Language of document : ECLI:EU:T:2010:506

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 9ης Δεκεμβρίου 2010

Υπόθεση T-526/08 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Guido Strack

«Αίτηση αναιρέσεως — Ανταναίρεση — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Πρόσληψη — Ανακοίνωση κενής θέσεως — Απόρριψη υποψηφιότητας — Διορισμός σε θέση προϊσταμένου μονάδας — Προσφυγή ακυρώσεως — Παραδεκτό — Έννομο συμφέρον — Αγωγή αποζημιώσεως — Ηθική βλάβη»

Αντικείμενο: Αναίρεση ασκηθείσα κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑A‑1‑303 και II‑A‑1‑1609), και περί μερικής ακυρώσεως της εν λόγω αποφάσεως. Ανταναίρεση ασκηθείσα από τον G. Strack.

Απόφαση: Τα σημεία 1, 2, 3, 5 και 6 του διατακτικού της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 25ης Σεπτεμβρίου 2008, F‑44/05, Strack κατά Επιτροπής, ακυρώνονται. Η ανταναίρεση απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκειμένου να αποφανθεί αυτό επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της αποφάσεως διορισμού του A. στη θέση προϊσταμένου της μονάδας «Προκηρύξεις διαγωνισμών και συμβάσεις» της Υπηρεσίας Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας του Guido Strack για την ίδια θέση, επί του αιτήματος ικανοποιήσεως της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη ο G. Strack, ύψους 2 000 ευρώ, καθώς και επί των δικαστικών εξόδων. Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Έννομο συμφέρον — Αυτεπάγγελτη εξέταση από το Γενικό Δικαστήριο

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 10)

2.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον — Αγωγή που βάλλει τόσο κατά της aπορρίψεως υποψηφιότητας για την πλήρωση κενής θέσεως, όσο και κατά του διορισμού άλλου υπαλλήλου — Συνολική και ενιαία εκτίμηση του έννομου συμφέροντος σε περίπτωση αποφάσεων άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αίτημα αποζημιώσεως συναρτώμενo προς το αίτημα ακυρώσεως

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

4.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Ακύρωση της προσβαλλομένης παράνομης πράξεως — Καταρχήν προσήκουσα και πλήρης ικανοποίηση της ηθικής βλάβης

(Άρθρο 233, εδ. 1, ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

5.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή κατά της απορρίψεως υποψηφιότητας για την πλήρωση κενής θέσεως

(Άρθρο 233, εδ. 1, ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 53 και 78)

6.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αρμοδιότητα του κοινοτικού δικαστή — Καταγγελία της συμπεριφοράς ενός διαδίκου στις αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως αρχές — Αναρμοδιότητα

7.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Όψιμη ανακοίνωση βλαπτικής αποφάσεως — Υπηρεσιακό πταίσμα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

8.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Αγωγή αποζημιώσεως — Ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξεως μη διασφαλίζουσα την προσήκουσα ικανοποίηση της ηθικής βλάβης — Ηθική βλάβη προκληθείσα από την προσβολή της τιμής του υπαλλήλου, της αξιοπρέπειάς του, της αυτοεκτίμησής του ή της υπόληψής του

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη αυτεπαγγέλτως την έλλειψη συμφέροντος ενός διαδίκου για τη συνέχιση της εκδικάσεως αναιρέσεως, λόγω γεγονότος μεταγενεστέρου της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημοσίας Διοίκησης δυναμένου να άρει τον βλαπτικό για τον αναιρεσείοντα χαρακτήρα της αποφάσεως αυτής και να κρίνει την αίτηση αναιρέσεως άνευ αντικειμένου για τον λόγο αυτόν. Πράγματι, η ύπαρξη έννομου συμφέροντος του αναιρεσείοντος προϋποθέτει ότι η αναίρεση μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

(βλ. σκέψη 44)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 19 Οκτωβρίου 1995, C‑19/93 P, Rendo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑3319, σκέψη 13· 25 Ιανουαρίου 2001, C‑111/99 P, Lech-Stahlwerke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. I‑727, σκέψη 18

ΓΔΕΕ, 28 Ιουνίου 2005, T‑147/04, Ross κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑171 και II‑771, σκέψη 25 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Σε περίπτωση προσφυγής ασκηθείσας από υπάλληλο δυνάμει των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και της αποφάσεως περί διορισμού άλλου υπαλλήλου στη συγκεκριμένη θέση, το συμφέρον του προσφεύγοντος να επιτύχει την ακύρωση των αποφάσεων αυτών πρέπει να εκτιμάται κατά συνολικό και ενιαίο τρόπο εάν οι δύο αποφάσεις συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Συνιστά νομικό σφάλμα το να εκτιμάται το συμφέρον του υπαλλήλου για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητας κατά ειδικό τρόπο και ανεξαρτήτως του συμφέροντός του για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί διορισμού.

(βλ. σκέψεις 45 και 46)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 28 Σεπτεμβρίου 1983, 131/82, Angelini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2801, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Mancini, σ. 2820 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 7 Ιουνίου 2007, C‑362/05 P, Wunenburger κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4333, σκέψη 46

3.      Οσάκις τα αντικείμενα των αιτημάτων ακυρώσεως και αποζημιώσεως ταυτίζονται, πρέπει, προκειμένου να αξιολογηθεί η νομιμότητα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της αιτήσεως αποζημιώσεως, να γίνεται παραπομπή στους λόγους και στα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως των προσβαλλόμενων αποφάσεων.

Στο μέτρο που το αντικείμενο του αιτήματος ακυρώσεως συμπίπτει με εκείνο του αιτήματος αποζημιώσεως, η απόρριψη ως απαραδέκτου, του αιτήματος ακυρώσεως, λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος, δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης στερείται της δυνατότητας να λάβει, ενδεχομένως, υπόψη τους λόγους και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματος αυτού, προκειμένου να αξιολογηθεί η νομιμότητα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στο θεσμικό όργανο στο πλαίσιο της αιτήσεως αποζημιώσεως.

(βλ. σκέψη 50)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 31 Ιανουαρίου 2007, T‑166/04, C κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑9 και II‑A‑2‑49, σκέψη 29

4.      Λαμβανομένης υπόψη της απορρέουσας από το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, υποχρεώσεως της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να λαμβάνει μέτρα εκτελέσεως αποφάσεως, η ακύρωση μιας προσβαλλόμενης εκ μέρους υπαλλήλου πράξεως συνιστά, αυτή καθαυτή, προσήκουσα και, κατ’ αρχήν, επαρκή ικανοποίηση κάθε ηθικής βλάβης που ενδεχομένως υπέστη ο εν λόγω υπάλληλος, εκτός εάν αυτός αποδείξει ότι υπέστη ηθική βλάβη η οποία είναι δυνατό να διαχωριστεί από την παρανομία που δικαιολογεί την ακύρωση και δεν μπορεί να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

(βλ. σκέψεις 58 και 99)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, 7 Φεβρουαρίου 1990, C‑343/87, Culin κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑225, σκέψεις 26 έως 29

ΓΔΕΕ, 6 Ιουνίου 2006, T‑10/02, Girardot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑129 και II‑A‑2‑609, σκέψη 131· C κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 69 έως 73

5.      Υπάλληλος που πάσχει από μόνιμη ολική αναπηρία και συνταξιοδοτείται αυτοδικαίως δυνάμει των άρθρων 53 και 78 του ΚΥΚ βρίσκεται σε αναστρέψιμη κατάσταση, διότι ενδέχεται να επανέλθει κάποια ημέρα στα καθήκοντά του στο εσωτερικό ενός κοινοτικού οργάνου. Η εξέλιξη της καταστάσεώς του στα θεσμικά όργανα εξαρτάται από το αν εξακολουθούν να υφίστανται οι συνθήκες που δικαιολογούσαν την αναπηρία αυτή, η οποία μπορεί να ελέγχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα.

Ένας τέτοιος υπάλληλος εξακολουθεί να έχει συμφέρον, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιλογής για την πλήρωση κενής θέσεως στην οποία έγινε δεκτός, να ζητήσει την ακύρωση της αποφάσεως περί απορρίψεως της υποψηφιότητάς του και της αποφάσεως περί διορισμού ενός άλλου υποψηφίου, προκειμένου να εξακολουθήσει να είναι σε θέση να διεκδικήσει, σε περίπτωση επανεντάξεως, την επίμαχη θέση ή ακόμα προκειμένου απλώς να αποφευχθεί, σε μία τέτοια περίπτωση, η επανάληψη στο μέλλον των προβαλλόμενων παρανομιών που αφορούν τον τρόπο της διαδικασίας επιλογής, στο πλαίσιο μιας ανάλογης διαδικασίας στην οποία ενδέχεται να συμμετάσχει. Το έννομο αυτό συμφέρον απορρέει από το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, βάσει του οποίου τα όργανα που εξέδωσαν την ακυρωθείσα πράξη οφείλουν να λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως.

Δεν είναι δυνατόν να ισχύει κάτι διαφορετικό παρά μόνον σε ορισμένες ειδικές περιπτώσεις στις οποίες η εξέταση της συγκεκριμένης καταστάσεως του υπαλλήλου που έχει κριθεί ανάπηρος καθιστά προφανές ότι δεν είναι πλέον δυνατόν να επανέλθει κάποια ημέρα στα καθήκοντά του στο εσωτερικό ενός θεσμικού οργάνου, λόγω, παραδείγματος χάρη, του πορίσματος της επιτροπής αναπηρίας που είχε εξετάσει την κατάστασή του αναπηρίας, από το οποίο προκύπτει ότι τα παθολογικά χαρακτηριστικά που προκάλεσαν την αναπηρία είναι μόνιμα και ότι δεν είναι επομένως αναγκαία ιατρική επανεξέταση, ή λόγω των δηλώσεων του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, από τις οποίες προκύπτει ότι, σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται να επανέλθει στα καθήκοντά του στο εσωτερικό ενός θεσμικού οργάνου.

(βλ. σκέψεις 69 έως 71)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, Wunenburger κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 50 και 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 22 Δεκεμβρίου 2008, C‑198/07 P, Gordon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10701, σκέψεις 46 και 47· Ross κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 9 και 32

ΓΔΕΕ, 12 Σεπτεμβρίου 2007, T‑250/04, Combescot κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑191 και II‑A‑2‑1251, σκέψεις 27 και 29

6.      Οι κανόνες που διέπουν την ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης διαδικασία δεν προβλέπουν ένδικο βοήθημα το οποίο να επιτρέπει σε διάδικο μίας ενώπιον αυτού διαφοράς να προσφύγει παρεμπιπτόντως σε αυτό ζητώντας του να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά την οποία υιοθέτησε κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο αντίδικος στην ίδια διαφορά μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόποινη, να αποφασίσει ότι η εν λόγω συμπεριφορά πρέπει να καταγγελθεί στις αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως αρχές και να καταθέσει μήνυση σε αυτές, και επιβάλλοντάς του, a fortiori, να αποφανθεί επί των ανωτέρω επί ποινή διαπράξεως αρνησιδικίας. Τούτο δεν θίγει τη δυνατότητα του διαδίκου που εκτιμά ότι θίγεται από μία τέτοια συμπεριφορά να ζητήσει από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, δυνάμει των αντλούμενων από το άρθρο 30, παράγραφος 4, του κανονισμού διαδικασίας του, εξουσιών, να άρει την ασυλία της οποίας απολαύουν οι εκπρόσωποι των διαδίκων που παρίστανται ενώπιόν του, για όσα αναπτύσσουν προφορικώς ή εγγράφως σχετικά με την υπόθεση ή τους διαδίκους, προκειμένου να αναφερθεί η εν λόγω συμπεριφορά στις αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως αρχές.

Οι κανόνες που διέπουν την ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου διαδικασία με αντικείμενο αίτηση αναιρέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν προβλέπουν εξάλλου ένδικο βοήθημα το οποίο να επιτρέπει σε διάδικο της πρωτόδικης διαδικασίας να προσφύγει σε αυτό ζητώντας του να διαπιστώσει ότι η συμπεριφορά την οποία υιοθέτησε πρωτοδίκως ο αντίδικος μπορεί να χαρακτηρισθεί αξιόποινη και να αποφασίσει να καταγγείλει την εν λόγω συμπεριφορά στις αρμόδιες για την άσκηση ποινικής διώξεως αρχές. Ομοίως, a fortiori, οι κανόνες αυτοί δεν επιβάλλουν να λαμβάνεται απόφαση επί τέτοιου αιτήματος επί ποινή διαπράξεως αρνησιδικίας.

(βλ. σκέψεις 82 και 124)

7.      Παρατεταμένη καθυστέρηση της διοικήσεως κατά την κατάρτιση ή την ανακοίνωση βλαπτικής αποφάσεως δεν συνιστά έναντι του ενδιαφερόμενου υπαλλήλου, αυτή καθαυτή, βλαπτική πράξη που μπορεί να ακυρωθεί, αλλά υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να προκαλέσει ηθική βλάβη για τον εν λόγω υπάλληλο, οσάκις η περίστασή αυτή τον περιήγαγε σε κατάσταση αβεβαιότητας και ανησυχίας όσον αφορά την αναγνώριση των δικαιωμάτων του και το επαγγελματικό του μέλλον.

(βλ. σκέψη 103)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ, 12 Δεκεμβρίου 2000, T‑11/00, Hautem κατά ΕΤΕπ, Συλλογή 2000, σ. II‑4019, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 8 Δεκεμβρίου 2005, T‑274/04, Rounis κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑407 και II‑1849, σκέψη 51 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Νοεμβρίου 2007, T‑308/04, Ianniello κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑2‑215 και II‑A‑2‑1405, σκέψη 100 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

8.      Ρητές αρνητικές αξιολογήσεις των επαγγελματικών ικανοτήτων ή σοβαρές κατηγορίες που διατυπώνονται δημοσίως εις βάρος υπαλλήλου σε μια βλαπτική για αυτόν πράξη ή στο πλαίσιο διαδικασίας που καταλήγει σε τέτοια πράξη, μπορούν να συνεπάγονται ηθική βλάβη για τον εν λόγω υπάλληλο, ανεξάρτητη από την πράξη αυτή, όταν θίγουν την τιμή του, την αξιοπρέπειά του, την αυτοεκτίμησή του ή την υπόληψή του.

(βλ. σκέψη 108)

Παραπομπή:

ΔΕΕ, Culin κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψεις 27 έως 29

ΓΔΕΕ, 10 Ιουνίου 2004, T‑307/01, François κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1669, σκέψη 110