Language of document : ECLI:EU:T:2011:236

Υπόθεση T-250/08

Edward William Batchelor

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που ελήφθησαν στον τομέα τηλεοπτικών δραστηριοτήτων – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος – Δυνατότητα του κράτους μέλους να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ορισμένα έγγραφα – Διαδικαστικές επιπτώσεις

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 5)

2.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος – Δυνατότητα του κράτους μέλους να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μη δημοσιοποιήσει ορισμένα έγγραφα – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 1 έως 3 και 5)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 3)

4.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Υποχρέωση του θεσμικού οργάνου να προβαίνει σε συγκεκριμένη και εξατομικευμένη εξέταση των εγγράφων – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4)

5.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Έγγραφα προερχόμενα από κράτος μέλος – Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

(Άρθρο 10 ΕΚ· Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 §§ 3, δεύτερο εδάφιο, και 5)

6.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου – Περιεχόμενο

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρο 4 § 2, τρίτη περίπτωση· οδηγία 89/552 του Συμβουλίου, άρθρο 3α)

1.      Η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει θεσμικό όργανο που είναι αποδέκτης αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα που προέρχονται από τις αρχές κράτους μέλους, η οποία υποβλήθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001 για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εξαρτάται από τον καθορισμό των εννόμων συνεπειών που συνδέονται με την αντιτασσόμενη από κράτος μέλος άρνηση δημοσιοποιήσεως εγγράφου κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού 1049/2001.

Ως προς τούτο, τυχόν ερμηνεία της διατάξεως αυτής υπό την έννοια ότι αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στην εναντίωσή του, κατά τρόπο όλως αυτόβουλο και χωρίς υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή κοινοτικού θεσμικού οργάνου αποκλειστικώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος, δεν συμβιβάζεται προς τον σκοπό βελτιώσεως της διαφάνειας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Επομένως, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να αιτιολογήσει την ενδεχόμενη αντίθεσή του με βάση τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Οσάκις το κράτος μέλος τηρεί την υποχρέωση αυτή, το θεσμικό όργανο υποχρεούται να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως, οφείλει όμως να τηρήσει τη δική του υποχρέωση αιτιολογήσεως, εκθέτοντας, στην απόφασή του, τους λόγους που προέβαλε το κράτος μέλος προκειμένου να καταλήξει στην εφαρμογή μίας εκ των προβλεπόμενων στις προαναφερθείσες διατάξεις εξαιρέσεων του δικαιώματος προσβάσεως.

Εκ των σκέψεων αυτών, οι οποίες αποβλέπουν στη διασφάλιση του σκοπού του κανονισμού 1049/2001, επιχειρώντας παράλληλα να προσδώσουν στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 αυτού ένα κανονιστικό περιεχόμενο αυτοτελές και διακριτό σε σχέση με αυτό της παραγράφου 4 της ίδιας διατάξεως, προκύπτει ότι, αφού διαπιστώσει ότι η αντίθεση κράτους μέλους περιέχει τους λόγους, για τους οποίους, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, τα επίμαχα έγγραφα καλύπτονται από εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως, το οικείο θεσμικό όργανο δεν χρειάζεται να εκθέσει τη δική του εκτίμηση επί του βασίμου της αιτιολογήσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 44-47)

2.      Οσάκις κράτος μέλος κάνει χρήση της δυνατότητας που του παρέχει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, να ζητήσει να μην δημοσιοποιηθεί χωρίς προηγούμενη συμφωνία του έγγραφο προερχόμενο από αυτό το ίδιο, και προβάλλει τους απαριθμούμενους στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου άρθρου λόγους αρνήσεως που βασίζονται σε εξαιρέσεις, εναπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου στον οποίο αντιτάχθηκε άρνηση προσβάσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, κατά πόσον η άρνηση αυτή βασιζόταν εγκύρως στις εν λόγω εξαιρέσεις, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η σχετική άρνηση δεν προέρχεται από την αξιολόγησή τους εκ μέρους του ιδίου του θεσμικού οργάνου, αλλά εκ μέρους του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κατά τα λοιπά, η παρέμβαση του κράτους μέλους δεν επηρεάζει τον κοινοτικό χαρακτήρα της αποφάσεως την οποία του απευθύνει μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο σε απάντηση της αιτήσεως προσβάσεως της οποίας αυτό επελήφθη όσον αφορά έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή του.

(βλ. σκέψη 67)

3.      Έγγραφα που αποστέλλονται σε θεσμικό όργανο από εξωτερικό πρόσωπο ή φορέα προκειμένου να αποτελέσουν το αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων με το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, διάταξη η οποία αποσκοπεί στην προστασία ορισμένων τύπων εγγράφων που καταρτίζονται στο πλαίσιο διαδικασίας, των οποίων η δημοσιοποίηση, ακόμα και μετά την περάτωση της διαδικασίας αυτής, θα έθιγε τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου.

4.      Συγκεκριμένα, εφόσον τα έγγραφα που αφορά η διάταξη αυτή πρέπει να περιέχουν «απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου», το να θεωρείται ότι ένα έγγραφο προορίζεται για εσωτερική χρήση ενός θεσμικού οργάνου εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι το όργανο αυτό είναι ο αποδέκτης του, θα είχε ως συνέπεια να καταστεί η εν λόγω προυπόθεση κενή περιεχομένου, δεδομένου ότι κάθε έγγραφο που λαμβάνει ένα θεσμικό όργανο θα πληρούσε τον όρο αυτό. Δεύτερον, μια τέτοια ερμηνεία παραβλέπει το γεγονός ότι οι εν λόγω συζητήσεις ή οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις πρέπει, κατά την ίδια τη διάταξη, να πραγματοποιούνται «εντός του θεσμικού οργάνου».

Οι σκέψεις αυτές, όχι μόνον δεν απορρέουν απλώς από γραμματική ερμηνεία, αλλά συμβαδίζουν με την αρχή, κατά την οποία οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001 εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρώς. Επιπλέον, οι σκέψεις αυτές εξασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 και, κατά συνέπεια, τη λογική περί υπάρξεως δύο χωριστών εδαφίων εντός της διατάξεως αυτής, εκ των οποίων το πρώτο αφορά την περίοδο μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, το δε δεύτερο την μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας περίοδο.

Αφενός, πράγματι, το να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 αφορά κάθε έγγραφο αποστελλόμενο σε θεσμικό όργανο από εξωτερικό αποστολέα, το οποίο περιέχει μια «γνώμη» υπό την ευρύτερη έννοια του όρου και ενδέχεται να συνεπάγεται απάντηση, και ότι τούτο αποτελεί συνολικά «διαβούλευση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, θα είχε ως συνέπεια να αφορά το δεύτερο αυτό εδάφιο «έγγραφα» υπό μια έννοια τόσο ευρεία όσο και το πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως. Αφετέρου, δεδομένου ότι οι κατηγορίες αυτές εγγράφων ενδέχεται να προστατεύονται υπό παρόμοιες συνθήκες, τουτέστιν η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, το πρώτο εδάφιο θα καθίστατο περιττό, καθότι το δεύτερο καλύπτει την περίοδο τόσο πριν όσο και μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 68-70, 73-76)

5.      Η εξέταση που απαιτείται για την επεξεργασία μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα, η οποία υποβάλλεται βάσει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο αφορά συμφέρον προστατευόμενο από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Η εφαρμογή αυτή μπορεί καταρχήν να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το κοινοτικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον. Αφετέρου, ο κίνδυνος να θιγεί το προστατευόμενο συμφέρον μπορεί να προβληθεί μόνον αν είναι ευλόγως δυνατό να προβλεφθεί και όχι αμιγώς υποθετικός.

(βλ. σκέψη 78)

6.      Το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, έχει την έννοια ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται την απροθυμία του να συνεργασθεί με την Επιτροπή σε περίπτωση που έγγραφο δημοσιοποιείται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να θεμελιώσει εγκύρως σοβαρή προσβολή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου.

Πράγματι, το να αναγνωρισθεί η ενδεχόμενη δήλωση κράτους μέλους, με την οποία αυτό εκδηλώνει την απροθυμία του να συνεργασθεί με το θεσμικό όργανο σε περίπτωση που το τελευταίο παράσχει πρόσβαση σε ένα έγγραφο, ως βάση σοβαρής προσβολής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή στα κράτη μέλη σχετικής διακριτικής ευχέρειας, ή, τουλάχιστον, την εξάρτηση της πολιτικής περί προσβάσεως στα έγγραφα που υλοποιεί ο κανονισμός αυτός από τις σχετικές εθνικές πολιτικές. Τούτο, όμως, δεν θα ήταν συμβατό ούτε προς το σύστημα προσβάσεως στα έγγραφα που καθιερώνει ο εν λόγω κανονισμός ούτε προς την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 80-81)

7.      Η εξαίρεση από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, σε σχέση με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως και έρευνας, δεν εφαρμόζεται σε έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο εκτιμήσεως από την Επιτροπή της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε κράτος μέλος στον τομέα τηλεοπτικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων.

Συγκεκριμένα, η τήρηση του κοινοτικού δικαίου, στην οποία σκοπεί η έρευνα που διεξάγει η Επιτροπή στο πλαίσιο αυτό, δεν διακυβεύεται σε περίπτωση που το οικείο κράτος μέλος δεν προτίθεται να συνεργασθεί στο πλαίσιο αξιολογήσεως της συμβατότητας των μέτρων που λαμβάνει ή σκοπεύει να λάβει προς το κοινοτικό δίκαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, τα μέτρα αυτά δεν θα εξετασθούν από την Επιτροπή, δεν θα τύχουν αμοιβαίας αναγνωρίσεως και θα εφαρμοσθεί πλήρως η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την οποία εγγυάται το πρωτογενές δίκαιο.

(βλ. σκέψεις 91-92, 95)