Language of document : ECLI:EU:F:2014:44

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(τρίτο τμήμα)

της 26ης Μαρτίου 2014

Υπόθεση F‑8/13

CP

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Προϊστάμενος τμήματος – Δοκιμαστική περίοδος – Μη διατήρηση στη θέση του προϊσταμένου τμήματος – Τοποθέτηση σε άλλη θέση με καθήκοντα διαφορετικά από εκείνα του προϊσταμένου – Εσωτερικοί κανόνες του Κοινοβουλίου»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, σύμφωνα με την οποία ο CP άσκησε την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως της 23ης Μαρτίου 2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου περί μη διατηρήσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος στη θέση του προϊσταμένου τμήματος και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση:      Η απόφαση της 23ης Μαρτίου 2012 με την οποία το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο δεν διατήρησε τον CP στη θέση του προϊσταμένου τμήματος και τον μετέθεσε, με τη θέση του, στη Γενική Διεύθυνση Εσωτερικών Πολιτικών της Ένωσης ακυρώνεται. Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του CP.

Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προσφυγή κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως – Αποτέλεσμα – Υποβολή της προσβαλλομένης πράξεως στην κρίση του δικαστή – Προϋπόθεση – Αιτιολογία αποφάσεως περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως που πρέπει να συμπίπτει με την προσβαλλόμενη πράξη

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

2.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Υπηρεσιακή τοποθέτηση των υπαλλήλων – Αποκατάσταση – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Όρια – Συμφέρον της υπηρεσίας – Τοποθέτηση σε νέα θέση, μη έχουσα διευθυντικό χαρακτήρα, προϊσταμένου που δεν επέδειξε ικανοποιητικές επιδόσεις – Επιτρέπεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 7 § 1 και 51)

3.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση θέσεως με μετάθεση – Δοκιμαστική περίοδος – Κατάρτιση προγράμματος δράσεως σε περίπτωση δυσχερειών που αντιμετωπίζει υπάλληλος – Υποχρέωση συμμετοχής του ενδιαφερομένου στην εκπόνηση του προγράμματος – Υποχρέωση έγκαιρης αναλήψεως δράσεως από τη Διοίκηση μετά την εκδήλωση των δυσχερειών

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 21 και 21α, εσωτερικοί κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη διατήρηση θέσεως προϊσταμένου, διευθυντή και γενικού διευθυντή)

4.      Υπάλληλοι – Κενή θέση – Πλήρωση θέσεως με μετάθεση – Δοκιμαστική περίοδος – Καθορισμός στόχων προς επίτευξη κατά την έναρξη περιόδου αξιολογήσεως – Μη τήρηση – Συνέπεια – Μομφή κατά της αξιολογήσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 43· εσωτερικοί κανονισμοί του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη διατήρηση θέσεως προϊσταμένου, διευθυντή και γενικού διευθυντή)

5.      Υπάλληλοι – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση ακροάσεως του ενδιαφερόμενου πριν από τη λήψη βλαπτικής για αυτόν πράξεως – Περιεχόμενο – Εφαρμογή σε μέτρα τοποθετήσεως σε νέα θέση

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2)

6.      Υπάλληλοι – Οργάνωση των υπηρεσιών – Τοποθέτηση του προσωπικού – Τοποθέτηση σε νέα θέση – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καθήκον αρωγής που υπέχει η Διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 7 § 1)

1.      Αίτημα περί ακυρώσεως, τυπικώς στρεφόμενο κατά της απορρίψεως ενστάσεως υπαλλήλου, έχει ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης της πράξεως κατά της οποίας ασκήθηκε η ένσταση και στερείται αυτοτελούς περιεχομένου.

Εντούτοις, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της, που συνίσταται στην παροχή της δυνατότητας στη Διοίκηση να επανεξετάσει την απόφασή της, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει εξελικτικό χαρακτήρα, οπότε, στο σύστημα των μέσων εννόμου προστασίας που προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ, η Διοίκηση μπορεί, αφενός, να απορρίψει τη διοικητική ένσταση και, αφετέρου, να οδηγηθεί σε τροποποίηση της αιτιολογίας βάσει της οποίας είχε εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη. Ωστόσο, οσάκις η αιτιολογία που περιέχεται στην απορριπτική της ενστάσεως απόφαση αποσκοπεί αποκλειστικά να απαντήσει στην τελευταία, αυτό που εξετάζεται είναι βεβαίως η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως, σε συνάρτηση όμως με την αιτιολογία που περιέχεται στην απορριπτική της ενστάσεως απόφαση.

(βλ. σκέψεις 18 και 21)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8

ΠΕΚ: 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camόs Grau κατά Επιτροπής, σκέψη 43

ΓΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2009, Τ‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, σκέψεις 55 έως 60

ΔΔΔΕΕ: 15 Δεκεμβρίου 2010, F‑67/09, Angulo Sánchez κατά Συμβουλίου, σκέψη 70· 28 Μαρτίου 2012, F‑36/11, BD κατά Επιτροπής, σκέψη 47

2.      Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή αντλεί απευθείας από το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, την εξουσία να τοποθετεί υπαλλήλους σε άλλες θέσεις προς το συμφέρον της υπηρεσίας, χωρίς η εξουσία αυτή να εξαρτάται από την έγκριση εκτελεστικών κανόνων, ενώ θα αντέβαινε στο συμφέρον αυτό η διατήρηση σε διευθυντική θέση υπαλλήλου, ο οποίος, εξ ορισμού, δεν θα μπορούσε να αποδείξει ότι διαθέτει τα επαρκή προσόντα για να την αναλάβει.

Ως εκ τούτου, η εν λόγω αρχή μπορεί να επικαλεστεί ευθέως το άρθρο 7, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, προκειμένου να τοποθετήσει σε θέση διαφορετική από εκείνη του προϊσταμένου τμήματος, προϊστάμενο που δεν έχει ικανοποιητικές επιδόσεις.

Εξάλλου, το άρθρο 51 του ΚΥΚ δεν είναι ικανό να αναιρέσει τα ανωτέρω. Πράγματι, το άρθρο αυτό αφορά την ιδιαίτερη περίπτωση υπαλλήλου, ο οποίος βάσει διαδοχικών εκθέσεων αξιολογήσεως που αποδεικνύουν την επαγγελματική ανεπάρκειά του, βρίσκεται αντιμέτωπος με απόλυση, υποβιβασμό ή κατάταξη σε κατώτερη ομάδα καθηκόντων, με ή χωρίς τη διατήρηση του βαθμού του. Πρόκειται για κατάσταση διαφορετική από εκείνη προϊσταμένου τμήματος κατά του οποίου δεν επιβάλλεται κανένα από τα ως άνω μέτρα σε περίπτωση ανεπάρκειας.

(βλ. σκέψεις 31 έως 33)

3.      Οι εσωτερικοί κανόνες θεσμικού οργάνου, σύμφωνα με τους οποίους οι αξιολογητές και ο δόκιμος υπάλληλος καταρτίζουν το πρόγραμμα δράσεως στο πλαίσιο συναντήσεως, πρέπει να ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της αρχής της ιεραρχίας το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται στα άρθρα 21 και 21α του ΚΥΚ, και δυνάμει του οποίου ο προϊστάμενος έχει κατά κανόνα το δικαίωμα να προκρίνει τη βούλησή του έναντι των υφισταμένων του. Επίσης, σε περίπτωση ασυμφωνίας, η απόφαση σχετικά με το περιεχόμενο του προγράμματος δράσεως απόκειται στον τελικό αξιολογητή. Εντούτοις, η συμμετοχή του οικείου υπαλλήλου στην εκπόνηση του προγράμματος δράσεως δικαιολογείται από την ανάγκη το πρόγραμμα αυτό να λαμβάνει δεόντως υπόψη τις δυσχέρειές που αυτός αντιμετωπίζει και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες του. Ως εκ τούτου, το πρόγραμμα δράσεως δεν μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό του, εάν ο οικείος υπάλληλος δεν μπόρεσε να λάβει μέρος στην έγκρισή του. Σε περίπτωση κατά την οποία οι εσωτερικοί κανόνες δεν προβλέπουν απλώς το δικαίωμα συμμετοχής του οικείου υπαλλήλου, αλλά και τη συνεργασία του με τους αξιολογητές κατά την εκπόνηση του προγράμματος δράσεως, ο ρόλος του υπαλλήλου μπορεί να χαρακτηριστεί ως ουσιώδης. Η διατύπωση αυτή δεν τηρείται εάν το πρόγραμμα δράσεως εκπονείται από τους αξιολογητές και στη συνέχεια γνωστοποιείται μόνο στον υπάλληλο, κατόπιν εκδόσεώς του από αυτούς.

Επιπλέον, ακόμη και αν οι εσωτερικοί κανόνες προβλέπουν ότι η διαδικασία για την εκπόνηση προγράμματος δράσεως μπορεί να κινηθεί ανά πάσα στιγμή, από τους κανόνες αυτούς προκύπτει ότι το πρόγραμμα δεν μπορεί να εκπονηθεί σε ακραίες περιπτώσεις. Μάλιστα, αναφέρουν ότι η διαδικασία για την εκπόνηση προγράμματος δράσεως κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου πρέπει να κινείται αμελλητί σε περίπτωση δυσχερειών και να ολοκληρώνεται για τους λοιπούς μήνες, και ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή πρέπει να ενημερώνεται τακτικά για την εξέλιξη της καταστάσεως, καθόσον σκοπός είναι, σαφώς, να εξασφαλιστεί το χρήσιμο αποτέλεσμα του προγράμματος αυτού. Ως εκ τούτου, από μια τέτοια διάταξη προκύπτει, ειδικά εάν ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του καθήκοντος αρωγής, ότι οι αξιολογητές πρέπει να ενεργούν εγκαίρως μετά την επέλευση των δυσχερειών.

(βλ. σκέψεις 46 και 48)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Μαΐου 1991, C‑291/89, Interhotel κατά Επιτροπής, σκέψη 17· 7 Μαΐου 1991, C‑304/89, Oliveira κατά Επιτροπής, σκέψη 21

ΓΔΕΕ: 23 Μαρτίου 2000, T‑95/98, Γκόγκος κατά Επιτροπής, σκέψη 53

4.      Ο σκοπός της δοκιμαστικής περιόδου που επιβάλλεται στους νέους προϊσταμένους τμήματος θεσμικού οργάνου προσεγγίζει σημαντικά τον σκοπό της δοκιμαστικής περιόδου που επιβάλλεται στους νέους υπαλλήλους. Ομοίως, η αξιολόγηση στο τέλος της δοκιμαστικής περιόδου προσομοιάζει αρκούντως με την περιοδική αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 43 του ΚΥΚ. Ωστόσο, για να έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μια δοκιμαστική περίοδος, πρέπει να λαμβάνει χώρα υπό κανονικές συνθήκες. Επιπλέον, οσάκις υφίστανται κανόνες που επιτάσσουν τον καθορισμό στόχων σε υπάλληλο κατά την έναρξη κάθε περιόδου αξιολογήσεως, η μη τήρηση των κανόνων αυτών έχει ουσιαστικό χαρακτήρα και δικαιολογεί την ακύρωση της επίδικης εκθέσεως αξιολογήσεως.

Επομένως, μολονότι από τους εσωτερικούς κανόνες του θεσμικού οργάνου προκύπτει ότι η απόφαση περί διατηρήσεως ή όχι του προϊσταμένου τμήματος στη θέση του πρέπει να απορρέει από αξιολόγηση της συνολικής δοκιμαστικής περιόδου, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων στόχων που τίθενται για την εν λόγω περίοδο, το γεγονός ότι ο οικείος υπάλληλος δεν έχει συμμορφωθεί με πρόγραμμα δράσεως δεν δύναται σε καμία περίπτωση να δικαιολογήσει την απόφαση αυτή, ακόμη και αν το πρόγραμμα εκπονήθηκε παράτυπα και εκπρόθεσμα.

Επιπλέον, το δελτίο περιγραφής καθηκόντων μιας θέσεως εργασίας δεν μπορεί, καθεαυτό, να θεωρηθεί ως έγγραφο καθορίζον τους στόχους υπαλλήλου, εφόσον οι δύο αυτές κατηγορίες εγγράφων έχουν διαφορετικά αντικείμενα και χαρακτηριστικά.

(βλ. σκέψεις 57, 58, 65 και 75)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 30 Νοεμβρίου 1994, T‑568/93, Correia κατά Επιτροπής, σκέψη 34· 28 Νοεμβρίου 2007, T‑214/05, Βουνάκης κατά Επιτροπής, σκέψη 43

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2007, F‑42/06, Sundholm κατά Επιτροπής, σκέψεις 39 έως 41· 2 Ιουλίου 2009, F‑49/08, Giannini κατά Επιτροπής, σκέψη 65· 10 Νοεμβρίου 2009, F‑71/08, N κατά Κοινοβουλίου, σκέψεις 56 έως 60· 12 Μαΐου 2011, F‑66/10, AQ κατά Επιτροπής, σκέψεις 68 και 88

5.      Η λήψη μέτρου τοποθετήσεως υπαλλήλου σε άλλη θέση δεν εμπίπτει στο πλαίσιο διαδικασίας κινηθείσας κατά του οικείου υπαλλήλου και, ως εκ τούτου, ο υπάλληλος δεν μπορεί να επικαλεσθεί την υποχρέωση που υπέχει το θεσμικό όργανο να σέβεται τα δικαιώματά του άμυνας αυτά καθαυτά. Πάντως, τα δικαιώματα άμυνας βρίσκονται βεβαίως σε αντιστοιχία, καίτοι ευρύτερα, προς το διαδικαστικό δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακροάσεως πριν ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

Ωστόσο, το δικαίωμα ακροάσεως σε οποιαδήποτε διαδικασία αυτού του είδους αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο διασφαλίζει το δικαίωμα σε χρηστή διοίκηση. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του προοιμίου του, ο Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης σκοπό έχει να ενισχύσει την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, καθιστώντας τα πιο αντιληπτά. Όπως και η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, σκοπός του Χάρτη είναι η προάσπιση δικαιωμάτων που δεν είναι θεωρητικά ή υποθετικά αλλά πρακτικά και ουσιαστικά.

(βλ. σκέψεις 79 έως 81)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 22 Νοεμβρίου 2012, C‑277/11, M., σκέψεις 81 έως 83· 18 Ιουλίου 2013, C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, Επιτροπή κατά Kadi, σκέψεις 98 και 99

ΔΔΔΕΕ: 5 Δεκεμβρίου 2012, F‑88/09 και F‑48/10, Z κατά Δικαστηρίου, σκέψεις 144 έως 147, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑88/13 P

6.      Στο πλαίσιο της τοποθετήσεως υπαλλήλου σε άλλη θέση, το καθήκον αρωγής επιβάλλει στην αρχή να διενεργήσει αποτελεσματική, πλήρη και επισταμένη εξέταση της καταστάσεως προς το συμφέρον της υπηρεσίας του οικείου υπαλλήλου, το οποίο συμφέρον εκφράζεται, ανάλογα με την περίπτωση, στις παρατηρήσεις που διατυπώνει ο τελευταίος επί των υποβληθέντων στοιχείων.

Συναφώς, οσάκις η Διοίκηση έχει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ο δικαστικός έλεγχος, έστω και περιορισμένης εκτάσεως, επιβάλλει όπως τα θεσμικά όργανα που εξέδωσαν την επίμαχη πράξη είναι σε θέση να αποδείξουν ότι η πράξη εκδόθηκε κατόπιν πραγματικής ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν, η οποία προϋποθέτει ότι ελήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία και όλες οι σχετικές περιστάσεις.

(βλ. σκέψεις 82 και 83)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 7 Σεπτεμβρίου 2006, C‑310/04, Ισπανία κατά Συμβουλίου, σκέψη 122· 8 Ιουλίου 2010, C‑343/09, Afton Chemical, σκέψη 34

ΓΔΕΕ: 14 Νοεμβρίου 2013, T‑456/11, ICdA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 46

ΔΔΔΕΕ: 11 Ιουλίου 2007, F‑105/05, Wils κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 75· 23 Οκτωβρίου 2013, F‑93/12, D’Agostino κατά Επιτροπής, σκέψη 57, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπόθεση T‑670/13 P