Language of document : ECLI:EU:C:2021:687

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MICHAL BOBEK

της 2ας Σεπτεμβρίου 2021 (1)

Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C143/20 και C213/20

Α

κατά

O (C-143/20)

και

G.W.,

E.S.

κατά

A. Towarzystwo Ubezpieczeń Życie S.A. (C-213/20)

[αίτηση του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie
(περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία καταναλωτών – Οδηγία 2002/83/ΕΚ – Συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενες με επενδυτικά κεφάλαια – Έκταση και περιεχόμενο προσυμβατικών υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως πληροφοριών – Οδηγία 2005/29/ΕΚ – Αθέμιτες εμπορικές πρακτικές – Παραπλανητικές παραλείψεις»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι διαφορές των κύριων δικών ανέκυψαν στο πλαίσιο αγωγών που κινήθηκαν από καταναλωτές στην Πολωνία οι οποίοι προσχώρησαν σε συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής. Οι καταναλωτές υποστηρίζουν ότι δεν τους ανακοινώθηκαν στον απαιτούμενο βαθμό οι λεπτομέρειες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των εν λόγω ασφαλιστικών προϊόντων. Για τον λόγο αυτό ζητούν την ανάκτηση όλων των κεφαλαίων που επενδύθηκαν σε αυτά. Στο πλαίσιο αυτό, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία, Πολωνία) εγείρει σειρά ερωτημάτων σχετικά με το περιεχόμενο της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ (2) (στο εξής: οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής) και με τα αποτελέσματα της παραλείψεως τέτοιας (πλήρους) γνωστοποιήσεως.

II.    Νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής

2.        Η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής αποσκοπεί στην εξάλειψη των αποκλίσεων που υφίστανται μεταξύ των εθνικών νομοθεσιών ως προς το θέμα του ελέγχου, συντονίζοντας ορισμένες πτυχές σχετικές με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλίσεως ζωής (3). Στο πλαίσιο αυτό, η αιτιολογική σκέψη 52 της εν λόγω οδηγίας έχει ως εξής:

«Στα πλαίσια μιας εσωτερικής αγοράς στον τομέα των ασφαλίσεων, ο καταναλωτής θα διαθέτει μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και μεγαλύτερη ποικιλία συμβάσεων. Για να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό, θα πρέπει να είναι επαρκώς ενημερωμένος, ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του. Αυτή η ανάγκη ενημέρωσης αποβαίνει σημαντικότερη και λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειας των υποχρεώσεων. Πρέπει, ως εκ τούτου, να επέλθει συντονισμός ενός ελάχιστου αριθμού διατάξεων, ώστε ο καταναλωτής να ενημερώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων και ως προς τα στοιχεία των φορέων που είναι αρμόδιοι για την εξέταση απαιτήσεων των αντισυμβαλλομένων, των ασφαλισμένων ή των δικαιούχων της συμβάσεως.»

3.        Κατά το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, το οποίο επιγράφεται «Πληροφόρηση των αντισυμβαλλομένων»:

«1.      Πριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση, πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ σημείο Α.

[…]

3.      Το κράτος μέλος της ασφαλιστικής υποχρέωσης δεν μπορεί να απαιτεί από τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, παρά μόνο στην περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι απαραίτητες για τη σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων της υποχρέωσης εκ μέρους του αντισυμβαλλόμενου.

4.      Οι λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου και του παραρτήματος ΙΙΙ θεσπίζονται από το κράτος μέλος της υποχρέωσης.»

4.        Στο οικείο τμήμα του, το παράρτημα III της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Πληροφορίες προς τους αντισυμβαλλομένους», προβλέπει τα εξής:

«Οι ακόλουθες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται στον αντισυμβαλλόμενο είτε (Α) πριν από τη σύναψη της σύμβασης είτε (Β) κατά τη διάρκεια της σύμβασης, διατυπώνονται με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης.

[…]

A.      Πριν από τη σύναψη της σύμβασης

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική επιχείρηση

Πληροφορίες σχετικά με την ασφαλιστική υποχρέωση

[…]

[…]

α.11      Απαρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων) που χρησιμοποιήθηκαν στις συμβάσεις μεταβλητού κεφαλαίου (unit-linked policies)

α.12      Πληροφορίες για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού επί συμβάσεων μεταβλητού κεφαλαίου

[…]»

2.      Η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές

5.        Η οδηγία 2005/29/ΕΚ (στο εξής: οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές) (4) ισχύει «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές, όπως αυτές θεσπίζονται στο άρθρο 5, πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από εμπορική συναλλαγή σχετιζομένη με ένα συγκεκριμένο προϊόν» (5). Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1.      Απαγορεύονται οι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

[…]

4.      Ιδιαιτέρως, εμπορικές πρακτικές, είναι αθέμιτες όταν:

α)      είναι παραπλανητικές όπως καθορίζεται στα άρθρα 6 και 7,

[…]».

6.        Το άρθρο 7 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, το οποίο επιγράφεται «Παραπλανητικές παραλείψεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Μια εμπορική πρακτική θεωρείται παραπλανητική όταν, στο πραγματικό της πλαίσιο, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών της και των περιστάσεων, καθώς και των περιορισμών του συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, παραλείπει ουσιώδεις πληροφορίες που χρειάζεται ο μέσος καταναλωτής, ανάλογα με το συγκεκριμένο πλαίσιο, για να λάβει τεκμηριωμένη απόφαση συναλλαγής, και ως εκ τούτου τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα ελάμβανε.

[…]

5.      Οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που θεσπίζονται από το κοινοτικό δίκαιο, σχετικά με την εμπορική επικοινωνία, συμπεριλαμβανομένης της διαφήμισης ή του μάρκετινγκ, των οποίων ενδεικτικός κατάλογος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, θεωρούνται ουσιώδεις.»

Β.      Το πολωνικό δίκαιο

7.        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, η ασφαλιστική δραστηριότητα στην Πολωνία διεπόταν από τον Ustawa o działalności ubezpieczeniowej (νόμο περί ασφαλιστικής δραστηριότητας) (6). Ο εν λόγω νόμος αποσκοπούσε στη μεταφορά της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής στην εσωτερική έννομη τάξη.

8.        Το άρθρο 13 του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας, στο κρίσιμο μέρος του, όριζε τα εξής:

«[…]

4.      Όσον αφορά τις συνδεόμενες με επενδυτικά κεφάλαια ασφαλίσεις ζωής, περί των οποίων γίνεται λόγος στο τμήμα Ι, ομάδα 3, του παραρτήματος του παρόντος νόμου, η ασφαλιστική επιχείρηση υποχρεούται να διευκρινίζει ή να μνημονεύει στη σύμβαση ασφαλίσεως τα εξής:

1)      τον κατάλογο των προτεινόμενων επενδυτικών κεφαλαίων·

2)      τους κανόνες για τον καθορισμό της αξίας των παροχών και της αξίας εξαγοράς της ασφαλίσεως, συμπεριλαμβανομένων των κανόνων που αφορούν την εξαγορά των μεριδίων του επενδυτικού κεφαλαίου και τις προθεσμίες μετατροπής τους σε χρήμα και καταβολής της παροχής·

3)      τους κανόνες που διέπουν την τοποθέτηση των διαθέσιμων πόρων του επενδυτικού κεφαλαίου, συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, των χαρακτηριστικών των στοιχείων του ενεργητικού που αποτελούν το κεφάλαιο, των κριτηρίων επιλογής των στοιχείων του ενεργητικού, καθώς και των αρχών της διαφοροποιήσεώς τους και των λοιπών περιορισμών των επενδύσεων·

4)      τους κανόνες και τις προθεσμίες αποτίμησης της αξίας των μεριδίων του επενδυτικού κεφαλαίου·

5)      τους κανόνες καθορισμού του ύψους των εξόδων και του συνόλου των λοιπών επιβαρύνσεων που αφαιρούνται από τα ασφάλιστρα ή το επενδυτικό κεφάλαιο·

[…]».

III. Τα πραγματικά περιστατικά, η εθνική διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

Α.      Η υπόθεση C-143/20

9.        Ο O (στο εξής: εναγόμενος στην υπόθεση C-143/20) είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Πολωνία. Συνήψε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο με εταιρία ασφαλίσεων ζωής. Δυνάμει της συμβάσεως αυτής, η εταιρία ασφαλίσεων ζωής ενεργούσε ως ασφαλιστής, ο δε εναγόμενος στην υπόθεση C-143/20 ως λήπτης της ασφάλισης.

10.      Η συγκεκριμένη σύμβαση η οποία συνήφθη μεταξύ του εναγομένου και της ασφαλιστικής εταιρίας συνδεόταν με επενδυτικό κεφάλαιο. Ο κανονισμός του κεφαλαίου όριζε ότι τα ασφάλιστρα θα τοποθετούνταν κατά ποσοστό έως και 100 % σε τίτλους εκδιδόμενους από τη Β1. Η πληρωμή των εν λόγω τίτλων γινόταν βάσει του δείκτη Β2.

11.      Στις 8 Οκτωβρίου 2010, ο A, φυσικό πρόσωπο (στο εξής: ενάγων στην υπόθεση C-143/20), προσχώρησε στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης η οποία είχε συναφθεί μεταξύ του εναγομένου στην υπόθεση C-143/20 και ασφαλιστικής επιχειρήσεως. Δυνάμει των διατάξεων της δηλώσεως προσχωρήσεως στην ως άνω σύμβαση, ο ενάγων στην υπόθεση C-143/20 θα κατέβαλλε αρχικώς ένα κατ’ αποκοπήν ασφάλιστρο και, στη συνέχεια, τακτικά ασφάλιστρα σε μηνιαία βάση. Η περίοδος ασφαλίσεως ορίστηκε σε 15 έτη.

12.      Στην ασφαλιστική σύμβαση δεν διευκρινίστηκαν ούτε οι κανόνες αποτιμήσεως της αξίας των μεριδίων συμμετοχής στο επενδυτικό κεφάλαιο ούτε οι κανόνες αποτιμήσεως των καθαρών στοιχείων του ενεργητικού του συνολικού κεφαλαίου ούτε οι κανόνες αποτιμήσεως της αξίας των τίτλων στους οποίους επενδύθηκαν τα ασφάλιστρα που κατέβαλε ο ενάγων στην υπόθεση C-143/20. Επιπλέον, δεν καθορίστηκε η μέθοδος υπολογισμού της αξίας του δείκτη στον οποίο στηριζόταν η πληρωμή των εν λόγω τίτλων.

13.      Εντούτοις, ο κανονισμός του κεφαλαίου εξηγούσε ότι το εγγυημένο κεφάλαιο που θα κατέβαλλε η ασφαλιστική εταιρία κατά τη λήξη της δεκαπενταετούς συμβατικής διάρκειας δεν θα ήταν κατώτερο του ποσού του συνόλου των τοποθετηθέντων ασφαλίστρων και ότι θα μπορούσε να αυξηθεί σε περίπτωση θετικής μεταβολής του δείκτη B2. Σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως ασφαλίσεως πριν από την πάροδο της διάρκειας ισχύος της, η ασφαλιστική εταιρία ανέλαβε την υποχρέωση να επιστρέψει στον ασφαλισμένο ποσό ίσο με την αξία των μεριδίων του στο επενδυτικό κεφάλαιο κατά τη χρονική εκείνη στιγμή.

14.      Μετά την πάροδο επτά ετών, και δεδομένων των σημαντικών απωλειών που είχαν σημειωθεί στην αξία των κεφαλαίων που επένδυσε, ο ενάγων στην υπόθεση C-143/20 κατήγγειλε τη σύμβαση. Η ασφαλιστική εταιρία του κατέβαλε, ως αξία εξαγοράς, ποσό που αντιστοιχούσε στην αξία των μεριδίων του στο επενδυτικό κεφάλαιο κατά την ημερομηνία της καταγγελίας της συμβάσεως ασφαλίσεως.

15.      Ο ενάγων στην υπόθεση C-143/20 άσκησε ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία, Πολωνία) αγωγή για την ανάκτηση των καταβληθέντων ποσών. Ο ενάγων υποστηρίζει ότι παραπλανήθηκε σχετικά με τη φύση του επενδυτικού προϊόντος στο οποίο επρόκειτο να τοποθετηθούν τα ασφάλιστρα.

16.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, αναλόγως της γλωσσικής αποδόσεως, η υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, σε συνδυασμό με τα στοιχεία α.11 και α.12, του παραρτήματος III, A, της εν λόγω οδηγίας, καθώς και το άρθρο 185, παράγραφος 3, της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (7) (στο εξής: οδηγία Φερεγγυότητα II), απαιτεί τη γνωστοποίηση στον ενάγοντα της υπόθεσης C‑143/20 πλήρων πληροφοριών σχετικά με τα χρηματοπιστωτικά μέσα και τις προσφερόμενες επενδυτικές στρατηγικές. Η παράλειψη παροχής των εν λόγω πληροφοριών αποτελεί αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια των άρθρων 5 και 7 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

17.      Σε αυτό το πραγματικό και νομικό πλαίσιο, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      «[Έ]χουν το άρθρο 185, παράγραφος 3, στοιχείο θʹ, της οδηγίας [Φερεγγυότητα II] και το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι, στην περίπτωση συμβάσεων ασφάλισης ζωής μεταβλητού κεφαλαίου (ασφάλιση ζωής συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο), όταν τα βασικά στοιχεία του ενεργητικού του επενδυτικού κεφαλαίου είναι παράγωγα προϊόντα (ή δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα με ενσωματωμένα παράγωγα προϊόντα), ο ασφαλιστής ή ο λήπτης της ασφάλισης (ο οποίος προσφέρει την ασφάλιση, διανέμει το ασφαλιστικό προϊόν, “πωλεί” την ασφάλιση) είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με τη φύση, το συγκεκριμένο είδος και τα χαρακτηριστικά (αγγλικά: indication of the nature, γερμανικά: Angabe der Art, γαλλικά: indications sur la nature) του βασικού προϊόντος (του παράγωγου προϊόντος ή του δομημένου χρηματοπιστωτικού προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί παράγωγο προϊόν), ή αρκεί η γνωστοποίηση του είδους των βασικών (αντιπροσωπευτικών) στοιχείων του ενεργητικού χωρίς ενημέρωση για τα χαρακτηριστικά του προϊόντος αυτού;

2)      [Σ]ε περίπτωση που η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι ο ασφαλιστής ή ο λήπτης της ασφάλισης (ο οποίος προσφέρει την ασφάλιση, διανέμει το ασφαλιστικό προϊόν, “πωλεί” ασφάλιση μεταβλητού κεφαλαίου – ασφάλιση συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο) είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί στον καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με τη φύση, το συγκεκριμένο είδος και τα χαρακτηριστικά του βασικού προϊόντος (του παράγωγου προϊόντος ή του δομημένου χρηματοπιστωτικού προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί παράγωγο προϊόν), έχουν το άρθρο 185, παράγραφος 3, στοιχείο θʹ, της οδηγίας [Φερεγγυότητα ΙΙ] και το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα ΙΙΙ, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι οι γνωστοποιούμενες στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή πληροφορίες σχετικά με τη φύση, το συγκεκριμένο είδος και τα χαρακτηριστικά του βασικού προϊόντος (του παράγωγου προϊόντος ή του δομημένου χρηματοπιστωτικού προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί παράγωγο προϊόν) πρέπει να περιλαμβάνουν πανομοιότυπες πληροφορίες με τις απαιτούμενες από το άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου [(ΕΕ 2004, L 145, σ. 1),] και από το άρθρο 24, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ [(ΕΕ 2014, L 173, σ. 349)], ήτοι εκτενείς πληροφορίες για τα παράγωγα προϊόντα και για τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές και προειδοποιήσεις σχετικά με τον κίνδυνο που συνδέεται με επενδύσεις σε τέτοια προϊόντα ή με ειδικές επενδυτικές στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων, ιδιαιτέρως, πληροφοριών σχετικών με τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο ασφαλιστής ή o φορέας υπολογισμού για την αξιολόγηση του βασικού προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου ασφαλιστικής κάλυψης, πληροφοριών σχετικών με τον κίνδυνο που συνδέεται με το παράγωγο προϊόν και τον εκδότη του, καθώς και σχετικών με τις διακυμάνσεις της αξίας του παράγωγου προϊόντος μέσα στον χρόνο, με τους διάφορους παράγοντες που προκαλούν αυτές τις διακυμάνσεις και με τον βαθμό επιρροής τους στην αξία του;

3)      [Έ]χει το άρθρο 185, παράγραφος 4, της οδηγίας [Φερεγγυότητα ΙΙ] την έννοια ότι, στην περίπτωση συμβάσεων ασφάλισης ζωής μεταβλητού κεφαλαίου (ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο) όπου το βασικό στοιχείο του ενεργητικού είναι παράγωγο προϊόν (ή δομημένο χρηματοπιστωτικό προϊόν στο οποίο έχει ενσωματωθεί παράγωγο προϊόν), ο ασφαλιστής ή ο λήπτης της ασφάλισης (ο οποίος προσφέρει την ασφάλιση, διανέμει το ασφαλιστικό προϊόν, “πωλεί” την ασφάλιση) είναι υποχρεωμένος να γνωστοποιεί στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή πανομοιότυπες πληροφορίες με τις απαιτούμενες από το άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και από το άρθρο 24, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ήτοι εκτενείς πληροφορίες για τα παράγωγα προϊόντα και για τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, οι οποίες θα πρέπει να περιλαμβάνουν τις κατάλληλες κατευθυντήριες γραμμές και προειδοποιήσεις σχετικά με τον κίνδυνο που συνδέεται με επενδύσεις σε τέτοια προϊόντα ή με ειδικές επενδυτικές στρατηγικές, συμπεριλαμβανομένων, ιδιαιτέρως, πληροφοριών σχετικών με τη μεθοδολογία που εφαρμόζει ο ασφαλιστής ή o φορέας υπολογισμού για την αξιολόγηση του βασικού προϊόντος κατά τη διάρκεια της περιόδου ασφαλιστικής κάλυψης, πληροφοριών σχετικών με τον κίνδυνο που συνδέεται με το παράγωγο προϊόν και τον εκδότη του, καθώς και σχετικών με τις διακυμάνσεις της αξίας του παράγωγου προϊόντος μέσα στον χρόνο, με τους διάφορους παράγοντες που προκαλούν αυτές τις διακυμάνσεις και με τον βαθμό επιρροής τους στην αξία του;

4)      [Σ]ε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο δεύτερο ή στο τρίτο ερώτημα (ή σε αμφότερα τα ερωτήματα), συνιστά η παράλειψη του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης ο οποίος προσφέρει ασφάλιση ζωής μεταβλητού κεφαλαίου (ασφάλιση ζωής συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο) να παράσχει στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή τις απαιτούμενες πληροφορίες (που απαριθμούνται στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα), στο πλαίσιο προσφοράς ασφάλισης προς τον καταναλωτή, αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά το άρθρο 5 της οδηγίας [για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές] ή μήπως η μη παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών αποτελεί παραπλανητική εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής;

5)      [Σ]ε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως τόσο στο δεύτερο όσο και στο τρίτο ερώτημα, συνιστά η παράλειψη του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης (ο οποίος προσφέρει την ασφάλιση, διανέμει το ασφαλιστικό προϊόν, “πωλεί” ασφάλιση ζωής μεταβλητού κεφαλαίου – ασφάλιση ζωής συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο) να ενημερώσει σαφώς τον καταναλωτή ότι τα περιουσιακά στοιχεία του επενδυτικού κεφαλαίου (του συνδεόμενου με την ασφάλιση επενδυτικού κεφαλαίου) τοποθετούνται σε παράγωγα προϊόντα (ή σε δομημένα προϊόντα στα οποία έχουν ενσωματωθεί παράγωγα προϊόντα), αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά το άρθρο 5 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ή μήπως η μη παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών αποτελεί παραπλανητική εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής;

6)      [Σ]ε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως τόσο στο δεύτερο όσο και στο τρίτο ερώτημα, συνιστά η παράλειψη του ασφαλιστή ή του λήπτη της ασφάλισης ο οποίος προσφέρει ασφάλιση ζωής μεταβλητού κεφαλαίου (ασφάλιση ζωής συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο) να παράσχει στον καταναλωτή λεπτομερείς διευκρινίσεις για τα ακριβή χαρακτηριστικά του προϊόντος στο οποίο τοποθετούνται τα περιουσιακά στοιχεία του επενδυτικού κεφαλαίου (του συνδεόμενου με την ασφάλιση ζωής επενδυτικού κεφαλαίου), περιλαμβανομένων πληροφοριών για τους κανόνες λειτουργίας του εν λόγω προϊόντος, στην περίπτωση παράγωγου προϊόντος (ή δομημένου προϊόντος στο οποίο έχει ενσωματωθεί παράγωγο προϊόν), αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά το άρθρο 5 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ή μήπως η μη παροχή των απαιτούμενων πληροφοριών αποτελεί παραπλανητική εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας αυτής;»

Β.      Η υπόθεση C-213/20

18.      Η A. Towarzystwo Ubezpieczeń Życie S.A. (στο εξής: εναγομένη στην υπόθεση C-213/20) είναι νομικό πρόσωπο εγκατεστημένο στην Πολωνία το οποίο εμπορεύεται προϊόντα ασφαλίσεως ζωής. Τον Ιούλιο του 2011, συνήψε με την Α. S.A., εταιρία που δραστηριοποιείται στον τραπεζικό τομέα, σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο, δυνάμει της οποίας η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20 ενεργεί ως ασφαλιστής και η Α. S.A. ως λήπτρια της ασφάλισης (στο εξής: λήπτρια της ασφάλισης στην υπόθεση C‑213/20).

19.      Η συγκεκριμένη σύμβαση που συνήφθη μεταξύ της εναγομένης και της λήπτριας της ασφάλισης στην υπόθεση C-213/20 συνδεόταν με επενδυτικό κεφάλαιο. Οι κανόνες του εν λόγω κεφαλαίου όριζαν ότι τα ασφάλιστρα θα επενδύονταν έως και 100 % σε ομόλογα αναπροσαρμοζόμενα βάσει δείκτη και εκδιδόμενα από τρίτη εταιρία.

20.      Στις 28 και στις 30 Νοεμβρίου 2011, οι G.W. και E.S., αμφότερες φυσικά πρόσωπα (στο εξής: ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20), κατέθεσαν αντιστοίχως τις ατομικές τους δηλώσεις προσχωρήσεως στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής. Βάσει των διατάξεων των δηλώσεων αυτών, οι ενάγουσες στην υπόθεση C‑213/20 θα κατέβαλλαν αρχικώς ένα κατ’ αποκοπήν ασφάλιστρο και, στη συνέχεια, τακτικό ασφάλιστρο σε μηνιαία βάση. Η περίοδος ασφαλίσεως ορίστηκε σε 15 έτη.

21.      Η πρόταση προσχωρήσεως στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής παρουσιάστηκε κατά τη διάρκεια μίας και μόνης συναντήσεως που έλαβε χώρα στις εγκαταστάσεις της λήπτριας της ασφάλισης. Το ασφαλιστικό προϊόν περιγράφηκε στις ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 ως επένδυση κεφαλαίου υπό μορφή συστηματικής αποταμίευσης. Η προφορική παρουσίαση του ασφαλιστικού προϊόντος επικεντρώθηκε στην παρουσίαση γραφημάτων σχετικά με τις δυνητικές αποδόσεις της επενδύσεως σε ασφαλιστικό επενδυτικό κεφάλαιο. Κατά την ίδια συνάντηση, οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 έλαβαν επίσης έγγραφα, ήτοι τη δήλωση προσχωρήσεως και τις τυποποιημένες συμβατικές ρήτρες.

22.      Ωστόσο, στις ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 δεν παρασχέθηκε καμία ενημέρωση σχετικά με τους όρους αγοράς των αναπροσαρμοζόμενων βάσει δείκτη ομολόγων έκδοσης της τρίτης εταιρίας. Ως εκ τούτου, οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 δεν είχαν ενημέρωση σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου που συνδέονταν με την επένδυση στα εν λόγω δομημένα προϊόντα. Οι μόνες πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους που απέρρεαν από τους κανόνες των επενδυτικών κεφαλαίων περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τους κινδύνους που συνδέονταν με την υποτίμηση του δείκτη στον οποίο επενδύονταν τα ασφάλιστρα λόγω των εξελίξεων στις χρηματοπιστωτικές αγορές και την ενδεχόμενη απώλεια μέρους των επενδυόμενων ασφαλίστρων σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ασφάλισης πριν από τη λήξη της περιόδου ασφάλισης.

23.      Μαζί με τη δήλωση προσχωρήσεως στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής, οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 υπέγραψαν επίσης ένα έγγραφο το οποίο περιείχε πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες, κατά τη διάρκεια της περιόδου ασφάλισης, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σημαντικών διακυμάνσεων της αξίας των μεριδίων στο κεφάλαιο αναλόγως της αξίας των χρηματοπιστωτικών προϊόντων στα οποία επένδυε το επενδυτικό κεφάλαιο. Ωστόσο, τους παρασχέθηκε η διαβεβαίωση ότι, στο τέλος της συμβατικής περιόδου των 15 ετών, θα τους καταβαλλόταν η συνολική αξία των μεριδίων στο επενδυτικό κεφάλαιο.

24.      Σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως ομαδικής ασφαλίσεως ζωής, τα ασφάλιστρα που κατέβαλλαν οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 επενδύονταν σε αναπροσαρμοζόμενα βάσει δείκτη ομόλογα της τρίτης εταιρίας. Κατά την περίοδο ασφαλίσεως, η αξία των μεριδίων στο επενδυτικό κεφάλαιο σημείωσε σταδιακή μείωση. Μετά από περίοδο οκτώ ετών, η ενάγουσα G.W. κατήγγειλε τη σύμβαση, με ισχύ από τις 23 Ιανουαρίου 2019.

25.      Η ασφαλιστική εταιρία κατέβαλε στην G.W. αξία εξαγοράς που αντιστοιχούσε στην αξία των μεριδίων της στον λογαριασμό μειωμένη κατά ορισμένα έξοδα ρευστοποιήσεως. Κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ενάγουσα E.S. εξακολουθούσε να καταβάλλει ασφάλιστρα και δεν είχε ακόμη καταγγείλει την έννομη σχέση που απέρρεε από τη σύμβαση την οποία είχε συνάψει.

26.      Εντούτοις, οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 άσκησαν αγωγή κατά της εναγομένης ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακού δικαστηρίου Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία). Προς στήριξη των αιτημάτων τους, ισχυρίζονται ότι η εναγομένη δεν τους παρέσχε πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των αναπροσαρμοζόμενων βάσει δείκτη ομολόγων της τρίτης εταιρίας και τους συνδεόμενους με αυτά κινδύνους. Επομένως, δεν υπήρξε έγκυρη δήλωση προθέσεως προσχωρήσεως στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής.

27.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, μολονότι οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20 τυπικώς δεν αποτελούν συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση ασφάλισης μεταξύ της εναγομένης και της λήπτριας της ασφάλισης, το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προβλέπει υποχρέωση γνωστοποιήσεως «τουλάχιστον [των πληροφοριών] που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ σημείο Α» της εν λόγω οδηγίας, «πριν» από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης. Δεδομένου ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, ο καταναλωτής αναλαμβάνει μέρος των υποχρεώσεων του λήπτη της ασφάλισης, ιδίως την υποχρέωση καταβολής των ασφαλίστρων, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν πρέπει να παρασχεθεί στον ασφαλισμένο οποιαδήποτε πληροφορία τέθηκε στη διάθεση της λήπτριας της ασφάλισης στην υπόθεση C-213/20 κατά τη σύναψη της συμβάσεως με την εναγομένη στην υπόθεση C-213/20. Αν ισχύει αυτό, τότε δημιουργείται αβεβαιότητα ως προς τον χρόνο πραγματοποιήσεως της εν λόγω γνωστοποιήσεως και ως προς τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να ερμηνευθεί το περιεχόμενο των στοιχείων α.11 και α.12 του παραρτήματος III, Α, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

28.      Κατά συνέπεια, το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι η υποχρέωση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ισχύει και για τον ασφαλισμένο στην περίπτωση που αυτός δεν είναι ταυτόχρονα λήπτης της ασφάλισης και προσχωρεί ως καταναλωτής σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο η οποία έχει συναφθεί μεταξύ της ασφαλιστικής επιχείρησης και της επιχείρησης-λήπτριας της ασφάλισης και ως πραγματικός επενδυτής των ποσών που καταβάλλονται ως ασφάλιστρα;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι, στο πλαίσιο έννομης σχέσης όπως αυτή του πρώτου ερωτήματος, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τα χαρακτηριστικά των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού που συνδέονται με το επενδυτικό κεφάλαιο σημαίνει επίσης ότι ο ασφαλιζόμενος καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται κατά τρόπο εξαντλητικό και κατανοητό για όλους τους κινδύνους, τη φύση και την έκτασή τους, που συνδέονται με την επένδυση στα στοιχεία του ενεργητικού του επενδυτικού κεφαλαίου (όπως τα δομημένα ομόλογα ή τα παράγωγα προϊόντα), ή μήπως αρκεί, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης, η παροχή στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή μόνον των βασικών πληροφοριών σχετικά με τα κύρια είδη των κινδύνων που συνεπάγεται η επένδυση σε προϊόν συνιστάμενο σε ασφάλιση συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο;

3)      Έχει το άρθρο 36, παράγραφος 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι, στο πλαίσιο έννομης σχέσης όπως η περιγραφόμενη στο πρώτο και στο δεύτερο ερώτημα, υπάρχει υποχρέωση πληροφόρησης του καταναλωτή ο οποίος προσχωρεί σε σύμβαση ασφάλισης ζωής ως ασφαλισμένος για το σύνολο των επενδυτικών κινδύνων και των συνδεόμενων με αυτούς όρων, ως προς τους οποίους ο εκδότης των τίτλων (δομημένων ομολόγων ή παράγωγων προϊόντων) που συνθέτουν το επενδυτικό κεφάλαιο ενημέρωσε τον ασφαλιστή;

4)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα προηγούμενα ερωτήματα, έχει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής] την έννοια ότι ο καταναλωτής ο οποίος προσχωρεί ως ασφαλισμένος σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο πρέπει να ενημερώνεται για τα χαρακτηριστικά των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού και για τους κινδύνους που συνδέονται με την επένδυση στα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού πριν από τη σύναψη της σύμβασης, στο πλαίσιο χωριστής προσυμβατικής διαδικασίας, και, επομένως, αντιτίθεται το άρθρο αυτό σε εθνική διάταξη [όπως] το άρθρο 13, παράγραφος 4, του [νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας], το οποίο ορίζει ότι οι πληροφορίες αυτές αρκεί να γνωστοποιούνται για πρώτη φορά με την ασφαλιστική σύμβαση και κατά τη διαδικασία σύναψής της, χωρίς το χρονικό σημείο κατά το οποίο λαμβάνονται οι πληροφορίες να μπορεί να διαχωριστεί και να απομονωθεί με σαφήνεια και ακρίβεια στο πλαίσιο της διαδικασίας προσχώρησης στη σύμβαση;

5)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στα πρώτα τρία προδικαστικά ερωτήματα, έχει το άρθρο 36, παράγραφος, 1, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, Α, σημείο 12, της οδηγίας [περί ασφαλίσεων ζωής], την έννοια ότι η προσήκουσα εκπλήρωση της εκεί προβλεπόμενης υποχρέωσης πληροφόρησης πρέπει να θεωρείται ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο και, ως εκ τούτου, μπορεί η διαπίστωση ότι η υποχρέωση αυτή δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως να έχει ως συνέπεια την αναγνώριση στον ασφαλιζόμενο καταναλωτή του δικαιώματος να αξιώσει την επιστροφή του συνόλου των ασφαλίστρων που κατέβαλε λόγω ενδεχόμενης αναγνώρισης της ακυρότητας της σύμβασης ή του εξ υπαρχής ανισχύρου της ή λόγω ενδεχόμενης αναγνώρισης της ακυρότητας ή του ανισχύρου της ατομικής δήλωσης προσχώρησης στην εν λόγω σύμβαση;»

Γ.      Περαιτέρω διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

29.      Με απόφαση της 24ης Μαρτίου 2021, οι δύο υποθέσεις C-143/20 και C‑213/20 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

30.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν οι ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20, η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20, η Ελληνική, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ενάγουσες στην υπόθεση C‑213/20, η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή απάντησαν επίσης σε γραπτές ερωτήσεις που τους τέθηκαν στις 23 Μαρτίου 2021.

IV.    Ανάλυση

31.      Οι παρούσες προτάσεις διαρθρώνονται ως εξής. Θα αρχίσω εκθέτοντας και επεξηγώντας τη φύση των επίμαχων ασφαλιστικών προϊόντων και, εν συνεχεία, θα συνοψίσω τα κοινά πραγματικά περιστατικά που θα αποδειχθούν κρίσιμα για τις παρούσες προτάσεις (υπό Α). Στη συνέχεια, θα εξετάσω τη σειρά με την οποία υποβλήθηκαν τα προδικαστικά ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου (υπό Β) και κατόπιν θα ασχοληθώ με την ουσία τους: ποιος υπέχει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών που προβλέπεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής (υπό Γ)· ποιες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται βάσει του εν λόγω άρθρου (υπό Δ)· πότε πρέπει να πραγματοποιείται η εν λόγω γνωστοποίηση (Ε)· και ποιες είναι οι συνέπειες της παραλείψεως της γνωστοποιήσεως (υπό ΣΤ).

Α.      Τα προϊόντα ομαδικής ασφάλισης ζωής και το κρίσιμο πραγματικό πλαίσιο

32.      Ο κλάδος των ασφαλίσεων «insurance» αποτελεί ιδιαιτέρως ευαίσθητο τομέα όσον αφορά την ανάγκη προστασίας του καταναλωτή (8). Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι σχετικές συμβάσεις ασφάλισης είναι νομικώς περίπλοκα χρηματοοικονομικά προϊόντα, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ουσιωδώς ανάλογα με τον ασφαλιστή που τα προσφέρει και να συνεπάγονται την ανάληψη σημαντικών οικονομικών υποχρεώσεων οι οποίες πιθανόν να έχουν ιδιαιτέρως μεγάλη χρονική διάρκεια. Στο πλαίσιο αυτό, ο καταναλωτής βρίσκεται φυσικά σε θέση αδυναμίας έναντι του ασφαλιστή (9). Το 2013, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκπόνησε έκθεση σχετικά με την οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, υπογραμμίζοντας το ανησυχητικό γεγονός ότι, για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και την ακίνητη περιουσία, οι πιο συχνά αναφερόμενες αθέμιτες πρακτικές στα κράτη μέλη αφορούσαν την απουσία ουσιαστικής πληροφόρησης στο στάδιο της διαφήμισης και την παραπλανητική περιγραφή των επίμαχων προϊόντων (10).

33.      Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο με τη νομολογία του έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας του καταναλωτή (11). Μολονότι η εν λόγω προστασία δεν είναι απόλυτη (12), το αυξημένο επίπεδο προστασίας που αναγνωρίζει κατά τον τρόπο αυτόν το Δικαστήριο αποσκοπεί στην αντιστάθμιση της διαπραγματευτικής θέσεως του ασθενέστερου συμβαλλομένου ο οποίος συνάπτει σύμβαση με ασφαλιστική επιχείρηση (δηλαδή τον λήπτη της ασφάλισης ή τον καταναλωτή) (13).

34.      Οι ανωτέρω διαπιστώσεις ισχύουν και όσον αφορά τον κλάδο των ασφαλίσεων «assurance». Σε αδρές γραμμές, ενώ η ασφάλιση «insurance» καλύπτει βλάβες ή κινδύνους που ενδέχεται να επέλθουν (και, επομένως, ενεργοποιείται μόνο σε περίπτωση προβολής σχετικής αξιώσεως), η ασφάλιση «assurance» αναφέρεται στην οικονομική κάλυψη η οποία προβλέπει την παροχή αποζημιώσεως όσον αφορά γεγονός το οποίο είναι βέβαιο ότι θα συμβεί. Επομένως, η τελευταία υπόσχεται πληρωμή είτε υπό τη μορφή ελάχιστου εγγυημένου ποσού είτε της αξίας που έχει η επένδυση όταν πραγματοποιείται η επιστροφή.

35.      Η σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως ζωής είναι ενιαία σύμβαση καλύψεως ασφαλίσεως ζωής μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και λήπτη της ασφάλισης. Επιμέρους καταναλωτές δύνανται να επιλέξουν να προσχωρήσουν στην ομαδική κάλυψη της συμβάσεως συμπληρώνοντας ατομικές δηλώσεις με τις οποίες εκδηλώνεται η βούλησή τους να προβούν στην ως άνω ενέργεια. Οι εν λόγω καταναλωτές, έναντι ασφαλίστρων που καταβάλλουν σε τακτική βάση, επωφελούνται από την προστασία που προσφέρει το πρόγραμμα της αντίστοιχης συμβάσεως.

36.      Ωστόσο, πολλά προϊόντα ή συμβάσεις ασφάλισης ζωής σχεδιάζονται και πωλούνται αποκλειστικώς ως προσωπικά χρηματοπιστωτικά επενδυτικά μέσα ή μέσα που παρουσιάζουν πολλά παρόμοια στοιχεία. Συχνά διατίθενται στο εμπόριο ως αποταμιευτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση των συνδεόμενων με επενδυτικό κεφάλαιο συμβάσεων ασφάλισης. Δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων, τα καταβαλλόμενα ασφάλιστρα επενδύονται σε «μερίδια» επενδυτικού κεφαλαίου. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των εν λόγω μεριδίων εξαρτάται από τα στοιχεία του ενεργητικού του εν λόγω επενδυτικού κεφαλαίου. Αν σημειωθεί διακύμανση της αξίας των εν λόγω αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού, το ίδιο θα συμβεί και όσον αφορά την αξία των μεριδίων στα οποία έχουν επενδυθεί τα ασφάλιστρα του λήπτη της ασφάλισης. Προκειμένου να ληφθεί πρόνοια όσον αφορά την εξασφάλιση σε περίπτωση τέτοιων ενδεχόμενων διακυμάνσεων της αξίας, τα σχέδια των συνδεόμενων με επενδυτικό κεφάλαιο συμβάσεων ασφάλισης είναι πιθανόν να περιέχουν «ρήτρες εγγυημένου ποσού κατά τη λήξη». Κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω εγγυήσεις θέτουν μια ελάχιστη αξία της συμβάσεως κατά τη λήξη της, ήτοι, κατά τον χρόνο παύσεως ισχύος της συμβάσεως, ανεξαρτήτως της αγοραίας αξίας των μεριδίων που αντιπροσωπεύει.

37.      Το επίμαχο στις υποθέσεις των κύριων δικών είδος προγραμμάτων ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενων με επενδυτικό κεφάλαιο αποτελεί δημοφιλές ασφαλιστικό προϊόν. Τα εν λόγω προϊόντα διατίθενται στον μέσο καταναλωτή με την υπόσχεση της ανάληψης ασφαλούς και μακροπρόθεσμης δεσμεύσεως αποταμιεύσεως, η οποία είναι πιθανόν να έχει αυξημένες αποδόσεις κατά τη λήξη της σύμβασης ή την επέλευση του ασφαλιστικού γεγονότος(14). Πράγματι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, οι επίμαχες υποθέσεις είναι μόνο δύο από τις πολυάριθμες εκκρεμείς διαφορές παρεμφερούς φύσεως που έχουν αχθεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου.

38.      Τέλος, πριν εξετάσω τη (σύνθετη) ουσία των διαφορών των κύριων δικών, είναι ενδεχομένως χρήσιμο να υπενθυμίσω εν συντομία τις κρίσιμες και κοινές πραγματικές περιστάσεις των διαφορών των κύριων δικών.

39.      Σε ημερομηνία που δεν έχει γνωστοποιηθεί από το αιτούν δικαστήριο, συνήφθησαν δύο ανεξάρτητες και μη συνδεόμενες μεταξύ τους συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής, μεταξύ ασφαλιστικής εταιρίας και λήπτη της ασφάλισης. Αμφότεροι είναι νομικά πρόσωπα. Κατά τα έτη 2010 και 2011, οι ενάγοντες των κύριων δικών, οι οποίοι είναι φυσικά πρόσωπα στην Πολωνία και προφανώς και καταναλωτές κατά την έννοια της οικείας νομοθεσίας της Ένωσης, εντάχθηκαν εκουσίως στην κάλυψη των εν λόγω συμβάσεων για διάστημα 15 ετών. Σε αντάλλαγμα, αποδέχθηκαν την υποχρέωση καταβολής σταθερού ασφαλίστρου σε μηνιαία βάση καθ’ όλη τη διάρκεια της ως άνω περιόδου.

40.      Δεδομένου ότι η συναφής κάλυψη ασφάλισης ζωής συνδεόταν με επενδυτικό κεφάλαιο, η ασφαλιστική εταιρία θα τοποθετούσε τα ασφάλιστρα που κατέβαλλαν οι ενάγοντες σε «μερίδια» (με άλλα λόγια, μετοχές) του εν λόγω κεφαλαίου. Οι εν λόγω επενδύσεις ενείχαν τον κίνδυνο της σημαντικής διακυμάνσεως της αξίας των εν λόγω μεριδίων κατά τη διάρκεια της περιόδου ασφαλίσεως.

41.      Ωστόσο, στους ενάγοντες είχε παρασχεθεί η διαβεβαίωση ότι κατά τη λήξη της δεκαπενταετούς περιόδου θα λάμβαναν εγγυημένο ποσό ανερχόμενο τουλάχιστον στη συνολική αξία των επενδυθέντων ασφαλίστρων (στην υπόθεση C-143/20) ή στη συνολική αξία των μεριδίων στο επενδυτικό κεφάλαιο (στην υπόθεση C-213/20). Υπήρχε επίσης η δυνατότητα καταβολής υψηλότερων κερδών αν η αξία των αντίστοιχων κεφαλαίων με τα οποία συνδεόταν η σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής είχε αυξηθεί κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου ασφάλισης.

42.      Σε περίπτωση καταγγελίας της ασφαλιστικής σύμβασης πριν από την ημερομηνία λήξης, οι ενάγοντες της κύριας δίκης θα λάμβαναν μόνον ποσό ίσο με την αξία των αντίστοιχων μεριδίων στο επενδυτικό κεφάλαιο, εκτιμώμενη κατά τον χρόνο της αποχωρήσεως, και υπό την επιφύλαξη καταβολής εξόδων εκκαθαρίσεως. Στις υποθέσεις των κύριων δικών, τούτο σήμαινε ότι η αξία του συνόλου των επιστρεφόμενων κεφαλαίων ήταν σαφώς κατώτερη από το ποσό που είχε επενδύσει ο αντίστοιχος ενάγων.

43.      Οι ενάγοντες των κύριων δικών διατείνονται ότι δεν είχαν ενημερωθεί επαρκώς για τη φύση και τα χαρακτηριστικά των χρηματοπιστωτικών προϊόντων στα οποία στηρίζονταν οι συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής στις οποίες προσχώρησαν. Ως εκ τούτου, δεν διέθεταν αρκούντως σαφή εικόνα των κινδύνων που αυτές συνεπάγονταν. Κατά συνέπεια, άσκησαν αγωγή κατά του λήπτη της ασφάλισης (στην υπόθεση C-143/20) και κατά της ασφαλιστικής εταιρίας (στην υπόθεση C-213/20), αντιστοίχως, ζητώντας την ακύρωση των δηλώσεων προσχωρήσεως στις συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής και την επιστροφή του συνόλου των κεφαλαίων που είχαν επενδυθεί στα εν λόγω ασφαλιστήρια.

Β.      Επί της αναδιατυπώσεως των προδικαστικών ερωτημάτων και της σειράς με την οποία υποβλήθηκαν

44.      Προτού εξετάσω την ουσία των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου, είναι σκόπιμο να παράσχω ορισμένες προκαταρκτικές διευκρινίσεις σχετικά με δύο πτυχές των υπό κρίση υποθέσεων: πρώτον, το εφαρμοστέο δίκαιο της Ένωσης και, βάσει αυτού, δεύτερον, τη διατύπωση και απλοποίηση των προδικαστικών ερωτημάτων.

45.      Πρώτον, σε αρκετά από τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί την ερμηνεία ορισμένων διατάξεων της οδηγίας Φερεγγυότητα ΙΙ. Εντούτοις, όπως επισημαίνουν ορθώς η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, η εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας καθυστέρησε μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2016 (15). Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι οι ενάγοντες των κύριων δικών είχαν ήδη πραγματοποιήσει τις δηλώσεις προσχωρήσεώς τους στις επίμαχες συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης στις 8 Οκτωβρίου 2010 (στην υπόθεση C-143/20) και στις 28 και 30 Νοεμβρίου 2011 (στην υπόθεση C-213/20) αντιστοίχως, η οδηγία Φερεγγυότητα II δεν τυγχάνει εφαρμογής ratione temporis στις υπό κρίση υποθέσεις.

46.      Ομοίως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να γίνει σύγκριση του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής με το άρθρο 19, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/39/ΕΚ και την οδηγία 2014/65/ΕΕ. Ωστόσο, οι οδηγίες 2004/39 και 2014/65 αποκλείουν ρητώς τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις από το πεδίο εφαρμογής τους (16). Επιπλέον, η οδηγία 2014/65 ούτως ή άλλως δεν τύγχανε εφαρμογής ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά των κύριων δικών. Ως εκ τούτου, κάθε σχετική εκτίμηση θα γινόταν σε εντελώς θεωρητικό επίπεδο (17).

47.      Κατά συνέπεια, προτείνω να αναδιατυπωθούν το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 καθώς και το πρώτο, δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 ώστε να αφορούν μόνον την ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Περαιτέρω, δεδομένου ότι το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑143/20 αφορά αποκλειστικώς την ερμηνεία του άρθρου 185, παράγραφος 4, της οδηγίας Φερεγγυότητα II, το ερώτημα αυτό καθίσταται άνευ αντικειμένου και, επομένως, παρέλκει η εξέτασή του από το Δικαστήριο.

48.      Δεύτερον, τα ερωτήματα, αναδιατυπωμένα και απλοποιημένα, προσεγγίζουν το ζήτημα της γνωστοποιήσεως πληροφοριών πριν από την προσχώρηση σε σύμβαση ασφάλισης βάσει της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής από τέσσερις διαφορετικές απόψεις: ποιος φέρει το βάρος της ενημερώσεως των καταναλωτών σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τους κινδύνους των συνδεόμενων με επενδυτικό κεφάλαιο προϊόντων ασφάλισης ζωής· ποιες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται· πότε πρέπει να πραγματοποιείται η εν λόγω γνωστοποίηση· και ποιες είναι οι συνέπειες της παραλείψεως της εν λόγω γνωστοποιήσεως.

49.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 ερωτάται, κατ’ ουσίαν, ποιος ακριβώς υπέχει την υποχρέωση ενημερώσεως του λήπτη της ασφάλισης σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Υπό τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών, ο καθορισμός του ζητήματος αυτού περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο πραγματικός «πωλητής» του ασφαλιστικού προϊόντος δεν είναι ασφαλιστική επιχείρηση, αλλά άλλο (νομικό) πρόσωπο (υπό Γ).

50.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και με το δεύτερο και τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 ζητείται, κατ’ ουσίαν, η ερμηνεία του «ποιες» πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται. Μετά την αναδιατύπωσή τους, με τα εν λόγω ερωτήματα ζητείται να διευκρινιστεί το είδος και ο βαθμός λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να γνωστοποιηθούν στους ενάγοντες των κύριων δικών σύμφωνα με το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, A, στοιχεία α.11 και α.12 (υπό Δ).

51.      Το «με ποιον τρόπο» εξετάζεται με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20. Με το εν λόγω ερώτημα ερωτάται αν το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συνεπάγεται την υποχρέωση προβλέψεως χωριστής προσυμβατικής διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας οι πληροφορίες που αναφέρονται στο παράρτημα III, A, πρέπει να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο ζητεί εν συνεχεία να διευκρινιστεί αν το εν λόγω άρθρο αντιτίθεται σε διάταξη του εθνικού δικαίου, όπως το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας, το οποίο δεν διευκρινίζει σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να πραγματοποιείται η υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών (υπό E).

52.      Το τέταρτο, πέμπτο και έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑143/20 και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 αφορούν τις συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως των αναγκαίων για την ενημέρωση του καταναλωτή πληροφοριών σχετικά με τη φύση και τα χαρακτηριστικά ενός ασφαλιστικού προϊόντος. Τα ως άνω ερωτήματα προσεγγίζουν το εν λόγω ζήτημα υπό το πρίσμα της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής (υπό ΣΤ).

53.      Θα εξετάσω τα εν λόγω ερωτήματα διαδοχικά.

Γ.      Ποιος υπέχει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως και ποιος είναι ο αποδέκτης αυτής;

54.      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν ο ασφαλισμένος που δεν είναι λήπτης της ασφάλισης και ο οποίος απλώς προσχώρησε ως καταναλωτής σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο πρέπει να λαμβάνει τις πληροφορίες που καλύπτονται από την υποχρέωση γνωστοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

55.      Η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20 εκτιμά ότι στα ερωτήματα αυτά πρέπει να δοθεί αρνητική απάντηση. Υποστηρίζει ότι το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προβλέπει υποχρέωση γνωστοποιήσεως μόνο μεταξύ ασφαλιστικής επιχειρήσεως και λήπτη της ασφάλισης. Όταν ο καταναλωτής προσχωρεί σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής μεταξύ ασφαλιστικής επιχειρήσεως και λήπτη της ασφάλισης, χωρίς ωστόσο να καθίσταται αυτοδικαίως λήπτης της ασφάλισης, το άρθρο 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας δεν τυγχάνει εφαρμογής.

56.      Οι ενάγουσες της υποθέσεως C-213/20, η Ιταλική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι από συστηματική και τελολογική ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προκύπτει ότι η εκεί προβλεπόμενη υποχρέωση γνωστοποιήσεως πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι εκτείνεται και στους καταναλωτές που προσχωρούν σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής, εφόσον οι καταναλωτές αυτοί αναλαμβάνουν τις κύριες υποχρεώσεις του λήπτη της ασφάλισης (όπως η καταβολή του ασφαλίστρου και η ανάληψη του επενδυτικού κινδύνου που ενέχει η σύμβαση).

57.      Συμμερίζομαι την τελευταία αυτή θέση.

58.      Σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 3 και 5, η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής αποσκοπεί στην προώθηση μιας εσωτερικής αγοράς στον τομέα της ασφάλισης ζωής, εξασφαλίζοντας συγχρόνως ικανοποιητική προστασία των ληπτών της ασφάλισης και των δικαιούχων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

59.      Όσον αφορά τον τελευταίο αυτό σκοπό, η εν λόγω οδηγία αποσκοπεί στην προστασία των καταναλωτών μέσω της πραγματοποιήσεως επιλογών οι οποίες βασίζονται στην ενημέρωση (18). Η προσέγγιση αυτή αποτυπώνεται στην αιτιολογική σκέψη 52 του προοιμίου, όπου διευκρινίζεται ότι σκοπός της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής είναι, μεταξύ άλλων, ο συντονισμός ενός ελάχιστου αριθμού διατάξεων ώστε ο καταναλωτής να ενημερώνεται με σαφήνεια και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων ασφαλιστικών προϊόντων. Όπως διαλαμβάνεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη, προκειμένου να επωφεληθεί πλήρως στο πλαίσιο της ενιαίας ασφαλιστικής αγοράς από το μεγαλύτερο πεδίο επιλογής και την μεγαλύτερη ποικιλομορφία συμβάσεων και τον αυξημένο ανταγωνισμό, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει τις απαραίτητες πληροφορίες για να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του (19).

60.      Η εν λόγω ενδεδειγμένη προστασία επιδιώκεται να διασφαλιστεί, μεταξύ άλλων, μέσω της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Στην παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου ορίζεται ότι, πριν από τη σύναψη «ασφαλιστικής σύμβασης», πρέπει να ανακοινώνονται στον «αντισυμβαλλόμενο» (λήπτη της ασφάλισης) τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα III, σημείο Α. Σύμφωνα με την παράγραφο 2, στον εν λόγω «αντισυμβαλλόμενο» αναγνωρίζεται το δικαίωμα να ενημερώνεται για τις τροποποιήσεις που επέρχονται στις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, σημείο Β, κατά τη διάρκεια της ασφαλιστικής σύμβασης. Εφόσον είναι απαραίτητο για την εκ μέρους του «αντισυμβαλλομένου» σωστή κατανόηση των βασικών στοιχείων της ασφαλιστικής υποχρεώσεως, η παράγραφος 3 ορίζει εν συνεχεία ότι τα κράτη μέλη μπορούν να απαιτούν από τις «ασφαλιστικές επιχειρήσεις» να χορηγούν πληροφορίες επιπλέον εκείνων που απαριθμούνται στις παραγράφους 1 και 2. Κατά το άρθρο 36, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, οι λεπτομέρειες εφαρμογής των εν λόγω υποχρεώσεων προβλέπονται από το εθνικό δίκαιο.

61.      Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής είναι διατυπωμένες σε παθητική φωνή. Δεν διευκρινίζουν την οντότητα η οποία υπέχει τις επιβαλλόμενες υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως πληροφοριών. Ως εκ τούτου, αντιδιαστέλλονται, επί παραδείγματι, με την παράγραφο 3 της εν λόγω διατάξεως, η οποία κατονομάζει συγκεκριμένα τις «ασφαλιστικές επιχειρήσεις» ως δυνητικά υποκείμενα των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως πληροφοριών πέραν εκείνων οι οποίες εναρμονίζονται με την οδηγία.

62.      Για ποιον λόγο δεν διευκρίνισε ο νομοθέτης της Ένωσης ποιος υπέχει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών στην παράγραφο 1 (και 2) του άρθρου 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής; Οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι μετέχοντες στη διαδικασία δεν παρέχουν καμία ένδειξη όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους επελέγη η εν λόγω σύνταξη. Επιπλέον, σχετικά στοιχεία δεν μπορούν να συναχθούν ούτε από τα προπαρασκευαστικά έγγραφα της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

63.      Η απάντηση στο ερώτημα ποιος υπέχει την υποχρέωση γνωστοποιήσεως είναι προφανής και προκύπτει ενστικτωδώς όταν πρόκειται για απλές περιπτώσεις συμβάσεων μεταξύ δύο αντισυμβαλλομένων, όπου υφίσταται ένας μόνον ασφαλιστής και ένας αντισυμβαλλόμενος. Η ίδια απάντηση καθίσταται λιγότερο προφανής όταν πρόκειται για πιο σύνθετα σχήματα, στο πλαίσιο των οποίων υφίστανται περισσότεροι από δύο αντισυμβαλλόμενοι. Τι συμβαίνει αν ο (αρχικός, κατονομαζόμενος) αντισυμβαλλόμενος αρχίζει να καλεί άλλα πρόσωπα να προσχωρήσουν στη σύμβαση ή μεταπωλεί το προϊόν αυτό σε τρίτους, οι οποίοι αναλαμβάνουν κατ’ ουσίαν τους νομικούς και/ή οικονομικούς κινδύνους που απορρέουν από την ασφαλιστική σύμβαση;

64.      Ο ακριβής νομικός χαρακτηρισμός των εν λόγω σύνθετων συμβάσεων μπορεί να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις κατηγορίες που προβλέπει το εθνικό (αστικό) δίκαιο και από τους ακριβείς νομικούς θεσμούς που εμπίπτουν σε αυτές. Ωστόσο, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού που θα προτιμηθεί τελικά, στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 2, 3 και 52 αυτής, είναι απλώς αδύνατο να οδηγηθεί κανείς στο συμπέρασμα ότι ο καταναλωτής, ο οποίος πάντοτε θεωρείται ότι προστατεύεται μέσω της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών του άρθρου 36, μπορεί να αποκλειστεί εντελώς από αυτήν. Η επιλογή ορισμένου επιχειρηματικού μοντέλου ή μοντέλου πωλήσεων ασφαλιστικών προϊόντων και, κατ’ επέκταση, η παροχή της δυνατότητας συμμετοχής περισσότερων φορέων απ’ ό,τι προβλεπόταν προηγουμένως από τη νομοθεσία δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την απαλλαγή από τις υποχρεώσεις που προβλέπει η εν λόγω οδηγία.

65.      Δέχομαι ότι η υπαγωγή των πιο σύνθετων περιπτώσεων στο γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής απαιτεί μια μικρή διεύρυνση των ορίων της εν λόγω διατάξεως (20). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της λογικής και του σκοπού της διατάξεως αυτής, καθώς και του συνολικού αυτού κλάδου δικαίου, τούτο κινείται εντός των φυσιολογικών ορίων. Επιπλέον, συμβιβάζεται με τη σύνταξη σε παθητική φωνή των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 36 της οδηγίας, το οποίο καθορίζει ποιος πρέπει να λαμβάνει τις πληροφορίες, αλλά όχι ποιος πρέπει να τις παρέχει.

66.      Πράγματι, θεωρούμενες εντός του πλαισίου αυτού, οι υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπονται στο άρθρο 36, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής θεσπίζονται για οποιονδήποτε συνάπτει ασφαλιστική σύμβαση με «αντισυμβαλλόμενο». Οι εν λόγω παράγραφοι επιβάλλουν «δυναμική» υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών η οποία «ακολουθεί» τη μεταβολή του εν λόγω προσώπου σε ασφαλιστική σύμβαση. Αντιθέτως, η ενδεχόμενη επιπλέον υποχρέωση που προβλέπεται στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου θεσπίζεται μόνο για τις «ασφαλιστικές επιχειρήσεις», οι οποίες αποτελούν καθορισμένη και κλειστή ομάδα σύμφωνα με τις προβλέψεις του άρθρου 4 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, τούτο δε εφόσον τα κράτη μέλη αποφασίσουν να υπερβούν τα εναρμονισμένα ελάχιστα πρότυπα που περιλαμβάνονται στην εν λόγω οδηγία. Συνεπώς, όταν θεσπίζεται η εν λόγω επιπλέον υποχρέωση, ισχύει μόνο για ένα είδος συμβαλλομένου (ήτοι, για τις «ασφαλιστικές επιχειρήσεις»). Επομένως, η εν λόγω υποχρέωση παραμένει «στατική».

67.      Με όρους άλγεβρας, προκειμένου να προσδιοριστεί ποιος υπέχει τη δυναμική υποχρέωση γνωστοποιήσεως των πληροφοριών του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, πρέπει να εκτιμηθούν δύο μεταβλητές. Η πρώτη είναι η ύπαρξη «ασφαλιστικής σύμβασης». Η δεύτερη είναι η παρουσία ενός «αντισυμβαλλομένου». Θα εξετάσω αν οι δύο αυτές μεταβλητές πληρούνται υπό τις περιστάσεις των υποθέσεων των κύριων δικών (υπό 1 και 2) και εν συνεχεία θα προτείνω μια απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑213/20 (υπό 3).

1.      Επί της υπάρξεως «ασφαλιστικής σύμβασης»

68.      Τι αποτελεί «ασφαλιστική σύμβαση» κατά την έννοια της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής; Το κείμενο της οδηγίας σιωπά όσον αφορά την εν λόγω έννοια. Η οδηγία δεν παραπέμπει, εξάλλου, στο δίκαιο των κρατών μελών ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 44 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ρητώς ότι δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση των δικαίων των συμβάσεων των κρατών μελών. Αντιθέτως, καταλείπει στα κράτη μέλη τη λήψη αποφάσεων επί του περιεχομένου των εν λόγω δικαίων, εκτός αν υπάρχει διαφορετική πρόβλεψη (21). Επομένως, το περιεχόμενο της έννοιας «ασφαλιστική σύμβαση» πρέπει να αναζητηθεί λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής, ενώ η ερμηνεία της πρέπει να είναι αυτοτελής και ομοιόμορφη σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης (22).

69.      Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (στο εξής: ΕΖΕΣ) είχε ήδη την ευκαιρία να διευκρινίσει ότι ένα εκ των βασικών στοιχείων μιας «ασφαλιστικής σύμβασης», κατά την έννοια της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, είναι η ύπαρξη νομικής πράξεως που ενέχει «νέα και ανεξάρτητη ανάληψη κινδύνου έναντι αμοιβής» (23). Αυτή είναι επίσης η γραμμή που υιοθέτησε το Δικαστήριο, σε διάφορα πλαίσια, κατά την εξέταση των βασικών χαρακτηριστικών μιας ασφαλιστικής εργασίας. Και σε αυτές τις αποφάσεις, το βασικό στοιχείο είναι ότι ο ασφαλιστής αναλαμβάνει, έναντι προηγούμενης καταβολής ασφαλίστρου, να προβεί, σε περίπτωση επελεύσεως του καλυπτομένου κινδύνου, στη συμφωνηθείσα κατά τη σύναψη της συμβάσεως παροχή προς τον ασφαλιζόμενο (24). Η εν λόγω εργασία προϋποθέτει την ύπαρξη συμβατικής σχέσεως μεταξύ του (συνήθως) παρέχοντος την ασφαλιστική υπηρεσία και του προσώπου του οποίου οι κίνδυνοι καλύπτονται από την ασφάλιση (25).

70.      Κοινό στοιχείο αμφοτέρων των ορισμών είναι η έμφαση στην οικονομική λογική (ήτοι, στην ανάληψη του κινδύνου) και όχι σε τυπικές συμβατικές ρυθμίσεις. Πράγματι, στη συγκεκριμένη περίπτωση των προϊόντων ασφαλίσεως ζωής, ο «κίνδυνος» στον οποίο εκτίθεται η (θεσμική) οντότητα –συνήθως η ασφαλιστική επιχείρηση– είναι ότι η καταβολή ασφαλίσματος θα ενεργοποιηθεί κατά τη συμφωνηθείσα διάρκεια και ότι ο αντισυμβαλλόμενος (λήπτης της ασφάλισης) θα αποζημιωθεί για τυχόν ζημίες κατά τη λήξη της συμβάσεως. Η υποχρέωση που αναλαμβάνει ο λήπτης της ασφάλισης αντιστοιχεί κατά κανόνα στην καταβολή ασφαλίστρου καθ’ όλη τη διάρκεια της συμβάσεως.

71.      Είναι σαφές ότι το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής σκοπεί να βοηθήσει τους λήπτες της ασφάλισης να προβούν σε συνειδητή επιλογή όσον αφορά την ανάληψη των υποχρεώσεών τους στο πλαίσιο νέας συμβατικής σχέσεως σχετικής με ασφαλιστικά προϊόντα. Πράγματι, η αιτιολογική σκέψη 52 της εν λόγω οδηγίας διευκρινίζει ότι στο επίκεντρο της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών βρίσκεται η πρόθεση να ενδυναμωθεί η θέση των ληπτών της ασφάλισης και των καταναλωτών όταν συναλλάσσονται με αποτέλεσμα τη σύναψη σύμβασης ασφάλισης ζωής (26). Τούτο σημαίνει ότι η οδηγία σκοπεί να εξοπλίσει τους εν λόγω συμβαλλομένους με όλα τα αναγκαία εργαλεία ώστε να έχουν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν τη δική τους αξιολόγηση των κινδύνων τους οποίους πιθανώς θα αναλάβουν (27).

72.      Ως εκ τούτου, όταν καταναλωτής αναλαμβάνει νέο και ανεξάρτητο κίνδυνο (ή υποχρέωση) συνάπτοντας τέτοιου είδους έννομη σχέση με τρίτο, οι προσυμβατικές και μετασυμβατικές υποχρεώσεις γνωστοποιήσεως πληροφοριών που απορρέουν από το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έχουν ως σκοπό να παράσχουν στον εν λόγω καταναλωτή τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει συνειδητή επιλογή όσον αφορά τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του πριν και κατά τη διάρκεια της ισχύος της συμβάσεως αυτής.

73.      Επομένως, το ζήτημα αν έχει αναληφθεί τέτοια υποχρέωση ανάγεται σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών της εκάστοτε υποθέσεως, την οποία είναι σε καλύτερη θέση να πραγματοποιήσει το αιτούν δικαστήριο. Ωστόσο, από τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου δεν αμφισβητείται ότι οι ενάγοντες των κύριων δικών κατέθεσαν ατομικές «δηλώσεις» προκειμένου να προσχωρήσουν στις επίμαχες συμβάσεις ομαδικής ασφαλίσεως ζωής. Ενεργώντας κατά τον τρόπο αυτόν, οι ενάγοντες των κύριων δικών αποδέχθηκαν ορισμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις. Στις δεύτερες (υποχρεώσεις), όπως αναφέρεται, συμπεριλαμβάνεται η οικονομικού χαρακτήρα επιβάρυνση της τακτικής καταβολής ασφαλίστρων τα οποία η ασφαλιστική εταιρία θα τοποθετούσε εν συνεχεία σε μερίδια συνδεδεμένων επενδυτικών κεφαλαίων. Τα πρώτα (δικαιώματα) αποτυπώνονται, μεταξύ άλλων, στη ρήτρα εγγυημένου ποσού κατά τη λήξη, σύμφωνα με την οποία, στο τέλος της δεκαπενταετούς περιόδου, οι ενάγοντες θα λάμβαναν ως εξόφληση ποσό πιθανώς υψηλότερο ή τουλάχιστον ίσο με τη συνολική επένδυσή τους στη σύμβαση. Δεδομένης της συνδρομής των βασικών αυτών στοιχείων, προκύπτει ότι, από την άποψη της οδηγίας περί ασφαλίσεως ζωής, οι δηλώσεις προσχωρήσεως στην επίμαχη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής οδήγησαν στη σύναψη «ασφαλιστικών συμβάσεων» κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας.

74.      Η ως άνω διαπίστωση δεν αναιρείται από τη διευκρίνιση που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο ότι, σύμφωνα με το πολωνικό δίκαιο, όταν καταναλωτής προσχωρεί σε σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής, δεν καθίσταται συμβαλλόμενος στη σύμβαση αυτή, αλλά αποκτά μόνον την ιδιότητα του «ασφαλισμένου».

75.      Δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να ερμηνεύσει ή να σχολιάσει το εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, διερωτώμαι πώς θα μπορούσε κανείς να αποκτήσει την ιδιότητα του ασφαλισμένου χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως σύμβαση. Υποθέτω ότι, λογικά, ένας ασφαλισμένος ο οποίος βρίσκεται στην εν λόγω κατάσταση πρέπει να δεσμεύεται από κάποια (συμβατική) έννομη σχέση. Πράγματι, η δήλωση προσχωρήσεως, την οποία προφανώς υπέγραψαν οι ενάγοντες των κύριων δικών, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσχώρηση στην αρχική σύμβαση μεταξύ του ασφαλιστή και του λήπτη της ασφάλισης, στο πλαίσιο της οποίας οι ενάγοντες κατέστησαν (συνδεδεμένοι) λήπτες της ασφάλισης βάσει της αρχικής συμβάσεως. Επικουρικώς, η ίδια δήλωση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως σύναψη δεύτερης σύμβασης μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου. Επομένως, από απόψεως εθνικού δικαίου, θα υπήρχαν δύο διαδοχικές συμβάσεις: αφενός, η αρχική, μεταξύ του ασφαλιστή και του αρχικού λήπτη της ασφάλισης και, αφετέρου, μια δεύτερη μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης και του καταναλωτή.

76.      Εντούτοις, φρονώ ότι δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν συνέτρεχε καμία από τις δύο ανωτέρω περιπτώσεις βάσει του εθνικού δικαίου, και ότι οι ασφαλισμένοι βρίσκονταν κατ’ ουσίαν μετέωροι σε κάποιο είδος (μη καλυπτόμενου από σύμβαση) κενού δικαίου (28).

77.      Λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η δεύτερη επιλογή φαίνεται πιο εύλογη. Στην περίπτωση αυτή, βάσει του εθνικού δικαίου υφίστανται στην πραγματικότητα δύο διαδοχικές συμβάσεις. Αφενός, υφίσταται η έννομη σχέση «πρώτου σταδίου» μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και του «αρχικού» λήπτη της ασφάλισης, η οποία αποτελεί τη βάση της σύμβασης ομαδικής ασφαλίσεως ζωής. Αφετέρου, υφίσταται η νέα και αυτοτελής έννομη σχέση «δεύτερου σταδίου» μεταξύ του λήπτη της ασφάλισης και του καταναλωτή.

78.      Επομένως, προκύπτει ότι οι ενάγοντες των κύριων δικών συνήψαν «ασφαλιστική σύμβαση», κατά την έννοια της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, ανεξαρτήτως του ασαφούς και εκκρεμούς νομικού χαρακτηρισμού αυτής της πραγματικής καταστάσεως στο πολωνικό δίκαιο, καθώς και ότι οι εν λόγω έννομες σχέσεις απορρέουν χωριστά από την «αρχική» (και «πρώτου σταδίου») ασφαλιστική σύμβαση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και του αντισυμβαλλομένου (λήπτη της ασφάλισης).

2.      Ποιος είναι ο «αντισυμβαλλόμενος» στο πλαίσιο των επίμαχων ασφαλιστικών συμβάσεων;

79.      Όσον αφορά την έννοια του «αντισυμβαλλομένου», η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής και πάλι δεν περιέχει ορισμό ούτε παραπομπή στο εθνικό δίκαιο. Εντούτοις, από τη δομή της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προκύπτει ότι, μολονότι ως «αντισυμβαλλόμενος» νοείται γενικώς το πρόσωπο που ενεργεί ως ο αποδέκτης της παροχής στην έννομη σχέση που χαρακτηρίζεται ως «ασφαλιστική σύμβαση» (29), οι έννοιες αυτές δεν συμπίπτουν κατ’ ανάγκην (30).

80.      Όσον αφορά το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, το Δικαστήριο επισήμανε προσφάτως ότι η αναφορά στον «αντισυμβαλλόμενο» που γίνεται στο εν λόγω άρθρο πρέπει να ερμηνεύεται ευρέως ώστε να περιλαμβάνει και την έννοια του «καταναλωτή», λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας των καταναλωτών που μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας (31).

81.      Κατά τη γνώμη μου, η ίδια λογική πρέπει να επικρατήσει και στις υπό κρίση υποθέσεις.

82.      Όπως εξήγησα στα σημεία 77 έως 78 των παρουσών προτάσεων, προκύπτει ότι, στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι ενάγοντες συνήψαν ατομικές «συμβάσεις ασφάλισης», κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, με διαφορετικούς αντισυμβαλλομένους-λήπτες της ασφάλισης. Δυνάμει των εν λόγω συμβάσεων, οι οποίες προκύπτουν «σε δεύτερο στάδιο» από τη σχέση μεταξύ της ασφαλιστικής επιχειρήσεως και των ληπτών της ασφάλισης στις υποθέσεις των κύριων δικών, οι τελευταίοι ενεργούσαν ως προσφέροντες στο πλαίσιο της προσχωρήσεως στη σύμβαση ομαδικής ασφάλισης ζωής. Το γεγονός ότι κατά πάσα πιθανότητα οι εν λόγω λήπτες της ασφάλισης δεν διαδραμάτισαν παρά ρόλο διαμεσολαβητή για την προώθηση προϊόντος καλύψεως ομαδικής ασφάλισης ζωής σε τρίτους (ήτοι, στους ενάγοντες των κύριων δικών) δεν επηρεάζει την ιδιότητά τους ως προσφερόντων στο πλαίσιο των αντίστοιχων συμβάσεων ασφάλισης «δεύτερου σταδίου». Πράγματι, όπως διευκρινίζει το αιτούν δικαστήριο, καταναλωτής ο οποίος προσχωρεί σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως ζωής μπορεί να αναμένει ότι θα διαθέτει τα ίδια δικαιώματα και θα υπέχει τις ίδιες υποχρεώσεις με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από ατομική σύμβαση ασφαλίσεως ζωής η οποία έχει συναφθεί απευθείας με ασφαλιστική επιχείρηση.

83.      Κατά συνέπεια, και υπό την επιφύλαξη της επαληθεύσεως από το αιτούν δικαστήριο, οι ενάγοντες των κύριων δικών, μολονότι είχαν απλώς την ιδιότητα του καταναλωτή σε ομαδική ασφάλιση ζωής, στην πραγματικότητα απέκτησαν τα ίδια δικαιώματα και ανέλαβαν τις ίδιες υποχρεώσεις ως «αντισυμβαλλόμενοι», κατά την έννοια του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, από τη στιγμή της υπογραφής των επίμαχων «δηλώσεων» με τους αντισυμβαλλομένους-λήπτες της ασφάλισης στις υποθέσεις των κύριων δικών.

3.      Η εύρεση του άγνωστου «x»

84.      Καθώς έχουν διευκρινιστεί οι δύο μεταβλητές του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, είναι πλέον δυνατόν να καθοριστεί αν η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή στις υπό κρίση υποθέσεις.

85.      Όπως διευκρίνισα στο σημείο 66 των παρουσών προτάσεων, η φύση της προσυμβατικής υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών που διαλαμβάνεται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής δημιουργεί μια «μεταβαλλόμενη» πηγή γνωστοποίησης πληροφοριών, η οποία είναι προσανατολισμένη στην ανάγκη προστασίας του εκάστοτε καταναλωτή.

86.      Όπως ορθώς επισημαίνει η Πολωνική Κυβέρνηση, όταν οι λήπτες της ασφάλισης των κύριων δικών πρότειναν τη δημιουργία χωριστών εννόμων σχέσεων με τους οικείους ενάγοντες, στο πλαίσιο των οποίων οι τελευταίοι θα αναλάμβαναν νέους και ανεξάρτητους κινδύνους ως αντιστάθμισμα του δικαιώματός τους να καλύπτονται από την κάλυψη της ομαδικής ασφαλίσεως ζωής, οι εν λόγω λήπτες της ασφάλισης κατέστησαν προσφέροντες δυνάμει των επίμαχων συμβάσεων ασφαλίσεως ζωής. Με τον τρόπο αυτόν ενεργοποίησαν τη «δυναμική» υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Ως εκ τούτου, οι εν λόγω λήπτες της ασφάλισης όφειλαν να γνωστοποιήσουν στους ενάγοντες των κύριων δικών τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας, ώστε να τους παράσχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τα αποτελέσματα και τους κινδύνους της οικείας ομαδικής ασφαλίσεως ζωής και να επιλέξουν την εν λόγω κάλυψη έχοντας πλήρη γνώση του συνόλου των κρίσιμων γεγονότων.

87.      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό προσυμβατική υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών επιβάλλει στον αντισυμβαλλόμενο σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή, όταν ο τελευταίος προσχωρεί σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως ζωής χωρίς να καθίσταται λήπτης της ασφάλισης στο πλαίσιο της βασικής και αρχικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον εν λόγω καταναλωτή τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας.

Δ.      Ποιες πληροφορίες πρέπει να γνωστοποιούνται;

88.      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20, καθώς και με το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί ποιου είδους πληροφορίες και σε ποιον βαθμό λεπτομέρειας πρέπει να γνωστοποιηθούν στους ενάγοντες των κύριων δικών δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, σε συνδυασμό με το παράρτημα III, A, στοιχεία α.11 και α.12. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι από συγκριτική γλωσσική εξέταση της γερμανικής, της γαλλικής, της αγγλικής και της πολωνικής αποδόσεως του παραρτήματος III, A, στοιχείο α.12, της οδηγίας προκύπτει ότι η απόδοση της οδηγίας αυτής στην πολωνική γλώσσα επιβάλλει ελαστικότερη υποχρέωση παροχής πληροφοριών («wskazanie» ή «ενδείξεις»), ενώ οι αποδόσεις στη γερμανική, τη γαλλική και την αγγλική γλώσσα απαιτούν τη γνωστοποίηση πληροφοριών σχετικά με τη φύση, το συγκεκριμένο είδος και τα χαρακτηριστικά των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού.

89.      Στην υπόθεση C-143/20, ο ενάγων φαίνεται να υποστηρίζει στην κύρια δίκη ότι έπρεπε να του γνωστοποιηθούν λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά της επενδύσεως και τους κανόνες που διέπουν την τοποθέτηση των ασφαλίστρων στα διάφορα μερίδια του δείκτη. Η απλή γνωστοποίηση του γεγονότος ότι η επένδυση αφορούσε «τίτλους», στην οποία φαίνεται να προέβη ο εναγόμενος στην εν λόγω υπόθεση, είναι ανεπαρκής. Όσον αφορά την υπόθεση C-213/20, οι ενάγουσες υποστηρίζουν ότι έπρεπε να τους έχουν γνωστοποιηθεί «πλήρεις» πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά των δομημένων ομολόγων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο της επένδυσης με τα συνδεόμενα κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένων «λεπτομερών» και «εξαντλητικών» πληροφοριών σχετικά με το περιεχόμενο, την έκταση και το είδος του «συνόλου των κινδύνων» που συνδέονταν με τις εν λόγω επενδύσεις.

90.      Από την πλευρά της, η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20 υποστηρίζει ότι το παράρτημα ΙΙΙ, Α, στοιχείο α.12, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής δεν απαιτεί την κοινοποίηση μιας «λεπτομερούς» περιγραφής του βαθμού, της εκτάσεως και της φύσεως του επενδυτικού κινδύνου που είναι εγγενής στα στοιχεία του ενεργητικού του επενδυτικού κεφαλαίου. Οι εν λόγω πληροφορίες δεν αποτελούν μέρος της «φύσεως» των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού όσον αφορά τα συνδεόμενα με επενδυτικό κεφάλαιο προϊόντα κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

91.      Η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή συμμερίζονται σε γενικές γραμμές την ανωτέρω άποψη. Κατ’ ουσίαν, οι εν λόγω μετέχοντες στη διαδικασία υποστηρίζουν ότι μόνον τα βασικά χαρακτηριστικά του αντιπροσωπευτικού στοιχείου του ενεργητικού στο οποίο στηρίζεται το επενδυτικό κεφάλαιο πρέπει να γνωστοποιούνται με σαφήνεια και ακρίβεια. Τούτο προϋποθέτει γνωστοποίηση της οικονομικής και νομικής φύσεως του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού, καθώς και του συνδεόμενου με αυτό κινδύνου.

92.      Συμμερίζομαι την τελευταία αυτή θέση.

93.      Από το παράρτημα III, A, στοιχεία α.11 και α.12, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προκύπτει ότι οι πληροφορίες που πρέπει να ανακοινώνονται στον καταναλωτή πριν από τη σύναψη συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο συμβάσεως ομαδικής ασφάλισης ζωής πρέπει να περιλαμβάνουν δύο στοιχεία. Το πρώτο στοιχείο, το οποίο διαλαμβάνεται στο στοιχείο α.11, απαιτεί την «[α]παρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων)» που χρησιμοποιήθηκαν στη συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο σύμβαση ασφάλισης. Το δεύτερο στοιχείο, που διαλαμβάνεται στο στοιχείο α.12 του ίδιου παραρτήματος, απαιτεί τη γνωστοποίηση «[πληροφοριών] για τη φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού» επί συνδεόμενης με επενδυτικό κεφάλαιο σύμβασης ασφάλισης.

94.      Χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, η «[α]παρίθμηση των αξιών αναφοράς (λογιστικών μονάδων)» στο πλαίσιο επενδυτικού κεφαλαίου μπορεί να γίνει υπερβολικά λεπτομερής, αλλά αυτό δεν είναι υποχρεωτικό. Ομοίως, η «φύση των αντιπροσωπευτικών στοιχείων του ενεργητικού» της σύμβασης ασφάλισης μπορεί, αφ’ εαυτής, να εξηγηθεί με αναφορά στον γενικό χρηματοοικονομικό όρο τον οποίο αφορά (όπως «παράγωγο προϊόν»), αλλά θα μπορούσε επίσης να απαιτεί αρκετά λεπτομερή εξήγηση του είδους και της λειτουργίας του εν λόγω στοιχείου του ενεργητικού.

95.      Στο σημείο αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία η αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη διαλαμβάνει ορισμένα κριτήρια τα οποία θα πρέπει να διέπουν την ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, και του παραρτήματος ΙΙΙ, Α, της εν λόγω οδηγίας (32). Προς τούτο, η αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας επισημαίνει, στο κρίσιμο μέρος της, ότι η εν λόγω οδηγία πρέπει να συντονίζει μεταξύ των κρατών μελών το περιεχόμενο αυτού του ελαχίστου όγκου πληροφοριών ώστε ο καταναλωτής να είναι «επαρκώς ενημερωμένος, ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του». Οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται «με σαφήνεια και ακρίβεια ως προς τα βασικά χαρακτηριστικά των προσφερόμενων προϊόντων» (33).

96.      Κατά τη γνώμη μου, όλα τα ανωτέρω στοιχεία μετουσιώνονται σε τρεις διαπιστώσεις. Πρώτον, η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής δεν αποσκοπούσε στην πλήρη εναρμόνιση του περιεχομένου των πληροφοριών που πρέπει να τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή πριν από τη σύναψη ασφαλιστικής σύμβασης. Επομένως, το εθνικό δίκαιο διαθέτει ορισμένο περιθώριο να βαίνει πέραν των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στην οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής. Δεύτερον, ο βαθμός της λεπτομέρειας των πληροφοριών που πρέπει να γνωστοποιούνται εξαρτάται από την εκτίμηση των αναγκών που εκφράζει ο καταναλωτής. Ωστόσο, πρέπει να πραγματοποιείται στάθμιση των εν λόγω απαιτήσεων με αντικειμενικό γνώμονα την «αναγκαιότητα». Τρίτον, οι πληροφορίες που γνωστοποιούνται κατά το πέρας αυτής της διαδικασίας σταθμίσεως πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να καλύπτουν τα «βασικά στοιχεία» του ασφαλιστικού προϊόντος. Για τους σκοπούς της προσυμβατικής υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα χαρακτηριστικά αυτά προσδιορίζονται στο παράρτημα III, A, και ιδίως στα στοιχεία α.11 και α.12 του παραρτήματος αυτού (34).

97.      Είναι προφανές ότι η εκτίμηση της τρίτης παραμέτρου δεν μπορεί να πραγματοποιείται κατά τρόπο αφηρημένο. Λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας των ασφαλιστικών προϊόντων, τα «βασικά στοιχεία» ενός προϊόντος δεν αποτελούν κατ’ ανάγκην τα βασικά στοιχεία ενός άλλου προϊόντος. Επομένως, η τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες πραγματικές περιστάσεις, λαμβανομένης υπόψη της σταθμίσεως που εκτέθηκε στο προηγούμενο σημείο των παρουσών προτάσεων.

98.      Μολονότι δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να πραγματοποιήσει την εν λόγω διαπίστωση στις υπό κρίση υποθέσεις, μπορεί εντούτοις να φανεί χρήσιμη η διατύπωση τριών παρατηρήσεων σχετικά με τη διευκρίνιση της νομικής και πραγματικής εκτιμήσεως στην οποία καλείται να προβεί το αιτούν δικαστήριο.

99.      Πρώτον, η όποια απόκλιση στην έννοια της πολωνικής γλωσσικής αποδόσεως του παραρτήματος III, A, στοιχείο α.11, δεν μεταβάλλει το περιεχόμενο των πληροφοριών που πρέπει να γνωστοποιούνται δυνάμει του εν λόγω παραρτήματος. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι η διατύπωση που χρησιμοποιείται σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις διατάξεως του δικαίου της Ένωσης δεν μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική βάση για την ερμηνεία της διατάξεως αυτής ούτε πρέπει να της δίδεται προτεραιότητα σε σχέση με τις λοιπές γλωσσικές αποδόσεις. Η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας πράξεως της Ένωσης δεν επιτρέπει να λαμβάνεται η διάταξη αυτή υπόψη μεμονωμένα σε μία από τις γλωσσικές αποδόσεις της, αλλά επιτάσσει να ερμηνεύεται με γνώμονα την όλη οικονομία και τον σκοπό της κανονιστικής ρυθμίσεως της οποίας αποτελεί μέρος (35).

100. Δεύτερον, όσον αφορά την κατάσταση του ενάγοντος στην υπόθεση C‑143/20, συμφωνώ με την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, της Πολωνικής Κυβερνήσεως και της Επιτροπής ότι ο απλός μονολεκτικός ορισμός, ήτοι ο ορισμός των μεριδίων του επενδυτικού κεφαλαίου ως αποτελούμενων από «παράγωγα προϊόντα» ή «δομημένα προϊόντα», δεν αρκεί για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις του στοιχείου α.11 του παραρτήματος III, A. Είναι σαφές ότι τα «βασικά στοιχεία» ενός προϊόντος απαιτούν τουλάχιστον κάποια οικονομική και/ή νομική περιγραφή των εν λόγω μεριδίων προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να αποφασίσει αν το προϊόν αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες του.

101. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η σύμβαση που παρουσιάστηκε στον ενάγοντα στην υπόθεση C-143/20 δεν περιλάμβανε κανόνες για τον υπολογισμό της αξίας ούτε των μεριδίων του κεφαλαίου ούτε των καθαρών στοιχείων του ενεργητικού του συνολικού κεφαλαίου ούτε και πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο επιλογής των τίτλων στους οποίους επρόκειτο να τοποθετηθούν τα ασφάλιστρα. Μια τόσο περιορισμένη πληροφόρηση είναι προδήλως ανεπαρκής για να παράσχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να κατανοήσει την οικονομική και νομική φύση των οικείων στοιχείων του ενεργητικού και να εκτιμήσει τους συναφείς με αυτά κινδύνους. Εντούτοις, τον τελευταίο λόγο σχετικά με την εν λόγω εκτίμηση με γνώμονα το επίπεδο της πληροφορήσεως που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΙΙ, Α, στοιχεία α.11 και α.12, έχει το αιτούν δικαστήριο.

102. Τρίτον, όσον αφορά τις ενάγουσες στην υπόθεση C-213/20, αν πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας, οι πληροφορίες που πρέπει να τους γνωστοποιηθούν δεν μπορούν να είναι τόσο «λεπτομερείς» ή «εξαντλητικές» όσον αφορά το περιεχόμενο ή τα είδη «όλων των κινδύνων» που συνδέονται με την επένδυση. Εξ ορισμού, τα «βασικά στοιχεία» ενός προϊόντος δεν είναι ούτε «λεπτομερή» ούτε «εξαντλητικά». Καλύπτουν απλώς τα «βασικά» χαρακτηριστικά τους. Πράγματι, είναι φυσικά αδύνατον να αναλυθούν λεπτομερώς όλοι οι κίνδυνοι ενός σύνθετου επενδυτικού προϊόντος. Εκείνο που χρειάζεται είναι να γνωστοποιείται η πραγματική φύση του βασικού μέσου και οι εγγενείς σε αυτό διαρθρωτικοί κίνδυνοι, οι οποίοι είναι γνωστοί ή ευλόγως προβλέψιμοι κατά τον χρόνο πραγματοποιήσεως της γνωστοποιήσεως. Τούτου λεχθέντος, μόνον ο εθνικός δικαστής μπορεί να προβεί σε πλήρη εκτίμηση του ζητήματος αν οι αξιώσεις των εναγουσών στην υπόθεση C-213/20 εκφεύγουν του πεδίου εφαρμογής του παραρτήματος III, A, στοιχεία α.11 και α.12, όπως προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

103. Κατόπιν των ανωτέρω επισημάνσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20, καθώς και στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έχει την έννοια ότι απαιτεί γνωστοποίηση της πραγματικής φύσεως του βασικού προϊόντος και των εγγενών σε αυτό διαρθρωτικών κινδύνων. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν προσδιορισμό των μεριδίων με τα οποία συνδέονται οι συνδεόμενες με επενδυτικό κεφάλαιο συμβάσεις ασφάλισης καθώς και αναφορά της φύσεως των βασικών (αντιπροσωπευτικών) στοιχείων του ενεργητικού των εν λόγω συμβάσεων η οποία καλύπτει τουλάχιστον τα βασικά οικονομικά ή/και νομικά στοιχεία των εν λόγω μεριδίων και των βασικών στοιχείων του ενεργητικού.

Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή ανταποκρίνονται στο εν λόγω όριο.

Ε.      Πότε πρέπει να πραγματοποιείται η γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών;

104. Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συνεπάγεται την υποχρέωση προβλέψεως χωριστής προσυμβατικής διαδικασίας, στο πλαίσιο της οποίας πρέπει να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή οι πληροφορίες του παραρτήματος III, A. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται στη συνέχεια αν το εν λόγω άρθρο αντιτίθεται σε εθνική διάταξη, όπως το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας, το οποίο ορίζει ότι αρκεί οι απαιτούμενες από το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής πληροφορίες να γνωστοποιούνται για πρώτη φορά με την ασφαλιστική σύμβαση και κατά την υπογραφή της σύμβασης αυτής.

105. Οι ενάγουσες της υποθέσεως C-213/20 υποστηρίζουν ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, A, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έπρεπε να τους έχουν κοινοποιηθεί πριν και όχι κατά την υπογραφή των δηλώσεων προσχωρήσεως στην επίμαχη σύμβαση ασφαλίσεως ζωής. Μόνον κατά τον τρόπο αυτόν μπορεί ο καταναλωτής να λάβει συνειδητή απόφαση σχετικά με την επιλογή της ασφαλιστικής καλύψεως που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του.

106. Η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20 και η Πολωνική Κυβέρνηση δεν συμμερίζονται την ως άνω θέση. Διευκρινίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής δεν αναφέρει ούτε την αναγκαιότητα μιας προσυμβατικής διαδικασίας ούτε το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να γνωστοποιούνται στον καταναλωτή οι πληροφορίες του παραρτήματος III, A, της εν λόγω οδηγίας. Συναφώς, η εναγομένη στην υπόθεση C-213/20 και η Πολωνική Κυβέρνηση διευκρινίζουν ότι, δεδομένου ότι το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας δεν διευκρινίζει σε ποιο χρονικό σημείο πρέπει να επιβληθεί η υποχρέωση γνωστοποιήσεως, η διάταξη αυτή δεν προσκρούει στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

107. Η Επιτροπή διαπιστώνει ότι υφίσταται αναλογία με την προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου στον τομέα της καταναλωτικής πίστεως και των δικαιωμάτων των καταναλωτών, η οποία έχει ερμηνεύσει αντίστοιχες υποχρεώσεις υπό την έννοια ότι απαιτούν γνωστοποίηση «σε εύθετο χρόνο» πριν από τη σύναψη συμβάσεως (36). Ως εκ τούτου, δεν αρκεί να γνωστοποιούνται οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, A, μόνον κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως.

108. Συντάσσομαι με την άποψη της Επιτροπής.

109. Το γράμμα του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής αποτελεί το σημείο αφετηρίας. Η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι πρέπει να ανακοινώνονται στον αντισυμβαλλόμενο τουλάχιστον οι πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, Α, «πριν συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση» (37). Δεν παρέχονται περαιτέρω διευκρινίσεις σχετικά με το πότε πρέπει να λάβει χώρα η εν λόγω ανακοίνωση, ή αν πρέπει να προβλεφθεί χωριστή «προσυμβατική» διαδικασία από το εθνικό δίκαιο. Το πρώτο εδάφιο του παραρτήματος III, A, περιορίζεται στην προσθήκη ότι οι πληροφορίες αυτές πρέπει να παρέχονται «με σαφήνεια και ακρίβεια, και παρέχονται γραπτώς σε μια επίσημη γλώσσα του κράτους μέλους της ασφαλιστικής υποχρέωσης».

110. Υπό την έννοια αυτήν, το γράμμα της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής απαιτεί να πραγματοποιείται η γνωστοποίηση των ελάχιστων πληροφοριών που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία πριν από τη σύναψη της επίμαχης ασφαλιστικής σύμβασης. Το γεγονός αυτό και μόνον ήδη αποκλείει λογικά το να ταυτίζεται το χρονικό «σημείο γνωστοποίησης των πληροφοριών» με το «σημείο σύναψης της σύμβασης».

111. Εξάλλου, όπως ορθώς επισήμανε η Πολωνική Κυβέρνηση, από την ερμηνεία του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής σε συνάρτηση με την αιτιολογική σκέψη της 52 προκύπτει με σαφήνεια ότι η διάκριση μεταξύ των δύο αυτών χρονικών σημείων σκοπεί να προσφέρει στον καταναλωτή ορισμένο χρονικό διάστημα ώστε να επωφεληθεί πλήρως από την ποικιλομορφία και τον αυξημένο ανταγωνισμό (στην εσωτερική αγορά του τομέα των ασφαλίσεων), «ώστε να επιλέγει τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του».

112. Εντούτοις, σε αντίθεση προς ορισμένες άλλες πράξεις του δικαίου της Ένωσης (38), η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής δεν προβλέπει συναφώς ελάχιστη προθεσμία. Ελλείψει τέτοιων κανόνων, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να θεσπίσει, δυνάμει της αρχής της διαδικαστικής αυτονομίας, διαδικαστικές προϋποθέσεις για τη διασφάλιση των σχετικών δικαιωμάτων των καταναλωτών. Εντούτοις, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες προσφυγές εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (39).

113. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι διαφορές των κύριων δικών εγείρουν ζητήματα ισοδυναμίας. Εντούτοις, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, στον βαθμό που το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας επιτρέπει τη γνωστοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, A, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συγχρόνως με τη σύναψη συμβάσεως ασφαλίσεως ζωής, η διάταξη αυτή πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της αποτελεσματικότητας του σκοπού που επιδιώκει η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής, και ιδίως του άρθρου 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

114. Συναφώς, από τις διευκρινίσεις των μετεχόντων στη διαδικασία οι οποίες περιλαμβάνονται στη δικογραφία προκύπτει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 4, του νόμου περί ασφαλιστικής δραστηριότητας επαναλαμβάνει την ευρεία διατύπωση του άρθρου 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, χωρίς ωστόσο να διευκρινίζει το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιείται η γνωστοποίηση των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας.

115. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί πρόβλημα. Ακόμη και αν ερμηνευθεί με γνώμονα το αντικείμενο και τον σκοπό της οδηγίας, το άρθρο 36 αυτής δεν απαιτεί ο εθνικός νόμος που τη μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη να προβλέπει συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ελάχιστη προθεσμία γνωστοποιήσεως, ή ακόμη χωριστή διαδικασία γνωστοποιήσεως. Ωστόσο, συγχρόνως, στην εκάστοτε περίπτωση, ο καταναλωτής πρέπει να διαθέτει επαρκή χρόνο για να προβαίνει σε συνειδητή επιλογή της ασφαλιστικής σύμβασης που επιθυμεί να συνάψει. Η εν λόγω συνειδητή επιλογή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνον αν τεθεί στη διάθεση του καταναλωτή ο σχετικός ελάχιστος όγκος πληροφοριών σε έγγραφη μορφή και αν του παρασχεθεί ορισμένος χρόνος, εκτός αν ο καταναλωτής αρνηθεί ρητώς την αξιοποίηση του χρόνου αυτού για τη στάθμιση των κινδύνων και των πλεονεκτημάτων που απορρέουν από τη συνακόλουθη απόφαση για τη σύναψη σύμβασης.

116. Είναι προφανές ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας αντιτίθεται στην παροχή των εν λόγω πληροφοριών είτε αποκλειστικώς προφορικώς είτε, εγγράφως μεν, αλλά μόνον κατά τον χρόνο της υπογραφής της ασφαλιστικής σύμβασης. Για τον λόγο αυτόν, ορισμένες οδηγίες της Ένωσης στον τομέα της προστασίας των καταναλωτών κάνουν λόγο για την ανάγκη διαβιβάσεως στον καταναλωτή ορισμένων ελάχιστων πληροφοριών «σε εύθετο χρόνο/εγκαίρως» πριν από τη λήψη απόφασης συναλλαγής (40). Το Δικαστήριο έχει επίσης συναγάγει παρόμοια αντικειμενική διατύπωση από το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ, χωρίς η οδηγία αυτή να περιέχει τέτοια διατύπωση (41).

117. Το αντικείμενο και ο σκοπός της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής απαιτούν την παροχή ίδιου είδους περιόδου «ασφαλείας» προκειμένου ο καταναλωτής να διαμορφώσει την απόφασή του. Η ακριβής διάρκεια αυτής της εύλογης προθεσμίας μελέτης εξαρτάται κατ’ ανάγκην από την εκάστοτε περίπτωση και από τη συνεκτίμηση στοιχείων όπως η περιπλοκότητα της προτεινόμενης ασφαλιστικής σύμβασης, η κατάσταση του οικείου καταναλωτή καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες συνήφθη η σύμβαση και η παρουσίασή της. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η ακριβής έννοια του «εύθετου χρόνου» καθώς και η επάρκεια του παρασχεθέντος χρόνου «εύλογης μελέτης» μπορεί φυσικά να διαφέρει από περίπτωση σε περίπτωση.

118. Επομένως, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν εξασφαλίζει στον καταναλωτή ότι θα λάβει τουλάχιστον τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας σε χρονικό σημείο το οποίο προηγείται της συνάψεως της συμβάσεως, σε έγγραφη μορφή και με σαφήνεια και ακρίβεια, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα, μετά από περίοδο μελέτης, να προβεί σε συνειδητή σχετική επιλογή.

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις τηρήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

ΣΤ.    Ποιες είναι οι συνέπειες της μη γνωστοποιήσεως των εν λόγω πληροφοριών;

119. Το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20 αφορούν τις συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που περιέχονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.

120. Τα ως άνω ερωτήματα θέτουν το ζήτημα αυτό από την οπτική της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, αντιστοίχως. Δεδομένου ότι η δεύτερη οδηγία υπερισχύει της πρώτης σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των δύο πράξεων (42), είναι σκόπιμο να εξετάσω πρώτα το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20. Μόνον αν από το εν λόγω ερώτημα προκύψει ότι η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής δεν ρυθμίζει τις συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, Α, της εν λόγω οδηγίας μπορεί να χωρήσει εξέταση του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος στην υπόθεση C‑143/20.

1.      Ρυθμίζει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής την παράλειψη γνωστοποιήσεως των επίμαχων πληροφοριών;

121. Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20, ερωτάται αν το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής έχει την έννοια ότι, αν η προβλεπόμενη σε αυτό υποχρέωση δεν εκπληρώθηκε προσηκόντως, ο καταναλωτής έχει το δικαίωμα να αξιώσει την επιστροφή του συνόλου των καταβληθέντων ασφαλίστρων, ανεξαρτήτως του αν αυτό γίνει λόγω ενδεχόμενης ακύρωσης της συμβάσεως ή διαπιστώσεως της εξ υπαρχής ακυρότητάς της.

122. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν μπορεί να ισχύει εν προκειμένω. Όπως ορθώς επισημαίνουν όλοι οι διάδικοι, με εξαίρεση τις ενάγουσες στην υπόθεση C‑213/20, δεν προκύπτει τέτοια ερμηνεία από το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Πράγματι, η διάταξη αυτή δεν ρυθμίζει τις συνέπειες της παραβάσεως της υποχρεώσεως παροχής των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας (43).

123. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, αν και η σχετική απόφαση αφορούσε την προϊσχύσασα διάταξη του νυν άρθρου 36, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, «τα αποτελέσματα τα οποία το εσωτερικό δίκαιο προσδίδει στην μη παροχή των πληροφοριών αυτών δεν επηρεάζουν, κατ’ αρχήν, το συμβατό της υποχρεώσεως παροχής τους [προς την εν λόγω διάταξη]» (44).

124. Ουδεμία ένδειξη υφίσταται ούτε και προβλήθηκαν επιχειρήματα περί του ότι η διαπίστωση αυτή δεν θα πρέπει να ισχύει κατά τον ίδιο τρόπο για το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Είναι αυτονόητο ότι πρέπει να απορρέουν συνέπειες από τη μη γνωστοποίηση τουλάχιστον των πληροφοριών που περιλαμβάνονται στο παράρτημα ΙΙΙ, Α, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Εντούτοις, στο εθνικό δίκαιο εναπόκειται να προσδιορίσει τα συγκεκριμένα είδη συνεπειών σύμφωνα με την αρχή της εθνικής δικονομικής αυτονομίας και υπό την επιφύλαξη των απαιτήσεων της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.

125. Επομένως, κατά τη γνώμη μου, το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής δεν ρυθμίζει τις συνέπειες της παραλείψεως γνωστοποιήσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ, Α, της εν λόγω οδηγίας, ο καθορισμός των οποίων, ως εκ τούτου, εναπόκειται στο εθνικό δίκαιο.

2.      Έχουν εφαρμογή τα άρθρα 5 και 7 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές στα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων των κύριων δικών;

126. Το τέταρτο, το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 διερευνούν περαιτέρω το ζήτημα αν η παράλειψη γνωστοποιήσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που απαιτούνται από το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας ή παραπλανητική παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 7 αυτής.

127. Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο και στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 (45), το πέμπτο και το έκτο προδικαστικό ερώτημα που εγείρονται στο πλαίσιο της ίδιας υποθέσεως καθίστανται άνευ αντικειμένου. Επομένως, στο πλαίσιο της παρούσας ενότητας, θα εξετάσω μόνον το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και βάσει αυτού θα εκτιμήσω αν η μη γνωστοποίηση ορισμένων ελάχιστων πληροφοριών σε καταναλωτή μπορεί να συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας ή παραπλανητική παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 7 αυτής.

128. Η Πολωνική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η παράλειψη ανακοινώσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που απαιτεί το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής μπορεί να συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Θα μπορούσε να συνιστά, ιδίως, παραπλανητική παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας, όταν η εν λόγω παράλειψη οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία σε διαφορετική περίπτωση δεν θα λάμβανε.

129. Η Πολωνική Κυβέρνηση προσθέτει ότι η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η τελευταία αυτή οδηγία δεν συγκρούεται με την οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής. Αντιθέτως, συμπληρώνει την οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής όσον αφορά τις συνέπειες της μη τηρήσεως των ελάχιστων απαιτήσεων παροχής πληροφοριών που προβλέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

130. Συμμερίζομαι σε μεγάλο βαθμό την άποψη της Επιτροπής και της Πολωνικής Κυβερνήσεως.

131. Η «ρήτρα περί συγκρούσεων» του άρθρου 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, όπως διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 10 αυτής, έχει την έννοια ότι η εν λόγω οδηγία ισχύει μόνον «εφόσον δεν υφίστανται ειδικές διατάξεις του κοινοτικού δικαίου που ρυθμίζουν συγκεκριμένες πτυχές αθέμιτων εμπορικών πρακτικών, όπως είναι οι απαιτήσεις παροχής πληροφοριών και οι κανόνες για τον τρόπο παρουσίασης πληροφοριών στον καταναλωτή». Ως εκ τούτου, δίνει προτεραιότητα σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες προβλέπουν τις εν λόγω συνέπειες (46).

132. Εντούτοις, όπως εκτέθηκε στα σημεία 121 έως 125 των παρουσών προτάσεων, η οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής δεν ρυθμίζει ειδικά το ζήτημα των συνεπειών της μη τηρήσεως των υποχρεώσεων γνωστοποιήσεως πληροφοριών του άρθρου 36, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, δεν υφίσταται εμφανής σύγκρουση από την ταυτόχρονη εφαρμογή των εν λόγω δύο νομικών πράξεων (47). Αντιθέτως, η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές συμπληρώνει ως προς το σημείο αυτό την οδηγία περί ασφαλίσεων ζωής, περιοριζόμενη στο να διευκρινίσει ποιο είδος απαιτήσεων κατά την έννοια του άρθρου 36 της τελευταίας αυτής οδηγίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «ουσιώδες» για τους σκοπούς του άρθρου 7 της πρώτης οδηγίας (48).

133. Κατόπιν της διευκρινίσεως του ανωτέρω ζητήματος, καθίσταται αναγκαίο να διαπιστωθεί κατά πόσον η μη τήρηση της υποχρεώσεως γνωστοποιήσεως που προβλέπει το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής μπορεί να συνιστά αθέμιτη εμπορική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 5 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές ή παραπλανητική παράλειψη κατά την έννοια του άρθρου 7 της ίδιας οδηγίας.

134. Η οδηγία για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποσκοπεί στη θέσπιση ενιαίων κανόνων σχετικών με τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων έναντι των καταναλωτών, για να συμβάλει στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να διασφαλίσει υψηλό επίπεδο προστασίας των τελευταίων (49). Ισχύει για τις εν λόγω αθέμιτες εμπορικές πρακτικές πριν, κατά τη διάρκεια και ύστερα από την πραγματοποίηση εμπορικής συναλλαγής (50). Στο πλαίσιο αυτό, φαίνεται αναμφισβήτητο ότι, συναινώντας στην προσχώρηση στη συνδεόμενη με επενδυτικό κεφάλαιο σύμβαση ασφάλισης ζωής των υποθέσεων των κύριων δικών, οι εναγόμενοι και οι ενάγοντες των κυρίων δικών μετείχαν σε «εμπορικές πρακτικές» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας (51).

135. Το άρθρο 5 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αφορά την απαγόρευση των αθέμιτων εμπορικών πρακτικών. Η παράγραφος 1 του άρθρου αυτού προβλέπει την εν λόγω γενική απαγόρευση (52). Η παράγραφος 2 του εν λόγω άρθρου διευκρινίζει ποιες εμπορικές πρακτικές θεωρούνται αθέμιτες: οι εμπορικές πρακτικές οι οποίες είναι αντίθετες προς τις απαιτήσεις επαγγελματικής ευσυνειδησίας και στρεβλώνουν ουσιωδώς ή απειλούν να στρεβλώσουν την οικονομική συμπεριφορά του «μέσου καταναλωτή» (53). Εν συνεχεία, η παράγραφος 4 ορίζει δύο ειδικές κατηγορίες «αθέμιτων» εμπορικών πρακτικών. Μία από τις εν λόγω κατηγορίες αφορά τις «παραπλανητικές» εμπορικές πρακτικές.

136. Το άρθρο 7 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές αποτελεί έκφραση της ειδικής κατηγορίας των «παραπλανητικών εμπορικών πρακτικών» (54). Αφορά τις «παραπλανητικές παραλείψεις». Η παράγραφος 1 του εν λόγω άρθρου επιβάλλει στους εμπορευομένους θετική υποχρέωση παροχής στους καταναλωτές κάθε πληροφορίας που θεωρείται «ουσιώδης», η παράλειψη της οποίας επισύρει κυρώσεις σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο (55), υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω παράλειψη οδηγεί ή ενδέχεται να οδηγήσει τον καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε.

137. Συγχρόνως, η αιτιολογική σκέψη 15, σε συνδυασμό με το άρθρο 7, παράγραφος 5, και το παράρτημα II της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, θεσπίζει νομικό τεκμήριο σύμφωνα με το οποίο οι πληροφορίες που απαιτούνται από το άρθρο 36 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής, συμπεριλαμβανομένης της παραγράφου 1 του εν λόγω άρθρου, πρέπει να θεωρούνται «ουσιώδεις» κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές (56).

138. Επομένως, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των πραγματικών περιστάσεων που προβλήθηκαν ενώπιόν του, αν, αφενός, οι λήπτες της ασφάλισης στην υπόθεση C-143/20 παρέλειψαν να ανακοινώσουν τις «ουσιώδεις πληροφορίες» του παραρτήματος ΙΙΙ, Α, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής· και, αφετέρου, αν, βάσει της εν λόγω παραλείψεως, ο ενάγων στην υπόθεση C-143/20 (με γνώμονα το κριτήριο του ευλόγως ενημερωμένου και μέσου καταναλωτή) ενδέχεται να έλαβε ή θα μπορούσε να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε (57).

139. Πρόκειται κατά βάση για εκτίμηση στην οποία μπορεί να προβεί μόνον το εθνικό δικαστήριο, καθώς έχει πλήρη γνώση των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών. Τούτου λεχθέντος, θα ήταν ενδεχομένως χρήσιμο να διατυπωθούν δύο παρατηρήσεις που αξίζει να ληφθούν υπόψη από το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο της εκτιμήσεως που καλείται να πραγματοποιήσει στο πλαίσιο του άρθρου 7 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.

140. Πρώτον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 5, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, ο νομοθέτης της Ένωσης όρισε ότι οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στο παράρτημα III, A, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συνιστούν τις ελάχιστες που πρέπει να γνωστοποιούνται σε περίπτωση προϊόντων ασφαλίσεως ζωής. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η αιτιολογική σκέψη 52 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής προϋποθέτει ότι ο καταναλωτής δεν έχει την ικανότητα να επιλέξει «τη σύμβαση που ανταποκρίνεται καλύτερα στις ανάγκες του». Οι εν λόγω παραδοχές πρέπει επομένως να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο όταν πρόκειται να εκτιμηθεί αν η μη γνωστοποίηση των ως άνω πληροφοριών οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει τον μέσο καταναλωτή να λάβει απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε.

141. Δεύτερον, το επίπεδο ελέγχου κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν ο μέσος καταναλωτής θα είχε λάβει την επίμαχη απόφαση συναλλαγής έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Λαμβάνεται υπόψη ο ευλόγως ενημερωμένος και προσεκτικός καταναλωτής (58). Ως εκ τούτου, το κριτήριο αποσυνδέεται από τις όποιες ειδικές ή ιδιαίτερες υποκειμενικές επιθυμίες συγκεκριμένου καταναλωτή. Ειδικότερα, τα υποκειμενικά συναισθήματα ενός καταναλωτή, ήτοι ότι υποκειμενικώς θα επιθυμούσε να λάβει περισσότερες πληροφορίες, δεν είναι καθοριστικά στο πλαίσιο μιας τέτοιας (κατ’ ανάγκην αντικειμενοποιημένης) εκτιμήσεως.

142. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20:

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές έχει την έννοια ότι η παράλειψη ανακοινώσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής συνιστά παραπλανητική εμπορική πρακτική αν, εντός του πραγματικού της πλαισίου, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών και των περιστάσεών της, καθώς και των ορίων του οικείου μέσου επικοινωνίας, δεν παρασχέθηκαν στον μέσο καταναλωτή τα στοιχεία που του είναι απαραίτητα, λαμβανομένου υπόψη του συγκεκριμένου πλαισίου, ώστε να λάβει συνειδητή απόφαση συναλλαγής και, ως εκ τούτου, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει σε απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε.

Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης.

V.      Πρόταση

143. Προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει ως εξής στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Warszawy-Woli w Warszawie (περιφερειακό δικαστήριο Βαρσοβίας-Wola, Βαρσοβία, Πολωνία):

Στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, έχει την έννοια ότι η προβλεπόμενη σε αυτό προσυμβατική υποχρέωση γνωστοποιήσεως πληροφοριών επιβάλλει στον αντισυμβαλλόμενο σε σύμβαση που συνάπτεται με καταναλωτή, όταν ο τελευταίος προσχωρεί σε σύμβαση ομαδικής ασφαλίσεως ζωής χωρίς να καθίσταται λήπτης της ασφάλισης στο πλαίσιο της βασικής και αρχικής σύμβασης ασφάλισης ζωής, την υποχρέωση να γνωστοποιεί στον εν λόγω καταναλωτή τουλάχιστον τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας.

Στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20 και στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 έχει την έννοια ότι απαιτεί γνωστοποίηση της πραγματικής φύσεως του βασικού προϊόντος και των εγγενών σε αυτό διαρθρωτικών κινδύνων. Οι εν λόγω πληροφορίες περιλαμβάνουν προσδιορισμό των μεριδίων με τα οποία συνδέονται οι συνδεόμενες με επενδυτικό κεφάλαιο συμβάσεις ασφάλισης καθώς και αναφορά της φύσεως των βασικών (αντιπροσωπευτικών) στοιχείων του ενεργητικού των εν λόγω συμβάσεων η οποία καλύπτει τουλάχιστον τα βασικά οικονομικά ή/και νομικά στοιχεία των εν λόγω μεριδίων και των βασικών στοιχείων του ενεργητικού. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να διαπιστώσει αν, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών περιστάσεων της υποθέσεως, οι πληροφορίες που παρέχονται στον καταναλωτή ανταποκρίνονται στο εν λόγω όριο.

Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-213/20:

Το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν εξασφαλίζει στον καταναλωτή ότι θα λάβει τουλάχιστον τις πληροφορίες που προβλέπονται στο παράρτημα III, A, της εν λόγω οδηγίας σε χρονικό σημείο το οποίο προηγείται της συνάψεως της συμβάσεως, σε έγγραφη μορφή και με σαφήνεια και ακρίβεια, γεγονός που του παρέχει τη δυνατότητα, μετά από περίοδο μελέτης, να προβεί σε συνειδητή σχετική επιλογή. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν οι εν λόγω προϋποθέσεις τηρήθηκαν στην υπόθεση της κύριας δίκης.

Στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C-143/20:

Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 5, της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, έχει την έννοια ότι η παράλειψη ανακοινώσεως τουλάχιστον των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/83 συνιστά παραπλανητική εμπορική πρακτική αν, εντός του πραγματικού της πλαισίου, λαμβανομένων υπόψη όλων των χαρακτηριστικών και των περιστάσεών της, καθώς και των ορίων του οικείου μέσου επικοινωνίας, δεν παρασχέθηκαν στον μέσο καταναλωτή τα στοιχεία που του είναι απαραίτητα, λαμβανομένου υπόψη του συγκεκριμένου πλαισίου, ώστε να λάβει συνειδητή απόφαση συναλλαγής και, ως εκ τούτου, τον οδηγεί ή ενδέχεται να τον οδηγήσει σε απόφαση συναλλαγής την οποία διαφορετικά δεν θα λάμβανε. Εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει αν τούτο ισχύει στην υπόθεση της κύριας δίκης.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής (ΕΕ 2002, L 345, σ. 1).


3      Αιτιολογική σκέψη 2 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.


4      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ, 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2005, L 149, σ. 22).


5      Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


6      Ο νόμος αυτός καταργήθηκε την 1η Ιανουαρίου 2016 από τον Ustawa o działalności ubezpieczeniowej i reasekuracyjnej (νόμο περί δραστηριοτήτων πρωτασφάλισης και αντασφάλισης), της 11ης Σεπτεμβρίου 2015 (Dz. U. 2015, θέση 1844).


7      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (ΕΕ 2009, L 335, σ. 1).


8      Βλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 1986, Επιτροπή κατά Γερμανίας (205/84, EU:C:1986:463, σκέψη 33), με την οποία το Δικαστήριο αναγνώρισε την ύπαρξη επιτακτικών λόγων συνδεόμενων με το δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τον τομέα των προϊόντων ασφαλίσεως ζωής δυνάμενων να δικαιολογήσουν περιορισμούς στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.


9      Πρβλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 29).


10      Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, Πρώτη έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά και για την τροποποίηση της οδηγίας 84/450/ΕΟΚ του Συμβουλίου, των οδηγιών 97/7/ΕΚ, 98/27/ΕΚ και 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου [COM(2013) 139 τελικό (σ. 25)].


11      Βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Heininger (C-481/99, EU:C:2001:684, σκέψη 47), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 30), της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove (C-96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 50), και της 29ης Απριλίου 2015, Nationale-Nederlanden Levensverzekering Mij (C-51/13, EU:C:2015:286, σκέψη 21).


12      Απόφαση της 1ης Μαρτίου 2012, González Alonso (C-166/11, EU:C:2012:119, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψεις 29 και 30). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 23ης Απριλίου 2015, Van Hove (C-96/14, EU:C:2015:262, σκέψη 50).


14      Όπως ορθώς υπογραμμίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα επίμαχα προϊόντα δεν αφορούν τις συμβάσεις ομαδικής ασφάλισης ζωής στις οποίες η συμμετοχή είναι υποχρεωτική, όπως αυτές που συνάπτονται στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας. Τα εν λόγω είδη συμβάσεων αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.


15      Όπ.π. (άρθρο 311), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2013/58/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2013, για την τροποποίηση της οδηγίας 2009/138/ΕΚ (Φερεγγυότητα II) όσον αφορά την ημερομηνία μεταφοράς της στο εθνικό δίκαιο και την ημερομηνία εφαρμογής της, καθώς και την ημερομηνία κατάργησης ορισμένων οδηγιών (Φερεγγυότητα I) (ΕΕ 2013, L 341, σ. 1).


16      Βλ. άρθρα 2, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, των οδηγιών 2004/39 και 2014/65 καθώς και αιτιολογική σκέψη 27 της τελευταίας οδηγίας.


17      Βλ. άρθρο 94 επ. της οδηγίας 2014/65.


18      Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 10ης Μαΐου 2016, Franz-Josef Hagedorn und Vienna‑Life Lebensversicherung AG κατά Rainer Armbruster und Swiss Life (Λιχτενστάιν) AG (συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-15/15 και E-16/15, § 52).


19      Πρβλ. αποφάσεις της 5ης Μαρτίου 2002, Axa Royale Belge (C-386/00, EU:C:2002:136, σκέψη 20), και της 29ης Απριλίου 2015, Nationale-Nederlanden Levensverzekering Mij (C‑51/13, EU:C:2015:286, σκέψη 19).


20      Η οποία πάντως σίγουρα δεν φθάνει, κατά τη γνώμη μου, στον βαθμό της ερμηνευτικής διευρύνσεως που το Δικαστήριο ήταν πράγματι διατεθειμένο να πραγματοποιήσει κατά το παρελθόν προκειμένου να καλύψει τα κενά της αποτελεσματικής προστασίας των καταναλωτών που οφείλονται στον προβληματικό ή ελλιπή χαρακτήρα της διατυπώσεως ή του σχεδιασμού της οικείας νομοθεσίας –βλ., επί παραδείγματι, απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Sturgeon κ.λπ. (C-402/07 και C-432/07, EU:C:2009:716, σκέψεις 49 έως 54).


21      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 7 και άρθρο 36, παράγραφος 4, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.


22      Αποφάσεις της 1ης Μαρτίου 2012, González Alonso (C-166/11, EU:C:2012:119, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 31ης Μαΐου 2018, Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag κ.λπ. (C-542/16, EU:C:2018:369, σκέψη 49). Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Koushkaki (C-84/12, EU:C:2013:862, σκέψη 34).


23      Απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 10ης Μαΐου 2016, Franz-Josef Hagedorn und Vienna‑Life Lebensversicherung AG κατά Rainer Armbruster und Swiss Life (Λιχτενστάιν) AG (συνεκδικασθείσες υποθέσεις E-15/15 και E-16/15, § 61).


24      Απόφαση της 31ης Μαΐου 2018, Länsförsäkringar Sak Försäkringsaktiebolag κ.λπ. (C-542/16, EU:C:2018:369, σκέψη 50), η οποία παραπέμπει στις αποφάσεις της 25ης Φεβρουαρίου 1999, CPP (C-349/96, EU:C:1999:93, σκέψη 17), και της 26ης Μαρτίου 2015, Litaksa (C-556/13, EU:C:2015:202, σκέψη 28).


25      Όπ.π. (σκέψη 50), η οποία παραπέμπει στην απόφαση της 17ης Μαρτίου 2016, Aspiro (C‑40/15, EU:C:2016:172, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


26      Πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, kunsthaus muerz (C-20/19, EU:C:2020:273, σκέψεις 35 έως 36 και 41).


27      Όπ.π. (σκέψη 39). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψεις 28 και 29), και της 13ης Δεκεμβρίου 2001, Heininger (C-481/99, EU:C:2001:684, σκέψεις 45 και 47).


28      Αν ίσχυε κάτι τέτοιο βάσει του εθνικού δικαίου, τότε θα υπέθετα ότι τα περισσότερα (αν όχι όλα τα) ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας θα ήταν άνευ αντικειμένου. Συγκεκριμένα, οι ενάγοντες θα μπορούσαν απλώς να ζητήσουν την απόδοση του αδικαιολόγητου πλουτισμού του λήπτη της ασφάλισης, διότι ο τελευταίος θα είχε εισπράξει τα χρήματά τους δίχως νόμιμη αιτία.


29      Σύγκρινε με τις αιτιολογικές σκέψεις 44 έως 47, το άρθρο 35, καθώς και με το άρθρο 38, παράγραφοι 1, 2 και 5, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.


30      Βλ., επί παραδείγματι, αιτιολογικές σκέψεις 2 και 39 καθώς και άρθρα 14, παράγραφος 5, και 53, παράγραφος 6, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Βλ., επίσης, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα E. Sharpston στην υπόθεση Nationale-Nederlanden Levensverzekering Mij (C‑51/13, EU:C:2014:1921, σημείο 37).


31      Βλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, kunsthaus muerz (C-20/19, EU:C:2020:273, σκέψεις 35 έως 36 και 41).


32      Πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 2020, kunsthaus muerz (C-20/19, EU:C:2020:273, σκέψεις 35 έως 36 και 41).


33      Η υπογράμμιση δική μου.


34      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαρτίου 2002, Axa Royale Belge (C-386/00, EU:C:2002:136, σκέψη 24), όσον αφορά το άρθρο 31, παράγραφος 3, το παράρτημα II και την αιτιολογική σκέψη 23 της οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 10ης Νοεμβρίου 1992, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (ΕΕ 1992, L 360, σ. 1).


35      Βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 27ης Οκτωβρίου 1977, Bouchereau (30/77, EU:C:1977:172, σκέψη 14), της 23ης Νοεμβρίου 2016, Bayer CropScience και Stichting De Bijenstichting (C‑442/14, EU:C:2016:890, σκέψη 84), και της 25ης Φεβρουαρίου 2021, Bartosch Airport Supply Services (C-772/19, EU:C:2021:141, σκέψη 26).


36      Αποφάσεις της 18ης Δεκεμβρίου 2014, CA Consumer Finance (C-449/13, EU:C:2014:2464, σκέψη 46), και της 25ης Ιουνίου 2020, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-380/19, EU:C:2020:498, σκέψεις 33 έως 35).


37      Η υπογράμμιση δική μου.


38      Βλ., επί παραδείγματι, άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16), και άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).


39      Πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1976, Rewe-Zentralfinanz και Rewe-Zentral (33/76, EU:C:1976:188, σκέψη 5), της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Endress (C-209/12, EU:C:2013:864, σκέψη 23), και της 22ας Απριλίου 2021, PROFI CREDIT Slovakia (C-485/19, EU:C:2021:313, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Βλ. υποσημείωση 38 των παρουσών προτάσεων.


41      Απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, Bundesverband der Verbraucherzentralen und Verbraucherverbände (C-380/19, EU:C:2020:498, σκέψη 34), για την ερμηνεία του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64).


42      Βλ. αιτιολογική σκέψη 10 και άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


43      Σύγκρινε με τις συνέπειες που προβλέπει το άρθρο 35, παράγραφος 1, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής. Βλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουλίου 2016, Citroën Commerce (C-476/14, EU:C:2016:527, σκέψη 44).


44      Απόφαση της 29ης Απριλίου 2015, Nationale-Nederlanden Levensverzekering Mij (C-51/13, EU:C:2015:286, σκέψη 36). Πρβλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου ΕΖΕΣ της 13ης Ιουνίου 2013, Beatrix Koch, Dipl.  KFM.  Lothar Hummel και Stefan Müller κατά Swiss Life (Λιχτενστάιν) AG (E-11/12, § 73).


45      Σημεία 54 έως 103 των παρουσών προτάσεων.


46      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Wind Tre και Vodafone Italia (C‑54/17 και C-55/17, EU:C:2018:710, σκέψεις 61 και 68 έως 69).


47      Βλ., κατ’ αναλογίαν, προτάσεις μου στην υπόθεση Ministerstwo Sprawiedliwości (C-55/20, EU:C:2021:500, σημεία 77 έως 81).


48      Βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2015, Abcur (C-544/13 και C-545/13, EU:C:2015:481, σκέψη 78).


49      Απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Dyson (C-632/16, EU:C:2018:599, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Trento Sviluppo και Centrale Adriatica (C-281/12, EU:C:2013:859, σκέψη 31).


50      Άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


51      Όσον αφορά την ευρεία ερμηνεία του εν λόγω όρου, βλ. απόφαση της 25ης Ιουλίου 2018, Dyson (C-632/16, EU:C:2018:599, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


52      Σύγκρινε με την αιτιολογική σκέψη 11 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


53      Ο μέσος καταναλωτής είναι κάποιος που ασκεί τη δική του κρίση, χωρίς να χρειάζεται να καταφύγει σε έκθεση κάποιου εμπειρογνώμονα ή σε περαιτέρω επαγγελματική έρευνα –βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2015, Teekanne (C-195/14, EU:C:2015:361, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Viiniverla (C‑75/15, EU:C:2016:35, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


54      Πρβλ. αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2013, Trento Sviluppo και Centrale Adriatica (C‑281/12, EU:C:2013:859, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και της 7ης Σεπτεμβρίου 2016, Deroo-Blanquart (C-310/15, EU:C:2016:633, σκέψη 44).


55      Βλ. άρθρο 13 της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.


56      Ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η έννοια των «ουσιωδών πληροφοριών» έχει πράγματι την ίδια εμβέλεια με το παράρτημα III, A, της οδηγίας περί ασφαλίσεων ζωής.


57      Τα ίδια σημεία αναφοράς ισχύουν προφανώς και στην υπόθεση C-213/20, σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να υπεισέλθει στην εκτίμηση αυτή στην οικεία κύρια δίκη.


58      Βλ. υποσημείωση 53 των παρουσών προτάσεων.