Language of document : ECLI:EU:T:2019:527

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2019 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Καθεστώς ενισχύσεων που εφάρμοσε η Γαλλία μεταξύ 1994 και 2008 – Επιδοτήσεις επενδύσεων που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια Île‑de‑France – Απόφαση κηρύσσουσα το καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά – Έννοια των όρων “υφιστάμενη ενίσχυση” και “νέα ενίσχυση” – Άρθρο 107 ΣΛΕΕ – Άρθρο 108 ΣΛΕΕ – Άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημεία i και v, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 – Προθεσμία παραγραφής – Άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589»

Στην υπόθεση T‑330/17,

Ceobus, με έδρα το Génicourt (Γαλλία), και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενες αρχικώς από τον D. de Combles de Nayves, στη συνέχεια, από τον F. Segalen, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την L. Armati, την C. Georgieva-Kecsmar και τον T. Maxian Rusche,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, με αίτημα τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1470 της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων SA.26763 2014/C (πρώην 2012/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία στην Περιφέρεια Île‑de‑France (ΕΕ 2017, L 209, σ. 24),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, V. Valančius και U. Öberg (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την υπό κρίση προσφυγή, οι προσφεύγουσες, Ceobus και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2017/1470 της Επιτροπής, της 2ας Φεβρουαρίου 2017, σχετικά με τα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων SA.26763 2014/C (πρώην 2012/NN) που εφάρμοσε η Γαλλία υπέρ των επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία στην Περιφέρεια Île‑de‑France (ΕΕ 2017, L 209, σ. 24, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

2        Οι προσφεύγουσες είναι επιχειρήσεις γαλλικού δικαίου και δραστηριοποιούνται εντός της Περιφέρειας Île‑de‑France (Γαλλία, στο εξής: Περιφέρεια), όπου εκμεταλλεύονται δίκτυα οδικών επιβατικών μεταφορών.

3        Στις 20 Οκτωβρίου 1994 το περιφερειακό συμβούλιο του Île‑de‑France εξέδωσε την απόφαση CR 34‑94, σχετικά με ενίσχυση προς βελτίωση των υπηρεσιών οδικών μεταφορών που παρέχονται από ιδιωτικές επιχειρήσεις ή εκτελούνται με αυτεπιστασία, με σκοπό την ανανέωση σειράς μέτρων ενισχύσεων που είχαν εφαρμοσθεί προηγουμένως υπέρ των εν λόγω επιχειρήσεων. Ακολούθησαν δύο αποφάσεις, οι CR 44‑98 και CR 47‑01 (στο εξής, από κοινού με την απόφαση CR 34‑94: επίμαχες αποφάσεις), αντιστοίχως το 1998 και το 2001, προτού καταργηθεί το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων το 2008.

4        Κατ’ εφαρμογήν των επίμαχων αποφάσεων, η Περιφέρεια χορηγούσε οικονομικές ενισχύσεις σε υπαγόμενες σε αυτήν δημόσιες αρχές οι οποίες είχαν συνάψει συμβάσεις εκμεταλλεύσεως τακτικών γραμμών λεωφορείων με ιδιωτικές επιχειρήσεις που εκτελούσαν τακτικές οδικές μεταφορές ή εκμεταλλεύονταν τις γραμμές αυτές απευθείας με αυτεπιστασία. Οι δημόσιες αρχές κατέβαλλαν εν συνεχεία τις εν λόγω ενισχύσεις στις προμνησθείσες επιχειρήσεις μεταφορών (στο εξής: τελικοί δικαιούχοι).

5        Οι ενισχύσεις χορηγούνταν υπό τη μορφή επιχορηγήσεων επενδύσεων και αποσκοπούσαν στην ενθάρρυνση της αγοράς νέων οχημάτων και της εγκαταστάσεως νέου εξοπλισμού από τους τελικούς δικαιούχους, με σκοπό τη βελτίωση της προσφοράς μεταφορών και την αντιμετώπιση των εξωτερικών αρνητικών συνεπειών που είχε η ιδιαιτέρως πυκνή οδική κυκλοφορία στο δίκτυο της Περιφέρειας.

6        Σύμφωνα με τις γαλλικές αρχές, 135 επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων όλες οι προσφεύγουσες, έλαβαν ενισχύσεις από την Περιφέρεια μεταξύ 1994 και 2008. Η χρήση των ενισχύσεων ρυθμιζόταν διά τροποποιητικών συμφώνων των συμβάσεων εκμεταλλεύσεως που συνάπτονταν μεταξύ των δημοσίων αρχών και των τελικών δικαιούχων. Τα τροποποιητικά σύμφωνα προσυπογράφονταν από τον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου του Île‑de‑France και παρείχαν περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τις υποχρεώσεις που υπείχαν οι τελικοί δικαιούχοι ως αντιπαροχή για την καταβολή των ενισχύσεων.

7        Στις 17 Οκτωβρίου 2008 υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή καταγγελία σχετικά με ενδεχομένως παράνομα καθεστώτα κρατικών ενισχύσεων τα οποία συνίσταντο σε μέτρα στηρίξεως που είχαν εφαρμόσει υπέρ ορισμένων επιχειρήσεων μεταφορών με λεωφορεία η Περιφέρεια στην περιοχή αρμοδιότητάς της κατά την περίοδο 1994 έως 2008 και το Syndicat des transports d’ Île‑de‑France (σωματείο μεταφορών της Περιφέρειας Île‑de‑France, στο εξής: STIF, Γαλλία) από το 2008 και μετά.

8        Με έγγραφο της 11ης Μαρτίου 2014, η Επιτροπή κοινοποίησε στη Γαλλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Με τη δημοσίευση της αποφάσεως αυτής στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2014, C 141, σ. 38), η Επιτροπή κάλεσε τα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των επίμαχων μέτρων.

9        Στις 30 Απριλίου 2014 η Γαλλική Δημοκρατία διαβίβασε τις παρατηρήσεις της στην Επιτροπή. Όλες οι παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν από τα ενδιαφερόμενα μέρη κοινοποιήθηκαν στη Γαλλική Δημοκρατία, η οποία δεν προέβη σε κανένα σχόλιο.

10      Στις 21 Ιουνίου 2016 περιήλθε στην Επιτροπή κοινό σημείωμα με το οποίο τέσσερα από τα επτά ενδιαφερόμενα μέρη διευκρίνιζαν τη θέση τους κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2015, Επιτροπή κατά Andersen (C‑303/13 P, EU:C:2015:647). Στις 9 Νοεμβρίου 2016 η Περιφέρεια, ως ενδιαφερόμενο μέρος, συμπλήρωσε τις παρατηρήσεις της.

11      Στις 2 Φεβρουαρίου 2017 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και περάτωσε την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

12      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έκρινε ειδικότερα ότι οι επιδοτήσεις επενδύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων από την Περιφέρεια κατά το διάστημα 1994‑2008 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, οι οποίες δεν είχαν επηρεάσει τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών κατά τρόπο αντίθετο προς το κοινό συμφέρον και ήταν, ως εκ τούτου, συμβατές με την εσωτερική αγορά κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Κατέληξε, ωστόσο, στο συμπέρασμα ότι, εφόσον οι ενισχύσεις αυτές δεν είχαν κοινοποιηθεί και έπρεπε να χαρακτηρισθούν ως «νέα ενίσχυση», είχαν τεθεί παρανόμως σε εφαρμογή, κατά παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

13      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει τα εξής:

«Άρθρο 1

Το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόστηκε παράνομα από τη [Γαλλική Δημοκρατία] μεταξύ του 1994 και του 2008, υπό μορφή επιδοτήσεων επενδύσεων οι οποίες χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια Île‑de‑France στο πλαίσιο των αποφάσεων CR 34‑94, CR 44‑98 και CR 47‑01, είναι συμβατό με την εσωτερική αγορά.

[…]

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

II.    Η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων

14      Τον Μάιο του 2004, το Syndicat autonome des transporteurs de voyageurs (αυτόνομο σωματείο μεταφορέων επιβατών, στο εξής: SATV) ζήτησε από τον πρόεδρο του περιφερειακού συμβουλίου του Île‑de‑France να καταργήσει τις επίμαχες αποφάσεις. Μετά την απόρριψη του ανωτέρω αιτήματος, το SATV, στις 17 Ιουνίου 2004, άσκησε ενώπιον του tribunal administratif de Paris (διοικητικού πρωτοδικείου Παρισιού, Γαλλία) προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του προέδρου του περιφερειακού συμβουλίου του Île‑de‑France.

15      Με την υπ’ αριθ. 0417015 απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, το tribunal administratif de Paris (διοικητικό πρωτοδικείο Παρισιού) έκανε δεκτή την προσφυγή του SATV και διέταξε την Περιφέρεια να υποβάλει στο περιφερειακό συμβούλιο του Île‑de‑France νέα απόφαση, με το σκεπτικό ότι το εφαρμοσθέν βάσει των επίμαχων αποφάσεων σύστημα ενισχύσεων δεν είχε κοινοποιηθεί στην Επιτροπή. Επιπλέον, το tribunal administratif de Paris (διοικητικό πρωτοδικείο Παρισιού) διέταξε την Περιφέρεια να προβεί στην κατάργηση των επίμαχων αποφάσεων.

16      Η Περιφέρεια κατήργησε τις επίμαχες αποφάσεις με την απόφαση CR 80‑08, της 16ης Οκτωβρίου 2008, ενώ άσκησε παράλληλα έφεση κατά της ανωτέρω δικαστικής αποφάσεως.

17      Με την υπ’ αριθ. 08PA04753 απόφαση της 12ης Ιουλίου 2010, το cour administrative d’appel de Paris (διοικητικό εφετείο Παρισιού, Γαλλία) επικύρωσε την υπ’ αριθ. 0417015 απόφαση του tribunal administratif de Paris (διοικητικού πρωτοδικείου Παρισιού) της 10ης Ιουλίου 2008. Η Περιφέρεια άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας, Γαλλία). Με την υπ’ αριθ. 343440 απόφαση της 23ης Ιουλίου 2012, το Conseil d’État απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως.

18      Τον Φεβρουάριο του 2015 οι προσφεύγουσες άσκησαν τριτανακοπή κατά της αποφάσεως του cour administrative d’appel de Paris (διοικητικού εφετείου Παρισιού) της 12ης Ιουλίου 2010.

19      Μετά την απόρριψη της τριτανακοπής από το cour administrative d’appel de Paris (διοικητικό εφετείο Παρισιού) στις 27 Νοεμβρίου 2015 (απόφαση υπ’ αριθ. 15PA00777), οι προσφεύγουσες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της υπό κρίση προσφυγής.

20      Κατόπιν νέας προσφυγής που άσκησε το SATV στις 27 Οκτωβρίου 2008, το tribunal administratif de Paris (διοικητικό πρωτοδικείο Παρισιού), με την υπ’ αριθ. 0817138 απόφαση της 4ης Ιουνίου 2013, διέταξε την Περιφέρεια να εκδώσει εκτελεστούς τίτλους ώστε να καταστεί δυνατή η ανάκτηση των ενισχύσεων που είχαν καταβληθεί βάσει των επίμαχων αποφάσεων. Στις 27 Νοεμβρίου 2015 το cour administrative d’appel de Paris (διοικητικό εφετείο Παρισιού) απέρριψε την προσφυγή της Περιφέρειας κατά της εν λόγω αποφάσεως (απόφαση υπ’ αριθ. 13PA03172). Η Περιφέρεια άσκησε αναίρεση ενώπιον του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), η οποία εκκρεμούσε ακόμη κατά την ημερομηνία καταθέσεως του δικογράφου της υπό κρίση προσφυγής.

III. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 16 Μαΐου 2017, οι προσφεύγουσες άσκησαν, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, την υπό κρίση προσφυγή με αίτημα τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

22      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέτρο που με αυτήν διαπιστώνεται ότι το καθεστώς ενισχύσεων που εφαρμόσθηκε στο πλαίσιο των αποφάσεων CR 34‑94, CR 44‑98 και CR 47‑01 συνιστά νέο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο «εφαρμόστηκε παράνομα» και, επικουρικώς, κατά το μέτρο που με αυτήν διαπιστώνεται ότι η παραγραφή καλύπτει μόνον τις επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν πριν από τον Μάιο του 1994.

23      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κηρύξει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

IV.    Σκεπτικό

1.      Επί του παραδεκτού

24      Η Επιτροπή, χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο βάσει του άρθρου 130, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ζητεί να απορριφθεί η προσφυγή ως απαράδεκτη λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποιήσεως και εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών.

25      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή, καθόσον νομιμοποιούνται ενεργητικά και έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την προσβαλλόμενη απόφαση.

26      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να εκτιμήσει εάν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2015, Brouillard κατά Δικαστηρίου, T‑420/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:633, σκέψη 18).

27      Υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, πρέπει να εξετάσει ευθύς εξ αρχής το βάσιμο της προσφυγής, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί του παραδεκτού της.

2.      Επί της ουσίας

28      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται, αφενός, παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημεία i και v, του κανονισμού (ΕΕ) 2015/1589 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2015, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 108 ΣΛΕΕ (ΕΕ 2015, L 249, σ. 9), καθόσον η Επιτροπή κακώς έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων μεταξύ 1994 και 2008 ήταν νέες ενισχύσεις οι οποίες, ελλείψει κοινοποιήσεως, ετέθησαν παρανόμως σε εφαρμογή. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αφορά παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, καθόσον η Επιτροπή κατέληξε εσφαλμένως στην προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι είχαν παραγραφεί μόνον οι αξιώσεις σε σχέση με τις ενισχύσεις εκείνες που είχαν καταβληθεί στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων πριν από τον Μάιο του 1994.

1.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 108, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημεία i και v, του κανονισμού 2015/1589

1)      Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως

29      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι, εν μέρει, απαράδεκτος, καθότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σε σχέση με παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589 δεν προβλήθηκαν στο πλαίσιο των σχετικών με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εθνικών διαδικασιών και, εν μέρει, αλυσιτελής, στον βαθμό που τα ίδια αυτά επιχειρήματα δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων, αναφορικά με το επίμαχο καθεστώς, ότι επρόκειτο για νέο καθεστώς ενισχύσεων.

30      Οι προσφεύγουσες αντικρούουν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

31      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, αντιθέτως προς ό,τι υποστήριξε η Επιτροπή στα δικόγραφά της, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να εκτιμήσει αν οι λόγοι ή τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενώπιόν του αποτελούν ή όχι αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως ή άλλης ένδικης διαδικασίας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, αρκεί η ασκηθείσα ενώπιον του δικαστή της Ένωσης προσφυγή ακυρώσεως να μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την ασκεί, η δε ακύρωση της πράξεως να μπορεί, αφ’ εαυτής, να έχει έννομες συνέπειες για αυτόν (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, εφόσον μια ενίσχυση έχει χορηγηθεί παρανόμως, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να αντλήσουν όλες τις σχετικές έννομες συνέπειες, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο (πρβλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2005, Xunta de Galicia, C‑71/04, EU:C:2005:493, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

33      Επομένως, ακόμη και αν το ζήτημα του κατά πόσον το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν νέο ή υφιστάμενο δεν τέθηκε στο πλαίσιο των εκκρεμών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαδικασιών, η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως βάσει του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δύναται να έχει έννομες συνέπειες για τις προσφεύγουσες και να τις ωφελήσει, καθόσον το αποτέλεσμά της θα είναι να απαλλάξει τα εθνικά δικαστήρια από την υποχρέωση που υπέχουν βάσει του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

34      Ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός. Επιπλέον, στον βαθμό που, σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 32 ανωτέρω, τα εθνικά δικαστήρια, στο πλαίσιο της υποχρεώσεώς τους να αντλούν όλες τις έννομες συνέπειες από τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, θα ήταν ενδεχομένως αναγκασμένα να θέσουν υπό αμφισβήτηση τα συμπεράσματα στα οποία είχαν προηγουμένως καταλήξει, σε σχέση με το κρίσιμο καθεστώς ενισχύσεων, με αποφάσεις προγενέστερες της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματα με τα οποία η Επιτροπή επιδιώκει να διαπιστωθεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι αλυσιτελής πρέπει να απορριφθούν.

2)      Επί του βασίμου του πρώτου λόγου ακυρώσεως

35      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή χαρακτήρισε εσφαλμένως στην προσβαλλόμενη απόφαση τις επιδοτήσεις επενδύσεων που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια μεταξύ 1994 και 2008 ως νέο καθεστώς ενισχύσεων.

36      Προς στήριξη των ισχυρισμών τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο κύριες αιτιάσεις. Πρώτον, διατείνονται ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πρέπει να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589, καθότι η δυνατότητα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης να χορηγούν επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις δημοσίων επιβατικών οδικών μεταφορών προβλέφθηκε με το άρθρο 19 του décret nº 49-1473, du 14 novembre 1949, relatif à la coordination et à l’harmonisation des transports ferroviaires et routiers (διατάγματος αριθ. 49-1473, της 14ης Νοεμβρίου 1949, για τον συντονισμό και την εναρμόνιση των σιδηροδρομικών και οδικών μεταφορών) (JORF της 15ης Νοεμβρίου 1949, σ. 11104, στο εξής: διάταγμα του 1949), πριν από την έναρξη ισχύος στη Γαλλία, την 1η Ιανουαρίου 1958, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητος (νυν Συνθήκης ΛΕΕ). Δεύτερον, φρονούν ότι, εφόσον οι αγορές δημοσίων μεταφορών των κρατών μελών της Ένωσης ήταν κλειστές στον ανταγωνισμό έως το 1995 –χρονολογία του ανοίγματος των εν λόγω αγορών σύμφωνα με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415)–, η Επιτροπή δεν μπορούσε να θεωρήσει ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων συνιστούσαν ήδη ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ κατά τη στιγμή της θεσπίσεώς τους και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατόν να αποτελούν υφιστάμενες ενισχύσεις βάσει του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589.

1)      Επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589

37      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αποτελεί υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, το οποίο έχει ως νομική βάση το διάταγμα του 1949 και θεσπίστηκε σε χρόνο προγενέστερο της ενάρξεως ισχύος στη Γαλλία της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, την 1η Ιανουαρίου 1958. Υπενθυμίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589, οι ενισχύσεις που θεσπίστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος της Συνθήκης ΛΕΕ στο συγκεκριμένο κράτος μέλος θεωρούνται υφιστάμενες ενισχύσεις

38      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών. Υπενθυμίζει ότι στην αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το διάταγμα του 1949 δεν καθόριζε καμία από τις βασικές παραμέτρους του επίμαχου καθεστώτος, ήτοι τη διάρκειά του, τον προϋπολογισμό του, τους δικαιούχους του, τη φύση των επιλέξιμων για επιδότηση περιουσιακών στοιχείων και το ποσοστό επιδοτήσεως, όπως επίσης ότι δεν παρείχε κανένα δικαίωμα προς λήψη επιδοτήσεων.

39      Το διάταγμα του 1949 προέβλεπε τα εξής:

«Άρθρο 2

Οι υπηρεσίες επιβατικών μεταφορών που υπόκεινται σε μέτρα συντονισμού και εναρμονίσεως κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 7 του νόμου της 5ης Ιουλίου 1949 είναι οι ακόλουθες:

[…]

2. Οι υπηρεσίες δημόσιων οδικών επιβατικών μεταφορών που απαριθμούνται κάτωθι […]:

Οι τακτικές γραμμές, συμπεριλαμβανομένων των εποχικών και περιοδικών γραμμών […]·

Οι έκτακτες γραμμές, δηλαδή εκείνες που, μολονότι πραγματοποιούνται κατά παραγγελία, ανταποκρίνονται στις γενικές ανάγκες του κοινού, ανανεώνονται δε ανά διαστήματα ετησίως […]

Άρθρο 19

Οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης μπορεί να επιδοτεί υπηρεσία οδικών μεταφορών συνάπτοντας με επιχείρηση σύμβαση η οποία καθορίζει τις υποχρεώσεις που η τελευταία υπέχει επιπροσθέτως εκείνων που απορρέουν από τον κανονισμό λειτουργίας της.

Το τιμολόγιο που καταρτίζεται σύμφωνα με την ανωτέρω σύμβαση πρέπει να συνάδει προς όλους τους κανόνες που περιέχουν τα προηγούμενα άρθρα.»

40      Όσον αφορά το ζήτημα αν οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων βασίζονται στο διάταγμα του 1949, πρώτον, οι όροι χορηγήσεως των επιδοτήσεων που προβλέπονται από το διάταγμα του 1949 διαφέρουν από τους όρους χορηγήσεως των επιδοτήσεων που χορηγούνται δυνάμει της αποφάσεως CR 34-94. Όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αποφάσεως CR 34‑94, οι επιδοτήσεις επενδύσεων χορηγούνταν από την Περιφέρεια στις δημόσιες αρχές προτού αποδοθούν στους τελικούς δικαιούχους. Τέτοιο σύστημα αποδόσεως δεν υπήρχε στο πλαίσιο του διατάγματος του 1949

41      Δεύτερον, από την υπ’ αριθ. 343440 απόφαση του Conseil d’État (Συμβουλίου της Επικρατείας), της 23ης Ιουλίου 2012, προκύπτει, επιπλέον, ότι οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν βάσει της αποφάσεως CR 34‑94 αφορούσαν αποκλειστικώς τη διευκόλυνση της αγοράς εξοπλισμού από τις επιχειρήσεις δημοσίων μεταφορών του Île‑de‑France, χωρίς το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων να έχει ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την επιβολή, ως αντάλλαγμα, τιμολογιακών υποχρεώσεων στους τελικούς δικαιούχους. Τούτο δεν συνέτρεχε στην περίπτωση του άρθρου 19 του διατάγματος του 1949, το οποίο, ενώ προέβλεπε, εν γένει, τη δυνατότητα των γαλλικών οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης να συνάπτουν συμβάσεις επιδοτήσεων με τις ίδιες αυτές επιχειρήσεις, αφορούσε τον έλεγχο των εφαρμοζόμενων τιμολογίων. Το άρθρο 11 του εν λόγω διατάγματος όριζε, συγκεκριμένα, ότι, «για τις υπηρεσίες για τις οποίες υπάρχει σύμβαση με οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης, τα τιμολόγια καθορίζονται […] σύμφωνα με τη σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ της επιχειρήσεως και του οργανισμού που καταβάλλει την επιδότηση».

42      Τρίτον, οι επίμαχες αποφάσεις δεν περιείχαν καμία αναφορά στο διάταγμα του 1949. Οι αποφάσεις αυτές ανέφεραν απλώς και μόνον τον code général des collectivités territoriales (γενικό κώδικα των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης), τον loi no 82-1153, du 30 décembre 1982, d’orientation des transports intérieurs (νόμο αριθ. 82‑1153 της 30ής Δεκεμβρίου 1982, για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές) (JORF της 31ης Δεκεμβρίου 1982, σ. 4004) και διάφορες προγενέστερες αποφάσεις και διατάγματα που εκδόθηκαν βάσει του εθνικού δικαίου, μεταξύ των οποίων δεν περιλαμβανόταν το διάταγμα του 1949.

43      Τέταρτον, οι επίμαχες αποφάσεις εντάσσονταν εντός ειδικού νομοθετικού πλαισίου, σχετικού με την οργάνωση των μεταφορών στο Île‑de‑France, το οποίο διευκρινίσθηκε για πρώτη φορά με την ordonnance no 59-151, du 7 janvier 1959, relative à l’organisation des transports de voyageurs dans la région parisienne) (διάταξη αριθ. 59‑151, της 7ης Ιανουαρίου 1959, σχετικά με την οργάνωση των επιβατικών μεταφορών στην περιφέρεια του Παρισιού) (JORF της 10ης Ιανουαρίου 1959, σ. 696), σχεδόν δέκα έτη μετά την έκδοση του διατάγματος του 1949.

44      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το διάταγμα του 1949 δεν αποτελούσε τη νομική βάση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

45      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ώστε να αποδειχθεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πρέπει να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων βάσει του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589

46      Ως εκ τούτου, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο i, του κανονισμού 2015/1589 πρέπει να απορριφθεί.

2)      Επί της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589

47      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589, διότι δεν έκρινε στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ενισχύσεις που χορηγήθηκαν από την Περιφέρεια συνιστούσαν υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων βάσει της εν λόγω διατάξεως. Συναφώς, υποστηρίζουν ιδίως ότι, εφόσον οι αγορές δημοσίων μεταφορών των κρατών μελών της Ένωσης δεν ήταν ανοικτές στον ανταγωνισμό μέχρι το 1995, χρονολογία κατά την οποία άνοιξαν οι εν λόγω αγορές σύμφωνα με την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), οι επιδοτήσεις που χορηγήθηκαν βάσει των επίμαχων αποφάσεων δεν μπορούσαν να συνιστούν καθεστώς ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όταν χορηγήθηκαν για πρώτη φορά. Κατά τις προσφεύγουσες, ακόμη και αν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν θεσπίστηκε το 1949, εν πάση περιπτώσει, θεσπίστηκε το 1984 και έκτοτε δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς.

48      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως διαπίστωσε το tribunal administratif de Paris (διοικητικό πρωτοδικείο Παρισιού) στην υπ’ αριθ. 0417015 απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, οι τελικοί δικαιούχοι δραστηριοποιούνταν τόσο στην αγορά των τακτικών επιβατικών μεταφορών όσο και στην αγορά των εκτάκτων επιβατικών μεταφορών. Πλην όμως, η αγορά των εκτάκτων επιβατικών μεταφορών είχε ελευθερωθεί ήδη το 1979. Επομένως, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων μπορούσε να επηρεάσει τον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών μελών στην αγορά αυτή, ανεξαρτήτως του χρόνου θεσπίσεώς του, εφόσον αυτή χρονολογείται μεταξύ 1979 και 2008.

49      Η Επιτροπή προσθέτει ότι η ημερομηνία που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη για το άνοιγμα της αγοράς των τακτικών επιβατικών μεταφορών είναι εκείνη της ενάρξεως ισχύος του loi no 93-122, du 29 janvier 1993, relative à la prévention de la corruption et à la transparence de la vie économique et des procédures publiques (νόμου αριθ. 93-122, της 29ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με την πρόληψη της διαφθοράς και τη διαφάνεια της οικονομικής ζωής και των δημόσιων διαδικασιών) (JORF της 30ής Ιανουαρίου 1993, σ. 1588, στο εξής: νόμος Sapin), ο οποίος επέτρεψε σε επενδυτές και σε φορείς εκμεταλλεύσεως να εισέλθουν στη γαλλική αγορά και μετέφερε στη γαλλική έννομη τάξη την οδηγία 93/38/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 1993, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιών (ΕΕ 1993, L 199, σ. 84).

50      Κατά την Επιτροπή, το γεγονός ότι από την απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (C‑280/00, EU:C:2003:415), προκύπτει ότι ορισμένα κράτη μέλη άνοιξαν τις αγορές τους στον ανταγωνισμό το 1995 δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να άνοιξε η Γαλλία τη δική της αγορά ήδη από το 1993.

51      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, κατά το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589, ως υφιστάμενη ενίσχυση νοείται κάθε ενίσχυση η οποία όταν τέθηκε σε ισχύ δεν αποτελούσε ενίσχυση, αλλά στη συνέχεια έγινε ενίσχυση λόγω της εξελίξεως της εσωτερικής αγοράς και χωρίς να μεταβληθεί από το κράτος μέλος. Αντιθέτως, τα μέτρα που μετατρέπονται σε ενισχύσεις λόγω της ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας από τη νομοθεσία της Ένωσης δεν θεωρούνται ως υφιστάμενη ενίσχυση μετά την ταχθείσα ημερομηνία ελευθερώσεως.

52      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια της «εξέλιξης της εσωτερικής αγοράς», στο άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589, μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε μεταβολή του οικονομικού και νομικού πλαισίου στον τομέα τον οποίο αφορά το επίμαχο μέτρο. Μια τέτοια μεταβολή μπορεί να προκύπτει, ειδικότερα, από την ελευθέρωση μιας αρχικώς κλειστής στον ανταγωνισμό αγοράς (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψη 188).

53      Σύμφωνα με το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589, η ημερομηνία της βάσει του δικαίου της Ένωσης ελευθερώσεως μιας δραστηριότητας πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον προκειμένου να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο, μετά την ημερομηνία αυτή, ένα μέτρο το οποίο δεν συνιστούσε ενίσχυση πριν από την ελευθέρωση αυτή να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενη ενίσχυση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, EDF κατά Επιτροπής, T‑747/15, EU:T:2018:6, σκέψη 369).

54      Εν προκειμένω, από την προσβαλλόμενη απόφαση, και ιδίως από την αιτιολογική σκέψη 18, στοιχείο αʹ, και από τις αιτιολογικές σκέψεις 19, 183 και 186, προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε το 1994 και καταργήθηκε το 2008, με συνέπεια ο αρχικός μηχανισμός ενισχύσεων του 1979 να πρέπει να θεωρηθεί χωριστό καθεστώς ενισχύσεων από εκείνο που τέθηκε σε εφαρμογή με την απόφαση CR 34‑94 και τις μεταγενέστερες αυτής αποφάσεις.

55      Όσον αφορά το ζήτημα αν το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πρέπει να χαρακτηρισθεί ως υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων βάσει του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589 ή σύμφωνα με τη νομολογία κατά την οποία ένα καθεστώς ενισχύσεων που συστήνεται σε μια αγορά που ήταν αρχικώς κλειστή στον ανταγωνισμό πρέπει να θεωρηθεί, κατά την ελευθέρωση της αγοράς αυτής, υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων (απόφαση της 15ης Ιουνίου 2000, Alzetta κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑298/97, T‑312/97, T‑313/97, T‑315/97, T‑600/97 έως T‑607/97, T‑1/98, T‑3/98 έως T‑6/98 και T‑23/98, EU:T:2000:151, σκέψη 143), πρέπει να υπομνησθεί ότι ο νόμος Sapin, με τον οποίο ελευθερώθηκε η αγορά των τακτικών επιβατικών μεταφορών σε ολόκληρη τη Γαλλία με εξαίρεση το Île‑de‑France, εκδόθηκε το 1993, δηλαδή πριν από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της αποφάσεως CR 34‑94, και ότι η τελευταία αυτή ημερομηνία συμπίπτει, σύμφωνα με την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 54 ανωτέρω, με την ημερομηνία θεσπίσεως του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

56      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω στοιχείων, ορθώς έκρινε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι τελικοί δικαιούχοι μπορούσαν, από το 1994 και έπειτα, να χρησιμοποιούν τον εξοπλισμό που χρηματοδοτήθηκε με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων σε άλλες, ανοικτές στον ανταγωνισμό, αγορές τακτικών επιβατικών μεταφορών και, κατά συνέπεια, ότι οι εν λόγω ενισχύσεις μπορούσαν να επηρεάσουν τον ανταγωνισμό και τις συναλλαγές μεταξύ των κρατών μελών και συνιστούν νέες ενισχύσεις από την εν λόγω χρονολογία.

57      Το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι ο νόμος Sapin είναι προγενέστερος κάθε τυπικής ελευθερώσεως, βάσει του δικαίου της Ένωσης, της αγοράς των τακτικών μεταφορών δεν είναι ικανό να ανατρέψει το ως άνω συμπέρασμα. Πράγματι, το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η ύπαρξη και μόνον ημερομηνίας ελευθερώσεως, προκύπτουσας από την έναρξη ισχύος ευρωπαϊκής νομοθεσίας, δεν αρκεί ώστε να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να μπορεί ένα μέτρο να χαρακτηρισθεί ως νέα ενίσχυση, εφόσον, βάσει του κριτηρίου της εξελίξεως της αγοράς, μπορεί να αποδειχθεί ότι το μέτρο ελήφθη σε μια αγορά που ήταν ήδη, εν όλω ή εν μέρει, ανοιχτή στον ανταγωνισμό πριν από την ημερομηνία ελευθερώσεως της εν λόγω δραστηριότητας από το δίκαιο της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, EDF κατά Επιτροπής, Τ-747/15, EU:T:2018:6, σκέψη 369).

58      Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβήτησαν τον χαρακτηρισμό των επιδοτήσεων που χορηγήθηκαν βάσει των επίμαχων αποφάσεων ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, για την περίοδο 1994‑2008. Επιπλέον, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι πληρούνταν όλα τα κριτήρια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για την εν λόγω περίοδο συνάδει με την ανάλυση που περιέχεται στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, ιδίως, στην υπ’ αριθ. 0417015 απόφαση, της 10ης Ιουλίου 2008, του tribunal administratif de Paris (διοικητικού πρωτοδικείου Παρισιού) και στην υπ’ αριθ. 08PA04753 απόφαση, της 12ης Ιουλίου 2010, του cour administrative d’appel de Paris (διοικητικού εφετείου Παρισιού), που μνημονευθήκαν ειδικότερα στην αιτιολογική σκέψη 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

59      Επιπροσθέτως, ακόμη και αν, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες, ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση της Επιτροπής ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε μόλις το 1994, το σφάλμα αυτό και μόνον δεν αρκεί ώστε να αναιρεθεί το συμπέρασμα ότι το εν λόγω καθεστώς πρέπει να θεωρηθεί νέο καθεστώς ενισχύσεων. Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 226 και 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θεσπίστηκε ήδη το 1979 ή το αργότερο το 1994, σε χρόνο κατά τον οποίο η αγορά των τακτικών επιβατικών μεταφορών εξακολουθούσε να είναι κλειστή στον ανταγωνισμό, οι τελικοί δικαιούχοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τον εξοπλισμό που χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από την Περιφέρεια στο πλαίσιο ανοικτών στον ανταγωνισμό δραστηριοτήτων έκτακτων μεταφορών.

60      Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο ώστε να αποδείξουν ότι η αγορά των εκτάκτων μεταφορών δεν αποτελούσε αντικείμενο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών κατά την περίοδο πριν από τη θέσπιση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ή κατά τη θέσπισή του.

61      Επιπλέον, το cour administrative d’appel de Paris (διοικητικό εφετείο Παρισιού) είχε ήδη επισημάνει τη σημασία της αγοράς των έκτακτων επιβατικών μεταφορών στην υπ’ αριθ. 15PA00385 απόφασή του, της 27ης Νοεμβρίου 2015. Επομένως, στηριζόμενη ακριβώς στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων έπρεπε να θεωρηθεί ότι είχε επηρεάσει, ήδη από τη θέσπισή του, τις συναλλαγές μεταξύ κρατών μελών και τον ανταγωνισμό, ακόμη και αν είχε συσταθεί το 1979.

62      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο v, του κανονισμού 2015/1589 πρέπει να απορριφθεί, όπως και ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589

63      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, το συμπέρασμα στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με το οποίο, εφόσον ασκήθηκε μια πρώτη προσφυγή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τον Μάιο του 2004, έχουν παραγραφεί μόνον οι αξιώσεις σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν βάσει του επίμαχου καθεστώτος ενίσχυσης πριν από τον Μάιο του 1994. Διατείνονται, επιπροσθέτως, ότι η Επιτροπή παραβίασε της αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

64      Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, αντιθέτως προς ό,τι έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τον Μάιο του 2004 δεν ασκήθηκε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων καμία προσφυγή δυνάμενη να διακόψει την προθεσμία παραγραφής σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

65      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν εξήγησε πώς η προσφυγή ενώπιον εθνικού δικαστηρίου μπορούσε να εξομοιωθεί με «ενέργεια κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589. Εν προκειμένω, το πρώτο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή ήταν η αίτηση παροχής πληροφοριών την οποία απέστειλε στις γαλλικές αρχές στις 25 Νοεμβρίου 2008. Οι δε γαλλικές αρχές δεν έλαβαν κανέναν μέτρο κατόπιν αιτήσεως της Επιτροπής.

66      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέβλεψε το από 11 Μαρτίου 2014 έγγραφο που τους απέστειλε κατά το πέρας του σταδίου προκαταρκτικής εξετάσεως, το οποίο προέβλεπε ότι η παραγραφή αφορούσε μόνον τις ενισχύσεις που είχαν χορηγηθεί πριν από το 1998.

67      Η Επιτροπή αναφέρει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες στερούνται εννόμου συμφέροντος. Φρονεί ότι η εκ μέρους της ανάλυση της παραγραφής, υπό το πρίσμα των εθνικών ενδίκων διαδικασιών, σε σχέση με τις ενισχύσεις που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων δεν εμπίπτει στην ερμηνεία του άρθρου 17 του κανονισμού 2015/1589 αλλά σε εκείνη του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

68      Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αποσκοπεί στο να διατηρούν τα εθνικά δικαστήρια την αποκλειστική τους αρμοδιότητα να εγκρίνουν τις ενισχύσεις και την εξουσία τους να τις ανακτούν. Η προθεσμία παραγραφής καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο και μπορεί να διακοπεί με το πρώτο ένδικο βοήθημα που ασκείται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων από ανταγωνιστή των τελικών δικαιούχων.

69      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 ορίζει τον τρόπο υπολογισμού της δεκαετούς προθεσμίας παραγραφής στην οποία υπόκεινται οι εξουσίες της Επιτροπής όσον αφορά την ανάκτηση ενισχύσεως, ενώ το άρθρο 17, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι «[κ]άθε ενίσχυση της οποίας η περίοδος παραγραφής έχει εκπνεύσει θεωρείται ως υφιστάμενη ενίσχυση». Το άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζει ότι η υφιστάμενη ενίσχυση περιλαμβάνει «κάθε ενίσχυση που θεωρείται ότι είναι υφιστάμενη ενίσχυση σύμφωνα με το άρθρο 17».

70      Συναφώς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 238 έως 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το ζήτημα της παραγραφής σε σχέση με τις επίμαχες ενισχύσεις εξετάσθηκε από την Επιτροπή αποκλειστικά και μόνον προκειμένου να εξακριβωθεί αν το συμπέρασμα που είχε προηγουμένως συναχθεί στην εν λόγω απόφαση, σχετικά με τον χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ως νέου, μπορούσε να τεθεί υπό αμφισβήτηση λόγω της παραγραφής όσον αφορά μέρος των εν λόγω ενισχύσεων. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβεβαιώνεται ότι «κάθε ενίσχυση που καταβλήθηκε από την Περιφέρεια μετά τον Μάιο του 1994 πρέπει να θεωρηθεί ως νέα ενίσχυση».

71      Επομένως, το σκεπτικό που εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνδέεται ρητά με την ανάλυση που πραγματοποιήθηκε στην απόφαση αυτή αναφορικά με τον χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ως νέου ή υφιστάμενου, οπότε η Επιτροπή, αντιθέτως προς ό,τι ισχυρίζεται, απέβλεπε, στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη, στην εφαρμογή του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του κανονισμού 2015/1589, σε συνδυασμό με το άρθρο 17 αυτού.

72      Επιπροσθέτως, διαπιστώνεται ότι οι κανόνες περί παραγραφής που προβλέπονται στο άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589 αφορούν αποκλειστικώς τις «εξουσίες της Επιτροπής για ανάκτηση της ενίσχυσης». Η διάταξη αυτή πρέπει πράγματι να ερμηνεύεται ως συνέχεια του άρθρου 16, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού, το οποίο προβλέπει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή μπορεί να εκδώσει απόφαση ανακτήσεως αποκλειστικώς σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως σχετικά με την παράνομη ενίσχυση, δηλαδή αφού διαπιστώσει ότι η κρίσιμη ενίσχυση δεν είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά.

73      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι κανόνες παραγραφής που προβλέπονται στο άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589, όπως και στο άρθρο 1, στοιχείο βʹ, σημείο iv, του εν λόγω κανονισμού, δεν εφαρμόζονται σε περιπτώσεις όπου, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει τη συμβατότητα των παράνομων ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά μετά τη χορήγησή τους.

74      Ομοίως, η δεκαετής προθεσμία παραγραφής που προβλέπεται στο άρθρο 17 του κανονισμού 2015/1589 δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως καλύπτουσα την εξουσία των εθνικών αρχών να ανακτούν τόκους για την περίοδο κατά την οποία καταβλήθηκαν παρανόμως οι κρίσιμες ενισχύσεις.

75      Συναφώς, από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 προκύπτει ότι η διάταξη αποβλέπει στην πλήρη ρύθμιση του ζητήματος της παραγραφής σε περίπτωση αποφάσεως της Επιτροπής για ανάκτηση ενισχύσεων. Κατά συνέπεια, η άσκηση προσφυγής ενώπιον εθνικών δικαστηρίων από ανταγωνιστή δεν μπορεί, συνεπώς, να συνιστά «ενέργεια της Επιτροπής ή κράτους μέλους που ενεργεί κατόπιν αίτησης της Επιτροπής, σε σχέση με την παράνομη ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν τα εθνικά δικαστήρια είχαν αποφασίσει, όσον αφορά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, ότι οι σχετικές με τις βάσει αυτού χορηγηθείσες ενισχύσεις αξιώσεις παραγράφηκαν από τον χρόνο ασκήσεως ενώπιόν τους της πρώτης προσφυγής από ανταγωνιστή των τελικών δικαιούχων, η απόφαση αυτή δεν θα ήταν δεσμευτική για την Επιτροπή.

77      Αντιστοίχως, οι εξουσίες των εθνικών αρχών υπόκεινται μόνον στους εφαρμοστέους από τα εθνικά δικαστήρια κανόνες περί παραγραφής του εθνικού δικαίου.

78      Πράγματι, στις σκέψεις 34 και 35 της αποφάσεως της 5ης Οκτωβρίου 2006, Transalpine Ölleitung in Österreich (C‑368/04, EU:C:2006:644), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, στον βαθμό που περιλαμβάνει διαδικαστικού περιεχομένου κανόνες που εφαρμόζονται επί όλων των σχετικών με κρατικές ενισχύσεις διοικητικών διαδικασιών που είναι εκκρεμείς ενώπιον της Επιτροπής, ο κανονισμός 2015/1589 κωδικοποιεί και θεμελιώνει την πρακτική της Επιτροπής σχετικά με την εξέταση των κρατικών ενισχύσεων και δεν περιλαμβάνει καμιά διάταξη σχετικά με τις εξουσίες και τις υποχρεώσεις των εθνικών δικαστηρίων, οι οποίες εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις της Συνθήκης, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο.

79      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 73 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να ασκήσει τις εξουσίες της ανακτήσεως ως προς τους τελικούς δικαιούχους των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, δεδομένου ότι στο άρθρο 1 του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν συμβατό με την εσωτερική αγορά.

80      Υπενθυμίζεται, αφετέρου, ότι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει, όπως στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι μια ενίσχυση είναι παράνομη, το δίκαιο της Ένωσης επιβάλλει στα εθνικά δικαστήρια να διατάξουν τον δικαιούχο της να καταβάλει τόκους για την περίοδο κατά την οποία οι κρίσιμες ενισχύσεις καταβλήθηκαν παρανόμως (πρβλ. αποφάσεις της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication, C‑199/06, EU:C:2008:79, σκέψεις 51, 52 και 55, και της 16ης Οκτωβρίου 2014, Alpiq RomIndustries και Alpiq RomEnergie κατά Επιτροπής, T‑129/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:895, σκέψη 39). Ωστόσο, ακόμη και αν δεν συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις, δεν τους επιβάλλει να ανακτήσουν και την παράνομη ενίσχυση, όταν αυτή είναι συμβατή με την εσωτερική αγορά. Επομένως, το εθνικό δικαστήριο έχει ενδεχομένως την εξουσία να διατάξει την ανάκτηση της παράνομης ενισχύσεως αποκλειστικώς και μόνον βάσει του εθνικού δικαίου, χωρίς να θίγεται το δικαίωμα του οικείου κράτους μέλους να εφαρμόσει εκ νέου την ενίσχυση αυτή αργότερα ή να κάνει δεκτές τις αγωγές αποζημιώσεως για τις ζημίες που προκλήθηκαν εξαιτίας του παράνομου χαρακτήρα της ενισχύσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication, C‑199/06, EU:C:2008:79, σκέψη 55).

81      Κατά συνέπεια, ακόμη και εάν η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή, στην αιτιολογική σκέψη 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως, του άρθρου 1, στοιχείο βʹ, σημείο iv, και του άρθρου 17 του κανονισμού 2015/1589, το γεγονός αυτό δεν είναι ικανό να παραγάγει έννομα αποτελέσματα έναντι των προσφευγουσών.

82      Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθεισών σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί αλυσιτελής, καθόσον το άρθρο 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2015/1589 δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, λόγω συμβατότητας του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων με την εσωτερική αγορά.

83      Δεδομένου λοιπόν ότι απορρίφθηκαν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν προς στήριξή της, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

V.      Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

85      Δεδομένου ότι εν προκειμένω οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και να καταδικασθούν στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ceobus και οι λοιπές προσφεύγουσες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Pelikánová

Valančius

Öberg

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 12 Ιουλίου 2019.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα



*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.


1      Ο κατάλογος των προσφευγουσών παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.