Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

της 20ής Μαρτίου 2003 (1)

«Σήματα - Προσέγγιση των νομοθεσιών - Οδηγία 89/104/ΕΟΚ - .ρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´ - .ννοια του πανομοιότυπου προς σήμα σημείου - Χρήση διακριτικού στοιχείου του σήματος αποκλειομένων άλλων στοιχείων - Χρήση του συνόλου των σημείων που συνθέτουν το σήμα, με προσθήκη όμως και άλλων σημείων»

Στην υπόθεση C-291/00,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση του tribunal de grande instance de Paris (Γαλλία) προς το Δικαστήριο, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 234 ΕΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ

LTJ Diffusion SA

και

Sadas Vertbaudet SA,

η έκδοση προδικαστικής αποφάσεως ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

συγκείμενο από τους G. C. Rodríguez Iglesias, Πρόεδρο, M. Wathelet και R. Schintgen, προέδρους τμήματος, C. Gulmann, P. Jann, F. Macken (εισηγήτρια), N. Colneric, S. von Bahr και J. N. Cunha Rodrigues, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: F. G. Jacobs


γραμματέας: D. Louterman-Hubeau, προϊσταμένη τμήματος,

λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

-    η LTJ Diffusion SA, εκπροσωπούμενη από τον F. Fajgenbaum, avocat,

-    η Sadas Vertbaudet SA, εκπροσωπούμενη από τον A. Bertrand, avocat,

-    η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπούμενη από την G. Amodeo, επικουρούμενη από τον D. Alexander, barrister,

-    η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από την K. Banks,

έχοντας υπόψη την έκθεση ακροατηρίου,

αφού άκουσε τις προφορικές παρατηρήσεις της LTJ Diffusion SA, εκπροσωπουμένης από τον F. Fajgenbaum, της Sadas Vertbaudet SA, εκπροσωπουμένης από τον A. Bertrand, της Γαλλικής Κυβερνήσεως, εκπροσωπουμένης από την A. Maîtrepierre, της Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, εκπροσωπουμένης από τον M. Tappin, barrister, και της Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από την K. Banks, κατά τη συνεδρίαση της 10ης Οκτωβρίου 2001,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 17ης Ιανουαρίου 2002,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1.
    Με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2000, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 26 Ιουλίου 2000, το tribunal de grande instance de Paris υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 234 ΕΚ, ένα προδικαστικό ερώτημα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1, στο εξής: οδηγία).

2.
    Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ της LTJ Diffusion SA (στο εξής: LTJ Diffusion) και της Sadas Vertbaudet SA (στο εξής: Sadas) σχετικά με αγωγή λόγω παραποιήσεως εκ μέρους της δεύτερης εταιρίας ενός σήματος καταχωρισθέντος υπέρ της πρώτης για είδη ενδύσεως.

Το νομικό πλαίσιο

Η κοινοτική νομοθεσία

3.
    Στην πρώτη αιτιολογική της σκέψη η οδηγία εκθέτει ότι οι εθνικές νομοθεσίες περί σημάτων παρουσιάζουν διαφορές οι οποίες μπορούν να παρεμποδίσουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών και να νοθεύσουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Κατά την ως άνω αιτιολογική σκέψη, είναι απαραίτητη, επομένως, η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών για τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Η τρίτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας διευκρινίζει ότι, «προς το παρόν, δεν φαίνεται αναγκαία η πλήρης προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών».

4.
    Κατά τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας,

«[...] η προστασία που παρέχει το καταχωρισμένο σήμα, της οποίας σκοπός είναι ιδίως η διασφάλιση της αρχικής λειτουργίας του σήματος, είναι απόλυτη σε περίπτωση ταυτότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών· [...] η προστασία ισχύει επίσης σε περίπτωση ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών· [...] η έννοια της ομοιότητας πρέπει οπωσδήποτε να ερμηνεύεται σε σχέση με τον κίνδυνο σύγχυσης· [...] ο κίνδυνος σύγχυσης, η εκτίμηση του οποίου εξαρτάται από πολύαριθμους παράγοντες, και ιδίως από το κατά πόσον είναι γνωστό το σήμα στην αγορά, από την ενδεχόμενη συσχέτιση με το χρησιμοποιούμενο ή καταχωρισμένο σημείο, από το βαθμό ομοιότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, αποτελεί την ειδική προϋπόθεση της προστασίας [...]».

5.
    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, που απαριθμεί τους συμπληρωματικούς λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας σε περιπτώσεις συγκρούσεως με προγενέστερα σήματα, ορίζει τα ακόλουθα:

«.να σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο:

    α)    εάν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα δηλώνεται ή είναι καταχωρισμένο είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·

    β)    εάν, λόγω της ταυτότητάς του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.»

6.
    Το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας, που αφορά τα δικαιώματα που παρέχει το σήμα, έχει ως ακολούθως:

«Το καταχωρισμένο σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα. Ο δικαιούχος δικαιούται να απαγορεύει σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί στις συναλλαγές, χωρίς τη συγκατάθεσή του:

α)    σημείο πανομοιότυπο με το σήμα για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες το σήμα έχει καταχωριστεί·

β)    σημείο για το οποίο, λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητάς του με το σήμα και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που καλύπτονται από το σήμα και το σημείο, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, συμπεριλαμβανομένου και του κινδύνου συσχέτισης του σημείου με το σήμα.»

Η εθνική ρύθμιση

7.
    Το δίκαιο των σημάτων διέπεται στη Γαλλία από τις διατάξεις του νόμου της 4ης Ιανουαρίου 1991, που κωδικοποιήθηκε το 1992, ειδικότερα δε από το βιβλίο VII του code de la propriété intellectuelle (γαλλικού κώδικα πνευματικής και βιομηχανικής ιδιοκτησίας) (JORF της 3ης Ιουλίου 1992, σ. 8801, στο εξής: κώδικας).

8.
    Το άρθρο L. 713-2 του κώδικα απαγορεύει:

«[τ]ην αναπαραγωγή, τη χρήση ή την επίθεση σήματος, ακόμα και με την προσθήκη λέξεων όπως “τρόπος, σύστημα, απομίμηση, είδος, μέθοδος”, καθώς και τη χρήση ενός σήματος που έχει αναπαραχθεί, για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες προς εκείνες που δηλώνονται στη σχετική καταχώριση».

9.
    Το άρθρο L. 713-2 του κώδικα ορίζει τα εξής:

«Απαγορεύονται, χωρίς άδεια του δικαιούχου, αν μπορούν να προκαλέσουν κίνδυνο συγχύσεως στο κοινό:

a)    η αναπαραγωγή, η χρήση ή η επίθεση σήματος, καθώς και η χρήση αναπαραχθέντος σήματος, για προϊόντα ή υπηρεσίες παρόμοιες με εκείνες που δηλώνονται στην καταχώριση·

b)    η απομίμηση σήματος και η χρήση απομιμηθέντος σήματος, για προϊόντα ή υπηρεσίες πανομοιότυπες ή παρόμοιες με εκείνες που δηλώνονται στην καταχώριση».

Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

10.
    Οι δραστηριότητες της εταιρίας LTJ Diffusion είναι η σχεδίαση, η παραγωγή και η διάθεση στο εμπόριο ενδυμάτων και υποδημάτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται τα εσώρουχα νυκτός, τα εσώρουχα, οι κάλτσες και οι παντόφλες για ενήλικους και παιδιά.

11.
    Η ως άνω εταιρία είναι δικαιούχος σήματος καταχωρισμένου στα μητρώα του Institut national de la propriété industrielle (εθνικού ινστιτούτου βιομηχανικής ιδιοκτησίας, στο εξής: INPI) υπό τον αριθμό 17731, κατατεθέντος στις 16 Ιουνίου 1983 και ανανεωθέντος στις 14 Ιουνίου 1993 (στο εξής: σήμα της LTJ Diffusion). Η σχετική καταχώριση αφορά προϊόντα της κλάσεως 25 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με την κατάταξη προϊόντων υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει τροποποιηθεί και αναθεωρηθεί (στο εξής: Διακανονισμός της Νίκαιας), ήτοι για υφασμάτινα είδη, έτοιμα ενδύματα και ενδύματα επί παραγγελία, στα οποία περιλαμβάνονται οι μπότες, τα παπούτσια και οι παντόφλες. Το σήμα αυτό αποτελείται από μία μόνο λέξη, που κατατέθηκε με τη μορφή χειρόγραφης υπογραφής, τα γράμματα της οποίας είναι ενωμένα μεταξύ τους, με την προσθήκη μιας κουκίδας μεταξύ των δύο σκελών του γράμματος Α. Το σήμα αυτό παρουσιάζεται ως ακολούθως:

image: arthur

12.
    Η Sadas είναι μια εταιρία με δραστηριότητα τις πωλήσεις με αλληλογραφία, η οποία διανέμει κατάλογο προϊόντων με τον τίτλο «Verbaudet». Μεταξύ άλλων διαθέτει στο εμπόριο ενδύματα και συναφή προϊόντα για παιδιά.

13.
    Η Sadas είναι δικαιούχος σήματος καταχωρισθέντος ενώπιον του INPI υπό τον αριθμό 93.487.413, που κατατέθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1993 (στο εξής: σήμα της Sadas). Η καταχώριση, που δημοσιεύθηκε στις 25 Μαρτίου 1994, αφορά ιδίως προϊόντα της κλάσεως 25 του Διακανονισμού της Νίκαιας.

14.
    Το σήμα αυτό, το οποίο κατατέθηκε με τη μορφή ορθίων κεφαλαίων τυπογραφικών στοιχείων, είναι το ακόλουθο:

ARTHUR ET FÉLICIE

15.
    .πως προκύπτει από τη δικογραφία, το σήμα της Sadas χρησιμοποιείται με την κατωτέρω μορφή:

image: artfel

16.
    Θεωρώντας ότι η αναπαραγωγή και η χρήση του σήματος της Sadas για ενδύματα και συναφή προϊόντα για παιδιά συνιστούν παραποίηση του σήματός της, η LTJ Diffusion άσκησε κατά της Sadas αγωγή ενώπιον του tribunal de grande instance de Paris. Ζήτησε από το δικαστήριο αυτό να διατάξει τα επιβαλλόμενα μέτρα προς απαγόρευση των επίμαχων ενεργειών, κατάσχεση των σχετικών προϊόντων και δημοσίευση της δικαστικής αποφάσεως, καθώς και να κηρύξει την ακυρότητα του σήματος της Sadas.

17.
    Η LTJ Diffusion επικαλέστηκε κυρίως τα άρθρα L. 713-2 και L. 713-3 του κώδικα. Υποστήριξε ότι η νομολογία και η θεωρία στη Γαλλία ερμηνεύουν ειδικότερα την απαγόρευση του άρθρου L. 713-2 του κώδικα υπό την έννοια ότι αφορά περιπτώσεις στις οποίες αναπαράγεται ένα διακριτικό στοιχείο ενός περίπλοκου σήματος, ήτοι την περίπτωση «μερικής παραποιήσεως σήματος», καθώς και εκείνες στις οποίες είτε ένα τέτοιο στοιχείο είτε το σύνολο του σήματος αναπαράγεται μαζί με στοιχεία που θεωρούνται ότι δεν προσβάλλουν το σήμα, οπότε η περίσταση αυτή χαρακτηρίζεται ως «αναποτελεσματική προσθήκη».

18.
    Ισχυρίστηκε επίσης ότι, και αν ακόμα η καταχώριση και η χρήση του σήματος της Sadas δεν συνιστούν παραποίηση μέσω της αναπαραγωγής του σήματός της υπό την έννοια του άρθρου L. 713-2 του κώδικα, συνιστούν εν πάση περιπτώσει παραποίηση με απομίμηση υπό την έννοια του άρθρου L. 713-3 του κώδικα. Πράγματι, υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των δύο σημάτων, διότι η λέξη «Arthur» διατηρεί τον αυτοτελή διακριτικό χαρακτήρα της στο σύνολο του σήματος της Sadas.

19.
    Η LTJ Diffusion υποστήριξε εξάλλου ότι το σήμα έχει καταστεί πασίγνωστο λόγω της έντονης εκμεταλλεύσεώς του και των διαφημιστικών πρωτοβουλιών που έχουν αναληφθεί με σκοπό την εμπορική προώθησή του.

20.
    Η Sadas αντιτείνει ότι δεν υπάρχει λόγος να εξεταστούν μεμονωμένα τα διάφορα στοιχεία που εκθέτουν ένα διακριτικό σημείο προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη παραποιήσεως υπό την έννοια του άρθρου L. 713-2 του κώδικα. Κατά τη Sadas, η αναπαραγωγή ενός από τα στοιχεία ενός περίπλοκου σήματος ή η προσθήκη και άλλων στοιχείων σε αυτά που συνιστούν ένα σήμα δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά μόνο τη χρήση ενός πανομοιότυπου σημείου χωρίς τροποποίηση.

21.
    Το tribunal de grande instance de Paris θεωρεί ότι η έκβαση της κύριας δίκης εξαρτάται από την ερμηνεία του όρου της αναπαραγωγής σήματος, υπό την έννοια του άρθρου L. 713-2 του κώδικα, ειδικότερα δε από το αν ο όρος αυτός, με βάση τις έννοιες της μερικής παραποιήσεως και της αναποτελεσματικής προσθήκης, βαίνει πέραν της πιστής αναπαραγωγής σημείου που έχει καταχωριστεί ως σήμα.

22.
    Θεωρώντας ότι η ερμηνεία του όρου της αναπαραγωγής σήματος υπό την έννοια του άρθρου L. 713-2 του κώδικα πρέπει να είναι σύμφωνη προς εκείνη του όρου «σημείο πανομοιότυπο με το σήμα», που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, το tribunal de grande instance de Paris αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αφορά η απαγόρευση του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, μόνον την πανομοιότυπη αναπαραγωγή, χωρίς αφαίρεση ή προσθήκη, του ή των σημείων που συνθέτουν ένα σήμα ή μπορεί να εκταθεί:

1)    στην αναπαραγωγή του διακριτικού στοιχείου ενός σήματος που συντίθεται από περισσότερα σημεία;

2)    στην πλήρη αναπαραγωγή των σημείων που συνθέτουν το σήμα όταν σ' αυτά προστίθενται νέα σημεία;»

Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23.
    Με το προδικαστικό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ερωτά πώς πρέπει να ερμηνευθεί ο όρος «σημείο πανομοιότυπο με το σήμα» υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας.

24.
    Δεν αμφισβητείται ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, το σήμα της Sadas χρησιμοποιήθηκε πράγματι στο πλαίσιο επιχειρηματικών δραστηριοτήτων για προϊόντα πανομοιότυπα με εκείνα για τα οποία έχει καταχωριστεί το σήμα της LTJ Diffusion.

Παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο

25.
    Η LTJ Diffusion ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας πρέπει να καθιστά δυνατή την αποτελεσματική διάρθρωση της διατάξεως αυτής με εκείνη του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας. Σε περίπτωση ταυτότητας μεταξύ των σχετικών προϊόντων, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της μερικής παραποιήσεως και της παραποιήσεως με αναποτελεσματική προσθήκη, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, και, αφετέρου, της παραποιήσεως με απλή απομίμηση, περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας.

26.
    Κατά την LTJ Diffusion είναι σύνηθες οι επιθυμούντες να καπηλευθούν σήμα που χαίρει κάποιας φήμης να το χρησιμοποιούν με την προσθήκη κάποιου σημείου το οποίο δεν θίγει την ταυτότητα του σήματος.

27.
    Η εν λόγω εταιρία διατείνεται ότι, για να προσδιοριστεί αν ένα σημείο είναι πανομοιότυπο προς το σήμα, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, πρέπει να εξακριβώνεται αν το σημείο αυτό συνθέτει ένα εννοιολογικό σύνολο στο πλαίσιο του οποίου το σήμα δεν έχει πλέον την ιδιότητα του αυτοτελούς στοιχείου, οπότε χάνει κάθε διακριτικό χαρακτήρα, απορροφώμενο από το ως άνω σύνολο. Συναφώς, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η χρήση και η θέση του σχήματος στην οικεία αγορά, καθώς και η φήμη του, χωρίς να ερευνάται αν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως.

28.
    Η Sadas, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, θεωρούν ότι πρέπει να ερμηνεύεται στενά η έκφραση «σημείο πανομοιότυπο με το σήμα» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας.

29.
    Η Sadas υποστηρίζει ότι ένα σημείο πανομοιότυπο με το σήμα, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, πρέπει να περιλαμβάνει τα ίδια στοιχεία όπως και το σήμα, με την ίδια διάταξη και με την ίδια σειρά, δηλαδή πρέπει να συνιστά εν στενή εννοία παραποίηση και δουλική αναπαραγωγή του σήματος.

30.
    Η Sadas ισχυρίζεται επίσης ότι η αποδοχή της θεωρίας της «μερικής παραποιήσεως» ή της «παραποιήσεως με αναποτελεσματική προσθήκη» αντιβαίνει προς το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο απαγορεύει την κατάτμηση ενός σήματος προκειμένου περί της εκτιμήσεως της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας και επιτάσσει να εκτιμάται το σήμα στο σύνολό του. .ταν ένα σήμα δεν αναπαράγεται πανομοιότυπο υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, αλλά αποτελεί το αντικείμενο μερικής αναπαραγωγής ή προσθήκης, τότε επιβάλλεται η εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας, που παρέχει στον δικαιούχο τη δυνατότητα να απαγορεύει τη χρήση του σήματός του μόνον όταν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του κοινού.

31.
    Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή διαπιστώνουν ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας παρέχει απόλυτη προστασία σε ένα σήμα έναντι κάποιου πανομοιότυπου σημείου. Υπενθυμίζουν τη δέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας, η οποία προβλέπει ότι ο κίδυνος συγχύσεως αποτελεί την ειδική προϋπόθεση της προστασίας που παρέχεται με την καταχώριση του σήματος. Η εν λόγω απόλυτη προστασία δεν εξαρτάται από την απόδειξη ενός κινδύνου συγχύσεως, οπότε πρέπει να ερμηνευθεί αρκετά στενά ο όρος «πανομοιότυπο» που χρησιμοποιείται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας.

32.
    Αναφερόμενη στο άρθρο 16 της Συμφωνίας περί των πτυχών των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας που αφορούν το εμπόριο, η οποία περιλαμβάνεται ως παράρτημα 1 C στη Συμφωνία περί ιδρύσεως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, που συνήφθη εξ ονόματος της Κοινότητας, καθόσον αφορά τα θέματα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της, με την απόφαση 94/800/ΕΚ του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1994 (ΕΕ L 336, σ. 1) («TRIPS»), η Επιτροπή υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο κίνδυνος συγχύσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται μόνο σε περίπτωση ταυτότητας μεταξύ του σήματος και του σημείου και μεταξύ των καλυπτομένων προϊόντων, όπως προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας. Χρησιμοποιώντας την έκφραση «σημείο πανομοιότυπο με το σήμα» ο κοινοτικός νομοθέτης θέλησε να περιορίσει την εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού στις περιπτώσεις στις οποίες το σημείο και το σήμα είναι απολύτως όμοια.

33.
    Κατά την Επιτροπή, αν γίνεται με υπερβολική ευκολία δεκτό ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο προς ένα καταχωρισμένο σήμα, τότε διευρύνεται η δυνατότητα απαγορεύσεως της χρήσεως ενός σημείου, χωρίς απόδειξη της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, πέραν από τις περιστάσεις στο πλαίσιο των οποίων τεκμαίρεται ότι υφίσταται ένας τέτοιος κίνδυνος.

34.
    Η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου υποστηρίζει ότι η εξέταση σχετικά με τη συνολική εκτίμηση της απλής ομοιότητας μεταξύ ενός σημείου και ενός σήματος, όπως αυτό έχει καταχωριστεί, ισχύει και για την εκτίμηση της ταυτότητας ενός σημείου και ενός σήματος, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας.

35.
    Η ως άνω κυβέρνηση εκθέτει ότι το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει το σημείο που χρησιμοποιεί η εταιρία Sadas από πλευράς ενός μέσου καταναλωτή και ότι πρέπει να εξετάσει το σημείο αυτό στο σύνολό του. Η εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας επιβάλλεται μόνο στην περίπτωση στην οποία το σημείο, εξεταζόμενο συνολικά, είναι πανομοιότυπο με κάποιο σήμα. Κατά την ως άνω κυβέρνηση, αν το χρησιμοποιούμενο σημείο διαφέρει από το καταχωρισμένο σήμα επειδή περιλαμβάνει συμπληρωματικά διακριτικά στοιχεία, το σημείο και το σήμα δεν πρέπει να θεωρούνται καταρχήν πανομοιότυπα.

36.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση η Γαλλική Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι είναι δύσκολο να μην ακολουθηθεί στενή ερμηνεία του χρησιμοποιούμενου στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας όρου «πανομοιότυπο». Μόνο μια τέτοια ερμηνεία εξασφαλίζει την πρακτική αποτελεσματικότητα του συστήματος προστασίας το οποίο προβλέπει η οδηγία σε περίπτωση απλής ομοιότητας υπό την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας.

37.
    Κατά την εν λόγω κυβέρνηση, από τον χρόνο της υποβολής του προδικαστικού ερωτήματος η γαλλική νομολογία έχει εξελιχθεί και οι διαφορές σχετικά με τη μερική αναπαραγωγή σημάτων ή την πλήρη αναπαραγωγή με προσθήκη διαφόρων στοιχείων εξετάζονται αποκλειστικά με βάση την παραποίηση με απομίμηση, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας και όχι την παραποίηση εν στενή εννοία, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας. Η προβλεπόμενη από την τελευταία αυτή διάταξη απαγόρευση αφορά, καταρχήν, μόνον την πανομοιότυπη αναπαραγωγή και δεν μπορεί να αφορά την αναπαραγωγή του διακριτικού στοιχείου ενός σήματος που αποτελείται από διάφορα σημεία, ούτε την αναπαραγωγή του συνόλου των σημείων που συνθέτουν ένα σήμα όταν προστίθενται σ' αυτά και άλλα σημεία.

Απάντηση του Δικαστηρίου

38.
    Πρέπει να υπομνησθεί εκ προοιμίου ότι το Δικαστήριο, προκειμένου να παράσχει στο δικαστήριο που του υπέβαλε προδικαστικό ερώτημα λυσιτελή απάντηση, μπορεί να χρειαστεί να λάβει υπόψη κανόνες κοινοτικού δικαίου τους οποίους το εθνικό δικαστήριο δεν αναφέρει στο ερώτημά του (βλ. τις αποφάσεις της 20ής Μαρτίου 1986, 35/85, Τissier, Συλλογή 1986, σ. 1207, σκέψη 9, και της 18ης Νοεμβρίου 1999, C-107/98, Teckal, Συλλογή 1999, σ. Ι-8121, σκέψη 39).

39.
    .πως προκύπτει από τις σκέψεις 11, 13 και 16 της παρούσας αποφάσεως, το σήμα της LTJ Diffusion καταχωρίστηκε πριν από εκείνο της Sadas, η δε LTJ Diffusion ζητεί από το αιτούν δικαστήριο όχι μόνο να διατάξει μέτρα απαγορεύσεως, κατασχέσεως και δημοσιεύσεως αλλά και να κηρύξει την ακυρότητα του σήματος της Sadas.

40.
    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4 της οδηγίας είναι η διάταξη η οποία προσδιορίζει τους συμπληρωματικούς λόγους που δικαιολογούν την άρνηση καταχωρίσεως ή την ακυρότητα σήματος σε περίπτωση συγκρούσεως με προϋφιστάμενα δικαιώματα. .τσι, η παράγραφος 1, στοιχείο α´, του άρθρου αυτού προβλέπει ότι ένα σήμα που έχει καταχωριστεί μπορεί να κηρυχθεί άκυρο όταν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωριστεί είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο σήμα.

41.
    Οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας αντιστοιχούν στην ουσία προς εκείνες του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, που προσδιορίζει τις περιπτώσεις στις οποίες ο δικαιούχος σήματος μπορεί να απαγορεύσει σε τρίτους τη χρήση σημείων πανομοιότυπων με το σήμα. Υφίσταται μια παρόμοια αντιστοιχία μεταξύ των άρθρων 8, παράγραφος 1, στοιχείο α´, και 9, παράγραφος 1, στοιχείο α´, του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1).

42.
    Δεδομένου ότι τόσο το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α´, όσο και το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας έχουν εφαρμογή για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης, πρέπει να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο ερμηνεία που να αφορά και τις δύο αυτές διατάξεις.

43.
    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το υποβληθέν ερώτημα θα εξεταστεί κατωτέρω μόνον από πλευράς του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, η ερμηνεία όμως που θα συναχθεί από την εξέταση αυτή θα ισχύει και για το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, δεδομένου ότι η ερμηνεία αυτή μπορεί να μεταφερθεί, τηρουμένων των αναλογιών, στην τελευταία αυτή διάταξη.

44.
    Επί της ουσίας, κατά πάγια νομολογία η βασική λειτουργία του σήματος είναι να εγγυάται στον καταναλωτή ή τον τελικό χρήστη την ταυτότητα προελεύσεως του φέροντος το σήμα προϊόντος ή της οικείας υπηρεσίας, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να διακρίνει, χωρίς κίνδυνο συγχύσεως, το εν λόγω προϊόν ή την εν λόγω υπηρεσία από τα έχοντα άλλη προέλευση (βλ. τις αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 1978, 3/78, Centrafarm, Συλλογή τόμος 1978, σ. 567, σκέψεις 11 και 12, της 12ης Οκτωβρίου 1999, C-379/97, Upjohn, Συλλογή 1999, σ. I-6927, σκέψη 21, και της 12ης Νοεμβρίου 2002, C-206/01, Arsenal Football Club, μη δημοσιευθείσα ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 48).

45.
    Ο κοινοτικός νομοθέτης προέβλεψε τη βασική αυτή λειτουργία του σήματος ορίζοντας, στο άρθρο 2 της οδηγίας, ότι τα σημεία που επιδέχονται γραφική παράσταση μπορούν να αποτελέσουν σήμα μόνον υπό την προϋπόθεση ότι μπορούν από τη φύση τους να διακρίνουν τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχειρήσεως από τα αντίστοιχα άλλων επιχειρήσεων (βλ., μεταξύ άλλων, την απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2001, C-517/99, Merz & Krell, Συλλογή 2001, σ. Ι-6959, σκέψη 23, και την προαναφερθείσα απόφαση Arsenal Football Club, σκέψη 49).

46.
    Για να μπορεί να διασφαλιστεί αυτή η εγγύηση της προελεύσεως, ο δικαιούχος του σήματος πρέπει να προστατεύεται από τους ανταγωνιστές που θα ήθελαν να εκμεταλλευθούν με αθέμιτο τρόπο τη θέση και τη φήμη του σήματος, πωλώντας προϊόντα επί των οποίων έχει τεθεί παρανόμως το εν λόγω σήμα (βλ., τις αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-349/95, Loendersloot, Συλλογή 1997, σ. Ι-6227, σκέψη 22, και την προαναφερθείσα απόφαση Arsenal Football Club, σκέψη 50).

47.
    Η προστασία του δικαιούχου ενός σήματος διασφαλίζεται με το άρθρο 5 της οδηγίας, το οποίο καθορίζει τα δικαιώματα που παρέχει ένα σήμα που έχει καταχωριστεί και το οποίο ορίζει, στην παράγραφο 1, ότι το ως άνω σήμα παρέχει στον δικαιούχο αποκλειστικό δικαίωμα και ότι ο δικαιούχος δύναται να απαγορεύει, εντός ορισμένων ορίων, σε κάθε τρίτο να χρησιμοποιεί το σήμα στις εμπορικές συναλλαγές του (βλ. επ' αυτού την απόφαση της 4ης Νοεμβρίου 1997, C-337/95, Parfums Christian Dior, Συλλογή 1997, σ. Ι-6013, σκέψη 34).

48.
    .σον αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η διάταξη αυτή προορίζεται να εφαρμόζεται μόνον αν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού λόγω της ταυτότητας ή της ομοιότητας των σημάτων και της ταυτότητας ή της ομοιότητας των προϊόντων ή των υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν (απόφαση της 22ης Ιουνίου 2000, C-425/98, Marca Mode, Συλλογή 2000, σ. I-4861, σκέψη 34).

49.
    Αντιθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας δεν απαιτεί την απόδειξη ενός τέτοιου κινδύνου προκειμένου να χορηγήσει απόλυτη προστασία σε περίπτωση ταυτότητας μεταξύ του σημείου και του σήματος, καθώς και των προϊόντων ή των υπηρεσιών.

50.
    Το κριτήριο της ταυτότητος μεταξύ σημείου και σήματος πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Πράγματι, από τον ίδιο τον ορισμό της εννοίας του πανομοιότυπου προκύπτει ότι τα δύο συγκρινόμενα στοιχεία πρέπει να είναι καθ' όλα όμοια. Εξάλλου, η απόλυτη προστασία στην περίπτωση ενός πανομοιότυπου με το σήμα σημείου για πανομοιότυπα προϊόντα ή υπηρεσίες σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία ή για τις οποίες έχει καταχωριστεί, που εγγυάται το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας, δεν μπορεί να βαίνει πέραν των περιπτώσεων για τις οποίες προβλέφθηκε, ιδίως όσον αφορά τις περιπτώσεις που προστατεύονται ειδικότερα από το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο β´, της οδηγίας.

51.
    Εξ αυτού προκύπτει ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο προς σήμα όταν το πρώτο περιλαμβάνει, χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη, όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το δεύτερο.

52.
    Εντούτοις, το αν ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με ένα σήμα πρέπει να εκτιμάται γενικά από πλευράς ενός μέσου καταναλωτή ο οποίος θεωρείται ότι έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικός και ενημερωμένος. .μως, σε έναν τέτοιο καταναλωτή, το σημείο δίδει μια γενική εντύπωση. Πράγματι, ο ως άνω μέσος καταναλωτής σπανίως έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε άμεση σύγκριση σημείων και σημάτων, αλλά είναι αναγκασμένος να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του. Επιπλέον, το επίπεδο της προσοχής του μέσου καταναλωτή είναι δυνατό να μεταβάλλεται αναλόγως της κατηγορίας των οικείων προϊόντων ή υπηρεσιών (βλ., επ' αυτού, την απόφαση της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. Ι-3819, σκέψη 26).

53.
    Δεδομένου ότι η εκ μέρους ενός παρατηρητή αντίληψη της απόλυτης ταυτότητας μεταξύ του σημείου και του σήματος δεν αποτελεί το αποτέλεσμα άμεσης συγκρίσεως όλων των χαρακτηριστικών των συγκρινομένων στοιχείων, αμελητέες διαφορές μεταξύ του σημείου και του σήματος μπορούν να περάσουν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή.

54.
    Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, στο υποβληθέν ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της οδηγίας έχει την έννοια ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή.

Επί των δικαστικών εξόδων

55.
    Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η Γαλλική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Επιτροπή, που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,

κρίνοντας επί του ερωτήματος που του υπέβαλε με απόφαση της 23ης Ιουνίου 2000 το tribunal de grande instance de Paris, αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α´, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, έχει την έννοια ότι ένα σημείο είναι πανομοιότυπο με σήμα όταν αναπαράγει χωρίς τροποποίηση ή προσθήκη όλα τα στοιχεία που συνθέτουν το σήμα ή όταν, θεωρούμενο στο σύνολό του, παρουσιάζει διαφορές τόσο αμελητέες ώστε να περνούν απαρατήρητες από έναν μέσο καταναλωτή.

Rodríguez Iglesias
Wathelet
Schintgen

Gulmann

Jann
Macken

Colneric

von Bahr
Cunha Rodrigues

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Μαρτίου 2003.

Ο Γραμματέας

Ο Πρόεδρος

R. Grass

G. C. Rodríguez Iglesias


1: Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.