Language of document : ECLI:EU:T:2011:509

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 21ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – REACH – Χαρακτηρισμός του βορικού οξέος και του τετραβορικού άνυδρου νατρίου ως ουσιών λίαν ανησυχητικών – Ο χαρακτηρισμός δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑343/10,

Etimine SA, με έδρα το Bettembourg (Λουξεμβούργο),

AB Etiproducts Oy, με έδρα το Espoo (Φινλανδία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ), εκπροσωπούμενου από τη M. Heikkilä και τον W. Broere, επικουρούμενους από τους J. Stuyck και A.-M. Vandromme, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver και E. Manhaeve, επικουρούμενους από την K. Sawyer, barrister,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 2010, περί χαρακτηρισμού του βορικού οξέος (ΕΚ αριθ. 233-139-2) και του τετραβορικού άνυδρου νατρίου (ΕΚ αριθ. 215-540-4) ως ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), και περί εγγραφής των ουσιών αυτών στον κατάλογο των ουσιών που είναι υποψήφιες προς ενδεχόμενη εγγραφή στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού, κατά το άρθρο 59 του κανονισμού αυτού,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Dittrich (εισηγητή), πρόεδρο, I. Wiszniewska-Białecka και M. Prek, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η πρώτη προσφεύγουσα, Etimine SA, είναι εταιρία Λουξεμβουργιανού δικαίου. Η δεύτερη προσφεύγουσα, AB Etiproducts Oy, είναι εταιρία φιλανδικού δικαίου. Οι προσφεύγουσες δραστηριοποιούνται στην εισαγωγή και πώληση, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, βορικού οξέος (ΕΚ αριθ. 233-139-2) και τετραβορικού άνυδρου νατρίου (ΕΚ αριθ. 215-540-4) (στο εξής, από κοινού: βορικά άλατα) τα οποία προμηθεύονται από τη μητρική τους εταιρία τουρκικού δικαίου.

2        Μεταξύ των εφαρμογών των βορικών αλάτων είναι το γυαλί και το μονωτικό υαλόνημα. Τα βορικά άλατα χρησιμοποιούνται επίσης στα απορρυπαντικά και στα προϊόντα καθαρισμού καθώς και στην επεξεργασία του ξύλου με σκοπό τη συντήρηση.

3        Τα βορικά άλατα ενεγράφησαν στο παράρτημα I της οδηγίας 67/548/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1967, περί προσεγγίσεως των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν στην ταξινόμηση, συσκευασία και επισήμανση των επικινδύνων ουσιών (ΕΕ 196, σ. 1), με την οδηγία 2008/58/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Αυγούστου 2008, για τροποποίηση, με σκοπό την προσαρμογή της στην τεχνική πρόοδο, για 30ή φορά, της οδηγίας 67/548 (ΕΕ L 246, σ. 1), η οποία άρχισε να ισχύει στις 5 Οκτωβρίου 2008. Με την εγγραφή τους αυτή, τα βορικά άλατα ταξινομήθηκαν ως ουσίες τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2.

4        Με την έναρξη ισχύος, στις 20 Ιανουαρίου 2009, του κανονισμού (ΕΚ) 1272/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, για την ταξινόμηση, την επισήμανση και τη συσκευασία των ουσιών και των μειγμάτων, την τροποποίηση και την κατάργηση των οδηγιών 67/548/EΟΚ και 1999/45/EΚ και την τροποποίηση του κανονισμού (EΚ) 1907/2006 (ΕΕ L 353, σ. 1), το παράρτημα I της οδηγίας 67/548 καταργήθηκε και το περιεχόμενό του, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της από την οδηγία 2008/58, μεταφέρθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Το τελευταίο αυτό παράρτημα δεν περιελάμβανε, κατά συνέπεια, τα βορικά άλατα κατά τον χρόνο της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 1272/2008.

5        Με την έναρξη ισχύος, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, του κανονισμού (ΕΚ) 790/2009 της Επιτροπής, της 10ης Αυγούστου 2009, περί τροποποίησης, με σκοπό την προσαρμογή του στην τεχνική και επιστημονική πρόοδο, του κανονισμού 1272/2008 (ΕΕ L 235, σ. 1), η ταξινόμηση των βορικών αλάτων στις τοξικές για την αναπαραγωγή ουσίες κατηγορίας 2 επαναλήφθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Κατά το άρθρο 2, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 790/2009, η ταξινόμηση αυτή άρχισε να ισχύει την 1η Δεκεμβρίου 2010, αλλά μπορούσε να εφαρμοστεί πριν από την ημερομηνία αυτή.

6        Στις 8 Μαρτίου 2010, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και η Δημοκρατία της Σλοβενίας διαβίβασαν στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ) φάκελο που είχαν εκπονήσει για τον χαρακτηρισμό του βορικού οξέος ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1907/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Δεκεμβρίου 2006, για την καταχώριση, την αξιολόγηση, την αδειοδότηση και τους περιορισμούς των χημικών προϊόντων (REACH) και για την ίδρυση του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Χημικών Προϊόντων καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 1999/45/ΕΚ και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 793/93 του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) 1488/94 της Επιτροπής καθώς και της οδηγίας 76/769/ΕΟΚ του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 91/155/ΕΟΚ, 93/67/ΕΟΚ, 93/105/ΕΚ και 2000/21/ΕΚ (ΕΕ L 396, σ. 1), ο οποίος τροποποιήθηκε εν συνεχεία, μεταξύ άλλων, από τον κανονισμό 1272/2008, αναφερόμενες στην ταξινόμηση του βορικού οξέος μεταξύ των ουσιών που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή της κατηγορίας 2 στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008.

7        Το Βασίλειο της Δανίας απέστειλε την ίδια ημέρα στον ΕΟΧΠ φάκελο που είχε καταρτίσει για τον χαρακτηρισμό του τετραβορικού άνυδρου άλατος ως ουσίας που πληροί τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, αναφερόμενο στην ταξινόμηση του τετραβορικού άνυδρου άλατος μεταξύ των ουσιών που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2, στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008.

8        Στη συνέχεια, ο ΕΟΧΠ δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του ανακοινώσεις με τις οποίες κάλεσε τους ενδιαφερόμενους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί των φακέλων που καταρτίστηκαν για τα βορικά άλατα. Αφού παρέλαβε τις παρατηρήσεις επί των φακέλων εκ μέρους, ιδίως, της ευρωπαϊκής ενώσεως βορικών αλάτων, της οποίας είναι μέλος η προσφεύγουσα, ο ΕΟΧΠ παρέπεμψε τους φακέλους στην επιτροπή των κρατών μελών. Η εν λόγω επιτροπή κατέληξε, στις 9 Ιουνίου 2010, σε ομόφωνη απόφαση ως προς τον χαρακτηρισμό των βορικών αλάτων ως ουσιών λίαν ανησυχητικών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006.

9        Στις 18 Ιουνίου 2010, ο κατάλογος των υποψήφιων ουσιών για εγγραφή στο παράρτημα XIV του κανονισμού 1907/2006 (στο εξής: κατάλογος υποψήφιων ουσιών), ο οποίος περιελάμβανε τα βορικά άλατα, δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του ΕΟΧΠ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Αυγούστου 2010, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του ΕΟΧΠ, που δημοσιεύθηκε στις 18 Ιουνίου 2010, περί χαρακτηρισμού των βορικών αλάτων ως ουσιών που πληρούν τα κριτήρια του άρθρου 57 του κανονισμού 1907/2006 και περί εγγραφής των ουσιών αυτών στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών κατά το άρθρο 59 του εν λόγω κανονισμού (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

11      Με έγγραφο που καταχωρίστηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 10 Δεκεμβρίου 2010, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του ΕΟΧΠ. Αφού άκουσε τις απόψεις των κυρίων διαδίκων, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή με διάταξη της 12ης Ιανουαρίου 2011.

12      Με χωριστό έγγραφο, που κατατέθηκε κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 14 Δεκεμβρίου 2010, ο ΕΟΧΠ προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου στις 31 Ιανουαρίου 2011.

13      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2011, η Επιτροπή παραιτήθηκε από την κατάθεση υπομνήματος παρεμβάσεως αποκλειστικά για το παραδεκτό της προσφυγής.

14      Με το δικόγραφο της προσφυγής, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να κηρύξει παράνομο τον κανονισμό 790/2009 όσον αφορά τα βορικά άλατα·

–        να καταδικάσει τον ΕΟΧΠ στα δικαστικά έξοδα.

15      Με την ένσταση απαραδέκτου, ο ΕΟΧΠ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

16      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου ή να εκδικάσει την υπόθεση επί της ουσίας προκειμένου να αποφανθεί επ’ αυτής.

 Σκεπτικό

17      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφοι 1 και 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Κατά την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία επί της αιτήσεως συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει διαφορετικά. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, εν προκειμένω, έχει διαφωτιστεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας και ότι δεν συντρέχει λόγος να κινήσει την προφορική διαδικασία.

18      Προς στήριξη των αιτημάτων του, ο ΕΟΧΠ προβάλλει δύο λόγους απαραδέκτου, αντλούμενους από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα την προσφεύγουσα και από το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία δεν είναι νομοθετική πράξη κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν την αφορά ατομικά

19      Ενδείκνυται να εξεταστεί κατά πρώτον ο λόγος απαραδέκτου που αντλείται από το ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

20      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί, υπό τις προϋποθέσεις του πρώτου και του δευτέρου εδαφίου, να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

21      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στις προσφεύγουσες, οι οποίες επομένως δεν είναι αποδέκτριες της πράξεως αυτής. Στην περίπτωση αυτή, δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, οι προσφεύγουσες μπορούν να ασκήσουν προσφυγή ακυρώσεως κατά της εν λόγω πράξεως μόνον εάν η πράξη τις αφορά άμεσα.

22      Ως προς το ζήτημα του κατά πόσον ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες, κατά πάγια νομολογία η εν λόγω προϋπόθεση απαιτεί, πρώτον, το επίμαχο μέτρο να παράγει άμεσα αποτελέσματα έναντι της νομικής καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, καθόσον αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλομένων κανόνων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 43· της 29ης Ιουνίου 2004, C‑486/01 P, Front national κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑6289, σκέψη 34, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Επιτροπή κατά Ente per le Ville vesuviane και Ente per le Ville vesuviane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7993, σκέψη 45).

23      Πρώτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα καθόσον η νομική τους κατάσταση επηρεάζεται από το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι η διάταξη αυτή αφορά την επικαιροποίηση ενός δελτίου δεδομένων ασφάλειας η κατάρτιση του οποίου προβλέπεται στην παράγραφο 1 αυτού του άρθρου. Δυνάμει του άρθρου 31, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, ο προμηθευτής της ουσίας πρέπει να παρέχει στον αποδέκτη της δελτίο δεδομένων ασφαλείας όταν η ουσία πληροί τα κριτήρια ταξινόμησης στις επικίνδυνες ουσίες ως επικίνδυνη ουσία κατά την οδηγία 67/548. Το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού ορίζει, συναφώς, ότι το εν λόγω δελτίο δεδομένων ασφαλείας πρέπει να επικαιροποιείται αμελλητί από τους προμηθευτές μόλις υπάρξουν νέες πληροφορίες οι οποίες ενδέχεται να επηρεάζουν τα μέτρα διαχείρισης του κινδύνου ή νέες πληροφορίες για την επικινδυνότητα.

24      Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν ο χαρακτηρισμός, με την προσβαλλόμενη απόφαση, των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών, συνιστά νέα πληροφορία κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006 η οποία ενδέχεται να ενεργοποιήσει την υποχρέωση που προβλέπει η διάταξη αυτή, δηλαδή την επικαιροποίηση του δελτίου δεδομένων ασφαλείας, οπότε η προσβαλλόμενη απόφαση παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών.

25      Όσον αφορά το δελτίο δεδομένων ασφάλειας, το άρθρο 31, παράγραφος 1, του κανονισμού 1907/2006 ορίζει ότι αυτό πρέπει να συντάσσεται σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού αυτού. Κατά το παράρτημα αυτό, που περιλαμβάνει οδηγό συντάξεως των δελτίων δεδομένων ασφαλείας, τα εν λόγω δελτία πρέπει να παρέχουν ένα μηχανισμό για τη μετάδοση των κατάλληλων πληροφοριών ασφαλείας για τις ταξινομημένες ουσίες στους χρήστες σε όλο το μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού έως τους άμεσους μεταγενέστερους χρήστες. Σκοπός του εν λόγω παραρτήματος είναι να εξασφαλισθεί η συνοχή και η ακρίβεια του περιεχομένου καθενός από τα υποχρεωτικά σημεία που αναγράφονται στο άρθρο 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, ώστε τα σχετικά δελτία δεδομένων ασφαλείας να παρέχουν στους χρήστες τη δυνατότητα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την προστασία της υγείας του ανθρώπου και της ασφάλειας στο χώρο εργασίας, καθώς και για την προστασία του περιβάλλοντος.

26      Κατά τις προσφεύγουσες, ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών συνιστά νέα πληροφορία σχετική με τα σημεία 2 (προσδιορισμός των κινδύνων) και 15 (πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις) του άρθρου 31, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

27      Όσον αφορά το σημείο 2 (προσδιορισμός των κινδύνων), κατά το παράρτημα II, σημείο 2, του κανονισμού 1907/2006, η ταξινόμηση της ουσίας που προκύπτει από την εφαρμογή των κανόνων ταξινόμησης της οδηγίας 67/548 πρέπει να αναφέρεται. Οι κυριότεροι κίνδυνοι που ενέχει η ουσία για τον άνθρωπο και το περιβάλλον πρέπει να αναφέρονται επακριβώς και με συντομία.

28      Εν προκειμένω, ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν αφορά την ταξινόμηση των ουσιών αυτών σύμφωνα με την οδηγία 67/548. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός αποφασίστηκε διότι τα βορικά άλατα πληρούσαν, δυνάμει του άρθρου 57, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1907/2006, τα κριτήρια ταξινόμησης στις ουσίες που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή, κατηγορίας 2, κατά την οδηγία 67/548. Πάντως, το ότι τα βορικά άλατα πληρούν τα κριτήρια αυτά είχε ήδη καθοριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 67/548, όπως έχει τροποποιηθεί από την οδηγία 2008/58, και, στη συνέχεια, στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009 (βλ. σκέψεις 3 έως 5 ανωτέρω). Κατά το άρθρο 59, παράγραφος 3, του κανονισμού 1907/2006, τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αναφέρθηκαν, στους φακέλους που διαβίβασαν στον ΕΟΧΠ στις 8 Μαρτίου 2010, στην εγγραφή των βορικών αλάτων στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008 (βλ. σκέψεις 6 και 7 ανωτέρω).

29      Είναι αληθές ότι, κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δηλαδή στις 18 Ιουνίου 2010, οι προσφεύγουσες δεν είχαν υποχρέωση ταξινόμησης των βορικών αλάτων. Συγκεκριμένα, κατά την έναρξη ισχύος, στις 20 Ιανουαρίου 2009, του κανονισμού 1272/2008, το παράρτημα I της οδηγίας 67/548 που περιελάμβανε τα βορικά άλατα είχε καταργηθεί και η υποχρέωση ταξινόμησης των βορικών αλάτων σύμφωνα με τις εναρμονισμένες ταξινομήσεις του παραρτήματος VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009, δεν είχε εφαρμογή εφόσον το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 790/2009 όριζε, συναφώς, την 1η Δεκεμβρίου 2010 ως ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της υποχρεώσεως.

30      Εντούτοις, οι κίνδυνοι που οδήγησαν στην ταξινόμηση των βορικών αλάτων είχαν, επαρκώς κατά νόμο, προσδιοριστεί κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προσβαλλόμενης αποφάσεως. Αφενός, ήταν προφανές για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη ότι οι κίνδυνοι αυτοί δεν είχαν εκλείψει εκ μόνου του γεγονότος της καταργήσεως του παραρτήματος I της οδηγίας 67/548, το περιεχόμενο του οποίου έπρεπε να μεταφερθεί στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Αφετέρου, με την έναρξη ισχύος του κανονισμού 790/2009, στις 25 Σεπτεμβρίου 2009, η ταξινόμηση των βορικών αλάτων στις ουσίες που είναι τοξικές για την αναπαραγωγή κατηγορίας 2 επαναλήφθηκε στο παράρτημα VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008. Το γεγονός ότι δεν ήταν υποχρεωτικό να εφαρμοστούν οι ταξινομήσεις πριν από την 1η Δεκεμβρίου 2010 δεν θέτει εν αμφιβόλω τη νομική υπόσταση της διαπιστώσεως κατά την οποία τα κριτήρια ταξινόμησης πληρούνται από της ενάρξεως ισχύος του κανονισμού 790/2009. Το άρθρο 2, παράγραφος 2, του κανονισμού 790/2009 αναβάλλει απλώς για την 1η Δεκεμβρίου 2010 τις νομικές υποχρεώσεις που απορρέουν από τις εν λόγω ταξινομήσεις βάσει του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009. Η άποψη αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 790/2009, οι εναρμονισμένες ταξινομήσεις του παραρτήματος VI, μέρος 3, του κανονισμού 1272/2008, όπως έχει τροποποιηθεί από τον κανονισμό 790/2009, μπορούσαν να εφαρμοστούν πριν την 1η Δεκεμβρίου 2010.

31      Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν περιείχε νέα πληροφορία όσον αφορά τις επικίνδυνες ιδιότητες των ουσιών αυτών, αλλά ήταν το αποτέλεσμα της διαδικασίας χαρακτηρισμού του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιείχε καμία νέα πληροφορία όσον αφορά τον προσδιορισμό των κινδύνων κατά την έννοια του σημείου 2 του άρθρου 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006.

32      Όσον αφορά το σημείο 15 (πληροφορίες σχετικά με τις κανονιστικές διατάξεις) του άρθρου 31, παράγραφος 6, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το παράρτημα II, σημείο 15, του εν λόγω κανονισμού, αν η ουσία που καλύπτεται από το δελτίο δεδομένων ασφαλείας υπόκειται σε ειδικές διατάξεις που αφορούν την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, όπως, άδειες δυνάμει του τίτλου VII ή περιορισμοί δυνάμει του τίτλου VIII του ίδιου κανονισμού, οι διατάξεις αυτές πρέπει, στο μέτρο του δυνατού, να αναφέρονται.

33      Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006 ως λίαν ανησυχητικής ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα υποχρεώσεις κοινοποιήσεως πληροφοριών εκ μέρους των επιχειρήσεων, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η οικεία ουσία εμπίπτει σε ειδικό καθεστώς και αποτελεί κατά συνέπεια αντικείμενο ειδικών διατάξεων. Αντιθέτως, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν έχει καμία επίπτωση στην εμπορία και τη χρήση της ουσίας.

34      Δεύτερον, όσον αφορά τη διαδικασία εγκρίσεως που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006 και τους περιορισμούς που επιβάλλονται δυνάμει του τίτλου VIII του κανονισμού αυτού, το παράρτημα II, σκέψη 15, του εν λόγω κανονισμού αναφέρει ως μόνα παραδείγματα που εμπίπτουν στην παρούσα διάταξη τις αδειοδοτήσεις και τους περιορισμούς. Δεδομένου ότι ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως λίαν ανησυχητικής δεν αφορά τους περιορισμούς που επιβάλλονται δυνάμει του τίτλου VIII του εν λόγω κανονισμού, αλλά αποτελεί μέρος της διαδικασίας αδειοδότησης που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού αυτού, η αναφορά των περιορισμών στο σημείο 15 του παραρτήματος II του κανονισμού 1907/2006 δεν συνηγορεί υπέρ του ότι ο χαρακτηρισμός αυτός εμπίπτει στο σημείο 15 του άρθρου 31, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού.

35      Όσον αφορά τις χορηγηθείσες άδειες, από τον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006 προκύπτει ότι αυτές συνιστούν άδειες που δόθηκαν κατά το άρθρο 60 του ίδιου κανονισμού οι οποίες αποτελούν μέρος ενός μεταγενέστερου σταδίου της διαδικασίας αδειοδότησης (άρθρα 60 έως 64 του κανονισμού αυτού). Αιτήσεις αδειοδότησης μπορούν να υποβληθούν προς τον ΕΟΧΠ δυνάμει του άρθρου 62, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού για μία ή περισσότερες χρήσεις μιας ουσίας η διάθεση της οποίας στην αγορά έχει απαγορευθεί λόγω της εγγραφής της στο παράρτημα XIV του εν λόγω κανονισμού. Πάντως, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης που προβλέπεται στον τίτλο VII του κανονισμού 1907/2006, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού αυτού, ως λίαν ανησυχητικής δεν αναφέρεται ρητώς από τον νομοθέτη στο παράρτημα II, σημείο 15, του εν λόγω κανονισμού. Μολονότι η αναφορά των αδειών που χορηγούνται δυνάμει του τίτλου VII του κανονισμού αυτού είναι απλώς ενδεικτική, παρ’ όλ’ αυτά η εν λόγω αναφορά είναι η μόνη για τη διαδικασία αδειοδότησης δυνάμει του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006. Μολονότι δεν αποκλείεται το σημείο 15 του δελτίου δεδομένων ασφαλείας να διέπεται από άλλες ειδικές διατάξεις για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, όσον αφορά τη διαδικασία αδειοδότησης του τίτλου VII του κανονισμού 1907/2006, το ενδεχόμενο αυτό επίσης συνηγορεί υπέρ της απόψεως ότι μόνον οι αδειοδοτήσεις εμπίπτουν στο σημείο αυτό. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι το άρθρο 31, παράγραφος 9, στοιχείο β΄, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι το δελτίο δεδομένων ασφαλείας πρέπει να επικαιροποιείται μόλις χορηγηθεί ή απορριφθεί άδεια.

36      Κατά συνέπεια, ο χαρακτηρισμός μιας ουσίας, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως λίαν ανησυχητικής δεν σημαίνει ότι η εν λόγω ουσία διέπεται από τις ειδικές διατάξεις για την προστασία της ανθρώπινης υγείας ή του περιβάλλοντος σε επίπεδο Ένωσης, κατά την έννοια του παραρτήματος II, σκέψη 15, του εν λόγω κανονισμού.

37      Κατόπιν των ανωτέρω, ο προσδιορισμός των βορικών αλάτων, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 59 του κανονισμού 1907/2006, ως ουσιών λίαν ανησυχητικών, δεν συνιστούσε νέα πληροφορία η οποία μπορούσε να επηρεάσει τα μέτρα διαχειρίσεως της επικινδυνότητας ή νέα πληροφορία για την επικινδυνότητα κατά την έννοια του άρθρου 31, παράγραφος 9, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, οπότε οι προσφεύγουσες δεν είχαν υποχρέωση να επικαιροποιήσουν το δελτίο δεδομένων ασφαλείας. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών λόγω της υποχρεώσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.

38      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα καθόσον η νομική τους κατάσταση επηρεάζεται από το άρθρο 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά το άρθρο αυτό, κάθε φορέας της αλυσίδας εφοδιασμού μιας ουσίας οφείλει να γνωστοποιεί τις νέες πληροφορίες για επικίνδυνες ιδιότητες στον αμέσως προηγούμενο φορέα ή διανομέα της αλυσίδας εφοδιασμού, ανεξαρτήτως χρήσεων, στον αμέσως προηγούμενο φορέα ή διανομέα της αλυσίδας εφοδιασμού.

39      Συναφώς, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αντίθετα προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η διάταξη αυτή δεν δημιουργεί υποχρεώσεις των προσφευγουσών να γνωστοποιήσουν πληροφορίες στους πελάτες τους. Συγκεκριμένα, το άρθρο 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006 αφορά την υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών προς τους αμέσως προηγούμενους φορείς ή διανομείς της αλυσίδας εφοδιασμού και όχι προς τους επόμενους της εν λόγω αλυσίδας. Δεύτερον, εφόσον ο χαρακτηρισμός των βορικών αλάτων με την προσβαλλόμενη απόφαση ως ουσιών λίαν ανησυχητικών δεν περιείχε νέα πληροφορία όσον αφορά τις επικίνδυνες ιδιότητες των ουσιών αυτών (βλ. σκέψεις 27 έως 31 ανωτέρω), οι προσφεύγουσες δεν υπείχαν τις υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως πληροφοριών του άρθρου 34, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1907/2006. Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών ούτε λόγω της υποχρεώσεως που προβλέπεται στη διάταξη αυτή.

40      Τρίτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία, λόγω των ποινικών κυρώσεων που επιβάλλουν τα κράτη μέλη σε περίπτωση αθετήσεως των υποχρεώσεων που προβλέπει ο κανονισμός 1907/2006, οι προηγούμενοι, στην αλυσίδα εφοδιασμού, καταναλωτές πρέπει να ενημερώνονται για τον χαρακτηρισμό, ώστε να λάβουν γνώση των υποχρεώσεων που υπέχουν από το άρθρο 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 33 του κανονισμού αυτού, δεν αμφισβητείται ότι οι διατάξεις αυτές δεν αφορούν τις προσφεύγουσες εφόσον δεν έχουν την ιδιότητα του κατασκευαστή ή του εισαγωγέα προϊόντων ούτε του προμηθευτή προϊόντος, όπως αυτά που ορίζονται στο άρθρο 3, σημεία 4, 11 και 33, του ίδιου κανονισμού. Οι υποχρεώσεις του άρθρου 7, παράγραφος 2, και του άρθρου 33 του εν λόγω κανονισμού μπορούν, επομένως, ρητώς να αφορούν κατά τρόπο άμεσο μόνον τους πελάτες των προσφευγουσών εφόσον είναι κατασκευαστές ή εισαγωγείς προϊόντων ή προμηθευτές ενός προϊόντος. Είναι αληθές ότι η αιτιολογική σκέψη 18 και το άρθρο 1 του κανονισμού 1907/2006 υπογραμμίζουν ότι υπεύθυνοι για τη διαχείριση των κινδύνων από τις ουσίες είναι οι κατασκευαστές, οι εισαγωγείς και οι προηγούμενοι χρήστες των ουσιών. Εντούτοις, ο κανονισμός 1907/2006 θεσπίζει ένα λεπτομερές σύστημα υποχρεώσεων το οποίο δεν μπορεί να διευρυνθεί με την επίκληση γενικών θεωρήσεων που περιλαμβάνονται στις εν λόγω διατάξεις.

41      Τέταρτον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών κατά την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα καθόσον έχει αποτελέσματα στην πραγματική κατάστασή τους, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός και μόνον ότι μια πράξη είναι ικανή να επηρεάσει την πραγματική κατάσταση του προσφεύγοντος δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι τον αφορά άμεσα. Μόνον η ύπαρξη ειδικών περιστάσεων παρέχει στον διοικούμενο, ο οποίος υποστηρίζει ότι η πράξη έχει συνέπειες για τη θέση του στην αγορά, τη δυνατότητα να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 10ης Δεκεμβρίου 1969, 10/68 και 18/68, Eridania κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 159, σκέψη 7, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 18ης Φεβρουαρίου 1998, T‑189/97, Comité d’entreprise de la Société française de production κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑335, σκέψη 48). Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες προβάλλουν απλώς ότι οι πελάτες τους είναι επιφυλακτικοί στο να εξακολουθήσουν να αγοράζουν προϊόντα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο των υποψήφιων ουσιών, δεν απέδειξαν επομένως την ύπαρξη τέτοιων ειδικών περιστάσεων.

42      Κατόπιν των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει άμεσα αποτελέσματα στη νομική κατάσταση των προσφευγουσών. Εφόσον δεν πληρούται το πρώτο κριτήριο, δηλαδή να αφορά η πράξη τον προσφεύγοντα άμεσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες.

43      Επομένως, ο παρών λόγος απαραδέκτου πρέπει να γίνει δεκτός και η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο έτερος λόγος απαραδέκτου που προβάλλει ο ΕΟΧΠ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, κατά την παράγραφο 4 του άρθρου αυτού, τα κράτη μέλη και τα θεσμικά όργανα που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

45      Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα, καθώς και στα δικαστικά έξοδα του ΕΟΧΠ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτού. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Etimine SA και η AB Etiproducts Oy φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Χημικών Προϊόντων (ΕΟΧΠ).

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Λουξεμβούργο, 21 Σεπτεμβρίου 2011.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      A. Dittrich


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.