Language of document : ECLI:EU:T:2011:236

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 24ης Μαΐου 2011 (*)

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που ελήφθησαν στον τομέα τηλεοπτικών δραστηριοτήτων – Άρνηση προσβάσεως – Εξαίρεση σχετικά με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων – Εξαίρεση σχετικά με την προστασία του σκοπού επιθεωρήσεως, έρευνας και οικονομικού ελέγχου»

Στην υπόθεση T‑250/08,

Edward William Batchelor, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος αρχικώς από τους F. Young, solicitor, A. Barav, barrister, και D. Reymond, δικηγόρο, στη συνέχεια, από τους M. Barav, Reymond και F. Carlin, barrister,

προσφεύγων,

υποστηριζόμενος από

το Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τους B. Weis Fogh και S. Juul Jørgensen,

παρεμβαίνον,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους C. Docksey, C. O’Reilly και P. Costa de Oliveira, στη συνέχεια, από τις O’Reilly και Costa de Oliveira,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, εκπροσωπούμενο αρχικώς από τους S. Behzadi-Spencer, L. Seeboruth και I. Rao, στη συνέχεια, από την I. Rao, επικουρούμενη από τους G. Facenna και T. De la Mare, barristers

παρεμβαίνον,

με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα της Επιτροπής της 16ης Μαΐου 2008 με την οποία δεν επιτράπηκε η πρόσβαση σε ορισμένα έγγραφα που αντηλλάγησαν στο πλαίσιο εκτιμήσεως της συμβατότητας προς το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας βάσει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552/EΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για τον συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), και, αφετέρου, την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως περί απορρίψεως της ίδιας αιτήσεως, η οποία θεωρείται ότι εκδόθηκε στις 9 Απριλίου 2008,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Νοεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43), καθορίζει τις αρχές, τις προϋποθέσεις και τα όρια του προβλεπόμενου στο άρθρο 255 ΕΚ δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των εν λόγω θεσμικών οργάνων.

2        Κατά το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 6, του κανονισμού 1049/2001:

«2.      Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σ’ ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

–        των εμπορικών συμφερόντων ενός συγκεκριμένου φυσικού ή νομικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένης της πνευματικής ιδιοκτησίας,

–        των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών,

–        του σκοπού επιθεώρησης, έρευνας και οικονομικού ελέγχου,

εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

3.      Προκειμένου περί εγγράφου που συντάχθηκε από ένα θεσμικό όργανο για εσωτερική χρήση ή που έχει παραληφθεί από ένα θεσμικό όργανο, και το οποίο σχετίζεται με θέμα επί του οποίου δεν έχει αποφασίσει, το εν λόγω θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

Ένα θεσμικό όργανο αρνείται την πρόσβαση σε έγγραφα που περιέχουν απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου, ακόμη και αφού έχει ληφθεί η απόφαση, εάν η γνωστοποίηση του εγγράφου θα έθιγε σοβαρά την οικεία διαδικασία λήψης αποφάσεων, εκτός εάν για τη γνωστοποίηση του εγγράφου υπάρχει υπερισχύον δημόσιο συμφέρον.

4.      Στην περίπτωση εγγράφων τρίτων, το θεσμικό όργανο διαβουλεύεται με τον τρίτο προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον μπορεί να εφαρμοσθεί η εξαίρεση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ή 2, εκτός εάν είναι σαφές ότι το έγγραφο θα δημοσιοποιηθεί ή όχι.

5.      Ένα κράτος μέλος μπορεί να ζητήσει από το θεσμικό όργανο να μην δημοσιοποιήσει ένα έγγραφο προερχόμενο από αυτό χωρίς προηγούμενη συμφωνία του.

6.      Εάν μόνον μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.»

3        Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001:

«1.      Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αίτησης, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση […].

3.      Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της προθεσμίας θεωρείται ως αρνητική απάντηση και ο αιτών έχει το δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή να καταγγείλει το ζήτημα στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ.»

4        Το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 3ης Οκτωβρίου 1989, για το συντονισμό ορισμένων νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικών δραστηριοτήτων (ΕΕ L 298, σ. 23), όπως προσετέθη από την οδηγία 97/36/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Ιουνίου 1997, για την τροποποίηση της οδηγίας [89/552] (ΕΕ L 202, σ. 60), ορίζει:

«1.      Κάθε κράτος μέλος μπορεί να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο για να εξασφαλίζει ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία του δεν μεταδίδουν αποκλειστικά εκδηλώσεις οι οποίες θεωρούνται από το εν λόγω κράτος μέλος ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία, κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού στο εν λόγω κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις αυτές μέσω ζωντανής ή αναμεταδιδόμενης κάλυψης σε δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα. Σε περίπτωση που πράξει κάτι τέτοιο, το οικείο κράτος μέλος καταρτίζει κατάλογο των εθνικών ή μη εθνικών εκδηλώσεων τις οποίες θεωρεί ως μείζονος σημασίας για την κοινωνία. Πράττει τούτο με σαφή και διαφανή τρόπο, εγκαίρως. Επίσης, το οικείο κράτος μέλος καθορίζει εάν οι εκδηλώσεις αυτές θα πρέπει να είναι διαθέσιμες για ολική ή μερική ζωντανή κάλυψη ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ολική ή μερική αναμεταδιδόμενη κάλυψη.

2.      Τα κράτη μέλη κοινοποιούν αμέσως στην Επιτροπή τα τυχόν μέτρα που έχουν λάβει ή που πρόκειται να λάβουν δυνάμει της παραγράφου 1. Εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση, η Επιτροπή επαληθεύει ότι τα μέτρα είναι συμβατά με την κοινοτική νομοθεσία και τα γνωστοποιεί στα άλλα κράτη μέλη. Ζητεί τη γνώμη της επιτροπής που έχει συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 23α. Δημοσιεύει αμέσως τα ληφθέντα μέτρα στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άπαξ τουλάχιστον του έτους ενοποιημένο κατάλογο των μέτρων που έχουν ληφθεί από τα κράτη μέλη.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν με κατάλληλα μέσα, στο πλαίσιο της νομοθεσίας τους, ότι οι ραδιοτηλεοπτικοί οργανισμοί που υπάγονται στη δικαιοδοσία τους δεν ασκούν αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία έχουν αποκτήσει μετά την ημερομηνία δημοσίευσης της παρούσας οδηγίας κατά τρόπον ώστε μια σημαντική μερίδα του κοινού σε άλλο κράτος μέλος να εμποδίζεται να παρακολουθήσει εκδηλώσεις οι οποίες έχουν καθοριστεί από το άλλο κράτος μέλος, σύμφωνα με τις προηγούμενες παραγράφους, μέσω ολικής ή μερικής ζωντανής κάλυψης ή, όπου είναι αναγκαίο ή σκόπιμο για αντικειμενικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, ολικής ή μερικής αναμεταδιδόμενης κάλυψης σε δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα όπως ορίζεται από το εν λόγω άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με την παράγραφο 1.»

 Ιστορικό της διαφοράς

5        Με έγγραφο της 20ής Δεκεμβρίου 2005, η Infront WM AG, εταιρεία ελβετικού δικαίου που δραστηριοποιείται στην αγορά, διαχείριση και εμπορία δικαιωμάτων τηλεοπτικής αναμεταδόσεως αθλητικών εκδηλώσεων υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552 (στο εξής: καταγγελία).

6        Με έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2006, ο προσφεύγων, Edward William Batchelor, απευθύνθηκε, ως σύμβουλος της εταιρείας Infront WM, στην Επιτροπή και υπέβαλε παρατηρήσεις επί ενός εγγράφου που είχε αποστείλει η Επιτροπή στην Infront WM στις 27 Σεπτεμβρίου 2006 στο πλαίσιο εξετάσεως της καταγγελίας. Επιπλέον, μέσω του εγγράφου της 18ης Δεκεμβρίου 2006, η Επιτροπή κλήθηκε να κοινοποιήσει κάθε έγγραφο σχετικά με την ανταλλαγή εγγράφων με τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου από τον χρόνο καταθέσεως της καταγγελίας, καθώς και το σύνολο των στατιστικών και στοιχείων που περιέχονταν στα έγγραφα που κοινοποίησε το εν λόγω κράτος μέλος στο πλαίσιο αυτό.

7        Με έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2007, ο Διευθυντής της Διευθύνσεως «Οπτικοακουστικά μέσα, μέσα μαζικής επικοινωνίας, διαδίκτυο» της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας» απάντησε ότι αντιλαμβανόταν την διατυπωθείσα στο έγγραφο της 18ης Δεκεμβρίου 2006, αίτηση προσβάσεως σε έγγραφα ως αφορώσα ένα έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2006 και δύο έγγραφα των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου της 5ης Σεπτεμβρίου και της 15ης Νοεμβρίου 2006, αντιστοίχως. Εντούτοις, κατά τον συντάκτη του εγγράφου της 16ης Ιανουαρίου 2007, τα έγγραφα αυτά καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σε σχέση με την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως και έρευνας, δεδομένου ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εξέταση της καταγγελίας μπορούσε να καταλήξει σε διαδικασία παραβάσεως.

8        Στις 16 Οκτωβρίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2007/730/ΕΚ, αναφορικά με τη συμβατότητα προς το κοινοτικό δίκαιο των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο σύμφωνα με το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας [89/552] (ΕΕ L 295, σ. 12). Στο άρθρο 1 της αποφάσεως 2007/730, η Επιτροπή έκρινε συμβατά προς το κοινοτικό δίκαιο τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο κατά το άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552.

9        Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2008, ο Γενικός Διευθυντής της ΓΔ «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την έκδοση της αποφάσεως 2007/730, καθώς και για τη θέση της υπηρεσίας του, κατά την οποία, κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως και λαμβανομένων υπόψη των λόγων που περιέχονταν στο έγγραφο της Επιτροπής της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, η καταγγελία δεν αποδείκνυε παραβίαση του κοινοτικού δικαίου εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου.

10      Με έγγραφο της 21ης Δεκεμβρίου 2007, ο προσφεύγων κάλεσε την Επιτροπή να επανεξετάσει τη θέση που εξέθεσε στο έγγραφο της 16ης Ιανουαρίου 2007 (βλ. σκέψη 7 ανωτέρω) λαμβάνοντας υπόψη την περάτωση της έρευνας σχετικά με τη συμβατότητα των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο προς το κοινοτικό δίκαιο. Επιπλέον, ο προσφεύγων ζήτησε, μεταξύ άλλων, από την Επιτροπή να προσδιορίζει και να του καταστήσει προσβάσιμα κάθε έγγραφο που υπέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο μετά τις 16 Ιανουαρίου 2007 καθώς και κάθε μη εμπιστευτική πληροφορία που περιέχετο στην αλληλογραφία αναφορικά με το περιεχόμενο του καταλόγου των εκδηλώσεων που κατήρτισε το Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552.

11      Με έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2008, ο Διευθυντής της Διευθύνσεως «Οπτικοακουστικά μέσα, μέσα μαζικής επικοινωνίας, διαδίκτυο» της ΓΔ «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι τα έγγραφα, στα οποία ζήτησε πρόσβαση, δεν μπορούσαν να του γνωστοποιηθούν διότι καλύπτονταν από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία των δικαστικών διαδικασιών και της παροχής νομικών συμβουλών, δεδομένου ότι η υπόθεση Επιτροπή κατά Infront WM (C‑125/06 P), στην οποία αντιδικούν η Επιτροπή και η Infront WM σε σχέση με τα μέτρα που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο, εκκρεμούσε ακόμα ενώπιον του Δικαστηρίου.

12      Με έγγραφο της 21ης Φεβρουαρίου 2008, ο προσφεύγων υπέβαλε στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής επιβεβαιωτική αίτηση κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001. Με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2008, η Επιτροπή ενημέρωσε τον προσφεύγοντα, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1049/2001, ότι η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 της ίδιας διατάξεως προθεσμία παρατάθηκε κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

13      Με έγγραφο της 16 Μαΐου 2008 (στο εξής: ρητή απόφαση), ο Γενικός Γραμματέας της Επιτροπής απεφάνθη επί της επιβεβαιωτικής αιτήσεως του προσφεύγοντος. Καταρχάς, ο Γενικός Γραμματέας εξέθεσε ότι η αίτηση του προσφεύγοντος αφορούσε τρία έγγραφα, ήτοι ένα έγγραφο, της 2ας Αυγούστου 2006, του Γενικού Διευθυντή της ΓΔ «Κοινωνία της Πληροφορίας και Μέσα Επικοινωνίας» προς τον Μόνιμο Αντιπρόσωπο του Ηνωμένου Βασιλείου, ένα έγγραφο, της 5ης Σεπτεμβρίου 2006, των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους προς την Επιτροπή και ένα έγγραφο με πέντε παραρτήματα, της 19ης Φεβρουαρίου 2007, του Μονίμου Αντιπροσώπου του Ηνωμένου Βασιλείου προς την Επιτροπή.

14       Όσον αφορά τα έγγραφα της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 και 19ης Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή ανέφερε ότι συμβουλεύθηκε τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες εφάρμοσαν το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, αντιτασσόμενες στη δημοσιοποίησή τους βάσει της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού. Ειδικότερα, οι αρχές του εν λόγω κράτους μέλους ισχυρίσθηκαν ότι τα έγγραφα αυτά περιείχαν τις θέσεις του Ηνωμένου Βασιλείου ως προς τα τεθέντα στην καταγγελία ζητήματα, τα οποία εκτίθεντο εμπιστευτικώς. Τυχόν δημοσιοποίησή της θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία διαλόγου μεταξύ της Επιτροπής και των κρατών μελών στο πλαίσιο εξετάσεως του βάσιμου μίας καταγγελίας, γεγονός που, με τη σειρά του, θα είχε αντίκτυπο στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής. Επιπλέον, τα παραρτήματα του εγγράφου της 19ης Φεβρουαρίου 2007 περιείχαν εμπιστευτικές πληροφορίες αφορώσες τα εμπορικά συμφέροντα ραδιοτηλεοπτικών φορέων, καθώς και άλλων κατόχων δικαιωμάτων τηλεοπτικής αναμεταδόσεως διαφόρων αθλητικών γεγονότων. Τα παραρτήματα αυτά ενέπιπταν, επομένως, στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

15      Στην ρητή απόφαση, η Επιτροπή εξέθεσε ότι, δεδομένης της αιτιολογημένης αντιθέσεως των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου στη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων, όφειλε να αρνηθεί την πρόσβαση που ζητούσε ο προσφεύγων, όπως προέκυπτε από την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Δεκεμβρίου 2007, C‑64/05 P, Σουηδία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑11389).

16      Όσον αφορά το έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2006, η Επιτροπή ανέφερε ότι η δημοσιοποίησή του θα έθιγε σοβαρά την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων έρευνας, εξαίρεση προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001, δεδομένου ότι η Επιτροπή κινδύνευε να βρεθεί αντιμέτωπη με μία άρνηση συνεργασίας εκ μέρους των κρατών μελών όσον αφορά την αξιολόγηση της συμβατότητας των μέτρων που κοινοποιούνται στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552. Κατά την Επιτροπή, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας του εγγράφου αυτού έπρεπε να διατηρηθεί μέχρις ότου αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί των προσφυγών που άσκησαν η Διεθνής Ομοσπονδία Ποδοσφαιρικών Σωματείων (ΦΙΦΑ) και η Ένωση Ευρωπαϊκών Ποδοσφαιρικών Ομοσπονδιών (ΟΥΕΦΑ) (υποθέσεις T‑68/08 και T‑55/08 αντιστοίχως) κατά της αποφάσεως 2007/730.

17      Η Επιτροπή αρνήθηκε εξάλλου να χορηγήσει μερική πρόσβαση στο έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2006 με την αιτιολογία ότι αυτό καλύπτετο εξ ολοκλήρου από την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι ουδέν στοιχείο υποδήλωνε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των εγγράφων στα οποία είχε ζητήσει πρόσβαση ο προσφεύγων.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου (νυν Γενικού Δικαστηρίου) στις 18 Ιουνίου 2008, ο προσφεύγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Σεπτεμβρίου 2008, το Ηνωμένο Βασίλειο ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του νυν Γενικού Δικαστηρίου στις 2 Οκτωβρίου 2008, το Βασίλειο της Δανίας ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα δίκη προς στήριξη των αιτημάτων του προσφεύγοντος. Με διάταξη της 2ας Δεκεμβρίου 2008, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του νυν Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε τις παρεμβάσεις αυτές. Το Ηνωμένο Βασίλειο κατέθεσε το υπόμνημά του και οι υπόλοιποι διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις της επ’ αυτού εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν.

20      Με διάταξη της 4ης Αυγούστου 2010, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου διέταξε, βάσει του άρθρου 65, στοιχείο β΄, του άρθρου 66, παράγραφος 1, και του άρθρου 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την εκ μέρους της Επιτροπής προσκόμιση αντιγράφων του συνόλου των εγγράφων στα οποία δεν είχε επιτρέψει την πρόσβαση.

21      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο κατά συνέπεια ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

22      Η επιτροπή απάντησε στο αποδεικτικό αυτό μέτρο με έγγραφο της 6ης Σεπτεμβρίου 2010.

23      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, απηύθυνε έγγραφη ερώτηση στην Επιτροπή, η οποία απάντησε επ’αυτής με έγγραφο της 29ης Οκτωβρίου 2010.

24      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά τη συνεδρίαση της 24ης Νοεμβρίου 2010.

25      Ο προσφεύγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση της 9ης Απριλίου 2008, καθώς και τη ρητή απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως ως απαράδεκτη,

–        να απορρίψει ως αβάσιμους τους λόγους που προβάλλονται κατά της ρητής αποφάσεως,

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

27      Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτη την προσφυγή κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως,

–        να απορρίψει ως αβάσιμη την προσφυγή κατά της ρητής αποφάσεως.

 Σκεπτικό

28      Ο προσφεύγων προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως, αντλούμενους, αντιστοίχως, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεώς και από παράβαση του άρθρου 255 ΕΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2 και 4 του κανονισμού 1049/2001.

1.     Επί του παραδεκτού της προσφυγής κατά της σιωπηρής αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

29      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, ισχυρίζεται ότι ο προσφεύγων δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την σιωπηρή απόφαση που θεωρείται ότι ελήφθη στις 9 Απριλίου 2008, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 (στο εξής: σιωπηρή απόφαση). Πράγματι, δεδομένου ότι η ημερομηνία λήψεως της ρητής αποφάσεως είναι προγενέστερη αυτής της ασκήσεως της προσφυγής, ενδεχόμενη ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως δεν θα του παρείχε διαφορετικό πλεονέκτημα από εκείνο που θα του παράσχει ενδεχόμενη ακύρωση της ρητής αποφάσεως.

30      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η θέση της Επιτροπής θα δημιουργήσει μία παράλογη κατάσταση, κατά την οποία η έκδοση ρητής αποφάσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001 θα καθιστούσε αδύνατο το δικαστικό έλεγχο μίας σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως, η οποία εξ ορισμού είναι μη αιτιολογημένη πράξη.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

31      Από τη νομολογία προκύπτει ότι, σε περίπτωση εκδόσεως ρητής απορριπτικής αποφάσεως μετά την παρέλευση της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, ο αιτών δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον να προσβάλει τη σιωπηρή απόφαση, η οποία θεωρείται ότι ελήφθη λόγω της παρελεύσεως της προαναφερθείσας προθεσμίας (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Ιανουαρίου 2010, T‑355/04 και T‑446/04, Co-Frutta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1, σκέψη 45, και διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Ιουνίου 2010, T‑359/09, Jurašinović κατά Συμβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 40). Πράγματι, οι έννομες συνέπειες όσον αφορά την πρόσβαση στα συγκεκριμένα έγγραφα, εξαιτίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής, καθίστανται ανενεργές από της εκδόσεως ρητής αποφάσεως.

32      Το έννομο συμφέρον που προέβαλε ο προσφεύγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το οποίο συνίσταται στη δυνατότητα μεταγενέστερης ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως στηριζόμενης στην παρέλευση της σχετικής προθεσμίας δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την εκτίμηση που εκτίθεται στη σκέψη 31 ανωτέρω. Πράγματι, η προηγούμενη ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως δεν συνιστά προυπόθεση για την άσκηση τέτοιας αγωγής.

33      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη στο μέτρο που βάλλει κατά της σιωπηρής αποφάσεως.

2.     Επί της προσφυγής κατά της ρητής αποφάσεως

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

34      Όσον αφορά τη ρητή απόφαση, ο προσφεύγων εκθέτει, καταρχάς, ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον, πέραν των εγγράφων που προσδιόρισε η Επιτροπή, υπάρχουν και άλλα, τα οποία αφορά η αίτησή του. Εν συνεχεία, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι η αιτιολογημένη αντίθεση του κράτους μέλους στη δημοσιοποίηση ενός εγγράφου βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, δεν απαλλάσσει την Επιτροπή από την υποχρέωσή της να προβεί σε πλήρη έλεγχο της εγκυρότητας των λόγων που προβάλλει το εν λόγω κράτος μέλος και να εκθέσει τη δική της αιτιολογία σχετικώς, σύμφωνα με το άρθρο 253 ΕΚ και το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001. Η προσέγγιση αυτή επιρρωνύεται από πολλές σκέψεις της αποφάσεως Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, από τις προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Poiares Maduro επί της εν λόγω υποθέσεως (Συλλογή 2007, σ. I‑11394), καθώς και από την πρόταση της Επιτροπής για την τροποποίηση του κανονισμού 1049/2001, η οποία αναφέρεται στην ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, όπως αυτό ισχύει.

35      Επιπλέον, τυχόν υποχρέωση της Επιτροπής να ενεργήσει σύμφωνα με την αρνητική αιτιολογημένη γνώμη του κράτους μέλους, από το οποίο ζητήθηκαν πληροφορίες, θα συνιστούσε παράβλεψη του γράμματος της διατάξεως αυτής, η οποία αναφέρεται σε μία «αίτηση» του συγκεκριμένου κράτους, και θα ισοδυναμούσε προς επανεισαγωγή του κανόνα του συντάκτη του εγγράφου, ο οποίος καταργήθηκε με τον κανονισμό 1049/2001.

36      Η έλλειψη συνεκτικότητας της θέσεως που υποστηρίζει η Επιτροπή προκύπτει επίσης από το γεγονός ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, είχε ως αποτέλεσμα να αρνηθεί η Επιτροπή ακόμα και την πρόσβαση σε έγγραφα που έχουν δημόσιο χαρακτήρα, όπως ο κατάλογος των αγώνων του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2006 και ο κατάλογος των αγώνων των Παγκοσμίων Κυπέλλων Ποδοσφαίρου του 1994, του 1998 και του 2002 που δεν μεταδόθηκαν απευθείας μέσω τηλεοπτικού σταθμού ελεύθερης προσβάσεως, καθώς και από το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνήθηκε την πρόσβαση σε έγγραφο, του οποίου την δημοσιοποίηση είχαν επιτρέψει οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου.

37      Πέραν, όμως, της άνευ ετέρου αποδοχής της κρίσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, η ρητή απόφαση δεν περιέχει σκεπτικό που να δικαιολογεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι λόγοι που προέβαλε το κράτος μέλος αυτό ήταν έγκυροι, ή ότι δεν υφίστατο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που να δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση των επίμαχων εγγράφων. Η αναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 36 περίσταση αποδεικνύει, εξάλλου, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε την εγκυρότητα των λόγων που προέβαλε το Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον, η ρητή απόφαση δεν περιέχει τους λόγους αρνήσεως που προέβαλε σχετικώς το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο του υπομνήματός του παρεμβάσεως.

38      Τέλος, η ρητή απόφαση δεν περιέχει εκτίμηση της Επιτροπής ως προς τη δυνατότητα χορηγήσεως μερικής προσβάσεως στα αιτηθέντα έγγραφα.

39      Συνεπώς, κατά τον προσφεύγοντα, στηριζόμενη αποκλειστικώς στην αιτιολογημένη άρνηση των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου αναφορικά με την αίτησή του προσβάσεως σε έγγραφα και παραλείποντας να εξετάσει τη δυνατότητα χορηγήσεως μερικής προσβάσεως στα έγγραφα, τα οποία αφορούσε η αίτηση αυτή, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

40      Σε ό,τι αφορά το έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2006, ο προσφεύγων προβάλλει ότι ο ισχυρισμός κατά τον οποίο η δημοσιοποίησή του θα εμπόδιζε το κράτος μέλος να συνεργασθεί και να παράσχει τις απαραίτητες πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει η Επιτροπή τη συμβατότητα των εθνικών μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο είναι αμιγώς υποθετικός και δεν τεκμηριώνεται βάσει αποδεικτικών στοιχείων, με αποτέλεσμα να μην συνιστά επαρκή αιτιολογία.

41      Η Επιτροπή και το Ηνωμένο Βασίλειο αμφισβητούν το βάσιμο των επιχειρημάτων αυτών.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

42      Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να προσαρμόζεται στη φύση της οικείας πράξεως και να εκθέτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο τη συλλογιστική του εκδόντος την πράξη θεσμικού οργάνου, κατά τρόπο που να παρέχει τη δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, και ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν προς παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να εξειδικεύει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, στο μέτρο που το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνον βάσει του γράμματός του, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (απόφαση του Δικαστηρίου της 30ής Μαρτίου 2000, C‑265/97 P, VBA κατά Florimex κ.λπ., Συλλογή 2000, σ. I‑2061, σκέψη 93).

43      Καταρχάς, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον υφίστανται και άλλα έγγραφα που εμπίπτουν στην αίτησή του και δεν προσδιορίσθηκαν στη ρητή απόφαση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή εξέθεσε με σαφήνεια στην εν λόγω απόφαση ποια είναι τα έγγραφα, τα οποία αφορά η αίτηση του προσφεύγοντος. Επομένως, η ρητή απόφαση είναι κατά νόμο επαρκώς αιτιολογημένη ως προς το εν λόγω ζήτημα.

44      Ακολούθως, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τα προερχόμενα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έγγραφα, η έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή εξαρτάται από τον καθορισμό των εννόμων συνεπειών που συνδέονται με την αντιτασσόμενη από κράτος μέλος άρνηση δημοσιοποιήσεως εγγράφου κατά το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001.

45      Ως προς τούτο, πρέπει να επισημανθεί ότι τυχόν ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 υπό την έννοια ότι αναγνωρίζεται στο κράτος μέλος γενικό και ανεπιφύλακτο δικαίωμα αρνησικυρίας συνιστάμενο στην εναντίωσή του, κατά τρόπο όλως αυτόβουλο και χωρίς υποχρέωση αιτιολογήσεως της αποφάσεώς του, στη δημοσιοποίηση οποιουδήποτε εγγράφου ευρισκόμενου στην κατοχή κοινοτικού θεσμικού οργάνου αποκλειστικώς και μόνον λόγω του γεγονότος ότι το έγγραφο αυτό προέρχεται από το οικείο κράτος μέλος, δεν συμβιβάζεται προς τον σκοπό βελτιώσεως της διαφάνειας της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε περίπτωση τέτοιας ερμηνείας, μια ιδιαιτέρως σημαντική κατηγορία εγγράφων, ικανή να στηρίξει και να ρίξει φως στην κοινοτική διαδικασία λήψεως αποφάσεων, δεν θα υπόκειντο στις διατάξεις του κανονισμού 1049/2001. Συνεπώς, το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού θα καθίστατο, κατ’ αντιστοιχία, ανενεργό και τούτο χωρίς αντικειμενικό λόγο (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, σκέψεις 58 έως 60, 62 και 64).

46      Επομένως, το οικείο κράτος μέλος υποχρεούται να αιτιολογήσει την ενδεχόμενη αντίθεσή του με βάση τις εξαιρέσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001. Οσάκις το κράτος μέλος τηρεί την υποχρέωση αυτή, το θεσμικό όργανο υποχρεούται να απορρίψει την αίτηση προσβάσεως, οφείλει όμως να τηρήσει τη δική του υποχρέωση αιτιολογήσεως, εκθέτοντας, στην απόφασή του, τους λόγους που προέβαλε το κράτος μέλος προκειμένου να καταλήξει στην εφαρμογή μίας εκ των προβλεπόμενων στις προαναφερθείσες διατάξεις εξαιρέσεων του δικαιώματος προσβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, σκέψεις 87, 89 και 90).

47      Εκ των σκέψεων αυτών, οι οποίες αποβλέπουν στη διασφάλιση του σκοπού του κανονισμού 1049/2001, επιχειρώντας παράλληλα να προσδώσουν στην παράγραφο 5 του άρθρου 4 αυτού ένα κανονιστικό περιεχόμενο αυτοτελές και διακριτό σε σχέση με αυτό της παραγράφου 4 της ίδια διατάξεως, προκύπτει ότι, αφού διαπιστώσει ότι η αντίθεση κράτους μέλους περιέχει τους λόγους, για τους οποίους, κατά το εν λόγω κράτος μέλος, τα επίμαχα έγγραφα καλύπτονται από εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως, η Επιτροπή δεν χρειάζεται να εκθέσει τη δική της εκτίμηση επί του βασίμου της αιτιολογήσεως αυτής.

48      Στην υπό κρίση περίπτωση, όσον αφορά τα έγγραφα που προέρχονται από το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή εξέθεσε, στο σημείο 2 της ρητής αποφάσεως, τους προβληθέντες από το εν λόγω κράτος μέλος λόγους και επεσήμανε ότι οι λόγοι αυτοί προβάλλονται βάσει των εξαιρέσεων που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, και παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή τήρησε, επομένως, την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως δυνάμει του άρθρου 253 ΕΚ και του άρθρου 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001.

49      Τέλος, όσον αφορά το έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2006, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως αποτελεί ουσιώδη τύπο που πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα του βασίμου της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτό αφορά την επί της ουσίας νομιμότητα της επίμαχης πράξεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 94).

50      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που επικαλείται σχετικώς ο προσφεύγων προκειμένου να στηρίξει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια αιτιολογήσεως της ρητής αποφάσεως αφορούν στην πραγματικότητα το βάσιμο των λόγων αυτών, το οποίο θα εξετασθεί στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως. Κατά τα λοιπά, πρέπει να επισημανθεί ότι στο σημείο 3.1 η ρητή απόφαση εκθέτει τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι η δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου θα έθιγε τους σκοπούς έρευνας και δεν έπρεπε, ως εκ τούτου, να επιτραπεί, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

51      Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 255 ΕΚ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, 2 και 4 του κανονισμού 1049/2001

 Επί των προερχόμενων από το Ηνωμένο Βασίλειο εγγράφων 

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

52      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, κατά τη νομολογία, κάθε εξαίρεση του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς, δεδομένου ότι η πρόσβαση πρέπει, κατ’ αρχήν, να διατηρείται.

53      Όσον αφορά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), ο προσφεύγων παρατηρεί ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, κράτος μέλος επικαλέσθηκε διάταξη που αποσκοπεί στη διατήρηση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, τούτο δε σε μελλοντικές υποθέσεις. Πράγματι, κατά τη λήψη τόσο της σιωπηρής, όσο και της ρητής αποφάσεως, η Επιτροπή είχε ήδη εκδώσει την απόφαση 2007/730 και είχε κλείσει την υπόθεση σχετικά με την καταγγελία (βλ. σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω). Όμως, λόγω της φύσεώς της, που συνδέεται αποκλειστικώς με τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων των θεσμικών οργάνων, η επίκληση της εξαιρέσεως αυτής είναι δυνατή μόνον από αυτά. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου δεν απέστειλαν τα έγγραφα που προσδιορίσθηκαν στη ρητή απόφαση προκειμένου αυτά να δημοσιοποιηθούν στερείται σημασίας, όπως εξάλλου και το επιχείρημα ότι τα εν λόγω έγγραφα εξετάσθηκαν επίσης στο πλαίσιο της καταγγελίας.

54      Επιπλέον, το επιχείρημα ότι η δημοσιοποίηση των κρίσιμων εγγράφων θα επηρέαζε τη βούληση των κρατών μελών να συνεργασθούν με την Επιτροπή αφορά μία περίσταση που δεν είναι ευλόγως προβλέψιμη, αλλά άκρως υποθετική. Εξάλλου, τα κράτη μέλη οφείλουν να συνεργάζονται με την Επιτροπή βάσει του άρθρου 10 ΕΚ και δεν μπορούν να αθετούν την υποχρέωση αυτή με την αιτιολογία ότι η Επιτροπή παρέσχε πρόσβαση σε έγγραφο σύμφωνα με τον κανονισμό 1049/2001. Ως προς τούτο, ο προσφεύγων προβάλλει τη θέση που υιοθέτησε η ίδια η Επιτροπή όσον αφορά την εξέταση των μέτρων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, κατά την οποία η Επιτροπή θα προβεί στην εν λόγω εξέταση μόνον εφόσον το κράτος μέλος παράσχει επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τη σημασία κάθε εκδηλώσεως για την κοινωνία και αναφορικά με τις διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για την επιλογή των επίμαχων εκδηλώσεων. Επομένως, έλλειψη συνεργασίας του κράτους μέλους στο πλαίσιο της διαδικασίας που καθιερώνει το άρθρο 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552 είναι αδιανόητη.

55      Ο προσφεύγων υπενθυμίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να καταρτίζουν κατάλογο των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία σύμφωνα με μια σαφή και διαφανή διαδικασία βάσει του άρθρου 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552, κατά τρόπο ώστε η δημοσιοποίηση των σχετικών εγγράφων που υποβάλλονται στην Επιτροπή να μην μπορεί να απαγορευθεί ακόμα και μετά τη λήψη της αποφάσεως περί της συμβατότητας του καταλόγου με το κοινοτικό δίκαιο, με την αιτιολογία ότι το κράτος μέλος θα αρνείτο να συνεργασθεί στο μέλλον. Παρότι η Επιτροπή έλαβε τα προερχόμενα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου έγγραφα ως απάντηση σε αίτηση παροχής πληροφοριών που τους απηύθυνε σε σχέση με την καταγγελία, η απόφαση 2007/730 στηρίχθηκε στις πληροφορίες αυτές.

56      Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, κατά την ίδια την Επιτροπή, οι πληροφορίες που παρέσχε το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο εξετάσεως της καταγγελίας ήταν λυσιτελείς για την εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο προς το κοινοτικό δίκαιο και ότι, κατά το έγγραφο της 7ης Φεβρουαρίου 2008 (βλ. σκέψη 9 ανωτέρω), η έκδοση της αποφάσεως 2007/730 είχε ως αποτέλεσμα ση θέση στο αρχείο της καταγγελίας. Επομένως, στη ρητή απόφαση, η Επιτροπή καθόρισε ότι τα επίμαχα έγγραφα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της επιβεβαιωτικής αιτήσεως του προσφεύγοντος, η οποία αφορούσε τα έγγραφα σχετικά με την εξέταση των μέτρων που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο δυνάμει του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/522. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η εξέταση της συμβατότητας των μέτρων αυτών και η εξέταση της καταγγελίας συνέπεσαν και ότι τα επιχειρήματα της Επιτροπής, που εξετέθησαν για πρώτη φορά στο υπόμνημα αντικρούσεώς της και στηρίζονται στη διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών, πρέπει να απορριφθούν. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει συναφώς ότι, κατά τη ρητή απόφαση, το έγγραφο της 19ης Φεβρουαρίου 2007 περιέχει τη γνώμη των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου επί της προσεγγίσεως που υιοθέτησε η Επιτροπή όσον αφορά ορισμένα ερωτήματα σχετικά με το άρθρο 3α της οδηγίας 89/552.

57      Επιπλέον, το επιχείρημα σχετικά με τη δυνατότητα εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως των μέτρων που κοινοποίησε το Ηνωμένο Βασίλειο κατόπιν ακυρώσεως της αποφάσεως 2007/730 από το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, διότι θα δικαιολογούσε τη μη δημοσιοποίηση κάθε εγγράφου που κοινοποιείται στην Επιτροπή στο πλαίσιο έρευνας.

58      Ως εκ τούτου, επικαλούμενη την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να αρνηθεί την πρόσβαση στα προερχόμενα από το Ηνωμένο Βασίλειο έγγραφα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

59      Επιπλέον, ο προσφεύγων εκθέτει ότι, παραλείποντας να εξετάσει τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως στα αιτηθέντα έγγραφα, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 6, του κανονισμού 1049/2001. Εξάλλου, η ρητή απόφαση δεν αναφέρει ότι η Επιτροπή ζήτησε από το Ηνωμένο Βασίλειο να αιτιολογήσει τη θέση του ως προς το ενδεχόμενο μερικής προσβάσεως ή ότι πράγματι παρασχέθηκε τέτοια αιτιολογία.

60      Από την πλευρά της, η Επιτροπή ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι στο πλαίσιο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001, η εξουσία της περιορίζεται στο να εξακριβώνει ότι οι αντιρρήσεις που διατυπώνονται από το κράτος μέλος βασίζονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 1 έως 3, του κανονισμού 1049/2001 και ότι δεν υπερβαίνουν προδήλως το πεδίο εφαρμογής των εξαιρέσεων που εισάγουν οι διατάξεις αυτές. Αντιστοίχως, ο έλεγχος που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης σχετικά με τη νομιμότητα της εκτιμήσεώς της, πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση ότι η Επιτροπή προέβη πράγματι στην εν λόγω εξέταση.

61      Εν συνεχεία, όσον αφορά την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω), η Επιτροπή αναφέρει ότι η εκ μέρους του Ηνωμένου Βασιλείου προσκόμιση εγγράφων πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο εξετάσεως της καταγγελίας, τα δε εν λόγω έγγραφα περιέχουν τις γνώμες των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο των προκαταρκτικών διαβουλεύσεων με την Επιτροπή. Υποστηριζόμενη από το Ηνωμένο Βασίλειο, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται ο προσφεύγων, ένα κράτος μέλος που συμμετέχει σε διαδικασία λήψεως αποφάσεων, η οποία καταλήγει στην έκδοση πράξεως θεσμικού οργάνου, έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, που αποσκοπεί στην προστασία ενός «χώρου προβληματισμού» συνυφασμένου με αυτή τη διαδικασία. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο κίνδυνος να θιγεί η διαδικασία αυτή, τον οποίο εγκυμονεί τυχόν εξακρίβωση παρόμοια με εκείνη του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, ή με διαδικασία παραβάσεως, είναι ευλόγως προβλέψιμος παρά την περάτωση της επίμαχης έρευνας, δεδομένου ότι η νομιμότητα της αποφάσεως 2007/730 αμφισβητείται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑55/08, ΟΥΕΦΑ κατά Επιτροπής, και T‑68/08, ΦΙΦΑ κατά Επιτροπής. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά, στα οποία η Επιτροπή είχε πρόσβαση τόσο για τους σκοπούς της εξετάσεώς της βάσει του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, όσο και σε σχέση με την καταγγελία, θα διαδραμάτιζαν καίριο ρόλο στο πλαίσιο εκ νέου κινήσεως της διαδικασίας εξετάσεως της συμβατότητας των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο προς το κοινοτικό δίκαιο σε περίπτωση ακυρώσεως επί της ουσίας της αποφάσεως 2007/730. Εντούτοις, οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θα πρέπει να είναι εκ νέου σε θέση να συνεργασθούν σε πνεύμα πλήρους εμπιστοσύνης με την Επιτροπή μέχρις ότου περατωθεί οριστικώς η υπόθεση, ειδάλλως θα θιγεί σοβαρά η διαδικασία της λήψεως αποφάσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η συλλογιστική την οποία ακολούθησε το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι προδήλως ακατάλληλη.

62      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η υποχρέωση συνεργασίας που καθιερώνει το άρθρο 10 ΕΚ δεν αποκλείει την ευχέρεια των κρατών μελών να ζητούν να παραμείνουν εμπιστευτικά ορισμένα στοιχεία. Εξάλλου, η υποχρέωση συνεργασίας που υπέχουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552 στερείτο εν προκειμένω σημασίας, δεδομένου ότι τα επίμαχα έγγραφα προσκομίσθηκαν στο πλαίσιο εξετάσεως καταγγελίας και δε συμπεριλήφθηκαν στην κοινοποίηση στην οποία προέβη το Ηνωμένο Βασίλειο στο πλαίσιο της διατάξεως αυτής.

63      Το Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει ότι, παρότι ορισμένες πληροφορίες που περιέχονται στα παραρτήματα iv έως vi του εγγράφου της 19ης Φεβρουαρίου 2007 δεν είναι εμπιστευτικές, η δομή της παρουσίασής τους περιέχει ορισμένα στοιχεία που δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν χωρίς να θιγεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη που πρέπει να διέπει την επικοινωνία μεταξύ Επιτροπής και κράτους μέλους υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

64      Καταρχάς, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι, κατόπιν των επεξηγήσεων που παρέσχε η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεώς της, όπως επίσης στην επιστολή της από 29 Οκτωβρίου 2010, κατά τα οποία δεν αντιτασσόταν πλέον στη δημοσιοποίηση των δύο πρώτων παραρτημάτων του εγγράφου του Μόνιμου Αντιπροσώπου του Ηνωμένου Βασιλείου, υπό την επιφύλαξη ορισμένων στοιχείων για τα οποία προβλήθηκε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. ανωτέρω σκέψη 14), ο προσφεύγων δήλωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν αμφισβητούσε πλέον την εκτίμηση που περιέχετο στη ρητή απόφαση ως προς τα επίμαχα στοιχεία.

65      Επομένως, σε ό,τι αφορά τα προερχόμενα από το Ηνωμένο Βασίλειο έγγραφα, ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν λόγο ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001.

66      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί ευθύς εξαρχής η θέση της Επιτροπής και του Ηνωμένου Βασιλείου σχετικά με την έκταση του δικαστικού ελέγχου σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 (βλ. σκέψη 60 ανωτέρω).

67      Πράγματι, οσάκις κράτος μέλος επικαλείται το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 και προβάλλει τους απαριθμούμενους στις παραγράφους 1 έως 3 του ίδιου άρθρου λόγους αρνήσεως, εναπόκειται στην αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης να ελέγξει, κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου στον οποίο αντιτάχθηκε άρνηση προσβάσεως εκ μέρους του θεσμικού οργάνου στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, κατά πόσον η άρνηση αυτή βασιζόταν εγκύρως στις εν λόγω εξαιρέσεις, τούτο δε παρά το γεγονός ότι η σχετική άρνηση δεν προέρχεται από την αξιολόγησή τους εκ μέρους του ιδίου του θεσμικού οργάνου ή του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους. Κατά τα λοιπά, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η παρέμβαση του κράτους μέλους δεν επηρεάζει, έναντι του ενδιαφερομένου, τον κοινοτικό χαρακτήρα της αποφάσεως την οποία του απευθύνει μεταγενέστερα το θεσμικό όργανο σε απάντηση της αιτήσεως προσβάσεως της οποίας αυτό επελήφθη όσον αφορά έγγραφο ευρισκόμενο στην κατοχή του (βλ, συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, σκέψη 94).

68      Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών που επιδιώκει ο κανονισμός 1049/2001, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 αυτού εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται αυστηρώς (βλ., συναφώς, απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, C‑39/05 P και C‑52/05 P, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2008, σ. I‑4723, σκέψη 36).

69      Όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, σημειωτέον ότι η διάταξη αυτή αποσκοπεί στην προστασία ορισμένων τύπων εγγράφων που καταρτίζονται στο πλαίσιο διαδικασίας, των οποίων η δημοσιοποίηση, ακόμα και μετά την περάτωση της διαδικασίας αυτής, θα έθιγε τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου.

70      Τα έγγραφα αυτά πρέπει να περιέχουν «απόψεις για εσωτερική χρήση, ως μέρος συζητήσεων και προκαταρκτικών διαβουλεύσεων εντός του σχετικού θεσμικού οργάνου».

71      Κατά το σημείο 2 της ρητής αποφάσεως, τα προερχόμενα από το Ηνωμένο Βασίλειο έγγραφα εμπίπτουν στον ορισμό αυτό, καθόσον περιέχουν τις «απόψεις» των αρχών του εν λόγω κράτους μέλους «για εσωτερική χρήση» της Επιτροπής «στο πλαίσιο προκαταρκτικών διαβουλεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και των προαναφερθεισών αρχών».

72      Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτημα του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι, κατά την άποψή της, το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 καλύπτει εξίσου τα έγγραφα που προέρχονται από τρίτες ως προς το οικείο θεσμικό όργανο οντότητες, δεδομένου ότι, καίτοι αποσκοπούν στην παροχή πληροφοριών, εκθέτουν, έστω εμμέσως, την άποψη του συντάκτη τους σχετικά με την ακρίβεια ή την συνάφεια των κρίσιμων πληροφοριών.

73      Οι όροι όμως που παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 δεν είναι δυνατόν να τύχουν τέτοιας διασταλτικής ερμηνείας. Πράγματι, πρώτον, το να θεωρείται ότι ένα έγγραφο προορίζεται για εσωτερική χρήση ενός θεσμικού οργάνου εξαιτίας και μόνον του γεγονότος ότι το όργανο αυτό είναι ο αποδέκτης του, θα είχε ως συνέπεια να καταστεί η εν λόγω προυπόθεση κενή περιεχομένου, δεδομένου ότι κάθε έγγραφο που λαμβάνει ένα θεσμικό όργανο θα πληρούσε τον όρο αυτό. Δεύτερον, η ερμηνεία στην οποία στηρίζεται η εκτιθέμενη στη ρητή απόφαση άποψη παραβλέπει το γεγονός ότι οι συζητήσεις ή οι προκαταρκτικές διαβουλεύσεις πρέπει, κατά την ίδια τη διάταξη, να πραγματοποιούνται «εντός του θεσμικού οργάνου». Εντούτοις, στη ρητή απόφαση, γίνεται μνεία περί διαβουλεύσεων μεταξύ της Επιτροπής και των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου, οι οποίες επομένως δεν πραγματοποιήθηκαν «εντός του θεσμικού οργάνου».

74      Οι σκέψεις αυτές, όχι μόνον δεν απορρέουν απλώς από γραμματική ερμηνεία, αλλά συμβαδίζουν με την αναφερθείσα στο ανωτέρω σημείο 68 αρχή, την οποία παραβλέπει η θέση την οποία η Επιτροπή υποστήριξε στη ρητή απόφαση και ανέπτυξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, οι σκέψεις αυτές εξασφαλίζουν την πρακτική αποτελεσματικότητα του πρώτου εδαφίου του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001 και, κατά συνέπεια, τη λογική περί υπάρξεως δύο χωριστών εδαφίων εντός της διατάξεως αυτής, εκ των οποίων το πρώτο αφορά την περίοδο μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας λήψεως αποφάσεως, το δε δεύτερο την μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας περίοδο.

75      Πράγματι, καταρχάς, το να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001 αφορά κάθε έγγραφο αποστελλόμενο σε θεσμικό όργανο από εξωτερικό αποστολέα, το οποίο περιέχει μία «γνώμη» υπό την ευρύτερη έννοια του όρου και ενδέχεται να συνεπάγεται απάντηση, και ότι τούτο αποτελεί συνολικά «διαβούλευση» υπό την έννοια της διατάξεως αυτής, θα είχε ως συνέπεια να αφορά το δεύτερο αυτό εδάφιο «έγγραφα» υπό μία έννοια τόσο ευρεία όσο και το πρώτο εδάφιο της ίδιας διατάξεως. Εν συνεχεία, δεδομένου ότι οι κατηγορίες αυτές εγγράφων ενδέχεται να προστατεύονται υπό παρόμοιες συνθήκες, τουτέστιν η δημοσιοποίησή τους θα έθιγε σοβαρά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων, το πρώτο εδάφιο θα καθίστατο περιττό, καθότι το δεύτερο καλύπτει την περίοδο τόσο πριν όσο και μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας.

76      Έγγραφα που αποστέλλονται σε θεσμικό όργανο από εξωτερικό πρόσωπο ή φορέα προκειμένου να αποτελέσουν το αντικείμενο ανταλλαγής απόψεων με το συγκεκριμένο θεσμικό όργανο δεν εμπίπτουν επομένως στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορούσε εγκύρως να επικαλεσθεί τη διάταξη αυτή προκειμένου να ζητήσει από την Επιτροπή να αρνηθεί την πρόσβαση στα επίμαχα έγγραφα. Πρέπει να προστεθεί ότι το γεγονός ότι, στην απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, το Δικαστήριο έκανε δεκτό ότι κράτος μέλος μπορεί να επικαλείται τις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1049/2001, ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα αυτό. Πράγματι, η παραπομπή στην παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής, στην οποία προβαίνει το Δικαστήριο στην εν λόγω απόφαση, μπορεί να εξηγηθεί από την ύπαρξη του πρώτου εδαφίου αυτής, το οποίο αφορά εξίσου τα έγγραφα που λαμβάνει θεσμικό όργανο.

77      Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προυπόθεση της σοβαρής προσβολής της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων του θεσμικού οργάνου δεν πληρούται στην υπό κρίση υπόθεση.

78      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η εξέταση που απαιτείται στο πλαίσιο της επεξεργασίας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πράγματι, αφενός, το γεγονός και μόνον ότι έγγραφο άπτεται κάποιου συμφέροντος που προστατεύεται από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Τέτοια εφαρμογή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί μόνον στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει κατά πόσον η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε ενδεχομένως κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον. Αφετέρου, προκειμένου να μπορεί να προβληθεί, ο κίνδυνος να θιγεί το προστατευόμενο συμφέρον πρέπει να είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 2009, Τ‑166/05, Borax Europe κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι τα επίμαχα έγγραφα προσκομίσθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο ως απάντηση στο έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Αυγούστου 2006, το οποίο απεστάλη στις αρχές του εν λόγω κράτους μέλους κατόπιν της υποβολής της καταγγελίας. Όπως προκύπτει από το σημείο 2, τέταρτο εδάφιο, της ρητής αποφάσεως, το Ηνωμένο Βασίλειο εκτιμά ότι η δημοσιοποίηση των εγγράφων αυτών θα έθιγε την καλόπιστή του συνεργασία με την Επιτροπή στο πλαίσιο εξετάσεως μίας καταγγελίας περί παραβάσεως του κοινοτικού δικαίου, καθόσον θα το εμπόδιζε να απαντά ειλικρινώς στις αιτήσεις της Επιτροπής. Το γεγονός αυτό θα εγκυμονούσε κινδύνους για τη διαδικασία λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής για παραβάσεις του κοινοτικού δικαίου.

80      Η εκτίμηση αυτή δεν ευσταθεί. Πράγματι, το να αναγνωρισθεί η ενδεχόμενη δήλωση κράτους μέλους, με την οποία αυτό εκδηλώνει την απροθυμία του να συνεργασθεί με το θεσμικό όργανο σε περίπτωση που το τελευταίο παράσχει πρόσβαση σε ένα έγγραφο, ως βάση σοβαρής προσβολής στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, θα είχε ως αποτέλεσμα την παροχή στα κράτη μέλη σχετικής διακριτικής ευχέρειας, ή, τουλάχιστον, την εξάρτηση της πολιτικής περί προσβάσεως στα έγγραφα που υλοποιεί ο κανονισμός αυτός από τις σχετικές εθνικές πολιτικές. Τούτο, όμως, δεν θα ήταν συμβατό ούτε προς το σύστημα προσβάσεως στα έγγραφα που καθιερώνει ο κανονισμός 1049/2001 (βλ., συναφώς, απόφαση Σουηδία κατά Επιτροπής, σκέψη 15 ανωτέρω, σκέψεις 58 και 65), ούτε προς την υποχρέωση καλόπιστης συνεργασίας με την Επιτροπή που υπέχουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ.

81      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 5, του κανονισμού 1049/2001 έχει την έννοια ότι κράτος μέλος δεν μπορεί να επικαλείται την απροθυμία του να συνεργασθεί με την Επιτροπή σε περίπτωση που έγγραφο δημοσιοποιείται δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, προκειμένου να θεμελιώσει εγκύρως σοβαρή προσβολή στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων του οικείου θεσμικού οργάνου.

82      Ως εκ τούτου, η ρητή απόφαση πρέπει να απορριφθεί όσον αφορά την άρνηση προσβάσεως στα έγγραφα της 5ης Σεπτεμβρίου 2006 και της 19ης Φεβρουαρίου 2007, πέραν του μέτρου στο οποίο αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στα δύο πρώτα παραρτήματα του εγγράφου της 19ης Φεβρουαρίου 2007, ως προς τα οποία προβλήθηκε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

 Επί του εγγράφου της Επιτροπής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

83      Ο προσφεύγων υπενθυμίζει ότι το γεγονός ότι έγγραφο αφορά δραστηριότητα επιθεωρήσεως ή έρευνας δεν μπορεί, από μόνο του, να είναι αρκετό ώστε να δικαιολογείται η εφαρμογή της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001. Η Επιτροπή οφείλει, επομένως, να αποδείξει, στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αποφάσεώς της, ότι η δημοσιοποίηση του συγκεκριμένου εγγράφου θα έθιγε κατά τρόπο βέβαιο και ευλόγως προβλέψιμο την προστασία των σκοπών των δραστηριοτήτων επιθεωρήσεως ή έρευνας.

84      Επιπλέον, η διάταξη που καθιερώνει την επικαλούμενη από την Επιτροπή εξαίρεση δεν αποσκοπεί στην προστασία των δραστηριοτήτων έρευνας αυτών καθαυτών, αλλά του σκοπού των εν λόγω δραστηριοτήτων, έτσι ώστε το αντικείμενο της προστασίας αυτής να μην μπορεί να θιγεί μετά την περάτωση της οικείας έρευνας.

85      Στην υπό κρίση όμως υπόθεση, η Επιτροπή δεν διευκρίνισε κατά ποιον τρόπο θα μπορούσε η δημοσιοποίηση του εγγράφου της 2ας Αυγούστου 2006 να οδηγήσει τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου να μην παράσχουν πληροφορίες στο πλαίσιο μίας διαδικασίας στην οποία τα κράτη μέλη οφείλουν να συνεργασθούν και η οποία, στην προκειμένη περίπτωση, είχε ήδη περατωθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πιθανότητα να ακυρώσει το Γενικό Δικαστήριο την απόφαση 2007/730 δεν μπορεί να θεωρείται παρά ως ένα υποθετικό, μελλοντικό και πιθανώς μακρινό γεγονός.

86      Εξάλλου, στη ρητή απόφαση η Επιτροπή μνημονεύειπληροφορίες που παρέσχε το κράτος μέλος, παρότι η επίμαχη επιστολή προέρχεται από αυτήν την ίδια. Τέλος, η Επιτροπή παρέβλεψε την ύπαρξη υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος που δικαιολογεί τη δημοσιοποίηση του επίμαχου εγγράφου και ανταποκρίνεται στην ανάγκη επιπλέον διαφάνειας και συμμετοχής του πολίτη στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, επικαλούμενη, όσον αφορά το έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2006, την εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, με αποτέλεσμα να πρέπει να ακυρωθεί η ρητή απόφαση.

87      Η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, των εγγράφων που περιλαμβάνονταν στην κοινοποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου στο πλαίσιο του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552 και, αφετέρου, των εγγράφων που της υποβλήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που κίνησε κατόπιν της καταθέσεως της καταγγελίας, που αποτελεί χωριστή διαδικασία από εκείνη της κοινοποιήσεως. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι η έρευνα σε σχέση με την οποία γίνεται επίκληση της εξαιρέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 είναι εκείνη του άρθρου 3α, παράγραφος 2, της οδηγίας 89/552. Επιπλέον, η Επιτροπή προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση του εγγράφου υπό το πρίσμα της επικληθείσας εξαιρέσεως και συμπέρανε, μέσω μίας επαρκούς και ορθής αιτιολογίας, ότι υφίσταται ευλόγως προβλέψιμος κίνδυνος προσβολής του σκοπού της συγκεκριμένης έρευνας. Ως προς τούτο, όπως εξετέθη στην ρητή απόφαση, τυχόν ακύρωση επί της ουσίας της αποφάσεως 2007/730 στο πλαίσιο των υποθέσεων T‑55/08, ΟΥΕΦΑ κατά Επιτροπής, και T‑66/08, ΦΙΦΑ κατά Επιτροπής, που εκκρεμούν ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, θα είχε ως αποτέλεσμα την εκ νέου κίνηση της διαδικασίας και την επαναξιολόγηση των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν πριν την έκδοση αυτής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που περιέχονται στα έγγραφα στα οποία δεν επετράπη η πρόσβαση.

88      Επιπλέον, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν βασίσθηκε στις εξαιρέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερη περίπτωση, και παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1049/2001, όσον αφορά το έγγραφο της 2ας Αυγούστου 2006.

89      Τέλος, η Επιτροπή απορρίπτει τόσο το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι δεν εξέτασε τη δυνατότητα παροχής μερικής προσβάσεως, επειδή προέβη σε εκτίμηση της εφαρμογής της εξαιρέσεως στο συγκεκριμένο μεμονωμένο έγγραφο, όσο και το επιχείρημα ότι παρέβλεψε υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την δημοσιοποίηση του εγγράφου της 2ας Αυγούστου 2006.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

90      Σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο του εγγράφου της 2ας Αυγούστου 2006, ο προσφεύγων επισημαίνει ένα absurdum αναφορικά με την περιεχόμενη στην ρητή απόφαση άποψη ότι το επίμαχο έγγραφο περιέχει πληροφορίες παρασχεθείσες από το Ηνωμένο Βασίλειο, ενώ πρόκειται για το πρώτο έγγραφο που απέστειλε η Επιτροπή μετά την κατάθεση της καταγγελίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από το σημείο 3.1 της ρητής αποφάσεως, η Επιτροπή δικαιολόγησε τη μη δημοσιοποίηση του εγγράφου αυτού με γνώμονα τον κίνδυνο να μην προτίθενται πλέον τα κράτη μέλη να συνεργάζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, εφόσον γνωρίζουν ότι οι πληροφορίες που διαβιβάζουν μπορούν να κοινοποιηθούν μεταγενέστερα σε τρίτους. Από το γράμμα, όμως, του επίμαχου εγγράφου, που προσκομίσθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο αποδεικτικών μέσων (βλ. σκέψεις 20 και 21 ανωτέρω) προκύπτει ότι το εν λόγω έγγραφο δεν περιέχει πληροφορίες προερχόμενες από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου. Το επίμαχο έγγραφο αποτελεί περίληψη της καταγγελίας και αποσκοπεί στο να ζητηθεί η γνώμη των αρχών του κράτους μέλους αυτού επί των ισχυρισμών της Infront WM. Η μόνη μνεία σε στοιχεία παρασχεθέντα από τις αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου αφορά ποσοστά τηλεθέασης, για τα οποία ασκήθηκε εντούτοις κριτική στην καταγγελία και τα οποία βρίσκονταν ήδη στην κατοχή του προσφεύγοντος ως συμβούλου της Infront WM (βλ. σκέψεις 5 και 6 ανωτέρω). Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος που προβάλλει η Επιτροπή στην ρητή απόφαση προς δικαιολόγηση της μη δημοσιοποιήσεως του επίμαχου εγγράφου δεν αντιστοιχεί στο περιεχόμενο του εγγράφου αυτού.

91      Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και αν δεν ληφθεί υπόψη το γεγονός αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιστάσεις τις οποίες προβάλλει η Επιτροπή στη ρητή απόφαση δεν επαρκούν προκειμένου να πληρωθούν οι προυποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

92      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή (βλ. σκέψη 87 ανωτέρω), η έρευνα ως προς την οποία γίνεται επίκληση της κρίσιμης εξαιρέσεως συνίσταται στη διαδικασία αξιολογήσεως της συμβατότητας των μέτρων που έλαβε το Ηνωμένο Βασίλειο προς το κοινοτικό δίκαιο στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552.

93      Η παρέμβαση, όμως, της Επιτροπής στη διαδικασία αυτή έχει ως σκοπό να εξακριβωθεί κατά πόσον μπορεί να ενεργοποιηθεί, στην υπό κρίση υπόθεση, ο προβλεπόμενος στην παράγραφο 3 της διατάξεως αυτής μηχανισμός, ο οποίος συνεπάγεται υποχρεώσεις για τα άλλα κράτη μέλη και συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Επιπλέον, το γεγονός ότι, κατόπιν της καταθέσεως της καταγγελίας, η Επιτροπή ζήτησε από τις αρχές του κράτους μέλους αυτού αποσαφηνίσεις και συμπληρωματικές πληροφορίες, οφείλεται προδήλως στο ότι αυτές της ήταν απαραίτητες για τους σκοπούς της εκτιμήσεώς της.

94      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εάν κράτος μέλος δεν προτίθεται να διαβιβάσει στην Επιτροπή τα απαραίτητα για τους σκοπούς της εκτιμήσεως αυτής έγγραφα, διότι αντιτάσσεται στην εκ μέρους της Επιτροπής ενδεχόμενη δημοσιοποίησή τους σε τρίτους δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, η μόνη συνέπεια είναι ότι το θεσμικό όργανο δεν θα προβεί, στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, στην εκτίμηση της συμβατότητας των μέτρων προς το κοινοτικό δίκαιο και ότι θα εφαρμοσθεί πλήρως το πρωτογενές δίκαιο. Πρέπει συναφώς να προστεθεί ότι, στο πλαίσιο του άρθρου 3α της οδηγίας 89/552, η Επιτροπή δεν υλοποιεί μία πολιτική της Ένωσης στον τομέα της προσβάσεως του κοινού σε εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία, αλλά περιορίζεται στο να προσφέρει ένα εργαλείο κατά της καταστρατηγήσεως ενδεχόμενων σχετικών εθνικών μέτρων, οσάκις αυτά, είναι σύμφωνα προς το κοινοτικό δίκαιο, Επιπλέον, τα κράτη μέλη μπορούν αυτοβούλως να αποφασίζουν κατά πόσον επιθυμούν να εφαρμόσουν μία πολιτική στον τομέα των εκδηλώσεων μείζονος σημασίας για την κοινωνία τους, όπως αποδεικνύει η χρήση της λέξεως «μπορεί» στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, της οδηγίας 89/552.

95      Συνεπώς, ο σκοπός της έρευνας της Επιτροπής δεν είναι να παράσχει πρόσβαση σε εκδηλώσεις μείζονος σημασίας για την κοινωνία σε δωρεάν τηλεοπτικό πρόγραμμα, αλλά να διασφαλίσει την τήρηση του κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση που κράτος μέλος επιθυμεί να χρησιμοποιήσει τον μηχανισμό αμοιβαίας αναγνωρίσεως των μέτρων που λαμβάνει στο πλαίσιο μίας σχετικής πολιτικής. Ο σκοπός τηρήσεως του κοινοτικού δικαίου δεν διακυβεύεται σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν προτίθεται να συνεργασθεί στο πλαίσιο αξιολογήσεως της συμβατότητας των μέτρων που λαμβάνει ή σκοπεύει να λάβει προς το κοινοτικό δίκαιο. Πράγματι, σε μία τέτοια περίπτωση, τα μέτρα αυτά δεν θα εξετασθούν από την Επιτροπή, δε θα τύχουν αμοιβαίας αναγνωρίσεως και θα εφαρμοσθεί πλήρως η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, την οποία εγγυάται το πρωτογενές δίκαιο.

96      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, επικαλούμενη το άρθρο 4, παράγραφος 2, τρίτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001 προκειμένου να αρνηθεί τη δημοσιοποίηση του εγγράφου της 2ας Αυγούστου 2006 στον προσφεύγοντα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο.

97      Η ρητή απόφαση πρέπει, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί, πέραν του μέτρου στο οποίο αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στα δύο πρώτα παραρτήματα του εγγράφου της 19ης Φεβρουαρίου 2007, ως προς τα οποία προβλήθηκε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε όσον αφορά το ουσιώδες μέρος των αιτημάτων της, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του προσφεύγοντος, εξαιρουμένων των εξόδων αυτού που οφείλονται στην παρέμβαση του Ηνωμένου Βασιλείου. Στο πλαίσιο αυτό, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει επίσης να καταδικασθεί στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων λόγω της παρεμβάσεώς του, σύμφωνα με το αίτημα του προσφεύγοντος.

99      Το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βασίλειο της Δανίας φέρουν τα έξοδά τους, σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει ως απαράδεκτη την προσφυγή κατά της σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως που θεωρείται ότι εκδόθηκε στις 9 Απριλίου 2008.

2)      Ακυρώνει την απόφαση του Γενικού Γραμματέα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 16ης Μαΐου 2008, πέραν του μέτρου στο οποίο αφορά τα στοιχεία που περιέχονται στα δύο πρώτα παραρτήματα του εγγράφου της 19ης Φεβρουαρίου 2007, ως προς τα οποία προβλήθηκε η εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 1049/2001.

3)      Η Επιτροπή φέρει, εκτός των εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Edward William Batchelor.

4)      Το Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας φέρει τα έξοδά του, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο E. W. Batchelor λόγω της παρεμβάσεως του.

5)      Το Βασίλειο της Δανίας φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 24 Μαΐου 2011.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.