Language of document : ECLI:EU:T:2014:957

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Νοεμβρίου 2014 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013) – Σύμβαση για το έργο Pocemon – Επιστροφή προκαταβληθέντων ποσών – Έγγραφο με το οποίο αναγγέλλεται η έκδοση χρεωστικού σημειώματος – Έγγραφο υπομνήσεως – Έλλειψη εννόμου συμφέροντος – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑17/13,

ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Β. Χριστιανό, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Lyal και A. Cordewener, επικουρούμενους από τον Σ. Δρακακάκη, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, με την οποία ζητείται από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει, πρώτον, ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το σύνολο του ποσού το οποίο της κατέβαλε η Επιτροπή δυνάμει της συμβάσεως για το έργο Pocemon, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο του εβδόμου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013), δεύτερον, ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το εν λόγω έργο, τρίτον, ότι η Επιτροπή αβασίμως προέβη σε συμψηφισμό ποσών τα οποία οφείλει στην ενάγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η ενάγουσα, ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας, είναι ελληνική εταιρία με αντικείμενο την εμπορία και παραγωγή προϊόντων μετάλλου καθώς και ηλεκτρονικών και τηλεπικοινωνιακών προϊόντων, συσκευών και μηχανημάτων. Η ενάγουσα, ήδη από πολλά έτη, έχει μετάσχει σε διάφορα έργα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα ή από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

2        Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού (ΕΚ) 1906/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, με τον οποίο καθορίζονται οι κανόνες συμμετοχής επιχειρήσεων, ερευνητικών κέντρων και πανεπιστημίων στις δράσεις που αναλαμβάνονται βάσει του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου και οι κανόνες διάδοσης των ερευνητικών αποτελεσμάτων (2007‑2013) (ΕΕ L 391, σ. 1), και στο πλαίσιο που καθορίστηκε με την απόφαση 1982/2006/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, σχετικά με το έβδομο πρόγραμμα‑πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (2007-2013) (ΕΕ L 412, σ. 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ενεργώντας για λογαριασμό της Κοινότητας, συνήψε, στις 19 Δεκεμβρίου 2007, με τον συντονιστή της κοινοπραξίας στην οποία μετείχε η ενάγουσα, τη συμφωνία επιχορηγήσεως υπ’ αριθ. 216088 για τη χρηματοδότηση του έργου «Πλατφόρμα παρακολούθησης και διάγνωσης για τα αυτοάνοσα νοσήματα» (στο εξής: Pocemon).

3        Οι γενικοί όροι περιλαμβάνονται στο παράρτημα II της εν λόγω συμφωνίας. Το πρώτο μέρος των γενικών αυτών όρων αφορά ιδίως την εκτέλεση του επίδικου έργου (σημεία II.2 έως II.13), το δεύτερο μέρος αφορά τους οικονομικούς όρους (σημεία II.14 έως II.25), το δε τρίτο μέρος αφορά τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας (σημεία II.26 έως II.34).

 Διαχείριση και τεχνική εκτέλεση του έργου Pocemon

4        Κατά τα άρθρα 3 και 5, παράγραφος 1, της συμφωνίας επιχορηγήσεως για το έργο Pocemon, η διάρκεια του έργου αυτού ορίστηκε σε 42 μήνες, από την 1η Ιανουαρίου 2008, και η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Επιτροπής ανερχόταν στο ποσό των 8 399 997 ευρώ. Κατά το άρθρο 4 της εν λόγω συμφωνίας, το έργο διαιρούνταν σε τρεις περιόδους αναφοράς: την περίοδο P 1, από την 1η Ιανουαρίου έως την 31η Δεκεμβρίου 2008, την περίοδο P 2, από την 1η Ιανουαρίου 2009 έως την 31η Δεκεμβρίου 2009 και την τελική περίοδο, από την 1η Ιανουαρίου 2010 έως την 30ή Ιουνίου 2011.

5        Με έγγραφο της 6ης Οκτωβρίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου Pocemon ότι, σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες που έλεγξαν το εν λόγω έργο σε πρώιμο στάδιο, η διαχείριση του έργου και ο συντονισμός έπρεπε να βελτιωθούν.

6        Με έγγραφο της 8ης Απριλίου 2009, η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου για τα αποτελέσματα της ετήσιας τεχνικής επιθεωρήσεως του έργου και προέβη σε αναστολή του δυνάμει του σημείου II.8, παράγραφος 3, των γενικών όρων, επειδή η κοινοπραξία δεν εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις της που απέρρεαν από τη συμφωνία επιχορηγήσεως.

7        Με έγγραφο της 29ης Μαρτίου 2010, η Επιτροπή ήρε την ως άνω αναστολή και προέβη σε τροποποιήσεις της συμφωνίας επιχορηγήσεως, ήτοι, πρώτον, ο ρόλος του συντονιστή του έργου ανατέθηκε σε άλλη εταιρία μέλος της κοινοπραξίας, δεύτερον, η διάρκεια του έργου παρατάθηκε σε 48 μήνες και οι περίοδοι αναφοράς αναπροσαρμόστηκαν με την προσθήκη τέταρτης περιόδου (P 4) από την 1η Ιουλίου 2011 έως την 31η Δεκεμβρίου 2011 και, τρίτον, η ανώτατη οικονομική συμμετοχή της Ένωσης μειώθηκε στο ποσό των 7 490 000 ευρώ.

8        Με έγγραφο της 28ης Οκτωβρίου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου ότι η τεχνική επιθεώρηση του επόμενου έτους είχε εκ νέου αρνητικά αποτελέσματα και ότι κατά τη σχετική έκθεση το έργο μπορούσε να συνεχιστεί μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα ελάμβαναν χώρα σημαντικές αλλαγές.

9        Με έγγραφο της 21ης Μαρτίου 2011, η Επιτροπή ενημέρωσε τον συντονιστή του έργου ότι από μια ακόμα τεχνική επιθεώρηση προτάθηκε η ματαίωση του έργου. Η Επιτροπή ζήτησε από την κοινοπραξία να διορθώσει την κατάσταση χαμηλής αποδόσεως εντός 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου, σύμφωνα με το σημείο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο b, των γενικών όρων, επισημαίνοντας ότι σε ενάντια περίπτωση θα είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση.

10      Με επιστολή της 26ης Απριλίου 2011, ο συντονιστής, ενεργώντας στο όνομα ολόκληρης της κοινοπραξίας, αποδέχθηκε την καταγγελία της συμφωνίας επιχορηγήσεως.

11      Με έγγραφο της 29ης Ιουνίου 2011, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τη ματαίωση του έργου Pocemon σύμφωνα με το σημείο II.38, παράγραφος 1, στοιχείο b, των γενικών όρων.

 Προχρηματοδότηση και ενδιάμεσες πληρωμές για το έργο Pocemon

12      Στις 21 Ιανουαρίου 2008, η Επιτροπή κατέβαλε στον συντονιστή του έργου Pocemon συνολικό ποσό 4 059 000 ευρώ, ήτοι ποσό 4 479 998 ευρώ μείον ποσό 419 999 ευρώ για τη συνεισφορά των δικαιούχων στο ταμείο εγγυήσεων, ως προχρηματοδότηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6 της συμφωνίας επιχορηγήσεως.

13      Στις 5 Μαρτίου 2008, ο συντονιστής κατέβαλε ποσό 314 163,93 ευρώ στην ενάγουσα για τη συμμετοχή της στο εν λόγω έργο.

14      Στις 25 Φεβρουαρίου 2010, ο συντονιστής υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P 1, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 68 369 ευρώ.

15      Με έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2010, η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι η πληρωμή για την περίοδο P 1 είχε συμψηφιστεί με άλλες απαιτήσεις από άλλα έργα στα οποία είχε μετάσχει η ενάγουσα στο πλαίσιο του έκτου προγράμματος‑πλαισίου. Οι απαιτήσεις αυτές, για τις οποίες η Επιτροπή είχε εκδώσει στις 10 Ιουνίου 2010 χρεωστικά σημειώματα κατά της ενάγουσας, αφορούσαν τα έργα Doc@Hand και Aubade.

16      Με έγγραφο της 9ης Αυγούστου 2011 η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι, σύμφωνα με το σημείο II.5, παράγραφος 3, στοιχείο d, των γενικών όρων, ως προσωρινό προληπτικό μέτρο, αναστελλόταν κάθε πληρωμή προς αυτήν και ότι ο συντονιστής θα ενημερωνόταν ότι οι πληρωμές υπέρ της κοινοπραξίας δεν θα περιελάμβαναν πλέον τα ποσά που προορίζονταν για την ενάγουσα.

17      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 7ης Φεβρουαρίου 2012 ο συντονιστής του έργου υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P 2, στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 156 536 ευρώ.

18      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 14ης Φεβρουαρίου 2013, ήτοι μετά από την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής, ο συντονιστής του έργου υπέβαλε στην Επιτροπή τις περιοδικές εκθέσεις για την περίοδο P 3 (από την 1η Δεκεμβρίου 2010 έως την 31η Αυγούστου 2011, ημερομηνία ισχύος της καταγγελίας της συμφωνίας), στις οποίες περιλαμβανόταν οικονομική κατάσταση που υπέβαλε η ενάγουσα ζητώντας την καταβολή ποσού 157 630 ευρώ.

 Ο οικονομικός έλεγχος

19      Μεταξύ της 31ης Οκτωβρίου και της 3ης Νοεμβρίου 2011 οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν, σύμφωνα με το σημείο II.22 των γενικών όρων, οικονομικό έλεγχο αφορώντα, μεταξύ άλλων, το έργο Pocemon.

20      Με έγγραφο της 9ης Οκτωβρίου 2012, η Επιτροπή διαβίβασε στην ενάγουσα την τελική έκθεση ελέγχου. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και ενημέρωσε την ενάγουσα για τα επόμενα στάδια της διαδικασίας, ήτοι την εφαρμογή των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου. Η Επιτροπή έκρινε ότι τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου όπως εκτίθεντο στη, συνημμένη στο ως άνω έγγραφο, τελική έκθεση ελέγχου ήταν επαρκή και θεώρησε ότι ο οικονομικός έλεγχος είχε περατωθεί. Από την έκθεση ελέγχου προκύπτει ότι οι ελεγκτές κατέληξαν στο γενικό συμπέρασμα ότι «η οικονομική διαχείριση του έργου δεν έγινε κατά τρόπο αποδεκτό και κατ’ εφαρμογήν των όρων των συμφωνιών επιχορηγήσεως». Επίσης κατά τη γνώμη τους «η δικαιούχος [είχε] παραβεί σημαντικές και ουσιώδεις συμβατικές υποχρεώσεις και, ιδίως, τις προβλεπόμενες στο άρθρο II.22 [των γενικών όρων] των υπογεγραμμένων συμφωνιών επιχορηγήσεως».

21      Με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2012 (στο εξής: προ-ενημερωτικό έγγραφο), η Επιτροπή ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή του ποσού των 377 733,93 ευρώ και την κάλεσε να υποβάλει της παρατηρήσεις της εντός 30 ημερών από την παραλαβή του εγγράφου, επισημαίνοντας ότι σε ενάντια περίπτωση θα συνεχιζόταν η διαδικασία ανακτήσεως. Κατά την Επιτροπή, το ποσό αυτό ήταν η διαφορά μεταξύ του ποσού των 382 802,93 ευρώ, που αποτελούσε το σύνολο των πληρωμών, και της χρηματοδοτήσεως της Ένωσης, η οποία ανερχόταν στο ποσό των 5 069 ευρώ για τις επιλέξιμες δαπάνες. Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο υπολογισμός της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως θα γινόταν επί του οφειλόμενου ποσού, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.24 των γενικών όρων και ότι θα αποστελλόταν χωριστό έγγραφο για το ζήτημα αυτό.

22      Με επιστολή της 23ης Νοεμβρίου 2012, η ενάγουσα απάντησε αρνούμενη τα πορίσματα του ελέγχου και την επιστροφή των επίμαχων ποσών και ζήτησε να ανασταλεί η διαδικασία ανακτήσεως που είχε κινήσει η Επιτροπή ως προς τις δαπάνες για το έργο Pocemon.

23      Με έγγραφο της 29ης Νοεμβρίου 2012 (στο εξής: έγγραφο υπομνήσεως), η Επιτροπή δήλωσε ότι η ενάγουσα δεν είχε προσκομίσει νέα ή πρόσθετα στοιχεία ή ενδείξεις που θα μπορούσαν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου. Ως εκ τούτου, επιβεβαίωσε ότι σκόπευε να εφαρμόσει τα πορίσματα του οικονομικού ελέγχου και να εκδώσει χρεωστικό σημείωμα για ποσό 377 733,93 ευρώ. Υπενθύμισε επίσης ότι ο υπολογισμός της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως θα γινόταν επί του οφειλόμενου ποσού, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.24 των γενικών όρων, και ότι θα αποστελλόταν χωριστό έγγραφο για το ζήτημα αυτό.

 Ρήτρα διαιτησίας και εφαρμοστέο δίκαιο

24      Κατά το άρθρο της 9, πρώτο εδάφιο, η συμφωνία επιχορηγήσεως διέπεται, κυρίως, από τους όρους που η ίδια προβλέπει, από τις σχετικές με το έβδομο πρόγραμμα‑πλαίσιο πράξεις της Κοινότητας, από τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1) (στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), και τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του κανονισμού 1605/2002 (ΕΕ L 357, σ. 1) (στο εξής: κανόνες εφαρμογής), καθώς και από άλλους κανόνες του δικαίου της Ένωσης και, επικουρικώς, από το βελγικό δίκαιο.

25      Το τρίτο εδάφιο του ίδιου άρθρου περιλαμβάνει ρήτρα διαιτησίας κατά την έννοια του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, η οποία παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ αναίρεση στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποκλειστική αρμοδιότητα εκδικάσεως οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Κοινότητας και, αφετέρου, των δικαιούχων, σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή ή την ερμηνεία της επίμαχης συμφωνίας επιχορηγήσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 11 Ιανουαρίου 2013, η ενάγουσα άσκησε, δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση αγωγή.

27      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να επιστρέψει το σύνολο του ποσού που η Επιτροπή της κατέβαλε για το έργο Pocemon·

–        να αναγνωρίσει ότι δεν οφείλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το εν λόγω έργο·

–        να αναγνωρίσει ότι η Επιτροπή αβασίμως προέβη σε συμψηφισμό ποσών τα οποία της οφείλει·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στη δικαστική δαπάνη της ενάγουσας.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την αγωγή απαράδεκτη ως προς το δεύτερο και το τρίτο αίτημά της·

–        να απορρίψει την αγωγή στο σύνολό της,

–        να καταδικάσει την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη.

 Σκεπτικό

29      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή δεν προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

30      Εν πάση περιπτώσει, κατά το άρθρο 113 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, το απαράδεκτο για λόγους δημοσίας τάξεως, όπως η έλλειψη εννόμου συμφέροντος (διάταξη της 27ης Μαρτίου 2003, Linea GIG κατά Επιτροπής, T‑398/02 R, Συλλογή, EU:T:2003:86, σκέψη 45). Η απόφαση αυτή λαμβάνεται σύμφωνα µε τις προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 114, παράγραφοι 3 και 4, του ιδίου Κανονισμού Διαδικασίας.

31      Βάσει της γενικώς αναγνωρισμένης δικαιικής αρχής κατά την οποία κάθε δικαστήριο εφαρμόζει τους δικούς του δικονομικούς κανόνες, η αρμοδιότητα καθώς και το παραδεκτό των αιτημάτων —ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για αιτήματα του ενάγοντος ή του εναγομένου— εκτιμώνται βάσει και μόνον του δικαίου της Ένωσης (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Zoubek, 426/85, Συλλογή, EU:C:1986:501, σκέψη 10, και της 8ης Απριλίου 1992, Επιτροπή κατά Feilhauer, C‑209/90, Συλλογή, EU:C:1992:172, σκέψη 13).

32      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα στοιχεία της δικογραφίας και ότι δεν απαιτείται η διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας.

 Επί του αιτήματος να αναγνωρισθεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να επιστρέψει το σύνολο του ποσού που η Επιτροπή της κατέβαλε για το έργο Pocemon

33      Η ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν έχει υποχρέωση, βάσει της συμβάσεως Pocemon, να επιστρέψει τα ποσά που ζητεί η Επιτροπή.

34      Η αγωγή της ενάγουσας ασκήθηκε μετά από το προ-ενημερωτικό έγγραφο καθώς και το έγγραφο υπομνήσεως (βλ. σκέψεις 21 και 23 ανωτέρω) —με τα οποία η Επιτροπή επιβεβαίωσε τα πορίσματα της εκθέσεως του οικονομικού ελέγχου και δήλωσε στην ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή μεγάλου μέρους των προκαταβολών που της είχαν χορηγηθεί βάσει της επίμαχης συμβάσεως—, αλλά πριν από την έκδοση εντάλματος εισπράξεως ή χρεωστικού σημειώματος.

35      Κατά την Επιτροπή, δεν είναι βέβαιο ότι η ενάγουσα έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Προς στήριξη του επιχειρήματος αυτού η Επιτροπή προβάλλει την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή για την αγωγή της ενάγουσας της νομολογίας που αφορά τις προσφυγές ακυρώσεως που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ. Υπενθυμίζει ότι, εν προκειμένω, δεν έχει εκδοθεί ένταλμα εισπράξεως ή χρεωστικό σημείωμα το οποίο να ορίζει το επίμαχο οφειλόμενο ποσό. Δεδομένου, όμως, ότι η αρμόδια υπηρεσία δημοσιονομικής διαχειρίσεως έχει ήδη τοποθετηθεί οριστικά ως προς το ζήτημα αυτό, αποστέλλοντας το έγγραφο υπομνήσεως (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω) το οποίο επιβεβαιώνει την εφαρμογή των πορισμάτων του οικονομικού ελέγχου και την έκδοση χρεωστικού σημειώματος, είναι αρκούντως σαφές κατά την Επιτροπή ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των μερών.

36      Η ενάγουσα αντιτείνει ότι η αγωγή της αποτελεί κατ’ ουσίαν «αρνητική αναγνωριστική αγωγή» την οποία επιτρέπει το δίκαιο της Ένωσης. Προς στήριξη του επιχειρήματός της, επικαλείται τις αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2005, GEF κατά Επιτροπής (T‑29/02, Συλλογή, EU:T:2005:99, σκέψη 70), και της 8ης Μαΐου 2007, Citymo κατά Επιτροπής (T‑271/04, Συλλογή, EU:T:2007:128, σκέψεις 44 και 45). Κατά την ενάγουσα δεν είναι αναγκαίο, στο πλαίσιο αγωγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ, να έχει εκδοθεί ένταλμα εισπράξεως ή χρεωστικό σημείωμα προκειμένου να αμφισβητηθούν τα πορίσματα της Επιτροπής, αντιθέτως προς όσα αυτή υποστηρίζει. Η δε νομολογία σχετικά με τις προσφυγές ακυρώσεως (βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ) δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω.

37      Μολονότι, ομολογουμένως, κατά το άρθρο 272 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με τη ρήτρα διαιτησίας την οποία προβλέπουν οι συμβάσεις του έβδομου προγράμματος‑πλαισίου δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007-2013), το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την επίλυση των διαφορών μεταξύ των συμβαλλομένων, εντούτοις η ενάγουσα νομιμοποιείται μόνον αν έχει έννομο συμφέρον. Κατά συνέπεια, όπως και για τις προσφυγές που ασκούνται δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η ενάγουσα πρέπει, εν προκειμένω, να αποδείξει την ύπαρξη γεγενημένου και ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.

38      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οποιοσδήποτε προσφεύγει ενώπιον δικαστηρίου πρέπει να έχει ενεστώς και γεγενημένο έννομο συμφέρον (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, Lior κατά Επιτροπής και Επιτροπή κατά Lior, T‑192/01 και T‑245/04, EU:T:2009:365, σκέψη 247· βλ. επίσης, υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη της 17ης Οκτωβρίου 2005, First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑28/02, Συλλογή, EU:T:2005:357, σκέψη 42). Το συμφέρον αυτό εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της αγωγής ή προσφυγής (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑136/05, Συλλογή, EU:T:2007:295, σκέψη 34 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Υπενθυμίζεται, επιπλέον, ότι, αν το συμφέρον που επικαλείται ο προσφεύγων αφορά μελλοντική νομική κατάσταση, πρέπει να αποδεικνύεται ότι η επί τα χείρω μεταβολή της καταστάσεως αυτής έχει ήδη καταστεί αναπότρεπτη (αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1992, NBV και NVB κατά Επιτροπής, T‑138/89, Συλλογή, EU:T:1992:95, σκέψη 33· της 14ης Απριλίου 2005, Sniace κατά Επιτροπής, T‑141/03, Συλλογή, EU:T:2005:129, σκέψη 26, και διάταξη First Data κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38 ανωτέρω, EU:T:2005:357, σκέψη 43). Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων δεν δύναται να επικαλείται μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις προκειμένου να δικαιολογήσει το έννομο συμφέρον του για την άσκηση προσφυγής ή αγωγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση NBV και NVB κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, EU:T:1992:95, σκέψη 33).

40      Πρέπει να εξεταστεί, λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, αν η ενάγουσα απέδειξε ότι η υπό κρίση αγωγή στηριζόταν κατά την ημερομηνία ασκήσεώς της σε ενεστώς και γεγενημένο συμφέρον το οποίο έχρηζε έννομης προστασίας.

41      Εν προκειμένω, οι διάδικοι ερίζουν ως προς το κατά πόσον η ύπαρξη εντάλματος εισπράξεως ή χρεωστικού σημειώματος είναι προϋπόθεση του παραδεκτού αγωγής ασκούμενης βάσει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ.

42      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι η παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του σημείου II.21 των γενικών όρων, το οποίο τιτλοφορείται «Επιστροφή και ανάκτηση ποσών», ορίζει ότι, στην περίπτωση κατά την οποία κατόπιν της καταγγελίας ή ολοκληρώσεως της εφαρμογής συμφωνίας επιχορηγήσεως που έχει συναφθεί δυνάμει του εβδόμου προγράμματος‑πλαισίου πρέπει να ανακτηθεί ποσό που οφείλει στην Ένωση δικαιούχος, η Επιτροπή εκδίδει ένταλμα εισπράξεως εις βάρος του εν λόγω δικαιούχου. Εάν η καταβολή δεν γίνει εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να ανακτήσει τα οφειλόμενα στην Ένωση ποσά προβαίνοντας σε συμψηφισμό με ποσά που η ίδια οφείλει στον συγκεκριμένο δικαιούχο, αφού τον ενημερώσει. Το σημείο II.21, παράγραφος 5, των γενικών όρων ορίζει ότι, εάν η υποχρέωση καταβολής του οφειλόμενου ποσού δεν εκπληρωθεί εντός της προθεσμίας που έταξε η Επιτροπή, οφείλονται τόκοι επί του ποσού αυτού υπολογιζόμενοι με το επιτόκιο που ορίζει το σημείο II.5 των γενικών όρων.

43      Δυνάμει του σημείου II.22, παράγραφος 6, των γενικών όρων, η Επιτροπή λαμβάνει, βάσει των πορισμάτων του ελέγχου, όλα τα ενδεικνυόμενα μέτρα που κρίνει αναγκαία, συμπεριλαμβανομένης της εκδόσεως ενταλμάτων εισπράξεως σχετικά με το σύνολο ή μέρος των πληρωμών που έχει πραγματοποιήσει και της επιβολής τυχόν εφαρμοστέων κυρώσεων.

44      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, από το προ‑ενημερωτικό έγγραφο και από το έγγραφο υπομνήσεως προκύπτει ότι, βάσει των πραγματικών περιστατικών και των σχετικών όρων της συμβάσεως για το έργο Pocemon, η Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, απλώς ενημέρωσε την ενάγουσα ότι σκόπευε να ζητήσει την επιστροφή μεγάλου μέρους των προκαταβληθέντων σε αυτή ποσών στο πλαίσιο του επίμαχου έργου, ήτοι ποσού 377 733,93 ευρώ, επειδή οι δαπάνες που είχαν δηλωθεί από την ενάγουσα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επιλέξιμες.

45      Η ενάγουσα, χωρίς να αναμείνει τη συνέχεια της διαδικασίας ανακτήσεως, άσκησε στις 11 Ιανουαρίου 2013, την υπό κρίση αγωγή.

46      Εντούτοις, κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, κάθε απαίτηση που προσδιορίζεται ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή πρέπει να βεβαιώνεται με ένταλμα εισπράξεως εγχειριζόμενο στον υπόλογο, ακολουθούμενο από χρεωστικό σημείωμα προς τον οφειλέτη, τα οποία εκδίδονται και τα δύο από τον αρμόδιο διατάκτη.

47      Σύμφωνα με το άρθρο 78 των κανόνων εφαρμογής, η βεβαίωση απαιτήσεως από τον διατάκτη είναι η αναγνώριση του δικαιώματος των Κοινοτήτων έναντι ενός οφειλέτη και η κατάρτιση του τίτλου με τον οποίο μπορεί να απαιτηθεί από αυτόν τον οφειλέτη η καταβολή της οφειλής του. Εξάλλου, το ένταλμα εισπράξεως είναι η πράξη με την οποία ο αρμόδιος διατάκτης δίνει εντολή στον υπόλογο να εισπράξει τη βεβαιωθείσα απαίτηση. Τέλος, ο διατάκτης με το χρεωστικό σημείωμα, που αποστέλλει στον οφειλέτη, τον ενημερώνει ότι η Ένωση βεβαίωσε την απαίτηση, ότι εάν η καταβολή οφειλής πραγματοποιηθεί πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας δεν οφείλεται τόκος υπερημερίας και ότι, σε περίπτωση μη καταβολής της οφειλής κατά την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, το θεσμικό όργανο θα προβεί στην είσπραξη της οφειλής είτε με συμψηφισμό είτε με κατάπτωση τυχόν προϋπάρχουσας εγγυήσεως.

48      Σύμφωνα με το άρθρο 79 των κανόνων εφαρμογής, ο αρμόδιος διατάκτης προκειμένου να βεβαιώσει απαίτηση, διαπιστώνει, μεταξύ άλλων, τον βέβαιο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να εξαρτάται από όρους, τον εκκαθαρισμένο χαρακτήρα της απαιτήσεως, το ποσό της οποίας πρέπει να είναι προσδιορισμένο σε χρήμα και με ακρίβεια, και τον ληξιπρόθεσμο χαρακτήρα της απαιτήσεως, η οποία δεν πρέπει να υπόκειται σε προθεσμία.

49      Επομένως, η είσπραξη απαιτήσεως που έχει προσδιορισθεί ως βεβαία, εκκαθαρισμένη και απαιτητή, αφού βεβαιωθεί από τον αρμόδιο διατάκτη, προϋποθέτει, αφενός, ένταλμα εισπράξεως που εκδίδεται από αυτόν και απευθύνεται στον υπόλογο και, αφετέρου, χρεωστικό σημείωμα απευθυνόμενο προς τον οφειλέτη.

50      Εν προκειμένω, όμως, από το προ‑ενημερωτικό έγγραφο και το έγγραφο υπομνήσεως (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε ενημερώσει την ενάγουσα, αφενός, ότι σκόπευε να εκδώσει χρεωστικό σημείωμα και, αφετέρου, ότι δεν είχε καθορίσει τους όρους πληρωμής της απαιτήσεως ούτε είχε τάξει προθεσμία μετά από την παρέλευση της οποίας θα οφείλονταν τόκοι.

51      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απαίτησε ρητώς και οριστικώς την εξόφληση εκ μέρους της ενάγουσας απαιτήσεως την οποία έχει βεβαιώσει και θεωρεί ότι έχει έναντί της και η οποία συνίσταται στα καταβληθέντα ποσά τα οποία αντιστοιχούν σε δαπάνες τις οποίες έκρινε μη επιλέξιμες βάσει της επίμαχης συμβάσεως, προσδιορίζοντας συνάμα τους όρους καταβολής και τάσσοντας προθεσμία μετά από την παρέλευση της οποίας θα οφείλονταν τόκοι. Η ως άνω βεβαίωση γνωστοποιείται σαφώς και οριστικώς στον οφειλέτη μόνο με χρεωστικό σημείωμα.

52      Εξάλλου, οι διάδικοι δεν επικαλέστηκαν την έκδοση χρεωστικού σημειώματος μετά από την κατάθεση της υπό κρίση αγωγής (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, IDATE κατά Επιτροπής, T‑171/01, Συλλογή, EU:T:2003:8, σκέψη 28).

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα της ενάγουσας είναι πρόωρο. Ειδικότερα, η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον, δεδομένου ότι η εκ μέρους της Επιτροπής απαίτηση επιστροφής των επίδικων δαπανών είναι απλώς ενδεχόμενη και υποθετική.

54      Ως εκ τούτου, το πρώτο αίτημα της αγωγής είναι απαράδεκτο.

 Επί του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει να καταβάλει κατ’ αποκοπήν αποζημίωση για το έργο Pocemon

55      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα της αγωγής είναι προδήλως απαράδεκτο, επειδή κατά την άποψή της η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον το οποίο να χρήζει δικαστικής προστασίας, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη ζητήσει εν προκειμένω την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Επισημαίνει συναφώς ότι στο προ-ενημερωτικό έγγραφο και στο έγγραφο υπομνήσεως εκφράζεται απλώς η πρόθεσή της να αντιμετωπίσει το ζήτημα της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως σε μεταγενέστερο στάδιο.

56      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή το δικόγραφο της αγωγής είναι ιδιαιτέρως συνοπτικό, αν δεν σιωπά εντελώς, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα κατά παράβαση του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

57      Υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του σημείου II.24, παράγραφος 1, των γενικών όρων, στην περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή εκτιμά ότι ορισμένος δικαιούχος έχει λάβει αδικαιολόγητα οικονομική συμμετοχή, δύναται να απαιτήσει από αυτόν την καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως. Στην παράγραφο 3 του ίδιου σημείου προβλέπεται ότι η Επιτροπή οφείλει να αποστείλει έγγραφο για το ζήτημα αυτό στον συγκεκριμένο δικαιούχο, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να εκθέσει τα επιχειρήματά του εντός προθεσμίας 30 ημερών.

58      Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή ανέφερε τόσο στο προ‑ενημερωτικό έγγραφο όσο και στο έγγραφο υπομνήσεως (βλ. σκέψεις 21 και 23 ανωτέρω) ότι ο υπολογισμός της κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως θα γινόταν επί του οφειλόμενου ποσού, κατ’ εφαρμογήν του σημείου II.24 των γενικών όρων και ότι θα αποστελλόταν χωριστό έγγραφο για το ζήτημα αυτό.

59      Διαπιστώνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, με τα δύο αυτά έγγραφα δεν ζητείται η καταβολή κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως και ότι με αυτά απλώς ανακοινώνεται ότι η καταβολή αυτή ενδέχεται να ζητηθεί στο μέλλον με χωριστό έγγραφο.

60      Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή δεν έχει ακόμη απαιτήσει ρητώς και οριστικώς την εξόφληση εκ μέρους της ενάγουσας απαιτήσεως την οποία έχει βεβαιώσει και θεωρεί ότι έχει έναντί της (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Ο υπολογισμός της ενδεχομένως οφειλόμενης βάσει του σημείου II.24 των γενικών όρων κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως πρέπει να γίνει βάσει των ποσών που έχει καταβάλει η Επιτροπή και αντιστοιχούν στις δαπάνες που έχουν κριθεί μη επιλέξιμες στο πλαίσιο του έργου Pocemon.

61      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται το συμπέρασμα ότι η ενάγουσα δεν έχει γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον. Ειδικότερα, η εκ μέρους της Επιτροπής απαίτηση καταβολής κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως είναι απλώς ενδεχόμενη και υποθετική.

62      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της αγωγής, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου λόγω τυπικών ελαττωμάτων του δικογράφου της αγωγής.

 Επί του αιτήματος να αναγνωριστεί ότι η Επιτροπή αβασίμως προέβη σε συμψηφισμό ποσών τα οποία οφείλει στην ενάγουσα

63      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το τρίτο αίτημα της αγωγής είναι προδήλως απαράδεκτο, επειδή κατά την άποψή της το προς στήριξή του επιχείρημα της ενάγουσας ότι το ποσό των 68 369 ευρώ που αφορά την περίοδο αναφοράς P 1 συμψηφίστηκε με άλλες οφειλές της ενάγουσας προς την Επιτροπή για άλλα έργα δεν περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, επειδή δεν αφορά τη διαδικασία ανακτήσεως στο πλαίσιο του έργου Pocemon.

64      Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, το δικόγραφο της αγωγής είναι ιδιαιτέρως συνοπτικό, αν δεν σιωπά εντελώς, όσον αφορά το δεύτερο αίτημα κατά παράβαση του άρθρου 44 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

65      Ως προς το σημείο αυτό διαπιστώνεται ότι σαφώς προκύπτει από τη δικογραφία ότι η ενάγουσα υποστηρίζει με το δικόγραφο της αγωγής της ότι η Επιτροπή δεν έχει δικαίωμα να ζητεί από την ενάγουσα την καταβολή ποσών τα οποία ουδέποτε της κατέβαλε για το έργο Pocemon. Κατά την ενάγουσα η Επιτροπή αυθαίρετα και παρανόμως συμψήφισε τα ποσά αυτά, τα οποία ουδέποτε καταβλήθηκαν, με υποτιθέμενες απαιτήσεις της κατά της ενάγουσας οι οποίες δεν ήταν βέβαιες και εκκαθαρισμένες.

66      Η ενάγουσα υποστηρίζει με το υπόμνημα απαντήσεως ότι η ένσταση απαραδέκτου της Επιτροπής είναι αβάσιμη, δεδομένου ότι η ίδια η Επιτροπή προέβη στον συμψηφισμό των ποσών με απαιτήσεις που υποστηρίζει ότι έχει από άλλα έργα. Κατά την ενάγουσα, ο εν λόγω συμψηφισμός συνδέεται άμεσα με το ζήτημα του υπολογισμού του ποσού που αναζητείται στην υπό κρίση υπόθεση και, άρα, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα λοιπά αιτήματα της αγωγής.

67      Κατά τα λοιπά, τα λεπτομερή επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή, απαντώντας στον ισχυρισμό που προέβαλε η ενάγουσα προς στήριξη του τρίτου αιτήματος της αγωγής επιβεβαιώνουν κατά την ενάγουσα ότι το δικόγραφο της αγωγής είναι αρκούντως σαφές και ακριβές και πληροί τις προϋποθέσεις σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας.

68      Διαπιστώνεται ότι το ποσό των 68 639 ευρώ του οποίου η ενάγουσα είχε ζητήσει την καταβολή για δαπάνες που είχαν γίνει κατά την περίοδο P 1, όπως προκύπτει από έγγραφο της 30ής Αυγούστου 2010, που επισυνάπτεται στην αγωγή, αφαιρέθηκε από το ποσό που καταβλήθηκε στον συντονιστή και συμψηφίστηκε βάσει του άρθρου 73, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού με άλλες απαιτήσεις κατά της ενάγουσας οι οποίες αφορούσαν άλλα έργα του έκτου προγράμματος‑πλαισίου, για τα οποία η Επιτροπή είχε ήδη εκδώσει χρεωστικά σημειώματα εις βάρος της ενάγουσας στις 10 Ιουνίου 2010 (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

69      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, δεν απόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί του ζητήματος αν ο συμψηφισμός αυτός, ο οποίος αφορά απαιτήσεις της Επιτροπής που απορρέουν από άλλες συμβάσεις, ήταν σύννομος ή όχι (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, ΑΝΚΟ κατά Επιτροπής, T‑117/12, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, EU:T:2013:643, σκέψη 85).

70      Κατά συνέπεια, το τρίτο αίτημα της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο.

71      Κατόπιν των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι η αγωγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

72      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη.

2)      Καταδικάζει την ΑΝΚΟ ΑΕ Αντιπροσωπειών, Εμπορίου και Βιομηχανίας στα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 6 Νοεμβρίου 2014.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Prek


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.