Language of document : ECLI:EU:T:2022:639

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 19ης Οκτωβρίου 2022 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Δραστηριότητες οι οποίες σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων – Καθεστώτα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησε η Ελλάδα υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου για υφιστάμενα δάνεια και για νέα δάνεια με σκοπό την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα – Απόφαση κηρύσσουσα τα καθεστώτα ενισχύσεων μη συμβατά με την εσωτερική αγορά και παράνομα και διατάσσουσα την ανάκτηση των χορηγηθεισών ενισχύσεων – Ενίσχυση περιοριζόμενη σε πληγείσες περιοχές – Πλεονέκτημα – Επιλεκτικός χαρακτήρας – Αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Δικαίωμα ακροάσεως – Διάρκεια της διαδικασίας – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Χρόνος παραγραφής – Άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589»

Στην υπόθεση T‑347/20,

Σόγια Ελλάς AΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Μπερνίτσα, τη Μ. Ανδρουλακάκη, την Α.-Τ. Πατσαλιά και τον Ευ. Καλογιάννη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους Α. Μπουχάγιαρ και Θ. Ραμόπουλο,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Μύλοι Σόγιας ΑΕ, με έδρα το Μαρούσι (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Σ. Παππά και Α. Παππά, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους H. Kanninen, πρόεδρο, N. Półtorak και O. Porchia (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

έχοντας υπόψη τη διάταξη της 5ης Φεβρουαρίου 2021, Σόγια Ελλάς κατά Επιτροπής (T‑347/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:88), κατά την οποία, μεταξύ άλλων, επετράπη στην εταιρία Μύλοι Σόγιας να παρέμβει στην υπόθεση T‑347/20 υπέρ των αιτημάτων της Επιτροπής,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτηση για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ προσφυγή της, η προσφεύγουσα Σόγια Ελλάς ΑΕ ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2020/394 της Επιτροπής, της 7ης Οκτωβρίου 2019, σχετικά με τα μέτρα SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) που εφήρμοσε η Ελληνική Δημοκρατία με τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων που συνδέονται με τις πυρκαγιές του 2007 (η παρούσα απόφαση αφορά μόνο τον γεωργικό τομέα) (ΕΕ 2020, L 76, σ. 4, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Τον Ιούλιο του 2007 εκδηλώθηκαν στην Ελλάδα πυρκαγιές στους Νομούς Μαγνησίας, και συγκεκριμένα στο Πήλιο και στη νήσο Σκιάθο, Κεφαλληνίας και Αχαΐας καθώς και στην Πελοπόννησο. Τον Αύγουστο του 2007 νέες πυρκαγιές εκδηλώθηκαν στους Νομούς Μεσσηνίας, Ηλείας, Αρκαδίας, Λακωνίας και Εύβοιας καθώς και στην περιοχή Αιγιαλείας του Νομού Αχαΐας. Λόγω της κατάστασης που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του 2007, ο Πρωθυπουργός της Ελληνικής Δημοκρατίας κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης στις 25 Αυγούστου 2007.

3        Ακολούθως, η Ελληνική Δημοκρατία έλαβε μέτρα για να στηρίξει τις επιχειρήσεις οι οποίες ήταν εγκατεστημένες και λειτουργούσαν στους νομούς που είχαν πληγεί από τις πυρκαγιές του 2007 (στο εξής: πληγέντες νομοί) και τις οποίες αφορούσαν ρητώς τα εν λόγω μέτρα.

4        Η προσφεύγουσα είναι εταιρία που δραστηριοποιείται στον τομέα των τροφίμων και των αγροτικών πρώτων υλών. Ειδικότερα, οι δραστηριότητές της αφορούν την επεξεργασία και βιομηχανοποίηση ελαιούχων σπόρων, τον εξευγενισμό και την τυποποίηση σπορέλαιων και ελαιολάδου, την παραγωγή και συσκευασία μαργαρινών και φυτικών λιπών, την παραγωγή λεκιθίνης, καθώς και τη διαχείριση, αποθήκευση και εμπορία δημητριακών και εν γένει αγροτικών προϊόντων. Καθόσον διατηρούσε εγκαταστάσεις στους πληγέντες νομούς, μπόρεσε να επωφεληθεί από τα μέτρα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 3 ανωτέρω.

5        Στις 22 Ιουλίου 2014 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έλαβε καταγγελία σχετικά με ενίσχυση η οποία φέρεται να χορηγήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα και στις θυγατρικές της και η οποία συνίστατο σε επιδοτήσεις επιτοκίου και εγγυήσεις του Δημοσίου για υφιστάμενα δάνεια που επρόκειτο να αποτελέσουν αντικείμενο επαναδιαπραγματεύσεως και να τύχουν περιόδου χάριτος, καθώς και για νέα δάνεια.

6        Με έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της παράσχουν στοιχεία σχετικά με τις εικαζόμενες ενισχύσεις, κάτι το οποίο έπραξαν οι ελληνικές αρχές παρέχοντας λεπτομερή στοιχεία ως προς τις νομικές βάσεις των εν λόγω ενισχύσεων.

7        Στις 11 Δεκεμβρίου 2015 η Επιτροπή διαβίβασε δεύτερο έγγραφο στις ελληνικές αρχές, με το οποίο τους έθετε πρόσθετες ερωτήσεις και τους γνωστοποιούσε ότι η έρευνα σχετικά με τα ως άνω μέτρα δεν επρόκειτο να περιορισθεί στην προσφεύγουσα και τις θυγατρικές της, δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να έχουν και άλλους δικαιούχους.

8        Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να κινήσει διαδικασία έρευνας για μη κοινοποιηθείσες κρατικές ενισχύσεις [υπόθεση SA.39119 (2015/NN)] και να επεκτείνει το πεδίο της έρευνάς της στο σύνολο του ελληνικού γεωργικού τομέα.

9        Στις 11 Φεβρουαρίου 2016 η Ελληνική Δημοκρατία παρέσχε πρόσθετα στοιχεία σχετικά με τις νομικές βάσεις των επίμαχων ενισχύσεων, τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς τους και τους δικαιούχους τους.

10      Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 2016, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39119 (2016/C) (πρώην 2015/NN) (πρώην 2014/CP) – ενίσχυση στη Σόγια Ελλάς AE κ.λπ. (στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας).

11      Με τη δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 16 Σεπτεμβρίου 2016 (ΕΕ 2016, C 341, σ. 23), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

12      Με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η Επιτροπή ζήτησε από τις ελληνικές αρχές να της προσκομίσουν εκτίμηση σχετικά με τον αριθμό των δικαιούχων κάθε καθεστώτος που προσδιορίσθηκε στην εν λόγω απόφαση καθώς και τα ποσά των οικείων ενισχύσεων.

13      Κανένα ενδιαφερόμενο μέρος δεν υπέβαλε παρατηρήσεις. Οι ελληνικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στις 23 Σεπτεμβρίου 2016. Με την απάντησή τους, ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι δεν ήταν σε θέση να παράσχουν όλες τις πληροφορίες που είχαν ζητηθεί, κάτι το οποίο τελικώς έπραξαν με έγγραφα της 9ης Μαρτίου 2017 και της 21ης Φεβρουαρίου 2018.

14      Στις 7 Οκτωβρίου 2019 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

15      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνον όσον αφορά δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή, μεταποίηση και εμπορία γεωργικών προϊόντων, ήτοι προϊόντων που απαριθμούνται στο παράρτημα I της Συνθήκης ΛΕΕ, εξαιρουμένων των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, η Επιτροπή αποφάσισε, μεταξύ άλλων, ότι τα καθεστώτα ενισχύσεων που θεσπίσθηκαν δυνάμει της υπουργικής αποφάσεως αριθ. 36579/B.1666/27.8.2007 (με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις της) υπό τη μορφή επιδοτήσεων επιτοκίου και εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου (στο εξής: επίμαχα μέτρα) συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες είναι παράνομες και μη συμβατές με την εσωτερική αγορά, με συνέπεια η Ελληνική Δημοκρατία να υποχρεούται να ανακτήσει από τους δικαιούχους τις ενισχύσεις που μνημονεύονται στο άρθρο 1 της συγκεκριμένης αποφάσεως, πλην των περιπτώσεων που προβλέπονται ρητώς στα άρθρα 3 και 4 της ίδιας αποφάσεως.

 Αιτήματα των διαδίκων

16      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον την αφορά ή να ακυρώσει το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

17      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

18      Η παρεμβαίνουσα, Μύλοι Σόγιας ΑΕ, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ελλιπής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως καθ’ υπέρβαση του εύλογου χρόνου εντός του οποίου έπρεπε να έχει εκδοθεί, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και υπέρβαση της κατά χρόνο (ratione temporis) αρμοδιότητας της Επιτροπής για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, η οποία υποστηρίζεται ότι είναι, άλλωστε, ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Με τον τέταρτο λόγο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, περί λεπτομερών κανόνων για την εφαρμογή του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 248, σ. 9), καθώς και παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και ελλιπής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

20      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

21      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία του κριτηρίου περί οικονομικού πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα το κριτήριο που απαιτεί επιλεκτικότητα του πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή δεν τήρησε το κριτήριο περί νοθεύσεως του ανταγωνισμού.

22      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του μέτρου ως επιλεκτικού πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα υποστηρίζει καταρχάς, κατ’ ουσίαν, ότι κακώς η Επιτροπή δεν εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, μολονότι, στην αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρθηκε στην αρχή αυτήν, πλην όμως δεν την εφάρμοσε εν συνεχεία, άνευ άλλης εξηγήσεως.

23      Η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή εκτίμησε εσφαλμένως την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος. Πρώτον, δεν μπορούσε να εκτιμήσει ένα τέτοιο πλεονέκτημα με γνώμονα τις κανονικές συνθήκες της αγοράς, ενώ, λόγω της θεομηνίας, η οικεία αγορά βρισκόταν σε κατάσταση κρίσεως. Δεύτερον, όπως έκρινε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971), ήταν αναγκαίο, προκειμένου να εκτιμηθεί η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, να εξετασθούν τα επίμαχα μέτρα όχι σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δεν ήταν εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές, αλλά σε σχέση με εκείνες που ήταν εγκατεστημένες στις περιοχές αυτές και οι οποίες, ως εκ τούτου, βρίσκονταν σε όμοια νομική και πραγματική κατάσταση. Συγκεκριμένα, κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι οι πυρκαγιές συνιστούσαν συνήθη οικονομικό κίνδυνο και παρέλειψε να δεχθεί ότι σκοπός των επίμαχων μέτρων ήταν η επαναφορά των δικαιούχων τους στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών.

24      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούσαν να προκαλέσουν νόθευση του ανταγωνισμού, ενώ οι δαπάνες από τις οποίες απαλλάχθηκε η προσφεύγουσα δεν ενέπιπταν στις συνήθεις επιχειρηματικές δραστηριότητές της, τα δε εν λόγω μέτρα είχαν ως σκοπό την επαναφορά της προσφεύγουσας στην προ των πυρκαγιών του 2007 κατάστασή της.

25      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη των επιχειρημάτων αυτών.

26      Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά πάγια νομολογία, για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ απαιτείται να πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να πρόκειται για κρατική παρέμβαση ή παρέμβαση μέσω κρατικών πόρων. Δεύτερον, η παρέμβαση αυτή πρέπει να μπορεί να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών. Τρίτον, πρέπει να παρέχει επιλεκτικό πλεονέκτημα στον δικαιούχο της. Τέταρτον, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά World Duty Free Group κ.λπ., C‑20/15 P και C‑21/15 P, EU:C:2016:981, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό εθνικού μέτρου ως «κρατικής ενισχύσεως», κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, επισημαίνεται καταρχάς ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι τα επίμαχα μέτρα τέθηκαν σε εφαρμογή μέσω κρατικών πόρων.

28      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, αντιθέτως, ότι τα επίμαχα μέτρα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως επιλεκτικό πλεονέκτημα για τον δικαιούχο τους.

29      Συναφώς, πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι υφίσταται πλεονέκτημα χωρίς να εφαρμόσει την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, οσάκις υφίστανται αμφιβολίες ως προς το αν πρέπει να τύχει εφαρμογής η εν λόγω αρχή στην περίπτωση του οικείου κράτους μέλους, ιδίως λόγω του ότι αυτό έκανε χρήση, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που εφάρμοσε συναρτάται με την ιδιότητά του ως ιδιώτη επιχειρηματία (βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Λάρκο κατά Επιτροπής, C‑244/18 P, EU:C:2020:238, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επιπλέον, προκειμένου να εφαρμοσθεί το κριτήριο του ιδιώτη επιχειρηματία, σε περίπτωση αμφιβολίας, πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί αδιαμφισβήτητα και βάσει αντικειμενικών και επαληθεύσιμων στοιχείων ότι το μέτρο που έλαβε το κράτος μέλος συναρτάται με την ιδιότητά του ως μετόχου (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Arriva Italia κ.λπ., C‑385/18, EU:C:2019:1121, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, όμως, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τα στοιχεία που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 88 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι τα επίμαχα μέτρα αποσκοπούσαν στην αντιμετώπιση μιας εξαιρετικής περιστάσεως και «είχαν ως στόχο την αποκατάσταση της οικονομικής ισορροπίας στις πληγείσες περιοχές» καθώς και ότι «[τ]α καθεστώτα που εγκρίθηκαν ήταν, επομένως, αναγκαία για την εξυπηρέτηση στόχου δημόσιου συμφέροντος».

32      Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τη διάρκεια της έρευνας, κανένα ενδιαφερόμενο μέρος, συμπεριλαμβανομένης της Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν ισχυρίστηκε ότι η Ελληνική Δημοκρατία ενήργησε ως ιδιώτης επιχειρηματίας ή μέτοχος. Τούτο είναι εξάλλου ακόμη λιγότερο πιθανό εάν ληφθεί υπόψη ότι τα επίμαχα μέτρα δεν συνιστούν ατομική ενίσχυση αλλά, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 14 έως 22 και 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθεστώτα ενισχύσεων τα οποία τυγχάνουν εφαρμογής στο σύνολο των επιχειρήσεων που είναι εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές.

33      Επομένως, δεδομένου ότι με τα επίμαχα μέτρα επιδιωκόταν σκοπός γενικού συμφέροντος και δεδομένου ότι, κατά τη διαδικασία έρευνας, η Ελληνική Δημοκρατία δεν υποστήριξε ότι είχε λάβει τα εν λόγω μέτρα ως μέτοχος ή ως ιδιώτης επιχειρηματίας, η Επιτροπή ορθώς θεώρησε ότι, εν προκειμένω, οι ελληνικές αρχές ενήργησαν κάνοντας χρήση προνομίων δημόσιας εξουσίας, χωρίς να απαιτείται να προσδιορισθεί αν ενήργησαν υπό την ιδιότητα του ιδιώτη επιχειρηματία.

34      Συναφώς, όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 51 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη αιτιολογική σκέψη περιλαμβάνεται στο σημείο III της εν λόγω αποφάσεως, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αμφιβολίες που διατύπωσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της κίνησης της διαδικασίας έρευνας». Επομένως, η εν λόγω αιτιολογική σκέψη δεν εντάσσεται στο σημείο V της αποφάσεως αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Νομική εκτίμηση», περιλαμβάνει τις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως και στο οποίο εκτίθεται η τελική θέση της Επιτροπής όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα.

35      Η Επιτροπή όμως, στις αιτιολογικές σκέψεις 105 έως 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ουδόλως μνημόνευσε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία. Πράγματι, μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, επισήμανε ότι συνιστούσε πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κάθε οικονομικό όφελος το οποίο δεν θα μπορούσε να αποκομίσει μια επιχείρηση υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς και ότι οι συνθήκες αυτές έπρεπε να εκτιμηθούν χωρίς να πρέπει να γίνει διάκριση αναλόγως του αν η αγορά βρισκόταν σε κρίση ή όχι.

36      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ούτε παρέθεσε αντιφατική αιτιολογία καθόσον, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ιδίως δε στις αιτιολογικές σκέψεις 111 έως 116 της αποφάσεως αυτής, δεν εφάρμοσε την αρχή του ιδιώτη επιχειρηματία προκειμένου να εκτιμήσει την ύπαρξη πλεονεκτήματος κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

37      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οιαδήποτε μορφή, δύνανται να ευνοήσουν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν οικονομικό πλεονέκτημα που δεν θα μπορούσε να αποκομίσει η δικαιούχος επιχείρηση υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς (βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Deutsche Post, C‑399/08 P, EU:C:2010:481, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εξάλλου, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς των κρατικών παρεμβάσεων, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους (αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 27, και της 29ης Μαρτίου 2012, 3M Italia, C‑417/10, EU:C:2012:184, σκέψη 36).

39      Κατά τη νομολογία, μέτρα με τα οποία παρέχονται πλεονεκτήματα αποκλειστικώς σε ορισμένες επιχειρήσεις οι οποίες καθορίζονται βάσει του τόπου εγκαταστάσεώς τους είναι, a priori, επιλεκτικά (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 60 και 61).

40      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εκτός της ειδικής περιπτώσεως κατά την οποία οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν από περιφερειακές αρχές κράτους οι οποίες διαθέτουν, στο επίπεδο αρμοδιότητάς τους, επαρκή διαδικαστική και οικονομική θεσμική αυτονομία ή από δημόσια επιχείρηση που καθορίζει τους όρους χρήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών της, το εφαρμοστέο πλαίσιο αναφοράς είναι το εθνικό, η δε εκτίμηση περί επιλεκτικού χαρακτήρα μέτρου από το οποίο, όπως εν προκειμένω, επωφελούνται επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους πραγματοποιείται σε σύγκριση με τις επιχειρήσεις του συγκεκριμένου κράτους. Πράγματι, πλεονέκτημα που παρέχεται αποκλειστικώς σε επιχειρήσεις εγκατεστημένες σε τμήμα του εδάφους κράτους μέλους μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επιλεκτικό μέτρο, καθόσον ευνοεί ορισμένες επιχειρήσεις σε σχέση με άλλες εντός του κράτους αυτού (πρβλ. αποφάσεις της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑156/98, EU:C:2000:467, σκέψη 23, της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑88/03, EU:C:2006:511, σκέψεις 56 έως 58, και της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck, C‑524/14 P, EU:C:2016:971, σκέψεις 60 έως 66).

41      Εν προκειμένω, σε αντίθεση, μεταξύ άλλων, με τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίχθηκαν οι εκτιμήσεις που παρατίθενται στη σκέψη 62 της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Hansestadt Lübeck (C‑524/14 P, EU:C:2016:971), τα επίμαχα μέτρα δεν ελήφθησαν από δημόσια επιχείρηση που καθορίζει τους όρους χρήσεως των αγαθών ή των υπηρεσιών της, αλλά από την Ελληνική Δημοκρατία. Τούτο συνεπάγεται ότι το εφαρμοστέο εν προκειμένω πλαίσιο αναφοράς είναι το εθνικό πλαίσιο.

42      Δεν αμφισβητείται, όμως, ότι τα επίμαχα μέτρα, τα οποία παρείχαν στους δικαιούχους τους τη δυνατότητα να λάβουν δάνεια των οποίων το επιτόκιο επιδοτούνταν εν όλω ή εν μέρει λόγω της παρεμβάσεως του Δημοσίου, συνιστούσαν κατ’ ανάγκη για τους συγκεκριμένους δικαιούχους πλεονέκτημα του οποίου δεν θα μπορούσαν να τύχουν στο πλαίσιο της αγοράς οι επιχειρήσεις που δεν ήταν εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές και οι οποίες, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν το ευεργέτημα των εν λόγω μέτρων.

43      Επομένως, πέραν του ότι, για να εκτιμηθεί η ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν απαιτείται να γίνει διάκριση, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, αναλόγως του αν η αγορά βρίσκεται σε κρίση ή λειτουργεί κανονικά, από τις ανωτέρω σκέψεις 37 έως 42 προκύπτει ότι τα εν λόγω μέτρα δεν ωφελούσαν αδιακρίτως το σύνολο των εγκατεστημένων στην εθνική επικράτεια επιχειρήσεων και ότι, κατά συνέπεια, παρείχαν στον δικαιούχο τους επιλεκτικό πλεονέκτημα σε περιφερειακό επίπεδο.

44      Επιπλέον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τον επιλεκτικό χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων υποστηρίζοντας ότι τελούσε σε διαφορετική νομική και πραγματική κατάσταση από εκείνη των επιχειρήσεων που δεν ήταν εγκατεστημένες στις πληγείσες περιοχές, με συνέπεια ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είχαν ως σκοπό να της παράσχουν τη δυνατότητα να ανακτήσει το προγενέστερο των πυρκαγιών του 2007 οικονομικό επίπεδό της. Προς τούτο, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της περιεχομένης στην αιτιολογική σκέψη 118 της προσβαλλομένης αποφάσεως φράσεως, κατά την οποία οι πυρκαγιές συγκαταλέγονται στους οικονομικούς κινδύνους που ενδέχεται να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε επιχείρηση.

45      Τυχόν απόρριψη, όμως, του επιλεκτικού χαρακτήρα αποκλειστικώς βάσει του επιδιωκόμενου από την κυβέρνηση σκοπού της επανορθώσεως των ζημιών που οφείλονται στις πυρκαγιές και της αποκαταστάσεως της οικονομίας των πληγέντων νομών θα απέκλειε εκ των προτέρων κάθε δυνατότητα χαρακτηρισμού ως «επιλεκτικών πλεονεκτημάτων» των πλεονεκτημάτων που χορηγήθηκαν στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στις περιοχές οι οποίες επλήγησαν από τις πυρκαγιές του 2007. Πράγματι, θα αρκούσε η εκ μέρους των δημοσίων αρχών επίκληση του θεμιτού χαρακτήρα των σκοπών που επιδιώκονται με τη λήψη μέτρου ενισχύσεως για να μπορεί αυτό να θεωρηθεί γενικό μέτρο, το οποίο δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑52/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:677, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

46      Κατά συνέπεια, αν γινόταν δεκτή μια τέτοια προσέγγιση, μέτρο το οποίο, όπως εν προκειμένω, επιδιώκει την αντιμετώπιση της καταστάσεως των επιχειρήσεων που επλήγησαν από θεομηνία θα ήταν εξ ορισμού μη επιλεκτικό και θα εξέφευγε ευθύς εξαρχής του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, με αποτέλεσμα να καθίσταται άνευ περιεχομένου η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

47      Εντός αυτού του πλαισίου, άλλωστε, πρέπει να ερμηνευθεί η φράση που μνημονεύεται στη σκέψη 44 ανωτέρω.

48      Πράγματι, με τη συγκεκριμένη φράση, η Επιτροπή εννοούσε ότι το γεγονός ότι επιχειρήσεις υπέστησαν ζημίες λόγω των πυρκαγιών του 2007 καθώς και η βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας να επαναφέρει τις επιχειρήσεις στην οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονταν πριν από τις πυρκαγιές αυτές δεν αρκούν ως στοιχεία για να γίνει δεκτό ότι τα επίμαχα μέτρα δεν παρείχαν στους δικαιούχους τους ειδικό πλεονέκτημα και, κατά συνέπεια, δεν συνιστούσαν κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

49      Επομένως, η Επιτροπή, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή σε πλάνη εκτιμήσεως ούτε παρέθεσε αντιφατική συλλογιστική, κρίνοντας, κατ’ ουσίαν, αφενός, στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέτρα παρείχαν στους δικαιούχους τους πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα μπορούσαν να αποκομίσουν υπό κανονικές συνθήκες της αγοράς, ανεξαρτήτως του κατά πόσον η αγορά λειτουργούσε ως συνήθως ή βρισκόταν σε κρίση, και, αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 117 και 118 της αποφάσεως αυτής, ότι τα επίμαχα μέτρα ήταν επιλεκτικά σε περιφερειακό επίπεδο καθόσον, μεταξύ άλλων, τα πλεονεκτήματα που παρείχαν στους δικαιούχους ήταν εδαφικώς περιορισμένα και δεν ίσχυαν για το σύνολο των ευρισκομένων στην ελληνική επικράτεια επιχειρήσεων.

50      Τρίτον, όσον αφορά την απαίτηση κατά την οποία ένα μέτρο, για να συνιστά κρατική ενίσχυση, πρέπει να νοθεύει ή να απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό, στοιχείο το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάσει μόνον αν οι ενισχύσεις δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και όχι να διαπιστώσει αν οι ενισχύσεις αυτές έχουν πραγματικές επιπτώσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο και αν στρεβλώνουν όντως τον ανταγωνισμό (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά τη νομολογία, οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα που θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η ίδια, στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της, νοθεύουν κατά κανόνα τις συνθήκες του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, για τους λόγους που μνημονεύονται στις σκέψεις 37 έως 49 ανωτέρω, τα επίμαχα μέτρα παρείχαν στους δικαιούχους τους επιλεκτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους λοιπούς ανταγωνιστές τους.

53      Αντιθέτως, όμως, προς ό,τι διατείνεται η προσφεύγουσα, η καταβολή των σχετικών με τα επίμαχα μέτρα τόκων αποτελεί δαπάνη την οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν οι οικείες επιχειρήσεις στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς τους, ανεξαρτήτως του ότι τα εν λόγω μέτρα ελήφθησαν στο πλαίσιο των πυρκαγιών του 2007. Επιπλέον, τυχόν αποδοχή των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας περί του ότι, εν προκειμένω, δεν υφίστατο ενδεχόμενο νοθεύσεως του ανταγωνισμού, δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα είχαν ως σκοπό την αποκατάσταση του οικονομικού επιπέδου στο οποίο βρίσκονταν οι δικαιούχοι τους πριν από την εκδήλωση των πυρκαγιών του 2007, θα σήμαινε ότι οι σκοποί που επιδιώκονταν με τα συγκεκριμένα μέτρα θα κατίσχυαν των αποτελεσμάτων τους και, ως εκ τούτου, θα αντέβαινε στην έννοια της κρατικής ενισχύσεως όπως έχει ερμηνευθεί από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σύμφωνα με τη σκέψη 38 ανωτέρω.

54      Επομένως, η λήψη των επίμαχων μέτρων ευνόησε την προσφεύγουσα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της που δεν ήταν επιλέξιμοι ως δικαιούχοι των μέτρων, στοιχείο το οποίο, κατά τη μνημονευόμενη στην ανωτέρω σκέψη 50 νομολογία, μπορούσε να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και μεταξύ των κρατών μελών.

55      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν κλόνισε το βάσιμο των αιτιολογικών σκέψεων 120 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις οποίες, ιδίως και κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή, πρώτον, υπενθύμισε τη νομολογία κατά την οποία, για να γίνει δεκτό ότι η ενίσχυση νοθεύει τον ανταγωνισμό, αρκεί εν γένει να παρέχει πλεονέκτημα στον δικαιούχο της απαλλάσσοντάς τον από τις δαπάνες τις οποίες θα έπρεπε κανονικά να επωμισθεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχειρίσεώς του και, δεύτερον, έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα ενείχαν τον κίνδυνο να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά και να επηρεάσουν τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών, καθόσον οι δικαιούχοι των συγκεκριμένων μέτρων θα έπρεπε κανονικά να επωμισθούν οι ίδιοι το κόστος των ζημιών που προκλήθηκαν από τις πυρκαγιές του 2007 και καθόσον δραστηριοποιούνταν στην άκρως ανταγωνιστική αγορά των γεωργικών προϊόντων και της δασοκομίας, που αποτελούν τομείς οι οποίοι επηρεάζονται από τέτοια μέτρα.

56      Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα περί ελλιπούς αιτιολογίας το οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα, χωρίς να το αναπτύσσει λεπτομερώς στα δικόγραφά της, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 36, 49 και 55 ανωτέρω, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως γίνονται αντιληπτοί οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι, εν προκειμένω, τα επίμαχα μέτρα ενέπιπταν στην έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οπότε το υπό κρίση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

57      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ

58      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν θεωρηθούν κρατικές ενισχύσεις, τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι συνιστούν επανόρθωση ζημιών που προκλήθηκαν από θεομηνίες. Αποφαινόμενη ότι δεν πληρούνταν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις της διατάξεως αυτής, η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως και υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα.

59      Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε αιτιολογημένα την ύπαρξη σοβαρής ζημίας που υπέστη η προσφεύγουσα και την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ζημίας αυτής και των πυρκαγιών του 2007. Κατά την προσφεύγουσα, η εκτίμηση της Επιτροπής που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου, κατ’ ουσίαν, επισημαίνεται ότι το καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά λόγω της ελλείψεως συνάφειας μεταξύ των ζημιών και των εν λόγω πυρκαγιών, είναι «εντελώς γενική, αθεμελίωτη και δεν ισχύει στην περίπτωση της προσφεύγουσας».

60      Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή αμφισβητεί τις επιπτώσεις των πυρκαγιών του 2007 για τον γεωργικό τομέα. Αυτές, όμως, έγιναν δεκτές από το σύνολο των αρμοδίων ευρωπαϊκών φορέων. Επιπλέον, η Επιτροπή φαίνεται να θεωρεί ότι η έννοια της ζημίας καταλαμβάνει μόνον τις ζημίες που προκαλούνται στα στοιχεία του ενεργητικού. Η θέση αυτή έρχεται σε αντίθεση προς τη λύση που προκρίθηκε στην απόφαση της 25ης Ιουνίου 2008, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής (T‑268/06, EU:T:2008:222), με την οποία το Γενικό Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των ζημιών που προκλήθηκαν από την απώλεια εισοδήματος και του επελθόντος έκτακτου γεγονότος.

61      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη ζημία άμεσα συνδεόμενη με τις πυρκαγιές του 2007, καθόσον ο τόπος όπου ασκεί τις κύριες δραστηριότητές της επλήγη από τις εν λόγω πυρκαγιές. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων αντιστάθμισαν την οικονομική ζημία που υπέστη λόγω των πυρκαγιών αυτών.

62      Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, πέραν του ότι υπέστη ζημία άμεσα συνδεόμενη με την καταστροφή των περιφερειακών υποδομών, αποδεικνύεται ότι, αν δεν είχε υπαχθεί στη ρύθμιση περί επιδοτήσεως επιτοκίου, θα είχε υποστεί ακόμη μεγαλύτερη οικονομική ζημία λόγω της μετακυλίσεως σε αυτήν της ζημίας που υπέστησαν οι κτηνοτρόφοι πελάτες της, των οποίων οι περιουσίες καταστράφηκαν και στους οποίους θα ήταν αναγκασμένη να παρέχει ταμειακές διευκολύνσεις, καθώς και, κατά συνέπεια, λόγω απώλειας εισοδήματος. Ως εκ τούτου, είναι προφανές, κατά την προσφεύγουσα, ότι με τα επίμαχα μέτρα δεν καθιερώθηκε τεκμήριο ζημίας, αλλά αυτά ανταποκρίνονταν στην άμεση πραγματική ζημία που υπέστη η προσφεύγουσα.

63      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η προϋπόθεση σχετικά με την ύπαρξη άμεσης αιτιώδους συνάφειας εμπίπτει στη δικονομική αυτονομία των κρατών μελών. Επομένως, είναι προφανές ότι, εν προκειμένω, οι ελληνικές αρχές θεώρησαν, κατ’ εφαρμογήν της αρχής του ισοδυνάμου των όρων, ότι υφίστατο άμεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πυρκαγιών του 2007 και των ζημιών που προκάλεσαν οι πυρκαγιές αυτές.

64      Τέλος, υποστηρίζει ότι η νομολογία που επικαλείται η Επιτροπή για να αμφισβητήσει το παραδεκτό των επιχειρημάτων που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, καθόσον αφορά καταστάσεις που δεν είναι συγκρίσιμες με αυτή της υπό κρίση υποθέσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 11ης Φεβρουαρίου 2009, Iride και Iride Energia κατά Επιτροπής (T‑25/07, EU:T:2009:33), αφορούσε μέτρο ατομικής ενισχύσεως και, αφετέρου, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Fedecom κατά Επιτροπής (T‑243/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:497), η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της υποθέσεως εκείνης είχε μετάσχει στη διοικητική διαδικασία.

65      Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, οι δικαιούχοι καθεστώτος ενισχύσεων δεν φέρουν το βάρος αποδείξεως όσον αφορά τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ σε περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, το μέτρο αυτό πρόκειται να ωφελήσει πολλούς δικαιούχους. Εξάλλου, ο προσφεύγων που δεν μετέσχε στη διοικητική διαδικασία έχει τη δυνατότητα να προβάλει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου πραγματικούς ισχυρισμούς, άλλως η προσφυγή του θα καθίστατο εντελώς αλυσιτελής και άνευ αντικειμένου.

66      Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας. Ζητούν, μεταξύ άλλων, να κριθούν απαράδεκτα όλα τα επιχειρήματά της, καθόσον αυτή δεν μετείχε στην επίσημη διαδικασία έρευνας.

67      Συναφώς και όσον αφορά, κατά πρώτον, την εκ μέρους της Επιτροπής ένσταση απαραδέκτου όσον αφορά τους σχετικούς με τα πραγματικά περιστατικά ισχυρισμούς που προβάλλει η προσφεύγουσα προς απόδειξη της υπάρξεως των ζημιών τις οποίες υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω των πυρκαγιών του 2007 και της συνάφειάς τους με το ύψος των επίμαχων ενισχύσεων, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας, το κράτος μέλος και ο δικαιούχος της ενισχύσεως οφείλουν να προβάλουν τα επιχειρήματά τους που δύνανται να αποδείξουν ότι η συγκεκριμένη ενίσχυση είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά, δεδομένου ότι σκοπός της επίσημης διαδικασίας είναι ακριβώς να διαφωτισθεί η Επιτροπή επί του συνόλου των δεδομένων της υποθέσεως. Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν δύναται να επικαλεσθεί ενώπιον του δικαιοδοτικού οργάνου της Ένωσης τις συνέπειες της αρνήσεως συνεργασίας του κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας. Επομένως, προσφεύγων που δεν μετέσχε στην κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ επίσημη διαδικασία έρευνας δεν μπορεί να προβάλει παραδεκτώς επιχειρήματα απτόμενα των πραγματικών περιστατικών τα οποία δεν είχαν περιέλθει εν γνώσει της Επιτροπής και τα οποία δεν της επισήμανε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας. Αντιθέτως, ουδόλως αποκλείεται η δυνατότητα του ενδιαφερομένου να αναπτύξει κατά της τελικής αποφάσεως νομικό ισχυρισμό τον οποίο δεν είχε προβάλει κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2012, Fedecom κατά Επιτροπής, T‑243/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:497, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στην επίσημη διαδικασία έρευνας και, κατά συνέπεια, δεν επικαλέσθηκε, κατά τη διαδικασία αυτή, πραγματικά στοιχεία που την αφορούσαν σχετικά με τις ζημίες που υποστηρίζει ότι υπέστη λόγω των πυρκαγιών του 2007. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να επικαλεσθεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου νέα πραγματικά στοιχεία για να συναγάγει εξ αυτών το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά την προσφεύγουσα.

69      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη η αιτίαση με την οποία προβάλλεται εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την προσφεύγουσα.

70      Επισημαίνεται, πάντως, ότι η προσφεύγουσα προβάλλει επιχειρήματα που τείνουν να αποδείξουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον, κατ’ ουσίαν, κακώς αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις συνέπειες της θεομηνίας στις πληγείσες περιοχές και όρισε η ίδια την έννοια της άμεσης αιτιώδους συνάφειας, μολονότι ο ορισμός αυτός εμπίπτει στη διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών.

71      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, ως παρέκκλιση από την κατά το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ γενική αρχή περί μη συμβατού χαρακτήρα των κρατικών ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά, το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται στενά (πρβλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑278/00, EU:C:2004:239, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Εντούτοις, η ως άνω στενή ερμηνεία δεν συνεπάγεται και ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό της παρεκκλίσεως πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο ώστε η παρέκκλιση να μην παράγει τα αποτελέσματά της. Πράγματι, μια παρέκκλιση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τους σκοπούς που επιδιώκει (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Fastweb, C‑19/13, EU:C:2014:2194, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, μπορούν να αντισταθμιστούν, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, μόνον τα μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή από άλλα έκτακτα γεγονότα (βλ. απόφαση της 9ης Ιουνίου 2011, Comitato «Venezia vuole vivere» κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑71/09 P, C‑73/09 P και C‑76/09 P, EU:C:2011:368, σκέψη 175 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Ως εκ τούτου, ακόμη και στην περίπτωση καθεστώτος ενισχύσεως, όπως εν προκειμένω, απαιτείται να πληρούνται δύο προϋποθέσεις προκειμένου να μπορεί να τύχει εφαρμογής η εξαίρεση την οποία προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, συγκεκριμένα δε, αφενός, η προϋπόθεση της ύπαρξης άμεσης συνάφειας μεταξύ των ζημιών που προκαλούνται από τη θεομηνία και της κρατικής ενισχύσεως και, αφετέρου, εκείνη της κατά το δυνατόν ακριβέστερης αποτίμησης των ζημιών που υπέστησαν οι οικείοι παραγωγοί (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2004, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑73/03, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2004:711, σκέψη 37).

75      Εν προκειμένω, από τα έγγραφα που κοινοποίησε η προσφεύγουσα δεν καταδεικνύεται ότι, προκειμένου να επωφεληθεί από τα επίμαχα μέτρα, ο αιτών το εξ αυτών ευεργέτημα όφειλε, προηγουμένως, να αποτιμήσει τις ζημίες που υπέστη λόγω των πυρκαγιών του 2007, ώστε, εν τέλει, το ποσό των χορηγούμενων ενισχύσεων να μην υπερβαίνει το ύψος των ζημιών που υπέστη ατομικώς και πραγματικά λόγω των πυρκαγιών αυτών.

76      Συναφώς και ανεξαρτήτως των σκέψεων 67 έως 69 ανωτέρω, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανένα αντικειμενικό στοιχείο το οποίο να εξειδικεύει και να αποτιμά τις ζημίες που ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των πυρκαγιών του 2007, ούτε τεκμηριώνει ότι κοινοποίησε τέτοια έγγραφα στις ελληνικές αρχές κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεώς της.

77      Επομένως, χωρίς να απαιτείται να εξετασθεί αν τα επίμαχα μέτρα πληρούσαν την απαίτηση περί άμεσης συνάφειας μεταξύ των ζημιών οι οποίες προκλήθηκαν και για τις οποίες χορηγήθηκαν αποζημιώσεις και της επελθούσας θεομηνίας, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει, κατ’ ουσίαν, από τις αιτιολογικές σκέψεις 64, 65 και 144 έως 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επίμαχα μέτρα δεν προέβλεπαν καμία μέθοδο βάσει της οποίας θα μπορούσε να αποτιμηθεί το ύψος των προκληθεισών ζημιών και, εν τέλει, να αποτραπεί ενδεχόμενη υπεραντιστάθμιση.

78      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, μολονότι οι δηλώσεις των εκπροσώπων της Ένωσης κατεδείκνυαν την ιδιαιτέρως μεγάλη έκταση των πυρκαγιών του 2007, δεν αμφισβητείται ότι με τις συγκεκριμένες δηλώσεις δεν παρεχόταν καμία διαβεβαίωση περί συμβατού χαρακτήρα των επίμαχων μέτρων με την εσωτερική αγορά και ότι αυτές, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούν να απαλλάξουν τα κράτη μέλη από τις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

79      Κατά συνέπεια, και καθόσον αποδείχθηκε ότι δεν συντρέχει εν προκειμένω η μία από τις δύο προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 74 ανωτέρω, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλονται παράβαση των διατάξεων περί παραγραφής για την ανάκτηση της ενισχύσεως, παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως και ανεπαρκής αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως

80      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρία σκέλη, τα οποία πρέπει να εξετασθούν από κοινού.

81      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση της ενισχύσεως είχαν παραγραφεί, οπότε η Επιτροπή δεν μπορούσε να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης ότι η Επιτροπή δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, προσέβαλε το δικαίωμά της ακροάσεως και αιτιολόγησε ανεπαρκώς την απόφαση αυτή, οπότε παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως.

82      Συναφώς, και όσον αφορά, καταρχάς, την παραγραφή σχετικά με την ανάκτηση της ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, οι εξουσίες της Επιτροπής στον τομέα της ανακτήσεως ενισχύσεων υπόκεινται σε δεκαετή προθεσμία παραγραφής. Η προθεσμία αυτή παραγραφής εφαρμόζεται μόνο στις σχέσεις μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται η απόφαση περί ανακτήσεως που εξέδωσε το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο (απόφαση της 30ής Απριλίου 2020, Nelson Antunes da Cunha, C‑627/18, EU:C:2020:321, σκέψη 33).

83      Κατά τη νομολογία, αφετηρία της προθεσμίας παραγραφής είναι ο χρόνος της χορηγήσεως της ενισχύσεως στον δικαιούχο, και όχι η ημερομηνία θεσπίσεως ενός καθεστώτος ενισχύσεων. Για τον υπολογισμό της προθεσμίας παραγραφής, η ενίσχυση πρέπει να λογίζεται χορηγηθείσα στον δικαιούχο μόνον κατά τον χρόνο που αυτός πραγματικά τη λαμβάνει (απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011, France Télécom κατά Επιτροπής, C‑81/10 P, EU:C:2011:811, σκέψεις 81 και 82).

84      Εν προκειμένω, οι ενισχύσεις χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των επίμαχων καθεστώτων μεταξύ 27ης Αυγούστου 2007 και 31ης Δεκεμβρίου 2010.

85      Υπό τις συνθήκες αυτές, η προθεσμία παραγραφής άρχισε να τρέχει το νωρίτερο στις 27 Αυγούστου 2007, ημερομηνία κατά την οποία άρχισε η χορήγηση των μέτρων.

86      Όσον αφορά τη διακοπή της προθεσμίας παραγραφής, η οποία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589, έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη νέας προθεσμίας παραγραφής, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, το άρθρο 12, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 2, και το άρθρο 5, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, επιβάλλει στο κράτος μέλος την υποχρέωση να παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες κατόπιν σχετικού αιτήματος της Επιτροπής, τούτο δε εντός των προθεσμιών που αυτή έχει τάξει. Πράγματι, η Επιτροπή, ζητώντας πληροφορίες από το κράτος μέλος, του γνωστοποιεί ότι έχει στην κατοχή της πληροφορίες για παράνομη χορήγηση ενισχύσεως και ότι υπάρχει το ενδεχόμενο αναζητήσεως της ενισχύσεως αυτής (απόφαση της 10ης Απριλίου 2003, Département du Loiret κατά Επιτροπής, T‑369/00, EU:T:2003:114, σκέψη 81).

87      Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι πρόκειται για απλή αίτηση παροχής πληροφοριών δεν έχει ως συνέπεια να μην μπορεί η αίτηση αυτή να παραγάγει έννομα αποτελέσματα ως ενέργεια δυνάμενη να διακόψει την προθεσμία παραγραφής την οποία προβλέπει το άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589, ανεξαρτήτως του ότι η αίτηση αυτή δεν κοινοποιήθηκε στους δικαιούχους της ενισχύσεως (πρβλ. αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2005, Scott κατά Επιτροπής, C‑276/03 P, EU:C:2005:590, σκέψη 32, και της 10ης Απριλίου 2003, Département du Loiret κατά Επιτροπής, T‑369/00, EU:T:2003:114, σκέψη 82).

88      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή, κατόπιν της καταγγελίας που έλαβε στις 22 Ιουλίου 2014 και η οποία αφορούσε την ενίσχυση που χορήγησε η Ελληνική Δημοκρατία στην προσφεύγουσα και στις θυγατρικές της, απέστειλε στις 25 Ιουλίου 2014 έγγραφο προς την Ελληνική Δημοκρατία ζητώντας της να της παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τη συγκεκριμένη ενίσχυση, ιδίως δε όσον αφορά τη νομική βάση της, τις προϋποθέσεις χορηγήσεώς της και τους δικαιούχους της.

89      Επομένως, στο μέτρο που, με το έγγραφο της 25ης Ιουλίου 2014, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία ότι είχε στην κατοχή της πληροφορίες σχετικά με παράνομη ενίσχυση και της επισήμανε ότι υπήρχε το ενδεχόμενο αναζητήσεως της ενισχύσεως αυτής, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η παραγραφή διακόπηκε την εν λόγω ημερομηνία, ανεξαρτήτως του ότι η εν λόγω αίτηση παροχής πληροφοριών δεν κοινοποιήθηκε στους δικαιούχους της ενισχύσεως.

90      Εξάλλου, λαμβανομένου υπόψη ότι η παραγραφή διακόπηκε στις 25 Ιουλίου 2014, διαπιστώνεται ότι οι εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση της ενισχύσεως δεν είχαν παραγραφεί κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στις 7 Οκτωβρίου 2019.

91      Επομένως, από τις σκέψεις 82 έως 90 ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να ανακτήσει τις επίμαχες ενισχύσεις λόγω συμπληρώσεως της παραγραφής που προβλέπει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 πρέπει να απορριφθεί.

92      Όσον αφορά, εν συνεχεία, την παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

93      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που χορηγηθεί ενίσχυση χωρίς να έχει κοινοποιηθεί, η καθυστέρηση της Επιτροπής να ασκήσει τις ελεγκτικές της εξουσίες και να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως αυτής δεν συνεπάγεται ότι η απόφαση περί ανακτήσεως είναι παράνομη, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, οι οποίες καταδεικνύουν πρόδηλη παράλειψη της Επιτροπής και καταφανή παράβαση της υποχρεώσεώς της επιμέλειας (απόφαση της 22ας Απριλίου 2008, Επιτροπή κατά Salzgitter, C‑408/04 P, EU:C:2008:236, σκέψη 106).

94      Εν προκειμένω, όμως, δεν αμφισβητείται ότι η χρονική διάρκεια της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως οφείλεται κυρίως στο ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε τα καθεστώτα αυτά και ότι η ύπαρξή τους περιήλθε σε γνώση της Επιτροπής το πρώτον επτά έτη μετά την εκδήλωση των πυρκαγιών του 2007.

95      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, μόλις η Επιτροπή έλαβε καταγγελία στις 22 Ιουλίου 2014, κίνησε τη διαδικασία έρευνας απευθύνοντας στις 25 Ιουλίου 2014 έγγραφο στις ελληνικές αρχές προκειμένου να ενημερωθεί για την εικαζόμενη ενίσχυση.

96      Εξάλλου, κατόπιν αλληλογραφίας με την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ανταλλαγή εγγράφων ανάγεται στις 11 Φεβρουαρίου 2016, η Επιτροπή εξέδωσε στις 17 Μαΐου 2016 την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

97      Τέλος, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 7 Οκτωβρίου 2019, κατόπιν αλληλογραφίας με την Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της οποίας η τελευταία ανταλλαγή εγγράφων ανάγεται στις 21 Φεβρουαρίου 2018.

98      Μολονότι, βεβαίως, το τελευταίο στάδιο της διαδικασίας που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ταχύτητα, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της χρονικής αλληλουχίας των γεγονότων που συνέβησαν μεταξύ του 2014 και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή υπέρμετρη καθυστέρηση ή έλλειψη επιμέλειας κατά τη διεξαγωγή της διοικητικής διαδικασίας, η οποία θα στοιχειοθετούσε παράβαση της υποχρεώσεως επιμέλειας την οποία υπέχει.

99      Επομένως, τα επιχειρήματα σχετικά με υπέρβαση του εύλογου χρόνου διαδικασίας πρέπει να απορριφθούν.

100    Κατά δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως το οποίο επικαλείται η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η διοικητική διαδικασία στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων κινείται μόνον κατά του οικείου κράτους μέλους, καθώς ο αποδέκτης της ενισχύσεως θεωρείται απλώς ενδιαφερόμενος στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589 (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής, T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:132, σκέψη 189 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

101    Ωστόσο, οι ενδιαφερόμενοι δεν μπορούν να επικαλεσθούν τα δικαιώματα άμυνας των προσώπων κατά των οποίων κινείται η διαδικασία, αλλά έχουν μόνον το δικαίωμα να μετάσχουν επαρκώς στη διοικητική διαδικασία, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής, T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:132, σκέψη 190 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

102    Με άλλα λόγια, δεδομένου ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν αποτελεί διαδικασία η οποία κινείται κατά του δικαιούχου ή των δικαιούχων των ενισχύσεων, ο δικαιούχος ή οι δικαιούχοι δεν μπορούν να επικαλεσθούν δικαιώματα εξίσου ευρέα με τα δικαιώματα άμυνας αυτά καθαυτά (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής, T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:132, σκέψη 191 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

103    Βεβαίως, οι ενδιαφερόμενοι έχουν, δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ καθώς και του άρθρου 6, παράγραφος 1, και του άρθρου 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, δικαίωμα να υποβάλουν παρατηρήσεις κατά το στάδιο έρευνας που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Ωστόσο, σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο, η απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας αποσκοπεί μόνο στο να συλλέξει η Επιτροπή από τους ενδιαφερομένους όλα τα στοιχεία που έχουν ως προορισμό να διαφωτίσουν την Επιτροπή στις μελλοντικές της ενέργειες, κατά τρόπο συνεπή προς τη νομολογία με την οποία αναγνωρίζεται κατ’ ουσίαν στους ενδιαφερομένους ο ρόλος της πηγής πληροφοριών για την Επιτροπή στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας η οποία κινείται δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (βλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής, T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:132, σκέψεις 192 και 193 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

104    Επομένως, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, τόσο οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, πέραν του οικείου κράτους μέλους, όσο και οι δικαιούχοι της ενισχύσεως δεν μπορούν να ζητήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που διεξάγεται με το εν λόγω κράτος μέλος, ή ακόμη, εν γένει, κοινοποίηση των εγγράφων που αντάλλαξαν η Επιτροπή και το οικείο κράτος μέλος κατά τη διαδικασία έρευνας, καθώς καμία διάταξη σχετική με τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων δεν επιφυλάσσει, μεταξύ των ενδιαφερομένων, ιδιαίτερο ρόλο στον δικαιούχο της ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 13ης Μαρτίου 2018, Αλουμίνιον κατά Επιτροπής, T‑542/11 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:132, σκέψη 194 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

105    Από τις σκέψεις 100 έως 104 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν της κοινοποίησε την καταγγελία την οποία έλαβε ούτε ορισμένα έγγραφα που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας έρευνας σχετικά με το καθεστώς ενισχύσεων.

106    Επιπλέον, όσον αφορά ειδικότερα την παράλειψη ατομικής κοινοποιήσεως σχετικά, μεταξύ άλλων, με την πρόσκληση προς υποβολή παρατηρήσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καθώς και με την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, παράλειψη την οποία η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν απαιτεί ατομική όχληση και ότι αποκλειστικός σκοπός της είναι να υποχρεώσει την Επιτροπή να μεριμνήσει ώστε όλοι οι δυνητικώς ενδιαφερόμενοι να ενημερωθούν για την κίνηση διαδικασίας και να τους παρασχεθεί η δυνατότητα να διατυπώσουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η δημοσίευση ανακοινώσεως στην Επίσημη Εφημερίδα αποτελεί προσήκον και επαρκές μέσο για να γνωστοποιηθεί σε όλους τους ενδιαφερομένους η κίνηση διαδικασίας (βλ. απόφαση της 9ης Απριλίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑150/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:191, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

107    Στο μέτρο, όμως, που η Επιτροπή δημοσίευσε την απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας στην Επίσημη Εφημερίδα, συνοδευόμενη από ανακοίνωση με την οποία καλούσε τους ενδιαφερομένους να μετάσχουν στη διαδικασία, εκπλήρωσε τη διαδικαστική υποχρέωσή της να ενημερώσει τους ενδιαφερομένους.

108    Το γεγονός και μόνον το ότι η προσφεύγουσα μνημονεύθηκε στην απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και στην ανακοίνωση η οποία τη συνόδευε δεν μπορεί να συνεπάγεται υποχρέωση της Επιτροπής να την ενημερώσει ατομικώς. Πράγματι, μια τέτοια ατομική ενημέρωση δεν βρίσκει έρεισμα στους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν τη διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων.

109    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προσάψει στην Επιτροπή ότι δεν της κοινοποίησε ατομικώς, αφενός, την ανακοίνωση με την οποία καλούσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να μετάσχουν στη διαδικασία και, αφετέρου, την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, για να συναγάγει εξ αυτού το συμπέρασμα ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να προβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας.

110    Τέλος, κατά τρίτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη ανεπαρκή αιτιολογία για την οποία κάνει λόγο η προσφεύγουσα, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά καθεστώτα ενισχύσεων. Τούτο συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβεί σε ανάλυση της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε κάθε κατ’ ιδίαν περίπτωση βάσει του καθεστώτος αυτού. Μόνο στο στάδιο της αναζητήσεως των ενισχύσεων είναι αναγκαίο να ελέγχεται η κατ’ ιδίαν κατάσταση κάθε συγκεκριμένης επιχειρήσεως (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι παρέλειψε να μετάσχει στην επίσημη διαδικασία έρευνας ενώ, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 106 έως 109 ανωτέρω, της δόθηκε η σχετική δυνατότητα και δεδομένου ότι, όπως προκύπτει ιδίως από τις σκέψεις 56 και 77 ανωτέρω, από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορούσε να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή θεώρησε ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, δεν μπορεί να ισχυρισθεί, άνευ άλλης εξηγήσεως, ότι η συγκεκριμένη απόφαση ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

112    Συναφώς, όσον αφορά το προβαλλόμενο ως εσφαλμένο ποσό των προς ανάκτηση ενισχύσεων, κατά τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 110 ανωτέρω, στις ελληνικές αρχές απόκειται, όπως ορίζεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, της προσβαλλομένης αποφάσεως, να προσδιορίσουν το ποσό της ενισχύσεως που πρέπει να ανακτηθεί από κάθε δικαιούχο.

113    Ως εκ τούτου, το ποσό της ενισχύσεως που έλαβε η προσφεύγουσα, όπως το ποσό αυτό μνημονεύεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι κατ’ ανάγκη προσωρινό. Τούτο επιβεβαιώνεται εξάλλου από την αιτιολογική σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από την οποία προκύπτει ρητώς ότι τα μνημονευόμενα σε αυτήν ποσά είναι προσωρινά και ότι στηρίζονται σε πληροφορίες που παρέσχε η Ελληνική Δημοκρατία.

114    Επομένως, η αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

115    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι από τις σκέψεις 92 έως 114 ανωτέρω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις περί του ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκδόθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, περί προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως και περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως είναι αβάσιμες, πρέπει να απορριφθεί και ο ισχυρισμός περί παραβιάσεως της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ο οποίος, στα δικόγραφα της προσφεύγουσας, ταυτίζεται με τις ως άνω αιτιάσεις, και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

116    Με τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου καθόσον, ήδη από τον Αύγουστο του 2007, οι ελληνικές αρχές έθεσαν σε εφαρμογή τα επίμαχα μέτρα χωρίς η Επιτροπή να εγείρει αντιρρήσεις, μολονότι είχε σαφώς ενημερωθεί για την κατάσταση την οποία αντιμετώπιζαν οι ελληνικές αρχές.

117    Η προσφεύγουσα επισημαίνει επίσης ότι το γεγονός ότι η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ το πρώτον εννέα έτη μετά την εκδήλωση των πυρκαγιών του 2007 καταδεικνύει πρόδηλη παράλειψη της Επιτροπής και παράβαση της εξουσίας ελέγχου που διαθέτει οι οποίες συνιστούν παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου και δημιούργησαν στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι δεν ετίθετο ζήτημα νομιμότητας της ενισχύσεως.

118    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα επικλήσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προϋποθέτει ότι από τις αρμόδιες αρχές της Ένωσης έχουν δοθεί στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές (βλ. απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Quadri di Cardano κατά Επιτροπής, T‑273/17, EU:T:2018:480, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

119    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, λαμβανομένου υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα του ελέγχου που διενεργεί η Επιτροπή επί των κρατικών ενισχύσεων δυνάμει του άρθρου 108 ΣΛΕΕ, αφενός, η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων δικαιούχων της ενισχύσεως όσον αφορά τη νομιμότητα αυτής δικαιολογείται, καταρχήν, μόνον αν η ενίσχυση χορηγήθηκε τηρουμένης της προβλεπόμενης από το άρθρο αυτό διαδικασίας και, αφετέρου, ένας επιμελής επιχειρηματίας πρέπει, υπό κανονικές συνθήκες, να είναι σε θέση να βεβαιωθεί ότι τηρήθηκε η εν λόγω διαδικασία. Ειδικότερα, σε περίπτωση κατά την οποία η ενίσχυση καταβλήθηκε χωρίς να κοινοποιηθεί προηγουμένως στην Επιτροπή, οπότε είναι παράνομη βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, ο αποδέκτης της ενισχύσεως δεν μπορεί, κατά τον χρόνο αυτόν, να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα της χορηγήσεως της συγκεκριμένης ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 4ης Μαρτίου 2021, Επιτροπή κατά Fútbol Club Barcelona, C‑362/19 P, EU:C:2021:169, σκέψη 120 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

120    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι οι δηλώσεις των διαφόρων εκπροσώπων της Ένωσης, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα στο σημείο 15 του δικογράφου της προσφυγής, μολονότι σε αυτές, κατ’ ουσίαν, γίνεται λόγος για την έκταση των ζημιών που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του 2007, καθώς και για την εκ μέρους των εκπροσώπων της Ένωσης έκφραση συμπάθειας και για τη βούλησή τους να καταβληθούν άμεσα προσπάθειες για την αποκατάσταση των πληγεισών περιοχών, δεν μπορούν να θεωρηθούν «συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις» από τις οποίες θα προέκυπτε ότι τα επίμαχα μέτρα δεν μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις.

121    Επιπλέον, για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 92 έως 99 ανωτέρω, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος ούτε να της προσαφθεί παράβαση του καθήκοντός της επιμέλειας όσον αφορά τον έλεγχο, η οποία θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

122    Τέλος, δεν αμφισβητείται ότι, εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία δεν κοινοποίησε εγκαίρως τα επίμαχα καθεστώτα ενισχύσεων, οπότε η προσφεύγουσα δεν δύναται να προβάλει λυσιτελώς, για τους λόγους που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 118 και 119 ανωτέρω, παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

123    Επομένως, δεδομένου ότι από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δεν μπορεί να προβάλει λυσιτελώς ούτε παράβαση του άρθρου 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, καθόσον η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η Επιτροπή δεν απαιτεί ανάκτηση της ενισχύσεως σε περίπτωση κατά την οποία τούτο αντιβαίνει σε γενική αρχή της Ένωσης.

124    Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως, περί παραβιάσεως των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

125    Με τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως αντιβαίνει στις αρχές της αναλογικότητας και της ασφάλειας δικαίου.

126    Συναφώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι εξαιρετικές περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθησαν τα επίμαχα μέτρα καθιστούν τις επίμαχες ενισχύσεις μη ανακτητέες.

127    Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι οι ενισχύσεις αυτές δεν παρείχαν «πλεονεκτήματα» και ότι είχαν ως αποκλειστικό σκοπό να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της προσφεύγουσας. Η ανάκτησή τους θα είχε ως αποτέλεσμα να περιέλθει η προσφεύγουσα σε δυσμενέστερη θέση έναντι των εταιριών οι οποίες δραστηριοποιούνται σε περιοχές που δεν επλήγησαν από τις πυρκαγιές του 2007, τούτο δε κατά μείζονα λόγο αν ληφθεί υπόψη ότι αναγκάστηκε πρόσφατα να αντιμετωπίσει την υγειονομική κρίση που προκάλεσε η COVID‑19.

128    Η Επιτροπή και η παρεμβαίνουσα ζητούν την απόρριψη του λόγου αυτού ακυρώσεως.

129    Επισημαίνεται συναφώς ότι, κατά το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 2015/1589, σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως για υπόθεση παράνομων ενισχύσεων, η Επιτροπή αποφασίζει την εκ μέρους του οικείου κράτους μέλους λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την ανάκτηση της ενισχύσεως από τον δικαιούχο, εκτός εάν αυτό αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

130    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η μέσω ανακτήσεως κατάργηση μιας παράνομης ενισχύσεως είναι η λογική συνέπεια της διαπιστώσεως της ελλείψεως νομιμότητάς της, η δε υποχρέωση του κράτους μέλους να καταργήσει μια ενίσχυση που θεωρείται από την Επιτροπή μη συμβατή με την εσωτερική αγορά έχει ως σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

131    Με την επιστροφή αυτή, ο αποδέκτης χάνει πράγματι το πλεονέκτημα που διέθετε στην εσωτερική αγορά σε σχέση με τους ανταγωνιστές του και τα πράγματα επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την καταβολή της ενισχύσεως (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Επομένως, η με σκοπό την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ανάκτηση μιας παράνομα χορηγηθείσας ενισχύσεως δεν μπορεί, καταρχήν, να θεωρηθεί μέτρο δυσανάλογο προς τους σκοπούς των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2008, Επιτροπή κατά Ελλάδας, C‑419/06, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2008:89, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

133    Εν προκειμένω, όπως κρίθηκε στις σκέψεις 26 έως 56 και στις σκέψεις 59 έως 79 ανωτέρω, τα επίμαχα μέτρα συνιστούν πλεονέκτημα για όσους επωφελήθηκαν αυτών, ακόμη και αν οι σχετικές καταβολές έγιναν κατόπιν της επελεύσεως θεομηνίας, και, όπως κρίθηκε ιδίως στις σκέψεις 99 έως 124 ανωτέρω, η ανάκτηση της ενισχύσεως δεν αντιβαίνει σε γενική αρχή του δικαίου.

134    Τέλος, όσον αφορά την κατάσταση της επιχειρήσεως σε σχέση με τις συνέπειες της πανδημίας της COVID‑19, αρκεί η επισήμανση ότι το προβαλλόμενο πραγματικό περιστατικό είναι μεταγενέστερο της εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως και είναι αλυσιτελές, καθόσον η νομιμότητα πράξεως της Ένωσης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τα διαθέσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2015, Inuit Tapiriit Kanatami κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑398/13 P, EU:C:2015:535, σκέψη 22).

135    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η ανάκτηση των ενισχύσεων των μνημονευομένων στο άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως καθεστώτων ενισχύσεων δεν αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας.

136    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

137    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Σόγια Ελλάς ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

138    Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν δεν είναι κράτος μέλος ή θεσμικό όργανο της Ένωσης, θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα. Εν προκειμένω, η παρεμβαίνουσα φέρει, συνεπώς, τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Σόγια Ελλάς ΑΕ φέρει τα δικαστικά έξοδά της καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Μύλοι Σόγιας ΑΕ φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Kanninen

Półtorak

Porchia

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 19 Οκτωβρίου 2022.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

M. van der Woude



*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.