Language of document : ECLI:EU:F:2013:21

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)


της 26ης Φεβρουαρίου 2013


Υπόθεση F‑124/10


Βασιλική Λαμπίρη

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Καθήκον αρωγής – Άρθρο 12α του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση – Διοικητική έρευνα»

Αντικείμενο:      Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ δυνάμει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία η Β. Λαμπίρη ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της 18ης Ιανουαρίου 2010 του Γενικού Γραμματέα της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) να μη γίνει δεκτή καμία κατηγορία σε βάρος του προϊσταμένου μονάδος της Β. Λαμπίρη και να μη δοθεί συνέχεια στη διαδικασία διοικητικής έρευνας που κινήθηκε από κοινού από την ΕΟΚΕ και την Επιτροπή των Περιφερειών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν της καταγγελίας της για ηθική παρενόχληση.

Απόφαση: Η απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2010 ακυρώνεται. Η ΕΟΚΕ φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας.



Περίληψη

1.      Υπαλληλικές προσφυγές — Βλαπτική πράξη — Έννοια — Απόφαση να μη δοθεί συνέχεια σε διαδικασία διοικητικής έρευνας που κινήθηκε από κοινού από δύο διαφορετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατόπιν καταγγελίας για ηθική παρενόχληση — Απόφαση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής που δεν έχει αρμοδιότητα για τον προσφεύγοντα — Εμπίπτει

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· παράρτημα IX)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές — Έννομο συμφέρον — Προσφυγή υπαλλήλου που φέρεται να υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως κατά της απορρίψεως περί απορρίψεως αιτήσεως αρωγής — Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 91)

3.      Υπάλληλοι — Ηθική παρενόχληση — Έννοια — Συμπεριφορά αποσκοπούσα στην απαξίωση του ενδιαφερομένου ή στην υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του — Απαιτείται επαναληπτικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς — Απαιτείται η συμπεριφορά να επιδεικνύεται εκ προθέσεως — Περιεχόμενο — Δεν απαιτείται κακόβουλη πρόθεση του παρενοχλούντος

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 3)

1.      Αποτελούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα που παράγουν υποχρεωτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν απευθείας και αμέσως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος μεταβάλλοντας κατά χαρακτηριστικό τρόπο τη νομική κατάσταση αυτού. Στην περίπτωση διαδικασίας διοικητικής έρευνας που κινήθηκε από κοινού από δύο διαφορετικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατόπιν καταγγελίας για ηθική παρενόχληση, η απόφαση να μη δοθεί συνέχεια στην εν λόγω διαδικασία που έλαβε η αρμόδια για τους διορισμούς αρχής (ΑΔΑ) του οργάνου στο οποίο υπηρετεί το πρόσωπο που φέρεται ότι παρενοχλεί, η οποία δεν έχει αρμοδιότητα για τον προσφεύγοντα όσον αφορά το πρόσωπό του και ιδίως τις καταστάσεις παρενοχλήσεως, συνιστά βλαπτική πράξη για τον προσφεύγοντα.

Πράγματι, από το άρθρο 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ προκύπτει ότι αρμόδια να αποφανθεί για ενδεχόμενες πειθαρχικές διώξεις η ΑΔΑ είναι αυτή του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, δηλαδή εκείνου τον οποίο αφορά η έκθεση έρευνας, και όχι εκείνη του προσφεύγοντος.

Εξάλλου, οι ΑΔΑ δύο διαφορετικών οργάνων της Ένωσης μπορούν να κινήσουν και να διεξαγάγουν από κοινού διοικητική έρευνα όπως αυτή που προβλέπεται στο παράρτημα ΙΧ του ΚΥΚ. Από τη στιγμή που οι εν λόγω δύο αρχές δεν εκδίδουν κοινή τελική απόφαση αλλά η καθεμία αυτοτελή και διακριτή απόφαση, ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος, που υπηρετεί στα δύο όργανα, πρέπει να υποβάλει τη διοικητική του ένσταση στην ΑΔΑ που κοινοποίησε πρώτη την βλαπτική πράξη στον υπάλληλο που φέρεται ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως και, ενδεχομένως, να ασκήσει ενώπιον του ΔΔΔ προσφυγή κατά του οργάνου της εν λόγω ΑΔΑ.

(βλ. σκέψεις 42 και 51 έως 53)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 21 Ιανουαρίου 1987, 204/85, Στρογγύλη κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, σκέψη 6

ΔΔΔΕΕ: 13 Δεκεμβρίου 2006, F‑47/06, Aimi κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 58· 29 Νοεμβρίου 2007, F‑52/06, Pimlott κατά Ευρωπόλ, σκέψη 48

2.      Η ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο προσφυγή ακυρώσεως είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που ο προσφεύγων αντλεί συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Ένα τέτοιο συμφέρον προϋποθέτει ότι η ακύρωση της πράξεως είναι ικανή αφ’ εαυτής να έχει έννομες συνέπειες ή, κατ’ άλλη διατύπωση, ότι η προσφυγή είναι ικανή, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε.

Όσον αφορά ένα τόσο σημαντικό ζήτημα όπως η ηθική παρενόχληση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υπάλληλος ή μέλος του λοιπού προσωπικού που υποστηρίζει ότι υπήρξε θύμα τέτοιας παρενοχλήσεως και βάλλει δικαστικώς κατά της αποφάσεως του θεσμικού οργάνου να μην εξετάσει κατ’ ουσίαν αίτηση αρωγής, εξέταση που απαιτείται προκειμένου αυτό να αποφασίσει την κίνηση έρευνας ή τη λήψη άλλου κατάλληλου μέτρου, διατηρεί, κατ’ αρχήν, το έννομο συμφέρον που απαιτείται από τη νομολογία ως προϋπόθεση του παραδεκτού προσφυγής. Αυτό ισχύει και στην περίπτωση που η προσβαλλόμενη απόφαση δεν δικαίωσε τον υπάλληλο που παραπονέθηκε για παρενόχληση.

(βλ. σκέψεις 56 και 57)


Παραπομπή:

ΔΕΕ: 24 Ιουνίου 1986, 53/85, AKZO Chemie και AZKO Chemie UK κατά Επιτροπής, σκέψη 21

ΓΔΕΕ: 14 Σεπτεμβρίου 1995, T‑480/93 et T‑483/93, Antillean Rice Mills κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψεις 59 και 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Ιουνίου 2001, T‑188/99, Euroalliages κατά Επιτροπής, σκέψη 26· 28 Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, σκέψη 44

ΔΔΔΕΕ: 30 Σεπτεμβρίου 2010, F‑43/09, van Heuckelom κατά Ευρωπόλ, σκέψη 31· 8 Φεβρουαρίου 2011, F‑95/09, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 25· 16 Μαΐου 2012, F‑42/10, Skareby κατά Επιτροπής, σκέψη 31

3.      ο άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ουδόλως ανάγει σε αναγκαίο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό μιας συμπεριφοράς ως ηθικής παρενοχλήσεως την κακόβουλη πρόθεση του προσώπου που φέρεται ότι παρενοχλεί. Συγκεκριμένα, η εν λόγω διάταξη ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική διαγωγή» που, για να αποδειχθεί, πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Η πρώτη αφορά την ύπαρξη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, που εκδηλώνεται «κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό» και «με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «και», απαιτεί η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να έχει ως αποτέλεσμα την προσβολή «τη[ς] προσωπικότητα[ς], τη[ς] αξιοπρέπεια[ς] ή τη[ς] φυσική[ς] ή ψυχολογική[ς] ακεραιότητα[ς] ενός προσώπου».

Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, η κατά το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, πρέπει να είναι εκούσια, πράγμα που αποκλείει από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τυχόν συμπτωματικές ενέργειες. Αφετέρου, δεν απαιτείται αντιθέτως η εν λόγω συμπεριφορά, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις, να αποβλέπει στην προσβολή της προσωπικότητας, της αξιοπρέπειας ή της φυσικής ή ψυχικής ακεραιότητας ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, μπορεί να υπάρξει ηθική παρενόχληση υπό την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς το πρόσωπο που παρενοχλεί να ήθελε, με τις ενέργειές του, να υποτιμήσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει εσκεμμένως τις συνθήκες εργασίας του παθόντος. Αρκεί μόνον οι ενέργειές του, εφόσον ήταν εκούσιες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες. Ο χαρακτηρισμός μιας συμπεριφοράς ως παρενοχλήσεως εξαρτάται, συναφώς, από την προϋπόθεση να έχει η παρενόχληση αυτή επαρκή αντικειμενική υπόσταση, υπό την έννοια ότι ένας αμερόληπτος και συνετός παρατηρητής, με τη συνήθη ευαισθησία και τελών υπό τις ίδιες συνθήκες, θα την έκρινε υπερβαίνουσα τα όρια και αποδοκιμαστέα.

Αντίθετη ερμηνεία του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ θα είχε ως συνέπεια να στερηθεί η διάταξη αυτή κάθε ωφελίμου αποτελέσματος, λόγω της δυσκολίας να αποδειχθεί κακόβουλη πρόθεση του προσώπου του οποίου η συμπεριφορά συνιστά ηθική παρενόχληση. Συγκεκριμένα, μολονότι υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες τέτοια πρόθεση συνάγεται φυσιολογικά από τις ενέργειες ενός προσώπου, πρέπει να σημειωθεί ότι τέτοιες περιπτώσεις είναι σπάνιες και ότι, στις περισσότερες καταστάσεις, το πρόσωπο που φέρεται ότι παρενοχλεί αποφεύγει κάθε διαγωγή που θα μπορούσε να αφήσει υπόνοιες για την πρόθεσή του να υποτιμήσει τον παθόντα ή να επιδεινώσει τις συνθήκες εργασίας του τελευταίου.

(βλ. σκέψεις 65 έως 68)


Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 9 Δεκεμβρίου 2008, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής, σκέψεις 133 έως 136· Skareby κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 65