Language of document :

Προσφυγή της 21ης Δεκεμβρίου 2009 - Areva T&D κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-521/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Areva T&D SAS (Παρίσι, Γαλλία) (εκπρόσωποι: A. Schild και C. Simphal, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον αφορά την Areva T&D SA, και

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή, ασκηθείσα από την Areva T&D SAS, έχει ως αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C (2009) 7601 τελικό της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ (νυν άρθρου 101 ΣΛΕΕ) και του άρθρου 53 ΕΟΧ - Υπόθεση COMP/39.129 - Μετασχηματιστές ισχύος.

Η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως.

Ο πρώτος λόγος αφορά την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την μεταβίβαση της εξουσίας επιβολής κυρώσεων κατόπιν της από κοινού και εις ολόκληρον καταδίκη της Areva T&D SA καθώς και την προσθήκη συμπληρωματικού όρου στους όρους που τέθηκαν με την Ανακοίνωση της 19ης Φεβρουαρίου 2002 ώστε να τύχει απαλλαγής από το πρόστιμο.

Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, τους νομικούς κανόνες περί καταλογισμού των παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλογίσει στην Areva T&D SA την ευθύνη των θιγουσών τον ανταγωνισμό πρακτικών που προηγήθηκαν της πωλήσεως, εκ μέρους της Alstom, της Alstom T&D SA. Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η Alstom T&D SA δεν ήταν στην πραγματικότητα αυτόνομη εταιρία, αλλά εταιρία ελεγχόμενη από τη μητρική της εταιρία, την Alstom. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έπρεπε να θεωρήσει, κατ' εφαρμογήν των αρχών του καταλογισμού των παραβάσεων σε περίπτωση εκχωρήσεως επιχειρήσεως, ότι μόνον η μητρική εταιρία κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών, ήτοι η Alstom, μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις προ της πωλήσεως θίγουσες τον ανταγωνισμό πρακτικές. Η προσφεύγουσα θεωρεί, εξάλλου, ότι η Επιτροπή, δεχόμενη την ευθύνη της Areva T&D SA, παραβίασε τις γενικές αρχές της ασφάλειας δικαίου και του ατομικού και προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών.

Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, τους νομικούς κανόνες όσον αφορά το αλληλέγγυο της ευθύνης. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταδικάσει εις ολόκληρον την Areva T&D SA και την Alstom στην καταβολή του προστίμου, στο μέτρο που οι εταιρίες αυτές δεν αποτελούσαν πλέον, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως, ενιαία οικονομική οντότητα. Τέλος, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι, καταδικάζοντας εις ολόκληρον την Alstom και την Areva T&D SA, η απόφαση της Επιτροπής παραβιάζει δύο γενικές αρχές του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι την αρχή της ίσης μεταχείρισης και την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, τους κανόνες της Ανακοινώσεως της Επιτροπής της 19ης Φεβρουαρίου 2002 σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων 1. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι, αρνούμενη να απαλλάξει την Areva T&D SA από το πρόστιμο, η Επιτροπή παραβίασε τις γενικές αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου.

____________

1 - ΕΕ C 45, σ. 3.