραβάσεων.

131.
    Κατά τη Monte, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο «rule of reason» προσιδιάζει στην έννομη τάξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και φαίνεται να περιορίζει την αρχή αυτή στην υποχρέωση του δικαστή να προβαίνει σε ανάλυση προκειμένου να εκτιμά μήπως τυχόν τα προκύπτοντα υπέρ του ανταγωνισμού πλεονεκτήματα υπερτερούν των ζημιών. Κατά τη Monte, αφενός μεν δεν γίνεται αντιληπτό γιατί, για να εφαρμοστεί ο νόμος ορθολογικά και όχι ασυλλόγιστα, πρέπει να προσφύγει κανείς σε μια αρχή του βορειοαμερικανικού δικαίου. Αφετέρου δε πρέπει πρώτα ν' αναζητείται η ratio legis του εφαρμοστέου κανόνα, εν συνεχεία δε ν' αποδεικνύεται αν η συμπεριφορά αντιβαίνει ή όχι προς τον εν λόγω κανόνα. Προς τούτο, πρέπει απαραιτήτως να εκτιμάται το πλαίσιο εντός του οποίου η συμπεριφορά αυτή εκδηλώθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, αν υποτεθεί ότι οι συναντήσεις επεδίωκαν όντως αντιθέτους στον ανταγωνισμό σκοπούς, αυτό, που επ' ουδενί λόγω συνιστά διαπίστωση πραγματικών περιστατικών, στερείται οποιασδήποτε λογικής εξηγήσεως και αληθοφάνειας. Δεν είναι καν δυνατή η σύγκριση μεταξύ των ζημιών που προκλήθηκαν και των πλεονεκτημάτων που προέκυψαν για τον ανταγωνισμό, διότι μια πρόταση τιμής που πλησιάζει περισσότερο στο κόστος παραγωγής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως

πράξη πλήττουσα τον ανταγωνισμό, άπαξ ο αγοραστής είναι σε θέση ν' αποκρούσει την πρόταση αυτή, απειλώντας να επιλέξει έναν άλλον προμηθευτή.

132.
    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, στο επιχείρημα της Monte ότι, προς ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης, πρέπει να εφαρμόζεται ο «rule of reason», το Πρωτοδικείο απάντησε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι η σύμπραξη είχε αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής. Ορθώς το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι, αν υποτεθεί ότι η αρχή αυτή βρίσκει πεδίο εφαρμογής στο πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, η Επιτροπή δεν θα χρειαζόταν να αναλύσει την επίδραση στον ανταγωνισμό, διότι δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι μια σύμπραξη περί καθορισμού των τιμών, περιορισμού της παραγωγής και κατανομής των αγορών συνιστά παράβαση per se. Με άλλα λόγια, λόγω του άκρως επιβλαβούς για τον ανταγωνισμό χαρακτήρα μιας τέτοιας παραβάσεως, δεν υπάρχει λόγος να διερωτηθεί κανείς αν συντρέχουν θετικές περιστάσεις αντισταθμίζουσες τα αρνητικά αποτελέσματα. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή τονίζει ότι, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, έτσι και στην Ευρώπη, οι οριζόντες τιμολογιακές συμπράξεις απαγορεύονται, ακόμη και αν οι επιχειρήσεις παράγουν με ζημία. Διαφορετικά, οι συμπράξεις θα είχαν ανασχετική επίδραση στην αναγκαία αναδιάρθρωση της προσφοράς, που επέρχεται διά του αφανισμού των περιθωριακών επιχειρήσεων και της εδραιώσεως των πλέον αποδοτικών.

133.
    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, και αν ακόμη υποτεθεί ότι ο «rule of reason» έχει θέση στο πλαίσιο του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση ν' αποκλείει την εφαρμογή της διατάξεως αυτής στο πλαίσιο συμπράξεως στην οποία εμπλέκονται παραγωγοί που κατείχαν το σύνολο σχεδόν της κοινοτικής αγοράς και η οποία αφορά επιδιωκόμενες τιμές, τον περιορισμό της παραγωγής και την κατανομή της αγοράς. Επομένως, το Πρωτοδικείο, θεωρώντας ότι ο κατάφωρος χαρακτήρας της παραβάσεως εμπόδιζε ούτως ή άλλως την εφαρμογή του «rule of reason», δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιον.

134.
    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού πρέπει επίσης ν' απορριφθεί.

Το τεκμήριο περί παρανόμου των συναντήσεων μεταξύ παραγωγών

135.
    Με το τρίτο σκέλος αυτού του λόγου, η Monte διατείνεται ότι κακώς το Πρωτοδικείο έκρινε, στις σκέψεις 82 και 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι, για έναν επιχειρηματία, η συμμετοχή σε συναντήσεις μεταξύ μελών του ίδιου επαγγελματικού κλάδου συνιστά αφ' εαυτής αδίκημα. Δημιούργησε, κατ' αυτόν τον τρόπο, κατά παραγνώριση των δικαιωμάτων του συνέρχεσθαι, της ελευθερίας γνώμης, συζητήσεως και του συνεταιρίζεσθαι, αυθαίρετο τεκμήριο περί παρανόμου των συναντήσεων μεταξύ παραγωγών, οι οποίες ωστόσο ουδέποτε υπήρξαν μυστικές.

136.
    Κατά την Επιτροπή, με την αιτίαση αυτή, η Monte αντιλαμβάνεται την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένα και αντίθετα προς ό,τι προκύπτει από την ίδια απόφαση. Η αιτίαση αυτή είναι, επομένως, απαράδεκτη ή, τουλάχιστον, προδήλως αβάσιμη. Είναι σαφές ότι το Πρωτοδικείο συνδέει την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού όχι προς την απλή συμμετοχή σε συναντήσεις αλλά και και προς τον σκοπό αυτών, που ήταν ο καθορισμός επιδιωκομένων τιμών και επιδιωκομένου όγκου πωλήσεων.

137.
    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ελευθερία εκφράσεως και η ελευθερία του συνέρχεσθαι ειρηνικά και του συνεταιρίζεσθαι, που κατοχυρώνονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 10 και 11, αντιστοίχως, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών (στο εξής: Ευρωπαϊκή Σύμβαση), αποτελούν μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων που, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, επιβεβαιωθείσα εξ άλλου από το προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και από το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 6, παράγραφος 2, ΕΕ), προστατεύονται στο πλαίσιο της κοινοτικής έννομης τάξεως (βλ., σχετικώς, προαναφερθείσα απόφαση Bosman, σκέψη 79).

138.
    Ωστόσο, από τη σκέψη 91 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία αναφέρθηκε η Monte, προκύπτει ρητά ότι οι περιοδικές συναντήσεις παραγωγών πολυπροπυλενίου δεν κρίθηκαν αφ' εαυτών αντίθετες στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, αλλά καθ' όσον είχαν αντίθετο στον ανταγωνισμό αντικείμενο. Το αντικείμενο άλλωστε αυτό αποδείχθηκε από το Πρωτοδικείο βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που μνημονεύονται στις σκέψεις 83 έως 90 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και όχι βάσει τεκμηρίου.

139.
    Επομένως, ούτε το τρίτο σκέλος αυτού του λόγου μπορεί να γίνει δεκτό.

Το αυθαίρετο τεκμήριο περί υπάρξεως αιτιώδους συναφείας

140.
    Με το τέταρτο σκέλος αυτού του λόγου, κατά τη Monte, το Πρωτοδικείο αυθαιρέτως δέχτηκε, στις σκέψεις 132 έως 134 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το τεκμήριο ότι μεταξύ των δύο διαδοχικών γεγονότων υφίστατο αιτιώδης συνάφεια. Για να έχει νόημα η άποψη της Επιτροπής, θα έπρεπε οι συναντήσεις να προκαλούσαν διαφορετική συμπεριφορά των επιχειρήσεων από εκείνη που πιθανότατα θα είχαν χωρίς αυτές. Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπήρχε εναλλακτική λύση στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων, διότι όλοι οι παραγωγοί υφίσταντο βαρειές και σημαντικές οικονομικές ζημίες, τις οποίες ήσαν αναγκασμένες να μειώσουν. Η επικρινόμενη συμπεριφορά αντιστοιχεί, επομένως, προς επιτακτικό καθήκον των επιχειρήσεων, σε επίπεδο τόσο οικονομικό, όσο και νομικό και ηθικό. Όταν οι ναυαγοί κολυμβούν όλοι προς την ορατή στεριά, αυτό δεν είναι καρπός συμφωνίας, αλλά έκφραση του φυσικού ενστίκτου της επιβιώσεως. Οι κανόνες ανταγωνισμού επιδιώκουν την προστασία της ελευθερίας των επιχειρήσεων να πραγματοποιούν επιλογές, έναντι των εξωτερικών

αντιξοοτήτων και όχι έναντι επιταγών που απορρέουν από την ίδια τη λειτουργία της επιχειρήσεως, όπως, μεταξύ άλλων, η πραγματοποίηση κέρδους.

141.
    Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι, για τη Monte, οι συναντήσεις είχαν διαφορετικό αντικείμενο από τη δημιουργία αμοιβαίων υποχρεώσεων. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι πειράται να θέσει εκ νέου υπό συζήτηση τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών. Ούτως ή άλλως είναι αβάσιμος, διότι το Πρωτοδικείο έκρινε, όπως και η Επιτροπή, ότι σκοπός των συναντήσεων ήταν ο καθορισμός τιμών και μεριδίων αγοράς, στηρίζοντας το συμπέρασμά του σε έγγραφες αποδείξεις.

142.
    Παρατηρείται ότι, καθ' όσον η αιτίαση αυτή πειράται να θέσει εκ νέου υπό συζήτηση την περιεχόμενη στη σκέψη 133 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως κρίση του Πρωτοδικείου, ότι η οικονομική συγκυρία δεν εξηγεί την ομοιότητα που εμφάνιζαν μεταξύ τους οι οδηγίες καθορισμού τιμών που έδιναν οι διάφοροι παραγωγοί, ούτε την ομοιότητά τους προς τις επιδιωκόμενες τιμές που καθορίζονταν κατά τις συναντήσεις παραγωγών, αφορά την εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στο Πρωτοδικείο και δεν μπορεί να εξετασθεί από το Δικαστήριο στο πλαίσιο αναιρετικής διαδικασίας.

143.
    Κατά το μέτρο που η Monte επικρίνει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση διότι δεν έλαβε υπόψη μια κατάσταση ανάγκης, η οποία ανάγκαζε τις αποδέκτριες της αποφάσεως «πολυπροπυλένιο» επιχειρήσεις να υιοθετήσουν τη συμπεριφορά που τους προσήφθη, διαπιστώνεται ότι, ναι μεν δεν αποκλείεται η κατάσταση ανάγκης να επιτρέπει μια συμπεριφορά που, διαφορετικά, θα συνιστούσε παράβαση του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, κατάσταση ανάγκης όμως επ' ουδενί λόγω μπορεί να προκύπτει από την αξίωση και μόνον της αποφυγής οικονομικής ζημίας.

144.
    Συνεπώς, ούτε το τρίτο σκέλος αυτού του λόγου μπορεί να γίνει δεκτό.

Αιτιολογία δικαιολογούσα τη συμπεριφορά

145.
    Με το πέμπτο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte τονίζει, σε σχέση προς τις σκέψεις 232 και 233 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Πρωτοδικείο προσέβαλε την αρχή ότι, σε περίπτωση αμφιβολίας μεταξύ δύο πιθανών αιτιολογιών μιας συμπεριφοράς, πρέπει να γίνεται δεκτή εκείνη που τη δικαιολογεί. Αν μια παράλληλη συμπεριφορά μπορεί να επιδέχεται άλλη δικαιολογία πλην της εναρμονίσεως, ο δικαστής δεν μπορεί να δέχεται το τεκμήριο ότι προκαλείται από αντίθετη στον ανταγωνισμό συμφωνία και όχι από άλλο αίτιο. Η Monte αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1989, 395/87, Tournier (Συλλογή 1989, σ. 2521). Στην προκειμένη περίπτωση, φυσικό είναι οι πρωτοβουλίες των επιχειρήσεων να εκδηλώθηκαν σχεδόν ταυτόχρονα, σύμφωνα με την πρακτική της αγοράς μιας ενδιάμεσης ύλης,προοριζόμενης για βιομηχανικούς χρήστες. Η πελατεία της είναι αναγκασμένη να

προγραμματίζει τις αναγκαίες παραδόσεις και να προβαίνει στις επιλογές της πολύ πριν. Στις αγορές αυτού του είδους, είναι πρακτικό οι τιμές να αναγγέλλονται από τις επιχειρήσεις σε τακτά διαστήματα και να ισχύουν για ορισμένη διάρκεια. Η Monte παρατηρεί ότι το γεγονός ότι, μετά την αναγγελία μιας μεταβολής τιμών, όλοι οι άλλοι παραγωγοί γνωστοποιούσαν τις επόμενες ημέρες τις δικές τους τιμές ανταποκρίνεται στις παραπάνω απαιτήσεις των χρηστών και στην πρακτική του κλάδου. Περαιτέρω, αποτελεί πάγια πρακτική μία ή περισσότερες μεγάλες επιχειρήσεις να λειτουργούν ως «price-leaders» και να προηγούνται των λοιπών στον καθορισμό των τιμών. Αυτό αίρει κάθε υπόνοια διαβουλεύσεως. Ως προς το εύρος των επιχειρουμένων ανατιμήσεων, καθίσταντο περισσότερο ή λιγότερο ομοιογενείς από την υποχρέωση παρακολουθήσεως της πραγματικότητας της αγοράς.

146.
    Κατά την Επιτροπή, παρά την αναφορά στις σκέψεις 232 και 233, η φερόμενη παράβαση δεν μπορεί να αφορά κανένα τμήμα της αποφάσεως, διότι ούτε η Επιτροπή ούτε το Πρωτοδικείο αμφέβαλαν ποτέ περί την ερμηνεία της συμπεριφοράς της Monte. Ο λόγος αυτός, συνεπώς, είναι απαράδεκτος, ως εντελώς ξένος προς την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Συναφώς, η Επιτροπή παραπέμπει στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ης Δεκεμβρίου 1993, C-354/92 P, Eppe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1993, σ. I-7027), καθώς και στις διατάξεις του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1993, C-244/92 P, Kupka-Floridi κατά ΟΚΕ (Συλλογή 1993, σ. I-2041), και της 7ης Μαρτίου 1994, C-338/93, De Hoe κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. I-819), από τις οποίες προκύπτει ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 51 του Οργανισμού ΕΚ του Δικαστηρίου και 112, παράγραφος 1, στοιχείο γ´, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να εκθέτει νομικά επιχειρήματα που επικρίνουν ειδικά συγκεκριμένη πλευρά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Δεν πληροί αυτήν την επιταγή η αίτηση αναιρέσεως που επαναλαμβάνει απλώς τα ήδη εκτεθέντα ενώπιον του Πρωτοδικείου επιχειρήματα, χωρίς να περιέχει κανένα νομικό επιχείρημα προς στήριξη των αναιρετικών αιτημάτων. Αυτό θα ισοδυναμούσε με απλή αίτηση επανεξετάσεως της προσφυγής, η οποία εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου και πρέπει ν' απορρίπτεται ως απαράδεκτη σύμφωνα με το άρθρο 119 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Στην κατηγορία αυτή εμπίπτει η απλή παραπομπή στους λόγους ακυρώσεως και τα επιχειρήματα που ήδη υποβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου ή ο απλός ισχυρισμός ότι το τελευταίο θα μπορούσε να κρίνει άλλως.

147.
    Συναφώς, επισημαίνεται αφενός μεν ότι η νομολογία την οποία επικαλείται η Monte αφορά την κατάσταση στην οποία, ενώπιον παράλληλης συμπεριφοράς πλειόνων επιχειρήσεων στην αγορά, πρέπει να κριθεί αν το φαινόμενο αυτό είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεως μεταξύ των επιχειρήσεων ή αν μπορεί να εξηγηθεί από άλλους λόγους. Επομένως, δεν ασκεί επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, εφόσον η Επιτροπή, κατά τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη διαβουλεύσεως στρεφομένης κατά του ανταγωνισμού.

148.
    Αφετέρου δε το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε, στη σκέψη 135 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν μπορούσε να γίνεται λόγος για οποιασδήποτε μορφής «price leadership» ενός παραγωγού, άπαξ ο παραγωγός αυτός είχε μετάσχει μαζί με άλλους σε διαβούλευση επί των τιμών.

149.
    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πέμπτο σκέλος αυτού του λόγου πρέπει επίσης ν' απορριφθεί.

Η υποχρέωση ευθύτητας μεταξύ των επιχειρήσεων που αναγκάζονται να παράγουν με ζημία

150.
    Με το έκτο σκέλος του ίδιου λόγου, η Monte επικρίνει την εκ μέρους του Πρωτοδικείου απόρριψη της επιχειρηματολογίας ότι η υποχρέωση ευθύτητας στις συναλλαγές επέβαλλε στις επιχειρήσεις να προσπαθήσουν να μειώσουν τις ζημίες τους και να μην εφαρμόζουν «predatory pricing». Η εκτιθέμενη στη σκέψη 295 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως άποψη, ότι η πώληση κάτω της τιμής κόστους ενδέχεται να συνιστά μορφή αθέμιτου ανταγωνισμού, αν αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικής θέσεως μιας επιχειρήσεως εις βάρος των ανταγωνιστών της, και όχι αν απορρέει από τη λειτουργία της προσφοράς και της ζητήσεως, δεν ισχύει εν προκειμένω. Οι επιχειρήσεις κατηγορούσαν η μία την άλλη για το ότι πωλούσαν, πέραν του αναγκαίου μέτρου, κάτω της τιμής κόστους για να κατακτήσουν πελάτες και ν' αναγκάσουν ανταγωνιστές να εγκαταλείψουν την αγορά. Οι απόπειρες ανατιμήσεως αποσκοπούσαν στη μείωση των ζημιών και στην αποφυγή της — άκρως αθέμιτης — λύσεως του «predatory pricing». Η Monte ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι υπήρχε σύμπραξη, έστω και έχουσα ως μοναδικό σκοπό την αποφυγή του αθέμιτου ανταγωνισμού. Αντιθέτως, ανέκαθεν υποστήριξε ότι μια συμπεριφορά που καθορίζεται από την οικονομική συγκυρία δεν ήταν ούτε μπορούσε να είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων, εφόσον αποτελούσε τη μόνη συμπεριφορά νομικώς και οικονομικώς επιβεβλημένη.

151.
    Κατά την Επιτροπή, η Monte υποστήριξε ενώπιον του Πρωτοδικείου ότι συμφωνία μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό τη μη χρέωση τιμών κάτω του κόστους δεν αντιβαίνει προς το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, διότι αποσκοπεί στον αποκλεισμό μιας μορφής αθέμιτου ανταγωνισμού. Και ναι μεν η άποψη αυτή εκφράστηκε κατά τρόπον διφορούμενο, πάντως υποστηρίχτηκε, το δε Πρωτοδικείο απάντησε σ' αυτήν στη σκέψη 295 της αποφάσεώς του. Με την αίτηση αναιρέσεώς της, η Monte προσάπτει απλώς στο Πρωτοδικείο ότι έκρινε αποδεδειγμένο ορισμένο περιεχόμενο της συμπράξεως και όχι κάποιο άλλο, ισχυριζόμενη ότι οι επιχειρήσεις πωλούσαν κάτω της τιμής κόστους, σε επίπεδο κατώτερο του αναγκαίου, οπότε είχαν μεν συνεννοηθεί να πωλούν σε επίπεδο λιγότερο χαμηλό, αλλά πάντως κάτω της τιμής κόστους. Το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο, διότι επιδιώκει αφενός μεν την επανεξέταση των πραγματικών περιστατικών, αφετέρου δε τη μεταβολή του αντικειμένου της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, ενώπιον του Πρωτοδικείου η Monte δεν μίλησε για

πώληση σε επίπεδο ακόμη κατώτερο του αναγκαίου. Ο λόγος αυτός είναι, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος, διότι το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η μόνη πώληση σε επίπεδο κάτω της τιμής κόστους, που πρέπει να χαρακτηρίζεται ως αθέμιτος ανταγωνισμός, είναι εκείνη στην οποία προβαίνει μια επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση για να καταργήσει τον ανταγωνισμό που απομένει στην αγορά.

152.
    Συναφώς, αρκεί η παρατήρηση ότι η αιτίαση αυτή — καθ' όσον αφορά το ότι οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις πωλούσαν σε επίπεδο ακόμη χαμηλότερο από εκείνο που προέκυπτε από την προσφορά και τη ζήτηση — πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτο, για τον διττό λόγο ότι σκοπεί στην αμφισβήτηση των εκτιμήσεων του Πρωτοδικείου και ότι αποτελεί νέο ισχυρισμό, κατά παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

Η άνιση εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης προς αποκλειστικό όφελος των χρηστών

153.
    Με το έβδομο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte, αναφερόμενη στις σκέψεις 132 και 237 της αποφάσεως, θεωρεί ότι το Πρωτοδικείο εφάρμοσε το άρθρο 85 της Συνθήκης κατά τρόπον συνιστώντα διάκριση, αποκλειστικώς προς όφελος των χρηστών, ενώ η ελευθερία των παραγωγών ήταν περιορισμένη ως εκ της θέσεώς τους μεταξύ των προμηθευτών πετρελαίου, οι οποίοι κατεχρώντο της δεσπόζουσας θέσεώς τους, και των πελατών, οι οποίοι διέθεταν υπέρτερη δικαιοπρακτική ισχύ. Σχετικώς, αμφισβητεί ότι η αναγγελία ελαφράς ανατιμήσεως σε κάποιον που, ελέγχοντας την αγορά, γνωρίζει ήδη ότι μπορεί ν' αρνηθεί αυτήν την ανατίμηση συνιστά σοβαρή στρέβλωση του ανταγωνισμού. Υπάρχει εδώ προστασία του ανταγωνισμού αποσκοπούσα στην αποκλειστική προστασία των συμφερόντων των χρηστριών βιομηχανιών εις βάρος των άλλων. Μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 85 της Συνθήκης δεν συμβαδίζει με το άρθρο 2 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρου 2 ΕΚ), που αναθέτει στην Κοινότητα την αποστολή να προάγει την αρμονική ανάπτυξη των οικονομικών δραστηριοτήτων, τη συνεχή και ισόρροπη επέκταση και την αυξημένη σταθερότητα. Συγκεκριμένα, αντιβαίνει προς οποιαδήποτε ratio legis το να θεωρείται η προκύψασα από την ανατίμηση του πετρελαίου κατάσταση ως η φυσιολογική συνάντηση ζητήσεως και προσφοράς, ενώ οι επιπτώσεις της έπληξαν μόνο τους παραγωγούς πολυπροπυλενίου. Είναι δε αντίθετη προς το άρθρο 2 της Συνθήκης η παρεμπόδιση ενός οικονομικού κλάδου να αντιδράσει κατά της θέσεως ισχύος ενός άλλου κλάδου.

154.
    Η Επιτροπή παρατηρεί επί της ουσίας ότι, ναι μεν η γενικόλογη διατύπωση μιας αιτιάσεως δεν αποτελεί επαρκή λόγο επισύροντα το απαράδεκτό της, το άρθρο 85, όμως, της Συνθήκης εφαρμόζεται επί επιχειρήσεων που συνάπτουν συμπράξεις περιορίζουσες τον ανταγωνισμό και ότι, αν οι συμπράξεις αυτές αφορούν την πώληση, οι αγοραστές θα ωφεληθούν απ' αυτές. Η Επιτροπή δεν αντιλαμβάνεται σε τι συνίσταται η δυσμενής διάκριση. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο ορθώς έκρινε ότι η κατάσταση «αγοράς αγοραστών» δεν απαλλάσσει της υποχρεώσεως τηρήσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης.

155.
    Συναφώς, αρκεί να επισημανθεί αφενός μεν ότι, όπως ορθώς επεσήμανε η Επιτροπή, μια απόφαση αφορώσα περιορίζουσες τον ανταγωνισμό συμπράξεις συναφθείσες από τους πωλητές ενδέχεται να ωφελήσει τους αγοραστές, χωρίς αυτό να συνεπάγεται καμμία μορφή δυσμενούς διακρίσεως. Αφετέρου δε η εφαρμογή του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης σε τέτοιες συμπράξεις δεν αποκλείεται απλώς και μόνον διότι οι αγοραστές κατέχουν ευνοϊκή θέση στην αγορά.

156.
    Συνεπώς, ούτε το έβδομο σκέλος του λόγου αυτού μπορεί να γίνει δεκτό.

Η μη συνεκτίμηση της οικονομικής πραγματικότητας

157.
    Με το όγδοο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte υποστηρίζει, αναφερόμενη στις σκέψεις 143, 199 και 200 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι το Πρωτοδικείο, δεχόμενο την αιτίαση της «τεχνητής μειώσεως της προσφοράς και εγκαθιδρύσεως συστήματος ποσοστώσεων», δεν έλαβε υπόψη την οικονομική πραγματικότητα. Υπενθυμίζει ότι οι επιχειρήσεις παρήγαν σε επίπεδο 60 % του δυναμικού τους και με ζημία και μπορούσαν να πωλήσουν περισσότερο μόνον αυξάνοντας τις ζημίες τους. Οι παραγωγοί ήσαν αναγκασμένοι να δέχονται τους όρους που επέβαλλαν οι αγοραστές. Η ύπαρξη συστήματος ποσοστώσεων, στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί παράβαση όχι μόνον αναπόδεικτη, αλλά και μη πραγματοποιήσιμη, διότι ο περιορισμός της ποσοστώσεως των πωλήσεών της ήταν δυνατός μόνον για μια επιχείρηση που είναι ελεύθερη να επιλέγει το ύψος της παραγωγής της. Η κατάσταση όμως αυτή δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί, όταν αύξηση της ποσοστώσεως θα σήμαινε αύξηση των ζημιών διά της περαιτέρω μειώσεως της τιμής, ενώ μείωση της ποσοστώσεώς της δεν σήμαινε αύξηση της τιμής, αλλά μόνον αύξηση των ζημιών που θα προέκυπταν από τη μειωμένη χρησιμοποίηση των εγκαταστάσεων.

158.
    Η Επιτροπή αναφέρει ότι η Monte υποστηρίζει, κατ' ουσίαν, τις ίδιες αντιρρήσεις με εκείνες που εξέθεσε στο τέταρτο σκέλος του παρόντος λόγου. Οι ισχυρισμοί δε αυτοί είναι αφενός μεν απαράδεκτοι, διότι επιδιώκουν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά, αφετέρου δε αβάσιμοι, εφόσον η συμμετοχή της Monte στη σύμπραξη θεμελιώνεται σε έγγραφες αποδείξεις.

159.
    Διαπιστώνεται ότι το παρόν σκέλος του δεύτερου λόγου περιέχει, κατ' ουσίαν, τις ίδιες αιτιάσεις με εκείνες που εξετάστηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του τέταρτου σκέλους. Συνεπώς, πρέπει ν' απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

Η εισαγωγή νέων στοιχείων παραβάσεως: σύμπτωση βουλήσεων και αντίθετος στον ανταγωνισμό σκοπός

160.
    Με το ένατο σκέλος του λόγου αυτού, η Monte αναφέρεται στις σκέψεις 150, 201, 230 και 264 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως και υποστηρίζει ότι,

επιβεβαιώνοντας την άποψη της Επιτροπής, το Πρωτοδικείο εισήγαγε νέα στοιχεία παραβάσεως, και ιδίως τη «σύμπτωση βουλήσεων» και τον «scopo anticoncorrenziale» («αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό»). Ως προς το πρώτο, στερείται σημασίας όταν δεν αποτελεί καρπό συμφωνίας ή διαβουλεύσεως. Ως προς τον «αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό», η Monte θεωρεί ότι η δυνατότητα αυτή καταλήγει να τιμωρεί μια θεμιτή αφ' εαυτής διαγωγή, που δεν είχε κανένα απαγορευόμενο αποτέλεσμα, αλλά που ίσως είχε σκοπούς «αντίθετους στον ανταγωνισμό». Αυτό ισοδυναμεί με τιμώρηση απλών προθέσεων. Επειδή δεν διαπίστωσε την ύπαρξη αντικειμένου ή αποτελέσματος αντίθετου στον ανταγωνισμό, το Πρωτοδικείο εισήγαγε μια τρίτη προϋπόθεση επιτρέπουσα την εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης, ήτοι τον αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό.

161.
    Κατά την Επιτροπή, με την έκφραση «σύμπτωση βουλήσεων», το Πρωτοδικείο ήθελε να αναφερθεί στο βασικό στοιχείο που επιτρέπει τη θεμελίωση υπάρξεως συμφωνίας κατά την έννοια του άρθρου 85 της Συνθήκης. Όσο για τον «αντίθετο στον ανταγωνισμό σκοπό», το ιταλικό κείμενο της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως χρησιμοποιεί έναν εναλλακτικό όρο («scopo») για να περιγράψει το αντικείμενο της παρεμπόδισης, του περιορισμού ή της νόθευσης του ανταγωνισμού. Έτσι, «scopo» ισοδυναμεί με «αντικείμενο». Αυτός ο λόγος, κατά συνέπεια, είναι αβάσιμος.

162.
    Αφενός μεν όσον αφορά τη «σύμπτωση βουλήσεων», παρατηρείται ότι, όπως σαφώς προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, η έκφραση αυτή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μια συμπεριφορά δυνάμενη να χαρακτηρισθεί νομικώς ως συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης. Κατά πάγια, όμως, νομολογία του Δικαστηρίου, που υπεμνήσθη στη σκέψη 230 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, μια τέτοια συμφωνία προκύπτει από την έκφραση της κοινής βουλήσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων να συμπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισμένο τρόπο (βλ. ιδίως προαναφερθείσες αποφάσεις ACF Chemiefarma κατά Επιτροπής, σκέψη 112, και Van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 86). Συνεπώς, το Πρωτοδικείο, χωρίς να δημιουργήσει νέες μορφές παραβάσεων, χρησιμοποίησε μετά λόγου γνώσεως την έκφραση «σύμπτωση βουλήσεων» για να χαρακτηρίσει μια συμπεριφορά δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως συμφωνία.

163.
    Αφετέρου δε, ως προς την έκφραση «scopo anticoncorrenziale», χρησιμοποιήθηκε, στη σκέψη 264 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ως συνώνυμη του «αντιθέτου στον ανταγωνισμό αντικειμένου», πράγμα σύμφωνο προς την έννοια του αντικειμένου που εκτίθεται στο άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, όπως αυτή προκύπτει από παραβολή των διαφόρων γλωσσικών εκδοχών της διατάξεως αυτής, και ιδίως της δανικής («formεl»), της γερμανικής («bezwecken»), της φινλανδικής («tarkoituksena»), της ιρλανδικής («gcuspóir»), της ολλανδικής («strekken»), της πορτογαλικής («objectivo») και της σουηδικής («syfte»).

164.
    Η αιτίαση αυτή πρέπει, επομένως, ν' απορριφθεί.

Ο εσφαλμένος χαρακτηρισμός ως απορρήτων στοιχείων που γνωστοποιήθηκαν μέσω του εξειδικευμένου Τύπου

165.
    Με το δέκατο σκέλος αυτού του λόγου, η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο ότι, στις σκέψεις 175 έως 177 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, εσφαλμένως χαρακτήρισε ως απόρρητα στοιχεία, αφορώντα, π.χ., την παραγωγή, που τρεχόντως γνωστοποιούνται μέσω του εξειδικευμένου Τύπου. Ο καθένας είχε πρόσβαση σ' αυτά τα «απόρρητα». Η Επιτροπή όφειλε ν' αποδείξει ότι τα στοιχεία συγκεντρώνονταν ανεπίσημα πριν από τη δημοσίευσή τους στον Τύπο και να εξηγήσει ότι η γνώση αυτών των στοιχείων είχε ως αποτέλεσμα την πρόκληση στρεβλώσεων του ανταγωνισμού, πράγμα που δεν έπραξε.

166.
    Η Επιτροπή τονίζει ότι αυτός ο λόγος είναι απαράδεκτος για διάφορους λόγους. Ούτε τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται η Monte ούτε το επικρινόμενο εν προκειμένω μέρος της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως μπορούν να προσδιοριστούν, διότι η μνεία των σκέψεων 175 έως 177 δεν αρκεί προς τούτο. Περαιτέρω, ο λόγος αυτός θίγει πραγματικά ζητήματα, τα οποία άλλωστε δεν φαίνεται να εγέρθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η Monte πειράται, συνεπώς, να μεταβάλει το αντικείμενο της διαφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

167.
    Επειδή η αιτίαση αυτή αφορά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη το Πρωτοδικείο, πρέπει ν' απορριφθεί ως απαράδεκτη.

Η επίδραση επί των συναλλαγών

168.
    Στο πλαίσιο του ενδέκατου σκέλους του παρόντος λόγου, η Monte παρατηρεί, αναφερόμενη στις σκέψεις 253 και 254 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι συναλλαγές ουδόλως επηρεάστηκαν, δεδομένου ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να κάνει τίποτε παραπάνω από το να εξακολουθήσει να πωλεί επί έξι έτη με ζημία, για να παραμείνει στην αγορά. Αν η Monte είχε παύσει τη δραστηριότητά της, θα είχαν μεν τροποποιηθεί τα ρεύματα των συναλλαγών, αλλά χωρίς καμμία χρησιμότητα.

169.
    Κατά την Επιτροπή, αυτό το σκέλος του λόγου ακυρώσεως δεν περιέχει καμμία επιχειρηματολογία βάλλουσα κατά της συλλογιστικής του Πρωτοδικείου. Ισχυρίζεται, στην ουσία, ότι το Πρωτοδικείο θα έπρεπε να κρίνει άλλως. Ο ισχυρισμός αυτός, επομένως, είναι απαράδεκτος, σύμφωνα με την προαναφερθείσα απόφαση Eppe κατά Επιτροπής, καθώς και τις προαναφερθείσες διατάξεις Kupka-Floridi κατά Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, και De Hoe κατά Επιτροπής.

170.
    Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι η αιτίαση αυτή στηρίζεται σε εσφαλμένη κατανόηση της έννοιας του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών. Κατά πάγια νομολογία, η προϋπόθεση αυτή πληρούται όταν, βάσει συνόλου

νομικών και πραγματικών στοιχείων, η διαπιστούμενη συμφωνία επιτρέπει να πιθανολογηθεί επαρκώς ότι μπορεί να ασκήσει άμεση ή έμμεση, πραγματική ή δυνητική επίδραση στα ρεύματα των εμπορικών ανταλλαγών μεταξύ κρατών μελών (σχετικώς, βλ. ιδίως απόφαση της 10ης Ιουλίου 1980, 99/79, Lancôme, Συλλογή τόμος 1980/II, σ. 617, σκέψη 23).

171.
    Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιον, οπότε η τελευταία αυτή αιτίαση πρέπει επίσης ν' απορριφθεί. Πρέπει, συνεπώς, ν' απορριφθεί ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως στο σύνολό του.

Ως προς τις παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών που υποβλήθηκαν στην κρίση του Πρωτοδικείου

172.
    Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, αναφερόμενη στις σκέψεις 82, 86, 89, 129, 144, 146 και 149 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η Monte διατείνεται ότι, κατά τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών, το Πρωτοδικείο αντέστρεψε το βάρος της αποδείξεως, προσέβαλε τις αρχές του τεκμηρίου αθωότητας και του προσωπικού χαρακτήρα του πταίσματος, απέδωσε στη Monte ανύπαρκτες ομολογίες και εκμυστηριεύσεις, βεβαίωσε αναπόδεικτα ότι οι παραγωγοί είχαν προσχωρήσει σε κοινό σχέδιο και απέρριψε εσφαλμένα το επιχείρημα περί «Ερυθρών Ταξιαρχιών» μεταξύ των παραγόντων που επικαθόρισαν τη συμπεριφορά της Monte.

173.
    Κακώς το Πρωτοδικείο ισχυρίστηκε ότι η Monte δεν είχε αμφισβητήσει τη συμμετοχή της στις περιοδικές συναντήσεις παραγωγών και ότι, επομένως, έπρεπε να θεωρηθεί μετασχούσα σε όλες τις συναντήσεις. Κακώς επίσης το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι στη Monte εναπέκειτο να προσκομίσει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των συναντήσεων στις οποίες είχε μετάσχει. Αντέστρεψε, κατ' αυτόν τον τρόπο το βάρος της αποδείξεως και εισήγαγε τεκμήριο ενοχής, εφόσον η συμμετοχή σε μία συνάντηση αποτελούσε, για το Πρωτοδικείο, προσχώρηση σε όλες τις πρωτοβουλίες που υποτίθεται ότι ελήφθησαν κατ' αυτές. Εναπέκειτο, συνεπώς, στον κατηγορούμενο να αποδείξει την αθωότητά του. Συναφώς, η Monte παρατηρεί επίσης ότι, σύμφωνα με κοινή αρχή όλων των πεπολιτισμένων εννόμων τάξεων, ο δικαστής δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τεκμαιρόμενη ομολογία αποσπώντας απ' αυτήν μόνο τα υπέρ της κατηγορίας στοιχεία. Είναι παράνομο να κρατείται μόνο το στοιχείο της αναγνωρίσεως της υπάρξεως αυτών των συναντήσεων, προσδίδοντάς του ένα περιεχόμενο το οποίο η Monte ανέκαθεν αρνήθηκε. Η Monte μπορούσε, αντιθέτως, ν' αποδείξει ότι το φερόμενο σύστημα του «account leadership» δεν είχε λειτουργήσει καθ' όσον την αφορούσε, για μεγάλο αριθμό των φερομένων προνομιακών της πελατών, χωρίς η Επιτροπή να μπορέσει ν' αποδείξει ότι είχε εφαρμοστεί σε άλλους πελάτες. Η Monte υπενθυμίζει ότι απέδειξε επίσης ότι η εξέλιξη των τιμών της ήταν αυτόνομη τόσο έναντι του τιμοκαταλόγου της όσο και έναντι των φερομένων τιμών-στόχων ή των τιμών που δημοσιεύονταν στον εξειδικευμένο Τύπο. Προσθέτει ότι το Πρωτοδικείο της προσάπτει ότι δεν προσκόμισε τα συνταχθέντα από μέλη του προσωπικού της

πρακτικά των συναντήσεων, χωρίς να έχει κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την ύπαρξή τους.

174.
    Κατά την Επιτροπή, άπαξ η συμμετοχή της Monte στις συναντήσεις ήταν αποδεδειγμένη και διετίθεντο πρακτικά συναντήσεων ευρεθέντα στην ICI, στη Monte εναπέκειτο να προσκομίσει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των εν λόγω συναντήσεων. Πρόκειται για εφαρμογή στοιχειωδών κανόνων περί του βάρους της αποδείξεως. Όσο για τα πρακτικά του προσωπικού της Monte, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το Πρωτοδικείο δεν ισχυρίστηκε την ύπαρξή τους, αλλά τα μνημόνευσε ως παράδειγμα των στοιχείων τα οποία η Monte θα έπρεπε να επικαλεστεί για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή της στις συναντήσεις. Η Επιτροπή διαπιστώνει επίσης ότι η Monte φαίνεται να θέλει να πει ότι δεν μετέσχε σε καμμία σύμπραξη, ούτε καν θεμιτή, όταν η συμμετοχή αυτή προκύπτει από έγγραφες αποδείξεις. Σχετικά με το σύστημα «account leadership», το Πρωτοδικείο ορθώς διαπίστωσε τη συμμετοχή της Monte βάσει των διατιθεμένων εγγράφων αποδείξεων. Κατά την Επιτροπή, η Monte ξεχνά ότι το συμπέρασμα του Πρωτοδικείου αφορά την ύπαρξη της συμφωνίας και όχι την εφαρμογή της, η διαπίστωση δε αυτή θεμελιώνεται σε σειρά αποδείξεων. Προσθέτει ότι η ενδεχόμενη αποτυχία της συμφωνίας σε πρακτικό επίπεδο ούτως ή άλλως δεν αρκούσε για να εξουδετερώσει τις άλλες αποδείξεις περί της υπάρξεώς της. Ο λόγος αυτός, επομένως, είναι αβάσιμος.

175.
    Συναφώς, πρέπει κατ' αρχάς ν' αναγνωρισθεί ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως, αποτελεί μέρος των θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου — η οποία υπεμνήσθη στη σκέψη 137 της παρούσας αποφάσεως και επιβεβαιώνεται άλλωστε στο προοίμιο της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξεως και από το άρθρο ΣΤ, παράγραφος 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση —, προστατεύονται στην κοινοτική έννομη τάξη.

176.
    Πρέπει επίσης να γίνει δεκτό ότι, εν όψει της φύσεως των επιδίκων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται επί των διαδικασιών των σχετικών με παραβάσεις των ισχυόντων επί επιχειρήσεων κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή περιοδικών χρηματικών ποινών (συναφώς βλ. ιδίως Ευρ. Δικ. Δ. Α., αποφάσεις Öztürk της 21ης Φεβρουαρίου 1984, σειρά A, αριθ. 73, και Lutz της 25ης Αυγούστου 1987, σειρά A, αριθ. 123-A).

177.
    Ως προς το βάσιμο των αιτιάσεων της Monte, επισημαίνεται, πρώτον, ότι αυτή δεν αμφισβήτησε, ενώπιον του Πρωτοδικείου, τη συμμετοχή της στις περιοδικές συναντήσεις που μνημονεύονται στην απόφαση «πολυπροπυλένιο», αλλά υποστήριξε ότι οι συναντήσεις αυτές δεν είχαν τη φύση και το περιεχόμενο που περιγράφεται στην εν λόγω απόφαση.

178.
    Υπ' αυτές τις συνθήκες, το Πρωτοδικείο έκρινε δικαιολογημένα και χωρίς να αλλοιώσει τις δηλώσεις της Monte, ότι αυτή δεν αμφισβήτησε το υποστατόν της συμμετοχής της στις επίδικες συναντήσεις.

179.
    Υπενθυμίζεται, δεύτερον, ότι, σε περίπτωση που ερίζεται η ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, στην Επιτροπή εναπόκειται ν' αποδεικνύει τις παραβάσεις τις οποίες διαπιστώνει και να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν, επαρκώς κατά νόμον, τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση (προαναφερθείσα απόφαση Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, σκέψη 58).

180.
    Αντιθέτως, όμως, προς τους ισχυρισμούς της Monte, το Πρωτοδικείο ουδόλως στηρίχτηκε σε τεκμήρια για να θεμελιώσει τον αντίθετο στον ανταγωνισμό χαρακτήρα των επιδίκων συναντήσεων, αλλά στηρίχτηκε στα αποδεικτικά στοιχεία που μνημονεύονται στις σκέψεις 83 έως 85 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Η εκτίμηση των στοιχείων αυτών δεν μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

181.
    Απαξ, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή είχε αποδείξει ότι η Monte είχε μετάσχει σε συναντήσεις μεταξύ επιχειρήσεων που είχαν προδήλως αντίθετο στον ανταγωνισμό χαρακτήρα, το Πρωτοδικείο δικαιολογημένα έκρινε ότι εναπέκειτο στη Monte να παράσχει διαφορετική εξήγηση του περιεχομένου των συναντήσεων αυτών. Επομένως, το Πρωτοδικείο δεν προέβη σε αδικαιολόγητη αντιστροφή του βάρους της αποδείξεως, ούτε προσέβαλε το τεκμήριο αθωότητας.

182.
    Συναφώς, όπως δικαίως επεσήμανε η Επιτροπή, η μνεία των σημειώσεων τις οποίες είχαν λάβει κατά τις συνεδριάσεις τα μέλη του προσωπικού της Monte, που περιέχεται στη σκέψη 86 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να νοηθεί ως απλό παράδειγμα των αποδεικτικών στοιχείων που θα μπορούσε να προβάλει η Monte προς στήριξη των απόψεών της σχετικά με τη φύση και το αντικείμενο των συναντήσεων, οπότε το Πρωτοδικείο δεν έθεσε κανένα τεκμήριο περί υπάρξεως των σημειώσεων αυτών.

183.
    Τρίτον, καθ' όσον η Monte πειράται ν' αμφισβητήσει τις διαπιστώσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 145 έως 148 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως περί συμμετοχής της στο σύστημα «account leadership» και στη — μερική τουλάχιστον — εφαρμογή του συστήματος αυτού, η αιτίασή της αφορά την εκ μέρους του Πρωτοδικείου εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιόν του και δεν μπορεί, επομένως, να εξετασθεί στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

184.
    Τέταρτον, το Πρωτοδικείο δικαιολογημένα εθεώρησε ότι το επιχείρημα περί εκβιασμού τον οποίον άσκησαν στη Monte οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» πρέπει να κριθεί απαράδεκτο δυνάμει του άρθρου 42, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ως νέος ισχυρισμός προβαλλόμενος για πρώτη

φορά με το υπόμνημα απαντήσεως. Πράγματι, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι ο λόγος αυτός στηριζόταν σε πραγματικό στοιχείο που δεν είχε ανακύψει κατά τη διαδικασία, αλλά ήδη από το 1981, ήτοι πολύ πριν την έναρξή της.

Περί παραγραφής

185.
    Κατά τη Monte, η οποία αναφέρεται στις σκέψεις 236, 237 και 336 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο παρέβη το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού 2988/74 περί παραγραφής και παραβίασε το βάρος της αποδείξεως του διαρκούς χαρακτήρα της συμπεριφοράς, ο οποίος έχει σημασία επί παραγραφής. Όπως δέχτηκε ο δικαστής Vesterdorf, που ορίστηκε γενικός εισαγγελέας ενώπιον του Πρωτοδικείου, δεν υπήρχε απόδειξη του διαρκούς χαρακτήρα της συμπεριφοράς μεταξύ 1977 και 1983. Αυτό, συνεπαγόταν, επομένως, την εφαρμογή πενταετούς παραγραφής πριν από την όχληση. Η παραγραφή αυτή δεν μπορούσε να διακοπεί από πράξεις απευθυνθείσες σε άλλες επιχειρήσεις, διότι δεν αποδείχθηκε συναφώς συνέργεια. Η δε συνέργεια δεν μπορούσε να συνίσταται σε απλή συμμετοχή σε συναντήσεις.

186.
    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Monte προσθέτει ότι, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, το Πρωτοδικείο όφειλε, για ν' απορρίψει την ένσταση παραγραφής, να θεμελιώσει την αιτιολογία της πάνω στον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως και στη συμμετοχή της Monte σ' αυτή τη διαρκή παράβαση. Υπό το πρίσμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το μόνο κοινό στοιχείο σε όλες τις προσαπτόμενες ενέργειες, το οποίο δέχτηκε το Πρωτοδικείο, ήταν η επιδίωξη ενός και του αυτού οικονομικού σκοπού, της νοθεύσεως της φυσιολογικής εξελίξεως των τιμών στην αγορά πολυπροπυλενίου, που, με τη σειρά της, αποτελεί διαρκή συμπεριφορά. Κατά συνέπεια, το μόνο ενοποιητικό της συμπεριφοράς στοιχείο είναι, κατά το Πρωτοδικείο, η «νόθευση της φυσιολογικής εξελίξεως των τιμών». Η Monte παρατηρεί ότι μια αγορά που έχει τα προεκτεθέντα χαρακτηριστικά δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί «φυσιολογική», οπότε οι απόπειρες μειώσεως των ζημιών δεν μπορούσαν να συνιστούν τον μόνο σκοπό που ενοποιούσε τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων. Περαιτέρω, το Πρωτοδικείο δεν προέβαλε κανένα στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να θεωρηθεί η συμπεριφορά της Monte ως διαρκής ή κατ' εξακολούθηση. Τέλος, το Πρωτοδικείο όφειλε να διευκρινίσει τον αριθμό των συναντήσεων στις οποίες μετείχε η Monte, καθώς και το χρονικό διάστημα κατά το οποίο μετείχε σ' αυτές· χωρίς αυτές τις διευκρινίσεις, η εφαρμογή της παραγραφής η οποία προβλέπεται για τις διαρκείς ή κατ' εξακολούθηση παραβάσεις είναι αναιτιολόγητη.

187.
    Η Επιτροπή φρονεί ότι ο παρών λόγος είναι απαράδεκτος για σειρά λόγων. Αφενός μεν είναι αδύνατον να γίνει κατανοητός ο συλλογισμός της Monte και η κριτική την οποία διατυπώνει κατά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως. Ενώ το Πρωτοδικείο χαρακτήρισε τα πραγματικά περιστατικά ως ενιαία παράβαση, δίνοντας έμφαση στον δεσμό που υπήρχε μεταξύ των επί μέρους ενεργειών των επιχειρήσεων, στην επικεφαλίδα του λόγου αυτού γίνεται λόγος για παραβίαση

του βάρους της αποδείξεως του διαρκούς χαρακτήρα της παραβάσεως, έπειτα παραπέμπεται στις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα, τέλος δε αποκλείεται η διακοπή της παραγραφής από πράξεις απευθυνθείσες σε άλλες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή υπενθυμίζει, συναφώς, ότι η επιχειρηματολογία διά παραπομπής είναι απαράδεκτη. Αφετέρου δε, κατά το μέτρο που ο λόγος αναιρέσεως αφορά τονχαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών ως ενιαίας παραβάσεως, πρόκειται για πραγματικό ζήτημα, που εκφεύγει της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας.

188.
    Κατά την Επιτροπή, η Monte, για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, επιχειρηματολόγησε ότι, για ν' αποκλείσει την παραγραφή, το Πρωτοδικείο κατέφυγε στην έννοια της «συνεχούς συμπεριφοράς». Η Επιτροπή επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου ως προς το παραδεκτόν αυτών των επιχειρημάτων.

189.
    Συναφώς, επισημαίνεται κατ' αρχάς ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της Monte, το Πρωτοδικείο εθεώρησε, στη σκέψη 202 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον όλα τα πραγματικά περιστατικά τα οποία διαπίστωνε με την προσβαλλόμενη πράξη κατά της Monte. Από την αναιρεσιβαλλόμενη πράξη δεν προκύπτει ότι οι διάφορες πτυχές της συμπεριφοράς που καταλογιζόταν στη Monte διεκόπησαν οποτεδήποτε.

190.
    Δεν εναπόκειται, όμως, στο Δικαστήριο, κρίνον στο πλαίσιο της αναιρετικής διαδικασίας, να επαληθεύσει το βάσιμο αυτής της εκτιμήσεως πραγματικών περιστατικών.

191.
    Το Πρωτοδικείο ακολούθως επεσήμανε, στις σκέψεις 230, 231 και 235 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Monte είχε μετάσχει σε δραστηριότητες, τις οποίες χαρακτήρισε συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, καλύπτουσες το χρονικό διάστημα μεταξύ 1977 και Σεπτεμβρίου 1983 και που, στην περίπτωση των συμφωνιών, εξακολούθησαν να παράγουν αποτελέσματα μέχρι τον Νοέμβριο του 1983. Στις σκέψεις 236 και 237, έκρινε ότι αυτές οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, εντάσσονταν, λόγω ταυτότητας αντικειμένου, σε συστήματα περιοδικών συναντήσεων, καθορισμού επιδιωκομένων τιμών και ποσοστώσεων, συστήματα που, με τη σειρά τους, εντάσσονταν σε σειρά προσπαθειών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων που επεδίωκαν έναν και τον αυτό οικονομικό σκοπό: τη νόθευση της φυσιολογικής εξελίξεως των τιμών. Έκρινε ότι θα ήταν τεχνητή η απόπειρα να υποδιαιρεθεί αυτή η συνεχής συμπεριφορά, χαρακτηριζόμενη από έναν και τον αυτό σκοπό, αναλυόμενη σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, επρόκειτο για ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε προοδευτικά τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές.

192.
    Η μόνη επίκριση την οποία διατύπωσε σχετικώς η Monte ήταν ότι ο κοινός οικονομικός σκοπός όλων των προσπαθειών των εμπλεκομένων επιχειρήσεων — τον οποίο το Πρωτοδικείο περιέγραψε ως τη «νόθευση της φυσιολογικής

εξελίξεως των τιμών» — ήταν άνευ αντικειμένου στην περίπτωση της αγοράς του πολυπροπυλενίου, η οποία δεν μπορούσε να θεωρηθεί φυσιολογική.

193.
    Η αιτίαση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, άπαξ η έκφραση «φυσιολογική εξέλιξη των τιμών» πρέπει να νοηθεί ως σημαίνουσα την εξέλιξη την οποία θα ελάμβαναν οι τιμές χωρίς την καταλογιζόμενη στις επιχειρήσεις αντίθετη στον ανταγωνισμό συμπεριφορά. Το αν, επομένως, η τότε αγορά πολυπροπυλενίου βρισκόταν σε μια κατάσταση έλλειψης ισορροπίας, που δεν μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως φυσιολογική, δεν έχει σημασία.

194.
    Τέλος, στη σκέψη 331, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η Monte είχε μετάσχει σε μία ενιαία και κατ' εξακολούθηση παράβαση (στην ιταλική, γλώσσα της διαδικασίας, «un'infrazione unica e continuata») αφότου συνήφθη η συμφωνία περί των κατωτάτων τιμών στα μέσα του 1977 μέχρι τον Νοέμβριο του 1983.

195.
    Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί ότι, ναι μεν η έκφραση «κατ' εξακολούθηση παράβαση» έχει περιεχόμενο που κάπως διαφέρει στις έννομες τάξεις των διαφόρων κρατών μελών, περιέχει πάντως διάφορες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς ή ενέργειες εκτελέσεως μιας μόνης παραβάσεως, που συνδέονται από ένα κοινό υποκειμενικό στοιχείο.

196.
    Συνεπώς, το Πρωτοδικείο δικαιολογημένα εθεώρησε ότι οι δραστηριότητες που εντάσσονταν σε συστήματα και επεδίωκαν έναν και τον αυτό σκοπό συνιστούσαν μία κατ' εξακολούθηση παράβαση των διατάξεων το άρθρο 85, παράγραφος 1, της Συνθήκης, οπότε η προβλεπόμενη στο άρθρο 1 του κανονισμού 2988/74 πενταετής προθεσμία παραγραφής μπορούσε ν' αρχίσει μόνον αφότου έληξε η παράβαση, ήτοι, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του Πρωτοδικείου, τον Νοέμβριο του 1983.

197.
    Υπ' αυτές τις συνθήκες, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξετασθούν οι αιτιάσεις που άπτονται των πράξεων διακοπής της παραγραφής, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι το Πρωτοδικείο, κρίνοντας ότι η Monte δεν μπορούσε να επικαλεστεί παραγραφή των προστίμων, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιον.

198.
    Επομένως, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης ν' απορριφθεί.

Ως προς την επιμέτρηση του προστίμου

199.
    Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, τον οποίο θεωρεί επικουρικό, η Monte προσάπτει στο Πρωτοδικείο, εν όψει των σκέψεων 70, 374, 379 και 385 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν αιτιολόγησε την φερόμενη συνεκτίμηση από την Επιτροπή δικαιολογητικών στοιχείων κατά τον υπολογισμό του προστίμου, ότι εσφαλμένως εξομοίωσε τη μη κοινοποίηση συμπράξεως ή πρακτικής προς ενέργειες άκρως αθέμιτες και ότι δεν αιτιολόγησε την άρνηση να της παραχωρήσει ουσιώδη μείωση του προστίμου. Μια παράβαση που δεν επέφερε αποτελέσματα στην αγορά είναι ασφαλώς λιγότερο σοβαρή από μιαν άλλη που

επέφερε. Το πρόστιμο, πέραν της αποτρεπτικής λειτουργίας, έχει και τη λειτουργία της αποκαταστάσεως ισορροπίας στον ανταγωνισμό, επιβάλλοντας στην υπαίτια παραβάσεως επιχείρηση οικονομική θυσία, ανάλογη ιδίως προς τα κέρδη τα οποία άντλησε από την αθέμιτη διαγωγή της. Κατά τη Monte, εξ αυτών έπεται ότι, όταν τη διαπίστωση της παραβάσεως δεν συνοδεύει η απόδειξη της συγκεκριμένης εφαρμογής των φερομένων συμπράξεων ούτε στοιχεία που αποδεικνύουν το κέρδος το οποίο άντλησαν οι υπαίτιες επιχειρήσεις, το πρόστιμο πρέπει να υπολογίζεται με ιδιαίτερη περίσκεψη, διότι, στην περίπτωση αυτή, η λειτουργία του είναι καθαρά αποτρεπτική. Κακώς το Πρωτοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά την επιμέτρηση του προστίμου.

200.
    Η Monte περαιτέρω παρατηρεί ότι δυσχερώς μπορεί να γίνει νοητό πώς το Πρωτοδικείο έκρινε πρόσφορο το πρόστιμο χωρίς να επιλύσει το λογικώς πρότερο πρόβλημα της σοβαρότητας της παραβάσεως του άρθρου 85 της Συνθήκης. Ως προς την αξιολόγηση των περιοριστικών αποτελεσμάτων μιας συμπράξεως, η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την ιδιόμορφη κατάσταση της αγοράς, στην οποία κυριαρχούσαν οι αγοραστές. Εξ άλλου ήταν υποχρεωμένη να εκτιμήσει το ειδικό μερίδιο το οποίο κατείχε κάθε επιχείρηση στα αποτελέσματα αυτά, όταν εξέταζε τη δυνατότητα να επιβάλει πρόστιμο και την επιμέτρησή του. Δεδομένου ότι το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 έχει χαρακτήρα κυρώσεως, δεν μπορεί να εφαρμόζεται χωρίς ν' αποδεικνύεται αυστηρά η ατομική ευθύνη του υφισταμένου την κύρωση προσώπου.

201.
    Δεχόμενο το επιχείρημα της Επιτροπής, ότι δεν ήταν αναγκαίο να ερευνηθεί αν οι φερόμενες συμπράξεις ήσαν ή όχι δεκτικές απαλλαγής κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης, το Πρωτοδικείο παραμέλησε να λάβει υπόψη ότι η εξέταση αυτή ήταν, ούτως ή άλλως, αναγκαία, τουλάχιστον προς καθορισμό του επιπέδου του προστίμου. Μια σύμπραξη που, επί της ουσίας, δύναται να απαλλαγεί δεν μπορεί να τιμωρείται κατά τον ίδιο τρόπο με μιαν άλλη που δεν δύναται. Το Πρωτοδικείο όφειλε να επισημάνει αυτή την έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση «πολυπροπυλένιο».

202.
    Το Πρωτοδικείο δεν φαίνεται ούτε να εξέτασε ολόκληρον τον λόγο ακυρώσεως περί ηθελημένου χαρακτήρα της παραβάσεως. Συναφώς, η Monte τονίζει ότι το υποκειμενικό στοιχείο της παραβάσεως αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβολή του προστίμου και όχι μόνον επιβαρυντική περίσταση, όπως την θεωρεί η Επιτροπή. Το Πρωτοδικείο δεν εξέτασε αυτή την πλευρά του λόγου ακυρώσεως περί ηθελημένου χαρακτήρα της παραβάσεως. Αφού συμπέρανε ότι η Monte είχε ενεργήσει εκ προθέσεως, το Πρωτοδικείο όφειλε να εξετάσει ακόμη αν το στοιχείο αυτό μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως επιβαρυντική περίσταση δυνάμενη να επιφέρει επιβάρυνση της κυρώσεως. Κατά τη Monte, η διαπίστωση του ηθελημένου χαρακτήρα της παραβάσεως αποτελεί στοιχείο σημαντικό για την αξιολόγηση της εγγενούς σοβαρότητας της παραβάσεως και, άρα, του ύψους της χρηματικής κυρώσεως. Η παράλειψη του Πρωτοδικείου να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό ισοδυναμεί, επομένως, με πλημμελή αιτιολόγηση της αποφάσεως.

203.
    Η Επιτροπή κατ' αρχάς τονίζει ότι τα σημεία τα οποία θίγει η Monte δεν ασκούν πράγματι επιρροή, ενώ κανένα επιχείρημα δεν αφορά τις σκέψεις 365 έως 374, στις οποίες το Πρωτοδικείο λαμβάνει επιμελώς υπόψη το πρόβλημα των αποτελεσμάτων. Μεγάλη σημασία αρμόζει επίσης στη σκέψη 386 που, υπό το πρίσμα και της σκέψεως 385 (της μόνης την οποία κατονομάζει η Monte), δείχνει ότι το Πρωτοδικείο ενέκρινε τόσο τον κατάλογο των περιστάσεων τις οποίες είχε λάβει η Επιτροπή, περιλαμβανομένης και της ελαφρυντικής περιστάσεως ότι οι πρωτοβουλίες για τις τιμές σε γενικές γραμμές δεν επέτυχαν τον σκοπό τους, όσο και το ύψος του προστίμου το οποίο αποφάσισε συνεκτιμώντας τις περιστάσεις αυτές.

204.
    Ακολούθως, στη σκέψη 254, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, για ν' αποδειχθεί η ζημία που επήλθε στο μεταξύ κρατών μελών εμπόριο, έπρεπε να ληφθούν υπόψη τα αποτελέσματα της συμπράξεως και όχι τα αποτελέσματα που οφείλοντο στη συμμετοχή κάθε επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Συναφώς, η Επιτροπή παρατηρεί ότι συναφώς πρέπει να επαληθευθεί η ύπαρξη μιας από τις προϋποθέσεις της παραβάσεως. Αντιθέτως, η συλλογιστική αυτή του Πρωτοδικείου ουδόλως αποδεικνύει ότι η ατομική ευθύνη της επιχειρήσεως προς επιμέτρηση του προστίμου δεν εκτιμήθηκε ορθά.

205.
    Τέλος, ως προς τα επιχειρήματα ότι δεν ελήφθη υπόψη η δυνατότητα να αποσπασθεί απόφαση απαλλαγής της συμπράξεως κατά το άρθρο 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης και ότι δεν εκτιμήθηκε αν ο ηθελημένος χαρακτήρας της παραβάσεως μπορούσε να συνιστά επιβαρυντική περίσταση, η Επιτροπή διατείνεται ότι δεν προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτοδικείου και ότι, επομένως, είναι απαράδεκτα δυνάμει του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο τόνισε επανειλημμένα την ιδιαίτερη σοβαρότητα της συμπράξεως, οπότε το θέμα ότι η παράβαση ήταν κατ' ουσίαν απαλλάξιμη δεν ετίθετο καν.

206.
    Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι, όπως ρητώς προκύπτει από τις σκέψεις 369, 371 και 372 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι δικαίως η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη την περιορισμένη έκταση των αποτελεσμάτων της παραβάσεως επί της εξελίξεως των τιμών που χρεώνονταν στους διαφόρους πελάτες. Επομένως, η σχετική αιτίαση της Monte είναι αβάσιμη.

207.
    Δεύτερον, είναι μεν αληθές ότι, κατά τη νομολογία, άπαξ μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, πρέπει να εξετάζεται η σχετική βαρύτητα της συμμετοχής καθεμιάς απ' αυτές (βλ. σχετικώς προαναφερθείσα απόφαση Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 622), το Πρωτοδικείο όμως διαπίστωσε, στη σκέψη 361 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή είχε ορθώς εκτιμήσει τον ρόλο που διαδραμάτισε στην παράβαση η Monte και ότι καλώς είχε στηριχθεί σ' αυτόν τον ρόλο προς επιμέτρηση του προστίμου το οποίο επέβαλε στη Monte. Δεν μπορεί, επομένως, να προσαφθεί στο Πρωτοδικείο ότι υπέπεσε σχετικώς σε πλάνη περί το δίκαιον.

208.
    Τρίτον, η αιτίαση ότι δεν ερευνήθηκε αν η σύμπραξη μπορούσε να τύχει απαλλαγής δυνάμει του άρθρου 85, παράγραφος 3, της Συνθήκης είναι απαράδεκτη, ως νέος ισχυρισμός που μεταβάλλει το αντικείμενο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαφοράς, κατά παράβαση του άρθρου 113, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

209.
    Τέταρτον και τελευταίον, από τη σκέψη 362 της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά το Πρωτοδικείο, τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, με την εγγενή τους σοβαρότητα, προδίδουν ότι η Monte δεν είχε ενεργήσει από απερισκεψία, ούτε καν από αμέλεια, αλλ' εκ προθέσεως. Είναι, επομένως, προφανές ότι, αποφαινόμενο επί του επιβληθέντος στη Monte προστίμου, το Πρωτοδικείο έλαβε υπόψη τον ηθελημένο χαρακτήρα της παραβάσεως ως επιβαρυντική περίσταση, οπότε η επίκριση της Monte είναι αστήρικτη.

210.
    Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως πρέπει επίσης ν' απορριφθεί.

211.
    Επειδή κανένας από τους λόγους αναιρέσεως της Monte δεν έγινε δεκτός, η αίτηση αναιρέσεως πρέπει ν' απορριφθεί στο σύνολό της.

Επί των δικαστικών εξόδων

212.
    Σύμφωνα με το άρθρο 69, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, που εφαρμόζεται στη διαδικασία αναιρέσεως δυνάμει του άρθρου 118, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρξε σχετικό αίτημα. Επειδή η Monte ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα. Η DSΜ φέρει τα δικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)    Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.

2)    Καταδικάζει τη Montecatini SpA στα δικαστικά έξοδα.

3)    Η DSM NV φέρει τα δικά της έξοδα.

Kapteyn
Hirsch
Mancini

Murray

Ragnemalm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 8 Ιουλίου 1999.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος του έκτου τμήματος

R. Grass

P. J. G. Kapteyn


1: Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.