Language of document : ECLI:EU:C:2024:111

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 8ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Ρήτρα 5 – Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον δημόσιο τομέα – Διαδοχικές συμβάσεις – Απαγόρευση μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου – Διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις στρατιωτικές σχολές»

Στην υπόθεση C‑278/23 [Biltena] (i),

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία), με απόφαση της 27ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Μ., υπό την ιδιότητα του διαδόχου του R.,

κατά

Ministero della Difesa,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 (στο εξής: συμφωνία-πλαίσιο) και έχει προσαρτηθεί στην οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ 1999, L 175, σ. 43).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του M., ως καθολικού διαδόχου του R., και του Ministero della Difesa (Υπουργείου Άμυνας, Ιταλία) (στο εξής: Υπουργείο) σχετικά με τις συνέπειες που πρέπει να αντληθούν από τη διαδοχική σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου μεταξύ του R. και του Υπουργείου Άμυνας κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 1987 και 2007.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι, η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων. Αναγνωρίζουν επίσης ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων.»

4        Το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου έχει ως εξής:

«Η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων. Η συμφωνία αυτή αναδεικνύει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις, καθώς και για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε μια βάση αποδοχής από τους εργοδότες και τους εργαζομένους.»

5        Τα σημεία 6 έως 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου έχουν ως ακολούθως:

«6.      εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή εργασιακών σχέσεων και συμβάλλουν στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων και βελτιώνουν την απόδοση·

7.      εκτιμώντας ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει αντικειμενικών λόγων είναι ένας τρόπος για να προληφθεί η κατάχρηση·

8.      εκτιμώντας ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους·

[…]

10.      εκτιμώντας ότι η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη μέλη και τους κοινωνικούς εταίρoυς για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της, των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος μέλος, και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχιακής φύσης.»

6        Η ρήτρα 2 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στο σημείο 1 τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»

7        Η ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει τα ακόλουθα:

«Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας,

1.      ως “εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, η ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος.»

8        Η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, με τίτλο «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται “διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

9        Το άρθρο 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 1999/70 προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία το αργότερο στις 10 Ιουλίου 2001 ή διασφαλίζουν, το αργότερο την ημερομηνία αυτή, ότι οι κοινωνικοί εταίροι λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα μέσω συμφωνίας, τα δε κράτη μέλη οφείλουν να λαμβάνουν κάθε απαραίτητο μέτρο που να τους επιτρέπει ανά πάσα στιγμή να είναι σε θέση να διασφαλίζουν τα αποτελέσματα που επιβάλλει η παρούσα οδηγία. Ενημερώνουν αμέσως σχετικά την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή.»

 Το ιταλικό δίκαιο

10      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, του legge n. 1023 – Conferimento di incarichi a docenti civili per l’insegnamento di materie non militari presso scuole, Istituti ed enti della Marina e dell’Aeronautica (νόμου 1023, περί αναθέσεως καθηκόντων σε πολιτικούς διδάσκοντες για τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων σε σχολές, ιδρύματα και οντότητες του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας), της 15ης Δεκεμβρίου 1969 (GURI αριθ. 6, της 8ης Ιανουαρίου 1970, σ. 111), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος 1023/1969), προέβλεπε τα εξής:

«Η διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις σχολές, τα ιδρύματα και τις οντότητες που απαριθμούνται στο άρθρο 1, πρώτο εδάφιο, μπορεί να παρέχεται, μέσω ετησίων συμβάσεων, από προσωπικό που προέρχεται από τους μόνιμους ή μη μόνιμους διδάσκοντες κρατικών ιδρυμάτων και σχολών, υπό την επιφύλαξη της μη προβολής αντιρρήσεων εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας, καθώς και από τους τακτικούς, διοικητικούς και στρατιωτικούς, δικαστές και τους εν ενεργεία πολιτικούς υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης ή από προσωπικό εκτός της δημόσιας διοίκησης. Οι μόνιμοι διδάσκοντες που παρέχουν τη διδασκαλία που αναφέρεται στο άρθρο 1 για το σύνολο του ωραρίου των μαθημάτων, μπορούν επίσης να απασχολούνται με απόσπαση.»

11      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του νόμου 1023/1969 προέβλεπε ότι τα κριτήρια και οι διαδικασίες επιλογής των διδασκόντων και καθορισμού της αμοιβής τους καθορίζονταν με υπουργική απόφαση.

12      Ο νόμος 1023/1969 καταργήθηκε με το άρθρο 2268, παράγραφος 1, σημείο 629, του decreto legislativo n. 66 sul Codice dell’ordinamento militare (νομοθετικού διατάγματος 66, περί του Κώδικα των Ενόπλων Δυνάμεων), της 15ης Μαρτίου 2010 (GURI αριθ. 106, της 8ης Μαΐου 2010) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 66/2010).

13      Σύμφωνα με το άρθρο 1531, παράγραφος 1, του νομοθετικού διατάγματος 66/2010, σχετικά με την ανάθεση σε μη στρατιωτικούς διδάσκοντες καθηκόντων διδασκαλίας μη στρατιωτικών μαθημάτων σε σχολές, ιδρύματα και οντότητες των ενόπλων δυνάμεων, παραμένει ωστόσο δυνατή η ανάθεση καθηκόντων διδασκαλίας για μη στρατιωτικά μαθήματα μέσω ετήσιων συμβάσεων οι οποίες συνάπτονται με προσωπικό εκτός της δημόσιας διοίκησης.

14      Το άρθρο 1 του Decreto ministeriale – Conferimento di incarichi a docenti civili per l’insegnamento di materie non militari presso scuole, Istituti ed enti della Marina e dell’Aeronautica (υπουργικού διατάγματος περί αναθέσεως σε πολιτικούς διδάσκοντες καθηκόντων διδασκαλίας μη στρατιωτικών μαθημάτων σε σχολές, ιδρύματα και οντότητες του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας), της 20ής Δεκεμβρίου 1971 (GURI αριθ. 322, της 15ης Δεκεμβρίου 1973, σ. 8211, στο εξής: υπουργικό διάταγμα του 1971), που εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του νόμου 1023/1969, ορίζει τα εξής:

«Η διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις σχολές, τα ιδρύματα και τις οντότητες του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας, που αναφέρονται στον νόμο [1023/1969], μπορεί να παρέχεται, μέσω ετησίων συμβάσεων, από προσωπικό που προέρχεται από τους μόνιμους ή μη μόνιμους διδάσκοντες κρατικών ιδρυμάτων και σχολών, υπό την επιφύλαξη της μη προβολής αντιρρήσεων εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας, καθώς και από τους τακτικούς, διοικητικούς και στρατιωτικούς δικαστές και τους εν ενεργεία πολιτικούς υπαλλήλους της δημόσιας διοίκησης ή από προσωπικό εκτός της δημόσιας διοίκησης. Οι μόνιμοι διδάσκοντες που παρέχουν τη διδασκαλία που αναφέρεται στον νόμο [1023/1969] για το σύνολο του ωραρίου των μαθημάτων, μπορούν επίσης να απασχολούνται με απόσπαση.»

15      Σύμφωνα με το άρθρο 4 του ανωτέρω υπουργικού διατάγματος, οι προβλεπόμενες αποδοχές μειώνονται κατά το ένα τρίτο για τη δεύτερη ανάθεση καθηκόντων σε διδάσκοντα εκτός της δημόσιας διοίκησης.

16      Το άρθρο 6 του υπουργικού διατάγματος του 1971 όριζε τα εξής:

«Το εκτός της δημόσιας διοίκησης προσωπικό, στο οποίο ανατίθενται καθήκοντα διδασκαλίας για ολόκληρο το ακαδημαϊκό έτος, δικαιούται τα πρόσθετα επιδόματα και υπάγεται στο καθεστώς συνταξιοδότησης, κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας που προβλέπονται για τους διδάσκοντες στα ιδρύματα και τις σχολές που υπάγονται στο Υπουργείο Παιδείας, μόνον για το διάστημα πραγματικής παροχής της υπηρεσίας.»

17      Το άρθρο 7 του ίδιου υπουργικού διατάγματος ορίζει τα εξής:

«Τα καθήκοντα διδασκαλίας ανατίθενται για μέγιστο διάστημα ενός ακαδημαϊκού έτους.»

18      Το υπουργικό διάταγμα του 1971 καταργήθηκε, δυνάμει του άρθρου 2269, παράγραφος 1, σημείο 204, του νομοθετικού διατάγματος 66/2010.

19      Το άρθρο 1 του decreto legislativo n. 368 – Attuazione della direttiva 1999/70/CE relativa all’accordo quadro sul lavoro a tempo determinato concluso dall’UNICE, dal CEEP e dal CES (νομοθετικού διατάγματος 368, περί μεταφοράς στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 1999/70/ΕΚ σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP), της 6ης Σεπτεμβρίου 2001 (GURI αριθ. 235, της 9ης Οκτωβρίου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 368/2001), προέβλεπε, κατά τρόπο γενικό, τη δυνατότητα να καθορίζεται χρόνος λήξης της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας για λόγους τεχνικούς, παραγωγικούς, οργανωτικούς ή αντικατάστασης.

20      Το άρθρο 4 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«1.      Η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου μπορεί να παραταθεί με τη συναίνεση του εργαζομένου μόνον όταν η αρχική διάρκεια της σύμβασης είναι μικρότερη των τριών ετών. Στην περίπτωση αυτή, παράταση χωρεί μόνον άπαξ και υπό την προϋπόθεση ότι είναι αναγκαία για αντικειμενικούς λόγους και ότι πρόκειται για την ίδια εργασία με εκείνη για την οποία συνήφθη η σύμβαση ορισμένου χρόνου. Όσον αφορά αποκλειστικά αυτή την περίπτωση, η συνολική διάρκεια της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μπορεί να υπερβαίνει τα τρία έτη.

2.      Το βάρος αποδείξεως της συνδρομής αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν ενδεχόμενη παράταση της διάρκειας φέρει ο εργοδότης.»

21      Το άρθρο 5, παράγραφος 4, του νομοθετικού διατάγματος 368/2001 ορίζει τα εξής:

«Σε περίπτωση κατά την οποία έχουν συναφθεί δύο διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, υπό την έννοια ότι έχουν συναφθεί χωρίς διακοπή μεταξύ τους, η σχέση εργασίας λογίζεται ως αορίστου χρόνου από την ημερομηνία σύναψης της πρώτης σύμβασης.»

22      Κατά το άρθρο 36 του decreto legislativo n. 165 – Norme generali sull’ordinamento del Lavoro alle dipendenze delle amministrazioni pubbliche (νομοθετικού διατάγματος 165, περί γενικών κανόνων για την εξαρτημένη εργασία στη δημόσια διοίκηση), της 30ής Μαρτίου 2001 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 106, της 9ης Μαΐου 2001), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης:

«1.      Για την κάλυψη των τακτικών αναγκών της, η δημόσια διοίκηση προσλαμβάνει προσωπικό αποκλειστικώς με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου […]

2.      Για την κάλυψη πρόσκαιρων και έκτακτων αναγκών, η δημόσια διοίκηση δύναται να προσφεύγει στις ευέλικτες μορφές συμβάσεων προσλήψεως και απασχολήσεως προσωπικού που προβλέπονται από τον αστικό κώδικα και τους νόμους περί σχέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις […]

[…]

5.      Εν πάση περιπτώσει και υπό την επιφύλαξη οποιασδήποτε ευθύνης και κυρώσεως που μπορεί να προκύψει, η παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου που αφορούν την εκ μέρους της δημόσιας διοικήσεως πρόσληψη ή απασχόληση εργαζομένων δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την κατάρτιση συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου με τη δημόσια διοίκηση. Ο εργαζόμενος στην περίπτωση αυτήν δικαιούται να ζητήσει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την παροχή εργασίας κατά παράβαση διατάξεων αναγκαστικού δικαίου. […]

[…]»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

23      Από το 1987 έως το 2007 ο R. δίδασκε ηλεκτρονικά και τηλεπικοινωνίες, που δεν είναι στρατιωτικά μαθήματα, στην Aeronautica Militare (Πολεμική Αεροπορία, Ιταλία) δυνάμει συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες αρχικά ανανεώνονταν ετησίως και από το 2004 ανά εξάμηνο.

24      Κατά τη λήξη της τελευταίας συμβάσεως ορισμένου χρόνου, άσκησε ενώπιον του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης, Ιταλία) αγωγή κατά του Υπουργείου, με την οποία ζητούσε να κηρυχθεί παράνομη η σύναψη των εν λόγω συμβάσεων ορισμένου χρόνου και να του καταβληθεί αποζημίωση.

25      Το δικαστήριο αυτό δέχθηκε την αγωγή και έκρινε παράνομες τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του νομοθετικού διατάγματος 368/2001, με την αιτιολογία ότι οι συμβάσεις αυτές δεν προσδιόριζαν τεχνικούς, οργανωτικούς, σχετικούς με την αντικατάσταση ή την παραγωγή λόγους, ικανούς να δικαιολογήσουν την ορισμένου χρόνου διάρκεια των συμβάσεων αυτών. Επιπλέον, υποχρέωσε το Υπουργείο να καταβάλει στον R. αποζημίωση ίση με δεκαπέντε μηνιαίους μισθούς.

26      Το Υπουργείο άσκησε έφεση κατά της αποφάσεως του Tribunale di Roma (πρωτοδικείου Ρώμης) ενώπιον του Corte d’appello di Roma (εφετείου Ρώμης, Ιταλία), υποστηρίζοντας ότι μεταξύ των διαδίκων υφίστατο σχέση ανεξάρτητης και όχι εξαρτημένης εργασίας, με αποτέλεσμα να μην έχει εφαρμογή το νομοθετικό διάταγμα 368/2001. Κατά το Υπουργείο, η υπόθεση της κύριας δίκης διέπεται από τις διατάξεις του νόμου 1023/1969 και του υπουργικού διατάγματος του 1971, οι οποίες επιτρέπουν την ανάθεση ετήσιας διδασκαλίας σε εκπαιδευτικούς εκτός της δημόσιας διοίκησης.

27      Το Corte d’appello di Roma (εφετείο Ρώμης) επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση όσον αφορά την ύπαρξη σχέσεως εξαρτημένης εργασίας μεταξύ του R. και του Υπουργείου, ιδίως λόγω των συμβατικών όρων που αφορούν τη χορήγηση του δέκατου τρίτου μηνιαίου μισθού, τις άδειες μετ’ αποδοχών, τις αποζημιώσεις λόγω απόλυσης, τα οικογενειακά επιδόματα καθώς και την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο εξαφάνισε την απόφαση αυτή κατά τα λοιπά, κρίνοντας ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση διεπόταν από ειδικούς κανόνες, στηριζόμενους στην ιδιαίτερη φύση των σχολών του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας, καθώς και στις ειδικές ικανότητες των εκτός δημόσιας διοίκησης εκπαιδευτικών οι οποίοι εργάζονται στις σχολές αυτές.

28      Ο R. άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως του Corte d’appello di Roma (εφετείου Ρώμης) ενώπιον του Corte suprema di cassazione (Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

29      Το τελευταίο αυτό δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, η σχέση εργασίας που δημιουργείται με προσωπικό εκτός της δημόσιας διοίκησης, βάσει ετήσιων συμβάσεων, έχει χαρακτήρα σχέσης εξαρτημένης εργασίας.

30      Όσον αφορά την παράνομη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος δικαιούται μόνον αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη, σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 5, του νομοθετικού διατάγματος 165, της 30ής Μαρτίου 2001, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο της διαφοράς της κύριας δίκης, η δε μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου απαγορεύεται από την ίδια διάταξη, η οποία κρίθηκε σύμφωνη με το δίκαιο της Ένωσης από το Δικαστήριο με την απόφασή του της 7ης Μαρτίου 2018 στην υπόθεση Santoro (C‑494/16, EU:C:2018:166).

31      Παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο έχει ήδη εκδώσει σειρά αποφάσεων σχετικά με τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου εντός της δημόσιας διοίκησης, μεταξύ των οποίων, ανάμεσα σε άλλες, τις αποφάσεις της 4ης Ιουλίου 2006, Adeneler κ.λπ. (C‑212/04, EU:C:2006:443), της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Marrosu και Sardino (C‑53/04, EU:C:2006:517), της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557), της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ. (C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401), καθώς και της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto (C‑331/17, EU:C:2018:859), το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να υποβάλει ερώτημα στο Δικαστήριο, δεδομένου ότι, κατά την άποψή του, υπάρχουν αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου όσον αφορά τις στρατιωτικές σχολές, τα στρατιωτικά ιδρύματα και τις στρατιωτικές οντότητες.

32      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει η ρήτρα 5 […] της συμφωνίας πλαισίου […] την έννοια ότι αντιτίθεται σε αυτήν εθνική ρύθμιση, όπως η ιταλική ρύθμιση του άρθρου 2, παράγραφος 1, του νόμου [1023/1969] και του άρθρου 1 του υπουργικού διατάγματος [του 1971], η οποία προβλέπει την ετήσια ανάθεση καθηκόντων (κατά την έννοια του άρθρου 7, του υπουργικού διατάγματος [του 1971], “περί μέγιστης διάρκειας του ακαδημαϊκού έτους”) για τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις σχολές, τα ιδρύματα και τις οντότητες του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας, σε πολιτικό προσωπικό εκτός της δημόσιας διοίκησης, χωρίς να μνημονεύει τους αντικειμενικούς λόγους που δικαιολογούν την ανανέωση των εν λόγω συμβάσεων (η οποία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 4 του προμνησθέντος υπουργικού διατάγματος, μέσω της πρόβλεψης της μείωσης των αποδοχών κατά τη δεύτερη ανάθεση καθηκόντων), τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και τον μέγιστο αριθμό ανανεώσεων, και χωρίς να προβλέπει τη δυνατότητα των διδασκόντων να αξιώσουν την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν λόγω τέτοιων ανανεώσεων, ελλείψει, εξάλλου, διαδικασίας μονιμοποίησης των διδασκόντων στις εν λόγω σχολές;

2)      Συνιστούν οι οργανωτικές ανάγκες του συστήματος των ιδρυμάτων, των σχολών και των οντοτήτων του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας αντικειμενικούς λόγους, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, [της συμφωνίας-πλαισίου], οι οποίοι καθιστούν συμβατή με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης κανονιστική ρύθμιση όπως η προμνησθείσα ιταλική ρύθμιση, η οποία, όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων διδασκαλίας σε προσωπικό εκτός των εν λόγω στρατιωτικών ιδρυμάτων, σχολών και οντοτήτων, δεν καθορίζει προϋποθέσεις για τη χρησιμοποίηση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, σύμφωνα με την οδηγία [1999/70] και τη συμφωνία πλαίσιο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας αυτής ούτε προβλέπει δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

33      Κατά το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία ή όταν δεν υπάρχει καμία εύλογη αμφιβολία ως προς την απάντηση που προσήκει σε τέτοιο ερώτημα, το Δικαστήριο, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, μπορεί οποτεδήποτε να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

34      Η εν λόγω διάταξη έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση.

35      Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία είναι σκόπιμο να συνεξεταστούν, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αφενός, αν η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε αυτήν εθνική ρύθμιση η οποία εξαιρεί το πολιτικό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις στρατιωτικές σχολές από την εφαρμογή των κανόνων οι οποίοι αποσκοπούν στην επιβολή κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου και, αφετέρου, κατά πόσον οι οργανωτικές ανάγκες των σχολών αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν ως «αντικειμενικοί λόγοι» που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου.

36      Καταρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από το γράμμα της ρήτρας 2, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας αυτής πρέπει να νοείται κατά τρόπο ευρύ, δεδομένου ότι αναφέρεται γενικώς στους «εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος». Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια των «εργαζομένων ορισμένου χρόνου», κατά τη ρήτρα 3, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου, καταλαμβάνει το σύνολο των εργαζομένων, χωρίς να κάνει διάκριση ανάλογα με τον δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα του εργοδότη με τον οποίο συνδέονται (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Καθόσον η συμφωνία-πλαίσιο δεν αποκλείει κανέναν συγκεκριμένο κλάδο από το πεδίο εφαρμογής της, έχει, συνεπώς, εφαρμογή και στο προσωπικό που προσλαμβάνεται στον τομέα της παρεχόμενης σε δημόσια ιδρύματα εκπαίδευσης (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ρητώς ότι οι έννομες σχέσεις με το πολιτικό προσωπικό που προσλαμβάνεται για τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων σε σχολές, ιδρύματα και οντότητες του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας έχουν χαρακτήρα εξαρτημένης εργασίας. Επομένως, εργαζόμενος όπως ο R. εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου.

39      Όσον αφορά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, υπενθυμίζεται ότι η ρήτρα αυτή επιδιώκει την επίτευξη ενός από τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου και συγκεκριμένα τη δημιουργία ορισμένου πλαισίου για τις διαδοχικές συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες θεωρούνται δυνητικά πηγή καταχρήσεων σε βάρος των εργαζομένων, προβλέποντας τη θέσπιση ορισμένων διατάξεων ελάχιστης προστασίας, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέρχονται οι μισθωτοί σε κατάσταση αβεβαιότητας (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Πράγματι, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας‑πλαισίου, καθώς και από τα σημεία 6 έως 8 των γενικών παρατηρήσεων αυτής, η εξασφάλιση της σταθερότητας στην απασχόληση θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, οι δε συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41      Προκειμένου να αποτρέψει την κατάχρηση των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας‑πλαισίου επιβάλλει στα κράτη μέλη τη λήψη ενός τουλάχιστον πραγματικού και δεσμευτικού μέτρου από αυτά που απαριθμεί, εφόσον το εθνικό τους δίκαιο δεν περιλαμβάνει ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Ως εκ τούτου, τα τρία συνολικώς μέτρα που απαριθμούνται στο σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της εν λόγω ρήτρας αφορούν, αντιστοίχως, την ύπαρξη αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, τη μέγιστη συνολική διάρκεια αυτών των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και τον μέγιστο αριθμό των ανανεώσεών τους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Ως προς το ζήτημα αυτό, τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, καθώς έχουν την ευχέρεια είτε να λάβουν ένα ή περισσότερα από τα μέτρα που απαριθμούνται στη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχεία αʹ έως γʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου είτε, ακόμη, να αρκεστούν σε υφιστάμενα ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα. Επομένως, η ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου επιτάσσει στα κράτη μέλη την επίτευξη ενός γενικού σκοπού, δηλαδή την πρόληψη τέτοιων καταχρηστικών πρακτικών, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να επιλέξουν τα μέσα για την επίτευξή του, υπό την προϋπόθεση ότι με αυτά δεν θα διακυβεύεται ο σκοπός της συμφωνίας-πλαισίου και δεν θα περιορίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα αυτής (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψεις 33 και 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Όπως προκύπτει από τη ρήτρα 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου και σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο του προοιμίου της, καθώς και με τα σημεία 8 και 10 των γενικών παρατηρήσεών της, τα κράτη μέλη έχουν την ευχέρεια, εντός του πλαισίου εφαρμογής της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου και εφόσον τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά, να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες των συγκεκριμένων κλάδων δραστηριοτήτων ή/και ορισμένων κατηγοριών εργαζομένων (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 35 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

44      Εξάλλου, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν προβλέπει συγκεκριμένες κυρώσεις για την περίπτωση που παρά ταύτα διαπιστώνονται καταχρηστικές πρακτικές. Σε μια τέτοια περίπτωση, απόκειται στις εθνικές αρχές να λαμβάνουν μέτρα που πρέπει να είναι όχι μόνο σύμφωνα προς την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που έχουν θεσπισθεί κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας-πλαισίου (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

45      Βεβαίως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, κατ’ ουσίαν, ότι μια εθνική νομοθετική ρύθμιση που προβλέπει επιτακτικό κανόνα κατά τον οποίο, σε περίπτωση καταχρηστικής χρησιμοποίησης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, οι εν λόγω συμβάσεις μετατρέπονται σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου ενδέχεται να περιέχει μέτρο το οποίο πράγματι επιβάλλει κυρώσεις για την εν λόγω κατάχρηση (απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F. A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Εντούτοις, η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Πράγματι, η ρήτρα 5, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου καταλείπει καταρχήν στα κράτη μέλη τη μέριμνα να καθορίζουν τις συνθήκες υπό τις οποίες οι συμβάσεις ή οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου χαρακτηρίζονται ως αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, η συμφωνία-πλαίσιο δεν ορίζει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να γίνεται χρήση συμβάσεων αορίστου χρόνου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Ως εκ τούτου, προκειμένου να μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με τη συμφωνία‑πλαίσιο εθνική ρύθμιση όπως η επίδικη στην υπόθεση της κύριας δίκης, η οποία απαγορεύει τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, πρέπει η εσωτερική έννομη τάξη του οικείου κράτους μέλους να προβλέπει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποφυγή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και, ενδεχομένως, την επιβολή κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Scioto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 83 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

48      Εξάλλου, σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, δεν επιβάλλεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν περισσότερα του ενός μέτρα, προβλέποντας επιπλέον, πέραν της μετατροπής της σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, και δικαίωμα αποκατάστασης της ζημίας (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F. A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 41 και 45).

49      Όσον αφορά την αποκατάσταση της προκληθείσας ζημίας ως μέτρο αποτελεσματικής κύρωσης της καταχρηστικής σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, η αρχή της αποκατάστασης και η αρχή της αναλογικότητας επιβάλλουν στα κράτη μέλη να προβλέπουν προσήκουσα αποκατάσταση της ζημίας, η οποία να μην είναι μια αμιγώς συμβολική αποζημίωση, χωρίς ωστόσο και να υπερβαίνει τα όρια της πλήρους αποκατάστασης (πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Rossato και Conservatorio di Musica F. A. Bonporti, C‑494/17, EU:C:2019:387, σκέψεις 42 και 43).

50      Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, αφενός, δεν επιβάλλει, για την καταχρηστική χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου από εργοδότη ο οποίος υπάγεται στον δημόσιο τομέα, την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως στον οικείο εργαζόμενο προς αντιστάθμιση της μη μετατροπής της σχέσεως εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά η οποία, αφετέρου, προβλέπει τη χορήγηση αποζημιώσεως κυμαινόμενης μεταξύ 2,5 και 12 μηνιαίων μισθών υπολογιζομένων βάσει των τελευταίων μηνιαίων αποδοχών του εν λόγω εργαζομένου, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα του εργαζομένου να λάβει πλήρη αποζημίωση εάν αποδείξει ότι απώλεσε άλλες ευκαιρίες ανευρέσεως εργασίας, υπό την προϋπόθεση ότι η ρύθμιση αυτή συνοδεύεται από μηχανισμό κυρώσεων αποτελεσματικού και αποτρεπτικού χαρακτήρα, όπερ εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Santoro, C‑494/16, EU:C:2018:166, σκέψη 54).

51      Επομένως, εφόσον, εν προκειμένω, αποδειχθεί ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική νομοθετική ρύθμιση δεν προβλέπει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποτροπή και την πάταξη των καταχρηστικών πρακτικών που έχουν ενδεχομένως διαπιστωθεί εις βάρος του οικείου διδακτικού προσωπικού, μια τέτοια κατάσταση θα ήταν ικανή να θίξει τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 85)

52      Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφαίνεται επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου, καθόσον τούτο αποτελεί έργο αποκλειστικά των αρμόδιων εθνικών δικαστηρίων. Το Δικαστήριο, πάντως, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δύναται να παράσχει διευκρινίσεις ώστε να καθοδηγήσει το αιτούν δικαστήριο κατά την εκτίμησή του ως προς το αν οι απαιτήσεις της ρήτρας 5 της συμφωνίας-πλαισίου πληρούνται από τις διατάξεις της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2021, Obras y Servicios Públicos και Acciona Agua, C‑550/19, EU:C:2021:514, σκέψεις 50 και 52).

53      Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει, αφενός, ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνική ρύθμιση επιτρέπει την πρόσληψη πολιτικού προσωπικού, για τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις σχολές του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας, με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να προβλέπει κανένα από τα όρια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχεία βʹ και γʹ, της συμφωνίας-πλαισίου όσον αφορά τη μέγιστη συνολική διάρκεια των συμβάσεων ή τον αριθμό των ανανεώσεών τους και, αφετέρου, ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που έχουν συναφθεί στον τομέα της εκπαίδευσης εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των εθνικών διατάξεων που επιτρέπουν τη μετατροπή τέτοιων συμβάσεων, οι οποίες έχουν συναφθεί διαδοχικώς για περίοδο υπερβαίνουσα ορισμένη διάρκεια, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, καθώς και, ενδεχομένως, την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω της μη μετατροπής τους.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να εξακριβωθεί αν η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στον τομέα της διδασκαλίας μη στρατιωτικών μαθημάτων από πολιτικό προσωπικό σε σχολές του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας μπορεί να δικαιολογηθεί από την ύπαρξη, στο εθνικό δίκαιο, αντικειμενικών λόγων, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, και, ειδικότερα, αν η ιδιαίτερη φύση των σχολών του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας καθώς και τα ειδικά προσόντα των διδασκόντων που απασχολούνται στις σχολές αυτές μπορεί να συνιστούν τέτοιον αντικειμενικό λόγο.

55      Πράγματι, όπως προκύπτει από το σημείο 7 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου, τα συμβαλλόμενα σε αυτή μέρη θεώρησαν ότι η χρήση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου βάσει «αντικειμενικών λόγων» αποτελεί μέσο αποτροπής καταχρηστικών πρακτικών (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 92 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

56      Όσον αφορά την έννοια των «αντικειμενικών λόγων», κατά τη ρήτρα 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου, η έννοια αυτή αφορά ακριβείς και συγκεκριμένες περιστάσεις οι οποίες χαρακτηρίζουν συγκεκριμένη δραστηριότητα και οι οποίες, κατά συνέπεια, μπορούν να δικαιολογήσουν, στο ειδικό αυτό πλαίσιο, τις διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι περιστάσεις αυτές μπορούν να οφείλονται μεταξύ άλλων στην ιδιαίτερη φύση των καθηκόντων για την εκτέλεση των οποίων έχουν συναφθεί οι ως άνω συμβάσεις και στα εγγενή χαρακτηριστικά των καθηκόντων αυτών ή, ενδεχομένως, στην επιδίωξη ενός θεμιτού σκοπού κοινωνικής πολιτικής εκ μέρους ενός κράτους μέλους (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

57      Αντιθέτως, μια εθνική νομοθετική ρύθμιση η οποία απλώς θα επέτρεπε γενικά και αφηρημένα, μέσω κανόνα προβλεπομένου σε νόμο ή κανονιστική πράξη, τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου δεν θα ήταν σύμφωνη προς τις απαιτήσεις που προσδιορίστηκαν στην προηγούμενη σκέψη. Ειδικότερα, μια τέτοια ρύθμιση δεν καθιστά δυνατή τη συναγωγή αντικειμενικών και διαφανών κριτηρίων προκειμένου να ελεγχθεί αν η ανανέωση των συμβάσεων αυτών ανταποκρίνεται πράγματι σε μια γνήσια ανάγκη, είναι πρόσφορη προς επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και αναγκαία προς τούτο. Μια τέτοια ρύθμιση ενέχει συνεπώς πραγματικό κίνδυνο καταχρήσεως τέτοιων συμβάσεων και, ως εκ τούτου, δεν είναι συμβατή προς τον σκοπό και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 13ης Ιανουαρίου 2022, MIUR και Ufficio Scolastico Regionale per la Campania, C‑282/19, EU:C:2022:3, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Όσον αφορά ειδικότερα τον τομέα της εκπαίδευσης, είναι δυνατόν η κατάρτιση ενός ετήσιου προγράμματος μαθημάτων να δημιουργεί προσωρινές ανάγκες πρόσληψης, έτσι ώστε η προσωρινή απασχόληση εργαζομένου για την κάλυψη προσωρινών και συγκεκριμένων αναγκών του εργοδότη σε προσωπικό μπορεί καταρχήν να αποτελεί «αντικειμενικό λόγο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου (πρβλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 47 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Αντιθέτως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου μπορούν να ανανεώνονται με σκοπό την κατά τρόπο μόνιμο και διαρκή άσκηση, στις εν λόγω σχολές, καθηκόντων τα οποία εμπίπτουν στη συνήθη δραστηριότητα του οικείου κλάδου.

60      Επομένως, για την τήρηση της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας‑πλαισίου πρέπει να διαπιστώνεται συγκεκριμένα ότι η ανανέωση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου αποσκοπεί στην κάλυψη προσωρινών αναγκών και ότι διάταξη εθνικής νομοθεσίας όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν χρησιμοποιείται, στην πραγματικότητα, για να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εργοδότη σε προσωπικό (πρβλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2018, Sciotto, C‑331/17, EU:C:2018:859, σκέψη 50, και της 24ης Ιουνίου 2021, Obras y Servicios Públicos και Acciona Agua, C‑550/19, EU:C:2021:514, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

61      Όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με την ιδιαίτερη φύση των σχολών του πολεμικού ναυτικού και της πολεμικής αεροπορίας, επισημαίνεται ότι, μολονότι η διδασκαλία θεμάτων σχετικών με ευαίσθητα στρατιωτικά δεδομένα μπορεί να θεωρηθεί ως σκοπός άξιος συνταγματικής προστασίας, εντούτοις, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει με ποιον τρόπο ο σκοπός αυτός επιβάλλει στους εργοδότες του τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης να προσλαμβάνουν αποκλειστικώς προσωπικό ορισμένου χρόνου. Πράγματι, αφενός, πρόκειται για πολιτικό προσωπικό που καλείται να διδάξει μη στρατιωτικά θέματα και, αφετέρου, φαίνεται, εν πάση περιπτώσει, προσφορότερο, όσον αφορά την προστασία ευαίσθητων δεδομένων, να εξασφαλίζεται η αφοσίωση του προσωπικού με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου.

62      Όσον αφορά τις απαιτήσεις σχετικά με δεξιότητες του εν λόγω προσωπικού, η πρόσληψη του οποίου προϋποθέτει γνώσεις συχνά μεταβαλλόμενες και διαφοροποιούμενες, οι οποίες υπόκεινται σε συνεχή επικαιροποίηση λόγω της εξελίξεως των στρατιωτικών τεχνολογιών και του στρατιωτικού εξοπλισμού στον συγκεκριμένο τομέα, από τον φάκελο που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο δεν προκύπτει ούτε ότι τα μαθήματα που δίδασκε ο R. ήταν ειδικού χαρακτήρα ούτε ότι οι απαιτούμενες γνώσεις δημιουργούσαν προσωρινή μόνον ανάγκη για πρόσληψη προσωπικού.

63      Αντιθέτως, φαίνεται ότι οι διάφορες συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου με τις οποίες προσελήφθη ο R. οδήγησαν στην άσκηση παρόμοιων δραστηριοτήτων επί πολλά έτη, με αποτέλεσμα η εν λόγω σχέση εργασίας να μπορούσε να έχει καλύψει ανάγκη που δεν ήταν προσωρινή, αλλά διαρκής, πράγμα που απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να διαπιστώσει.

64      Συναφώς, εναπόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν, στον τομέα της στρατιωτικής εκπαίδευσης χορηγείται αποζημίωση για τη λύση της σχέσεως εργασίας στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, αν η αποζημίωση αυτή είναι επαρκής για την πρόληψη και, ενδεχομένως, την πάταξη των καταχρήσεων που προκύπτουν από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και αν μπορεί η εν λόγω αποζημίωση να χαρακτηριστεί ως «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο», κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

65      Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, στα υποβληθέντα ερωτήματα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαιρεί το πολιτικό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις στρατιωτικές σχολές από την εφαρμογή των κανόνων περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβάνει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποφυγή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, συμπεριλαμβανομένης ενδεχομένως της επιβολής κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή. Δεν μπορούν να συνιστούν «αντικειμενικούς λόγους» που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων με πολιτικό προσωπικό επιφορτισμένο με τη διδασκαλία τέτοιων μαθημάτων, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, λόγοι οι οποίοι σχετίζονται με τις οργανωτικές ανάγκες των σχολών αυτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

66      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (έβδομο τμήμα) διατάσσει:

Η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 και η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνίαπλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία εξαιρεί το πολιτικό προσωπικό που είναι επιφορτισμένο με τη διδασκαλία μη στρατιωτικών μαθημάτων στις στρατιωτικές σχολές από την εφαρμογή των κανόνων περί επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εφόσον η ρύθμιση αυτή δεν περιλαμβάνει άλλο αποτελεσματικό μέτρο για την αποφυγή της καταχρηστικής σύναψης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, συμπεριλαμβανομένης ενδεχομένως της επιβολής κυρώσεων για την κατάχρηση αυτή. Δεν μπορούν να συνιστούν «αντικειμενικούς λόγους» που δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων με πολιτικό προσωπικό επιφορτισμένο με τη διδασκαλία τέτοιων μαθημάτων, κατά την έννοια της ρήτρας 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, της εν λόγω συμφωνίας-πλαισίου, λόγοι οι οποίοι σχετίζονται με τις οργανωτικές ανάγκες των σχολών αυτών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.


i      H ονομασία της παρούσας υπόθεσης είναι πλασματική. Δεν αντιστοιχεί στο πραγματικό όνομα κανενός διαδίκου.