Language of document : ECLI:EU:T:2005:136

Υπόθεση T-318/03

Atomic Austria GmbH

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σήμα — Λεκτικό σήμα ATOMIC BLITZ — Ανακοπή του δικαιούχου των εθνικών λεκτικών σημάτων ATOMIC — Απόδειξη της ανανεώσεως της καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος — Περιεχόμενο της εξετάσεως του ΓΕΕΑ — Απόρριψη της ανακοπής — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (EΚ) 40/94»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικαστικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Διαδικασία ανακοπής — Εξέταση περιοριζόμενη στους προβληθέντες λόγους ανακοπής — Εκτίμηση εκ μέρους του ΓΕΕΑ του υποστατού των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των προσκομιζόμενων στοιχείων — Περιεχόμενο — Τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 1)

2.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικαστικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Διαδικασία ανακοπής — Εξέταση περιοριζόμενη στους προβληθέντες λόγους ανακοπής — Υποχρεωτική μορφή των στοιχείων που προσκομίζονται προς απόδειξη της υπάρξεως προγενέστερου δικαιώματος του ανακόπτοντος — Δεν προβλέπεται

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 1)

3.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικαστικές διατάξεις — Αυτεπάγγελτη εξέταση των πραγματικών περιστατικών — Διαδικασία ανακοπής — Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως — Εφαρμογή — Όρια

(Κανονισμός 40/94 του Συμβουλίου, άρθρο 74 § 1)

1.      Μολονότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 74, παράγραφος 1, in fine, του κανονισμού 40/94 για το κοινοτικό σήμα, σε διαδικασίες που αφορούν σχετικό λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως, ο διάδικος που αντιτάσσεται στην καταχώριση κοινοτικού σήματος στηριζόμενος σε προγενέστερο εθνικό σήμα πρέπει να αποδείξει την ύπαρξη του προγενέστερου σήματος και, ενδεχομένως, το περιεχόμενο της προστασίας, απόκειται στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) να εξετάσει αν, στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής, πληρούνται οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για να γίνει δεκτός ο προβαλλόμενος σχετικός λόγος απαραδέκτου. Στο πλαίσιο αυτό, το ΓΕΕΑ πρέπει να εκτιμήσει το υποστατό των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και την αποδεικτική ισχύ των στοιχείων που προσκομίζουν οι διάδικοι.

Το ΓΕΕΑ μπορεί να κληθεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να ζητήσει αυτεπαγγέλτως πληροφορίες, χρησιμοποιώντας τα μέσα που κρίνει αναγκαία προς τον σκοπό αυτό, σχετικά με τη νομοθεσία του οικείου κράτους μέλους, αν οι πληροφορίες αυτές είναι αναγκαίες για την εκτίμηση των προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να γίνει δεκτός ο επίμαχος σχετικός λόγος απαραδέκτου και, ιδίως, του υποστατού των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και της αποδεικτικής ισχύος των προσκομισθέντων στοιχείων. Πράγματι, ο περιορισμός της σχετικής με τα πραγματικά περιστατικά βάσεως της εξετάσεως την οποία διενεργεί το ΓΕΕΑ δεν αποκλείει το να λάβει το τμήμα αυτό υπόψη, πέραν των γεγονότων που ρητώς προέβαλαν οι διάδικοι στη διαδικασία ανακοπής, παγκοίνως γνωστά πραγματικά περιστατικά, ήτοι περιστατικά τα οποία μπορούν να γίνουν γνωστά στον οποιοδήποτε ή μπορούν να γίνουν γνωστά από γενικώς προσιτές πηγές. Το ΓΕΕΑ μπορεί, επίσης, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να ζητήσει από τους διαδίκους διευκρινίσεις επί συγκεκριμένων σημείων της εν λόγω εθνικής νομοθεσίας. Ο ενδιαφερόμενος δεν υποχρεούται, ωστόσο, να παράσχει αυτοβούλως γενικές πληροφορίες σχετικά με το δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας που ισχύει στο οικείο κράτος μέλος.

Η εξέταση των πραγματικών περιστατικών που προβλήθηκαν και των στοιχείων που προσκομίσθηκαν ενώπιον του ΓΕΕΑ πρέπει να διενεργείται κατά τρόπο που δεν προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των διαδίκων στο πλαίσιο της διαδικασίας ανακοπής και δεν παραβιάζει την αρχή της ευθυδικίας. Συγκεκριμένα, αν ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος έχει αμφιβολίες ως προς την αποδεικτική ισχύ των εγγράφων που προσκόμισε ο ανακόπτων για να αποδείξει την ύπαρξη του προβαλλόμενου προγενέστερου δικαιώματος ή ακόμη ως προς το περιεχόμενο του εν λόγω δικαιώματος, μπορεί να τις εκφράσει κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ, το οποίο υποχρεούται να εξετάσει ενδελεχώς τις σχετικές παρατηρήσεις. Το ΓΕΕΑ δεν μπορεί, ωστόσο, να αποφύγει τη διενέργεια πλήρους εκτιμήσεως των προβληθέντων πραγματικών περιστατικών και των προσκομισθέντων εγγράφων, υποστηρίζοντας ότι στον ανακόπτοντα απόκειται να του παράσχει αυτοβούλως λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με το δίκαιο του κράτους μέλους εντός του οποίου απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή.

(βλ. σκέψεις 33-38)

2.      Ούτε ο κανονισμός 40/94 για το κοινοτικό σήμα ούτε ο κανονισμός 2868/95 περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 διευκρινίζουν τη μορφή που πρέπει να έχουν τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία οφείλει να προσκομίσει ο ανακόπτων για να δικαιολογήσει την ύπαρξη του προγενέστερου δικαιώματός του στο πλαίσιο διαδικασίας ανακοπής. Ως εκ τούτου, αφενός, ο ανακόπτων είναι ελεύθερος να επιλέξει τα αποδεικτικά μέσα που κρίνει σκόπιμο να προβάλει ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) προς στήριξη της ανακοπής του και, αφετέρου, το ΓΕΕΑ υποχρεούται να αναλύσει όλα τα προσκομισθέντα στοιχεία προκειμένου να εξακριβώσει αν όντως αποτελούν απόδειξη της καταχωρίσεως ή καταθέσεως αιτήσεως καταχωρίσεως του προγενέστερου σήματος, χωρίς να μπορεί να απορρίψει εξαρχής ένα συγκεκριμένο είδος αποδείξεων ως μη αποδεκτό λόγω της μορφής του. Υπέρ του συμπεράσματος αυτού συνηγορούν οι διαφορές στη διοικητική πρακτική των κρατών μελών. Συγκεκριμένα, αν γινόταν δεκτό ότι το ΓΕΕΑ μπορεί να καθορίσει τη μορφή που πρέπει να έχουν τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία, η προσκόμιση των εν λόγω στοιχείων θα καθίστατο, σε ορισμένες περιπτώσεις, αδύνατη για τους διαδίκους.

(βλ. σκέψεις 39-41)

3.      Μολονότι, σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, ο έτερος διάδικος στη διαδικασία ανακοπής κατά της καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος πρέπει να είναι σε θέση να λάβει γνώση των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει ο ανακόπτων στη γλώσσα διαδικασίας, η αρχή αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να αρκούν, αφ’ εαυτών, για την απόδειξη της υπάρξεως προγενέστερων σημάτων, χωρίς ο εν λόγω διάδικος να χρειάζεται να ζητήσει τη συνδρομή συμβούλου ή να προσφύγει σε πηγές πληροφορήσεως ευρέως προσβάσιμες, αλλά ανεξάρτητες των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψη 51)