Language of document :

Αναίρεση που άσκησε στις 27 Ιουλίου 2023 η enercity AG κατά της αποφάσεως που εξέδωσε το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) στις 17 Μαΐου 2023 στην υπόθεση T-321/20, enercity AG κατά Ευρωπαϊκής Επιτροπής

(Υπόθεση C-485/23 P)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Αναιρεσείουσα: enercity AG (εκπρόσωπος: C. Schalast, Rechtsanwalt)

Λοιποί διάδικοι στην κατ’ αναίρεση διαδικασία: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, Ε.ΟΝ SE, RWE AG

Αιτήματα

Η αναιρεσείουσα ζητεί από το Δικαστήριο:

να αναιρέσει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της 17ης Μαΐου 2020, enercity κατά Επιτροπής (T-321/20), καθώς και να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2019, σχετικά με τη συγχώνευση «RWE/E.ON Assets» (Υπόθεση M.8871, ΕΕ 2000, C 111, σ. 1),·

επικουρικώς, να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου;

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Λόγοι αναιρέσεως και κύρια επιχειρήματα

Με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα προσάπτει στο Γενικό Δικαστήριο εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ. Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο καθόρισε τις προϋποθέσεις της ενεργητικής νομιμοποίησης βάσει του άρθρου 263, παράγραφος 4, ΣΛΕΕ κατά τρόπο υπερβολικά στενό και αντίθετο προς τη δική του νομολογία και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Απλώς και μόνον αναφέρθηκε στην απόφαση της 4ης Ιουλίου 2006, easyJet κατά Επιτροπής (Τ-177/04) χωρίς να λάβει υπόψη τις περιστάσεις εν προκειμένω. Οι περιστάσεις αυτές περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την εντατική εμπλοκή της νυν αναιρεσείουσας στο πλαίσιο ιδίως της συνολικής πράξης, την ειδική συμμετοχή της σε προσωπική συνάντηση με την Επιτροπή και την αναγνώριση της ιδιότητας ενδιαφερομένου τρίτου από τον σύμβουλο ακροάσεων της Επιτροπής. Κατά συνέπεια, η νομική θέση που εκφράζεται στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπονομεύει σημαντικά τη νομική προστασία έναντι των αποφάσεων περί ελέγχου των συγκεντρώσεων στο μέλλον.

Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως, προσάπτεται στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη του τις απαιτήσεις της νομιμότητας και του κράτους δικαίου. Στην απόφανσή του επί της ενεργητικής νομιμοποίησης, το Γενικό Δικαστήριο παράβλεψε το ότι ο σύμβουλος ακροάσεων αναγνώρισε την ιδιότητα της νυν αναιρεσείουσας και δέχτηκε να την ενημερώσει σχετικά με άλλες δυνατότητες να λάβει θέση στο πλαίσιο της διαδικασίας. Αντ’ αυτού, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η νυν αναιρεσείουσα θα μπορούσε να είχε μετάσχει εντατικότερα στη διαδικασία. Η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι αρκέστηκε στη διαβεβαίωση του συμβούλου ακροάσεων ως οργάνου της Επιτροπής. Το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της νομιμότητας και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Κατά συνέπεια, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση συνεπάγεται ότι η Επιτροπή θα μπορεί στο μέλλον να αποφασίζει ελεύθερα για τις δυνατότητες άσκησης ενδίκων προσφυγών κατά των εν λόγω πράξεων.

Με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως, η αναιρεσείουσα υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ερμήνευσε εσφαλμένως το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού (EΚ) 139/2004 1 , με την εσφαλμένη του απόφαση περί διαχωρισμού της συνολικής πράξεως μεταξύ της RWE και της E.ON, καθόσον αναφέρθηκε αποκλειστικά στην ενοποιημένη ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με το ζήτημα αρμοδιότητας και αγνόησε τη δική του νομολογία που απορρέει από την απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, 282/02, Cementbouw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, καθώς και την αιτιολογική σκέψη 20 του κανονισμού 139/2004. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το Γενικό Δικαστήριο παραβίασε τις αρχές της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, της υπεροχής του δικαίου και της διακρίσεως των εξουσιών.

Τέλος, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως αφορά εσφαλμένη εκτίμηση του «Investor Relationship Agreement» που προσκόμισαν η RWE και η E.ON. Το Γενικό Δικαστήριο παράβλεψε το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή ήταν ανίσχυρη δυνάμει του γερμανικού δικαίου περί των μετοχικών εταιριών. Ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, άφησε άνευ ελέγχου ουσιώδη ζητήματα και, κατά συνέπεια, εξέδωσε απόφαση η οποία ήταν νομικώς εσφαλμένη..

____________

1     Κανονισμός (ΕΚ) 139/2004 του Συμβουλίου, της 20ής Ιανουαρίου 2004, για τον έλεγχο των συγκεντρώσεων μεταξύ επιχειρήσεων (Κοινοτικός κανονισμός συγκεντρώσεων).