Language of document : ECLI:EU:T:2014:1000

Υπόθεση T‑521/09

Alstom Grid SAS

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των μετασχηματιστών ισχύος — Απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Συμφωνία για την κατανομή της αγοράς — Ανακοίνωση του 2002 περί συνεργασίας — Απαλλαγή από το πρόστιμο — Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα) της 27ης Νοεμβρίου 2014

1.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Προϋποθέσεις — Προσκομιδή αποδεικτικών στοιχείων που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 20 § 4 και 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, 1η περίπτωση, και 9)

2.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Προϋποθέσεις — Προσκομιδή αποδεικτικών στοιχείων που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων — Χρησιμοποίηση πληροφοριών που έχουν συγκεντρωθεί στη διάρκεια προγενέστερης έρευνας σχετικής με άλλη παράβαση — Επιτρέπεται

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 20 § 4 και 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, 1η περίπτωση, και 9)

3.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Προϋποθέσεις — Προσκομιδή αποδεικτικών στοιχείων που να παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων — Προϋπόθεση να μην έχει η Επιτροπή στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία κατά τον χρόνο που της προσκομίζονται τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, 1η περίπτωση, 9 και 11)

4.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Προϋποθέσεις — Σωρευτικός χαρακτήρας

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8, 1η περίπτωση, 9 και 11)

5.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Απαλλαγή από τα πρόστιμα — Προϋποθέσεις — Έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση κατόπιν της υποβολής αιτήσεως απαλλαγής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημεία 8 έως 11)

6.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία των επιχειρήσεων οι οποίες κατηγορούνται —Δεσμευτικός χαρακτήρας για την Επιτροπή — Παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης — Προϋποθέσεις

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής)

7.      Ανταγωνισμός — Πρόστιμα — Ύψος — Καθορισμός — Κριτήρια — Μη επιβολή προστίμου ή μείωσή του σε αντάλλαγμα για τη συνεργασία της επιχειρήσεως η οποία κατηγορείται — Διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες χωρεί απαλλαγή από το πρόστιμο και των περιπτώσεων στις οποίες χωρεί μείωσή του — Μερική απαλλαγή από το πρόστιμο — Προϋποθέσεις — Έκδοση της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση κατόπιν της υποβολής αιτήσεως απαλλαγής — Δεν ασκεί επιρροή

(Άρθρο 81 § 1 EK· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2· ανακοίνωση 2002/C 45/03 της Επιτροπής, σημείο 23, 2η περίπτωση, εδ. 3)

8.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση περί εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού — Υποχρέωση εξετάσεως όλων των πραγματικών και των νομικών στοιχείων τα οποία προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι — Δεν υφίσταται

(Άρθρα 81 ΕΚ και 253 ΕΚ)

1.      Στο πλαίσιο παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, οι παράγραφοι 8, στοιχείο α΄, και 9 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων θέτουν ως προϋποθέσεις, αφενός, η οικεία επιχείρηση να είναι η πρώτη που προσκομίζει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία τα οποία της παρέχουν τη δυνατότητα να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων όσον αφορά εικαζόμενη σύμπραξη που επηρεάζει την Ευρωπαϊκή Κοινότητα και, αφετέρου, η Επιτροπή να μην έχει, κατά τη χρονική στιγμή της προσκομιδής τους, στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να εκδώσει τέτοια απόφαση.

Συναφώς, προκειμένου να εκδώσει απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή οφείλει να εκθέσει πραγματικά περιστατικά τα οποία να μπορούν να τον δικαιολογήσουν. Για να δικαιολογείται η διενέργεια ελέγχων δεν είναι απαραίτητο τα έγγραφα τα οποία είχε κατασχέσει η Επιτροπή να θεμελιώνουν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την ύπαρξη παραβάσεως. Συγκεκριμένα, για την έκδοση αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχων κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003, αρκεί η Επιτροπή να έχει στη διάθεσή της σοβαρά και απτά στοιχεία και ενδείξεις που να εγείρουν υπόνοιες περί υπάρξεως παραβάσεως. Στο πλαίσιο αυτό, οι διάφορες ενδείξεις πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους, και μπορούν να αλληλοσυμπληρώνονται.

(βλ. σκέψεις 46, 52-54)

2.      Κατά την εφαρμογή της παραγράφου 9 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων, δεν εξετάζεται αν η Επιτροπή είχε ήδη στη διάθεσή της επαρκή στοιχεία προς θεμελίωση της υπάρξεως παράνομης συμπράξεως στο πλαίσιο αποφάσεώς της για τη διαπίστωση της υπάρξεως παραβάσεως και για την επιβολή προστίμου, αλλά πρέπει να εξετάζεται αποκλειστικώς και μόνον αν διέθετε επαρκή στοιχεία προς έκδοση αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχων κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού 1/2003.

Συναφώς, μολονότι οι πληροφορίες που συλλέγονται στη διάρκεια ελέγχων δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται για άλλους σκοπούς πέραν εκείνων στους οποίους αναφέρεται η απόφαση για τη διενέργεια των ελέγχων, τίποτε δεν εμποδίζει την Επιτροπή να εκδώσει νέα απόφαση για τη διενέργεια ελέγχων στηριζόμενη σε έγγραφα που γνώριζε επειδή είχαν κατασχεθεί στο πλαίσιο προγενέστερων ελέγχων σχετικών με εικαζόμενη παράβαση. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή λαμβάνει, στο πλαίσιο συγκεκριμένων ελέγχων, για πρώτη φορά γνώση εγγράφων από τα οποία προκύπτουν ενδείξεις για την ύπαρξη παραβάσεως που δεν καλυπτόταν από το αντικείμενο της αποφάσεως για τη διενέργεια των ελέγχων δεν προσδίδει στα έγγραφα αυτά τόσο απόλυτη προστασία ώστε να μην μπορούν νομίμως να ζητηθούν και να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία. Άλλως, οι επιχειρήσεις θα είχαν κάθε κίνητρο να παράσχουν, κατά τον έλεγχο στο πλαίσιο μιας πρώτης υποθέσεως, όλα τα έγγραφα τα οποία στοιχειοθετούν μια άλλη παράβαση για να προφυλαχθούν έτσι από κάθε σχετική δίωξη. Μια τέτοια λύση θα έβαινε πέραν του αναγκαίου μέτρου για τη διασφάλιση του επαγγελματικού απορρήτου και των δικαιωμάτων άμυνας και θα παρακώλυε, συνεπώς, αδικαιολόγητα την Επιτροπή κατά την εκπλήρωση της αποστολής της η οποία συνίσταται στην εξασφάλιση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού στην κοινή αγορά.

(βλ. σκέψεις 69-72)

3.      Από την παράγραφο 9 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων συνάγεται ότι απαλλαγή, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 8, στοιχείο α΄, και της παραγράφου 11 της εν λόγω ανακοινώσεως, μπορεί να χορηγηθεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεν διέθετε ήδη επαρκή στοιχεία προς έκδοση αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχων. Η παράγραφος 9 της ως άνω ανακοινώσεως δεν αναφέρεται, συνεπώς, στο τι γνώριζε ενδεχομένως κάποια ομάδα επιφορτισμένη με την υπόθεση, αλλά η Επιτροπή ως θεσμικό όργανο.

Συναφώς, θα ήταν εντελώς αντίθετη τόσο προς το πνεύμα της ανακοινώσεως για τη συνεργασία των επιχειρήσεων όσο και προς τους σκοπούς που επιδιώκονται με την ανακοίνωση αυτή μια προσέγγιση κατά την οποία θα αναγόταν σε καθοριστικό κριτήριο το τι γνώριζαν ενδεχομένως, κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως απαλλαγής, τα μέλη κάποιας ομάδας επιφορτισμένης με την υπόθεση. Συγκεκριμένα, μια τέτοια προσέγγιση θα είχε ως συνέπεια να πρέπει η απαλλαγή δυνάμει της παραγράφου 8, στοιχείο α΄, καθώς και των παραγράφων της 9 και 11 της ανακοινώσεως αυτής να χορηγείται ακόμη και σε περιπτώσεις όπου θα προέκυπτε ότι τα απτά στοιχεία και οι ενδείξεις που είχε ήδη στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά τον χρόνο της υποβολής της αιτήσεως απαλλαγής αρκούσαν προς έκδοση αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχων επί της εικαζόμενης παραβάσεως.

Όμως ο σκοπός του προγράμματος επιείκειας της Επιτροπής δεν είναι να εξασφαλίζει στις επιχειρήσεις που μετέχουν σε μυστικές συμπράξεις τη δυνατότητα να αποφεύγουν τις οικονομικές επιπτώσεις της ευθύνης τους, αλλά να διευκολύνει τον εντοπισμό τέτοιων πρακτικών και εν συνεχεία, κατά τη διοικητική διαδικασία, να συνδράμει την Επιτροπή στην προσπάθειά της να ανασυστήσει, στο μέτρο του δυνατού, τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά. Ως εκ τούτου, τα πλεονεκτήματα τα οποία μπορούν να αντλήσουν οι επιχειρήσεις που μετέχουν σε τέτοιες πρακτικές δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για τη διασφάλιση της πλήρους αποτελεσματικότητας τόσο του προγράμματος επιείκειας όσο και της διοικητικής διαδικασίας την οποία διεξάγει η Επιτροπή.

Ως εκ τούτου, η απαλλαγή από το πρόστιμο δικαιολογείται μόνο λόγω της αξίας της συνεργασίας την οποία παρέχει η επιχείρηση που ζητεί την απαλλαγή. Έτσι, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή στην παράγραφο 6 της εν λόγω ανακοινώσεως, η συνεργασία μιας επιχειρήσεως που την ενημερώνει για την ύπαρξη μιας παράνομης συμπράξεως την οποία δεν γνώριζε ακόμη, έχει μια εγγενή αξία ικανή να δικαιολογήσει την απαλλαγή από το πρόστιμο. Αντιστρόφως, δεν έχει αντίστοιχη εγγενή αξία η συνεργασία μιας επιχειρήσεως που έχει αποκλειστικώς ως αποτέλεσμα να ενημερωθεί η Επιτροπή για μια παράνομη σύμπραξη της οποίας την ύπαρξη μπορούσε να υποπτευθεί βάσει ήδη διαθέσιμων στοιχείων και ενδείξεων. Αντιθέτως, όπως συνάγεται από την παράγραφο 8, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία, στην τελευταία αυτήν περίπτωση, η απαλλαγή από το πρόστιμο δικαιολογείται μόνον εφόσον η επιχείρηση δεν ενημερώνει απλώς την Επιτροπή για την ύπαρξη της συμπράξεως, αλλά της προσκομίζει και αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να θεμελιώσουν την ύπαρξή της στο πλαίσιο αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 78-82)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 88)

5.      Από τις παραγράφους 8 έως 11 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων προκύπτει σαφώς ότι, αν η Επιτροπή έχει ήδη στη διάθεσή της σοβαρά και απτά στοιχεία και ενδείξεις που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την έκδοση αποφάσεως για τη διενέργεια ελέγχων, η απαλλαγή από την επιβολή προστίμου χορηγείται σε επιχείρηση μόνον εφόσον αυτή προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση από την Επιτροπή παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ.

Συναφώς, είναι σύμφυτος με το πρόγραμμα επιείκειας της Επιτροπής ο κίνδυνος του φαινομένου «της χιονοστιβάδας», δηλαδή ο κίνδυνος η αίτηση απαλλαγής μιας επιχειρήσεως σχετικά με συγκεκριμένη σύμπραξη να κινητοποιήσει την Επιτροπή να λάβει κάποιο μέτρο προς διερεύνηση της υποθέσεως, το οποίο, με τη σειρά του, θα έχει ως συνέπεια να υποβάλουν και άλλες επιχειρήσεις αιτήσεις απαλλαγής στον ίδιο τομέα, αλλά σε σχέση με συμπράξεις διαφορετικές από εκείνη που αφορούσε η αρχική αίτηση απαλλαγής. Αποτελεί κίνητρο για τις επιχειρήσεις οι οποίες προτίθενται να συνεργαστούν μαζί της να μην περιορίζονται σε επιλεκτική συνεργασία σχετικά με μία μόνο σύμπραξη, αλλά να συνεργάζονται πλήρως όσον αφορά όλες τις συμπράξεις που γνωρίζουν.

Ως εκ τούτου, ακόμη και αν αποδειχθεί πράγματι η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της υποβολής μιας αιτήσεως απαλλαγής και της μεταγενέστερης εκδόσεως αποφάσεως για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, τούτο δεν αρκεί για να χορηγηθεί στην επιχείρηση η οποία υπέβαλε την αίτηση απαλλαγή από την επιβολή προστίμου κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως για τη συνεργασία.

(βλ. σκέψεις 91-93)

6.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 98, 103, 105)

7.      Η παράγραφος 23, στοιχείο β΄, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων αφορά την ειδική περίπτωση στην οποία μπορεί να βρεθεί μια επιχείρηση που δεν τυγχάνει απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, αλλά μόνο μειώσεως αυτού. Συγκεκριμένα, προσκομίζοντας πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με σύμπραξη, μια τέτοια επιχείρηση ενδέχεται να αποκαλύψει στοιχεία ικανά να επηρεάσουν τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της παραβάσεως που μπορεί να διαπιστώσει η Επιτροπή, με πιθανή συνέπεια να είναι βαρύτερες οι κυρώσεις οι οποίες θα επιβληθούν για τη συμμετοχή της στη σύμπραξη αυτή. Προκειμένου να ενθαρρύνει την πλήρη συνεργασία όλων των επιχειρήσεων, ακόμη και αυτών που δεν τυγχάνουν απαλλαγής από την επιβολή προστίμου, η παράγραφος 23, στοιχείο β΄, τρίτο εδάφιο, της ανακοινώσεως για τη συνεργασία προβλέπει μερική απαλλαγή ως προς τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία.

Συναφώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ζητήματος αν μια επιχείρηση παρέσχε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία, ενώ η Επιτροπή τα αγνοούσε, έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της εικαζόμενης συμπράξεως, δεν λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της υποβολής της σχετικής αιτήσεως απαλλαγής και της μεταγενέστερης εκδόσεως αποφάσεως για τη διαπίστωση παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Πράγματι, η ανακοίνωση για τη συνεργασία δεν έχει σε καμία περίπτωση ως σκοπό να λαμβάνεται υπόψη η ύπαρξη τέτοιας αιτιώδους συνάφειας.

(βλ. σκέψεις 111, 112, 114)

8.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 118-120)