Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Conseil d’État (Γαλλία) στις 7 Μαρτίου 2024 – WebGroup Czech Republic, a.s., NKL Associates s. r. o. κατά Ministre de la Culture, Premier ministre

(Υπόθεση C-188/24, WebGroup Czech Republic και NKL Associates)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Αιτούν δικαστήριο

Conseil d’État

Διάδικοι στην υπόθεση της κύριας δίκης

Προσφεύγουσες: WebGroup Czech Republic, a.s., NKL Associates s. r. o.

Καθών: Ministre de la Culture, Premier ministre

Παρεμβαίνουσες: Osez le féminisme !, Le mouvement du Nid, Les effronté-E-S

Προδικαστικά ερωτήματα

Πρώτον, πρέπει διατάξεις ποινικού δικαίου, ιδίως γενικές και αφηρημένες διατάξεις που προσδιορίζουν ορισμένες ενέργειες ως στοιχειοθετούσες ποινικό αδίκημα δυνάμενο να επισύρει ποινικές διώξεις, να θεωρούνται ως εμπίπτουσες στον «συντονισμένο τομέα» της οδηγίας 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 1 , όταν δύνανται να εφαρμοστούν τόσο στη συμπεριφορά φορέα παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας όσο και στη συμπεριφορά οποιουδήποτε άλλου φυσικού ή νομικού προσώπου, ή, δεδομένου ότι η οδηγία έχει ως μοναδικό σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων μόνο νομικών πτυχών των υπηρεσιών αυτών μη συμπεριλαμβανομένου του τομέα του ποινικού δικαίου αυτού καθαυτού και προβλέπει μόνον υποχρεώσεις που έχουν εφαρμογή στις υπηρεσίες, δεν μπορούν τέτοιες διατάξεις να θεωρούνται ως απαιτήσεις εφαρμοστέες στην ανάληψη και στην άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της πληροφορίας οι οποίες εμπίπτουν στο «συντονισμένο τομέα» της οδηγίας αυτής; Ειδικότερα, ποινικές διατάξεις που αποσκοπούν στην προστασία των ανηλίκων εμπίπτουν στο πεδίο του εν λόγω «συντονισμένου τομέα»;

Πρέπει η επιβολή της υποχρέωσης σε πρόσωπα που διαμορφώνουν το περιεχόμενο υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας να εφαρμόζουν μέτρα με σκοπό την αποτροπή της δυνατότητας πρόσβασης ανηλίκων στο πορνογραφικό περιεχόμενο που τα πρόσωπα αυτά διανέμουν να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στον «συντονισμένο τομέα» της οδηγίας 2000/31/ΕΚ, η οποία εναρμονίζει ορισμένες μόνο νομικές πτυχές των οικείων υπηρεσιών, ενώ, μολονότι η υποχρέωση αυτή αφορά την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της πληροφορίας, καθόσον σχετίζεται με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, δεν αφορά ωστόσο την εγκατάσταση των φορέων παροχής υπηρεσιών, τις εμπορικές επικοινωνίες, τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, την ευθύνη των μεσαζόντων, τους κώδικες δεοντολογίας, τον εξώδικο διακανονισμό των διαφορών, τα μέσα έννομης προστασίας ή τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών, και συνεπώς δεν αφορά κανένα από τα ρυθμιζόμενα από τις διατάξεις εναρμόνισης του κεφαλαίου ΙΙ της οδηγίας αυτής θέματα;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα προηγούμενα ερωτήματα, με ποιον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί συμβιβασμός των απαιτήσεων που απορρέουν από την οδηγία 2000/31/ΕΚ και εκείνων που απορρέουν από την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ειδικότερα δε της προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού που κατοχυρώνουν τα άρθρα 1 και 24 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, όταν μόνη η θέσπιση ατομικών μέτρων λαμβανομένων έναντι συγκεκριμένης υπηρεσίας δεν είναι ικανή να διασφαλίσει την αποτελεσματική προστασία των δικαιωμάτων αυτών; Υπάρχει γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που να επιτρέπει στα κράτη μέλη να λαμβάνουν έναντι των φορέων παροχής υπηρεσιών που διέπονται από την οδηγία 2000/31/ΕΚ, ιδίως σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, μέτρα –ακόμη και γενικά και αφηρημένα μέτρα έναντι μιας κατηγορίας φορέων παροχής υπηρεσιών- που είναι απαραίτητα για την προστασία των ανηλίκων από την προσβολή της αξιοπρέπειας και της ακεραιότητάς τους, κατά παρέκκλιση, όποτε παρίσταται ανάγκη, από τη διατυπωθείσα από την οδηγία αυτή αρχή της υπαγωγής των ως άνω φορέων στις ρυθμίσεις του κράτους καταγωγής τους;

____________

1     Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2000, για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ 2000, L 178, σ. 1).