ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
HENRIK SAUGMANDSGAARD ØE
της 3ης Μαΐου 2018 (1)
Υπόθεση C‑207/16
Ministerio Fiscal
[αίτηση του Audiencia Provincial de Tarragona
(επαρχιακού δικαστηρίου Tarragona, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Ηλεκτρονικές επικοινωνίες – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή και δικαίωμα στην προστασία τέτοιων δεδομένων – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 1 και άρθρο 15, παράγραφος 1 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7 και 8 καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1 – Δεδομένα συλλεγέντα στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Αίτημα προσβάσεως εκ μέρους αστυνομικής αρχής για σκοπούς ποινικής έρευνας – Αρχή της αναλογικότητας – Έννοια του “σοβαρού ποινικού αδικήματος” που είναι ικανό να δικαιολογήσει επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα – Κριτήρια σοβαρότητας – Απειλούμενη ποινή – Κατώτατο όριο»
I. Εισαγωγή
1. Η παρούσα προδικαστική παραπομπή αφορά, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία της έννοιας «σοβαρά εγκλήματα» (2) κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από την απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ. (3) (στο εξής: απόφαση Digital Rights) και στη συνέχεια από την απόφαση Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (4) (στο εξής: απόφαση Tele2), στις οποίες η εν λόγω έννοια χρησιμοποιήθηκε ως κριτήριο εκτιμήσεως του θεμιτού χαρακτήρα και της αναλογικότητας επεμβάσεως στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), ήτοι, αντιστοίχως, το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και το δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
2. Η παρούσα προδικαστική παραπομπή εντάσσεται στο πλαίσιο ενδίκου μέσου κατά ανακριτικής διατάξεως με την οποία δεν επετράπη η παροχή σε αστυνομικές αρχές ορισμένων δεδομένων προσωπικής καταστάσεως, τα οποία κατέχουν πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, για την ταυτοποίηση προσώπων για σκοπούς ποινικής έρευνας. Το σκεπτικό της προσβαλλόμενης διατάξεως επικεντρώθηκε ειδικά στην παρατήρηση ότι τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αφορά η ποινική έρευνα δεν συνιστούν σοβαρό αδίκημα, εν αντιθέσει προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας ισπανικής νομοθεσίας.
3. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τον τρόπο καθορισμού του ορίου σοβαρότητας των ποινικών αδικημάτων πέραν του οποίου δύναται να δικαιολογηθεί, υπό το πρίσμα της προπαρατεθείσας νομολογίας, επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, κατά την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
4. Αφού πρώτα διαπιστωθεί ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως και ότι αυτή υποβλήθηκε παραδεκτώς, σκοπεύω να δείξω ότι η πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υπό περιστάσεις όπως αυτές της υπό κρίση υποθέσεως συνεπάγεται επέμβαση στα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα, η οποία δεν αντιστοιχεί στις περιπτώσεις στις οποίες μόνον η καταπολέμηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων μπορεί να δικαιολογήσει προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία.
5. Δεδομένου ότι, κατά την άποψή μου, λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου αντικειμένου της υποθέσεως της κύριας δίκης, το Δικαστήριο δεν χρειάζεται να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα με την αρχική τους διατύπωση, μόνον επικουρικώς θα παράσχω στοιχεία ως προς τα κριτήρια που, εν ανάγκη, θα καταστήσουν δυνατό τον ορισμό της έννοιας «σοβαρά εγκλήματα» κατά την εν λόγω νομολογία, λαμβανομένης υπόψη ιδίως της απειλούμενης ποινής.
II. Το νομικό πλαίσιο
1. Το δίκαιο της Ένωσης
6. Στο προοίμιο της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (5), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ (6) (στο εξής: οδηγία 2002/58), εκτίθενται τα εξής:
«(2) Επιδίωξη της παρούσας οδηγίας είναι να σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα, τηρεί δε τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη]. Συγκεκριμένα, επιδιώκει να διασφαλισθεί η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα [του] 7 και 8 […].
[…]
(11) Η παρούσα οδηγία, όπως και η οδηγία 95/46/ΕΚ [(7)], δεν υπεισέρχεται σε θέματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [στο εξής: ΕΣΔΑ], όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου [στο εξής: ΕΔΔΑ]. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, αυστηρώς ανάλογα των προς επίτευξη σκοπών και αναγκαία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαρκείς διασφαλίσεις σύμφωνα με την [ΕΣΔΑ] [(8)].»
7. Κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2002/58, το οποίο επιγράφεται «Πεδίο εφαρμογής και στόχος»:
«1. Με την παρούσα οδηγία εναρμονίζονται οι διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, ιδίως το δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών […].
[…]
3. Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως οι δραστηριότητες που καλύπτονται από τους τίτλους V και VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, και σε κάθε περίπτωση στις δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και στις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου».
8. Το άρθρο 2 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», έχει ως εξής:
«Εκτός αν άλλως ορίζεται, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία 95/46/ΕΚ και την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) [(9)].
Επίσης, ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί, βάσει των οποίων νοούνται ως:
α) “χρήστης”, κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας·
β) “δεδομένα κίνησης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της·
γ) “δεδομένα θέσης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών·
δ) “επικοινωνία”, κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει·
[…]».
9. Το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58, το οποίο επιγράφεται «Εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας [95/46]», προβλέπει στην παράγραφό του 1 ότι «[τ]α κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία, για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση».
2. Το ισπανικό δίκαιο
1. Ο νόμος 25/2007
10. Ο Ley 25/2007 de conservación de datos relativos a las comunicaciones electrónicas y a la redes públicas de comunicaciones (νόμος 25/2007 περί διατηρήσεως δεδομένων που σχετίζονται με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες και τα δημόσια δίκτυα επικοινωνιών), της 18ης Οκτωβρίου 2007 (10) (στο εξής: νόμος 25/2007) μετέφερε στην ισπανική έννομη τάξη την οδηγία 2006/24 (11), την οποία το Δικαστήριο κήρυξε ανίσχυρη με την απόφαση Digital Rights.
11. Κατά το άρθρο 1 του νόμου 25/2007, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης:
«1. O παρών νόμος έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση της υποχρεώσεως των σχετικών φορέων να διατηρούν τα δεδομένα που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών καθώς και να ανακοινώνουν τα δεδομένα αυτά στους αρμοδίους υπαλλήλους εφόσον τούτο ζητηθεί με αντίστοιχη δικαστική άδεια, για τους σκοπούς διερευνήσεως, διαπιστώσεως και διώξεως σοβαρών αδικημάτων που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα ή σε ειδικούς ποινικούς νόμους.
2. Ο παρών νόμος εφαρμόζεται στα δεδομένα κινήσεως και θέσεως, όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα και τα νομικά πρόσωπα, καθώς και στα συναφή δεδομένα που απαιτούνται για την αναγνώριση του συνδρομητή ή του καταχωρισμένου χρήστη.
[…]»
12. Στο άρθρο 3 του εν λόγω νόμου απαριθμούνται τα δεδομένα τα οποία οφείλουν να διατηρούν οι φορείς. Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο a, σημείο 1, περίπτωση ii, πρόκειται ειδικότερα για δεδομένα αναγκαία για την ανίχνευση και τον προσδιορισμό της πηγής της επικοινωνίας, όπως, όσον αφορά την κινητή τηλεφωνία, το όνομα και η διεύθυνση του συνδρομητή ή του εγγεγραμμένου χρήστη.
2. Ο ποινικός κώδικας
13. Δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του ποινικού κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης, «[σ]οβαρά αδικήματα είναι οι πράξεις τις οποίες νόμος τιμωρεί με βαριά ποινή».
14. Το άρθρο 33 του εν λόγω κώδικα έχει ως εξής:
«1. Ανάλογα με τη φύση και τη διάρκειά τους, οι ποινές κατατάσσονται σε βαριές, λιγότερο βαριές και ελαφρές.
2. Βαριές ποινές είναι:
α) η ισόβια κάθειρξη με δυνατότητα αναθεωρήσεως·
β) η πρόσκαιρη κάθειρξη άνω των 5 ετών.
[…]»
3. Ο κώδικας ποινικής δικονομίας
15. Ο ισπανικός κώδικας ποινικής δικονομίας τροποποιήθηκε με τον Ley Orgánica 13/2015 de modificación de la Ley de Enjuiciamiento Criminal para el fortalecimiento de las garantías procesales y la regulación de las medidas de investigación tecnológica (οργανικό νόμο 13/2015 περί τροποποιήσεως του νόμου περί Ποινικής Δικονομίας, για την ενίσχυση των δικονομικών εγγυήσεων και τη ρύθμιση των τεχνολογικών μέσων έρευνας), της 5ης Οκτωβρίου 2015 (12) (στο εξής: οργανικός νόμος 13/2015).
16. Ο νόμος αυτός, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 6 Δεκεμβρίου 2015, ενσωματώνει, στον κώδικα πολιτικής δικονομίας, τον τομέα της προσβάσεως στα δεδομένα που αφορούν τις τηλεφωνικές και τηλεματικές επικοινωνίες τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών.
17. Κατά το άρθρο 579, παράγραφος 1, του κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον εν λόγω νόμο, «[το] δικαστήριο δύναται να επιτρέψει την παρακολούθηση της ιδιωτικής, ταχυδρομικής και τηλεγραφικής, αλληλογραφίας, συμπεριλαμβανομένων των τηλεομοιοτυπιών, του Burofax [μέσου ταχείας αποστολής εγγράφων με απόδειξη παραλαβής] και των διεθνών ταχυδρομικών εντολών πληρωμής, την οποία αποστέλλει ή παραλαμβάνει ο ύποπτος, καθώς και το άνοιγμα και την ανάλυση αυτής, εφόσον υπάρχουν ενδείξεις που δημιουργούν υπόνοιες ότι αυτό θα καταστήσει δυνατή την ανακάλυψη ή την εξακρίβωση πραγματικού περιστατικού ή παράγοντα που έχει σημασία για την υπόθεση, όταν αντικείμενο της έρευνας είναι ένα από τα ακόλουθα ποινικά αδικήματα:
1) εγκλήματα εκ προθέσεως τιμωρούμενα με στερητική της ελευθερίας ποινή τουλάχιστον τριών ετών·
2) εγκλήματα διαπραχθέντα στο πλαίσιο εγκληματικής οργανώσεως·
3) εγκλήματα τρομοκρατίας.»
18. Κατά το άρθρο 588ter j του εν λόγω κώδικα, το οποίο επιγράφεται «Δεδομένα που περιέχονται σε αυτοματοποιημένα αρχεία των παρόχων υπηρεσιών»:
«1. Τα ηλεκτρονικά δεδομένα, που διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών ή από πρόσωπα που διευκολύνουν την επικοινωνία κατ’ εφαρμογήν της νομοθεσίας περί διατηρήσεως δεδομένων σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες ή αυτοβούλως για εμπορικούς ή άλλους σκοπούς και τα οποία σχετίζονται με επικοινωνίες, μπορούν να παρασχεθούν μόνον κατόπιν δικαστικής άδειας για χρήση στη διαδικασία.
2. Όταν η γνώση των εν λόγω δεδομένων είναι απαραίτητη για την έρευνα, θα ζητηθεί σχετική άδεια του αρμόδιου δικαστή για τη συγκέντρωση των πληροφοριών που περιέχονται στα αυτοματοποιημένα αρχεία των παρόχων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένης της έξυπνης αναζητήσεως ή της διασταυρώσεως δεδομένων, υπό την προϋπόθεση ότι διευκρινίζονται η φύση των δεδομένων που πρέπει να παρασχεθούν καθώς και οι λόγοι που δικαιολογούν την παροχή τους.»
III. Η υπόθεση της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
19. Ο Hernández Sierra κατέθεσε στην αστυνομία έγκληση ως προς το ότι, στις 16 Φεβρουαρίου 2015, υπήρξε θύμα κλοπής με χρήση βίας, κατά την οποία αφαιρέθηκαν το πορτοφόλι του και το κινητό του τηλέφωνο και του προκλήθηκε σοβαρός τραυματισμός.
20. Με έκθεση της 27ης Φεβρουαρίου 2015, η δικαστική αστυνομία ζήτησε από τον Juzgado de Instrucción n°3 de Tarragona (τρίτο ανακριτή δικαστή της Tarragona, Ισπανία· στο εξής: ανακριτής) να διατάξει τους διάφορους φορείς τηλεφωνίας να παράσχουν, αφενός, τους τηλεφωνικούς αριθμούς που ενεργοποιήθηκαν, από τις 16 Φεβρουαρίου έως τις 27 Φεβρουαρίου 2015, με τον αναγνωριστικό αριθμό IMEI (13) του κλαπέντος κινητού τηλεφώνου και, αφετέρου, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των κατόχων ή χρηστών όλων των τηλεφωνικών αριθμών των καρτών SIM οι οποίες είχαν ενεργοποιηθεί με τον εν λόγω αριθμό IMEI (14).
21. Με διάταξη της 5ης Μαΐου 2015, ο ανακριτής απέρριψε το αίτημα αυτό, με την αιτιολογία ότι το ζητούμενο μέτρο δεν προσφέρεται για την ταυτοποίηση των δραστών του ποινικού αδικήματος και ότι, εν πάση περιπτώσει, ο νόμος 25/2007 επιτρέπει την παροχή δεδομένων που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας αποκλειστικά σε περίπτωση διερευνήσεως σοβαρών αδικημάτων –ήτοι, κατά τον ποινικό κώδικα (15), αδικημάτων που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή άνω των πέντε ετών–, ενώ τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά δεν συνιστούν σοβαρό ποινικό αδίκημα.
22. Η Ministerio Fiscal (ισπανική εισαγγελική αρχή), ο μόνος διάδικος στην παρούσα ποινική δίκη, άσκησε ενώπιον του Audiencia Provincial de Tarragona (επαρχιακού δικαστηρίου Tarragona, Ισπανία) ένδικο μέσο κατά της εν λόγω διατάξεως, υποστηρίζοντας ότι η παροχή των επίμαχων δεδομένων πρέπει να επιτραπεί λόγω της φύσεως των πραγματικών περιστατικών και μιας αποφάσεως που το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) εξέδωσε σε παρόμοια υπόθεση (16).
23. Με διάταξη της 9ης Φεβρουαρίου 2016, το εν λόγω δευτεροβάθμιο δικαστήριο διέταξε, ως προσωρινό μέτρο, τους φορείς τηλεφωνίας να συνεχίσουν τη διατήρηση των δεδομένων που αφορά το επίμαχο αίτημα.
24. Στην απόφαση περί παραπομπής, το ως άνω δικαστήριο εκθέτει ότι, μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ο Ισπανός νομοθέτης θέσπισε, δυνάμει του οργανικού νόμου 13/2015 (17), δύο εναλλακτικά κριτήρια για τον καθορισμό του ορίου σοβαρότητας ενός ποινικού αδικήματος. Το πρώτο κριτήριο είναι ουσιαστικό και συνδέεται με προβλεπόμενες από ποινικό κανόνα πράξεις με ειδικό και σοβαρό χαρακτήρα εγκληματικής συμπεριφοράς, οι οποίες μπορούν να έχουν ιδιαίτερο βαθμό βλαπτικότητας για τα ατομικά και συλλογικά έννομα αγαθά (18). Το δεύτερο κριτήριο είναι τυπικής φύσεως και βασίζεται αποκλειστικά στην ποινή που προβλέπεται για το επίμαχο αδίκημα. Πάντως, το κατώτατο όριο των τριών ετών φυλακίσεως που προβλέπεται στο δεύτερο αυτό κριτήριο μπορεί να καλύπτει τη μεγάλη πλειονότητα των πράξεων που προβλέπονται από ποινικό κανόνα. Επιπλέον, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το κρατικό συμφέρον για την προστασία των πολιτών και την καταστολή της παραβατικής συμπεριφοράς δεν μπορεί να νομιμοποιήσει δυσανάλογη προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων των προσώπων.
25. Στο πλαίσιο αυτό, με απόφαση της 6ης Απριλίου 2016, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Απριλίου 2016, το Audiencia Provincial de Tarragona (επαρχιακό δικαστήριο Tarragona) ανέστειλε την ενώπιόν του διαδικασία και έθεσε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Μπορεί ο αρκούντως σοβαρός χαρακτήρας των ποινικών αδικημάτων, ως κριτήριο το οποίο δικαιολογεί επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, να διαπιστωθεί αποκλειστικά με γνώμονα τη δυνάμενη να επιβληθεί ποινή για το αδίκημα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας ή απαιτείται, επιπλέον, να διαπιστωθεί ιδιαίτερος βαθμός βλαπτικότητας της παραβατικής συμπεριφοράς για ατομικά και/ή συλλογικά έννομα αγαθά;
2) Αν ο καθορισμός της σοβαρότητας του ποινικού αδικήματος με βάση αποκλειστικά τη δυνάμενη να επιβληθεί ποινή είναι συμβατός προς τις συνταγματικού κύρους αρχές της Ένωσης, που χρησιμοποιούνται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην απόφαση [Digital Rights] ως κριτήρια αυστηρού ελέγχου της οδηγίας [την οποία η εν λόγω απόφαση κήρυξε ανίσχυρη], ποια θα ήταν το κατώτατο αυτό όριο; Θα συμβιβαζόταν με γενική πρόβλεψη ενός ορίου φυλακίσεως τριών ετών;»
26. Με απόφαση του Προέδρου της 23ης Μαΐου 2016, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου ανεστάλη, εν αναμονή της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στις τότε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Tele2 Sverige και Watson κ.λπ., C‑203/15 και C‑698/15.
27. Ερωτηθέν από το Δικαστήριο μετά την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως, στις 21 Δεκεμβρίου 2016 (19), το αιτούν δικαστήριο ανέφερε ότι εμμένει στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως. Εξέθεσε ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που έθεσε παραμένουν λυσιτελή, δεδομένου ότι στην ως άνω απόφαση ναι μεν εκτίθενται παραδείγματα σοβαρών αδικημάτων (20), αλλά δεν ορίζεται με επαρκή σαφήνεια το ουσιαστικό περιεχόμενο της έννοιας της σοβαρότητας του ποινικού αδικήματος ώστε να αποτελέσει κριτήριο εκτιμήσεως του θεμιτού χαρακτήρα ενός μέτρου επεμβάσεως. Πάντως, η έννοια αυτή ενέχει τον κίνδυνο να καθοριστούν, σε εθνικό επίπεδο, με πολύ ευρύ τρόπο οι προϋποθέσεις διατηρήσεως των δεδομένων και προσβάσεως σε αυτά, πράγμα που θα συνιστούσε προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που αφορά η απόφαση Tele2. Έτσι, με τη θέσπιση του οργανικού νόμου 13/2015, ο Ισπανός νομοθέτης περιόρισε, παρά τα διατυπωθέντα στην απόφαση Digital Rights κριτήρια (21), σε μεγάλο βαθμό, σε σχέση με τους προηγούμενους κανόνες του νόμου 25/2007, το όριο σοβαρότητας των ποινικών αδικημάτων όσον αφορά τα οποία επιτρέπονται η διατήρηση και η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
28. Μετά την απάντηση αυτή, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου επανελήφθη στις 16 Φεβρουαρίου 2017. Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Ισπανική, η Τσεχική, η Εσθονική, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Λεττονική, η Ουγγρική και η Αυστριακή Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
29. Ενόψει της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, το Δικαστήριο έθεσε ερωτήσεις προς γραπτή απάντηση στην Ισπανική Κυβέρνηση, στις οποίες αυτή απάντησε στις 9 Ιανουαρίου 2018, καθώς και ερωτήσεις προς προφορική απάντηση στο σύνολο των ενδιαφερομένων κατά το άρθρο 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
30. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 29 Ιανουαρίου 2018, αγόρευσαν η ισπανική εισαγγελική αρχή, η Ισπανική, η Τσεχική, η Δανική, η Εσθονική, η Ιρλανδική, η Γαλλική, η Λεττονική και η Πολωνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και η Επιτροπή.
IV. Ανάλυση
1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις
31. Πριν εξετάσω σε βάθος τα ζητήματα που εγείρει η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, εκτιμώ ότι είναι αναγκαίο να διατυπωθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με το ιδιαίτερο αντικείμενό της.
32. Πρώτον, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής και των συμπληρωματικών πληροφοριών που παρέσχε η Ισπανική Κυβέρνηση, επισημαίνεται ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμφανίζει αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες, οι οποίες τη διαφοροποιούν ειδικά από τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις Digital Rights και Tele2 (22).
33. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι το επίμαχο εν προκειμένω αίτημα των αστυνομικών αρχών αφορά την παροχή μόνο των δεδομένων που μπορούν να καταστήσουν δυνατή την ταυτοποίηση των κατόχων ή χρηστών των τηλεφωνικών αριθμών που συνδέονται με τις κάρτες SIM που τοποθετήθηκαν στο κλαπέν κινητό τηλέφωνο (23). Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι το αίτημα αυτό αφορά σαφώς προσδιορισμένο και περιορισμένο χρονικό διάστημα, ήτοι δώδεκα ημέρες (24).
34. Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο αριθμός των προσώπων τα οποία μπορεί να αφορά το επίμαχο μέτρο δεν είναι απεριόριστος, αλλά περιορισμένος. Επιπλέον, τα πρόσωπα αυτά δεν είναι οποιοσδήποτε κάτοχος κάρτας SIM, αλλά πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα, καθόσον πρόκειται για τα πρόσωπα που έκαναν χρήση του κλαπέντος τηλεφώνου μετά την αφαίρεσή του, ή που ενδεχομένως το έχουν ακόμη στην κατοχή τους, και τα οποία θεμιτώς μπορούν να θεωρηθούν ύποπτα για την τέλεση του αδικήματος ή σχετιζόμενα με τους δράστες του αδικήματος.
35. Περαιτέρω, τα επίμαχα δεδομένα δεν αφορούν κάθε είδος «δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» (25) που κατέχουν οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά μόνον εκείνα που σχετίζονται με την ταυτότητα των προαναφερθέντων προσώπων, ήτοι το ονοματεπώνυμο και, ενδεχομένως, τη διεύθυνσή τους (26), δεδομένα τα οποία χαρακτηρίζονται ως «στοιχεία επικοινωνίας». Κατά την άποψή μου, τα άλλα δεδομένα που αφορούν τα πρόσωπα αυτά, τα οποία ενδέχεται να περιέχονται στα αρχεία των εν λόγω παρόχων (27), αποκλείονται από την κύρια δίκη.
36. Εξάλλου, εκτιμώ ότι ο επιδιωκόμενος εν προκειμένω σκοπός είναι η συλλογή πληροφοριών οι οποίες αφ’ εαυτών δεν αφορούν ούτε μια θέση ούτε επικοινωνίες (28), αλλά φυσικά πρόσωπα τα οποία καταζητούνται επειδή ενδεχομένως έκαναν χρήση μιας υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών μέσω του κλαπέντος τηλεφώνου, έστω και αν τα πρόσωπα αυτά δεν προέβησαν σε συγκεκριμένη τηλεφωνική κλήση. Συγκεκριμένα, από τις εξηγήσεις που παρέσχε στο Δικαστήριο η ισπανική εισαγγελική αρχή προκύπτει ότι τα ζητούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αντλούνται από τη σχέση μεταξύ συγκεκριμένης κάρτας SIM και του αριθμού IMEI της κλαπείσας συσκευής, μπορούν από τεχνικής απόψεως να αποκτηθούν με απλή σύνδεση της συσκευής με τερματικό κινητής τηλεφωνίας, ακόμη και αν ο κάτοχος της κάρτας δεν πραγματοποίησε καμία κλήση με τη σχετική συσκευή και, επομένως, ανεξάρτητα από κάθε πραγματική επικοινωνία (29). Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει τον πραγματολογικό αυτόν ισχυρισμό, ο οποίος πάντως μου φαίνεται, αρκούντως αληθοφανής ώστε εύλογα να μπορεί να θεωρηθεί αληθής.
37. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, τονίζεται εξαρχής ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα των οποίων η διαβίβαση ζητείται όχι γενικώς και αδιακρίτως, αλλά με τρόπο στοχευμένο όσον αφορά τα πρόσωπα και περιορισμένο όσον αφορά το χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα ζητούμενα δεδομένα δεν φαίνεται να είναι, εκ πρώτης όψεως, ιδιαιτέρως ευαίσθητης φύσεως, μολονότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη μπορούν παρ’ όλα αυτά να θιγούν από την πρόσβαση σε δεδομένα του είδους αυτού (30).
38. Δεύτερον, επισημαίνεται ότι από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής προκύπτει χαρακτηριστικά ότι τα εν προκειμένω τεθέντα προδικαστικά ερωτήματα δεν αφορούν τις προϋποθέσεις της διατηρήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά αντιθέτως τους όρους προσβάσεως των εθνικών αρχών σε τέτοια δεδομένα τα οποία διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών που δραστηριοποιούνται στον εν λόγω τομέα (31).
39. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ειδικά ότι, δυνάμει του άρθρου 588ter j του κώδικα ποινικής δικονομίας, απαιτείται δικαστική άδεια για τη διαβίβαση στις αρμόδιες αρχές των ηλεκτρονικών δεδομένων που διατηρούν οι πάροχοι υπηρεσιών, προκειμένου αυτά να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο διαδικασίας. Στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου διευκρινίζεται ότι τέτοια δεδομένα μπορεί να διατηρήθηκαν από παρόχους είτε κατ’ εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας είτε με δική τους πρωτοβουλία για εμπορικούς ή άλλους λόγους.
40. Εν προκειμένω, προκύπτει ότι τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα στα οποία ζητούν πρόσβαση οι αστυνομικές αρχές, για σκοπούς ανακρίσεως, αρχειοθετήθηκαν από τους φορείς κινητής τηλεφωνίας σε εκτέλεση υποχρεώσεως η οποία απορρέει από την ισπανική νομοθεσία (32). Το αιτούν δικαστήριο δεν παρέχει πληροφορίες συναφώς, υπενθυμίζεται δε ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως επικεντρώνεται στην ενδεχόμενη πρόσβαση σε δεδομένα τα οποία ήδη διατηρήθηκαν και ότι ο σύμφωνος χαρακτήρας της αποθηκεύσεως των δεδομένων με τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης δεν αμφισβητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης (33). Επομένως, κατά την άποψή μου, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα στην κύρια δίκη δεδομένα διατηρήθηκαν σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, τηρουμένων των προϋποθέσεων του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, πράγμα που μόνο στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να εξακριβώσει (34).
41. Στην ανάλυση που ακολουθεί, θα επανέλθω στις νομικές συνέπειες των ως άνω προκαταρκτικών διαπιστώσεων (35).
2. Επί των δικονομικών ενστάσεων που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση
42. Η Ισπανική Κυβέρνηση προέβαλε δύο κατηγορίες δικονομικών ενστάσεων, εκ των οποίων η πρώτη αφορά την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου και η δεύτερη το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, επί των οποίων το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφανθεί πριν, ενδεχομένως, εξετάσει την προδικαστική παραπομπή επί της ουσίας.
1. Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου από την άποψη του πεδίου εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης
43. Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης, και μεταξύ άλλων αυτά που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, εφαρμόζονται μόνον αν η επίμαχη κατάσταση διέπεται από το δίκαιο της Ένωσης (36). Επιπλέον, το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει ότι οι διατάξεις του απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον «όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης», όπως η φράση αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου (37). Επομένως, όταν έννομη κατάσταση δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να αποφανθεί επ’ αυτής, οι δε διατάξεις του Χάρτη των οποίων ενδεχομένως γίνεται επίκληση δεν μπορούν αφ’ εαυτών να θεμελιώσουν την αρμοδιότητα αυτή (38).
44. Εν προκειμένω, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου αφορούν μόνο τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη καθώς και «τις συνταγματικού κύρους αρχές της Ένωσης, που χρησιμοποιούνται από το Δικαστήριο στην απόφαση [Digital Rights]». Πάντως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι εφαρμοστέες σε θέματα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οδηγίες, όπως η οδηγία 95/46 και η οδηγία 2002/58, δημιουργούν τον απαιτούμενο, δυνάμει του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, σύνδεσμο μεταξύ της υποθέσεως της κύριας δίκης και του δικαίου της Ένωσης.
45. Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει, κυρίως, ότι το Δικαστήριο δεν διαθέτει την απαιτούμενη αρμοδιότητα ώστε να αποφανθεί επί της παρούσας προδικαστικής παραπομπής, επειδή αυτή δεν αφορά την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Ειδικότερα, διατείνεται ότι η υπόθεση της κύριας δίκης αποκλείεται από το πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, καθόσον αφορά πρόσβαση της αστυνομίας σε δεδομένα, η οποία υπόκειται σε δικαστική απόφαση στο πλαίσιο έρευνας, κάτι το οποίο συνιστά δραστηριότητα του κράτους σε τομέα του ποινικού δικαίου (39) και, επομένως, εμπίπτει στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58, καθώς και στο άρθρο 3, παράγραφος 2, πρώτη περίπτωση, της οδηγίας 95/46 (40). Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε ότι συμμερίζεται την εν λόγω άποψη της Ισπανικής Κυβερνήσεως.
46. Παρ’ όλα αυτά, εκτιμώ ότι η οδηγία 2002/58 έχει εφαρμογή όσον αφορά εθνικά μέτρα όπως τα επίμαχα στην κύρια δίκη. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει, στην απόφαση Tele2, ότι οι εθνικές νομοθεσίες περί διατηρήσεως δεδομένων για σκοπούς καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, όχι μόνο υπό την έννοια ότι καθορίζουν τις υποχρεώσεις που υπέχουν εκ του λόγου τούτου οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά επίσης υπό την έννοια ότι ρυθμίζουν την πρόσβαση των εθνικών αρχών στα δεδομένα που διατηρούνται στο πλαίσιο αυτό (41). Όπως η Επιτροπή, φρονώ ότι οι παρατηρήσεις που εκτίθενται στην εν λόγω απόφαση μπορούν να μεταφερθούν στους εφαρμοστέους εν προκειμένω εθνικούς κανόνες, ήτοι τις διατάξεις του νόμου 25/2007 σε συνδυασμό με τον ισπανικό κώδικα ποινικής δικονομίας, όπως τροποποιήθηκε με τον οργανικό νόμο 13/2015 (42), και, επομένως, μπορούν να μεταφερθούν στο αντικείμενο της υποθέσεως της κύριας δίκης.
47. Επιπλέον, δεν πρέπει να συγχέονται, αφενός, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία υποβάλλονται άμεσα σε επεξεργασία στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων –δημόσιας αρχής (43)– του κράτους σε τομέα του ποινικού δικαίου (44) και, αφετέρου, εκείνα που υποβάλλονται σε επεξεργασία στο πλαίσιο των –εμπορικού χαρακτήρα– δραστηριοτήτων παρόχου υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών τα οποία χρησιμοποιούνται εν συνεχεία από τις αρμόδιες κρατικές αρχές (45). Εξάλλου, σημειώνω ότι στο Δικαστήριο υποβλήθηκε προσφάτως αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορώσα, ειδικότερα, την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 3, της οδηγίας 2002/58 στο πλαίσιο της χρήσεως, από τις υπηρεσίες ασφάλειας και πληροφοριών κράτους μέλους, δεδομένων που πρέπει να τους διαβιβάζονται μαζικά από τους παρόχους αυτούς (46), προβληματική η οποία κατ’ εμέ δεν χρειάζεται να εξεταστεί στην υπό κρίση υπόθεση (47).
48. Δεύτερον, σημειώνω ότι διατυπώθηκαν και άλλοι προβληματισμοί σχετικά με το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58, από το οποίο εξαρτάται η αρμοδιότητα του Δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη του είδους των επίμαχωνστην κύρια δίκηδεδομένων.
49. Όπως προεκτέθηκε (48), από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι σκοπός του επίμαχου αιτήματος προσβάσεως είναι να αποκτηθούν πληροφορίες σχετικά με την ταυτότητα των κατόχων ή χρηστών των τηλεφωνικών αριθμών που αντιστοιχούν στις κάρτες SIM που ενεργοποιήθηκαν μέσω του κλαπέντος κινητού τηλεφώνου, προκειμένου να ανευρεθούν τα πρόσωπα που κατείχαν τη συσκευή αυτή, και όχι πληροφορίες σχετικά με τις κλήσεις που ενδεχομένως πραγματοποιήθηκαν από αυτήν.
50. Με άλλα λόγια, μολονότι, λαμβανομένης υπόψη της ισπανικής νομοθεσίας (49), το φάσμα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα μπορούσε να είναι δυνητικά ευρύτερο, η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά εν προκειμένω δεδομένα που σχετίζονται μόνο με την ταυτότητα των «χρηστών», κατά την έννοια του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2002/58, και όχι οποιαδήποτε «θέση» (50), κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γʹ, ούτε «επικοινωνίες» καθ’ εαυτές, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο δʹ (51).
51. Κατά την ισπανική εισαγγελική αρχή, την Ισπανική, τη Δανική, την Ιρλανδική και τη Λεττονική Κυβέρνηση, την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και την Επιτροπή, πληροφορίες όπως οι επίμαχες, στο μέτρο που λαμβάνονται υπόψη μεμονωμένα, ήτοι ανεξάρτητα από τις ενδεχομένως πραγματοποιηθείσες επικοινωνίες, κατ’ αρχήν δεν πρέπει να εμπίπτουν στην έννοια των «δεδομένων κινήσεως» κατά το εν λόγω άρθρο 2, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, το οποίο ορίζει τα δεδομένα κινήσεως ως «τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της» (52).
52. Ασφαλώς, φαίνεται ότι τα δεδομένα ταυτοποιήσεως που ζητούν εν προκειμένω οι αστυνομικές αρχές δεν αφορούν αυτή καθ’ εαυτή την «κίνηση» επικοινωνιών, στο μέτρο που προκύπτει ότι τα δεδομένα αυτά μπορούν να αποκτηθούν ανεξάρτητα από την τυχόν πλήρη έλλειψη κλήσεων με την κλαπείσα συσκευή και, επομένως, έστω και αν ο φορέας κινητής τηλεφωνίας δεν διεκπεραίωσε καμία διαπροσωπική επικοινωνία κατά την προσδιορισθείσα περίοδο (53).
53. Εντούτοις, εκτιμώ ότι υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58, δεδομένου ότι η επεξεργασία των επίμαχων εν προκειμένω πληροφοριών που σχετίζονται με τις κάρτες SIM και τους κατόχους τους είναι αναγκαία, από εμπορική άποψη, για την παροχή των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (54), τουλάχιστον με σκοπό τη χρέωση της παρεχόμενης υπηρεσίας (55) όποιες και αν είναι οι πραγματοποιηθείσες ή μη κλήσεις στο πλαίσιο της παρεχόμενης υπηρεσίας.
54. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη του άρθρου 1, παράγραφος 1, και του άρθρου 3 της οδηγίας 2002/58 (56), συντάσσομαι με την άποψη που διατύπωσε ειδικά η Επιτροπή, κατά την οποία σκοπός της οδηγίας αυτής είναι να ρυθμίζει, με συνολικό τρόπο, την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που πραγματοποιείται στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της εμπίπτουν τα δεδομένα που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών τέτοιων υπηρεσιών, όπως τα επίμαχα, και όχι μόνο τα δεδομένα που σχετίζονται με συγκεκριμένη επικοινωνία. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη επίσης των σκοπών προστασίας που έχει η εν λόγω οδηγία, οι οποίοι συνίστανται κυρίως στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη (57), εκτιμώ ότι η «επικοινωνία», κατά το εν λόγω νομοθέτημα, έχει ευρεία έννοια και ότι η αρχή του απορρήτου των επικοινωνιών που προβλέπεται στην εν λόγω πράξη (58) τυγχάνει όντως εφαρμογής εν προκειμένω.
55. Φρονώ επίσης ότι η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου στην οποία αυτό δέχθηκε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58 υπόθεση με αντικείμενο τη διαβίβαση των ονομάτων και των διευθύνσεων χρηστών υπηρεσίας ηλεκτρονικής επικοινωνίας (59). Επιπλέον, κατά την άποψή μου, το άρθρο 12 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο είναι σχετικό με τους τηλεφωνικούς καταλόγους συνδρομητών, ασφαλώς αφορά δεδομένα του είδους αυτού (60) και η αιτιολογική της σκέψη 15 αντικατοπτρίζει επίσης μια ευέλικτη αντίληψη της έννοιας της «επικοινωνίας», περιλαμβάνοντας σε αυτήν μεταξύ άλλων τη «διεύθυνση […] που παρέχ[ει] ο αποστολέας» (61).
56. Επιπλέον, μια τέτοια προσέγγιση συνάδει με τη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (62), υπενθυμίζεται δε ότι στο προοίμιο της οδηγίας 2002/58 τονίζεται ότι σκοπός της είναι να διασφαλίζονται το απόρρητο των επικοινωνιών και το δικαίωμα των χρηστών στην ιδιωτική ζωή σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, όπως ερμηνεύεται από το ΕΔΔΑ (63), μολονότι η ΕΣΔΑ δεν είναι τυπικά ενσωματωμένη στην έννομη τάξη της Ένωσης (64).
57. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58 και ότι, επομένως, η προβληθείσα από την Ισπανική Κυβέρνηση ένσταση αναρμοδιότητας πρέπει να απορριφθεί.
58. Για λόγους πληρότητας, διευκρινίζεται, εντούτοις, ότι στην περίπτωση που η οδηγία 2002/58 κριθεί ανεφάρμοστη στην προκειμένη περίπτωση, η οδηγία 95/46, στην οποία παραπέμπουν τόσο το αιτούν δικαστήριο όσο και η Ισπανική Κυβέρνηση, δεν μπορεί να θεμελιώσει αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφανθεί επί της παρούσας υποθέσεως.
59. Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η οδηγία 95/46 συνιστά, ασφαλώς, τη γενικής ισχύος πράξη στον τομέα των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (65), αλλά, κατά την άποψή μου, τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου θα είναι αλυσιτελή αν εξεταστούν μόνον υπό το πρίσμα αυτό, δεδομένου ότι σκοπός τους είναι να καθοριστεί το όριο πέραν του οποίου ποινικά αδικήματα μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σοβαρά» κατά τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2, οι οποίες δεν αφορούν την ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας (66).
2. Επί του παραδεκτού της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως
60. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει εαυτό αρμόδιο να απαντήσει στα τεθέντα ερωτήματα, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, και τούτο για δύο λόγους.
61. Πρώτον, κατά την Ισπανική Κυβέρνηση, το αιτούν δικαστήριο δεν προσδιορίζει σαφώς το κανονιστικό πλαίσιο της Ένωσης επί του οποίου πρέπει να αποφανθεί το Δικαστήριο.
62. Συναφώς, υπενθυμίζει πάγια νομολογία κατά την οποία, στο πλαίσιο της συνεργασίας που καθιερώνεται από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικών ερωτημάτων, για τα οποία υπάρχει τεκμήριο λυσιτέλειας, μόνον αν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το ζήτημα είναι υποθετικής φύσεως ή ακόμη όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει πραγματικά και νομικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για να δώσει χρήσιμη απάντηση στα τεθέντα ερωτήματα (67).
63. Εντούτοις, εκτιμώ ότι, εν προκειμένω, η αιτίαση της Ισπανικής Κυβερνήσεως είναι αβάσιμη. Συγκεκριμένα, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, εκτιμώ ότι αυτό προσδιόρισε επαρκώς τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που, κατ’ αυτό, ασκούν επιρροή. Υπενθυμίζεται, αφενός, ότι τα τεθέντα ερωτήματα αφορούν ειδικότερα τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη και, αφετέρου, ότι το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι οι οδηγίες 95/46 και 2002/58 συνιστούν τον αναγκαίο σύνδεσμο μεταξύ της εφαρμοστέας στην υπόθεση της κύριας δίκης εθνικής νομοθεσίας και του δικαίου της Ένωσης (68) και, τέλος, ότι, όπως επισημαίνεται στην αιτιολογική της σκέψη 2, η οδηγία 2002/58 επιδιώκει να διασφαλιστεί, ιδίως, η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (69).
64. Εξάλλου, δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι σκοπός ενός εκ των στοιχείων της ισπανικής νομοθεσίας που μνημονεύονται στην απόφαση περί παραπομπής, ήτοι του νόμου 25/2007, είναι η μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της οδηγίας 2006/24, η οποία καταργήθηκε εφόσον κηρύχθηκε ανίσχυρη με την απόφαση Digital Rights (70). Όπως ορθώς αναφέρει το αιτούν δικαστήριο, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν εν προκειμένω στο Δικαστήριο είναι αλυσιτελή επειδή η εν λόγω οδηγία κηρύχθηκε ανίσχυρη. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι το ζήτημα που αφορούν τα ερωτήματα αυτά, ήτοι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Ένωσης και ότι η υπόθεση της κύριας δίκης εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής πράξεως του δικαίου της Ένωσης, ήτοι της οδηγίας 2002/58 (71), την οποία σκόπευε να τροποποιήσει η κηρυχθείσα ανίσχυρη οδηγία 2006/24.
65. Επισημαίνεται, εξάλλου, ότι τα μέρη που κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο ξεκινούν, στη μεγάλη πλειονότητά τους, από την παραδοχή ότι η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, καθώς και λαμβανομένων υπόψη των συμπερασμάτων που συνάγονται από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2. Αυτή είναι και η δική μου άποψη, μολονότι διευκρινίζω ότι η φράση «ποινικά αδικήματα», και όχι «σοβαρά ποινικά αδικήματα», περιέχεται στην οδηγία 2002/58 μόνο στο εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1 (72).
66. Δεύτερον, η Ισπανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 7 του Χάρτη, το οποίο συνιστά το κεντρικό στοιχείο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, δεν ασκεί επιρροή, καθόσον το μέτρο έρευνας που ζητείται στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά την παρακολούθηση επικοινωνιών και, επομένως, δεν μπορεί να επηρεάσει το απόρρητο των επικοινωνιών, με αποτέλεσμα τα τεθέντα ερωτήματα να είναι υποθετικά.
67. Προσωπικά, εκτιμώ ότι το άρθρο 7 του Χάρτη όντως ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση και ότι, επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δεν έχει υποθετικό χαρακτήρα. Μολονότι αληθεύει ότι, εν προκειμένω, δεν υφίσταται κίνδυνος προσβολής του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου του επίμαχου στην κύρια δίκης μέτρου (73), δεν χωρεί αμφιβολία ως προς το ότι μέτρο του είδους αυτού είναι ικανό να προσβάλει το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής το οποίο κατοχυρώνεται στην εν λόγω διάταξη, έστω και αν, κατά την άποψή μου, η προσβολή αυτή είναι περιορισμένη (74).
68. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτον, όπως είναι μια δημόσια αρχή, συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρήσεως των πληροφοριών που ανακοινώθηκαν. Το ίδιο ισχύει για τη διατήρηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ειδικά από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και για την πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα με σκοπό τη χρήση τους από τις δημόσιες αρχές (75).
69. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι η ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε η Ισπανική Κυβέρνηση πρέπει να απορριφθεί και ότι, επομένως, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας.
3. Επί των απαιτούμενων στοιχείων για τη διαπίστωση της επαρκούς σοβαρότητας ποινικού αδικήματος, η οποία δικαιολογεί επέμβαση στα συγκεκριμένα θεμελιώδη δικαιώματα (πρώτο προδικαστικό ερώτημα)
70. Με το πρώτο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τα στοιχεία τα οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι ποινικά αδικήματα είναι αρκούντως σοβαρά ώστε να δικαιολογείται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, στο πλαίσιο της διατηρήσεως δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και της προσβάσεως σε αυτά, βάσει της νομολογίας που απορρέει από την απόφαση Digital Rights την οποία ακολούθησε η απόφαση Tele2.
71. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο χρησιμοποίησε την έννοια των «σοβαρών ποινικών αδικημάτων» στην απόφαση Digital Rights (76), ενίοτε σε συνδυασμό με την έννοια της «βαριάς εγκληματικότητας» (77), ως κριτήριο εξετάσεως του σκοπού και της αναλογικότητας της επεμβάσεως στα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα, την οποία συνεπάγονταν διατάξεις του δικαίου της Ένωσης σχετικές με τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, ήτοι αυτές της οδηγίας 2006/24. Διευκρινίζεται ότι η έννοια αυτή, η οποία δεν μνημονεύεται στην οδηγία 2002/58 (78), προβλεπόταν στην οδηγία 2006/24 (79), την οποία η εν λόγω απόφαση κήρυξε ανίσχυρη. Εν συνεχεία, το Δικαστήριο έκανε χρήση των δύο αυτών εννοιών στην απόφαση Tele2 (80), ως το ίδιο κριτήριο εκτιμήσεως, αλλά σε σχέση, αυτή τη φορά, με τη συμφωνία προς το δίκαιο της Ένωσης (81) διατάξεων που είχαν θεσπιστεί από κράτη μέλη.
72. Ειδικότερα, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, για τον σκοπό εκτιμήσεως της υπάρξεως «σοβαρού ποινικού αδικήματος» ικανού να δικαιολογήσει επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη σε σχέση με δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η απειλούμενη ποινή για το επίμαχο ποινικό αδίκημα ή, επιπλέον, ο ιδιαίτερος βαθμός βλαπτικότητας της παραβατικής συμπεριφοράς για ατομικά και/ή συλλογικά έννομα αγαθά.
73. Εντούτοις, όπως η Επιτροπή, εκτιμώ ότι, πριν απαντηθεί το ερώτημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί αν η επίμαχη σε μια υπόθεση όπως αυτή της κύριας δίκης επέμβαση έχει αρκούντως υψηλό βαθμό σοβαρότητας ώστε, προκειμένου να επιτραπεί, να απαιτείται βάσει του δικαίου της Ένωσης να δικαιολογείται η επέμβαση αυτή για λόγους καταπολεμήσεως ποινικού αδικήματος σοβαρού χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, εκτιμώ ότι, αν δεν συμβαίνει αυτό, το Δικαστήριο θα πρέπει να ερμηνεύσει τις σχετικές διατάξεις του δικαίου της Ένωσης όχι λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνεία που ζητείται από το αιτούν δικαστήριο, αλλά αφού αναδιατυπώσει το πρώτο προδικαστικό ερώτημα (82) στο μέτρο που αυτό είναι αναγκαίο λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης (83).
1. Επί της εκτιμήσεως της μη σοβαρότητας της επίμαχης επεμβάσεως
74. Κατ’ αρχάς, πρέπει να διαπιστωθεί ότι πράξεις όπως οι επίμαχες στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι όντως ικανές να προσβάλουν τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη και, επομένως, συνιστούν επέμβαση στα εν λόγω δικαιώματα, κατά τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2.
75. Ασφαλώς, όπως επισήμαναν η Ισπανική και η Δανική Κυβέρνηση στην αγόρευσή τους (84) και όπως προεκτέθηκε (85), τα δεδομένα στα οποία επιθυμούν να έχουν πρόσβαση οι επιφορτισμένες με την επίμαχη ποινική έρευνα αρχές φαίνεται να είναι λιγότερο ευαίσθητα από ό,τι ορισμένες άλλες κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (86), δεδομένου ότι προκύπτει ότι το επίμαχο αίτημα αφορά μόνο το ονοματεπώνυμο και, ενδεχομένως, τη διεύθυνση των προσώπων που αποτελούν αντικείμενο της έρευνας αυτής, ως χρήστες τηλεφωνικών αριθμών που ενεργοποιήθηκαν από το κλαπέν κινητό τηλέφωνο που αποτελεί αντικείμενό της.
76. Εντούτοις, εκτιμώ ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα πρέπει να καλύπτονται από την προστασία που προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως από την οδηγία 2002/58 (87), δεν ασκεί επιρροή αν οι πληροφορίες που αφορά το αίτημα διατηρήσεως ή παροχής είναι ευαίσθητες ή όχι. Συγκεκριμένα, όπως επισημάνθηκε εντός του πλαισίου των πρώτων νομοθετικών εργασιών στον τομέα αυτόν, «ανάλογα με το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιείται οποιοδήποτε δεδομένο σχετικά με ένα πρόσωπο, ακόμη και αν φαίνεται εντελώς αθώο, μπορεί να προκαλέσει προβλήματα (όπως λόγου χάρη μια απλή ταχυδρομική διεύθυνση)» (88). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί μια τέτοια επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, «ελάχιστη σημασία έχει αν οι γνωστοποιούμενες πληροφορίες είναι ή όχι ευαίσθητου χαρακτήρα ή αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν ή όχι ενδεχομένως δυσμενείς συνέπειες λόγω της επεμβάσεως αυτής» (89).
77. Υπενθυμίζεται, εξάλλου, ότι η παροχή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτον, ακόμη και σε δημόσια αρχή όπως μια υπηρεσία δικαστικής αστυνομίας, συνιστά επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη (90), ακόμη και αν οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονται για σκοπούς ποινικής έρευνας, περίπτωση η οποία άλλωστε προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 (91). Επιπροσθέτως, πράξη του είδους αυτού μπορεί επίσης να προσβάλει το θεμελιώδες δικαίωμα προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 του Χάρτη, δεδομένου ότι συνεπάγεται την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (92).
78. Επομένως, εκτιμώ ότι πρέπει να διαπιστωθεί ότι μέτρο όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης συνιστά επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.
79. Εντούτοις, εκτιμώ ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, λείπειένα βασικό στοιχείο το οποίο το Δικαστήριο έλαβε υπόψη όταν απαίτησε να υπάρχει, στο στάδιο της δικαιολογήσεως μιας τέτοιας επεμβάσεως, «σοβαρό ποινικό αδίκημα» –έννοια της οποίας τον ορισμό ζητεί το αιτούν δικαστήριο–, προκειμένου να επιτραπεί παρέκκλιση από την αρχή του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Κατά την άποψή μου, το στοιχείο το οποίο λείπει εδώ, προκειμένου να απαντηθεί το πρώτο προδικαστικό ερώτημα με τη διατύπωση του αιτούντος δικαστηρίου, είναι η σοβαρότητα της επίμαχης επεμβάσεως, παράγοντας ο οποίος, αν συνέτρεχε, θα καθιστούσε αναγκαία μια ενισχυμένη δικαιολογία.
80. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, στην υπόθεση Digital Rights, το Δικαστήριο τόνισε την ευρεία έκταση και την ιδιαίτερη σοβαρότητα της επεμβάσεως που συνεπαγόταν η επίμαχη νομοθεσία, διευκρινίζοντας ιδίως ότι «η οδηγία 2006/24 καλύπτει εν γένει κάθε πρόσωπο και κάθε μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς και το σύνολο των δεδομένων κινήσεως άνευ ουδεμιάς διαφοροποιήσεως, περιορισμού ή εξαιρέσεως σε σχέση προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως των σοβαρών παραβάσεων» (93).
81. Ομοίως, στην απόφαση Tele2, το Δικαστήριο έκρινε ότι «αντιβαίνει προς [το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58] εθνική ρύθμιση η οποία, προς τον σκοπό καταπολεμήσεως του εγκλήματος, προβλέπει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών αφορώσα όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας» (94). Στην εν λόγω απόφαση γίνεται επίσης συσχέτιση μεταξύ, αφενός, της διαπιστωθείσας ιδιαίτερης «σοβαρότητας της επεμβάσεως» και, αφετέρου, της αναγκαιότητας δικαιολογήσεως μιας προσβολής τέτοιας εκτάσεως, όσον αφορά τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, με την επίκληση λόγου γενικού συμφέροντος τόσο σημαντικού όπως είναι αυτός της «καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος» (95).
82. Αυτή η συσχέτιση της διαπιστωθείσας σοβαρότητας της επεμβάσεως με τη σοβαρότητα του λόγου που τη δικαιολογεί πραγματοποιήθηκε τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας (96). Επιπλέον, φρονώ ότι, στη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ (97), το ΕΔΔΑ πραγματοποίησε αντίστοιχη συσχέτιση με αυτήν που, κατά την άποψή μου, προκύπτει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2.
83. Πάντως, όπως προεκτέθηκε (98) και όπως επισήμαναν ειδικότερα η Γαλλική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου και η Επιτροπή, η φύση της επίμαχης στην υπόθεση της κύριας δίκης επεμβάσεως διαφέρει, από αρκετές απόψεις, από εκείνες που το Δικαστήριο είχε κατά νου στις δύο προηγούμενες αποφάσεις του. Επομένως, η συμφωνία προς το δίκαιο της Ένωσης μέτρου όπως το επίμαχο εν προκειμένω πρέπει να εξεταστεί με διαφορετικό τρόπο.
84. Εδώ, δεν πρόκειται για μέτρο σχετικό με υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και θέσεως οποιουδήποτε συνδρομητή ή εγγεγραμμένου χρήστη, η οποία αφορά όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πρόκειται για στοχευμένο μέτρο το οποίο αποσκοπεί στη δυνατότητα παροχής, σε αρμόδιες αρχές και για τους σκοπούς ποινικής έρευνας, προσβάσεως σε δεδομένα που κατέχουν για εμπορικούς σκοπούς πάροχοι υπηρεσιών, και το οποίο αφορά μόνο την ταυτότητα (ονοματεπώνυμο και ενδεχομένως διεύθυνση) περιορισμένης κατηγορίας συνδρομητών ή χρηστών συγκεκριμένου μέσου επικοινωνίας, ήτοι αυτών των οποίων ο τηλεφωνικός αριθμός ενεργοποιήθηκε από το κινητό τηλέφωνο του οποίου η κλοπή αποτελεί αντικείμενο της έρευνας, και τούτο κατά τη διάρκεια περιορισμένης περιόδου δώδεκα ημερών (99).
85. Επιπλέον, οι δυνητικά επιζήμιες συνέπειες, για τα πρόσωπα τα οποία αφορά το επίμαχο αίτημα προσβάσεως είναι μετριασμένες και περιορισμένες εντός συγκεκριμένου πλαισίου. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι προορίζονται να χρησιμοποιηθούν στο ιδιαίτερο πλαίσιο μέτρου έρευνας, τα ζητούμενα δεδομένα δεν προορίζονται να δημοσιοποιηθούν στο ευρύ κοινό (100). Εξάλλου, η δυνατότητα προσβάσεως που παρέχεται στις αστυνομικές αρχές πλαισιώνεται από δικονομικές εγγυήσεις βάσει του ισπανικού δικαίου, δεδομένου ότι συνεπάγεται δικαστικό έλεγχο, ο οποίος, άλλωστε, είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη του αιτήματος της αστυνομίας στην υπόθεση της κύριας δίκης.
86. Κατά την άποψή μου, η επέμβαση στα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η παροχή των εν λόγω δεδομένων ταυτότητας δεν έχει ιδιαίτερα σοβαρό χαρακτήρα (101), καθόσον δεδομένα τέτοιας φύσεως και τόσο περιορισμένης εκτάσεως δεν καθιστούν, αφ’ εαυτών, δυνατή την εξασφάλιση διάφορων και/ή συγκεκριμένων πληροφοριών σχετικά με τους ενδιαφερόμενους (102) και, επομένως, δεν θίγουν άμεσα και έντονα την ιδιωτική σφαίρα υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις (103).
87. Επομένως, όπως η Επιτροπή, εκτιμώ ότι, προκειμένου να παρασχεθούν στο αιτούν δικαστήριο χρήσιμες πληροφορίες για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να αναδιατυπωθεί ούτως ώστε η απάντηση του Δικαστηρίου να επικεντρωθεί στην ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 ως προς περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση, ήτοι την ύπαρξη επεμβάσεως στα προαναφερθέντα θεμελιώδη δικαιώματα, η οποία στερείται ιδιαίτερης σοβαρότητας και βασίζεται στην καταπολέμηση ενός είδους ποινικών αδικημάτων των οποίων ο σοβαρός χαρακτήρας αμφισβητείται.
88. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, δεδομένου ότι οι σκοποί που μπορούν να δικαιολογήσουν εθνική νομοθεσία εισάγουσα παρέκκλιση από την αρχή του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών απαριθμούνται εξαντλητικά στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, η πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα πρέπει να ανταποκρίνεται πραγματικά σε κάποιον από τους εν λόγω σκοπούς και μόνον (104). Σε αυτούς περιλαμβάνεται ο γενικού συμφέροντος σκοπός που αφορά «την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων» (105), χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση όσον αφορά τον χαρακτήρα τους.
89. Από τη χρησιμοποιηθείσα διατύπωση συνάγεται ότι δεν είναι επιβεβλημένο τα ποινικά αδικήματα που δικαιολογούν το επίμαχο περιοριστικό μέτρο βάσει του εν λόγω άρθρου 15, παράγραφος 1, να μπορούν να χαρακτηριστούν ως «σοβαρά» κατά την έννοια της νομολογίας που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2. Κατά την άποψή μου, μόνον όταν η επέμβαση είναι ιδιαίτερης σοβαρότητας, όπως στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις αυτές, πρέπει τα ποινικά αδικήματα που μπορούν να δικαιολογήσουν μια τέτοια επέμβαση να είναι τα ίδια ιδιαίτερης σοβαρότητας. Αντιθέτως, στην περίπτωση μη σοβαρής επεμβάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η βασική αρχή που απορρέει από το γράμμα της διατάξεως αυτής, ήτοι ότι κάθε είδος «ποινικού αδικήματος» μπορεί να δικαιολογήσει μια τέτοια επέμβαση.
90. Κατά την άποψή μου, δεν πρέπει να υιοθετηθεί υπερβολικά ευρεία αντίληψη των απαιτήσεων που το Δικαστήριο έθεσε με τις δύο ως άνω αποφάσεις, ώστε να μην εμποδιστεί, εν πάση περιπτώσει σε υπέρμετρο βαθμό, η δυνατότητα των κρατών μελών να παρεκκλίνουν από το καθεστώς που θεσπίζει η οδηγία 2002/58, την οποία αναγνωρίζει το άρθρο της 15, παράγραφος 1, στις περιπτώσεις όπου οι επίμαχες παρεμβάσεις στην ιδιωτική ζωή έχουν, αφενός, θεμιτό σκοπό και, αφετέρου, περιορισμένη έκταση, όπως αυτές που ενδέχεται να προκύψουν εν προκειμένω από το αίτημα της υπηρεσίας δικαστικής αστυνομίας. Πιο συγκεκριμένα, φρονώ ότι δεν αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης η πρόσβαση αρμόδιων αρχών σε δεδομένα ταυτοποιήσεως, τα οποία κατέχουν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και τα οποία καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό των φερόμενων δραστών ποινικού αδικήματος μη σοβαρού χαρακτήρα.
91. Ως εκ τούτου, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, όπως αναδιατυπώθηκε, ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι μέτρο που επιτρέπει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποκτήσουν πρόσβαση, για σκοπούς καταπολεμήσεως ποινικών αδικημάτων, στα δεδομένα ταυτοποιήσεως των χρηστών τηλεφωνικών αριθμών που ενεργοποιούνται από συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, συνεπάγεται επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνουν η εν λόγω οδηγία και ο Χάρτης, της οποίας ο βαθμός σοβαρότητας δεν είναι επαρκής ώστε η εν λόγω πρόσβαση να πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο για τις περιπτώσεις στις οποίες το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα έχει σοβαρό χαρακτήρα.
92. Λαμβανομένης υπόψη της ως άνω προτεινόμενης απαντήσεως, το σύνολο των παρατηρήσεων που ακολουθούν εκτίθεται μόνον επικουρικώς, για λόγους πληρότητας.
2. Επί του ενδεχόμενου καθορισμού των λυσιτελών κριτηρίων για τη διαπίστωση της επαρκούς σοβαρότητας ποινικού αδικήματος
93. Στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι, αντιθέτως προς αυτό που προτείνω, πρέπει, ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, να καθοριστεί στην υπό κρίση υπόθεση η έννοια του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» κατά τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2 (106), θα πρέπει επίσης να εξεταστεί, πρώτον, αν ο χαρακτηρισμός αυτός συνιστά όντως αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, την οποία, επομένως, στο Δικαστήριο εναπόκειται να ορίσει. Πάντως, όπως πρότεινε η Γαλλική Κυβέρνηση σε απάντηση στο κύριο προδικαστικό ερώτημα, για τους λόγους που ακολουθούν εκτιμώ ότι δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση.
94. Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η οδηγία 2006/24, από την οποία προέρχεται η χρήση της έννοιας του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» (107), δεν περιείχε ορισμό της έννοιας αυτής, αλλά παρέπεμπε συναφώς στις έννομες τάξεις των κρατών μελών (108). Επιπλέον, εκτιμώ ότι δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι οι σχετικές παρατηρήσεις στις αποφάσεις Digital Rights και Tele2 αποσκοπούν στην εναρμόνιση των ισχυόντων στα κράτη μέλη κανόνων δικαίου που αφορούν το περιεχόμενο της έννοιας αυτής.
95. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η ποινική νομοθεσία και οι κανόνες ποινικής δικονομίας εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των κρατών μελών, έστω και αν η έννομη τάξη τους μπορεί παρ’ όλα αυτά να επηρεάζεται από τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης που θεσπίζονται στον εν λόγω τομέα (109). Βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η Ένωση μπορεί να εκδώσει οδηγίες για τη θέσπιση ελάχιστων κανόνων σχετικών με τον ορισμό των ποινικών αδικημάτων και των κυρώσεων στον οικείο τομέα, μόνον όταν η προσέγγιση του ποινικού δικαίου των κρατών μελών είναι αναγκαία για την εξασφάλιση της αποτελεσματικής εφαρμογής πολιτικής της Ένωσης σε τομέα στον οποίο εφαρμόζονται μέτρα εναρμονίσεως. Πάντως, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, δεν υφίσταται διάταξη γενικής ισχύος παρέχουσα εναρμονισμένο ορισμό της έννοιας του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» (110).
96. Εκτιμώ ότι η εξουσία καθορισμού του τι συνιστά «σοβαρό ποινικό αδίκημα» ανήκει, κατ’ αρχήν, στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών. Εντούτοις, με τις προδικαστικές παραπομπές των δικαστηρίων των κρατών μελών, το Δικαστήριο έχει επιφορτιστεί να μεριμνά για την τήρηση όλων των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ιδίως δε τη διασφάλιση της συνεκτικής εφαρμογής της προστασίας που παρέχεται από τις διατάξεις του Χάρτη.
97. Επισημαίνεται ότι ο επίμαχος νομικός χαρακτηρισμός μπορεί όχι μόνο να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο, ανάλογα με τις παραδόσεις που εφαρμόζει και τις προτεραιότητες που καθορίζει κάθε ένα από αυτά, αλλά και να μεταβάλλεται διαχρονικά, ανάλογα με τους προσανατολισμούς της πολιτικής στον τομέα του ποινικού δικαίου, και να καθίσταται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρός, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψη η εξέλιξη της εγκληματικότητας (111) καθώς και, γενικότερα, οι αλλαγές στην κοινωνία και στις υφιστάμενες ανάγκες, ιδίως όσον αφορά την καταστολή του εγκλήματος, σε εθνικό επίπεδο.
98. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, δεδομένου ότι υφίστανται σημαντικές διαφορές μεταξύ του εύρους των κυρώσεων που ισχύουν παραδοσιακά στα διάφορα κράτη μέλη (112), η σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος δεν συνδέεται μόνο με τη βαρύτητα της σχετικής ποινής. Το αν ένα ποινικό αδίκημα έχει σοβαρό χαρακτήρα είναι πολύ σχετικό, υπό την έννοια ότι εξαρτάται από την κλίμακα των κυρώσεων που ισχύουν γενικά στο οικείο κράτος μέλος. Επομένως, το γεγονός ότι κράτος μέλος προβλέπει βραχεία ποινή φυλακίσεως, ή ακόμη εναλλακτική της φυλακίσεως ποινή, ουδόλως προδικάζει την εγγενή σοβαρότητα του συγκεκριμένου είδους ποινικού αδικήματος (113).
99. Κατά την άποψή μου, οι ιδιαιτερότητες του συστήματος του ποινικού δικαίου κάθε κράτους μέλους πρέπει να γίνονται σεβαστές, στο μέτρο που το δίκαιο της Ένωσης δεν καθορίζει για αυτά αυστηρώς δεσμευτικές υποχρεώσεις, κατ’ αναλογία προς την κρίση του Δικαστηρίου όσον αφορά τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας (114), έννοια η οποία εκτιμώ ότι είναι παραπλήσια αυτής της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος, λαμβανομένου υπόψη ιδίως του γράμματος του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58.
100. Κατά συνέπεια, εκτιμώ, επικουρικώς, ότι η έννοια του «σοβαρού ποινικού αδικήματος», κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2, δεν συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, της οποίας το περιεχόμενο πρέπει να οριστεί από το Δικαστήριο, μολονότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 παρέκκλιση πρέπει να εφαρμόζεται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στον Χάρτη, και τούτο υπό τον έλεγχο του Δικαστηρίου.
101. Ως προς το τελευταίο σημείο, επισημαίνεται ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, ιδίως, ότι το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, στο μέτρο που επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν το περιεχόμενο ορισμένων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται στην εν λόγω οδηγία, πρέπει να ερμηνεύεται στενά και, επομένως, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί κανόνας η παρέκκλιση από τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις που αποτελούν ζητήματα αρχής (115). Επομένως, τα κράτη μέλη δεν πρέπει να ερμηνεύουν με υπερβολικά ευρύ τρόπο το περιεχόμενο της έννοιας του «σοβαρού ποινικού εγκλήματος».
102. Δεύτερον, και όλως επικουρικώς, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει ότι η εν λόγω έννοια είναι αυτοτελής, θα πρέπει να απαντήσει στο ερώτημα όπως διατυπώθηκε από το αιτούν δικαστήριο και, επομένως, να αποφανθεί επί του καθορισμού των κριτηρίων που καθιστούν δυνατό να εκτιμηθεί, σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης, αν ποινικό αδίκημα έχει αρκούντως σοβαρό χαρακτήρα ώστε να δικαιολογείται προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη.
103. Ειδικότερα, το Δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει αν, για τη διαπίστωση της υπάρξεως «σοβαρού ποινικού αδικήματος» κατά την εν λόγω νομολογία, αρκεί να ληφθεί υπόψη η προβλεπόμενη για το φερόμενο ποινικό αδίκημα ποινή ή αν πρέπει, επιπλέον, να είναι η παραβατική συμπεριφορά ιδιαιτέρως επιζήμια για ατομικά και/ή συλλογικά έννομα αγαθά. Συναφώς, εκτιμώ, όπως η Δανική, η Ισπανική, η Γαλλική, η Ουγγρική, η Αυστριακή, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι θα πρέπει να επιλεγεί όχι το πρώτο σκέλος της ως άνω διαζεύξεως αλλά κατ’ ουσίαν το δεύτερο σκέλος της, ώστε να προτιμηθεί ορισμός βασισμένος σε πολλαπλότητα κριτηρίων εκτιμήσεως (116).
104. Όσον αφορά τη σοβαρότητα του ποινικού αδικήματος η οποία μπορεί να δικαιολογήσει την πρόσβαση στα δεδομένα, εκτιμώ ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής της αναλογικότητας, θα είναι αδύνατον να καθοριστεί η σοβαρότητα των προσαπτόμενων πράξεων λαμβανομένης υπόψη μόνο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί. Συγκεκριμένα, δεδομένων των αξιοσημείωτων διαφορών που εξακολουθούν να υφίστανται μεταξύ των κατασταλτικών συστημάτων των κρατών μελών, εκτιμώ ότι η απειλούμενη κύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αφ’ εαυτής αντικατοπτρίζει την ιδιαίτερη σοβαρότητα ενός ποινικού αδικήματος, από την ποιοτική άποψη του είδους της ποινής και/ή από την ποσοτική άποψη του ύψους της ποινής.
105. Ακόμη και αν η ποινή είναι σημαντική, πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη συναφώς, σε κάθε επιμέρους περίπτωση, και άλλοι αντικειμενικοί παράγοντες. Πρόκειται, ειδικότερα, αφενός, για το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το φερόμενο ποινικό αδίκημα –υπό την έννοια ότι η παραβατική συμπεριφορά έχει χαρακτήρα εκ προθέσεως, περιβάλλεται από επιβαρυντικές περιστάσεις, έλαβε χώρα σε κατάσταση υποτροπής– και, αφετέρου, για τη σημασία των συμφερόντων της κοινωνίας τα οποία ενδέχεται να προσέβαλε ο δράστης του ποινικού αδικήματος, καθώς και για τη φύση και/ή την έκταση των ζημιών που ενδέχεται να υπέστη το θύμα του ποινικού αδικήματος (117) και, τέλος, για την κλίμακα των ποινών που ισχύουν, γενικά, στο οικείο κράτος μέλος (118). Κατά την άποψή μου, βάσει αυτής της ομάδας εναλλακτικών και μη εξαντλητικών κριτηρίων εκτιμήσεως ένα ποινικό αδίκημα θα πρέπει ενδεχομένως να χαρακτηριστεί ως «σοβαρό» κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας του Δικαστηρίου.
106. Επιπλέον, αυτή η προτεινόμενη ερμηνεία συνάδει με την προσέγγιση που φρονώ ότι εφάρμοσε το ΕΔΔΑ στη νομολογία του σχετικά με την «πρόληψη ποινικών αδικημάτων», ως σκοπό που μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση στο δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, με την επιφύλαξη της τηρήσεως επίσης άλλων προϋποθέσεων (119). Κατά την άποψή μου, από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι η καταπολέμηση ορισμένων κατηγοριών ποινικών αδικημάτων βασίμως δύναται να προβληθεί στο πλαίσιο αυτό από τα συμβαλλόμενα στην ΕΣΔΑ κράτη (120), όσον αφορά όχι μόνο την απειλούμενη ποινή, αλλά και τους διάφορους παράγοντες αξιολογήσεως, συμπεριλαμβανομένων, πρωτίστως, της φύσεως των ποινικών αδικημάτων καθώς και των δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων τα οποία αυτά θίγουν (121).
107. Κατά συνέπεια, εκτιμώ ότι, αν το Δικαστήριο κρίνει ότι η έννοια του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» κατά τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2 συνιστά αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης, αυτή θα πρέπει να ερμηνευθεί κατά τέτοιον τρόπο ώστε ο σοβαρός χαρακτήρας ποινικού αδικήματος, ο οποίος βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 μπορεί να δικαιολογήσει την πρόσβαση των αρμόδιων εθνικών αρχών σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, να πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όχι μόνο της ποινής που μπορεί να επιβληθεί, αλλά και ενός συνόλου άλλων αντικειμενικών κριτηρίων εκτιμήσεως, όπως τα προαναφερθέντα.
4. Επί του επικουρικού ορισμού του ελάχιστου απαιτούμενου επιπέδου ποινής για τη διαπίστωση της επαρκούς σοβαρότητας ενός ποινικού αδικήματος η οποία δικαιολογεί επέμβαση στα συγκεκριμένα θεμελιώδη δικαιώματα (δεύτερο προδικαστικό ερώτημα)
108. Με το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Δικαστήριο, αφενός, να προσδιορίσει το ελάχιστο επίπεδο της απειλούμενης ποινής ώστε ένα ποινικό αδίκημα να μπορεί να χαρακτηριστεί «σοβαρό» κατά τη νομολογία που απορρέει από τις αποφάσεις Digital Rights και Tele2 και, αφετέρου, να κρίνει αν ένα κατώτατο όριο τριών ετών φυλακίσεως, όπως το προβλεπόμενο στον ισπανικό κώδικα ποινικής δικονομίας μετά τη μεταρρύθμιση του 2015 (122), ικανοποιεί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης.
109. Τα ζητήματα αυτά τίθενται μόνον επικουρικώς, για την περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει, με την απάντησή του στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, ότι ο σοβαρός χαρακτήρας ενός ποινικού αδικήματος, παράγοντας ο οποίος μπορεί να δικαιολογήσει επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα δυνάμει της εν λόγω νομολογίας, πρέπει να καθοριστεί λαμβανομένου υπόψη μόνον του ύψους της στερητικής της ελευθερίας ποινής που μπορεί να επιβληθεί.
110. Κατά την άποψή μου, λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως που προτείνω να δοθεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση του Δικαστηρίου στο δεύτερο ερώτημα. Εντούτοις, για λόγους πληρότητας θα εκθέσω τις σκέψεις μου επί του ζητήματος αυτού.
111. Όσον αφορά το πρώτο σκέλοςτου δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, εκτιμώ, όπως ειδικά η Τσεχική και η Εσθονική Κυβέρνηση, ότι το επίπεδο της απειλούμενης ποινής το οποίο αφ’ εαυτού θα καθιστούσε δυνατό τον χαρακτηρισμό ενός ποινικού αδικήματος ως «σοβαρού», δεν μπορεί να καθοριστεί ομοιόμορφα για ολόκληρο το έδαφος της Ένωσης, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που προεκτέθηκαν όσον αφορά το πρώτο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου (123).
112. Εξάλλου, αυτή η ποικιλομορφία σχετικά με ορισμό της έννοιας του «σοβαρού ποινικού αδικήματος», ιδίως όσον αφορά το όριο ποινής πέραν του οποίου λαμβάνεται ο χαρακτηρισμός αυτός, παρατηρείται επίσης στις πράξεις του δικαίου της Ένωσης. Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι πράξεις της Ένωσης εκδοθείσες βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προβλέπουν ποινές φυλακίσεως οι οποίες ορίζονται σε διαφορετικά επίπεδα για ποινικά αδικήματα τα οποία παρά ταύτα θεωρείται ότι εμπίπτουν στην «ιδιαίτερα σοβαρή εγκληματικότητα» (124), όπως τούτο απορρέει, ενδεικτικά, από το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/92/ΕΕ (125) και από το άρθρο 15 της οδηγίας (ΕΕ) 2017/541 (126), πράξεις οι οποίες αφορούν, αντιστοίχως, την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποιήσεως παιδιών και την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Επομένως, ο ίδιος ο νομοθέτης της Ένωσης δεν επέλεξε ομοιόμορφο ορισμό της έννοιας του «σοβαρού ποινικού αδικήματος» όσον αφορά το συγκεκριμένο ύψος της απειλούμενης ποινής.
113. Υπενθυμίζεται ότι η ελευθερία που διαθέτουν τα κράτη μέλη να αποφασίζουν το ελάχιστο απαιτούμενο επίπεδο ποινής ώστε ποινικά αδικήματα να χαρακτηρίζονται ως «σοβαρά» πλαισιώνεται από τους κανόνες που περιέχονται στις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στον σχετικό τομέα, αλλά και από την αρχή δυνάμει της οποίας η εξαίρεση δεν μπορεί να αποκτήσει τόσο ευρεία έκταση ώστε να καταστεί εκ των πραγμάτων γενικός κανόνας (127).
114. Εν προκειμένω, ακόμη και αν κάθε κράτος μέλος έχει τη δυνατότητα να εκτιμά το κατάλληλο όριο ποινής για τον χαρακτηρισμό ενός ποινικού αδικήματος ως σοβαρού, οφείλει εντούτοις να μην καθορίζει το όριο αυτό σε επίπεδο τόσο χαμηλό, σε σχέση με το σύνηθες επίπεδο των ποινών που ισχύουν στο εν λόγω κράτος (128), ώστε οι εξαιρέσεις από την απαγόρευση αποθηκεύσεως και εκμεταλλεύσεως των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που προβλέπονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, να μετατραπούν σε αρχές, όπως ορθώς επισήμανε η Ιρλανδική Κυβέρνηση.
115. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι επεμβάσεις στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, τις οποίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν τα κράτη μέλη δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, τελούν πάντοτε υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των γενικών απαιτήσεων που απορρέουν από την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή διατυπώνεται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (129).
116. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλοςτου δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος, η Εσθονική Κυβέρνηση και η Επιτροπή επισημαίνουν, αφενός, ότι όριο βασισμένο αποκλειστικά σε ποινή τουλάχιστον τριών ετών φυλακίσεως φαίνεται, θεωρητικά, να είναι επαρκές για τον χαρακτηρισμό ενός ποινικού αδικήματος ως «σοβαρού», κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που αφορά την πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα η οποία απορρέει από την απόφαση Digital Rights, και, αφετέρου, ότι ένα τέτοιο όριο δεν είναι προδήλως ασύμβατο με το δίκαιο της Ένωσης, εν γένει (130), και με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ειδικότερα.
117. Κατά την άποψή μου, θα ήταν, πάντως, ευκταίο να μην ταχθεί το Δικαστήριο υπέρ συγκεκριμένου ύψους απειλούμενης ποινής, δεδομένου ότι ύψος ποινής το οποίο είναι κατάλληλο για ορισμένα κράτη μέλη δεν θα είναι κατ’ ανάγκη κατάλληλο για άλλα, και αυτό που ισχύει επί του παρόντος για ένα είδος αδικημάτων δεν θα ισχύει κατ’ ανάγκη αμετάκλητα στο μέλλον, όπως προεκτέθηκε (131). Δεδομένου ότι ο καθορισμός του επίμαχου ορίου απαιτεί πολύπλοκη και δυνητικά εξελικτική αξιολόγηση, εκτιμώ ότι επιβάλλεται η επίδειξη συνέσεως ως προς το ζήτημα αυτό και ότι κάτι τέτοιο πρέπει να αφεθεί στην εκτίμηση του νομοθέτη της Ένωσης, στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων που αναγνωρίζονται σε αυτήν, ή στην εκτίμηση του νομοθέτη κάθε κράτους μέλους, εντός των ορίων των απαιτήσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης.
118. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο κάνει λόγο για κίνδυνο εναλλαγής μεταξύ του γενικού κανόνα και των παρεκκλίσεων που προβλέπονται στην οδηγία 2002/58, κίνδυνο ο οποίος προεκτέθηκε (132), διευκρινίζοντας ότι «[τ]ο εν λόγω κριτήριο που αναφέρεται στην ποινή, ότι δηλαδή στις προβλεπόμενες ποινές περιλαμβάνεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον τριών ετών [το οποίο θέσπισε ο Ισπανός νομοθέτης το 2015 (133)] καλύπτει τη μεγάλη πλειονότητα των ποινικών αδικημάτων». Με άλλα λόγια, κατά το αιτούν δικαστήριο, ο τωρινός κατάλογος των ποινικών αδικημάτων που μπορούν να δικαιολογήσουν, στην Ισπανία, περιορισμούς των δικαιωμάτων που προστατεύονται δυνάμει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, ο οποίος θεσπίστηκε με τη μεταρρύθμιση του κώδικα ποινικής δικονομίας, θα οδηγούσε, στην πράξη, στην καταχώριση στον εν λόγω κατάλογο του μεγαλύτερου μέρους των αδικημάτων που προβλέπονται στον ποινικό κώδικα.
119. Πάντως, αν υποτεθεί ότι το Δικαστήριο θεωρήσει σοβαρή την επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης επέμβαση και αν υποτεθεί ότι επαληθευθεί το αποτέλεσμα που αναφέρθηκε από το αιτούν δικαστήριο, εκτιμώ ότι αυτό δεν θα συνάδει με την υποχρέωση αναλογικότητας στην οποία υπόκεινται τέτοιοι περιορισμοί (134). Κατά την άποψή μου, αυτό ισχύει ανεξάρτητα από την ύπαρξη δικαστικού ελέγχου, τον οποίο επικαλέστηκε η Ισπανική Κυβέρνηση, δεδομένου ότι η άσκηση του ελέγχου αυτού καθιστά δυνατή μόνο την παρεμπόδιση της εφαρμογής μέτρων τα οποία, κατά περίπτωση, κρίνονται αυθαίρετα ή υπερβολικώς παρεμβατικά, και όχι τη γενικευμένη παύση της χρήσεως τέτοιων μέτρων και της αναπτύξεώς τους.
120. Τέλος, επισημαίνεται ότι η προτεινόμενη στο σύνολο της παρούσας ενότητας προσέγγιση συνάδει, κατά την άποψή μου, με εκείνη που το ΕΔΔΑ εφάρμοσε στη νομολογία του σχετικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Ασφαλώς, όπως επισημαίνουν η Ιρλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή, το ΕΔΔΑ έκρινε αρκούντως σαφείς τις εθνικές νομοθεσίες που καθορίζουν τα «σοβαρά» ποινικά αδικήματα, τα οποία μπορούν να δικαιολογήσουν επέμβαση στην ιδιωτική ζωή, με παραπομπή σε απειλούμενη ποινή ίση ή ανώτερη των τριών ετών φυλακίσεως (135). Εντούτοις, εκτιμώ ότι δεν κατέστησε το συγκεκριμένο ύψος ποινής απόλυτο κριτήριο για τους σκοπούς του ορισμού αυτού, δεδομένου ότι η νομολογία του φαίνεται επικεντρωμένη στην απαίτηση επαρκούς προβλεψιμότητας και σαφήνειας για τους πολίτες σχετικά όχι τόσο με την απειλούμενη ποινή, αλλά και με τη φύση των αδικημάτων που καθιστούν δυνατή μια τέτοια επέμβαση (136). Εξάλλου, μολονότι αναγνωρίζει στα κράτη κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την ύπαρξη και την έκταση της αναγκαιότητας μιας τέτοιας επεμβάσεως, το ΕΔΔΑ υποβάλλει εντούτοις το συγκεκριμένο περιθώριο εκτιμήσεως σε έλεγχο σε ευρωπαϊκό επίπεδο (137). Ειδικότερα, αποσκοπεί στην πρόληψη κινδύνων καταχρήσεως λόγω νομοθεσιών που παραπέμπουν σε τόσο ευρύ φάσμα ποινικών αδικημάτων ώστε να έχουν ως αποτέλεσμα τα περισσότερα ποινικά αδικήματα να μπορούν να δικαιολογήσουν παρεμβατικά μέτρα (138).
121. Εν κατακλείδι, εκτιμώ ότι, στην περίπτωση που το Δικαστήριο κρίνει –αντιθέτως προς αυτό που προτείνω– ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον η απειλούμενη ποινή για τον χαρακτηρισμό ενός ποινικού αδικήματος ως «σοβαρού» κατά τη νομολογία που απορρέει από την απόφαση Digital Rights, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα θα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν το ελάχιστο επίπεδο της σχετικής για τον σκοπό αυτόν ποινής, εφόσον συμμορφώνονται προς τις απαιτήσεις που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης και ιδίως εκείνες κατά τις οποίες οι επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη πρέπει να παραμένουν εξαιρέσεις και να τηρούν την αρχή της αναλογικότητας.
V. Πρόταση
122. Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Audiencia Provincial de Tarragona (επαρχιακού δικαστηρίου Tarragona, Ισπανία) ως εξής:
Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγίας για την προστασία ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σε συνδυασμό με τα άρθρα 7 και 8 καθώς και με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι μέτρο που επιτρέπει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να αποκτήσουν πρόσβαση, για σκοπούς καταπολεμήσεως ποινικών αδικημάτων, στα δεδομένα ταυτοποιήσεως των χρηστών των τηλεφωνικών αριθμών που ενεργοποιούνται από συγκεκριμένο κινητό τηλέφωνο και για περιορισμένο χρονικό διάστημα, υπό περιστάσεις όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, συνεπάγεται επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνουν η εν λόγω οδηγία και ο Χάρτης, της οποίας ο βαθμός σοβαρότητας δεν είναι επαρκής ώστε η εν λόγω πρόσβαση να πρέπει να επιφυλάσσεται μόνο για τις περιπτώσεις στις οποίες το συγκεκριμένο ποινικό αδίκημα έχει σοβαρό χαρακτήρα.