Language of document : ECLI:EU:T:2021:913

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Έκτακτοι υπάλληλοι – Έρευνα της OLAF – Κοινοποίηση, προς τις εθνικές δικαστικές αρχές, πληροφοριών για πράξεις που μπορούν να επισύρουν ποινική δίωξη – Εθνική ποινική διαδικασία – Αθώωση – Συμπεριφορά του Cedefop σχετική με την εθνική ποινική διαδικασία – Απόρριψη της αιτήσεως αποζημιώσεως – Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Σύγκρουση συμφερόντων – Τεκμήριο αθωότητας – Αρμοδιότητες της επιτροπής προσφυγών του Cedefop»

Στην υπόθεση T‑159/20,

Helene Hamers, κάτοικος Αγγελοχωρίου (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τους Β. Χριστιανό, Α. Πολίτη, Μ. Ροδόπουλο και Α. Σκουλίκη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κέντρου για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop), εκπροσωπούμενου από τους J. Siebel και Λ. Ζαχείλα, επικουρούμενους από τους B. Wägenbaur και Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρους,

καθού-εναγομένου,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ με αίτημα, αφενός, την ακύρωση της σιωπηρής απόφασης του Cedefop της 19ης Ιανουαρίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που αφορούσε αίτηση αποκαταστάσεως της προβαλλόμενης ζημίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας και, αφετέρου, την αποκατάσταση της ζημίας αυτής.

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, O. Porchia (εισηγήτρια) και M. Stancu, δικαστές,

γραμματέας: Η. Πολλάλης, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 14ης Ιουλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα), Helene Hamers, είναι έκτακτη υπάλληλος βαθμού AD 12 στο Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (Cedefop).

2        Το 2001, η προσφεύγουσα διορίστηκε προϊσταμένη της υπηρεσίας «Προϋπολογισμού και Οικονομικών» του Cedefop και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι το 2007.

3        Το 2005, το διοικητικό συμβούλιο του Cedefop ζήτησε από την Υπηρεσία Εσωτερικού Λογιστικού Ελέγχου (στο εξής: IAS) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να ελέγξει την κανονικότητα και τη νομιμότητα των διαδικασιών προκήρυξης διαγωνισμού και ανάθεσης συμβάσεων κατά την περίοδο από το 2001 έως το 2005. Η IAS κατέληξε με την έκθεσή της στην ύπαρξη σοβαρών παραβάσεων των κανονιστικών ρυθμίσεων σχετικά με τις διαδικασίες προκήρυξης διαγωνισμού για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων, μνημόνευσε δε την προσφεύγουσα υπό την ιδιότητα της προϊσταμένης της υπηρεσίας.

4        Στις 14 Οκτωβρίου 2005, βάσει της εκθέσεως της IAS, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε εσωτερική έρευνα, χωριστή από εκείνη της IAS, εις βάρος έξι προσώπων μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, αφορώσα την ίδια περίοδο, ήτοι από το 2001 έως το 2005.

5        Στις 16 Αυγούστου 2007 η OLAF εξέδωσε την τελική έκθεσή της και κατέληξε στην ύπαρξη οργανωμένης απάτης εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία μετείχαν τα έξι εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα.

6        Στις 2 Οκτωβρίου 2007 η OLAF κοινοποίησε την τελική έκθεσή της στις ελληνικές δικαστικές αρχές καθώς και στο Cedefop.

7        Στις 31 Μαρτίου 2008 ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης (στο εξής: εισαγγελέας) ανέθεσε στο Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (στο εξής: ΣΔΟΕ) να διενεργήσει προκαταρκτική εξέταση.

8        Στις 4 Σεπτεμβρίου 2008 το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή.

9        Στις 23 Ιουνίου 2009 το ΣΔΟΕ εξέδωσε την πορισματική αναφορά του με την οποία διαπίστωσε παρατυπίες σε ορισμένες δημόσιες συμβάσεις (στο εξής: επίδικες δημόσιες συμβάσεις). Ο εισαγγελέας αποφάσισε τη δίωξη των έξι εμπλεκομένων προσώπων, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα. Στις 2 Ιουλίου 2009 διατάχθηκε η διενέργεια ποινικής έρευνας.

10      Στις 6 Μαρτίου 2017 άρχισε η ποινική διαδικασία για την εκδίκαση της υποθέσεως ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Ελλάδα).

11      Με απόφαση της 20ής Ιουλίου 2018, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης απάλλαξε τα έξι εμπλεκόμενα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, λόγω ανεπαρκών αποδεικτικών στοιχείων.

12      Στις 12 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για την αποκατάσταση της ζημίας, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), συνολικού ύψους 442 276,78 ευρώ (στο εξής: αίτηση αποζημιώσεως). Το ποσό αυτό αναλυόταν σε 250 000 ευρώ για ηθική βλάβη, 150 000 ευρώ για βλάβη της υγείας της προσφεύγουσας, καθώς και 42 276,78 ευρώ για περιουσιακή ζημία συνδεόμενη με τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

13      Στις 3 Ιουλίου 2019 η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή του Cedefop, ενεργώντας ως αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ), απέρριψε την αίτηση αποζημιώσεως (στο εξής: απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019).

14      Στις 19 Σεπτεμβρίου 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 (στο εξής: διοικητική ένσταση).

15      Στις 20 Νοεμβρίου 2019 η επιτροπή προσφυγών του Cedefop (στο εξής: επιτροπή προσφυγών) πρότεινε στα μέρη φιλικό διακανονισμό σχετικά με τα έξοδα δικηγόρου στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

16      Στο πλαίσιο της εν λόγω διαδικασίας διακανονισμού, ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop πρότεινε στην προσφεύγουσα, στις 28 Νοεμβρίου 2019, να της καταβληθεί χαριστικώς το ποσό των 17 000 ευρώ, πρόταση την οποία απέρριψε η προσφεύγουσα. Με επιστολή της 11ης Δεκεμβρίου 2019, ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop αύξησε την προσφορά του προτείνοντας ποσό 25 000 ευρώ, πρόταση την οποία επίσης απέρριψε η προσφεύγουσα.

17      Στις 16 Ιανουαρίου 2020 η επιτροπή προσφυγών εξέδωσε απόφαση με την οποία ακύρωσε, λόγω ελλείψεως αιτιολογίας, την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019, κατά το μέρος που αφορά τη ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου. Η επιτροπή προσφυγών απέρριψε τη διοικητική ένσταση κατά τα λοιπά (στο εξής: απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020).

18      Με επιστολή της 23ης Ιανουαρίου 2020, η προσφεύγουσα δήλωσε ότι τα έξοδα δικηγόρου ανέρχονταν σε 36 156,78 ευρώ.

19      Κατόπιν της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020, ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop, με επιστολή της 10ης Απριλίου 2020, επιβεβαίωσε την άρνηση καταβολής αποζημιώσεως για τα έξοδα δικηγόρου, πρότεινε όμως, χαριστικώς, το ποσό των 12 500 ευρώ (στο εξής: απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 10ης Απριλίου 2020), πρόταση την οποία απέρριψε η προσφεύγουσα.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Μαρτίου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) κατά της «σιωπηρής απορριπτικής αποφάσεως» επί της διοικητικής ενστάσεως, προβάλλοντας ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020 δεν αποτελεί απόφαση της ΑΔΑ και ότι δεν υπήρξε απάντηση του εκτελεστικού διευθυντή εντός τεσσάρων μηνών από της υποβολής της διοικητικής ενστάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

21      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Μαΐου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 86 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 10ης Απριλίου 2020.

22      Στις 17 Ιουνίου 2020 το Cedefop ζήτησε τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων στοιχείων και κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως.

23      Στις 22 Ιουνίου 2020 το Cedefop υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί του υπομνήματος προσαρμογής.

24      Στις 28 Αυγούστου και στις 6 Οκτωβρίου 2020 η προσφεύγουσα και το Cedefop κατέθεσαν, αντιστοίχως, υπόμνημα απαντήσεως και υπόμνημα ανταπαντήσεως. Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε από το αίτημα αποκαταστάσεως της περιουσιακής ζημίας, αποτιμώμενης σε 6 120 ευρώ, για τις 17 ημέρες άδειας τις οποίες έλαβε προκειμένου να παρασταθεί ενώπιον των εθνικών αρχών.

25      Κατόπιν της προσαρμογής της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή του Cedefop, της 19ης Ιανουαρίου 2020, περί απορρίψεως της διοικητικής ένστασης·

–        να υποχρεώσει το Cedefop να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 436 156,78 ευρώ·

–        να δεχθεί το αίτημα προσαρμογής της προσφυγής, σύμφωνα με το άρθρο 86 του Κανονισμού Διαδικασίας·

–        να καταδικάσει το Cedefop στο σύνολο των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων την προσαρμογή της προσφυγής.

26      Κατόπιν των παρατηρήσεων επί του υπομνήματος προσαρμογής, το Cedefop ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να απορρίψει το αίτημα προσαρμογής της προσφυγής·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

27      Στις 11 Ιουνίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους διαδίκους, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89, παράγραφος 3, στοιχεία α΄ και β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, να απαντήσουν σε ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

28      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στην ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουλίου 2021.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της διαφοράς

29      Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα ζήτησε την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή του Cedefop της 19ης Ιανουαρίου 2020, με την οποία, όπως υποστηρίζει, απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση. Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση της ΑΔΑ, καθόσον η επιτροπή αυτή δεν είναι αρμόδια να απαντήσει σε διοικητική ένσταση υποβληθείσα σύμφωνα με το άρθρο 90 του ΚΥΚ και αφορώσα αίτηση αποζημιώσεως. Μόνον ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop, ενεργώντας ως ΑΔΑ, είναι αρμόδιος να χορηγεί αποζημιώσεις και, επομένως, να εξετάζει τις διοικητικές ενστάσεις που αφορούν αποζημίωση. Η επιτροπή προσφυγών έχει καθ’ ύλην αρμοδιότητα περιοριζόμενη στις διαδικαστικές πτυχές και στην εξέταση και διεκπεραίωση των προσπαθειών φιλικού διακανονισμού. Συναφώς, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 26ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιέχει, κατ’ αυτήν, γενική εξουσιοδότηση προς τον εκτελεστικό διευθυντή να ενεργεί και να παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή, εκτός εάν πρόκειται για αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί αποκλειστικώς στο διοικητικό συμβούλιο ή σε άλλο όργανο του Cedefop. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, ελλείψει αποφάσεως της ΑΔΑ σχετικά με τη διοικητική ένσταση, η ένσταση αυτή απορρίφθηκε σιωπηρώς κατά τη λήξη της τετράμηνης προθεσμίας του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Προσθέτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020 είναι η προσβαλλόμενη πράξη, το Γενικό Δικαστήριο έχει την εξουσία να προβεί αυτεπαγγέλτως σε εκ νέου χαρακτηρισμό του ακυρωτικού αιτήματος, υπό την έννοια ότι βάλλει κατά της αποφάσεως αυτής.

30      Το Cedefop υποστηρίζει ότι, μολονότι ο εκτελεστικός διευθυντής είναι αρμόδιος να αποφαίνεται επί των αιτήσεων αποζημιώσεως και, ειδικότερα, να καθορίζει το ύψος της αποζημιώσεως, αρμόδια για την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων κατά των αποφάσεων του εκτελεστικού διευθυντή επί θεμάτων αποζημιώσεως είναι η επιτροπή προσφυγών.

31      Κατά το άρθρο 1 της αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η επιτροπή προσφυγών είναι αρμόδια για την εξέταση των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλουν οι μόνιμοι ή μη μόνιμοι υπάλληλοι του Cedefop, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 90 του ΚΥΚ, κατά των πράξεων ή των παραλείψεων της ΑΔΑ ή, κατά περίπτωση, της Αρμόδιας για τη Σύναψη Συμβάσεων Αρχής. Το άρθρο 5, πρώτο εδάφιο και τελευταίο εδάφιο, της αποφάσεως αυτής προβλέπει ότι η διοικητική ένσταση απευθύνεται στον πρόεδρο της εν λόγω επιτροπής και ότι, εφόσον δεν έχει επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός και λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ο πρόεδρος οργανώνει τις συνεδριάσεις της επιτροπής προκειμένου να ληφθεί απόφαση.

32      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις διοικητικές ενστάσεις τις οποίες είναι αρμόδια να εξετάζει η επιτροπή προσφυγών, η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 4ης Φεβρουαρίου 2000 δεν διακρίνει μεταξύ των διοικητικών ενστάσεων που υποβάλλονται κατόπιν αιτήματος ακυρώσεως και εκείνων που υποβάλλονται κατόπιν αιτήματος αποζημιώσεως ούτε περιορίζει την αρμοδιότητα της επιτροπής προσφυγών αποκλειστικώς στην εξέταση και τη διεκπεραίωση των προσπαθειών φιλικού διακανονισμού. Το γεγονός ότι το άρθρο 5 της εν λόγω αποφάσεως προβλέπει ότι η επιτροπή αυτή εξετάζει τις δυνατότητες φιλικού διακανονισμού, όπερ συνέβη εξάλλου εν προκειμένω πριν από τη λήψη της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020, δεν είναι δυνατόν να σημαίνει ότι οι εξουσίες της περιορίζονται αποκλειστικώς στην εξέταση και στη διεκπεραίωση τέτοιων προσπαθειών, δεδομένου άλλωστε ότι προβλέπεται ότι η επιτροπή προσφυγών συνέρχεται σε περίπτωση αποτυχίας, λαμβάνοντας υπόψη τις προθεσμίες του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

33      Επομένως, όπως έχει κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, η επιτροπή προσφυγών είναι το όργανο στο οποίο έχει ανατεθεί, με την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 4ης Φεβρουαρίου 2000, το καθήκον να απαντά σε όλες τις διοικητικές ενστάσεις που υποβάλλονται από το προσωπικό του Cedefop σύμφωνα με το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2011, Λογγινίδης κατά Cedefop, T-283/08 P, EU:T:2011:338, σκέψη 114).

34      Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι η προσφεύγουσα επικαλέστηκε μια απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 26ης Φεβρουαρίου 2019, η οποία περιέχει, κατά την άποψή της, γενική εξουσιοδότηση προς τον εκτελεστικό διευθυντή να ενεργεί και να παρεμβαίνει ως αρμόδια αρχή. Η προσφεύγουσα διευκρίνισε όμως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι από την απόφαση αυτή προκύπτει ότι η εν λόγω εξουσιοδότηση δεν αφορά τις αρμοδιότητες που έχουν ανατεθεί αποκλειστικώς στο διοικητικό συμβούλιο ή σε άλλο όργανο του Cedefop. Επομένως, από την εξήγηση που παρέσχε η ίδια η προσφεύγουσα προκύπτει ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά τις αρμοδιότητες που έχουν ήδη απονεμηθεί στην επιτροπή προσφυγών, όπως συμβαίνει με τις αρμοδιότητες τις οποίες προβλέπει η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του Cedefop της 4ης Φεβρουαρίου 2000 ως προς τις διοικητικές ενστάσεις που υποβάλλονται, δυνάμει του άρθρου 90 του ΚΥΚ, κατά των αποφάσεων της ΑΔΑ.

35      Ως εκ τούτου, η διοικητική ένσταση εξετάστηκε πράγματι με την από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφαση της επιτροπής προσφυγών και απορρίφθηκε, με εξαίρεση το αίτημα σχετικά με τα έξοδα δικηγόρου, κατόπιν δε αυτής της αποφάσεως εναπέκειτο στον εκτελεστικό διευθυντή να αποφανθεί επί της υλικής ζημίας που συνδέεται με τα εν λόγω έξοδα.

36      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία, η διοικητική ένσταση του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ και η απόρριψή της, ρητή ή σιωπηρή, αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν απλώς μια από τις προϋποθέσεις για την άσκηση ένδικης προσφυγής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικώς βάλλει κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα να υποβάλλεται στην κρίση του δικαστή η βλαπτική πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 1989, Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8), πλην της περιπτώσεως κατά την οποία η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από την πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2006, Staboli κατά Επιτροπής, T-281/04, EU:T:2006:334, σκέψη 26).

37      Εν προκειμένω, καθόσον η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 ακυρώθηκε με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020 μόνον κατά το μέρος που αφορά την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφυγή ασκήθηκε κατά της πρώτης αποφάσεως, της οποίας η νομιμότητα πρέπει να εξεταστεί λαμβανομένης υπόψη της δεύτερης αποφάσεως, η οποία την επιβεβαιώνει όσον αφορά τις λοιπές ζημίες.

 Επί της προσαρμογής της προσφυγής·

38      Η προσφεύγουσα κατέθεσε υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή του Cedefop της 10ης Απριλίου 2020. Η απόφαση αυτή εκδόθηκε μετά την απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020, η οποία ακύρωσε εν μέρει την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019, ήτοι κατά το μέρος που αφορά τη ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου.

39      Το Cedefop αμφισβητεί το παραδεκτό του υπομνήματος προσαρμογής.

40      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν μια πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη έχουσα το ίδιο αντικείμενο, ο προσφεύγων μπορεί, πριν από την περάτωση της προφορικής διαδικασίας ή πριν από την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της διαφοράς χωρίς διεξαγωγή προφορικής διαδικασίας, να προσαρμόσει την προσφυγή του προκειμένου να ληφθεί υπόψη το νέο αυτό στοιχείο.

41      Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η έννοια της πράξεως που «αντικαθίσταται ή τροποποιείται από άλλη πράξη», κατά το άρθρο 86, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, παραπέμπει, αφενός, στην περίπτωση κατά την οποία μια ατομική απόφαση, ρητή ή σιωπηρή, αντικαταστάθηκε από άλλη απόφαση έχουσα το ίδιο αντικείμενο και, αφετέρου, στην περίπτωση κατά την οποία η ισχύς μιας διατάξεως του παραγώγου δικαίου παρατείνεται χωρίς να μεταβάλλεται η αρχή την οποία διατυπώνει και η οποία αποτελεί το ουσιώδες μέρος του αντικειμένου της διαφοράς [βλ. απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T-573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 197 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

42      Επιπλέον, από τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προκύπτει ότι προσφυγή βάλλουσα κατά βλαπτικής πράξεως η οποία συνίσταται σε απόφαση της ΑΔΑ είναι παραδεκτή μόνον εάν ο ενδιαφερόμενος έχει υποβάλει προηγουμένως διοικητική ένσταση ενώπιον της ΑΔΑ και εάν επί της ενστάσεως αυτής έχει εκδοθεί ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση (βλ. απόφαση της 1ης Απριλίου 2009, Valero Jordana κατά Επιτροπής, T-385/04, EU:T:2009:97, σκέψη 78 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

43      Εν προκειμένω επισημαίνεται όμως ότι, αντιθέτως προς τα προβλεπόμενα από την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία των άρθρων 90 και 91 του Κανονισμού Διαδικασίας, κατόπιν της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή της 10ης Απριλίου 2020 η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε νέα διοικητική ένσταση σχετικά με την αίτησή της αποζημιώσεως όσον αφορά την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου.

44      Κατά συνέπεια, τα αιτήματα του υπομνήματος προσαρμογής, κατά το μέρος που αφορούν το αίτημα αποζημιώσεως για την υλική ζημία που συνδέεται με τα έξοδα δικηγόρου, πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα.

45      Εξάλλου, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αποφάσισε να καταθέσει υπόμνημα προσαρμογής για τον λόγο ότι η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 10ης Απριλίου 2020 αφορά επίσης το αίτημα αποζημιώσεως για τις λοιπές ζημίες, πρέπει να υπομνησθεί ότι η απόφαση αυτή δεν αντικαθιστά την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 για τις ζημίες αυτές. Πράγματι, η τελευταία αυτή απόφαση επιβεβαιώθηκε συναφώς με την απόφαση της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020. Επομένως, το υπόμνημα προσαρμογής πρέπει να κριθεί απαράδεκτο καθόσον αφορά το αίτημα αποζημιώσεως για τις λοιπές ζημίες.

 Επί του ακυρωτικού αιτήματος

46      Με το δικόγραφο της προσφυγής, η προσφεύγουσα προέβαλε τυπικώς τέσσερις λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών ή συμπεριφορών του Cedefop που ήταν καθοριστικές για την κίνηση της εις βάρος της ποινικής διαδικασίας, ο δεύτερος αφορά προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, καθόσον η αίτησή της αποζημιώσεως εξετάστηκε από υπάλληλο του Cedefop τελούντα σε κατάσταση συγκρούσεως συμφερόντων, ο τρίτος αφορά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς και, ιδίως, παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, και, ο τέταρτος, τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Cedefop η οποία οδήγησε στην επαγγελματική υποβάθμισή της.

47      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το ακυρωτικό αίτημά της στηρίζεται μόνο στον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά σύγκρουση συμφερόντων

48      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop παραβίασε τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, της ανεξαρτησίας και της αμεροληψίας, λόγω της συγκρούσεως συμφερόντων στην οποία τελούσε μια υπάλληλός του, η οποία ήταν μάρτυρας κατηγορίας ενώπιον της OLAF καθώς και ενώπιον των δικαστικών αρχών και η οποία αποφάνθηκε, ως εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή, επί της αιτήσεως αποζημιώσεως της προσφεύγουσας, ενώ όφειλε να απόσχει.

49      Κατά την προσφεύγουσα, η απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019, την οποία υπέγραψε η εν λόγω υπάλληλος ως εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή, πάσχει σοβαρό ελάττωμα που πλήττει και τη σιωπηρή απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2020 περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το γεγονός ότι η αίτηση αποζημιώσεως εξετάστηκε από πρόσωπο που πρωτοστάτησε στις εις βάρος της κατηγορίες αντιβαίνει στην υποχρέωση αμεροληψίας που υπέχει το Cedefop και καθιστά πλημμελή την αιτιολογία των δύο αποφάσεων στο σύνολό της.

50      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω υπάλληλος δήλωσε ενόρκως, κατά τρόπο κατηγορηματικό και απόλυτο, ότι η προσφεύγουσα, λόγω των καθηκόντων της, γνώριζε τις παρατυπίες, ήταν υπεύθυνη για τον εσωτερικό έλεγχο και είχε τον ρόλο οικονομικού επαληθευτή. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι το ποινικό δικαστήριο έκρινε αμετάκλητα ότι δεν ασκούσε τα εν λόγω καθήκοντα και ότι δεν είχε γνώση των πράξεων και των παραλείψεων που της προσάπτονταν.

51      Το Cedefop αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

52      Υπογραμμίζεται ότι, κατά την προσφεύγουσα, η προβαλλόμενη εν προκειμένω σύγκρουση συμφερόντων δεν απορρέει, αυτή καθεαυτήν, από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η εν λόγω υπάλληλος στο πλαίσιο των ανακριτικών καθώς και των ένδικων διαδικασιών, δηλώσεις των οποίων γίνεται επίκληση στο πλαίσιο του αιτήματος αποζημιώσεως. Απορρέει εκ του ότι η εν λόγω υπάλληλος, υπό την ιδιότητα της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή, δεν έπρεπε να λάβει την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019, λαμβανομένων υπόψη των εν λόγω δηλώσεων.

53      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η σύγκρουση συμφερόντων αποτελεί απλώς έκφανση του ελαττώματος της μεροληψίας, δεδομένου ότι η υποχρέωση αμεροληψίας καλύπτει όλες τις περιστάσεις ως προς τις οποίες ο μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος που καλείται να αποφανθεί επί ορισμένης υποθέσεως θα όφειλε ευλόγως να αντιληφθεί ότι θα μπορούσαν να δημιουργήσουν στους τρίτους την εντύπωση ότι είναι δυνατόν να επηρεάσουν την ανεξαρτησία του στην εκάστοτε υπόθεση (απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019, GE Healthcare κατά Επιτροπής, T-783/17, EU:T:2019:624, σκέψη 172).

54      Η υποχρέωση αμεροληψίας που επιβάλλεται στη διοίκηση δυνάμει του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) καλύπτει δύο πτυχές. Πρώτον, η διοίκηση οφείλει να είναι υποκειμενικώς αμερόληπτη, δηλαδή κανένα από τα μέλη της δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, η δε προσωπική αμεροληψία τεκμαίρεται μέχρις αποδείξεως του αντιθέτου. Δεύτερον, η διοίκηση οφείλει να είναι αντικειμενικώς αμερόληπτη, δηλαδή να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C-341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 54, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2016, Weissenfels κατά Κοινοβουλίου, T-684/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:525, σκέψη 17).

55      Εν προκειμένω, το γεγονός ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή που αποφάνθηκε επί της αιτήσεως αποζημιώσεως της προσφεύγουσας προέβη, ως μάρτυρας, σε δηλώσεις αφορώσες την προσφεύγουσα κατά τις ανακριτικές και τις ένδικες διαδικασίες δεν αρκεί για να τεθεί υπό αμφισβήτηση η αμεροληψία της όταν έλαβε την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 και, ως εκ τούτου, για να συναχθεί ότι υπήρξε σύγκρουση συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 11α του ΚΥΚ.

56      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η εν λόγω υπάλληλος έλαβε την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 υπό την ιδιότητα της εκτελούσας χρέη εκτελεστικού διευθυντή και ότι κατέθεσε υπό την ιδιότητα της εκπροσώπου του Cedefop, ασκώντας τα καθήκοντά της. Ουδέποτε κατέθεσε ιδίω ονόματι ως μάρτυρας κατά της προσφεύγουσας, όπως ορθώς υποστηρίζει το Cedefop.

57      Εν πάση περιπτώσει και προπάντων, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 υποβλήθηκε διοικητική ένσταση.

58      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η διαδικασία διοικητικής ενστάσεως έχει ως σκοπό να καθιστά δυνατό και να ευνοεί τον φιλικό διακανονισμό της διαφοράς που ανέκυψε μεταξύ του υπαλλήλου και της διοικήσεως και να υποχρεώσει την αρχή στην οποία υπάγεται ο υπάλληλος να επανεξετάσει την απόφασή της, τηρώντας τους κανόνες, υπό το φως των τυχόν αντιρρήσεων του υπαλλήλου (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιουνίου 2015, Z κατά Δικαστηρίου, T-88/13 P, EU:T:2015:393, σκέψη 144). Στο πλαίσιο αυτό, η εν λόγω διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα στον ενιστάμενο να διευκρινίσει τα αιτήματά του και στη διοίκηση να διορθώσει τυχόν σφάλματα, να επανεξετάσει τη θέση της και να συμπληρώσει την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

59      Συνεπώς, η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει προβλεφθεί όχι μόνον προς το συμφέρον της διοικήσεως αλλά και προς το συμφέρον του υπαλλήλου (πρβλ. απόφαση της 3ης Απριλίου 1990, Pfloeschner κατά Επιτροπής, T-135/89, EU:T:1990:26, σκέψη 17), ο οποίος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει την προσήκουσα επανεξέταση της αποφάσεως της διοικήσεως.

60      Πρέπει πάντως να υπογραμμιστεί ότι, με την από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφασή της, η επιτροπή προσφυγών προέβη σε πλήρη επανεξέταση της αποφάσεως του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 και δεν αμφισβητείται ότι η εκτελούσα χρέη εκτελεστικού διευθυντή που έλαβε την τελευταία αυτή απόφαση δεν μετείχε στην εν λόγω επιτροπή.

61      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

 Επί του λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ

62      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το Cedefop αμφισβήτησε το δεδικασμένο της αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, που κατέρριψε τη βάση της όλης κατηγορίας. Εκτιμά ότι το Cedefop εμμένει στην αμφισβήτηση των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη αμετακλήτως το εν λόγω δικαστήριο, όπως προκύπτει από την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 και από τη σιωπηρή απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2020, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το Cedefop δεσμεύεται από τα αμετακλήτως κριθέντα από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης και η αμφισβήτησή τους αντιβαίνει στη νομολογία του δικαστή της Ένωσης καθώς και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το δικαστήριο αυτό αποφάνθηκε ρητώς ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τη δημοσιονομική επαλήθευση όλων των δημοσίων συμβάσεων, συμπεριλαμβανομένων των επίδικων συμβάσεων, ενώ το Cedefop υποστήριξε τις σχετικές κατηγορίες κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, υπονοώντας ότι η προσφεύγουσα γνώριζε και συγκάλυπτε τις πράξεις και τις παραλείψεις που της προσάπτονταν. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop αμφισβήτησε την κρίση του εν λόγω δικαστηρίου όσον αφορά την περιγραφή των καθηκόντων της, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, του άρθρου 48 του Χάρτη και του άρθρου 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), το οποίο αναγνωρίζεται ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης.

63      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι με τον υπό κρίση λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ των εθνικών και των ευρωπαϊκών αρχών.

64      Το Cedefop αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

65      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη των επισημανθέντων στις σκέψεις 58 και 59 ανωτέρω, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της αποφάσεως της επιτροπής προσφυγών της 16ης Ιανουαρίου 2020. Πράγματι, η επιτροπή προσφυγών επανεξέτασε, με την εν λόγω απόφαση, την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 και υπογράμμισε ότι το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης ουδέποτε κατονόμασε προσωπικώς την προσφεύγουσα ως αυτουργό παραβάσεως των ποινικών ή δημοσιονομικών κανόνων και ότι η προσφεύγουσα δεν είχε απλώς απαλλαγεί των κατηγοριών, αλλά απήλαυε κατ’ ανάγκην του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της.

66      Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα που παρέχει στους ιδιώτες δικαιώματα την τήρηση των οποίων διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Rodriguez Prieto κατά Επιτροπής, T-61/18, EU:T:2019:217, σκέψη 91 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Επιπλέον, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας επιτάσσει ότι όποιος κατηγορείται για την τέλεση αδικήματος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2018, Gollnisch κατά Κοινοβουλίου, T-624/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:121, σκέψη 78).

68      Εν προκειμένω όμως, από την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 δεν προκύπτει κρίση περί του ότι η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί υπεύθυνη για τις παρατυπίες που διαπιστώθηκαν στις επίδικες δημόσιες συμβάσεις ή για τις πράξεις που της προσήφθησαν στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων της.

69      Κατ’ αρχάς, στην απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 εκτίθεται απλώς ότι αυτό και μόνον το γεγονός ότι το ΣΔΟΕ και τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν υπεύθυνη για την οικονομική επαλήθευση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων και δεν είχε αναμειχθεί κατά τρόπο παράτυπο στη σύναψη των επίδικων δημοσίων συμβάσεων δεν προδίκαζε το ζήτημα αν η προσφεύγουσα ασκούσε, λόγω της θέσεως που κατείχε, τα καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή στο Cedefop και είχε ευθύνες οι οποίες δεν διαπιστώθηκαν, σχετικές ιδίως με τις επίδικες δημόσιες συμβάσεις που αποτέλεσαν αντικείμενο της ποινικής έρευνας.

70      Περαιτέρω, με την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 δόθηκε απάντηση στο επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο αμφισβητήθηκε εμμέσως το περιεχόμενο επίσημων εγγράφων που πιστοποιούσαν ότι ασκούσε καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή εντός του Cedefop. Συναφώς, στην απόφαση απαριθμούνται τα εν λόγω έγγραφα με τα οποία βεβαιώθηκαν, μεταξύ άλλων, η περιγραφή των καθηκόντων στο καθηκοντολόγιο, το περιεχόμενο των εκθέσεων εξελίξεως της σταδιοδρομίας, τις οποίες δεν προσέβαλε η προσφεύγουσα, καθώς και οι αποφάσεις περί αναθέσεως νέων καθηκόντων που ελήφθησαν ως προς αυτήν, τις οποίες η προσφεύγουσα είχε προσυπογράψει και τις οποίες επίσης δεν προσέβαλε.

71      Τέλος, από την απόφαση του εκτελεστικού διευθυντή της 3ης Ιουλίου 2019 ουδόλως προκύπτει είτε ότι παρέμεινε κάποια αμφιβολία ως προς την ενοχή ή την εμπλοκή της προσφεύγουσας στο ποινικό αδίκημα για το οποίο διώχθηκε είτε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται συγκρουόμενα συμφέροντα μεταξύ της προσφεύγουσας και του Cedefop σχετικά με τις πράξεις που της προσήφθησαν ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων και για τις οποίες αθωώθηκε.

72      Εν πάση περιπτώσει, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 65 ανωτέρω, η επιτροπή προσφυγών υπογράμμισε στην από 16 Ιανουαρίου 2020 απόφασή της, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα είχε απαλλαγεί από τις κατηγορίες και απήλαυε κατ’ ανάγκην του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την τήρηση των εκ του ΚΥΚ υποχρεώσεών της.

73      Επομένως, το Cedefop ούτε αμφισβήτησε το δεδικασμένο της εθνικής δικαστικής αποφάσεως ούτε αγνόησε την αθώωση της προσφεύγουσας με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.

74      Συνεπώς, ωσαύτως δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ.

75      Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο λόγος ακυρώσεως, όπως επομένως και το ακυρωτικό αίτημα το οποίο στηρίζεται στους δύο λόγους ακυρώσεως που αναλύθηκαν ανωτέρω.

 Επί του αποζημιωτικού αιτήματος

76      Επισημαίνεται προκαταρκτικώς ότι, με τον πρώτο και τον τέταρτο λόγο που παρατίθενται στη σκέψη 46 ανωτέρω επιδιώκεται να αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών ή των συμπεριφορών του Cedefop, οι οποίες, κατά την προσφεύγουσα, είτε σχετίζονται με την κίνηση της ποινικής διαδικασίας εις βάρος της είτε είχαν ως αποτέλεσμα την επαγγελματική υποβάθμισή της. Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η απόφαση θεσμικού οργάνου περί απορρίψεως αιτήσεως αποζημιώσεως και η απόφαση περί απορρίψεως της επακόλουθης διοικητικής ενστάσεως αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και ότι, κατά συνέπεια, τα αιτήματα περί ακυρώσεως των αποφάσεων αυτών δεν μπορούν να εκτιμηθούν αυτοτελώς σε σχέση με τα αποζημιωτικά αιτήματα της προσφυγής-αγωγής. Πράγματι, το μόνο αποτέλεσμα που παράγει η πράξη με την οποία θεσμικό όργανο λαμβάνει θέση κατά το προ της ασκήσεως της προσφυγής στάδιο είναι η παροχή στον ζημιωθέντα της δυνατότητας να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (αποφάσεις της 3ης Οκτωβρίου 2019, DQ κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου, T-730/18, EU:T:2019:725, σκέψη 42, και της 10ης Ιουνίου 2020, AL κατά Επιτροπής, T‑83/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:254, σκέψη 58).

77      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος και ο τέταρτος λόγος που παρατίθενται στη σκέψη 46 ανωτέρω πρέπει να εξεταστούν μόνον καθόσον προβλήθηκαν προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματος.

78      Εξάλλου, το Cedefop προβάλλει το απαράδεκτο ορισμένων αιτημάτων της προσφεύγουσας και επικαλείται, εν πάση περιπτώσει, το αβάσιμο όλων των αιτημάτων της. Για τις ανάγκες της παρούσας αποφάσεως και υπό την επιφύλαξη όσων διαπιστώθηκαν στις σκέψεις 29 έως 45 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο θα εξετάσει κατ’ αρχάς επί της ουσίας το αποζημιωτικό αίτημα της προσφεύγουσας.

79      Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, η θεμελίωση της ευθύνης της Ένωσης προϋποθέτει τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς που προσάπτεται στα θεσμικά ή άλλα όργανα ή οργανισμούς, του πραγματικού και βέβαιου χαρακτήρα της προβαλλόμενης ζημίας, καθώς και της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της προσαπτόμενης παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας αυτής (βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Helbert κατά EUIPO, T-548/18, EU:T:2021:4, σκέψη 116 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

80      Οι τρεις αυτές προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, όπερ συνεπάγεται ότι, άπαξ και δεν συντρέχει μία από αυτές, δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ευθύνη της Ένωσης (βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, Helbert κατά EUIPO, T-548/18, EU:T:2021:4, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Ως προς την προϋπόθεση που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς, έχει παγίως κριθεί ότι οι υπαλληλικές διαφορές βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και των άρθρων 90 και 91 του ΚΥΚ, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας σε μόνιμο ή μη μόνιμο υπάλληλο, διέπονται από κανόνες διαφορετικούς και ειδικούς σε σχέση με εκείνους που απορρέουν από τις γενικές αρχές οι οποίες διέπουν την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης στο πλαίσιο του άρθρου 268 ΣΛΕΕ και του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Πράγματι, από τον ΚΥΚ προκύπτει μεταξύ άλλων ότι, αντιθέτως προς τους άλλους ιδιώτες, ο μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος της Ένωσης συνδέεται με το θεσμικό όργανο στο οποίο εργάζεται με έννομη σχέση που βασίζεται σε ισορροπία συγκεκριμένων αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, η οποία αντανακλάται στο καθήκον μέριμνας που υπέχει το θεσμικό όργανο έναντι του ενδιαφερομένου. Η ισορροπία αυτή αποσκοπεί κυρίως στη διαφύλαξη της σχέσεως εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ των θεσμικών οργάνων και των υπαλλήλων τους, προκειμένου να εξασφαλίζεται υπέρ των πολιτών η προσήκουσα εκπλήρωση των καθηκόντων γενικού συμφέροντος που έχουν ανατεθεί στα θεσμικά όργανα. Ως εκ τούτου, όταν η Ένωση ενεργεί ως εργοδότης, υπέχει αυξημένη ευθύνη η οποία αντανακλάται στην υποχρέωσή της να αποκαθιστά τις ζημίες που προκαλεί στο προσωπικό της με οιαδήποτε παράνομη πράξη την οποία διαπράττει ως εργοδότης (βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2020, AL κατά Επιτροπής, T-83/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:254, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Η αγωγή αποζημιώσεως δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ και του άρθρου 91, παράγραφος 1, του ΚΥΚ μπορεί να στηρίζεται όχι μόνο στην έκδοση παράνομης πράξεως από θεσμικό όργανο ή οργανισμό της Ένωσης, αλλά επίσης, μεταξύ άλλων, σε συμπεριφορά εκ μέρους θεσμικού οργάνου ή οργανισμού η οποία δεν συνιστά απόφαση, όταν η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της ως «υπηρεσιακό πταίσμα» (βλ. απόφαση της 4ης Ιουνίου 2020, Schokker κατά EASA, C-310/19 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2020:435, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

83      Εν προκειμένω, καθόσον οι δύο λόγοι ακυρώσεως που εξετάστηκαν στις σκέψεις 48 έως 75 απορρίφθηκαν, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί τους λόγους αυτούς προς στήριξη του αποζημιωτικού αιτήματός της. Από τις εν λόγω σκέψεις προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά του Cedefop και ότι, ως εκ τούτου, το Cedefop δεν υπέχει καμία ευθύνη συναφώς. Επομένως, στο πλαίσιο της εξετάσεως του υπό κρίση αιτήματος, απομένει να εξεταστούν οι δύο άλλοι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα. Οι λόγοι αυτοί αφορούν, αφενός, τον παράνομο χαρακτήρα των ενεργειών ή των συμπεριφορών του Cedefop που ήταν καθοριστικές για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας και, αφετέρου, τον παράνομο χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Cedefop που είχε ως συνέπεια την επαγγελματική υποβάθμιση της προσφεύγουσας.

 Επί του παράνομου χαρακτήρα των ενεργειών ή των συμπεριφορών του Cedefop που ήταν καθοριστικές για την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά της προσφεύγουσας

84      Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η ποινική διαδικασία εις βάρος της ίδιας και πέντε άλλων κατηγορουμένων ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης κινήθηκε κατόπιν της κοινοποιήσεως, στις 2 Οκτωβρίου 2007, της τελικής εκθέσεως της OLAF της 16ης Αυγούστου 2007 στις ελληνικές δικαστικές αρχές και ότι η IAS και το ΣΔΟΕ επίσης συνέταξαν δύο εκθέσεις σχετικά με τις πράξεις για τις οποίες κινήθηκε η εν λόγω ποινική διαδικασία. Η προσφεύγουσα ομοίως δεν αμφισβητεί ότι το Cedefop δεν συνέταξε τις εν λόγω εκθέσεις. Κατ’ αυτήν ωστόσο, καθοριστικής σημασίας για την κίνηση της εν λόγω ποινικής διαδικασίας εις βάρος της υπήρξαν οι ενέργειες ή οι συμπεριφορές του Cedefop.

85      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop επέδειξε μεροληπτική και άδικη συμπεριφορά εις βάρος της και υπέπεσε σε σειρά παράνομων και ζημιογόνων πράξεων και παραλείψεων, οι οποίες συνιστούν ένα ενιαίο και αδιαίρετο σύνολο, με συνέπεια να κατηγορηθεί κατά τρόπο αναληθή και αβάσιμο. Εκτιμά ότι η συμπεριφορά αυτή είχε ως σκοπό να τη διασύρει, προκειμένου να καταδικαστεί ποινικώς. Κατά την προσφεύγουσα, το Cedefop παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως, τις υποχρεώσεις επιμέλειας και αμεροληψίας και το καθήκον αληθείας. Ειδικότερα, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop προέβη σε παράνομη περιγραφή των καθηκόντων της, ως βάση για την κίνηση όλων των εις βάρος της διαδικασιών. Δεύτερον, ισχυρίζεται ότι το Cedefop διόγκωσε το ύψος της ζημίας που υπέστη, μολονότι δεν υπήρξε ούτε αποδείχθηκε ζημία, ως βάση για τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν. Τρίτον, υποστηρίζει ότι το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή επιδιώκοντας, συστηματικά και επίμονα, την ποινική καταδίκη της.

–       Επί του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι το Cedefop προέβη σε παράνομη περιγραφή των καθηκόντων της, ως βάση για την κίνηση όλων των εις βάρος της διαδικασιών

86      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ποινική εμπλοκή της ήταν άμεση συνέπεια παράνομων πράξεων και παραλείψεων του Cedefop, που υπήρξαν απόρροια της ανακριβούς, εσφαλμένης και αβάσιμης περιγραφής των καθηκόντων της από τον οργανισμό αυτόν. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το Cedefop υποστήριξε ότι η ίδια ασκούσε καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή των δημοσίων συμβάσεων, συνιστάμενα μεταξύ άλλων στον αποκλεισμό οικονομικών φορέων, ενώ η προσφεύγουσα ασκούσε αρμοδιότητες που περιορίζονταν στον λογιστικό έλεγχο της υπάρξεως γραμμής στον προϋπολογισμό για τη δαπάνη και στη λογιστική επαλήθευση των πληρωμών. Επισημαίνει ότι, βάσει αυτών των εσφαλμένων κριτηρίων άσκησε το Cedefop πολιτική αγωγή, γεγονός που της προκάλεσε ζημία. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το Cedefop συνέχισε, μέχρι το πέρας της ένδικης διαδικασίας, να καταθέτει αναληθή στοιχεία όσον αφορά την περιγραφή των καθηκόντων της και την ανάμειξή της στην ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων, παρά τα συμπεράσματα της εκθέσεως του ΣΔΟΕ, τα οποία αγνόησε το Cedefop, ενώ βάσει αυτών θα έπρεπε να ζητήσει να κλείσει άμα τη γενέσει της η υπόθεση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι οι ένορκες πλην όμως αναληθείς μαρτυρίες των υπαλλήλων του Cedefop επί των καθηκόντων της παρέσυραν την εισαγγελική αρχή, η οποία κίνησε δίωξη εις βάρος της. Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι το Cedefop, με τη συμπεριφορά του, παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργεί με επιμέλεια κατά τη διεξαγωγή των ερευνών.

87      Το Cedefop αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

88      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν οι υπάλληλοι του Cedefop τους οποίους αναφέρει η προσφεύγουσα προέβησαν, κατά τις διαδικασίες ενώπιον της IAS και της OLAF καθώς και κατά την ποινική διαδικασία, σε ανακριβή και αβάσιμη περιγραφή των καθηκόντων που ασκούσε η προσφεύγουσα.

89      Η προσφεύγουσα επικαλείται συναφώς τα πρακτικά της OLAF της 15ης Δεκεμβρίου 2005, στα οποία ένας πρώτος υπάλληλος του Cedefop δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τα οικονομικά. Επικαλείται επίσης το υπόμνημα ενός δεύτερου υπαλλήλου του Cedefop, που υποβλήθηκε στον ανακριτή, με το οποίο ο υπάλληλος αυτός δήλωσε ότι ήταν προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας και υπεύθυνη για τα οικονομικά ζητήματα. Η προσφεύγουσα στηρίζεται επίσης στο επεξηγηματικό σημείωμα καθώς και στο υπόμνημα που απηύθυνε στον ανακριτή τρίτος υπάλληλος του Cedefop, ο οποίος ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι ήταν προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας και είχε, μαζί με τον εκτελεστικό διευθυντή του Cedefop καθώς και τον προϊστάμενο της Νομικής Υπηρεσίας και της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως των Συμβάσεων, ατομική ευθύνη για τον έλεγχο των διαδικασιών και την έγκριση της αναλήψεως δημοσιονομικών υποχρεώσεων, κατά το μέρος για το οποίο έκαστος ήταν υπεύθυνος. Τέλος, η προσφεύγουσα επικαλείται ένορκη δήλωση του εν λόγω πρώτου υπαλλήλου του Cedefop ενώπιον του ανακριτή.

90      Κατ’ αρχάς, πρέπει να επισημανθεί ότι, υπό το πρίσμα των καθηκόντων που άσκησε η προσφεύγουσα, οι υπάλληλοι του Cedefop τους οποίους αναφέρει η ίδια δεν προέβησαν σε ανακριβή ή εσφαλμένη περιγραφή των καθηκόντων της.

91      Συναφώς, από το καθηκοντολόγιο το οποίο, κατά την ίδια την προσφεύγουσα, περιγράφει τα καθήκοντά της για την περίοδο 2001 έως 2007, προκύπτει ότι άσκησε καθήκοντα προϊσταμένης της υπηρεσίας «Προϋπολογισμού και Οικονομικών», εντός της Οικονομικής Υπηρεσίας, και ότι ανέλαβε την ευθύνη της δημοσιονομικής επαλήθευσης των συμβάσεων του Cedefop. Η προσφεύγουσα έπρεπε να συμβάλλει στην εκπόνηση, την εφαρμογή και την παρακολούθηση των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και διαχείρισης των κινδύνων στο Cedefop. Προς τούτο, έπρεπε να προβαίνει στην επαλήθευση των προβλέψεων των εσόδων και του ύψους τους, καθώς και στον έλεγχο των ενταλμάτων εισπράξεως, περιλαμβανομένης της υπάρξεως δημοσιονομικών και λειτουργικών πιστώσεων. Από τον κατάλογο των καθηκόντων με τα οποία ήταν επιφορτισμένη η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της συνάψεως συμβάσεων, σύμφωνα με τα έγγραφα τα οποία η ίδια προσκόμισε και από τα οποία προκύπτει η ροή των καθηκόντων που έπρεπε να εκπληρώσουν οι διάφορες υπηρεσίες όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις διαχειρίσεως, προκύπτει επίσης ότι εναπέκειτο στην Οικονομική Υπηρεσία, της οποίας η προσφεύγουσα προΐστατο, να ελέγχει τις γραμμές του προϋπολογισμού και να χορηγεί πιστώσεις. Επισημαίνεται ότι, όσον αφορά αυτόν τον κατάλογο καθηκόντων, η προσφεύγουσα περιορίστηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση να επισημάνει ότι από το έγγραφο αυτό δεν προέκυπτε ότι ασκούσε η ίδια τα καθήκοντα δημοσιονομικού επαληθευτή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ότι η υπηρεσία στην οποία είχε θέση προϊσταμένης εκτελούσε πράγματι τα ανωτέρω καθήκοντα.

92      Ομοίως, από την έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας της προσφεύγουσας για το 2009, την οποία υπέγραψε η ίδια, προκύπτει ότι ασκούσε καθήκοντα «δημοσιονομικής επαλήθευσης», όπως εκείνα που αφορούν τις εντολές πληρωμής, αναλήψεως υποχρεώσεων και συμπληρωματικής αναλήψεως υποχρεώσεων. Στην έκθεση αυτή, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι τα καθήκοντά της ήταν κατά 90 % επαναλαμβανόμενα και, ως εκ τούτου, συνιστούσαν τον πρωταρχικό στόχο της ίδιας και της υπηρεσίας, με σκοπό την εύρυθμη λειτουργία και την πλήρη τήρηση των διαδικασιών και των προθεσμιών. Επισημαίνεται ότι, μολονότι η εν λόγω έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας αντιστοιχεί σε καθήκοντα που εκτελέσθηκαν το 2009, επομένως εκτός της περιόδου που καλύπτεται από τις έρευνες που οδήγησαν στην άσκηση της ποινικής διώξεως, η προσφεύγουσα ουδέποτε υποστήριξε ότι τα καθήκοντα δημοσιονομικής επαλήθευσης με τα οποία ήταν επιφορτισμένη τροποποιήθηκαν μεταξύ της περιόδου αυτής και του 2009, με εξαίρεση την περίοδο μεταξύ 2007 και 2009, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν αμφισβητείται ότι έπαυσε να είναι προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας.

93      Η άσκηση των καθηκόντων δημοσιονομικού επαληθευτή από την προσφεύγουσα επιβεβαιώνεται επίσης από την απόφαση του Cedefop της 3ης Νοεμβρίου 2009 περί αναθέσεως νέων καθηκόντων στην προσφεύγουσα προς το συμφέρον της υπηρεσίας, απόφαση την οποία δεν προσέβαλε η προσφεύγουσα και στην οποία αναγράφεται ότι η προσφεύγουσα κατείχε θέση οικονομικού συμβούλου στο Cedefop και ότι ασκούσε το κύριο καθήκον του δημοσιονομικού επαληθευτή στον οργανισμό αυτόν. Τα καθήκοντα του δημοσιονομικού επαληθευτή συνίσταντο στην παροχή συμβουλών επί θεμάτων προϋπολογισμού, στη διασφάλιση χρηστής δημοσιονομικής διαχειρίσεως βάσει της δημοσιονομικής νομοθεσίας, στη συμβολή κατά την εφαρμογή και την εποπτεία των εσωτερικών συστημάτων ελέγχου και διαχείρισης των κινδύνων, καθώς και στην προώθηση των ορθών πρακτικών εντός του Cedefop. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η προσφεύγουσα, απαντώντας στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, περιορίστηκε να υποστηρίξει ότι δεν άσκησε το καθήκον αυτό στο πλαίσιο της διαδικασίας που αφορούσε τις προσαφθείσες πράξεις, χωρίς να αποκλείσει το ενδεχόμενο να έχει ασκήσει το καθήκον αυτό γενικώς.

94      Επιπλέον, πρέπει να προστεθεί ότι οι υπάλληλοι του Cedefop τους οποίους αναφέρει η προσφεύγουσα, οι οποίοι κατέθεσαν ενόρκως, δεν υποστήριξαν με τις δηλώσεις τους ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τις προσαφθείσες πράξεις όσον αφορά τις επίμαχες στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας δημόσιες ή άλλες συμβάσεις.

95      Συγκεκριμένα, όσον αφορά τις δηλώσεις του πρώτου υπαλλήλου του Cedefop για τον οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα, από το πρακτικό της OLAF της 15ης Δεκεμβρίου 2005 και από την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι, στην ερώτηση αν είχε διαπιστώσει παρατυπίες κατά τη διαδικασία αναθέσεως των συμβάσεων, ο υπάλληλος δεν απάντησε ότι η προσφεύγουσα ήταν υπεύθυνη για τη δημοσιονομική επαλήθευση των επίμαχων δημοσίων και άλλων συμβάσεων, καθώς και για τις προσαφθείσες πράξεις. Από την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκύπτει επίσης ότι, μολονότι ο εν λόγω υπάλληλος δήλωσε ότι η προσφεύγουσα είχε, από κοινού με άλλον υπάλληλο, την ιδιότητα του δημοσιονομικού επαληθευτή των συμβάσεων, διευκρίνισε ότι η προσφεύγουσα είχε την ιδιότητα αυτή στο μέτρο που εξακρίβωνε αν η προβλεπόμενη στη σύμβαση γραμμή του προϋπολογισμού αντιστοιχούσε σε εκείνη από την οποία της ζητούνταν να αντλήσει τα κονδύλια.

96      Όσον αφορά τις δηλώσεις του δεύτερου υπαλλήλου του Cedefop για τον οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα, από τις δηλώσεις της 27ης Μαΐου 2011, οι οποίες περιλαμβάνονται στο υπόμνημα της 27ης Μαΐου 2011, προκύπτει ότι οι δηλώσεις αυτές συνδέονται πάντοτε με τα συμπεράσματα της OLAF, στα οποία παραπέμπει κάθε φορά ο υπάλληλος αυτός. Εξάλλου, από την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης προκύπτει ότι ο δεύτερος υπάλληλος δεν δήλωσε ότι ο ρόλος δημοσιονομικού επαληθευτή των συμβάσεων τον οποίο ασκούσε η προσφεύγουσα αφορούσε τις επίμαχες στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας δημόσιες ή άλλες συμβάσεις.

97      Όσον αφορά τις δηλώσεις του τρίτου υπαλλήλου για τον οποίο κάνει λόγο η προσφεύγουσα, από το επεξηγηματικό σημείωμα της 16ης Ιουνίου 2011 καθώς και από το υπόμνημα της 17ης Νοεμβρίου 2011 προς τον ανακριτή προκύπτει ότι ο υπάλληλος αυτός απλώς ανέφερε ότι, λόγω των αντίστοιχων καθηκόντων τους, ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop, ο προϊστάμενος της Νομικής Υπηρεσίας και της Υπηρεσίας Διαχειρίσεως Συμβάσεων, καθώς και η προσφεύγουσα, ως προϊσταμένη της Οικονομικής Υπηρεσίας, είχαν ατομική ευθύνη για τον έλεγχο των διαδικασιών και την έγκριση των δημοσιονομικών δεσμεύσεων κατά το μέρος για το οποίο έκαστος ήταν υπεύθυνος.

98      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι καμία παράνομη συμπεριφορά, η οποία να συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα καταλογιστέο στους υπαλλήλους του Cedefop τους οποίους αναφέρει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να διαπιστωθεί για τον λόγο ότι δήθεν οι υπάλληλοι αυτοί περιέγραψαν εσφαλμένα τα καθήκοντα της προσφεύγουσας, προκειμένου να δικαιολογήσουν την κίνηση των διαδικασιών εις βάρος της. Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι το Cedefop υπέπεσε σε βαρύ πταίσμα, κατά την έννοια του άρθρου 22 του ΚΥΚ.

–       Επί του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι το Cedefop διόγκωσε το ύψος της ζημίας, μολονότι δεν υπήρξε ούτε αποδείχθηκε ζημία, ως βάση για τις κατηγορίες που της απαγγέλθηκαν

99      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop συμπεριφέρθηκε παράνομα, διογκώνοντας το ύψος της ζημίας την οποία δήθεν υπέστη προκειμένου να επιτύχει την παραπομπή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Συναφώς, ο προσδιορισμός του ύψους της ζημίας έγινε από πρόσωπα επιλεγέντα από το Cedefop, τα οποία διενήργησαν πρόχειρους και εσφαλμένους λογιστικούς ελέγχους για την εκτίμηση της ζημίας. Επιπλέον, το Cedefop αποδέχθηκε ή ανέχθηκε το ποσό της ζημίας που προσδιόρισε η OLAF, παρά το γεγονός ότι η OLAF δεν ενήργησε ως οικονομικός ελεγκτής. Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι το Cedefop ωσαύτως δεν έλεγξε την ακρίβεια του ποσού αυτού, λόγω του οποίου η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για σοβαρές αξιόποινες πράξεις. Λόγω των ως άνω πρόχειρων και εσφαλμένων ελέγχων, το Cedefop προσδιόρισε, χωρίς να προβεί στις αναγκαίες εξακριβώσεις, ανύπαρκτη ζημία, όπως διαπίστωσε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, θεωρώντας την υπεύθυνη για τη ζημία αυτή, το Cedefop, κατά παράβαση της υποχρεώσεώς του να ενεργεί με επιμέλεια και σύνεση έναντι των υπαλλήλων του, προκάλεσε την εμπλοκή της στην εθνική ποινική διαδικασία. Επιπλέον, η προσφεύγουσα παρατηρεί ότι, μολονότι το ΣΔΟΕ εντόπισε, με την πορισματική αναφορά, ζημία ύψους 150 000 ευρώ, κατέληξε, όπως και το ποινικό δικαστήριο, στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν υπεύθυνη και ότι οι μόνες ενδείξεις για το ύψος της προβαλλόμενης ζημίας προσκομίσθηκαν εκ των υστέρων και αποκλειστικώς και μόνον από το ίδιο το Cedefop.

100    Το Cedefop αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

101    Συναφώς, αφενός, από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι εσκεμμένως το Cedefop διόγκωσε ή αύξησε τεχνητά το ύψος της ζημίας που υπέστη, προκειμένου ο εισαγγελέας να ασκήσει δίωξη εις βάρος της προσφεύγουσας και να την παραπέμψει σε δίκη για κακουργηματική και όχι για πλημμεληματική πράξη. Επισημαίνεται ότι η ύπαρξη ζημίας λόγω οργανωμένης απάτης και σοβαρών παρατυπιών κατά τη σύναψη και την ανάθεση των επίδικων δημοσίων συμβάσεων διαπιστώθηκε από την OLAF και από το ΣΔΟΕ, αντιστοίχως, στο πλαίσιο της αποστολής εκάστου και με πλήρη ανεξαρτησία.

102    Επίσης, η OLAF εκτίμησε ότι το ποσό της ζημίας υπερέβαινε το ποσό των 73 000 ευρώ, το δε ΣΔΟΕ το υπολόγισε σε 150 000 ευρώ.

103    Αφετέρου, ο εισαγγελέας, κατόπιν της πορισματικής αναφοράς που του διαβίβασε το ΣΔΟΕ, εξέτασε τη σπουδαιότητα της υποθέσεως, προβαίνοντας συναφώς στον χαρακτηρισμό του αδικήματος με πλήρη ανεξαρτησία, και παρέπεμψε την προσφεύγουσα, καθώς άλλωστε και πέντε άλλα πρόσωπα, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης για εγκληματικές πράξεις.

104    Επομένως, είναι παντελώς αβάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι το Cedefop διόγκωσε το ύψος της ζημίας την οποία εκτιμούσε ότι υπέστη, προκειμένου να επιδιώξει την καταδίκη της.

–       Επί του ισχυρισμού της προσφεύγουσας ότι το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή επιδιώκοντας, συστηματικά και επίμονα, την καταδίκη της

105    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop παρανόμως μετέτρεψε τις συστάσεις της OLAF σε ανελαστική υποχρέωση ασκήσεως πολιτικής αγωγής, άνευ περαιτέρω ελέγχου. Επικαλείται επίσης τον προεξάρχοντα ρόλο του Cedefop ως κατηγόρου και πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία.

106    Κατά την προσφεύγουσα, το Cedefop ενήργησε κατά τρόπο αντίθετο προς την αρχή της χρηστής διοικήσεως και προς το καθήκον αληθείας και αμεροληψίας, καθώς και με απερισκεψία. Άλλωστε, η διαβίβαση της εκθέσεως της OLAF της 16ης Αυγούστου 2017 δεν δημιουργούσε αυτομάτως δικαίωμα του Cedefop να ασκήσει πολιτική αγωγή, δεδομένου ότι οι εκθέσεις της OLAF περιέχουν συστάσεις. Επιπλέον, αν το Cedefop ενεργούσε σύμφωνα με τον νόμο καθώς και με το καθήκον επιμέλειας και αμεροληψίας που υπέχει, θα έπρεπε να απόσχει από τη δικαστική δίωξη της προσφεύγουσας και η προσφεύγουσα ουδόλως θα είχε εμπλακεί, δεδομένου ότι από την εν λόγω έκθεση της OLAF καθώς και από την περιγραφή των καθηκόντων της στο καθηκοντολόγιο προέκυπτε ότι η προσφεύγουσα ήταν επιφορτισμένη αποκλειστικώς με τον λογιστικό έλεγχο των επίδικων δημοσίων συμβάσεων και όχι με τη δημοσιονομική επαλήθευσή τους. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Cedefop όφειλε και μπορούσε να διαγνώσει ότι οι καταλογιζόμενες παρατυπίες βρίσκονταν εκτός του πεδίου αρμοδιότητας της προσφεύγουσας. Το Cedefop όφειλε και είχε επίσης τη δυνατότητα να παύσει οποιαδήποτε περαιτέρω ενέργεια εις βάρος της προσφεύγουσας, όπως η άσκηση πολιτικής αγωγής.

107    Κατά την άσκηση της εξουσίας του εκτιμήσεως, το Cedefop όφειλε να τηρήσει τις εγγυήσεις που παρέχει το δίκαιο της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών, ήτοι να τηρήσει την αρχή της επιμέλειας, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση εξετάσεως, με προσοχή και αμεροληψία, όλων των κρίσιμων στοιχείων. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επιπλέον ότι το Cedefop δεν όφειλε να μετάσχει στην ποινική διαδικασία επιδιώκοντας, μέχρι το πέρας της, την καταδίκη της υπαλλήλου του, ενώ από την αρχή γνώριζε ή ήταν σε θέση να γνωρίζει ότι η υπάλληλος αυτή δεν ευθυνόταν.

108    Όσον αφορά εξάλλου τον προεξάρχοντα ρόλο του Cedefop ως κατηγόρου και πολιτικώς ενάγοντος στην ποινική διαδικασία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, χωρίς τις αναληθείς μαρτυρίες, τις αναληθείς κατηγορίες και τις αναληθείς πληροφορίες των εκπροσώπων του Cedefop σχετικά με τα καθήκοντα που ασκούσε η προσφεύγουσα, οι εθνικές αρχές δεν θα διέθεταν επαρκή στοιχεία για την κίνηση ποινικής διώξεως. Το Cedefop υπείχε την υποχρέωση να διαφωτίσει τις εθνικές αρχές, λαμβανομένων υπόψη του καθήκοντος αληθείας, καθώς και της υποχρεώσεως πρόνοιας και επιμέλειας που απορρέουν από το άρθρο 41 του Χάρτη.

109    Το Cedefop αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

110    Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι οι εκθέσεις της OLAF αποτελούν απλώς αποδεικτικά στοιχεία δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των εθνικών διοικητικών ή ένδικων διαδικασιών, τα οποία πρέπει να εκτιμώνται σύμφωνα με τους εθνικούς κανόνες περί αποδείξεως και τα οποία έχουν την αποδεικτική ισχύ που προβλέπει το εθνικό δίκαιο. Επομένως, δεν πρόκειται για πράξεις οι οποίες βλάπτουν, αυτές καθεαυτές, τα κατονομαζόμενα πρόσωπα (βλ. διάταξη της 16ης Ιουνίου 2021, Green Power Technologies κατά Επιτροπής και Κοινής επιχείρησης ECSEL, T‑533/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:375, σκέψη 34 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Υπενθυμίζεται επίσης ότι τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης οφείλουν να λαμβάνουν υπόψη το καθήκον μέριμνας που υπέχουν έναντι των υπαλλήλων τους. Το καθήκον αυτό αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων και της διοικήσεως στην οποία υπάγονται. Το καθήκον μέριμνας, σε συνδυασμό με την αρχή της χρηστής διοικήσεως, επιβάλλει στη διοικητική αρχή, όταν κρίνει την κατάσταση ενός υπαλλήλου, να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορούν να επηρεάσουν την απόφασή της, συνεκτιμώντας όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου (βλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Επιτροπή κατά De Esteban Alonso, C-591/19 P, EU:C:2021:468, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

112    Εντούτοις, δεδομένου ότι το καθήκον μέριμνας δεν απαγορεύει σε θεσμικό όργανο να ασκήσει πολιτική αγωγή πριν από την περάτωση έρευνας της OLAF, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στο θεσμικό όργανο ότι υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, αν τα αποτελέσματα της έρευνας ήταν ήδη αρκούντως προβλέψιμα ώστε να μπορούν να προεξοφληθούν, αν υπήρχαν ελάχιστες αμφιβολίες για την προσωπική εμπλοκή του υπαλλήλου και αν η μήνυση που είχε υποβάλει το θεσμικό όργανο στρεφόταν κατ’ αγνώστων (πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Επιτροπή κατά De Esteban Alonso, C‑591/19 P, EU:C:2021:468, σκέψεις 61 και 62).

113    Κατά μείζονα λόγο, η απόφαση του Cedefop να ασκήσει πολιτική αγωγή χωρίς να υποβάλει μήνυση, μετά τη διαβίβαση από την OLAF προς τις εθνικές δικαστικές αρχές πληροφοριών που αφορούν υπάλληλο, συλλεγείσες κατά τη διάρκεια της έρευνάς της, δεν αρκεί αφ’ εαυτής για να αποδειχθεί παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως.

114    Πρέπει να προστεθεί ότι η δυνατότητα ενός προσώπου να διεκδικήσει τα δικαιώματά του διά της δικαστικής οδού, καθώς και ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο αυτή συνεπάγεται, αποτελεί την έκφραση μιας γενικής αρχής του δικαίου στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία έχει επίσης κατοχυρωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της ΕΣΔΑ και με το άρθρο 47 του Χάρτη. Δεδομένου ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα και γενική αρχή διασφαλίζουσα την τήρηση του δικαίου, μόνον υπό όλως εξαιρετικές περιστάσεις μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή στη δικαιοσύνη εκ μέρους θεσμικού οργάνου συνιστά υπηρεσιακό πταίσμα (βλ. απόφαση της 4ης Απριλίου 2019, Rodriguez Prieto κατά Επιτροπής, T-61/18, EU:T:2019:217, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, υπογραμμίζεται ότι η τελική έκθεση της OLAF της 16ης Αυγούστου 2007 συνιστούσε, μεταξύ άλλων, τη διαβίβαση των πορισμάτων της έρευνας στις δικαστικές αρχές για όλους τους εμπλεκομένους, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας.

116    Πρέπει να προστεθεί ότι το Cedefop δεν υπέβαλε μήνυση και ότι η OLAF ήταν εκείνη που διαβίβασε την από 16 Αυγούστου 2007 τελική έκθεσή της στον εισαγγελέα, ο οποίος αποφάσισε στη συνέχεια να διατάξει το ΣΔΟΕ να διεξαγάγει προκαταρκτική εξέταση. Το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή μόνο μετά την κίνηση της εν λόγω ποινικής έρευνας την οποία διέταξε ο εισαγγελέας.

117    Επομένως, το γεγονός ότι το Cedefop άσκησε πολιτική αγωγή στο πλαίσιο της διαδικασίας που κίνησαν οι ελληνικές δικαστικές αρχές, αφότου του διαβιβάστηκε η τελική έκθεση της OLAF της 16ης Αυγούστου 2007, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει υπηρεσιακό πταίσμα ικανό να θεμελιώσει ευθύνη του. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα το οποίο θα μπορούσε να τεκμηριώσει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 114 ανωτέρω.

118    Δεύτερον, υπενθυμίζεται κατ’ αρχάς ότι, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 98 ανωτέρω, δεν ευσταθούν οι ισχυρισμοί της προσφεύγουσας περί αναληθών μαρτυριών και κατηγοριών, καθώς και περί αναληθών πληροφοριών που έδωσαν οι υπάλληλοι του Cedefop, τους οποίους η ίδια ανέφερε, όσον αφορά τα καθήκοντά της.

119    Περαιτέρω, όπως ορθώς υπογραμμίζει το Cedefop, η κίνηση της ποινικής έρευνας στηρίχθηκε σε σειρά στοιχείων, ήτοι μαρτυριών αλλά και εγγράφων, όπως συμβάσεων, ηλεκτρονικών μηνυμάτων, τιμολογίων, ερευνών πληροφορικής καθώς και νόμιμων ερευνών σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές ή εξυπηρετητές, των οποίων η ύπαρξη και το περιεχόμενο δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα. Τα εν λόγω στοιχεία συνελέγησαν στο πλαίσιο των ερευνών της IAS, της OLAF, η οποία διαβίβασε την τελική έκθεση της 16ης Αυγούστου 2007 στις εθνικές αρχές, καθώς και του ΣΔΟΕ, η δε προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε ούτε την ύπαρξη ούτε το κύρος των ερευνών αυτών.

120    Τέλος, ερωτηθείσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τον ρόλο του εισαγγελέα στο ελληνικό δίκαιο, η προσφεύγουσα επισήμανε ότι ο εισαγγελέας διεξάγει τις έρευνες προς αναζήτηση επιβαρυντικών ή απαλλακτικών στοιχείων. Η προσφεύγουσα προσέθεσε ότι, εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι εις βάρος της κατηγορίες δεν ήταν προδήλως αναληθείς ή εσφαλμένες, τούτο εξηγούσε τη συνέχιση της διαδικασίας από τον εισαγγελέα.

121    Πρέπει να προστεθεί ότι, στο πλαίσιο της εθνικής ποινικής διαδικασίας, η ύπαρξη συγκρουομένων συμφερόντων μεταξύ του Cedefop, το οποίο επιδίωκε την προάσπιση των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης λόγω της ζημίας που φερόταν να έχει υποστεί, και της προσφεύγουσας, η οποία επιδίωκε την αθώωσή της, δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί ως παράνομη συμπεριφορά καταλογιστέα στο Cedefop.

122    Εξάλλου, το γεγονός ότι ο εκτελεστικός διευθυντής του Cedefop, με έγγραφο της 7ης Ιουλίου 2020, ρώτησε το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης κατά πόσο θα ήταν δυνατή η επιτάχυνση της ένδικης διαδικασίας ουδόλως αποδεικνύει ότι το Cedefop επιδίωκε να επιτύχει την αναγνώριση της ενοχής της προσφεύγουσας. Η ταχεία έκδοση δικαστικής αποφάσεως ήταν και προς το συμφέρον της ίδιας της προσφεύγουσας.

123    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας των ενεργειών ή των συμπεριφορών του Cedefop οι οποίες ήταν καθοριστικές για τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας που κινήθηκε κατά της προσφεύγουσας.

 Επί του παράνομου χαρακτήρα της συμπεριφοράς του Cedefop που είχε ως συνέπεια την επαγγελματική υποβάθμιση της προσφεύγουσας

124    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, πρώτον, ότι η μεροληπτική συμπεριφορά του Cedefop είχε ως συνέπεια την επαγγελματική υποβάθμισή της. Ισχυρίζεται ότι αναγκάστηκε να εργαστεί σε τομέα εκτός του γνωστικού αντικειμένου της και να αναλάβει αρμοδιότητες που υπολείπονταν των καθηκόντων τα οποία αντιστοιχούσαν στον βαθμό της, AD 11 κατά τον χρόνο εκείνο, κατά παράβαση του κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 7 του ΚΥΚ. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υποβιβάστηκε σε θέση ασυμβίβαστη με την επαγγελματική της πείρα και με το ακαδημαϊκό της υπόβαθρο, δεδομένου ότι μεταφέρθηκε σε θέση κατώτερη από τον βαθμό της, κατά παράβαση του άρθρου 36 του ΚΥΚ. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η παράλειψη προαγωγής επί δεκατέσσερα συνεχόμενα έτη συνιστά συμπεριφορά άμεσα συνδεόμενη με τις κατηγορίες του Cedefop εις βάρος της. Μολονότι η ΑΔΑ διαθέτει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως, οφείλει να το ασκεί τηρώντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και τα κριτήρια προαγωγής που καθορίζει ο ΚΥΚ. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι η μακροχρόνια και αδικαιολόγητη επαγγελματική στασιμότητα την οποία γνώρισε, παρά την αρχαιότητα και τα ακαδημαϊκά της προσόντα, μπορεί να αποδοθεί μόνο στην ύπαρξη των κατηγοριών εις βάρος της.

125    Το Cedefop υποστηρίζει ότι ο λόγος που αφορά παράβαση του άρθρου 7 του ΚΥΚ είναι απαράδεκτος. Ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε τέτοιο επιχείρημα ως νομικό ισχυρισμό, κατά το στάδιο της διοικητικής ενστάσεως, αλλά μόνον ως ζημία την οποία υποστηρίζει ότι υπέστη. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς, κατά το Cedefop, να ζητήσει οικονομική αποζημίωση για την εικαζόμενη αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού και της θέσεώς της, καθώς και για το χρονικό διάστημα για το οποίο δεν προήχθη, δεδομένου ότι ουδέποτε προσέβαλε, εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών, αποφάσεις όπως η απόφαση της 3ης Νοεμβρίου 2009 περί αναθέσεως νέων καθηκόντων και η μη προαγωγή της σε κάθε ετήσια διαδικασία προαγωγών.

126    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος δεδομένου, αφενός, ότι τον επικαλέστηκε τόσο με την αίτηση αποζημιώσεως όσο και με τη διοικητική ένσταση και, αφετέρου, ότι η επαγγελματική υποβάθμιση την οποία υπέστη αποτέλεσε διαρκή πράξη, για την οποία το Cedefop αναγνώρισε ότι συνδεόταν με τις εις βάρος της κατηγορίες.

127    Όσον αφορά το προβαλλόμενο από το Cedefop απαράδεκτο, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως συνιστούν αυτοτελή ένδικα βοηθήματα. Στα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ αυτών των δύο ενδίκων βοηθημάτων, όσον αφορά τόσο τη διοικητική όσο και τη δικαστική διαδικασία, και ο υπάλληλος μπορεί να επιλέξει, λόγω της αυτοτέλειας αυτών των χωριστών ενδίκων βοηθημάτων, είτε το ένα είτε το άλλο ή και τα δύο μαζί, υπό τον όρο ότι θα προσφύγει ενώπιον του δικαστή της Ένωσης εντός της προθεσμίας των τριών μηνών από της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Barroso Truta κ.λπ. κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑702/16 P, EU:T:2018:557, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

128    Ωστόσο, η νομολογία δέχεται μία εξαίρεση από την αρχή αυτή, όταν η αγωγή αποζημιώσεως συνδέεται στενά με την προσφυγή ακυρώσεως, η οποία όμως θα κηρυσσόταν ή θα έπρεπε να κηρυχθεί απαράδεκτη. Επομένως, τα αποζημιωτικά αιτήματα είναι απαράδεκτα όταν η αγωγή αποζημιώσεως αποσκοπεί αποκλειστικώς στη θεραπεία των συνεπειών της πράξεως κατά της οποίας έβαλλε η προσφυγή ακυρώσεως η οποία θα μπορούσε να κηρυχθεί ή κηρύχθηκε απαράδεκτη, ιδίως όταν η αγωγή αποζημιώσεως έχει ως μόνο σκοπό να αποκαταστήσει τις μισθολογικές απώλειες που δεν θα σημειώνονταν εξάλλου αν η προσφυγή ακυρώσεως μπορούσε να ευδοκιμήσει ή είχε ευδοκιμήσει. Συνεπώς, σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, μόνιμος ή μη μόνιμος υπάλληλος που παρέλειψε να προσβάλει βλαπτικές για αυτόν πράξεις, διότι δεν υπέβαλε εμπροθέσμως διοικητική ένσταση και, στη συνέχεια, δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως, δεν μπορεί να θεραπεύσει την παράλειψη αυτή και να επιτύχει συνεπώς την έναρξη νέας προθεσμίας για την άσκηση προσφυγής, μέσω αιτήματος αποζημιώσεως υποβληθέντος σε μεταγενέστερο χρόνο, του οποίου σκοπός είναι σαφώς η επίτευξη του ίδιου χρηματικού αποτελέσματος με εκείνο στο οποίο θα οδηγούσε η εμπρόθεσμη άσκηση προσφυγής ακυρώσεως κατά των βλαπτικών πράξεων (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Barroso Truta κ.λπ. κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T-702/16 P, EU:T:2018:557, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

129    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν άσκησε εμπροθέσμως προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως περί αναθέσεως νέων καθηκόντων της 3ης Νοεμβρίου 2009. Επομένως, δεν μπορεί να ασκήσει παραδεκτώς αγωγή με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που προκλήθηκε από την πράξη αυτή.

130    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν δικαιούται να προβάλει παράβαση του κανόνα της μη αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού AD 11, τον οποίο διατήρησε, και της θέσεως που κατείχε στη μονάδα επισκέψεων και μελετών του Cedefop.

131    Πρέπει όμως να προστεθεί ότι, κατά τη νομολογία, όταν αυτά τα δύο ένδικα βοηθήματα, δηλαδή, αφενός, η προσφυγή ακυρώσεως και, αφετέρου, η αγωγή αποζημιώσεως, στηρίζονται σε διαφορετικές πράξεις ή συμπεριφορές της διοικήσεως, η αγωγή αποζημιώσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ταυτίζεται με την προσφυγή ακυρώσεως, έστω και αν αμφότερες καταλήγουν στο ίδιο χρηματικό αποτέλεσμα όσον αφορά τον προσφεύγοντα (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2018, Barroso Truta κ.λπ. κατά Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑702/16 P, EU:T:2018:557, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

132    Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν να γίνει διάκριση μεταξύ, αφενός, αυτής καθεαυτήν της αποφάσεως περί αναθέσεως νέων καθηκόντων, η οποία δεν προσβλήθηκε, όπως εκτίθεται στη σκέψη 129 ανωτέρω, και, αφετέρου, των μη ενεχουσών χαρακτήρα αποφάσεως ενεργειών του Cedefop οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα ή ως σκοπό να καταστήσουν άνευ περιεχομένου τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στην προσφεύγουσα με την απόφαση περί αναθέσεως νέων καθηκόντων. Πράγματι, μόνον οι προαναφερθείσες, μη έχουσες τον χαρακτήρα αποφάσεως ενέργειες του Cedefop μπορούν να θεμελιώσουν ευθύνη του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαΐου 2010, Νανόπουλος κατά Επιτροπής, F-30/08, EU:F:2010:43, σκέψη 233).

133    Συναφώς, η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να καταδείξει, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της, ότι η απόφαση περί αναθέσεως νέων καθηκόντων είχε ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα να καταστήσει άνευ περιεχομένου τα καθήκοντα που της είχαν ανατεθεί εντός της μονάδας επισκέψεων και μελετών του Cedefop ή ότι η εν λόγω απόφαση εξυπηρετούσε σκοπό διαφορετικό από εκείνο του συμφέροντος της υπηρεσίας. Η προσφεύγουσα περιορίζεται να υποστηρίξει ότι η θέση της στη μονάδα αυτή δεν αντιστοιχούσε στην κατάρτιση και τις επαγγελματικές ικανότητές της.

134    Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί μη προαγωγής, επισημαίνεται ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προσέβαλε τις εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας οι οποίες συντάχθηκαν από της αναθέσεως σε αυτήν νέων καθηκόντων και από της τοποθετήσεώς της, στις 4 Νοεμβρίου 2009, στη μονάδα επισκέψεων και μελετών του Cedefop και οι οποίες κατέστησαν ως εκ τούτου απρόσβλητες, όπερ δεν αμφισβητεί άλλωστε η προσφεύγουσα. Επομένως, καίτοι το Cedefop αναγνώρισε ότι η περίοδος μη προαγωγής ήταν μεγαλύτερη από τον μέσο όρο, η προσφεύγουσα δεν μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει αγωγή αποζημιώσεως για τη ζημία που προκλήθηκε από τις εν λόγω εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας.

135    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα μπορεί να επικαλεστεί άλλες ενέργειες του Cedefop, όπως μεροληπτική συμπεριφορά του προκύπτουσα, κατά την άποψή της, από την άσκηση πολιτικής αγωγής, οι οποίες να αποτέλεσαν την αιτία της επαγγελματικής υποβάθμισής της, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προσκομίζει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η προβαλλόμενη επαγγελματική στασιμότητά της συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την ποινική διαδικασία ενώπιον των ελληνικών δικαστικών αρχών ή με μια υποθετική μεροληπτική στάση του Cedefop, δεδομένου εξάλλου ότι το Cedefop είχε ρωτήσει τον εισαγγελέα αν ήταν δυνατή η επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας προκειμένου να περατωθεί σύντομα. Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στους υπαλλήλους δεν παρέχεται δικαίωμα προαγωγής, ακόμη και όταν πληρούν όλες τις προϋποθέσεις προαγωγής (βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2021, RA κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-867/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:361, σκέψη 81 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί παρανομία σχετικά με συμπεριφορά του Cedefop έχουσα ως συνέπεια την επαγγελματική υποβάθμιση της προσφεύγουσας.

136    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι δεν αποδείχθηκε παράνομη συμπεριφορά καταλογιστέα στο Cedefop και ότι δεν πληρούται η πρώτη προϋπόθεση θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης, όπως αυτή υπομνήσθηκε στη σκέψη 79 ανωτέρω.

137    Κατά συνέπεια, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να απαιτείται να εξετάσει το Γενικό Δικαστήριο τις λοιπές προϋποθέσεις θεμελιώσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης ούτε να αποφανθεί επί των ενστάσεων απαραδέκτου που προέβαλε το Cedefop σχετικά με τις προϋποθέσεις αυτές.

138    Επομένως, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

139    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του Cedefop.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει την HeleneHamers στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Porchia

Stancu

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 21 Δεκεμβρίου 2021.

Ο Γραμματέας

 

Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. van der Woude


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.