Language of document :

Προσφυγή-αγωγή της 8ης Μαρτίου 2024 – AF κατά Συμβουλίου

(Υπόθεση T-154/24)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα-ενάγουσα: AF (εκπρόσωποι: A. Guillerme και F. Patuelli, δικηγόροι)

Καθού-εναγόμενο: Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Αιτήματα

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την τελική έκθεση αξιολόγησής της για το έτος 2022·

να υποχρεώσει το καθού-εναγόμενο να της καταβάλει αποζημίωση λόγω της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη, εξαιτίας της χαμηλότερης βαθμολογίας που έλαβε σε σχέση με το παρελθόν καθώς και της αδικαιολόγητα χαμηλής αυτής βαθμολογίας, αποζημίωση υπολογιζόμενη προσωρινώς ex aequo et bono σε 30 000 ευρώ, υπό την επιφύλαξη αύξησης κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και·νομιμοτόκως, από την έκδοση της απόφασης μέχρι την πλήρη αποπληρωμή, με το επιτόκιο που εφαρμόζεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στις κύριες πράξεις αναχρηματοδότησης, προσαυξημένο κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες;

να καταδικάσει το καθού-εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής της η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει τρεις ισχυρισμούς.

Με τον πρώτο ισχυρισμό προβάλλεται ότι η έκθεση αξιολόγησής της για το έτος 2022 βασίζεται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά.

Επ’ αυτού, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η έκθεση αξιολόγησής της της για το έτος 2022 στηρίζεται σε ψευδείς ή ανακριβείς ισχυρισμούς για να δικαιολογηθεί η βαθμολογία της. Βάσει των στοιχείων που προσκόμισε η ίδια, οι εκτιμήσεις των αξιολογητών που περιλαμβάνονται στην έκθεση αξιολόγησής της φαίνεται να στηρίζονται σε πλείονα ανακριβή πραγματικά περιστατικά.

Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ότι η τελική έκθεση αξιολόγησης ενέχει πλείονα πρόδηλα σφάλματα εκτίμησης.

Βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα-ενάγουσα, τα συμπεράσματα των αξιολογητών δεν μπορούν να θεωρηθούν ακριβή ή συνεπή. Πράγματι, δεν είναι ευλογοφανή, ιδίως όσον αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίστηκαν για να δικαιολογηθεί η χαμηλή βαθμολογία της.

Με τον τρίτο λόγο προβάλλεται προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως της προσφεύγουσας-ενάγουσας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα στερήθηκε τη δυνατότητα να λάβει γνώση και να απαντήσει στις προβαλλόμενες ειδικές περιστάσεις που οδήγησαν τους αξιολογητές να τη βαθμολογήσουν χαμηλότερα σε σχέση με το παρελθόν. Στην αντίθετη περίπτωση, θα ήταν σε θέση να αποδείξει, όπως αναφέρεται στον δεύτερο ισχυρισμό της, ότι τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά ήταν όλως αναληθή και θα έπειθε τους αξιολογητές της να βελτιώσουν τη βαθμολογία της πριν την οριστικοποιήσουν.

____________