Language of document : ECLI:EU:C:2022:476

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MACIEJ SZPUNAR

της 16ης Ιουνίου 2022 (1)

Υπόθεση C265/21

AB,

AB-CD

κατά

Z EF

[αίτηση του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών, Βέλγιο)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Διεθνής δικαιοδοσία, αναγνώριση και εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις – Κανονισμός (ΕΚ) 44/2001 – Άρθρο 5, σημείο 1 – Διεθνής δικαιοδοσία σε διαφορές εκ συμβάσεως – Έννοια του όρου “διαφορές εκ συμβάσεως” – Αγωγή με αίτημα την αναγνώριση τίτλου κυριότητας ο οποίος στηρίζεται σε δύο διαδοχικές συμβάσεις – Σύμβαση που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής – Εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές – Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008»






I.      Εισαγωγή

1.        Τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 (2) και του άρθρου 4 του κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 (3).

2.        Με την πρώτη από τις διατάξεις αυτές, της οποίας η ερμηνεία βρίσκεται στο επίκεντρο της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, θεσπίζονται οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως οι οποίοι, σε ορισμένες περιπτώσεις, παρέχουν στον ενάγοντα τη δυνατότητα να ασκήσει αγωγή κατά του εναγόμενου ενώπιον των δικαστηρίων κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο στο οποίο έχει την κατοικία του ο δεύτερος, κατά παρέκκλιση από τον γενικό κανόνα του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001.

3.        Στην υπό κρίση υπόθεση, τίθεται το ζήτημα αν η διάταξη αυτή είναι εφαρμοστέα σε διαφορά που αφορά αγωγή, στηριζόμενη σε δύο συμβάσεις, με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί 20 έργων τέχνης, παρά την έλλειψη ευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ των διαδίκων, οι οποίοι είναι οι κατιόντες των συμβαλλομένων μερών της πρώτης σύμβασης.

4.        Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει το περιεχόμενο της εξελίξεως της σχετικής νομολογίας του. Με την υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως το Δικαστήριο θα εξετάσει, εκ νέου, την έννοια του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Πρέπει, εν προκειμένω, να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο τα απαραίτητα στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει αν οι πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου (4) πρέπει να θεωρείται ότι σηματοδοτούν μεταστροφή σε σχέση με την προγενέστερη νομολογία που αφορά την ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως.

5.        Όπως θα εκθέσω αναλυτικώς κατωτέρω, φρονώ ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 μπορεί να εφαρμοστεί σε περίπτωση όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Ο κανονισμός 44/2001

6.        Το τιτλοφορούμενο «Γενικές διατάξεις» τμήμα 1 του κεφαλαίου II του κανονισμού 44/2001 περιλαμβάνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, το οποίο ορίζει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κανονισμού, τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους.»

7.        Το άρθρο 5, σημείο 1, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα 2 του κεφαλαίου II του εν λόγω κανονισμού, υπό τον τίτλο «Ειδικές δικαιοδοσίες», προβλέπει τα εξής:

«Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

1)      α)      ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή·

β)      για τους σκοπούς της εφαρμογής της παρούσας διάταξης και εφόσον δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, ο τόπος εκπλήρωσης της επίδικης παροχής είναι:

–        εφόσον πρόκειται για πώληση εμπορευμάτων ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παράδοση των εμπορευμάτων,

–        εφόσον πρόκειται για παροχή υπηρεσιών ο τόπος του κράτους μέλους όπου, δυνάμει της σύμβασης, έγινε ή έπρεπε να γίνει η παροχή των υπηρεσιών·

γ)      το στοιχείο αʹ εφαρμόζεται, εφόσον δεν εφαρμόζεται το στοιχείο βʹ».

Β.      Ο κανονισμός 593/2008

8.        Το άρθρο 4 του κανονισμού 593/2008, το οποίο αφορά το εφαρμοστέο δίκαιο ελλείψει επιλογής από τα συμβαλλόμενα μέρη, ορίζει τα εξής:

«1.      Ελλείψει επιλογής του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου σύμφωνα με το άρθρο 3 και με την επιφύλαξη των άρθρων 5 έως 8, το εφαρμοστέο δίκαιο στη σύμβαση καθορίζεται ως εξής:

α)      η σύμβαση πώλησης αγαθών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πωλητής έχει τη συνήθη διαμονή του·

β)      η σύμβαση παροχής υπηρεσιών διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία ο πάροχος υπηρεσίας έχει τη συνήθη διαμονή του·

[...]

2.      Όταν η σύμβαση δεν καλύπτεται από την παράγραφο 1 ή όταν τα στοιχεία της σύμβασης καλύπτονται από περισσότερα του ενός από τα στοιχεία α) έως η) της παραγράφου 1, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας στην οποία το μέρος το οποίο οφείλει να εκπληρώσει τη χαρακτηριστική παροχή (characteristic performance) της σύμβασης, έχει τη συνήθη διαμονή του.

3.      Όταν από το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης προκύπτει ότι η σύμβαση συνδέεται προδήλως στενότερα με χώρα άλλη από εκείνη στην οποία αναφέρονται οι παράγραφοι 1 ή 2, εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής της άλλης χώρας.

4.      Εφόσον το εφαρμοστέο δίκαιο δεν μπορεί να καθορισθεί σύμφωνα με τις παραγράφους 1 ή 2, η σύμβαση διέπεται από το δίκαιο της χώρας με την οποία συνδέεται στενότερα.»

III. Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

9.        Οι σύζυγοι X EF και Y EF, γονείς του Z EF, εφεσίβλητου της κύριας δίκης, ήταν Γερμανοί καλλιτέχνες που φιλοτέχνησαν, μεταξύ άλλων, 20 φωτογραφικούς πίνακες (στο εξής: έργα τέχνης) οι οποίοι παρουσιάστηκαν σε διεθνή έκθεση το 1977.

10.      Η CD, πεθερά του AB και μητέρα της AB-CD, εκκαλούντων της κύριας δίκης, διατηρούσε γκαλερί έργων τέχνης στη Λιέγη (Βέλγιο). Στο τέλος του 1980 ή στις αρχές του 1981, περιήλθαν στην κατοχή της CD τα έργα τέχνης καθώς και, στη συνέχεια, τα πιστοποιητικά γνησιότητάς τους.

11.      Με σύμβαση της 26ης Ιανουαρίου 2007, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης αγόρασαν τα έργα τέχνης από τη CD. Η τελευταία απεβίωσε στις 24 Νοεμβρίου 2007 και, το ίδιο έτος, απεβίωσε και ο Y EF.

12.      Τον Αύγουστο του 2013 ο AB παρέδωσε τα έργα τέχνης στην εταιρία Christie’s με σκοπό να δημοπρατηθούν. Το 2014 η εν λόγω εταιρία επικοινώνησε με τη X EF, η οποία δήλωσε ότι είχε την κυριότητα των έργων αυτών. Η πώληση των έργων τέχνης μέσω δημοπρασίας ανεστάλη.

13.      Oι εκκαλούντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι τα συγκεκριμένα έργα είχαν αγοραστεί από τη CD, ενώ ο εφεσίβλητος της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι αυτά είχαν παρακατατεθεί στην γκαλερί της CD προκειμένου να εκτεθούν στο κοινό και να πωληθούν.

14.      Στις 20 Ιουνίου 2014 οι εκκαλούντες της κύριας δίκης κίνησαν την προκειμένη διαδικασία ζητώντας να αναγνωρισθεί, κατ’ ουσίαν, ότι αυτοί ήταν οι μόνοι κύριοι των έργων τέχνης και να απαγορευθεί στη X EF να επικαλείται την ύπαρξη τίτλου κυριότητας έναντι αυτών.

15.      Δεδομένου ότι η X EF ενήχθη ενώπιον του tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνου πρωτοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο), προέβαλε, κυρίως και βάσει του κανονισμού 44/2001, ένσταση ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας επειδή η κατοικία της βρισκόταν στη Γερμανία. Επικουρικώς, η X EF ζήτησε να κριθεί απαράδεκτη ή αβάσιμη η εναντίον της ασκηθείσα αγωγή, αξιώνοντας ταυτόχρονα την επιστροφή των έργων τέχνης. Στις 10 Οκτωβρίου 2015 η X EF απεβίωσε και ο εφεσίβλητος της κύριας δίκης συνέχισε τη δίκη.

16.      Με απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2016, το tribunal de première instance francophone de Bruxelles (γαλλόφωνο πρωτοδικείο Βρυξελλών) έκρινε ότι δεν είχε διεθνή δικαιοδοσία. Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διεθνής δικαιοδοσία του δεν μπορεί να θεμελιωθεί στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, διότι δεν υφίσταται καμία συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων.

17.      Οι εκκαλούντες της κύριας δίκης άσκησαν έφεση κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του cour d’appel de Bruxelles (εφετείου Βρυξελλών). Υποστηρίζουν ότι η CD απέκτησε τα έργα τέχνης δυνάμει συμβάσεως πωλήσεως, ότι η αγωγή πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αγωγή εκ συμβάσεως» και ότι, δεδομένου ότι ο τόπος εκπλήρωσης της παροχής βρισκόταν στο Βέλγιο, τα βελγικά δικαστήρια έχουν διεθνή δικαιοδοσία. Αντιθέτως, ο εφεσίβλητος της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι τα έργα τέχνης αποτέλεσαν αντικείμενο συμβάσεως παρακαταθήκης και ότι, εφόσον, κατά την άποψή του, πρόκειται για αγωγή «διεκδικήσεως» της κυριότητας, ο καθορισμός του δικαστηρίου που έχει διεθνή δικαιοδοσία διέπεται από το άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001, το οποίο απονέμει διεθνή δικαιοδοσία στα γερμανικά δικαστήρια.

18.      Όσον αφορά το ζήτημα αν η αγωγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώνει ότι δεν υφίσταται ευθεία συμβατική σχέση μεταξύ των δύο αντιδίκων. Ωστόσο, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των πρόσφατων σχετικών αποφάσεων του Δικαστηρίου (5), είναι δυνατόν η απαίτηση απόδειξης της ύπαρξης ελεύθερα αναληφθείσας υποχρεώσεως να μην προϋποθέτει πλέον, όπως συνέβαινε μετά την έκδοση της αποφάσεως Handte (6), ότι η υποχρέωση αυτή έχει συνομολογηθεί μεταξύ των διαδίκων, αλλά απλώς και μόνον ότι ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του κατά του εναγομένου σε νομική υποχρέωση την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου (7). Συγκεκριμένα, κατά το αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο όχι μόνο διευκρίνισε ότι στις διαφορές εκ συμβάσεως εμπίπτουν όλες οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση και των οποίων η μη εκπλήρωση προβάλλεται προς στήριξη της αγωγής (8), αλλά έκρινε και ότι, όπως και η παυλιανή αγωγή, η αγωγή αποζημιώσεως (9) εμπίπτει στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» καθόσον η βάση της αγωγής συνιστά καθεαυτήν ελεύθερα αναληφθείσα δέσμευση (10).

19.      Το δικαστήριο αυτό εκτιμά ότι, ακόμη και αν πρόκειται για μεμονωμένες περιπτώσεις πέραν των οποίων τέτοια ερμηνεία δεν δύναται να γίνει δεκτή, εντούτοις το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, δεν στηρίζεται στην ταυτότητα των διαδίκων αλλά στην αιτία της αγωγής (11).

20.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών), με απόφαση της 1ης Απριλίου 2021 που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 26 Απριλίου 2021, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει ο όρος “διαφορές εκ συμβάσεως” στο άρθρο 5, σημείο 1, του [κανονισμού 44/2001]:

την έννοια ότι απαιτείται ο προσδιορισμός νομικής υποχρέωσης την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή ακόμη και στις περιπτώσεις εκείνες όπου η ελεύθερη ανάληψη της υποχρέωσης αυτής δεν έχει γίνει από τον εναγόμενο και/ή έναντι του ενάγοντος;

Σε περίπτωση δε καταφατικής απάντησης, ποια πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ της νομικής υποχρέωσης που έχει αναληφθεί ελεύθερα και του ενάγοντος και/ή του εναγομένου;

2)      Έχει ο όρος “αγωγή” στην οποία “στηρίζεται” ο ενάγων την έννοια ότι, όπως ισχύει στην περίπτωση του κριτηρίου που χρησιμοποιείται για να προσδιοριστεί αν μια αγωγή εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, [σημείο] 1, του [κανονισμού 44/2001] ή στις “ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας” κατά την έννοια του άρθρου 5, [σημείο] 3, του ίδιου κανονισμού ([απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2020, Wikingerhof, C‑59/19, στο εξής: απόφαση Wikingerhof, EU:C:2020:950,] σκέψη 32), απαιτείται να εξετάζεται αν η ερμηνεία της νομικής υποχρέωσης που έχει αναληφθεί ελεύθερα παρίσταται αναγκαία προκειμένου να προσδιοριστεί η βάση στην οποία στηρίζεται η αγωγή;

3)      Εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του [κανονισμού 44/2001] αγωγή με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητας του ενάγοντος επί πράγματος που βρίσκεται στην κατοχή του η οποία στηρίζεται σε δύο διαδοχικές συμβάσεις πώλησης, εκ των οποίων η μεν πρώτη είχε συναφθεί μεταξύ του αρχικού συγκυρίου του πράγματος (συζύγου της εναγομένης, η οποία είναι επίσης συγκύρια) και του πωλητή από τον οποίο αγόρασε το πράγμα ο ενάγων, η δε δεύτερη μεταξύ του ενάγοντος και του εν λόγω πωλητή;

α)      Διαφοροποιείται η απάντηση στο ερώτημα αυτό αν ο εναγόμενος προβάλλει ότι η πρώτη από τις δύο συμβάσεις ήταν σύμβαση παρακαταθήκης και όχι πώλησης;

β)      Ποια σύμβαση πρέπει να ληφθεί υπόψη, αν κάποια από τις ανωτέρω περιπτώσεις εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως, για τον προσδιορισμό του τόπου εκπλήρωσης της επίδικης παροχής;

4)      Έχει το άρθρο 4 του [κανονισμού 593/2008] την έννοια ότι εφαρμόζεται στην περίπτωση που περιγράφεται στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα, σε περίπτωση δε καταφατικής απάντησης, ποια σύμβαση πρέπει να ληφθεί υπόψη;»

21.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι διάδικοι της κύριας δίκης, η Βελγική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

IV.    Ανάλυση

Α.      Επί του παραδεκτού του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

22.      Χωρίς να προβάλλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο δεν παραθέτει τους λόγους για τους οποίους διερωτάται ως προς την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 593/2008 στις επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις.

23.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, την οποία απηχεί πλέον το άρθρο 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, η ανάγκη να δοθεί ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης που να είναι χρήσιμη για τον εθνικό δικαστή απαιτεί να ορίσει αυτός το πραγματικό και κανονιστικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται τα ερωτήματα που υποβάλλει ή, τουλάχιστον, να εξηγήσει τις πραγματικές περιστάσεις στις οποίες στηρίζονται τα ερωτήματα αυτά. Η απόφαση περί παραπομπής πρέπει, επιπλέον, να αναφέρει τους συγκεκριμένους λόγους που οδήγησαν τον εθνικό δικαστή να διερωτηθεί ως προς την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης και να θεωρήσει αναγκαία την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο Δικαστήριο (12).

24.      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το αιτούν δικαστήριο δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα και, επομένως, δεν συμμορφώθηκε προς την απαίτηση του άρθρου 94 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

25.      Προτείνω να κριθεί απαράδεκτο το τέταρτο ερώτημα.

Β.      Επί της ουσίας

26.      Τα τρία πρώτα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

27.      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου, οι οποίες αφορούν κατ’ ουσίαν το περιεχόμενο της εξελίξεως της πλούσιας νομολογίας του Δικαστηρίου κατά τα 30 τελευταία έτη, οφείλονται, αφενός, στο ότι η ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο στην έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, δεν είναι ομοιόμορφη και, αφετέρου, στη μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου το οποίο απομακρύνθηκε από τη συσταλτική ερμηνεία της έννοιας αυτής.

28.      Στις παρούσες προτάσεις θα διατυπώσω εν συντομία, πρώτον, ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, το σύστημα, τους σκοπούς και το ιστορικό θεσπίσεως του κανονισμού 44/2001 (ενότητα 1). Στη συνέχεια, θα εξετάσω τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την αυτοτελή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, προκειμένου να διευκρινίσω το περιεχόμενο της εξελίξεώς της και να προτείνω απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα (ενότητα 2) και, τέλος, θα αναλύσω το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα (ενότητες 3 και 4).

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

29.      Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο κανονισμός 44/2001, ο οποίος αντικατέστησε τη Σύμβαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1968 (13), διαπνέεται από τη Σύμβαση αυτή και αποτελεί συνέχειά της (14). Ως εκ τούτου, και κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ερμηνεία που έχει δοθεί από το Δικαστήριο όσον αφορά τις διατάξεις της εν λόγω Συμβάσεως ισχύει και για τις διατάξεις του εν λόγω κανονισμού, όταν οι διατάξεις των νομοθετημάτων αυτών μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ισοδύναμες» (15). Τούτο ισχύει στην περίπτωση του άρθρου 5, σημείο 1, της Σύμβασης των Βρυξελλών και του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, διατάξεων με σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση. Τούτο ισχύει επίσης όσον αφορά την κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», δεδομένου ότι οι επελθούσες στην εν λόγω διάταξη τροποποιήσεις αφορούν μόνον τον σύνδεσμο που επελέγη για τον καθορισμό του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου επί συμβάσεων πωλήσεως εμπορευμάτων και παροχής υπηρεσιών, διατηρουμένης κατά τα λοιπά αμετάβλητης της ουσίας της αντίστοιχης διατάξεως της Συμβάσεως των Βρυξελλών (16). Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο ως προς την εξέλιξη της πρόσφατης νομολογίας του σχετικά με την έννοια αυτή, θα αναφερθώ επίσης, στις παρούσες προτάσεις, στη νομολογία που αφορά το άρθρο 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, ο οποίος αντικατέστησε τον κανονισμό 44/2001.

30.      Δεύτερον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του ιστορικού θεσπίσεως του κανονισμού αυτού, καθώς και του συστήματος και των σκοπών του (17). Ειδικότερα, ως προς την κατά την εν λόγω διάταξη έννοια του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως», πρέπει να υπομνησθεί ότι, από την έκδοση της αποφάσεως Peters Bauunternehmung (18) και εφεξής, η οποία αφορούσε την ερμηνεία της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έχει κρίνει κατ’ επανάληψη ότι η συγκεκριμένη έννοια δεν δύναται να νοηθεί ως παραπέμπουσα στον χαρακτηρισμό τον οποίο δίδει το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο στην επίμαχη ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου έννομη σχέση. Αντιθέτως, η εν λόγω έννοια πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς, με αναφορά στο σύστημα και στους σκοπούς του κανονισμού 44/2001, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή του εντός όλων των κρατών μελών (19). Ως εκ τούτου, μολονότι το Δικαστήριο δεν έχει παράσχει γενικό και αφηρημένο ορισμό της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», εντούτοις οριοθέτησε την έννοια αυτή κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη νομοθετικές τροποποιήσεις και προσδιορίζοντας αν υφίστατο ή όχι συμβατική ενοχή.

31.      Συναφώς, το Δικαστήριο επιχειρεί, ακόμη και σήμερα, να προσδιορίσει το σύστημα και τους σκοπούς του κανονισμού 44/2001 από τη «γέννησή» του υπό τη μορφή της Συμβάσεως των Βρυξελλών. Φρονώ ότι είναι σημαντικό να υπενθυμίσω εν συντομία, αφενός, το περιεχόμενο των προϋποθέσεων εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, τις δυσχέρειες που εγείρει η διάταξη αυτή στο πλαίσιο μιας ιδιαίτερα πλούσιας νομολογίας (20).

32.      Όσον αφορά, καταρχάς, το σύστημα του κανονισμού 44/2001, υπενθυμίζεται ότι με την απόφαση Peters Bauunternehmung (21) το Δικαστήριο αποφάνθηκε για πρώτη φορά επί της διασυνδέσεως μεταξύ του γενικού κανόνα περί διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού, και της ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του εν λόγω κανονισμού. Με την απόφαση εκείνη, το Δικαστήριο έκρινε ότι «[τ]ο άρθρο 5 της συμβάσεως προβλέπει ειδικές δωσιδικίες των οποίων η επιλογή εξαρτάται από τον ενάγοντα, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα γενικής δικαιοδοσίας που ορίζει το άρθρο 2, πρώτη παράγραφος, της συμβάσεως» (22). Το Δικαστήριο υπενθύμισε επανειλημμένως την εκτίμηση αυτή με τη νομολογία του (23).

33.      Όσον αφορά, στη συνέχεια, τους σκοπούς του κανονισμού 44/2001, επισημαίνεται ότι, κατά την αιτιολογική του σκέψη 11, οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να παρουσιάζουν υψηλό βαθμό προβλεψιμότητας και να βασίζονται στην αρχή της γενικής δωσιδικίας της κατοικίας του εναγομένου, και ότι η δωσιδικία αυτή πρέπει να ισχύει πάντοτε, εκτός από μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου το επίδικο αντικείμενο ή η αυτονομία των μερών δικαιολογεί άλλο συνδετικό παράγοντα. Περαιτέρω, η αιτιολογική σκέψη 12 του κανονισμού 44/2001 μνημονεύει ότι η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου πρέπει να συμπληρωθεί από εναλλακτικές δωσιδικίες που θα ισχύουν λόγω του στενού συνδέσμου μεταξύ του δικαστηρίου και της διαφοράς ή για τη διευκόλυνση του έργου της δικαιοσύνης.

34.      Τέλος, υπενθυμίζω ότι το ιστορικό θεσπίσεως του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 καθιστά σαφές ότι οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας στηρίζονται στην εκτίμηση ότι «υπάρχει στενός δεσμός ανάμεσα στη διαφορά και το δικαστήριο που καλείται να επιληφθεί σχετικά» (24). Ως εκ τούτου, οι επιλογές τις οποίες παρέχει στον ενάγοντα η διάταξη αυτή πληρούν τις απαιτήσεις της αρχής της εγγύτητας (25).

35.      Στη συνέχεια, θα αναλύσω τα ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο με γνώμονα τις προεκτεθείσες προκαταρκτικές παρατηρήσεις.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

36.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι η εφαρμογή του προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου προσώπου και επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος, ακόμη και όταν η υποχρέωση αυτή δεν συνδέει απευθείας τους διαδίκους. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το εν λόγω δικαστήριο ερωτά ποια πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ της συμβατικής υποχρεώσεως και των εν λόγω διαδίκων. Με το συγκεκριμένο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει την ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», όπως προκύπτει από την πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου.

37.      Όσον αφορά, πρώτον, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης στηρίζουν την αγωγή με αίτημα την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας σε σύμβαση πωλήσεως συναφθείσα από τη μητέρα ενός εξ αυτών, ιδιοκτήτρια γκαλερί η οποία απέκτησε τα έργα τέχνης ενός ζεύγους καλλιτεχνών, γονέων του εφεσίβλητου της κύριας δίκης. Ο εν λόγω εφεσίβλητος υποστηρίζει ότι η επίμαχη σύμβαση δεν αποτελεί σύμβαση πωλήσεως αλλά σύμβαση παρακαταθήκης.

38.      Όπως διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη σύμβαση δεν συνήφθη από τους διαδίκους της κύριας δίκης, οι οποίοι, ως εκ τούτου, δεν συνδέονται απευθείας μέσω συμβάσεως.

39.      Όσον αφορά, δεύτερον, τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι μετέχοντες στη διαδικασία, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης και η Βελγική Κυβέρνηση θεωρούν ότι η έννοια του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως» πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ώστε να παρέχεται σε τρίτους η δυνατότητα να επικαλούνται το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Ωστόσο, η Βελγική Κυβέρνηση προβάλλει ότι το κριτήριο που διατυπώθηκε με την απόφαση flightright δεν πρέπει να εφαρμόζεται σε περιπτώσεις στις οποίες τίθεται το ζήτημα ποιος είναι ο κύριος πράγματος, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, αλλά μόνο σε εκείνες όπου η αγωγή στηρίζεται στη συμβατική υποχρέωση αυτή καθεαυτήν. Κατά την ως άνω Κυβέρνηση, η πρόσφατη νομολογία του Δικαστηρίου τείνει να οδηγεί σε «forum shopping», εις βάρος της ασφάλειας δικαίου.

40.      Ο εφεσίβλητος της κύριας και η Επιτροπή υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι προκειμένου μια αγωγή να χαρακτηριστεί ως «αγωγή εκ συμβάσεως» πρέπει να υφίσταται συμβατική σχέση μεταξύ των διαδίκων. Συναφώς, ο εφεσίβλητος της κύριας δίκης επισημαίνει ότι οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας χρήζουν στενής ερμηνείας για να διαφυλαχθεί ο σκοπός της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου που επιδιώκεται με τον κανονισμό 44/2001. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας του Δικαστηρίου που διατυπώθηκε με την απόφαση Handte (26), σε περίπτωση που ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του σε πλείονες διαδοχικές συμβάσεις, η ειδική βάση διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως δεν έχει εφαρμογή, δεδομένου ότι ο ενάγων και ο εναγόμενος δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη της ίδιας σύμβασης. Συνεπώς, η Επιτροπή θεωρεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί ο γενικός κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας των δικαστηρίων του κράτους μέλους της κατοικίας του εναγομένου.

41.      Λαμβανομένης υπόψη της διατυπώσεως του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος και των παρατηρήσεων των μετεχόντων στη διαδικασία, θεωρώ αναγκαίο να αναλύσω τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

α)      Η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου η οποία αφορά την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού  44/2001

42.      Το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 ορίζει ότι πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί, σε άλλο κράτος μέλος, ως προς διαφορές εκ συμβάσεως, ενώπιον του δικαστηρίου «του τόπου όπου εκπληρώθηκε ή οφείλει να εκπληρωθεί η [επίδικη] παροχή». Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει της διατάξεως αυτής και να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αν μια διαφορά μπορεί να χαρακτηριστεί ως διαφορά «εκ συμβάσεως», το Δικαστήριο ερμήνευσε αυτοτελώς την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» εστιάζοντας, αρχικώς, σε μια περιοριστική ερμηνεία της έννοιας αυτής και, ακολούθως, σε ευρύτερη ερμηνεία της. Οι εν λόγω δύο προσεγγίσεις καθορίζουν με διαφορετικό τρόπο την επίδικη παροχή και, ως εκ τούτου, τον τόπο εκπληρώσεώς της. Βεβαίως, το Δικαστήριο έκρινε ότι «για τη διεθνή δικαιοδοσία που καθορίζεται βάσει [του] άρθρου 5, σημείο 1, [του κανονισμού 44/2001] λαμβάνεται υπόψη ο τόπος εκπληρώσεως της παροχής που απορρέει από τη σύμβαση και η μη εκπλήρωση της οποίας προβάλλεται για να στηρίξει την αγωγή» (27). Εντούτοις, παρά τη σαφήνεια της διατυπώσεως αυτής, ο προσδιορισμός της επίδικης παροχής δεν είναι πάντα ευχερής, όπως καταδεικνύουν οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» (28).

43.      Στο πλαίσιο αυτό, τίθεται το ζήτημα αν το Δικαστήριο εγκατέλειψε την περιοριστική ερμηνεία υπέρ μιας πιο ευρείας, μεταβάλλοντας, ως εκ τούτου, την προγενέστερη νομολογία του. Το ερώτημα αυτό βρίσκεται στο επίκεντρο των αμφιβολιών στο πλαίσιο των οποίων ανέκυψε η υπό κρίση προδικαστική παραπομπή. Για να κατανοηθεί καλύτερα το περιεχόμενο της νομολογίας αυτής και να δοθεί χρήσιμη απάντηση, θεωρώ αναγκαίο να προσδιορίσω, στο πλαίσιο της νομολογίας, τις δύο αυτές νομολογιακές τάσεις και την εξέλιξή τους, καθώς και τους σκοπούς προβλεψιμότητας και/ή εγγύτητας του κανονισμού 44/2001 στους οποίους στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να προκρίνει τη μία ή την άλλη ερμηνεία.

i)      Επί της περιοριστικής ερμηνείας της έννοιας του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως»: η απαίτηση περί υπάρξεως συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων

44.      Η έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, η οποία αποσκοπεί στην οριοθέτηση του πεδίου εφαρμογής της διατάξεως αυτής (29).

45.      Προκειμένου να οριοθετήσει την εν λόγω αυτοτελή έννοια, το Δικαστήριο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, προέκρινε περιοριστική ερμηνεία του κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος ισχύει ως προς τον ενάγοντα στο πλαίσιο των διαφορών εκ συμβάσεως (στο εξής: περιοριστική ερμηνεία). Η ως άνω νομολογιακή τάση απορρέει από τις αποφάσεις Peters Bauunternehmung και Handte.

46.      Με την απόφαση Peters Bauunternehmung (30), το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί της διασυνδέσεως μεταξύ των ειδικών κανόνων και του γενικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας (31). Η νομική θεωρία εκτιμά ότι, με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε «υπέρ μιας περιοριστικής ερμηνείας όλων των περιπτώσεων που συνιστούν εξαίρεση από το άρθρο 2 της Συμβάσεως των Βρυξελλών» (32).

47.      Ακολούθως, το Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση Kalfelis (33), ότι, ως παρεκκλίσεις από τη γενική αρχή, οι κανόνες περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας πρέπει να ερμηνεύονται περιοριστικώς (34), διευκρινίζοντας μεταγενέστερα ότι οι εν λόγω κανόνες «δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα ερμηνεία της Συμβάσεως [των Βρυξελλών] βαίνουσα πέραν των προβλεπομένων σ’ αυτήν περιπτώσεων» (35). Μολονότι η προσέγγιση αυτή δεν είχε, κατά τη γνώμη μου, ως σκοπό να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής των «διαφορών εκ συμβάσεως» (36) υιοθετώντας μια στενή ερμηνεία του όρου «συμβατική υποχρέωση», εντούτοις, το Δικαστήριο προέκρινε, στις μεταγενέστερες αποφάσεις, περιοριστική ερμηνεία του συγκεκριμένου όρου στηριζόμενο στο ότι επρόκειτο για μία από τις εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας.

48.      Με την απόφαση Handte (37), το Δικαστήριο αποφάνθηκε, για πρώτη φορά, επί της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, κρίνοντας ότι η έννοια αυτή «δεν μπορεί να νοηθεί ως αφορώσα μια κατάσταση στην οποία δεν υφίσταται καμία ελευθέρως αναληφθείσα από ένα συμβαλλόμενο δέσμευση έναντι ενός άλλου συμβαλλομένου». Ως εκ τούτου, στηριζόμενο στην αρχή της προβλεψιμότητας του δικαστηρίου στο οποίο ο ενάγων πρέπει να ασκήσει την αγωγή του (38), το Δικαστήριο έκρινε ότι «το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν έχει εφαρμογή σε διαφορά μεταξύ του μεταγοραστή πράγματος και του κατασκευαστή, ο οποίος δεν είναι ο πωλητής, λόγω των ελαττωμάτων του πράγματος ή της ακαταλληλότητας αυτού για τη χρήση για την οποία προορίζεται» (39).

49.      Κατόπιν της εκδόσεως της ως άνω αποφάσεως κατέστη σαφές ότι η περιοριστική ερμηνεία την οποία προέκρινε το Δικαστήριο περιόριζε τον όρο «διαφορές εκ συμβάσεως» υπό την έννοια ότι η διάταξη αυτή είχε εφαρμογή μόνο στις σχέσεις μεταξύ των συμβαλλομένων μερών της επίμαχης συμβάσεως, δηλαδή μόνο στις ένδικες διαφορές μεταξύ των συμβαλλομένων μερών. Συγκεκριμένα, το κρίσιμο στοιχείο που ελήφθη υπόψη από το Δικαστήριο, για τον χαρακτηρισμό της αγωγής, ήταν η συμβατική σχέση των διαδίκων.

50.      Συναφώς, φρονώ ότι είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, στο πλαίσιο της εν λόγω νομολογιακής τάσεως (40), το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών ή του κανονισμού 44/2001 υπό το πρίσμα των σκοπών και του συστήματος της εν λόγω Συμβάσεως ή του εν λόγω κανονισμού, στήριξε την αυτοτελή έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως», κυρίως, στον σκοπό της προβλεψιμότητας (41).

51.      Μολονότι η εν λόγω περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 και, ως εκ τούτου, της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», η οποία υιοθετήθηκε κατ’ επανάληψη στη νομολογία (42), έγινε δεκτή από τμήμα της νομικής θεωρίας (43), εντούτοις δέχθηκε και επικρίσεις από ορισμένους συγγραφείς όχι μόνον ως προς την αυστηρή προσέγγιση σχετικά με τη σχέση διασυνδέσεως μεταξύ του γενικού κανόνα και των κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, αλλά και ως προς τον στενό ορισμό της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» και, επομένως, της «συμβατικής υποχρεώσεως» ο οποίος δόθηκε από το Δικαστήριο με τη νομολογία του.

52.      Πρώτον, όσον αφορά το σύστημα του κανονισμού 44/2001, οι συγγραφείς που διαφωνούν με την προσέγγιση αυτή θεωρούν ότι απλώς και μόνον η ύπαρξη του γενικού κανόνα του άρθρου 2 του κανονισμού δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα μια στενή, ενδεχομένως δε και περιοριστική ερμηνεία του άρθρου 5 του εν λόγω κανονισμού, και ότι μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει δεκτή εις βάρος της συνολικής συνοχής του συγκεκριμένου κανονισμού (44), δηλαδή της διασφαλίσεως, στο μέτρο του δυνατού, της ισότητας και της ομοιομορφίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τον ως άνω κανονισμό (45). Ειδικότερα, ορισμένοι συγγραφείς επισημαίνουν ότι πρόκειται απλώς για αποτροπή του ενδεχομένου να προκριθεί, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, «ερμηνεία […] βαίνουσα πέραν των προβλεπομένων […] περιπτώσεων» από το σύστημα του κανονισμού 44/2001 (46) και ότι, ως εκ τούτου, θα ήταν εσφαλμένο να συναχθεί από τη διατύπωση του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού ότι η εν λόγω διάταξη συνιστά εξαίρεση που πρέπει να έχει εφαρμογή λιγότερο συχνά από το άρθρο 2 του εν λόγω κανονισμού (47). Συγκεκριμένα, απλώς και μόνον η ύπαρξη κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας, αυτών καθεαυτούς, ενισχύει τη δυνατότητα να εναχθεί ο εναγόμενος ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους διαφορετικού από εκείνο της κατοικίας του. Η δυνατότητα αυτή διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του ενάγοντος και εκείνων του εναγόμενου (48).

53.      Συμμερίζομαι την άποψη αυτή. Η εν λόγω προσέγγιση προκύπτει σαφώς από την απόφαση Peters Bauunternehmung, με την οποία το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «αν το άρθρο 5 [της Συμβάσεως των Βρυξελλών] προβλέπει ειδικές δωσιδικίες των οποίων η επιλογή εξαρτάται από τον ενάγοντα, αυτό οφείλεται στην ύπαρξη, σε ορισμένες επακριβώς καθορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στενής σχέσεως μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής ενόψει της επωφελούς οργανώσεως της δίκης» (49). Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το Δικαστήριο ερμηνεύει τη διάταξη αυτή παραπέμποντας, μεταξύ άλλων, στον σκοπό της εγγύτητας.

54.      Δεύτερον, τούτο με οδηγεί στην υπενθύμιση ότι ο ορισμός της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, όπως διατυπώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση Handte (50), έχει επίσης επικριθεί. Πράγματι, διάφοροι συγγραφείς θεώρησαν ότι η εν λόγω περιοριστική προσέγγιση προσέδιδε υπερβολικά μειωμένο ρόλο στη δωσιδικία της συμβάσεως εις βάρος, μεταξύ άλλων, της αρχής της εγγύτητας (51) και ότι έπρεπε να δοθεί «ευρύτερη ερμηνεία η οποία να ανταποκρίνεται στο βασικό οικονομικό διακύβευμα» (52).

55.      Ως εκ τούτου, για τους λόγους που προεκτέθηκαν (53), φρονώ ότι η στενή ερμηνεία της σχέσης διασύνδεσης μεταξύ του γενικού κανόνα και των κανόνων περί ειδικών βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας δεν πρέπει να συνεπάγεται περιοριστική ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» και, επομένως, της έννοιας της «συμβατικής υποχρεώσεως» (54). Μια ευρύτερη ερμηνεία της έννοιας του όρου «διαφορές εκ συμβάσεως» καθιστά δυνατή τη συνεκτίμηση του σκοπού της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (55). Όπως πρόσφατα επισημάνθηκε από τη νομική θεωρία, μια υπέρ το δέον δογματική ερμηνεία η οποία προκρίνει υπέρμετρα την ασφάλεια δικαίου και, ως εκ τούτου, τον σκοπό της προβλεψιμότητας έναντι της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και του σκοπού της εγγύτητας ενδέχεται να προκαλέσει δυσλειτουργία του συστήματος (56). Πράγματι, φρονώ ότι η συνολική συνοχή του κανονισμού 44/2001 απαιτεί να λαμβάνεται υπόψη, κατά την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, η ισορροπία μεταξύ του σκοπού της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και του σκοπού της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου (57). Η εν λόγω ισορροπία μεταξύ των σκοπών του εν λόγω κανονισμού καθιστά επίσης δυνατή τη διασφάλιση της ισορροπίας μεταξύ των συμφερόντων του ενάγοντος και των συμφερόντων του εναγομένου. Αρκεί συναφώς η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η αυτοτελής έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως» πρέπει να παραπέμπει στο σύστημα και στους σκοπούς του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να διασφαλίζεται η ομοιόμορφη εφαρμογή της εντός όλων των κρατών μελών (58). Εν πάση περιπτώσει, η ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν πρέπει να καθιστά άνευ περιεχομένου τη διάταξη αυτή, αλλά να παρέχει τη δυνατότητα ώστε να παράγει πλήρως τα αποτελέσματά του ο προβλεπόμενος στο άρθρο αυτό κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας (59). Επί του παρόντος, τίθεται το ζήτημα αν η τάση της νομολογίας του Δικαστηρίου προς μια ευρύτερη ερμηνεία επιτρέπει κάτι τέτοιο. Φρονώ ότι η απάντηση είναι καταφατική.

2)      Επί της εξελίξεως της νομολογίας του Δικαστηρίου προς μια ευρύτερη ερμηνεία: η απαίτηση προσδιορισμού νομικής υποχρεώσεως την οποία ένα πρόσωπο ανέλαβε ελεύθερα έναντι άλλου προσώπου και στην οποία στηρίζεται η αγωγή

56.      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με τις πρώτες αποφάσεις του οι οποίες αφορούσαν την ερμηνεία του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών, το Δικαστήριο έκρινε ότι η συγκεκριμένη διάταξη είχε εφαρμογή «ακόμη και αν η κατάρτιση της συμβάσεως, που αποτελεί τη βάση της αγωγής, τελεί υπό αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων» (60). Από την εκτίμηση αυτή προκύπτει ήδη, όπως θα επισημάνει μεταγενέστερα ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs (61), ότι το Δικαστήριο δεν είχε αποφανθεί ότι το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής έπρεπε να προσδιοριστεί κατά τρόπο στενό. Με τις προτάσεις του, ο γενικός εισαγγελέας F. G. Jacobs υπενθύμισε ότι το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως εκτεινόταν στις «στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως», συμπεριλαμβανομένης της σχέσεως που δημιουργεί μεταξύ των μελών μιας ενώσεως η εγγραφή στην εν λόγω ένωση (62). Κατά τη γνώμη του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs, μια τέτοια προσέγγιση φαίνεται να αντικατοπτρίζει τη σιωπηρή πρόθεση που υποδηλώνει η διατύπωση η οποία χρησιμοποιήθηκε στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της διατάξεως αυτής (63).

57.      Αρκετά έτη αργότερα, με την απόφαση Tacconi (64), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι «το άρθρο 5, σημείο 1, [του κανονισμού 44/2001] δεν απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως» (65), επισημαίνοντας ότι «είναι αναγκαίος για την εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως ο εντοπισμός παροχής, δεδομένου ότι η δικαιοδοσία επί διαφορών εκ συμβάσεως του εθνικού δικαστηρίου προσδιορίζεται με γνώμονα τον τόπο όπου εκπληρώθηκε ή πρέπει να εκπληρωθεί η αποτελούσα τη βάση της αξιώσεως παροχή» (66). Ωστόσο, η απόφαση αυτή φαίνεται ότι ακόμη περιορίζει τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 στις περιπτώσεις που υφίσταται ελευθέρως αναληφθείσα από συμβαλλόμενο δέσμευση έναντι αντισυμβαλλομένου, δηλαδή υποχρέωση η οποία συνδέει τους διαδίκους.

58.      Ο εν λόγω περιορισμός εγκαταλείφθηκε με την απόφαση Engler (67), με την οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν απαιτεί τη σύναψη συμβάσεως (68). Το Δικαστήριο επισήμανε ρητώς, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης νομολογίας του (69), ότι η εφαρμογή του κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας ο οποίος προβλέπεται από τη διάταξη αυτή για τις διαφορές εκ συμβάσεως «δεν ερμηνεύεται στενώς από το Δικαστήριο» (70). Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφαρμογή της διατάξεως αυτής «προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου προσώπου και επί της οποίας στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος» (71). Ο εν λόγω ευρύτερος ορισμός της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» έχει πλέον παγιωθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου (72). Ο ορισμός αυτός επιτάσσει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις προκειμένου μια αξίωση να εμπίπτει στο πεδίο των διαφορών αυτών: η αξίωση πρέπει, αφενός, να αφορά νομική υποχρέωση η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου και, αφετέρου, να στηρίζεται στην υποχρέωση αυτή.

i)      Επί της πρώτης προϋποθέσεως: η αξίωση πρέπει να αφορά νομική υποχρέωση η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου

59.      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η εν λόγω πρώτη προϋπόθεση αφορά διάφορα είδη νομικών υποχρεώσεων (73). Καταρχάς, με την απόφαση Kareda (74), το Δικαστήριο διευκρίνισε την εν λόγω πρώτη προϋπόθεση υπό το πρίσμα της προγενέστερης νομολογίας του (75). Στο πλαίσιο ευρύτερης ερμηνείας της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις περιλαμβάνουν όλες τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση (76).

60.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο συμπεριέλαβε στις συμβατικές υποχρεώσεις και τις υποχρεώσεις που θεμελιώνονται στις «στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών» (77).

61.      Τέλος, δεδομένου ότι, προκειμένου μια αγωγή να εμπίπτει στις διαφορές εκ συμβάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί η αποτελούσα τη βάση της αξιώσεως παροχή χωρίς να απαιτείται η ύπαρξη συμβάσεως (78), το Δικαστήριο κατέληξε, μεταξύ άλλων, στο συμπέρασμα ότι οι υποχρεώσεις που επιβάλλονται όχι λόγω συμπτώσεως βουλήσεων, αλλά λόγω μονομερούς οικειοθελούς δεσμεύσεως ενός προσώπου έναντι ενός άλλου (79), καθώς και οι σιωπηρώς συναφθείσες συμβατικές σχέσεις (80), εμπίπτουν στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως».

62.      Ωστόσο, δεδομένου ότι οι επίμαχες δύο προϋποθέσεις πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 δεν εξαρτάται μόνον από τον προσδιορισμό υποχρεώσεως. Πρέπει και η αξίωση να στηρίζεται στην υποχρέωση αυτή.

ii)    Επί της δεύτερης προϋποθέσεως: η αξίωση πρέπει να στηρίζεται στη συγκεκριμένη υποχρέωση

63.      Με την απόφαση flightright (81), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι ο κανόνας περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 44/2001 και στο άρθρο 7, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1215/2012 δεν στηρίζεται στην ταυτότητα των διαδίκων αλλά στην αιτία της αγωγής (82).

64.      Συναφώς, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Η. Saugmandsgaard Øe, «[μ]έσω της συγκεκριμένης προϋπόθεσης, το Δικαστήριο επιφυλάσσει [...] [τις] περιπτώσεις αγωγών συμβατικής φύσεως, δηλαδή [...] εκείνες οι οποίες, επί της ουσίας, εγείρουν κυρίως ζητήματα δικαιοπραξιών –ή, με άλλα λόγια, ζητήματα που εμπίπτουν στον τομέα του δικαίου των συμβάσεων (καλούμενου “lex contractus”), υπό την έννοια του κανονισμού [593/2008]. Το Δικαστήριο διασφαλίζει κατ’ αυτόν τον τρόπο, σύμφωνα με τον σκοπό της εγγύτητας, ο οποίος αποτελεί τη δικαιολογητική βάση της θέσπισης της διατάξεως αυτής, ότι το αρμόδιο να κρίνει επί συμβάσεως δικαστήριο θα αποφαίνεται κατά βάση για όλα τα παρόμοια ζητήματα» (83). Ο γενικός εισαγγελέας Η. Saugmandsgaard Øe υπογράμμισε ότι, δεδομένου ότι οι εν λόγω διατάξεις που αφορούν τον κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας σε διαφορές εκ συμβάσεως δεν εφαρμόζονται μόνο στις συμβάσεις, αναφερόταν «σε όλους τους κανόνες δικαίου οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις λόγω οικειοθελούς δεσμεύσεως ενός προσώπου έναντι άλλου προσώπου» (84).

β)      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

65.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση, πρώτον, ότι η νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, δεν μπορεί να θεωρηθεί ομοιόμορφη, γεγονός που εξηγεί τις δυσχέρειες που αντιμετωπίζουν τα εθνικά δικαστήρια προκειμένου να διακριβώσουν, ακόμη και σήμερα, αν οι διαφορές εμπίπτουν στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως» (85).

66.      Πράγματι, αρχικώς, το Δικαστήριο προέκρινε μια περιοριστική ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», με την αιτιολογία ότι μόνον οι διαφορές που ανάγονται σε σύμβαση συναφθείσα μεταξύ των διαδίκων ενέπιπταν στις «διαφορές εκ συμβάσεως (86). Στο πλαίσιο της ερμηνείας αυτής, το Δικαστήριο μνημόνευσε, κατ’ ουσίαν, τον σκοπό της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου της Συμβάσεως των Βρυξελλών ή του κανονισμού 44/2001 (87).

67.      Στη συνέχεια, το Δικαστήριο στράφηκε σε μια ευρύτερη ερμηνεία της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως», κρίνοντας ότι μια διαφορά εμπίπτει στο πεδίο της ως άνω έννοιας όταν ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του κατά του εναγομένου σε νομική υποχρέωση η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου. Με την απόφαση Engler (88) το Δικαστήριο επισήμανε, για πρώτη φορά, ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 «δεν ερμηνεύεται στενώς». Στη συνέχεια, με τις αποφάσεις Kareda (89) και flightright (90), οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τη μεταγενέστερη νομολογία (91), το Δικαστήριο εγκατέλειψε οριστικώς την περιοριστική ερμηνεία της διατάξεως αυτής, η οποία στηριζόταν στην «προσωποκεντρική» προσέγγιση των διαφορών εκ συμβάσεως (92), η οποία απορρέει από την απόφαση Handte (93), προκειμένου να προκρίνει ευρύτερη ερμηνεία.

68.      Δεύτερον, από την εν λόγω ευρύτερη ερμηνεία προκύπτει ότι η αγωγή του ενάγοντος, ακόμη και στην περίπτωση που στρέφεται κατά τρίτου, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «αγωγή εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σκέψη 1, του κανονισμού 44/2001, εφόσον στηρίζεται σε νομική υποχρέωση η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου (94). Επομένως, το γεγονός ότι, εν προκειμένω, οι δύο αντίδικοι δεν συνδέονται απευθείας με σύμβαση δεν αναιρεί τον χαρακτηρισμό της αγωγής αυτής ως εμπίπτουσας στις «διαφορές εκ συμβάσεως». Πράγματι, σημασία έχει μόνον το ότι η νομική υποχρέωση την οποία επικαλούνται οι εκκαλούντες της κύριας δίκης απορρέει από σύμβαση, νοούμενη ως συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων, ή από έννομη σχέση που μπορεί να εξομοιωθεί με σύμβαση στο μέτρο που δημιουργεί «στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως» (95).

69.      Στο πλαίσιο της εν λόγω ευρύτερης ερμηνείας αυτής, από τις αποφάσεις Kareda και flightright προκύπτει ότι το Δικαστήριο δεν αναφέρεται μόνο στον σκοπό της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου αλλά και στον σκοπό της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (96).

70.      Επομένως, όταν προσδιορίζεται η συμβατική υποχρέωση στην οποία στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος, πρέπει να εξετασθεί αν υφίσταται ιδιαίτερα στενός σύνδεσμος μεταξύ της αγωγής και του δικαστηρίου το οποίο μπορεί να κληθεί να την εκδικάσει, ή αν η εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 καθιστά δυνατή την ορθή απονομή της δικαιοσύνης (97). Φρονώ ότι πρέπει να διασφαλίζεται η τήρηση της ισορροπίας μεταξύ του σκοπού της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου και του σκοπού της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης που επιδιώκονται με τον κανονισμό αυτόν (98).

71.      Συναφώς, υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι είναι αναγκαίο να αποτρέπεται, στο μέτρο του δυνατού, ο πολλαπλασιασμός των εχόντων διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίων όσον αφορά την ίδια σύμβαση, ώστε να προλαμβάνεται ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων και να διευκολύνεται η αναγνώριση και η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων εκτός του κράτους εκδόσεώς τους (99). Συγκεκριμένα, η επιλογή του κριτηρίου διεθνούς δικαιοδοσίας του άρθρου 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών υπαγορεύθηκε από λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης και αποτελεσματικής οργανώσεως της δίκης, καθότι το δικαστήριο του τόπου όπου πρέπει να εκπληρωθεί η συνομολογηθείσα στη σύμβαση επίδικη παροχή είναι συνήθως το πλέον κατάλληλο να αποφανθεί, ιδίως για λόγους εγγύτητας προς τη διαφορά, αλλά και διευκολύνσεως της διεξαγωγής αποδείξεων (100).

72.      Το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφετέρου, ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να ερμηνεύονται οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αποκλίνουν από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2 του κανονισμού 44/2001 γενική αρχή, όπως, για παράδειγμα, οι κανόνες του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού αυτού, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στον έχοντα συνήθη πληροφόρηση εναγόμενο να προβλέπει ευλόγως ενώπιον ποιου δικαστηρίου, πλην αυτού του κράτους της κατοικίας του, θα μπορούσε να εναχθεί (101).

73.      Εν προκειμένω, το επιχείρημα του εφεσίβλητου της κύριας δίκης ότι δεν μπορούσε να προβλέψει ότι θα εναχθεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αποτελεί το δικαστήριο του τόπου εκπληρώσεως των παροχών, όπου βρίσκονταν τα έργα τέχνης επί 30 και πλέον έτη, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

74.      Η εκτίμηση αυτή είναι σύμφωνη με την αρχή της εγγύτητας και της ασφάλειας δικαίου και διασφαλίζει την ισορροπία μεταξύ των συμφερόντων του ενάγοντος και των συμφερόντων του εναγομένου. Περαιτέρω, η λύση αυτή καθιστά δυνατό να παραγάγει πλήρως τα αποτελέσματά του ο προβλεπόμενος στο άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 κανόνας διεθνούς δικαιοδοσίας.

75.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι η εφαρμογή του προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου και η οποία αποτελεί τη βάση της αγωγής του ενάγοντος, ακόμη και όταν η υποχρέωση αυτή δεν συνδέει απευθείας τους διαδίκους. Κατά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για την τήρηση της ισορροπίας μεταξύ του σκοπού της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου και του σκοπού της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

3.      Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

76.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν μια αγωγή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, όταν παρίσταται αναγκαία η εξέταση της συμβατικής υποχρεώσεως ή, κατά περίπτωση, του περιεχομένου της επίμαχης συμβάσεως ή των επίμαχων συμβάσεων προκειμένου να εκτιμηθεί η βάση της αγωγής του ενάγοντος για να διαπιστωθεί η νομική φύση της εν λόγω υποχρεώσεως. Με το ερώτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να επιβεβαιώσει αν το κριτήριο που το ίδιο έθεσε στη σκέψη 32 της αποφάσεως Wikingerhof μπορεί να εφαρμοστεί, κατ’ αναλογίαν, κατά την εκτίμηση της βάσεως της αγωγής με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη. Ωστόσο, λαμβανομένου υπόψη του ότι, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, ο ενάγων προέβαλε, με το δικόγραφό του, παράβαση υποχρεώσεως εκ του νόμου, και ειδικότερα παραβίαση του δικαίου του ανταγωνισμού (102), θεωρώ ότι το κριτήριο αυτό δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση υπόθεση. Για τους λόγους αυτούς, εκτιμώ ότι είναι απαραίτητη η αναδιατύπωση του προδικαστικού ερωτήματος, προκειμένου το Δικαστήριο να μπορέσει να δώσει χρήσιμη απάντηση.

77.      Κατά συνέπεια, φρονώ ότι το δεύτερο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να αναδιατυπωθεί κατά τρόπο ώστε, με το ερώτημα αυτό, το εν λόγω δικαστήριο να ζητεί να διευκρινιστεί αν, κατά το στάδιο του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, προκειμένου να εκτιμηθεί η βάση της αγωγής του ενάγοντος για να διαπιστωθεί αν η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν δικαστήριο υποχρεούται να εξετάσει τη συμβατική υποχρέωση ή, κατά περίπτωση, το περιεχόμενο της συμβάσεως ή των συμβάσεων.

78.      Φρονώ ότι η νομολογία δίνει απάντηση στο ερώτημα αυτό. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι ο σκοπός της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να μπορεί εύκολα το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να αποφαίνεται επί του ζητήματος της διεθνούς δικαιοδοσίας, χωρίς να απαιτείται να προβεί σε επί της ουσίας εξέταση της υποθέσεως (103). Όσον αφορά την εφαρμογή της απαιτήσεως αυτής στο πλαίσιο της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι το δικαστήριο που καλείται να επιλύσει διαφορά εκ συμβάσεως δύναται να ελέγχει, ακόμη και αυτεπαγγέλτως, τις ουσιώδεις προϋποθέσεις της διεθνούς δικαιοδοσίας του, λαμβανομένων υπόψη σαφών και ουσιωδών στοιχείων τα οποία προσκομίζονται από τον ενδιαφερόμενο διάδικο και αποδεικνύουν το υποστατό ή ανυπόστατο της συμβάσεως (104). Αφετέρου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι, κατά το στάδιο ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, το επιληφθέν δικαστήριο δεν εκτιμά ούτε το παραδεκτό ούτε το βάσιμο της αγωγής βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, αλλά εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει, τα οποία δικαιολογούν τη διεθνή δικαιοδοσία του δυνάμει του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Ως εκ τούτου, το δικαστήριο αυτό μπορεί, προκειμένου να ελέγξει απλώς εάν έχει διεθνή δικαιοδοσία δυνάμει της διατάξεως αυτής, να λάβει ως δεδομένους τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ενάγων όσον αφορά τη νομική φύση των υποχρεώσεων στις οποίες στηρίζει την αγωγή του (105). Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας βάσει του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν της διαφοράς δικαστήριο πρέπει να εκτιμά όλα τα στοιχεία που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένων τυχόν αντιρρήσεων που προβάλλει ο εναγόμενος (106).

79.      Το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή συνιστά αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας δεν επηρεάζει το ότι αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» και, ως εκ τούτου, την εφαρμογή του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Ειδικότερα, σημασία έχει μόνο το γεγονός ότι η νομική υποχρέωση στην οποία στηρίζεται η αγωγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης απορρέει από αρχική σύμβαση, όπως τόνισα στο σημείο 68 των παρουσών προτάσεων. Επισημαίνω, επίσης, ότι η αγωγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης στηρίζεται στον ισχυρισμό ότι η CD είχε αποκτήσει, βάσει της πρώτης συμβάσεως, το δικαίωμα κυριότητας επί των έργων τέχνης.

80.      Επομένως, προτείνω να δοθεί στο προδικαστικό ερώτημα η απάντηση ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί η βάση της αγωγής του ενάγοντος για να διαπιστωθεί αν η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο δεν υποχρεούται, κατά το στάδιο του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, να εξετάσει τη συμβατική υποχρέωση ή, κατά περίπτωση, το περιεχόμενο της επίμαχης συμβάσεως ή των επίμαχων συμβάσεων. Προκειμένου να ελέγξει αν πληρούνται οι ουσιώδεις προϋποθέσεις της διεθνούς δικαιοδοσίας του, το εν λόγω δικαστήριο εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει, τα οποία δικαιολογούν τη δικαιοδοσία του δυνάμει της διατάξεως αυτής και εκτιμά όλα τα στοιχεία που διαθέτει, ιδίως δε τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ενάγων ως προς τη φύση των υποχρεώσεων στις οποίες στηρίζεται η αγωγή του και τυχόν αντιρρήσεις που προβάλλει ο εναγόμενος. Το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή συνιστά αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας δεν αναιρεί ότι η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.

4.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

81.      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 1, του κανονισμού 44/2001 έχει την έννοια ότι αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί κινητού, η οποία στηρίζεται σε δύο συμβάσεις, εκ των οποίων καμία δεν συνδέει τους διαδίκους, εμπίπτει στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, και, κατά περίπτωση, ποια από τις δύο συμβάσεις πρέπει να ληφθεί υπόψη για να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως της επίδικης παροχής.

82.      Εν προκειμένω, με την αγωγή τους, οι εκκαλούντες της κύριας δίκης ζητούν να αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητάς τους επί των έργων τέχνης. Όπως επισήμανα, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υποθέσεως αυτής άπτονται του ότι η εκ μέρους τους ασκηθείσα αγωγή με αίτημα την αναγνώριση του δικαιώματος κυριότητας στηρίζεται σε δύο συμβάσεις παρά την έλλειψη ευθείας συμβατικής σχέσης μεταξύ αυτών και του εφεσίβλητου της κύριας δίκης.

83.      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα αν περίπτωση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, κατά την οποία οι συμβάσεις στις οποίες στηρίζεται η αγωγή του ενάγοντος δεν συνδέουν τους διαδίκους, εμπίπτει στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως», φρονώ, όπως προκύπτει από την απάντηση που προτείνω να δοθεί στο πρώτο ερώτημα, ότι η απάντηση εν προκειμένω πρέπει να είναι καταφατική. Περαιτέρω, από τη συλλογιστική του αιτούντος δικαστηρίου προκύπτει ότι είναι δυνατός ο προσδιορισμός νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από δύο πρόσωπα, δηλαδή τη CD και το ζεύγος των καλλιτεχνών, και στην οποία στηρίζεται η αγωγή των εκκαλούντων της κύριας δίκης. Η υποχρέωση αυτή υφίσταται ανεξαρτήτως του είδους της συμβάσεως (σύμβαση πωλήσεως ή σύμβαση παρακαταθήκης) η οποία συνήφθη μεταξύ της CD (107) και του ζεύγους των καλλιτεχνών. Επομένως, η νομική φύση της αρχικής συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ των δύο αυτών μερών είναι άνευ σημασίας οσάκις πρέπει να διαπιστωθεί αν το αιτούν δικαστήριο μπορεί να προσδιορίσει μια συμβατική υποχρέωση, κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου.

84.      Όσον αφορά, δεύτερον, το ζήτημα ποια σύμβαση πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής, υπενθυμίζεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης ανάγεται στην πρώτη σύμβαση, ο νομικός χαρακτηρισμός της οποίας βρίσκεται στο επίκεντρο της διαφοράς. Με άλλα λόγια, από την εν λόγω πρώτη σύμβαση απορρέουν τα επίμαχα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Μολονότι ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως αυτής ως «συμβάσεως πωλήσεως» ή «συμβάσεως παρακαταθήκης» είναι ουσιώδης για να διαπιστωθεί αν η κυριότητα των έργων τέχνης είχε μεταβιβαστεί στη CD, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο και όχι στο Δικαστήριο να προβεί στη διαπίστωση αυτή. Πράγματι, η ανάλυση της εν λόγω συμβάσεως προκειμένου να προσδιοριστεί η νομική φύση της εμπίπτει στην ουσία της υποθέσεως.

85.      Βεβαίως, δεν είναι αναγκαίο να προσδιοριστεί αν η πρώτη σύμβαση είναι σύμβαση πωλήσεως ή σύμβαση παρακαταθήκης για να απαντηθεί το ερώτημα αν η διαφορά της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Εντούτοις, ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως αυτής παρίσταται αναγκαίος για να προσδιοριστεί ποια διάταξη έχει εν προκειμένω εφαρμογή, το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, ή το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού αυτού, δεδομένου ότι η τελευταία διάταξη αφορά αποκλειστικώς την πώληση εμπορευμάτων και την παροχή υπηρεσιών. Περαιτέρω, η διάκριση μεταξύ των εν λόγω δύο διατάξεων επηρεάζει τον καθορισμό των δικαστηρίων που έχουν διεθνή δικαιοδοσία σε διαφορές εκ συμβάσεως (108).

86.      Το αιτούν δικαστήριο δεν εξέτασε ενδελεχώς το συγκεκριμένο ζήτημα ούτε ζήτησε την καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς αυτό το σημείο. Ομοίως, ούτε οι διάδικοι ανέλυσαν το εν λόγω ζήτημα, το οποίο δεν αποτέλεσε αντικείμενο μεταξύ τους κατ’ αντιμωλία συζητήσεως. Ως εκ τούτου, θα περιοριστώ στις ακόλουθες παρατηρήσεις.

87.      Καταρχάς, παρατηρώ ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 έχει εφαρμογή στη διαφορά της κύριας δίκης, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν, εν προκειμένω, η εν λόγω πρώτη σύμβαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «σύμβαση πωλήσεως εμπορευμάτων» ή ως «σύμβαση παροχής υπηρεσιών». Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το δικαστήριο αυτό πρέπει να προσδιορίσει τον τόπο όπου, βάσει της συμβάσεως, τα εμπορεύματα παραδόθηκαν ή έπρεπε να παραδοθούν (109), ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τον τόπο όπου οι υπηρεσίες παρασχέθηκαν ή έπρεπε να παρασχεθούν (110). Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η διάταξη αυτή ορίζει αυτοτελώς τα κριτήρια συνδέσεως ως προς τις συμβάσεις πωλήσεως προϊόντων και παροχής υπηρεσιών (111).

88.      Αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 44/2001 δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπόθεση της κύριας δίκης (112), πρέπει, ως εκ τούτου, να εφαρμόσει το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού αυτού, το οποίο αφορά όλα τα είδη συμβάσεως εκτός των προβλεπομένων στο άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, του εν λόγω κανονισμού. Στην περίπτωση αυτή, προκειμένου να προσδιοριστεί ο τόπος εκπληρώσεως της επίδικης παροχής, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, στοιχείο αʹ, του ίδιου κανονισμού, το εν λόγω δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει την αρχή που διατυπώθηκε με την απόφαση Industrie Tessili Italiana Como (113), κατά την οποία, αφενός, μια αγωγή μπορεί να ασκηθεί ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εκπληρώσεως της παροχής στην οποία στηρίζεται η αγωγή αυτή και, αφετέρου, ο τόπος αυτός καθορίζεται σύμφωνα με το δίκαιο που διέπει την εν λόγω συμβατική παροχή βάσει των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του κράτους όπου εδρεύει το επιληφθέν δικαστήριο (114).

89.      Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα ότι αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί κινητού, η οποία στηρίζεται σε δύο συμβάσεις που δεν συνδέουν απευθείας τους διαδίκους, εμπίπτει στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Η σύμβαση που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής είναι η σύμβαση που συνιστά το αντικείμενο της διαφοράς.

V.      Πρόταση

90.      Βάσει των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το cour d’appel de Bruxelles (εφετείο Βρυξελλών, Βέλγιο) ως εξής:

1)      Το άρθρο 5, σημείο 1, του κανονισμού (ΕΚ) 44/2001 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, έχει την έννοια ότι η εφαρμογή του προϋποθέτει τον προσδιορισμό νομικής υποχρεώσεως η οποία έχει ελευθέρως αναληφθεί από ένα πρόσωπο έναντι άλλου και η οποία αποτελεί τη βάση της αγωγής του ενάγοντος, ακόμη και όταν η υποχρέωση αυτή δεν συνδέει απευθείας τους διαδίκους. Στο πλαίσιο της ερμηνείας της διατάξεως αυτής, το εθνικό δικαστήριο οφείλει να μεριμνά για την τήρηση της ισορροπίας μεταξύ του σκοπού της προβλεψιμότητας και της ασφάλειας δικαίου και του σκοπού της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

2)      Στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της βάσεως της αγωγής του ενάγοντος για να διαπιστωθεί αν η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, το επιληφθέν της υποθέσεως δικαστήριο δεν υποχρεούται, κατά το στάδιο του ελέγχου της διεθνούς δικαιοδοσίας, να εξετάσει τη συμβατική υποχρέωση ή, κατά περίπτωση, το περιεχόμενο της επίμαχης συμβάσεως ή των επίμαχων συμβάσεων. Προκειμένου να ελέγξει αν πληρούνται οι ουσιώδεις προϋποθέσεις της διεθνούς δικαιοδοσίας του, το εν λόγω δικαστήριο εντοπίζει μόνον τα συνδετικά στοιχεία με το κράτος στο οποίο εδρεύει, τα οποία δικαιολογούν τη δικαιοδοσία του δυνάμει της διατάξεως αυτής και εκτιμά όλα τα στοιχεία που διαθέτει, ιδίως δε τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο ενάγων ως προς τη φύση των υποχρεώσεων στις οποίες στηρίζεται η αγωγή του και τυχόν αντιρρήσεις που προβάλλει ο εναγόμενος. Το γεγονός ότι η επίμαχη στην κύρια δίκη αγωγή συνιστά αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας δεν αναιρεί ότι η αγωγή αυτή εμπίπτει στις «διαφορές εκ συμβάσεως» και, ως εκ τούτου, στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001.

3)      Η αγωγή με αίτημα την αναγνώριση δικαιώματος κυριότητας επί κινητού, η οποία στηρίζεται σε δύο συμβάσεις που δεν συνδέουν απευθείας τους διαδίκους, εμπίπτει στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως», κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001. Η σύμβαση που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του τόπου εκπληρώσεως της επίδικης παροχής είναι η σύμβαση που συνιστά το αντικείμενο της διαφοράς.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Κανονισμός του Συμβουλίου της 22ας Δεκεμβρίου 2000, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2001, L 12, σ. 1). Ο κανονισμός 44/2001 καταργήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2012, για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 2012, L 351, σ. 1). Υπό την επιφύλαξη ορισμένων εξαιρέσεων, ο κανονισμός 1215/2012 άρχισε να εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο του 81, από τις 10 Ιανουαρίου 2016. Λαμβανομένης υπόψη της γέννησης της διαφοράς της κύριας δίκης, αυτή εξακολουθεί να διέπεται από τον κανονισμό 44/2001.


3      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 2008, για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη I) (ΕΕ 2008, L 177, σ. 6).


4      Αποφάσεις της 15ης Ιουνίου 2017, Kareda (C‑249/16, στο εξής: απόφαση Kareda, EU:C:2017:472), της 7ης Μαρτίου 2018, flightright κ.λπ. (C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16, στο εξής: απόφαση flightright, EU:C:2018:160), της 4ης Οκτωβρίου 2018, Feniks (C‑337/17, στο εξής: απόφαση Feniks, EU:C:2018:805), και της 26ης Μαρτίου 2020, Primera Air Scandinavia (C‑215/18, στο εξής: απόφαση Primera Air Scandinavia, EU:C:2020:235).


5      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


6      Απόφαση της 17ης Ιουνίου 1992 (C‑26/91, στο εξής: απόφαση Handte, EU:C:1992:268, σκέψη 15).


7      Απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Απόφαση Kareda (σκέψεις 30 και 31).


9      Απόφαση flightright (σκέψεις 57 έως 63).


10      Απόφαση Feniks (σκέψεις 42 και 43).


11      Αποφάσεις flightright (σκέψη 61) και Primera Air Scandinavia (σκέψη 44).


12      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 25ης Μαρτίου 2021, Obala i lučice (C‑307/19, EU:C:2021:236, σκέψη 49), και της 24ης Φεβρουαρίου 2022, Suzlon Wind Energy Πορτογαλία (C‑605/20, EU:C:2022:116, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ των κρατών μελών στο πλαίσιο του άρθρου 220, τέταρτη περίπτωση, της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (νυν άρθρου 293, τέταρτη περίπτωση, ΕΚ), για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση των αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (ΕΕ 1982, L 388, σ. 1), και η οποία, στη συνέχεια, τροποποιήθηκε με τις διαδοχικές Συμβάσεις για την προσχώρηση των νέων κρατών μελών στην εν λόγω Σύμβαση (στο εξής: Σύμβαση των Βρυξελλών).


14      Βλ. αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 44/2001.


15      Απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 27).


16      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Refcomp (C‑543/10, EU:C:2013:62, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


17      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 3ης Μαΐου 2007, Color Drack (C‑386/05, EU:C:2007:262, σκέψη 18).


18      Απόφαση της 22ας Μαρτίου 1983 (34/82, στο εξής: απόφαση Peters Bauunternehmung, EU:C:1983:87, σκέψεις 9 και 10).


19      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Handte (σκέψη 10), της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 27), και Feniks (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


20      Η πλούσια νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το άρθρο 5, σημείο 1, της Συμβάσεως των Βρυξελλών και του κανονισμού 44/2001 καταδεικνύει την περιπλοκότητα της διατάξεως και τις δυσκολίες εφαρμογής της. Βλ., μεταξύ άλλων, εισηγητική έκθεση του καθηγητή Fausto Pocar επί της συμβάσεως για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που υπογράφηκε στο Λουγκάνο, στις 30 Οκτωβρίου 2007 (ΕΕ 2009, C 319, σ. 1, στο εξής: έκθεση Pocar), παράγραφοι 44 επ. και, ειδικότερα, παράγραφος 46 της εκθέσεως αυτής, κατά την οποία «[π]αρά την ερμηνεία που παρέχει η νομολογία, η οποία έχει εξομαλύνει ορισμένες από τις δυσκολίες, οι ανωτέρω κανόνες κρίθηκαν ανεπαρκείς από πολλούς».


21      Σκέψη 10 της εν λόγω αποφάσεως. H υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η συγκεκριμένη απόφαση αφορούσε αγωγή με αίτημα την είσπραξη ποσών που βάρυναν γερμανική εταιρία, μέλος ολλανδικού σωματείου, κατ’ εφαρμογήν εσωτερικού κανόνα που θέσπισαν τα όργανα του σωματείου αυτού και είναι δεσμευτικός για τα μέλη του.


22      Απόφαση Peters Bauunternehmung (σκέψη 7).


23      Βλ., προσφάτως, απόφαση Wikingerhof (σκέψη 26).


24      Βλ. έκθεση P. Jenard για τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1968 (ΕΕ 1986, C 298, σ. 29).


25      Βλ., συναφώς, Gaudemet-Tallon, H., Compétence et exécution des jugements en Europe. Règlement 44/2001. Convention de Bruxelles (1968) et de Lugano (1988 et 2007),  4η έκδ., LGDJ, Παρίσι, 2010, σ. 159 και 160: «Συνεπώς, η έννοια της εγγύτητας (εδαφικής ή δικονομικής εγγύτητας αναλόγως της περιπτώσεως) είναι αυτή που εξηγεί τις επιλογές που παρέχει η διάταξη αυτή».


26      Σκέψη 15 της αποφάσεως αυτής.


27      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1977, de Bloos (59/77, EU:C:1977:207, σκέψεις 14 και 15), και της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 44).


28      Βλ., μεταξύ άλλων, έκθεση Pocar, παράγραφος 42.


29      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Peters Bauunternehmung (σκέψη 10), της 8ης Μαρτίου 1988, Arcado (9/87, EU:C:1988:127, σκέψη 10), και, προσφάτως, Wikingerhof (σκέψη 25).


30      Σκέψη 11 της εν λόγω αποφάσεως: «[Α]ν το άρθρο 5 [της Συμβάσεως των Βρυξελλών] προβλέπει ειδικές δωσιδικίες των οποίων η επιλογή εξαρτάται από τον ενάγοντα, αυτό οφείλεται στην ύπαρξη, σε ορισμένες επακριβώς καθορισμένες περιπτώσεις, ιδιαίτερα στενής σχέσεως μεταξύ της διαφοράς και του δικαστηρίου που μπορεί να κληθεί να επιληφθεί αυτής ενόψει της επωφελούς οργανώσεως της δίκης».


31      Βλ. σημείο 32 των παρουσών προτάσεων.


32      Βλ., μεταξύ άλλων, Gaudemet-Tallon, H., όπ.π., σ. 161.


33      Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988 (189/87, EU:C:1988:459, σκέψη 19).


34      Η απόφαση Kalfelisαφορούσε την έννοια της «ενοχής εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας», αλλά, στη συνέχεια, το Δικαστήριο εφάρμοσε κατ’ αναλογίαν το συμπέρασμα αυτό σε αποφάσεις σχετικές με την έννοια των «διαφορών εκ συμβάσεως». Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 18), και απόφαση Feniks (σκέψη 37).


35      Αποφάσεις Handte (σκέψη 14), της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 16), και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 23).


36      Πρβλ. απόφαση Peters Bauunternehmung (σκέψη 13): «Φαίνεται, [...] ότι η προσχώρηση σε σωματείο δημιουργεί μεταξύ των μελών του στενές σχέσεις της ίδιας φύσεως όπως οι δημιουργούμενες μεταξύ των συμβαλλομένων μερών μιας συμβάσεως, και ότι, περαιτέρω, είναι ορθό να θεωρηθούν ως συμβατικές υποχρεώσεις, για την εφαρμογή του άρθρου 5, περίπτωση 1, της συμβάσεως, οι παροχές στις οποίες αναφέρεται ο παραπέμπων δικαστής». Η υπογράμμιση δική μου. Πρβλ. σημεία 52 έως 55 των παρουσών προτάσεων.


37      Σκέψη 15 της εν λόγω αποφάσεως.  Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε αγωγή την οποία άσκησε ο μεταγοραστής εμπορεύματος αγορασθέντος από ενδιάμεσο πωλητή κατά του κατασκευαστή για να επιτύχει την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε λόγω του ότι το πωληθέν δεν ανταποκρινόταν στα συμφωνηθέντα. Επομένως, επρόκειτο για περίπτωση διαδοχικών εμπορικών διεθνών συμβάσεων στο πλαίσιο των οποίων οι συμβατικές υποχρεώσεις των μερών ποίκιλλαν από σύμβαση σε σύμβαση (σκέψη 17 της εν λόγω αποφάσεως).


38      Βλ. αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού 44/2001.


39      Απόφαση Handte (σκέψη 21).


40      Το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι «ο σκοπός της έννομης προστασίας των εγκατεστημένων στην Κοινότητα προσώπων, που η Σύμβαση [των Βρυξελλών] επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να πραγματοποιήσει, απαιτεί όπως οι κανόνες διεθνούς δικαιοδοσίας που αποκλίνουν από τη γενική αρχή της Συμβάσεως αυτής ερμηνεύονται κατά τρόπο που να καθίσταται δυνατό στον κατά τη φυσιολογική πορεία των πραγμάτων ενήμερο εναγόμενο να προβλέψει ορθώς ενώπιον ποιου δικαστηρίου, εκτός αυτού του κράτους της κατοικίας του, θα μπορούσε να εναχθεί. Διαπιστώνεται ότι [...] η εφαρμογή του ειδικού κανόνα διεθνούς δικαιοδοσίας [...] στη διαφορά μεταξύ του μεταγοραστή ενός προϊόντος και του κατασκευαστή δεν μπορεί να προβλεφθεί από τον τελευταίο αυτόν και, επομένως, είναι ασυμβίβαστη προς την αρχή της ασφάλειας δικαίου» (απόφαση Handte, σκέψεις 18 και 19). Η υπογράμμιση δική μου.


41      Βλ., συναφώς, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψεις 34 και 36), και της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi (C‑334/00, EU:C:2002:499), της οποίας η σκέψη 20 παραπέμπει στις σκέψεις 25 και 26 της αποφάσεως της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99), που αφορούσαν τον σκοπό της προβλεψιμότητας, αλλά δεν μνημονεύει τη σκέψη 27 η οποία αφορούσε τον σκοπό της εγγύτητας και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.


42      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 17), της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi (C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 23), και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 24). Βλ. επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Γ. Κοσμά στην υπόθεση Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:45, σημείο 24).


43      Βλ., μεταξύ άλλων, Gaudemet-Tallon, H., όπ.π., σ. 161 και 170.


44      Βλ., συναφώς, Mankowski, P., σε Brussels Ibis Regulation – Commentary, Magnus, U., και Mankowski, P. (επιμ.), Otto Schmidt, Κολωνία, 2016, σ. 155, παράγραφος 26.


45      Βλ., μεταξύ άλλων, μνημονευόμενη νομολογία στην υποσημείωση 20 των παρουσών προτάσεων.


46      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 16).


47      Lehmann, M., «Special jurisdiction», σε The Brussels I Regulation Recast, Dickinson, A. και Lein, E. (επιμ.), Oxford University Press, 2015, σ. 140, παράγραφος 4.25.


48      Βλ. Mankowski, P., σε Brussels Ibis Regulation – Commentary, όπ.π., σ. 155, και ειδικότερα παράγραφος 26.


49      Σκέψη 11. Η υπογράμμιση δική μου.


50      Σκέψη 15 της εν λόγω αποφάσεως.


51      Βλ., προσφάτως, Pretelli, I., «La bonne foi dans la pondération de la proximité et la fonction résiduelle du for spécial “matière contractuelle” dans le règlement Bruxelles I», Revue critique de droit international privé, αριθ. 1, Dalloz, 2020, σ. 80 έως 82: «Η σημασία που αποδίδεται στην εγγύτητα σε σχέση με την απόλυτη ασφάλεια δικαίου [...] καταδεικνύεται από το ότι, στο πλαίσιο του συστήματος του κανονισμού Βρυξέλλες I, η δωσιδικία της κατοικίας του εναγομένου και οι ειδικές δωσιδικίες είναι ισοδύναμες, και αποσκοπούν από κοινού στη διασφάλιση της ορθής απονομής της δικαιοσύνης στην ευρωπαϊκή επικράτεια. [...] Το εγγύτερο προς την υπόθεση δικαστήριο είναι εκείνο το οποίο μπορεί να θεωρηθεί ότι θα απονείμει δικαιοσύνη με τον πλέον προσήκοντα τρόπο. Ο αυξημένος βαθμός κατανόησης της ένδικης διαφοράς συνιστά την αξιολογική βάση των στηριζόμενων στην εγγύτητα βάσεων διεθνούς δικαιοδοσίας».


52      Βλ., μεταξύ άλλων, Mankowski, P., σε Brussels Ibis Regulation – Commentary, όπ.π., σ. 164, παράγραφος 43. Βλ. επίσης, προτάσεις μου στην υπόθεση Kolassa (C‑375/13, EU:C:2014:2135, σημείο 49).


53      Βλ. σημεία 52 επ. των παρουσών προτάσεων.


54      Βλ., μεταξύ άλλων, κατ’ αναλογίαν, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Gabriel (C‑96/00, EU:C:2001:690, σημεία 44 έως 47): «Μια νομοθετική εξαίρεση πρέπει, όπως και κάθε άλλη νομοθετική διάταξη, να ερμηνεύεται προσηκόντως, με γνώμονα τον σκοπό και το γράμμα της, καθώς και το γενικό διάγραμμα και το αντικείμενο του νομοθετήματος του οποίου αποτελεί μέρος».


55      Υπέρ μιας ελαστικής ερμηνείας της έννοιας της «συμβατικής υποχρεώσεως», βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:688, σημείο 38): «Επομένως, είναι δυνατόν και, κατ’ εμέ, δικαιολογημένο, να ερμηνευθεί η έννοια “διαφορές εκ συμβάσεως” υπό την έννοια ότι η σχετική κατηγορία υποθέσεων περιλαμβάνει θεσμούς παραπλήσιους με τις συμβάσεις, για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης σε υποθέσεις διεθνών διαφορών». Βλ., επίσης, Minois, M., Recherche sur la qualification en droit international privé des obligations, LGDJ, Παρίσι, 2020, σ. 174 έως 180.


56      Πρβλ. Pretelli, I., όπ.π., σ. 80 έως 82.


57      Θα εξετάσω κατωτέρω την πτυχή αυτή στο πλαίσιο της αναλύσεώς μου για τον προσδιορισμό της σχετικής ερμηνευτικής προσεγγίσεως προκειμένου να επιτευχθεί η εν λόγω ισορροπία μεταξύ των διαφόρων σκοπών του κανονισμού 44/2001. Βλ. σημεία 73 και 74 των παρουσών προτάσεων. Συναφώς, επισημάνθηκε προσφάτως στη θεωρία ότι η απουσία ιεραρχικής σχέσεως μεταξύ των διαφόρων σκοπών του κανονισμού 1215/2012 δεν επιτρέπει να γίνει δεκτή η μία ή η άλλη ερμηνεία. Επομένως, κάθε ερμηνεία, περιοριστική ή ευρεία, της έννοιας των «διαφορών εκ συμβάσεως» μπορεί να αντικρούσει την άποψη της άλλης ερμηνείας κατά τρόπο διαλεκτικό. Βλ., συναφώς, Pousen, M., «From Mirages to Aspirations – The Periphery of Matters Relating to a Contract in Regulation (EU) Nº 1215/2012», Yearbook of Private International Law, τόμος 22, Otto Schmidt, 2021, σ. 511 έως 545, ειδικότερα σ. 518 και μνημονευόμενη θεωρία στις υποσημειώσεις 34 και 35.


58      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις Handte (σκέψη 10), της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 27), και Feniks (σκέψη 38 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


59      Βλ., κατ’ αναλογίαν, μεταξύ άλλων, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2009, Zuid-Chemie (C‑189/08, EU:C:2009:475, σκέψη 31). Βλ., συναφώς, Lehmann, M., «Special Jurisdiction», σε The Brussels I Regulation Recast, όπ.π., σ. 140, παράγραφος 4.25, καθώς και Mankowski, P., σε Brussels I bis Regulation – Commentary, όπ.π., σ. 156, παράγραφος 27.


60      Απόφαση της 4ης Μαρτίου 1982, Effer (38/81, EU:C:1982:79, σκέψεις 7 και 8).


61      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Engler (C‑27/02, EU:C:2004:414, σημείο 38).


62      Απόφαση Peters Bauunternehmung (σκέψη 13). Βλ. επίσης, σημείο 58 των παρουσών προτάσεων. Όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων εταιρίας καθώς και τις σχέσεις μεταξύ των μετόχων και της εταιρίας που συστήνουν, βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 10ης Μαρτίου 1992, Powell Duffryn (C‑214/89, EU:C:1992:115, σκέψη 16). Ως προς τη σχέση μεταξύ διευθυντή εταιρίας και της εταιρίας που διευθύνει, όπως αυτή προβλέπεται από το δίκαιο των εταιριών, βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, Holterman Ferho Exploitatie κ.λπ. (C‑47/14, EU:C:2015:574, σκέψεις 53 και 54). Όσον αφορά τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνουν, βάσει του νόμου, οι συνιδιοκτήτες πολυκατοικίας ως προς τη συνιδιοκτησία, βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψεις 27 έως 29).


63      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση Engler (C‑27/02, EU:C:2004:414, σημείο 38).


64      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002 (C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 22). Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε αγωγή με την οποία προβαλλόταν η προσυμβατική ευθύνη του εναγομένου. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αυτή δεν ενέπιπτε στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως».


65      Η υπογράμμιση δική μου.


66      Απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi (C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 22). Στο πλαίσιο της τάσεως αυτής, με την απόφαση της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 26), το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με πιο ευέλικτο τρόπο ότι δεν υφίσταται απαίτηση περί υπάρξεως συμβάσεως μεταξύ των διαδίκων. Συγκεκριμένα, έκρινε ότι «δεν εμπίπτει στη “διαφορά εκ συμβάσεως” η παροχή την εκπλήρωση της οποίας αξιώνει ο εγγυητής, ο οποίος εξόφλησε τους δασμούς δυνάμει συμβάσεως εγγυήσεως συναφθείσας με την επιχείρηση μεταφορών, λόγω της υποκαταστάσεώς του στα δικαιώματα της διοικήσεως τελωνείων, στρεφόμενος αναγωγικώς κατά του κυρίου των εμπορευμάτων, εφόσον ο τελευταίος, ο οποίος παραμένει τρίτος ως προς τη σύμβαση εγγυήσεως, δεν ενέκρινε τη σύναψη της συμβάσεως» (η υπογράμμιση δική μου). Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε από τη θεωρία, σε περίπτωση που ο κύριος των εμπορευμάτων είχε εγκρίνει τη σύναψη της συμβάσεως εγγυήσεως, μολονότι δεν αποτελούσε συμβαλλόμενο μέρος στη σύμβαση αυτή, η εναντίον του αγωγή εξ αναγωγής του εγγυητή θα ενέπιπτε στο πεδίο των «διαφορών εκ συμβάσεως». Βλ. Gaudemet-Tallon, H., όπ.π., σ. 170.


67      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2005 (C‑27/02, στο εξής: απόφαση Engler, EU:C:2005:33, σκέψεις 45 και 50). Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη αφορούσε την εκ μέρους επαγγελματία υπόσχεση παροχής κέρδους σε καταναλωτή.


68      Βλ., συναφώς, απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψη 46).


69      Αποφάσεις Handte (σκέψη 15), της 27ης Οκτωβρίου 1998, Réunion européenne κ.λπ. (C‑51/97, EU:C:1998:509, σκέψη 17), της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, Tacconi (C‑334/00, EU:C:2002:499, σκέψη 23), καθώς και της 5ης Φεβρουαρίου 2004, Frahuil (C‑265/02, EU:C:2004:77, σκέψη 24).


70      Απόφαση Engler (σκέψη 48). Βλ. επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση εκείνη (C‑27/02, EU:C:2004:414, σημείο 38). Βλ. επίσης, σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


71      Απόφαση Engler (σκέψη 51). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα F. G. Jacobs στην υπόθεση αυτή (C‑27/02, EU:C:2004:414, σημείο 38). Βλ., προσφάτως, αποφάσεις Feniks (σκέψη 48) και Primera Air Scandinavia (σκέψη 44).


72      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 39), flightright (σκέψη 60), Feniks (σκέψη 39), και Wikingerhof (σκέψη 23).


73      Οι νομικές υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στην εν λόγω πρώτη προϋπόθεση, όπως αυτές προκύπτουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μνημονεύθηκαν συνοπτικώς από τον γενικό εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στις προτάσεις του στην υπόθεση Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:688, σημείο 37).


74      Σκέψη 30 της αποφάσεως εκείνης. Η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε αγωγή εξ αναγωγής η οποία ασκείται από έναν εις ολόκληρον ευθυνόμενο συνοφειλέτη κατά των συνοφειλετών του από σύμβαση πιστώσεως.


75      Όσον αφορά αγωγές καταβολής αποζημιώσεως σε περίπτωση παραβάσεως της συμβάσεως παραχωρήσεως αποκλειστικότητας, βλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976, De Bloos (14/76, EU:C:1976:134, σκέψεις 16 και 17). Ως προς διαφορά σχετική με την καταχρηστική καταγγελία συμβάσεως αυτόνομης εμπορικής αντιπροσωπείας και την καταβολή οφειλομένων προμηθειών σε εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως, βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 1988, Arcado (9/87, EU:C:1988:127, σκέψη 13).


76      Βλ. επίσης, απόφαση flightright(σκέψη 59). Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο ορίζει ως σύμβαση, κατά την έννοια του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001, τη σύμπτωση βουλήσεων δυο προσώπων. Βλ., μεταξύ άλλων, μνημονευόμενη νομολογία στο σημείο 58 των παρουσών προτάσεων. Βλ. επίσης, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2002, Gabriel (C‑96/00, EU:C:2002:436, σκέψη 49).


77      Απόφαση Engler (σκέψη 47). Βλ. μνημονευόμενη νομολογία στην υποσημείωση 64 των παρουσών προτάσεων.


78      Βλ. σημεία 56 επ. των παρουσών προτάσεων.


79      Όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις υποχρεώσεις του τριτεγγυητή γραμματίου σε διαταγή έναντι του δικαιούχου του γραμματίου αυτού, βλ. απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Česká spořitelna (C‑419/11, EU:C:2013:165, σκέψεις 48 και 49).


80      Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψεις 24 à 27).


81      Σκέψη 59 της αποφάσεως αυτής. Υπενθυμίζεται ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση αφορούσε αγωγή αποζημιώσεως επιβατών αεροπορικών μεταφορών λόγω σημαντικής καθυστερήσεως πτήσεως με ανταπόκριση κατά του πραγματικού αερομεταφορέα, ο οποίος δεν ήταν ο αντισυμβαλλόμενος των ενδιαφερόμενων επιβατών. Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις flightright κ.λπ. (C‑274/16, C‑447/16 και C‑448/16, EU:C:2017:787, σημείο 54).


82      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση Feniks (σκέψη 44). Βλ. επίσης, απόφαση της 14ης Δεκεμβρίου 1977, de Bloos (59/77, EU:C:1977:207, σκέψεις 11, 13, 15 και διατακτικό).


83      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:688, σημείο 40). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ. άρθρο 12 του κανονισμού 593/2008.


84      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Η. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση Wikingerhof (C‑59/19, EU:C:2020:688, υποσημείωση 52).


85      Βλ. υποσημείωση 21 των παρουσών προτάσεων.


86      Βλ. μνημονευόμενη νομολογία στα σημεία 48 επ. των παρουσών προτάσεων.


87      Βλ. μνημονευόμενη νομολογία στα σημεία 48 και 50 των παρουσών προτάσεων. Πάντως, σε ορισμένες αποφάσεις, η επιδίωξη διασφαλίσεως της ισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών σκοπών του κανονισμού 44/2001 φαίνεται ότι διαμορφώνει την ερμηνεία της έννοιας αυτής. Βλ., συναφώς, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψεις 26, 27, 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


88      Σκέψεις 48 και 51 της εν λόγω αποφάσεως.


89      Σκέψεις 31 και 33 της εν λόγω αποφάσεως.


90      Σκέψεις 59 και 61 της εν λόγω αποφάσεως.


91      Βλ. αποφάσεις Feniks (σκέψεις 39 και 48) και Primera Air Scandinavia (σκέψη 44).


92      Βλ., συναφώς, Haftel, B., «Revirement et extension du champ de la “matière contractuelle” dans les relations à trois personnes», Revue des contrats, τόμος 5, αριθ. 115, 2019, σ. 85: «Κατόπιν της εκδόσεως δύο αποφάσεων, κάθε προσωποκεντρικό κριτήριο φαίνεται να έχει εξαλειφθεί πλήρως».


93      Σκέψη 15 της αποφάσεως αυτής.


94      Απόφαση Engler (σκέψεις 45 και 50). Βλ. επίσης, σημείο 58 των παρουσών προτάσεων.


95      Βλ. απόφαση Peters Bauunternehmung (σκέψη 13).


96      Στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 7, σημείο 1, του κανονισμού 1215/2012, βλ. αποφάσεις Kareda (σκέψη 44), flightright (σκέψεις 74 και 75) και Feniks (σκέψεις 34, 36, 44 και 47). Ωστόσο, το Δικαστήριο αναφέρεται, ενίοτε, αποκλειστικώς είτε στον πρώτο σκοπό (απόφαση Primera Air Scandinavia, σκέψεις 62 και 63) είτε στον δεύτερο (απόφαση Wikingerhof, σκέψη 28 και 37).


97      Βλ., συναφώς, αποφάσεις Feniks (σκέψη 36) και Wikingerhof (σκέψη 28). Υπενθυμίζω, συναφώς, ότι η δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 5, σημείο 1, του κανονισμού 44/2001 εξαρτάται, αφενός, από την επιλογή του ενάγοντος να κάνει χρήση του εν λόγω κανόνα περί ειδικής βάσεως διεθνούς δικαιοδοσίας και, αφετέρου, από την εξέταση, εκ μέρους του επιληφθέντος της υποθέσεως δικαστηρίου, των ειδικών προϋποθέσεων της διάταξης αυτής, βλ. απόφαση Wikingerhof (σκέψη 29).


98      Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εν λόγω ισορροπία φαίνεται να έχει, τουλάχιστον σε ορισμένες αποφάσεις, καθοριστική σημασία στο πλαίσιο της ελαστικής ερμηνείας την οποία προέκρινε το Δικαστήριο στη νομολογία του. Εντούτοις, ορισμένοι συγγραφείς θεωρούν ότι το Δικαστήριο δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους επιλέγει τη μία ή την άλλη ερμηνεία. Βλ., μεταξύ άλλων, Pousen, M., όπ.π,. σ. 523 και μνημονευόμενη στην υποσημείωση 64 θεωρία: «Κατέστη αδύνατο να εξηγηθεί για ποιον λόγο [το Δικαστήριο] προκρίνει μια ερμηνεία έναντι άλλης».


99      Βλ., συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


100      Πρβλ. μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης, αποφάσεις της 14ης Ιουλίου 2016, Granarolo (C‑196/15, EU:C:2016:559, σκέψη 16), και Feniks (σκέψη 34). Βλ συναφώς, Pretelli, I., όπ.π., σ. 61 έως 82.


101      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Besix (C‑256/00, EU:C:2002:99, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


102      Βλ., συναφώς, Poesen, M., «Regressing into the right direction: Non-contractual Claims in Proceedings between Contracting Parties under Article 7 of the Brussels Ia Regulation», Maastricht Journal of European and Comparative Law, τόμος 28, αριθ. 3, 2021, σ. 390 έως 398, και, ειδικότερα, σ. 394 έως 395.


103      Βλ. αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1997, Benincasa (C‑269/95, EU:C:1997:337, σκέψη 27), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 61).


104      Βλ. αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 1982, Effer (38/81, EU:C:1982:79, σκέψεις 7 και 8), και της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 61), καθώς και προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση (C‑375/13, EU:C:2014:2135, σημείο 74). Βλ., επίσης, σημείο 56 των παρουσών προτάσεων.


105      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψη 62).


106      Αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2015, Kolassa (C‑375/13, EU:C:2015:37, σκέψεις 64 και 65), και της 16ης Ιουνίου 2016, Universal Music International Holding (C‑12/15, EU:C:2016:449, σκέψεις 45 και 46).


107      Είτε ατομικώς είτε ως ιδιοκτήτρια γκαλερί.


108      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση Ellmes Property Services (C‑433/19, EU:C:2020:482, σημείο 74).


109      Πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Car Trim (C‑381/08, EU:C:2010:90, σκέψεις 54 έως 60).


110      Πρβλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Kerr (C‑25/18, EU:C:2019:376, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


111      Βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Falco Privatstiftung και Rabitsch (C‑533/07, EU:C:2009:257, σκέψη 54) κατά την οποία: «[Τ]όσο από τις προπαρασκευαστικές εργασίες του κανονισμού 44/2001 όσο και από τη δομή του άρθρου του 5, σημείο 1, προκύπτει ότι μόνον όσον αφορά τις συμβάσεις πωλήσεως εμπορευμάτων και τις συμβάσεις παροχής υπηρεσιών βούληση του κοινοτικού νομοθέτη ήταν, αφενός, να μη λαμβάνεται πλέον υπόψη η επίμαχη, αλλά η χαρακτηριστική παροχή των συμβάσεων αυτών, και, αφετέρου, να ορισθεί αυτοτελώς ο τόπος εκπληρώσεως ως σύνδεσμος για τον καθορισμό του έχοντος διεθνή δικαιοδοσία δικαστηρίου επί διαφορών εκ συμβάσεως».


112      Ιδίως αν αποδεικνύεται δυσχερής ή αδύνατος για το αιτούν δικαστήριο ο προσδιορισμός του τόπου παραδόσεως των έργων τέχνης ή του τόπου παροχής υπηρεσιών εκ μέρους της γκαλερί στο πλαίσιο της πρώτης συναφθείσας συμβάσεως. Υπενθυμίζω, αφενός, ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι «ο τόπος όπου, βάσει της συμβάσεως, παραδόθηκαν ή έπρεπε να παραδοθούν τα εμπορεύματα πρέπει να καθορίζεται βάσει των διατάξεων της συμβάσεως αυτής. Σε περίπτωση κατά την οποία είναι αδύνατος ο καθορισμός του τόπου παραδόσεως επί της βάσεως αυτής, χωρίς να απαιτείται να ληφθεί υπόψη το εφαρμοστέο στη σύμβαση ουσιαστικό δίκαιο, τόπος παραδόσεως είναι αυτός της πραγματικής παραδόσεως των εμπορευμάτων στον αγοραστή, με την οποία ο αγοραστής απέκτησε ή έπρεπε να αποκτήσει την εξουσία να διαθέτει τα εμπορεύματα αυτά, στον τόπο που αποτελεί τον τελικό προορισμό της πράξεως της πωλήσεως» (απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2010, Car Trim, C‑381/08, EU:C:2010:90, σκέψη 62 και διατακτικό· η υπογράμμιση δική μου). Αφετέρου, η έννοια των «υπηρεσιών» προϋποθέτει, κατά πάγια νομολογία, ότι το συμβαλλόμενο μέρος που παρέχει τις υπηρεσίες αυτές ασκεί συγκεκριμένη δραστηριότητα έναντι αμοιβής: το στοιχείο της αμοιβής δεν μπορεί να ελλείπει προκειμένου να εφαρμοστεί το άρθρο 5, σημείο 1, στοιχείο βʹ, δεύτερη περίπτωση, του κανονισμού 44/2001. Τούτου λεχθέντος, ομολογώ ότι διατηρώ αμφιβολίες ως προς το αν η διαφορά της κύριας δίκης αφορά την πώληση προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών.


113      Απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 1976 (12/76, EU:C:1976:133).


114      Απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Falco Privatstiftung και Rabitsch (C‑533/07, EU:C:2009:257, σκέψη 46 έως 57).