Language of document : ECLI:EU:C:2024:65

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 18ης Ιανουαρίου 2024(1)

Υπόθεση C240/22 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Intel Corporation Inc.

«Αναίρεση – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αγορά των μικροεπεξεργαστών – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ – Έκπτωση υπέρ πιστών πελατών – Χαρακτηρισμός της ως “καταχρηστικής πρακτικής” – Ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή – Συνολική στρατηγική – Ενιαία και διαρκής παράβαση – Πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση – Κατά προβολή υπολογισμός οικονομικών στοιχείων – Έκπτωση χορηγηθείσα υπό μορφή πλεονεκτημάτων σε είδος»






I.      Εισαγωγή

1.        Οι παρούσες προτάσεις αφορούν την αίτηση που κατέθεσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με αίτημα την αναίρεση της απόφασης της 26ης Ιανουαρίου 2022, Intel Corporation κατά Επιτροπής (T‑286/09 RENV) (2). Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε μετά την απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P) (3), με την οποία το Δικαστήριο αναίρεσε την απόφαση της 12ης Ιουνίου 2014, Intel κατά Επιτροπής (T‑286/09) (4), και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

2.        Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση C(2009) 3726 final σχετικά με διαδικασία του άρθρου [102 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 54 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (5) έπρεπε να ακυρωθεί εν μέρει.

3.        Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας τις οποίες η Intel χορήγησε σε ορισμένους κατασκευαστές εξοπλισμού πληροφορικής (original equipment manufacturers, στο εξής: OEM) και σε μια ευρωπαϊκή επιχείρηση λιανικής πώλησης επιτραπέζιων υπολογιστών ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και ότι, επομένως, συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (6). Κατά το Γενικό Δικαστήριο, τούτο οφειλόταν στα σφάλματα που ενείχε η επίμαχη απόφαση όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση εκ μέρους της Επιτροπής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (στο εξής: κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή) και, δεύτερον, την εκτίμηση του ποσοστού κάλυψης της αγοράς από την πρακτική της Intel και τη διάρκειά της (7).

4.        Η Επιτροπή αμφισβητεί την προσέγγιση που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο και προβάλλει έξι λόγους προς στήριξη της αιτήσεως αναιρέσεως. Με τους λόγους αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν εκτίμησε συνολικά την ικανότητα των πρακτικών της Intel να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές από την αγορά υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων, ότι παραμόρφωσε αποδεικτικά στοιχεία, ότι υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο σε σχέση με τα όρια του δικαστικού ελέγχου, ότι υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως εφαρμόστηκε στην επίμαχη απόφαση, και ότι προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής.

5.        Το Δικαστήριο ζήτησε να εξεταστούν δύο συγκεκριμένα νομικά ζητήματα, τα οποία σχετίζονται με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως. Με αμφοτέρους τους λόγους αναιρέσεως αμφισβητείται η εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με δύο από τους OEM που επωφελήθηκαν από την πρακτική της Intel. Επομένως, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν στους συγκεκριμένους λόγους αναιρέσεως και, ειδικότερα, στα ζητήματα που τίθενται με αυτούς, τα οποία αφορούν, πρώτον, το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε συγκεκριμένη συμπεριφορά και, δεύτερον, την εκτίμηση των εκπτώσεων που χορηγούνται υπό μορφή πλεονεκτημάτων σε είδος.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία

6.        Για τους σκοπούς των παρουσών προτάσεων, τα πραγματικά περιστατικά και η διαδικασία μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως (8).

Α.      Το ιστορικό της διαφοράς και η διοικητική διαδικασία

7.        Η Intel Corporation (στο εξής: Intel) είναι εταιρία εγκατεστημένη στις Ηνωμένες Πολιτείες η οποία δραστηριοποιείται στον σχεδιασμό, την ανάπτυξη, την κατασκευή και την εμπορία μικροεπεξεργαστών (κεντρικών μονάδων επεξεργασίας, στο εξής: CPU), «chipsets» (συστοιχιών ολοκληρωμένων κυκλωμάτων) και άλλων εξαρτημάτων ημιαγωγών, καθώς και λύσεων για πλατφόρμες στο πλαίσιο της επεξεργασίας δεδομένων και συσκευών επικοινωνίας.

8.        Μετά την υποβολή, εκ μέρους της Advanced Micro Devices, Inc. (στο εξής: AMD), επίσημης καταγγελίας στις 18 Οκτωβρίου 2000, η οποία συμπληρώθηκε στις 26 Νοεμβρίου 2003, η Επιτροπή κίνησε σειρά ερευνών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου (9).

9.        Στις 26 Ιουλίου 2007 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Intel ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι των πέντε μεγαλύτερων κατασκευαστών εξοπλισμού πληροφορικής (Original Equipment Manufacturer, στο εξής: OEM), ήτοι των Dell, Hewlett-Packard Company (στο εξής: HP), Acer Inc. (στο εξής: Acer), NEC Corp. (στο εξής: NEC) και International Business Machines Corp. (στο εξής: IBM).

10.      Στις 17 Ιουλίου 2008 η Επιτροπή κοινοποίησε στην Intel συμπληρωματική ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με τη συμπεριφορά της έναντι της MSH, ευρωπαϊκής επιχείρησης λιανικής πώλησης μικροηλεκτρονικών συσκευών και κορυφαίας ευρωπαϊκής επιχείρησης λιανικής πώλησης επιτραπέζιων υπολογιστών. Η συγκεκριμένη κοινοποίηση αιτιάσεων αφορούσε επίσης τη συμπεριφορά της Intel έναντι της Lenovo Group Ltd (στο εξής: Lenovo) και περιλάμβανε νέα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συμπεριφορά της Intel έναντι ορισμένων εκ των προμνησθέντων OEM.

11.      Κατόπιν διαφόρων διαδικαστικών σταδίων, στις 13 Μαΐου 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την επίμαχη απόφαση, η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2009, C 227, σ. 13).

Β.      Η επίμαχη απόφαση

12.      Κατά την επίμαχη απόφαση, η Intel διέπραξε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και του άρθρου 54 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) από τον Οκτώβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2007 με την εφαρμογή στρατηγικής που αποσκοπούσε στον αποκλεισμό ανταγωνιστή, συγκεκριμένα της AMD, από την αγορά των CPU με αρχιτεκτονική x86 (στο εξής: CPU x86).

1.      Η σχετική αγορά

13.      Τα σχετικά προϊόντα στην επίμαχη απόφαση είναι CPU –συγκεκριμένα, CPU x86– οι οποίες αποτελούν βασικό εξάρτημα κάθε υπολογιστή, από απόψεως τόσο συνολικής επίδοσης όσο και κόστους του συστήματος. Οι CPU αποκαλούνται συχνά «εγκέφαλος» του υπολογιστή, για τη δε κατασκευή τους απαιτούνται δαπανηρές εγκαταστάσεις υψηλής τεχνολογίας. Πριν από το 2000 υπήρχαν στην αγορά πλείονες κατασκευαστές CPU x86. Ωστόσο, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν αποσυρθεί από την αγορά. Κατά την επίμαχη απόφαση, οι μόνες εταιρίες που εξακολουθούν να κατασκευάζουν CPU x86 είναι ουσιαστικά η Intel και η AMD.

14.      Από γεωγραφικής απόψεως, η αγορά χαρακτηρίστηκε ως παγκόσμια.

2.      Επί της δεσπόζουσας θέσεως

15.      Βασιζόμενη, πρώτον, στο γεγονός ότι η Intel κατείχε μερίδιο αγοράς το οποίο υπερέβαινε ή ανερχόταν περίπου στο 70 % στο διάστημα από το 1997 έως το 2007 και, δεύτερον, στην ύπαρξη σημαντικών φραγμών όσον αφορά την είσοδο και την επέκταση στη σχετική αγορά –ως αποτέλεσμα μη ανακτήσιμων επενδύσεων σε έρευνα και ανάπτυξη, δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και τις απαραίτητες εγκαταστάσεις παραγωγής–, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, τουλάχιστον κατά το διάστημα που καλύπτει η επίμαχη απόφαση, ήτοι από τον Οκτώβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2007, η Intel κατείχε δεσπόζουσα θέση στη συγκεκριμένη αγορά.

3.      Τύποι συμπεριφοράς

16.      Στην απόφαση περιγράφονται δύο τύποι συμπεριφοράς της Intel έναντι των εμπορικών εταίρων της, δηλαδή γίνεται λόγος για εκπτώσεις υπό όρους και «απροκάλυπτους περιορισμούς» (naked restrictions).

17.      Πρώτον, σύμφωνα με την επίμαχη απόφαση, η Intel χορήγησε εκπτώσεις σε μεγάλους OEM, εν προκειμένω τις Dell, Lenovo, HP και NEC, υπό τον όρο ότι οι OEM θα προμηθεύονταν το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο των CPU x86 από αυτήν. Επίσης, η Intel κατέβαλε χρηματικά ποσά στην MSH, υπό τον όρο ότι η MSH θα πωλούσε αποκλειστικά υπολογιστές εξοπλισμένους με CPU x86 της Intel.

18.      Με την επίμαχη απόφαση διαπιστώνεται ότι οι υπό όρους χορηγούμενες από την Intel εκπτώσεις στους OEM συνιστούν εκπτώσεις υπέρ πιστών πελατών. Όσον αφορά την MSH, η Επιτροπή διαπίστωσε με την επίμαχη απόφαση ότι ο οικονομικός μηχανισμός της υπό όρους καταβολής χρηματικών ποσών που εφάρμοσε η Intel ήταν αντίστοιχος με αυτόν της χορήγησης εκπτώσεων στους OEM.

19.      Η επίμαχη απόφαση περιλαμβάνει και οικονομική ανάλυση σχετικά με το αν θα ήταν δυνατόν να αποκλειστεί από την αγορά, λόγω των εκπτώσεων, ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής, ο οποίος όμως δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση στην αγορά. Συγκεκριμένα, η ανάλυση προσδιορίζει την τιμή στην οποία ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής θα ήταν αναγκασμένος να πωλεί τις CPU που κατασκευάζει, προκειμένου να αντισταθμίσει, για τους OEM, την απώλεια της έκπτωσης της Intel. Ανάλογη ανάλυση παρατίθεται και για τα χρηματικά ποσά που η Intel κατέβαλε στην MSH.

20.      Από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκέντρωσε η Επιτροπή συνάγεται ότι, χάρη στις υπό όρους εκπτώσεις και τις πληρωμές, η Intel εξασφάλισε ως πιστούς πελάτες τους ισχυρότερους OEM και την MSH. Επιπλέον συνέπεια των πρακτικών αυτών ήταν ο περιορισμός σε σημαντικό βαθμό της δυνατότητας των λοιπών κατασκευαστών να ανταγωνιστούν την Intel με βάση τα προτερήματα των CPU x86 κατασκευής τους. Η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά της Intel συνέτεινε, ως εκ τούτου, στον περιορισμό των επιλογών των καταναλωτών και των κινήτρων προς καινοτομία.

21.      Δεύτερον, όσον αφορά τους απροκάλυπτους περιορισμούς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Intel κατέβαλε χρηματικά ποσά σε τρεις OEM, συγκεκριμένα στις HP, Acer και Lenovo, υπό τον όρο να αναβάλουν ή να ματαιώσουν την έναρξη διάθεσης στην αγορά προϊόντων εξοπλισμένων με CPU κατασκευής AMD (στο εξής: CPU AMD) ή/και να επιβάλουν περιορισμούς στη διανομή τέτοιων προϊόντων. Η επίμαχη απόφαση καταλήγει ότι η συμπεριφορά της Intel έβλαψε ευθέως τον ανταγωνισμό και εκφεύγει από τα όρια του συνήθους, βάσει προτερημάτων, ανταγωνισμού.

4.      Καταχρηστική συμπεριφορά και πρόστιμο

22.      Η Επιτροπή διαπιστώνει με την επίμαχη απόφαση ότι καθεμία από τις ως άνω πρακτικές της Intel έναντι των OEM και της MSH συνιστά καταχρηστική πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και ότι όλες αυτές οι καταχρηστικές πρακτικές αποτελούν επίσης μέρος ενιαίας στρατηγικής αποκλεισμού του σημαντικότερου ανταγωνιστή της, της AMD, από την αγορά CPU x86. Ως εκ τούτου, οι ως άνω επιμέρους καταχρηστικές πρακτικές αποτέλεσαν μέρος ενιαίας και διαρκούς παράβασης του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, η οποία διαπράχθηκε στο διάστημα από τον Οκτώβριο του 2002 έως τον Δεκέμβριο του 2007 (10).

23.      Εφαρμόζοντας τις κατευθυντήριες γραμμές για τη μέθοδο υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογή του άρθρου 23, παράγραφος 1, σημείο αʹ, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2), η Επιτροπή επέβαλε στην Intel πρόστιμο ύψους 1,06 δισεκατομμυρίου ευρώ (11).

Γ.      Η αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου

24.      Στις 22 Ιουλίου 2009 η Intel άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της επίμαχης απόφασης. Επετράπη στην Association for Competitive Technology (στο εξής: ACT) να παρέμβει στην εν λόγω δίκη υπέρ της Intel.

25.      Με την αρχική απόφαση, η οποία εκδόθηκε στις 12 Ιουνίου 2014, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στο σύνολό της.

26.      Με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι οι εκπτώσεις που χορηγήθηκαν στους OEM ήταν εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας, δεδομένου ότι τελούσαν υπό τον όρο ότι οι πελάτες θα αγόραζαν από την Intel το σύνολο ή σημαντικό μέρος των αναγκών τους σε CPU x86. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το ζήτημα του αν οι εν λόγω εκπτώσεις μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως καταχρηστικές δεν προϋπέθετε ανάλυση των περιστάσεων της υπόθεσης προκειμένου να διαπιστωθεί η ικανότητα των εν λόγω εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό ούτε απόδειξη των δυνητικών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων μέσω της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή.

27.      Επαλλήλως, στο πλαίσιο επικουρικής εξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Επιτροπή είχε αποδείξει επαρκώς κατά νόμον και κατόπιν ανάλυσης των περιστάσεων της υπόθεσης ότι οι εκπτώσεις και οι πληρωμές λόγω αποκλειστικότητας τις οποίες η Intel χορήγησε στις Dell, HP, NEC, Lenovo και MSH μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι παρείλκε η εξέταση του αν η Επιτροπή είχε εφαρμόσει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες και χωρίς να υποπέσει σε οποιαδήποτε πλάνη.

Δ.      Η πρώτη αναιρετική απόφαση

28.      Στις 26 Αυγούστου 2014 η Intel κατέθεσε στο Δικαστήριο αίτηση αναιρέσεως της αρχικής απόφασης.

29.      Με την πρώτη αναιρετική απόφαση που εξέδωσε στις 6 Σεπτεμβρίου 2017 (12), το Δικαστήριο αναίρεσε την αρχική απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου και ανέπεμψε την υπόθεση σε αυτό (13).

30.      Ειδικότερα, αφού απέρριψε τον πέμπτο και τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής, από το Γενικό Δικαστήριο, των κριτηρίων σχετικά με την αρμοδιότητα της Επιτροπής όσον αφορά τις συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της Intel και της Lenovo και λόγω διαδικαστικής πλημμέλειας (14), αντιστοίχως, το Δικαστήριο εξέτασε και έκανε δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, ο οποίος αφορούσε πλάνη περί το δίκαιο λόγω μη εξέτασης των επίμαχων εκπτώσεων υπό το πρίσμα όλων των κρίσιμων περιστάσεων.

31.      Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ ουδόλως αποσκοπεί στο να εμποδίσει μια επιχείρηση να κατακτήσει, με την αξία της, δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά. Η διάταξη αυτή, όμως, δεν σκοπεί ούτε να διασφαλίσει ότι οι λιγότερο αποτελεσματικοί ανταγωνιστές της επιχείρησης που κατέχει δεσπόζουσα θέση θα παραμείνουν στην αγορά (15). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της ειδικής υποχρέωσης της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης να μη θίγει, με τη συμπεριφορά της, τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά, η εν λόγω επιχείρηση δεν μπορεί, μεταξύ άλλων, να εφαρμόζει τιμολογιακές πρακτικές που οδηγούν σε εκτοπισμό των θεωρούμενων ως εξίσου αποτελεσματικών με αυτήν ανταγωνιστών της από την αγορά (16).

32.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (17), έπρεπε να αποσαφηνιστούν, όσον αφορά την περίπτωση κατά την οποία η ενδιαφερόμενη επιχείρηση υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει, όπως της προσάπτεται, τον αποκλεισμό ανταγωνιστών από την αγορά (18). Σε τέτοια περίπτωση, η Επιτροπή δεν οφείλει μόνο να αναλύσει, αφενός, τη σπουδαιότητα της δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης στην οικεία αγορά και, αφετέρου, το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική, καθώς και τις συνθήκες και τους τρόπους χορήγησης των επίμαχων εκπτώσεων, τη διάρκεια χορήγησής τους και το ύψος τους, αλλά υποχρεούται επίσης να εκτιμήσει αν υφίσταται στρατηγική σκοπούσα τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών που είναι τουλάχιστον εξίσου αποτελεσματικοί (19).

33.      Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η Επιτροπή, με απόφαση διαπιστώνουσα τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενός συστήματος εκπτώσεων, διενεργεί ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος διαδίκου, με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την ικανότητα του επίμαχου συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό ανταγωνιστή από την αγορά (20).

34.      Όσον αφορά την επίμαχη απόφαση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θεωρήθηκε πραγματικά σημαντικό στο πλαίσιο της εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμησης της ικανότητας της πρακτικής των εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών από την αγορά (21). Υπό τις συνθήκες αυτές, κατά το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ήταν υποχρεωμένο να εξετάσει το σύνολο των σχετικών με το κριτήριο αυτό επιχειρημάτων της Intel (22). Δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν απαραίτητο να εξεταστεί αν οι υπολογισμοί που είχε προτείνει εναλλακτικώς η Intel ήταν ορθοί (23), το Γενικό Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τα επιχειρήματα με τα οποία η Intel επέκρινε τα σφάλματα στα οποία υπέπεσε, κατ’ αυτήν, η Επιτροπή στο πλαίσιο της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (24).

Ε.      Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση

35.      Κατόπιν αναπομπής της, η υπόθεση ανατέθηκε στο τέταρτο πενταμελές τμήμα του Γενικού Δικαστηρίου.

36.      Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, που εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου 2022, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί εν μέρει.

37.      Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το αντικείμενο της διαφοράς μετά την αναπομπή (25). Ειδικότερα, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το αντικείμενο της διαφοράς αφορούσε, κατ’ ουσίαν, την ανάλυση της ικανότητας των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό υπό το πρίσμα i) των διευκρινίσεων που παρασχέθηκαν σχετικά με τις αρχές που διατυπώθηκαν με την απόφαση Hoffmann-La Roche και ii) των κύριων και συμπληρωματικών παρατηρήσεων των διαδίκων επί των συμπερασμάτων που πρέπει να συναχθούν από τις εν λόγω διευκρινίσεις (26).

38.      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο επανέλαβε τις διαπιστώσεις της αρχικής απόφασης σχετικά με τον νομικό χαρακτηρισμό των απροκάλυπτων περιορισμών και τον παράνομο χαρακτήρα τους υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (27). Επανέλαβε επίσης την εκτίμηση σχετικά με τον χαρακτηρισμό των επίμαχων εκπτώσεων ως «εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας» (28). Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με την πρώτη αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου, ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν σήμαινε ότι η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν ήταν αναγκαία στο πλαίσιο της ανάλυσης της ικανότητας των επίμαχων εκπτώσεων να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Ο εν λόγω χαρακτηρισμός δεν αρκούσε επίσης ούτε για τον χαρακτηρισμό των εν λόγω εκπτώσεων ως καταχρηστικών βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (29).

39.      Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης, αφού υπενθύμισε τη μέθοδο που έχει καθορίσει το Δικαστήριο για την εκτίμηση της ικανότητας ενός συστήματος εκπτώσεων να περιορίσει τον ανταγωνισμό (30) και τις αρχές που απορρέουν από την πρώτη αναιρετική απόφαση (31), το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Intel και η ACT.

1.      Επιχειρήματα σχετικά με τη νομική ανάλυση στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή

40.      Κατά πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα της Intel και της ACT ότι η επίμαχη απόφαση βασίστηκε σε εσφαλμένη νομική ανάλυση. Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, στηριζόμενη, με την επίμαχη απόφαση, στην παραδοχή ότι οι επίμαχες εκπτώσεις αντέβαιναν στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι ήταν εκ φύσεως καταχρηστικές, χωρίς να υποχρεούται κατ’ ανάγκην να λάβει υπόψη την ικανότητα των εκπτώσεων αυτών να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο (32). Εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή κατά την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση σχετικά με το αν οι επίμαχες εκπτώσεις ήταν ικανές να εκτοπίσουν από την αγορά εξίσου αποτελεσματικούς ανταγωνιστές, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι όφειλε, εν συνεχεία, να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων της Intel σχετικά με το εν λόγω κριτήριο (33).

2.      Επιχειρήματα σχετικά με τα σφάλματα που αφορούν την ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή

41.      Κατά δεύτερον, το Γενικό Δικαστήριο ανέλυσε τα επιχειρήματα σχετικά με το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Η εν λόγω ανάλυση υποδιαιρέθηκε σε τέσσερις ενότητες.

42.      Η πρώτη ενότητα αφορούσε την έκταση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο (34), ο οποίος θεωρήθηκε ότι καλύπτει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, όλα τα στοιχεία της απόφασης της Επιτροπής, τόσο από νομικής όσο και από πραγματικής απόψεως, υπό το πρίσμα των λόγων που προβάλλει ο προσφεύγων και λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων που αυτός υποβάλλει στην κρίση του. Εντούτοις, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας της επίμαχης πράξης, δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του αιτιολογία εκείνη της Επιτροπής.

43.      Η δεύτερη ενότητα περιείχε γενικές εκτιμήσεις επί της ανάλυσης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και έχει ως εξής (35):

«152.      Η βασική παραδοχή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή […] είναι ότι, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, της φύσεως του προϊόντος της, της εμπορικής φήμης της και του προφίλ της, η Intel ήταν απολύτως αναγκαίος εμπορικός εταίρος και ότι οι OEM κάλυπταν παγίως μέρος τουλάχιστον των αναγκών τους σε CPU από την Intel, ανεξαρτήτως της ποιότητας της προσφοράς του εναλλακτικού προμηθευτή. Κατά συνέπεια, οι πελάτες ήταν διατεθειμένοι και σε θέση να μεταφέρουν τον εφοδιασμό τους σ’ αυτόν τον εναλλακτικό προμηθευτή μόνον ως προς ένα μερίδιο της αγοράς (στο εξής: διεκδικήσιμο μερίδιο). Λόγω αυτής της ιδιότητας του απολύτως αναγκαίου εμπορικού εταίρου, η Intel είχε την εξουσία να χρησιμοποιεί το μη διεκδικήσιμο μερίδιο της αγοράς ως μοχλό για τη μείωση της τιμής στο διεκδικήσιμο μερίδιο της αγοράς

153.      Όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τη σκέψη 141 της αρχικής απόφασης, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή το οποίο εφαρμόστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στην παραδοχή ότι ένας αποτελεσματικός ανταγωνιστής, ο οποίος επιδιώκει να αποσπάσει το διεκδικήσιμο μερίδιο των παραγγελιών που έως τότε κάλυπτε μια κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, υποχρεούται να αντισταθμίσει την απώλεια των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας που θα υποστεί ο πελάτης αυτός εάν αγοράσει μικρότερη ποσότητα από την καθορισθείσα βάσει του όρου αποκλειστικότητας ή σχεδόν πλήρους αποκλειστικότητας. Σκοπός του εν λόγω κριτηρίου είναι να διαπιστωθεί εάν ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ο οποίος έχει κόστος όμοιο με αυτήν, μπορεί πάντα να καλύπτει το κόστος του σε μια τέτοια περίπτωση.

154.      Το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως εφαρμόστηκε εν προκειμένω, καθορίζει την τιμή στην οποία ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής θα έπρεπε να προσφέρει τις CPU x86 προκειμένου να αποζημιωθεί ένας OEM για την απώλεια οποιασδήποτε πληρωμής λόγω αποκλειστικότητας εκ μέρους της Intel. Στο πλαίσιο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, η τιμή αυτή αποκαλείται “αποτελεσματική τιμή” ή “ΑΤ”.

155.      Κατ’ αρχήν, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής πρέπει να προσφέρει αντιστάθμιση μόνον για το μέρος εκείνο των εκπτώσεων οι οποίες χορηγούνται υπό τον όρο του αποκλειστικού εφοδιασμού, αποκλειομένων των εκπτώσεων που χορηγούνται λόγω ποσότητας (στο εξής: μερίδιο των υπό όρους εκπτώσεων). […] [Γ]ια να ληφθεί υπόψη μόνον το υπό όρους μερίδιο μιας πληρωμής, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή παραπέμπει, εν προκειμένω, στη μέση τιμή πώλησης (στο εξής: ΜΤΠ), ήτοι στην τιμή καταλόγου, αφαιρουμένων των εκπτώσεων υπό όρους.

156.      Όσο μικρότερο είναι το διεκδικήσιμο μερίδιο και, κατά συνέπεια, η ποσότητα των προϊόντων με τα οποία ο εναλλακτικός προμηθευτής δύναται να εισέλθει στον ανταγωνισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να έχει η πληρωμή λόγω αποκλειστικότητας την ικανότητα εκτοπισμού ενός εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την αγορά. Συγκεκριμένα, αν η απώλεια των πληρωμών που καταβάλλει η Intel στον πελάτη της πρέπει να κατανεμηθεί σε μικρή ποσότητα προϊόντων που προσφέρει ο εναλλακτικός προμηθευτής στο διεκδικήσιμο μερίδιο, τούτο συνεπάγεται αισθητή μείωση της αποτελεσματικής τιμής. Επομένως, η τιμή αυτή θα είναι κατά πάσα πιθανότητα χαμηλότερη του βιώσιμου κόστους της Intel.

157.      Η αποτελεσματική τιμή πρέπει να συγκριθεί με το βιώσιμο κόστος της Intel. Το επιλεγέν με την προσβαλλόμενη απόφαση βιώσιμο κόστος της Intel είναι το μέσο δυνάμενο να αποφευχθεί κόστος (ΜΔΑΚ).

158.      […] Μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ένα σύστημα πληρωμών λόγω αποκλειστικότητας είναι ικανό να εμποδίσει την πρόσβαση των εξίσου αποτελεσματικών ανταγωνιστών στην αγορά, όταν η αποτελεσματική τιμή είναι χαμηλότερη από το ΜΔΑΚ της Intel. Στην περίπτωση αυτή, πρόκειται για αρνητικό αποτέλεσμα του ελέγχου βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Αν, αντιθέτως, η αποτελεσματική τιμή είναι υψηλότερη από το ΜΔΑΚ, ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θεωρείται ότι μπορεί να καλύψει το κόστος του και, επομένως, ότι είναι σε θέση να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά. Στην περίπτωση αυτή, ο έλεγχος βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή καταλήγει σε θετικό αποτέλεσμα.

159.      Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των γενικών εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστεί το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ενέχει πολλαπλά σφάλματα.»

44.      Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (36) προκύπτει, ειδικότερα, ότι, δυνάμει της μεθοδολογίας που έχει θεσπίσει η Επιτροπή, το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα της ανάλυσης βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως ορίζεται στη σκέψη 158 της εν λόγω απόφασης, καθορίζεται τελικώς μέσω σύγκρισης μεταξύ του διεκδικήσιμου μεριδίου και του απαιτούμενου μεριδίου, το οποίο είναι το ποσοστό των αναγκών του πελάτη που πρέπει να καλύψει ένας εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής προκειμένου να μπορέσει να αποκτήσει πρόσβαση στην αγορά χωρίς να υποστεί ζημίες. Εάν το διεκδικήσιμο μερίδιο υπερβαίνει το απαιτούμενο μερίδιο, το αποτέλεσμα της ανάλυσης βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι θετικό για την Intel. Στην αντίθετη περίπτωση, το αποτέλεσμα είναι αρνητικό και οι επίμαχες εκπτώσεις είναι ικανές να αποκλείσουν από την αγορά έναν ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικό με την Intel.

45.      Στην τρίτη ενότητα εξετάστηκαν το βάρος απόδειξης και ο απαιτούμενος βαθμός απόδειξης (37).

46.      Στην τέταρτη ενότητα, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε το βάσιμο των επιχειρημάτων της Intel ότι η επίμαχη απόφαση ενέχει πολλαπλά σφάλματα όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (38). Η συγκεκριμένη ενότητα περιέχει πέντε επιμέρους ενότητες, σε καθεμία εκ των οποίων εξετάζονται τα επιχειρήματα που προέβαλε η Intel σχετικά με την ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που περιέχεται στην επίμαχη απόφαση όσον αφορά τους σχετικούς τέσσερις OEM, και συγκεκριμένα, αφενός, τις εταιρίες Dell, HP, NEC και Lenovo και, αφετέρου, την εταιρία MSH. Υπό το πρίσμα της ανάλυσής του, το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτό το επιχείρημα της Intel ότι η ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση ενείχε σφάλματα (39).

3.      Επιχειρήματα σχετικά με τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης

47.      Κατά τρίτον, το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε τα επιχειρήματα της Intel και της ACT ότι η Επιτροπή δεν ανέλυσε προσηκόντως τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης (40).

48.      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Intel βασίμως υποστήριξε ότι η ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την επίμαχη απόφαση ενείχε πολλαπλά σφάλματα, καθόσον η Επιτροπή δεν εξέτασε προσηκόντως το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την αμφισβητούμενη πρακτική και δεν προέβη σε ορθή ανάλυση της διάρκειας των εκπτώσεων (41).

4.      Συμπέρασμα

49.      Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, υπό το πρίσμα των ως άνω εκτιμήσεων και λαμβανομένων υπόψη των σφαλμάτων που ενέχει η επίμαχη απόφαση όσον αφορά, πρώτον, την εκτίμηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, δεύτερον, την εκτίμηση του ποσοστού κάλυψης της αγοράς από την πρακτική της Intel και τη διάρκειά της (42), η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να διαπιστώσει ότι οι εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας που χορήγησε η Intel ήταν ικανές να προκαλέσουν εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά κατά παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού και ότι, επομένως, συνιστούσαν παράβαση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (43).

50.      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αιτιολογία της επίμαχης απόφασης δεν μπορούσε να χρησιμεύσει ως βάση για το άρθρο 1, στοιχεία αʹ έως εʹ, της εν λόγω απόφασης όσον αφορά ειδικότερα τις εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας που χορήγησε η Intel. Κατά συνέπεια, το συγκεκριμένο άρθρο ακυρώθηκε (44). Επιπλέον, δεδομένου ότι το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει το ποσό του προστίμου αποκλειστικώς και μόνον για τους απροκάλυπτους περιορισμούς, οι οποίοι θεωρήθηκε ότι διαπιστώθηκαν ορθώς με την αρχική απόφαση (45), το άρθρο 2 της επίμαχης απόφασης ομοίως ακυρώθηκε (46). Τέλος, το άρθρο 3 της επίμαχης απόφασης ακυρώθηκε καθόσον αφορούσε τις εκπτώσεις λόγω αποκλειστικότητας που χορήγησε η Intel. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά (47).

III. Τα αιτήματα των διαδίκων ενώπιον του Δικαστηρίου

51.      Με την αίτηση αναιρέσεως που κατέθεσε στις 5 Απριλίου 2022, η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να αναιρέσει την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, με εξαίρεση το σημείο 3 του διατακτικού της·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο·

–        να επιφυλαχθεί ως προς τα δικαστικά έξοδα.

52.      Με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Αυγούστου 2022, επετράπη στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας να παρέμβει προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

53.      Η Intel και η ACT ζητούν από το Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

54.      Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση στην υπό κρίση υπόθεση.

IV.    Εκτίμηση

55.      Προς στήριξη της αιτήσεώς της αναιρέσεως, η Επιτροπή προβάλλει έξι λόγους αναιρέσεως. Ειδικότερα, η Επιτροπή υποστηρίζει τα εξής:

–        το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ultra petita, δεν εφάρμοσε ορθώς την πρώτη αναιρετική απόφαση και δεν εκτίμησε συνολικά την ικανότητα των πρακτικών της Intel να αποκλείσουν τον ανταγωνισμό στην αγορά (πρώτος λόγος αναιρέσεως)·

–        ο έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής (δεύτερος λόγος αναιρέσεως)·

–        το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τα όρια του ελέγχου, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής και παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία στο πλαίσιο της εξέτασης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την Dell (τρίτος λόγος αναιρέσεως)·

–        το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξέτασης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP (τέταρτος λόγος αναιρέσεως)·

–        το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξέτασης του εν λόγω κριτηρίου σε σχέση με τη Lenovo (πέμπτος λόγος αναιρέσεως)·

–        στο μέτρο που η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση βασίστηκε στον έλεγχο του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τον σκοπό της εν μέρει ακυρώσεως της επίμαχης απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν αξιολόγησε δεόντως τις επιπτώσεις των διαπιστώσεών της (έκτος λόγος αναιρέσεως).

56.      Λαμβανομένου υπόψη του αιτήματος του Δικαστηρίου, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στον τέταρτο και στον πέμπτο λόγο αναιρέσεως.

Α.      Επί του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, κατά τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξέτασης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP

57.      Με τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP ήταν ικανές να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές από την αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης.

58.      Ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως υποδιαιρείται σε τέσσερα σκέλη, με τα οποία προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο, πρώτον, δεν έλαβε δεόντως υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή σε πολύπλοκα οικονομικά ζητήματα· δεύτερον, δεν έλαβε υπόψη τη σιωπηρή αναγνώριση, από την Intel, της περιόδου αναφοράς κατά τη διοικητική διαδικασία· τρίτον, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής· και, τέταρτον, υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά το ορθό συμπέρασμα που έπρεπε να συναχθεί σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της επίμαχης πρακτικής (48).

59.      Αφού υπενθυμίσω τις διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP, θα εξετάσω διαδοχικώς καθένα από τα προεκτεθέντα επιχειρήματα.

1.      Οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP 

60.      Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, κατά την επίμαχη απόφαση, η Intel είχε συνάψει με την HP, για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2005, δύο συμφωνίες με αντικείμενο επιτραπέζιους υπολογιστές επαγγελματικής χρήσης (49).

61.      Η πρώτη από τις ως άνω συμφωνίες (στο εξής: συμφωνία HPA1) κάλυπτε το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2004 και η δεύτερη (στο εξής: συμφωνία HPA2) κάλυπτε το διάστημα από τον Ιούνιο του 2004 έως τον Μάιο του 2005. Σε αμφότερες τις συμφωνίες, η χορήγηση εκπτώσεων από την Intel τελούσε υπό τη σιωπηρή προϋπόθεση ότι η HP θα κάλυπτε το 95 % τουλάχιστον των αναγκών της σε CPU x86 από την Intel προκειμένου να εξοπλίσει τους υπολογιστές της. Κατά την Επιτροπή, η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή κατέδειξε ότι οι εν λόγω εκπτώσεις μπορούσαν να έχουν αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αποτέλεσμα εκτοπισμού των ανταγωνιστών από την αγορά (50).

62.      Το ως άνω συμπέρασμα βασίζεται σε σύγκριση μεταξύ του απαιτούμενου μεριδίου της HP και του διεκδικήσιμου μεριδίου (51) και σε δύο παράγοντες ενίσχυσης (52).

63.      Όσον αφορά τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP, που βρίσκεται στο επίκεντρο του υπό κρίση τετάρτου λόγου αναιρέσεως, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει, πρώτον, στον πίνακα 34 της επίμαχης απόφασης (στο εξής: πίνακας 34) (53). Όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο, ο εν λόγω πίνακας επαναλαμβάνει τις παραμέτρους και τα συγκεκριμένα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP, τα οποία παρουσιάζει σε οκτώ σειρές που αντιστοιχούν σε καθένα από τα τρίμηνα που καλύπτει, από το τέταρτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 έως το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2005 (54).

64.      Δεύτερον, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει στον πίνακα 35 της επίμαχης απόφασης (στο εξής: πίνακας 35) (55), στον οποίο παρουσιάζεται ο συνολικός υπολογισμός της Επιτροπής για το απαιτούμενο μερίδιο της HP όσον αφορά τη συμφωνία HPA1 και τη συμφωνία HPA2. Όπως παρατηρεί το Γενικό Δικαστήριο, ο συνολικός υπολογισμός προκύπτει από το άθροισμα ή τον αριθμητικό μέσο όρο των αριθμητικών στοιχείων του πίνακα 34 (56). Στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση επισημαίνεται επίσης ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το απαιτούμενο μερίδιο της HP υπερέβαινε συστηματικά το διεκδικήσιμο μερίδιο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράβασης (57).

65.      Επιπλέον, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η Intel υποστήριξε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επίμαχη απόφαση περιείχε πλείονα σφάλματα τα οποία αφορούσαν, μεταξύ άλλων, την υπό εξέταση περίοδο παράβασης (58).

66.      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι ο πίνακας 34 δεν περιείχε κανένα στοιχείο για την αρχική περίοδο που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, συγκεκριμένα τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 (59). Εντούτοις, ο συνολικός υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου της HP όσον αφορά τη συμφωνία HPA1, όπως εμφανιζόταν στον πίνακα 35, είχε υπολογισθεί από την Επιτροπή βάσει του αθροίσματος ή του αριθμητικού μέσου όρου των αριθμητικών στοιχείων του πίνακα 34, ειδικότερα από τις τρεις πρώτες σειρές του, οι οποίες μνημονεύονται ως Q4 FY03, Q1 FY04 και Q2 FY04 (60).

67.      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη, στους υπολογισμούς από τους οποίους προέκυψε το απαιτούμενο μερίδιο της HP όσον αφορά τη συμφωνία HPA1, τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 (61). Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν είχε υποστηρίξει ότι η απουσία τιμών για τα ελλείποντα τρία τρίμηνα στους υπολογισμούς της οφειλόταν σε σύμπτωση ή ότι οι εν λόγω τιμές ήταν πανομοιότυπες για τα τρία ελλείποντα τρίμηνα της περιόδου που κάλυπτε η εν λόγω συμφωνία (62).

68.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου δεν κάλυπτε το σύνολο του διαστήματος από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2005, για το οποίο η Επιτροπή εκτίμησε ότι μπορούσε να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP είχαν ως αποτέλεσμα τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών από την αγορά (63).

69.      Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Επιτροπής τα οποία βασίζονταν στο γεγονός ότι το αποτέλεσμα ενός υπολογισμού σε τριμηνιαία βάση δεν διαφέρει ουσιωδώς από το αποτέλεσμα του συνολικού υπολογισμού που φέρεται ότι πραγματοποιήθηκε (64). Το Γενικό Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι οι συμπληρωματικοί υπολογισμοί που η Επιτροπή υπέβαλε με το υπόμνημα ανταπαντήσεως –συγκεκριμένα στο παράρτημά του D.17– ήταν απαράδεκτοι και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως βάση για τις διαπιστώσεις της επίμαχης απόφασης (65).

2.      Η μη προσήκουσα συνεκτίμηση του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή σε πολύπλοκα οικονομικά ζητήματα

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

70.      Κατά πρώτον, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, προβάλλει ότι η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τη φύση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως πολύπλοκης οικονομικής εκτίμησης και το περιθώριο εκτίμησης που, ως γνωστόν, διαθέτει το εν λόγω θεσμικό όργανο σε τέτοιες περιπτώσεις. Το εν λόγω περιθώριο εκτίμησης πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ανάγκην τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της επιχείρησης για τους σκοπούς της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή και, ειδικότερα, την επιλογή των οικονομικών παραμέτρων και της περιόδου αναφοράς που η Επιτροπή χρησιμοποιεί για τον εν λόγω υπολογισμό, ο οποίος θα πρέπει να υπόκειται σε περιορισμένο μόνον δικαστικό έλεγχο.

71.      Επιπλέον, η Επιτροπή επικρίνει την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι στηρίχθηκε σε ελλιπή αριθμητικά στοιχεία για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στηρίχθηκε ευλόγως στα αριθμητικά στοιχεία των τριών τελευταίων τριμήνων που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, διότι θεωρήθηκαν αρκούντως αντιπροσωπευτικά για ολόκληρο το χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι το ποσό των εκπτώσεων κατά το εν λόγω διάστημα υπήρξε σταθερό από τρίμηνο σε τρίμηνο.

72.      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποίησε για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου για το διάστημα που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, τα οποία παρατίθενται στον πίνακα 35 της επίμαχης απόφασης, ήταν ευνοϊκά για την Intel. Εάν η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει στην επίμαχη απόφαση τα διαθέσιμα στοιχεία προγενέστερων τριμήνων, το απαιτούμενο μερίδιο για το συγκεκριμένο διάστημα θα ήταν ακόμη υψηλότερο και τούτο θα καταδείκνυε ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε η Intel μπορούσαν, κατά μείζονα λόγο, να εκτοπίσουν ανταγωνιστές από την αγορά.

73.      Η Intel, υποστηριζόμενη από την ACT, αμφισβητεί τα προεκτεθέντα επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επέλεξε να πραγματοποιήσει εκτίμηση βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε τριμηνιαία βάση προκειμένου να διαπιστώσει την παράβαση της Intel σε σχέση με την HP και ότι, εν συνεχεία, η Επιτροπή δεν ενσωμάτωσε στους υπολογισμούς της όλα τα αναγκαία στοιχεία προκειμένου να αποδείξει τα αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά καθ’ όλο το διάστημα που κάλυπτε η συμφωνία HPA1. Κατά την Intel, η παράλειψη αυτή δεν αφορούσε ένα οικονομικά πολύπλοκο ζήτημα, αλλά την εκτίμηση πραγματικών περιστατικών. Επιπλέον, η Intel θεωρεί ότι ο μέσος όρος των αριθμητικών στοιχείων των μεταγενέστερων τριμήνων δεν ήταν αρκούντως αντιπροσωπευτικός ώστε να διαπιστωθεί παράβαση καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας HPA1. Συναφώς, η Intel επισημαίνει ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση δεν προκύπτει από την επίμαχη απόφαση και ότι οι συμπληρωματικοί υπολογισμοί που η Επιτροπή προσκόμισε κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας κρίθηκαν απαράδεκτοι.

β)      Ανάλυση

74.      Προκαταρκτικώς, θα επισημάνω ότι το επιχείρημα της Επιτροπής, όσον αφορά τη φύση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ως πολύπλοκης οικονομικής εκτίμησης, προβάλλεται οριζόντια σε σχέση και με άλλους λόγους που περιλαμβάνονται στην υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Επομένως, ορισμένες από τις παρατηρήσεις που θα αναπτύξω επ’ αυτού μπορεί να έχουν επίσης εφαρμογή στην ανάλυση που θα διενεργήσει το Δικαστήριο όσον αφορά τους άλλους αυτούς λόγους αναιρέσεως που δεν καλύπτονται ειδικώς από τις παρούσες προτάσεις.

75.      Κατά πάγια νομολογία, ο βαθμός ελέγχου του δικαστή της Ένωσης επί των αναλύσεων που πραγματοποιεί η Επιτροπή βάσει των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης εξαρτάται, σε κάθε εξεταζόμενη απόφαση, από την ύπαρξη περιθωρίου εκτιμήσεως το οποίο δικαιολογείται από την περιπλοκότητα της εφαρμογής των το εν λόγω κανόνων. Οι υποθέσεις στις οποίες ο έλεγχος είναι περιορισμένος πρέπει να περιορίζονται σε εκείνες στις οποίες η επίμαχη απόφαση της Επιτροπής βασίζεται σε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις (66).

76.      Η προμνησθείσα νομολογία, με την οποία τίθεται ο κανόνας του περιορισμένου ελέγχου σε πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, έχει εφαρμοστεί από τον δικαστή της Ένωσης σε όλους τους τομείς του δικαίου του ανταγωνισμού (67) μετά την αρχική διατύπωσή του με την απόφαση Consten και Grundig κατά Επιτροπής (68).  Κατά τον εν λόγω κανόνα, ο δικαστής της Ένωσης, όταν εξετάζει πολύπλοκα οικονομικά ζητήματα, πρέπει να περιορίζει τον έλεγχό του στην εξέταση του αν τηρήθηκαν οι κανόνες διαδικασίας, αν η αιτιολογία της απόφασης ήταν επαρκής, αν τα πραγματικά περιστατικά ήταν ακριβή και αν δεν υφίστατο προφανής πλάνη εκτίμησης ή κατάχρηση εξουσίας (69).

77.      Εντούτοις, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει με συνέπεια ότι το περιθώριο εκτίμησης που αναγνωρίζεται στην Επιτροπή όταν χειρίζεται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις, ειδικότερα στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού, συνοδεύεται κατ’ ανάγκην από ορισμένες εγγυήσεις την τήρηση των οποίων ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να επαληθεύει (70).

78.      Στο πλαίσιο αυτό, με την απόφαση Επιτροπή κατά Tetra Laval (71), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, μολονότι αναγνωρίζει ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτίμησης σε οικονομικά ζητήματα, τούτο δεν σημαίνει ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων οικονομικής φύσεως. Συγκεκριμένα, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει όχι μόνο την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί μια πολύπλοκη κατάσταση και αν τεκμηριώνουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά (72).

79.      Εν συνεχεία, με τις αποφάσεις KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής (73) και Χαλκόρ κατά Επιτροπής (74), οι οποίες στηρίζονται στην προηγούμενη διαπίστωση που περιλαμβάνεται στην απόφαση Tetra Laval, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να στηρίζεται στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή προκειμένου να αρνηθεί τη διενέργεια διεξοδικού ελέγχου των νομικών και των πραγματικών ζητημάτων (75).

80.      Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή προβάλλει μια γενική αιτίαση σχετικά με τα όρια του ελέγχου που το Γενικό Δικαστήριο διενήργησε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο, κατά την εξέταση της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην επίμαχη απόφαση –μεταξύ άλλων, όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP–, υπερέβη τα όρια του δικαστικού ελέγχου τα οποία καθορίζονται στη νομολογία του.

81.      Επισημαίνεται ότι το ζήτημα που θέτει η Επιτροπή δεν είναι αν το εν λόγω θεσμικό όργανο θα πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτίμησης όσον αφορά την επιλογή του συγκεκριμένου κριτηρίου προκειμένου να εξακριβώσει κατά πόσον οι τιμολογιακές πρακτικές που εφάρμοσε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση είναι ικανές να αποκλείσουν από την αγορά ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικό με την εν λόγω επιχείρηση (76). Ούτε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε η αναιρεσίβλητη επιχείρηση στην υπό κρίση υπόθεση αμφισβητούν τη χρήση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την Επιτροπή προκειμένου να αξιολογήσει αν οι εκπτώσεις που καλύπτονται από την επίμαχη απόφαση ήταν ικανές να βλάψουν τον ανταγωνισμό κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ.

82.      Επιπλέον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, δεν αμφισβητείται ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο πρέπει να διαθέτει περιθώριο εκτίμησης σε σχέση με την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε συγκεκριμένη συμπεριφορά, ειδικότερα όσον αφορά την επιλογή των οικονομικών παραμέτρων και της περιόδου αναφοράς που πρέπει να χρησιμοποιηθούν για την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου σε συγκεκριμένη συμπεριφορά.

83.      Ειδικότερα, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (77) προκύπτει, χωρίς τούτο να αμφισβητηθεί από το Γενικό Δικαστήριο, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που η Επιτροπή εφάρμοσε με την επίμαχη απόφαση, σε σχέση με τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP, βασίστηκε σε οικονομετρικό μοντέλο το οποίο η Επιτροπή αποφάσισε να εφαρμόσει σε τριμηνιαία βάση σε μια περίοδο την οποία είχε καθορίσει προηγουμένως ως εκτεινόμενη από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2005. Το εν λόγω μοντέλο προϋπέθετε τον υπολογισμό, αφενός, του απαιτούμενου μεριδίου και, αφετέρου, του διεκδικήσιμου μεριδίου. Ειδικότερα, για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου, που αποτελεί το επίμαχο ζήτημα στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, λήφθηκαν υπόψη το μέρος των εκπτώσεων που η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση χορήγησε υπό όρους, η μέση τιμή πώλησης και το μέσο δυνάμενο να αποφευχθεί κόστος της εν λόγω επιχείρησης. Τελικώς, το θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή προέκυψε από τη σύγκριση των αριθμητικών στοιχείων του υπολογισμού του απαιτούμενου μεριδίου της HP και του διεκδικήσιμου μεριδίου της αγοράς (78).

84.      Επισημαίνω ότι, όπως υποστηρίζει και η Επιτροπή, στο μέτρο που ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου περιλαμβάνει ευρείες μεθοδολογικές επιλογές, πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πρέπει να δικαιούται να καθορίσει τις παραμέτρους που χρησιμοποιεί για τον υπολογισμό του συγκεκριμένου μεριδίου, υποκείμενη μόνον σε περιορισμένο έλεγχο από τον δικαστή της Ένωσης. Τούτο συνεπάγεται ότι, κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ο δικαστής της Ένωσης δεν πρέπει να υποκαθιστά την Επιτροπή στην εκτίμησή της (79), εκτός εάν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση προβάλλει την ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτίμησης και αποδεικνύει επίσης την εν λόγω πλάνη (80).

85.      Τούτου λεχθέντος, ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου δεν μπορεί να μην υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο σφαλμάτων υπολογισμού ή επιλεκτικής ή ελλιπούς εκτίμησης αποδεικτικών στοιχείων. Ακριβώς σε τέτοιες περιπτώσεις η νομολογία που απορρέει από την απόφαση Tetra Laval, όπως διαμορφώθηκε στη συνέχεια με τις αποφάσεις KME Germany και Χαλκόρ, εφαρμόζεται πλήρως. Συγκεκριμένα, τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή για να εκτιμήσει μια πολύπλοκη κατάσταση πρέπει να είναι ακριβή, αξιόπιστα και συνεκτικά, πρέπει να αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εν λόγω εκτίμηση και πρέπει να είναι ικανά να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτά.

86.      Εν προκειμένω, φρονώ ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τον, εκ μέρους της Επιτροπής, υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP είναι σύμφωνη με τις επιταγές του Δικαστηρίου.

87.      Συγκεκριμένα, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε κατ’ αρχάς, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς που καθόρισε η ίδια η Επιτροπή, τις παραμέτρους που χρησιμοποιήθηκαν στον πίνακα 34 για τον σκοπό του υπολογισμού του απαιτούμενου μεριδίου της HP και την τριμηνιαία εκτίμηση την οποία επίσης προέκρινε η Επιτροπή για να πραγματοποιήσει τον συγκεκριμένο υπολογισμό. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο εξέθεσε το αποτέλεσμα του συνολικού υπολογισμού του απαιτούμενου μεριδίου της HP όσον αφορά τη συμφωνία HPA1, το οποίο παρουσιάζεται στον πίνακα 35 και το οποίο, όπως επίσης επισήμανε, προέκυψε από τον άθροισμα ή τον αριθμητικό μέσο όρο των αριθμητικών στοιχείων που παρατίθενται στον πίνακα 34. Ακολούθως, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε την απουσία αριθμητικών στοιχείων που να αντιστοιχούν στο πρώτο μέρος του διαστήματος που καλύπτεται από την προμνησθείσα συμφωνία, ειδικότερα τους μήνες Νοέμβριο και Δεκέμβριο του 2002 και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003. Τούτο οδήγησε το Γενικό Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου της HP αποδείχθηκε για όλη τη διάρκεια της παράβασης (81).

88.      Συνεπώς, όπως υποστηρίζουν η Intel και η ACT, αν και η Επιτροπή προέκρινε να διενεργήσει τριμηνιαία εκτίμηση βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, προκειμένου να καθορίσει το απαιτούμενο μερίδιο της HP κατά τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς που είχε καθοριστεί εκ των προτέρων, εν συνεχεία, ωστόσο, δεν ενσωμάτωσε στους υπολογισμούς της, όπως επιτάσσει η νομολογία του Δικαστηρίου, όλα τα κρίσιμα και αναγκαία στοιχεία. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο βασίμως συμπέρανε, χωρίς να θίξει το περιθώριο εκτίμησης της Επιτροπής, ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονται στην επίμαχη απόφαση δεν ήταν ικανά να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματά της σχετικά με τα αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά που είχαν οι εκπτώσεις τις οποίες η Intel χορήγησε καθ’ όλο το διάστημα που κάλυπτε η συμφωνία HPA1.

89.      Ως εκ τούτου, η αιτίαση της Επιτροπής ότι το Γενικό Δικαστήριο υπερέβη τα όρια του ελέγχου που καθορίζονται με τη νομολογία του Δικαστηρίου είναι, κατά τη γνώμη μου, απορριπτέα.

90.      Επιπλέον, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι στηρίχθηκε ευλόγως στα αριθμητικά στοιχεία που αντιστοιχούν στα τρία τελευταία τρίμηνα που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, καθότι τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία ήταν αρκούντως αντιπροσωπευτικά για το σύνολο του χρονικού διαστήματος, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάσει αν, στην υπό κρίση υπόθεση, ελλείψει συγκεκριμένων αποδεικτικών στοιχείων, η ημερομηνία έναρξης του εν λόγω χρονικού διαστήματος μπορεί ευλόγως να συναχθεί μέσω υπολογισμού κατά προβολή.

91.      Ως γνωστόν, ο υπολογισμός κατά προβολή αφορά την εκτίμηση μιας άγνωστης τιμής επεκτείνοντας μια γνωστή αλληλουχία τιμών. Τούτο ενέχει ένα στοιχείο τεκμηρίου (82), ήτοι έναν επαναλαμβανόμενο μηχανισμό ο οποίος χρησιμοποιείται με σκοπό τον μετριασμό του βάρους απόδειξης που (κανονικά) φέρει η Επιτροπή όταν διαπιστώνει παράβαση –ή στοιχείο παράβασης– των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης (83). Επιπλέον, στο μέτρο που ο υπολογισμός κατά προβολή προορίζεται να συναγάγει το άγνωστο από το γνωστό, πρέπει να βασίζεται επίσης σε συγκεκριμένο πρότυπο. Το εν λόγω πρότυπο προκύπτει συνήθως από μια τάση η οποία απορρέει από τη συγκεκριμένη προσδιορισθείσα αλληλουχία τιμών ή, τουλάχιστον, από τη συνήθη πείρα ή την κοινή λογική. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι, πλην των περιπτώσεων στις οποίες είναι αυτονόητο, το πρότυπο που καθιστά δυνατό τον υπολογισμό κατά προβολή πρέπει να καθορίζεται και να καθίσταται σαφές από το πρόσωπο που φέρει το βάρος της απόδειξης.

92.      Θα μπορούσα να δεχθώ ότι ο καθορισμός του προτύπου που μπορεί να αποτελέσει τη βάση για τον κατά προβολή υπολογισμό στοιχείων μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή όταν εν λόγω καθορισμός είναι πολύπλοκος από οικονομικής απόψεως. Εντούτοις, το ζήτημα αυτό δεν τίθεται καν στην υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η επίμαχη απόφαση ουδεμία μνεία περιέχει σε αντιπροσωπευτικό ή κανονικό πρότυπο το οποίο θα αποδείκνυε ότι τα στοιχεία για το δεύτερο μέρος της διάρκειας της συμφωνίας HPA1 θα μπορούσαν να εφαρμοστούν επίσης στο πρώτο μέρος της εν λόγω διάρκειας. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η απουσία οικονομικών στοιχείων που διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν, στην πραγματικότητα, αποτέλεσμα οικειοθελούς υπολογισμού κατά προβολή στον οποίο η Επιτροπή προέβη κατά την άσκηση του περιθωρίου της εκτίμησης δεν είναι πειστικό.

93.      Συναφώς, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή δεν ισχυρίστηκε ότι η απόδειξη του απαιτούμενου μεριδίου της HP για τη συμφωνία HPA1, όπως προέκυπτε από τον πίνακα 35, οφειλόταν σε σύμπτωση. Η Επιτροπή δεν υποστήριξε επίσης ότι οι διάφορες τιμές που παρατίθενται στον εν λόγω πίνακα ήταν πανομοιότυπες για τα τρία ελλείποντα τρίμηνα καθώς και για τα τρία επόμενα τρίμηνα (84). Από την άποψη αυτή, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, όπως επίσης προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (85), ότι ελάχιστη σημασία είχε αν οι υπολογισμοί της Επιτροπής έγιναν σε τριμηνιαία βάση ή συνολικά, δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, οι μήνες Νοέμβριος και Δεκέμβριος του 2002 καθώς και τα τρία πρώτα τρίμηνα του φορολογικού έτους 2003 ουδέποτε θα λαμβάνονταν υπόψη, ανεξαρτήτως των αριθμητικών στοιχείων που μπορεί να περιλάμβαναν.

94.      Επομένως, το επιχείρημα της Επιτροπής που βασίζεται σε προβολή των τιμών των τριών τελευταίων τριμήνων του διαστήματος που κάλυπτε η συμφωνία HPA1 στο αρχικό μέρος του εν λόγω διαστήματος θα πρέπει επίσης να απορριφθεί.

95.      Τέλος, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου κατά τη διάρκεια του δεύτερου μέρους του διαστήματος που κάλυπτε η συμφωνία HPA1 ήταν σταθερά από τρίμηνο σε τρίμηνο και ότι ήταν, εν πάση περιπτώσει, ευνοϊκά για την Intel. Επ’ αυτού, σημειώνω εν παρόδω, με την επιφύλαξη της ανάλυσης του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου αναιρέσεως (86), ότι είναι σαφές ότι η συγκεκριμένη εκτίμηση δεν απορρέει από την επίμαχη απόφαση ούτε είναι αυτονόητη. Ως εκ τούτου, όπως θα εκθέσω κατωτέρω, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, στην υπό κρίση υπόθεση, για να δικαιολογήσει τη μη εφαρμογή όλων των αναγκαίων στοιχείων για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP για το σύνολο του διαστήματος που κάλυπτε η συμφωνία HPA1.

96.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι δεν έλαβε υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που η Επιτροπή διαθέτει σε πολύπλοκα οικονομικά ζητήματα –ούτε ότι υπέπεσε στα λοιπά σφάλματα που προβάλλονται με το συγκεκριμένο σκέλος του λόγου αναιρέσεως– καθόσον διαπίστωσε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι οι εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς είχαν αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά.

97.      Το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

3.      Η σιωπηρή αναγνώριση από την Intel κατά τη διοικητική διαδικασία

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

98.      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, υπέπεσε σε πλάνη καθότι δεν απέδωσε οποιαδήποτε αποδεικτική αξία στη σιωπηρή αναγνώριση από την Intel, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, της περιόδου αναφοράς που ελήφθη υπόψη κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP.

99.      Κατά την Επιτροπή, πρώτον, η Intel δεν αμφισβήτησε, κατά την εν λόγω διαδικασία, την επιλογή της περιόδου αναφοράς που ελήφθη υπόψη στον πίνακα 35 της επίμαχης απόφασης για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP. Η Intel και οι οικονομικοί σύμβουλοί της στηρίχθηκαν στα αριθμητικά στοιχεία που πρότεινε η Επιτροπή για τον σκοπό των δικών τους υπολογισμών και δεν παρείχαν διαφορετικό υπολογισμό για τα φερόμενα ως ελλείποντα τρίμηνα. Δεύτερον, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, δεδομένου ότι υφίσταται νόμιμο τεκμήριο περί του παράνομου χαρακτήρα των εκπτώσεων λόγω αποκλειστικότητας, κατά την πρώτη αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου, απέκειτο στην Intel να προσκομίσει, κατά τη διάρκεια της έρευνας, στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε δεν ήταν ικανές να αποκλείσουν τους ανταγωνιστές από την αγορά.

100. Η Intel αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε ποτέ στην Intel, κατά τη διοικητική διαδικασία, τον πίνακα 35 της επίμαχης απόφασης, ο οποίος περιλαμβάνει στοιχεία για τα τρία επίμαχα τρίμηνα και ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως περίοδος αναφοράς για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP για τη συνολική διάρκεια της συμφωνίας HPA1. Ο εν λόγω πίνακας περιλήφθηκε το πρώτον στην επίμαχη απόφαση και τούτο σημαίνει ότι η Intel δεν αναγνώρισε ποτέ την επιλογή της Επιτροπής όσον αφορά την περίοδο αναφοράς κατά την εν λόγω διοικητική διαδικασία. Εν πάση περιπτώσει, η Intel υποστηρίζει, σύμφωνα με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι ο παραλήπτης της ανακοίνωσης αιτιάσεων δεν υποχρεούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενό της κατά τη διοικητική διαδικασία.

β)      Ανάλυση

101. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ελλείψει ρητής αναγνώρισης εκ μέρους της επιχείρησης που υπόκειται σε έρευνα βάσει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης, η Επιτροπή εξακολουθεί να βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, ενώ η επιχείρηση παραμένει ελεύθερη να αναπτύξει, εν ευθέτω χρόνω και ειδικότερα στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας, όποιον αμυντικό ισχυρισμό κρίνει σκόπιμο (87).

102. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε, με την απόφαση Knauf Gips κατά Επιτροπής (88), ότι, όσον αφορά την εφαρμογή των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ, καμία διάταξη του δικαίου της Ένωσης δεν επιβάλλει στον αποδέκτη της ανακοίνωσης αιτιάσεων να αμφισβητήσει τα διάφορα πραγματικά ή νομικά στοιχεία της κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, προκειμένου να μην απολέσει πλέον το δικαίωμα να το πράξει στη συνέχεια, κατά την ένδικη διαδικασία.

103. Τέλος, από την πρώτη αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι, εφόσον η Επιτροπή, με απόφαση διαπιστώνουσα τον καταχρηστικό χαρακτήρα ενός συστήματος εκπτώσεων, διενεργεί ανάλυση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει το σύνολο των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος διαδίκου, με τα οποία επιδιώκεται να αμφισβητηθεί το βάσιμο των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά την ικανότητα του επίμαχου συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει τον εκτοπισμό ανταγωνιστή από την αγορά (89).

104. Στην υπό κρίση υπόθεση, παρατηρώ ότι, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (90), ορθώς το Γενικό Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση Knauf Gips απαντώντας στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι η Intel δεν είχε αμφισβητήσει, κατά τη διοικητική διαδικασία, την περίοδο αναφοράς που η Επιτροπή έλαβε υπόψη για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP. Η εν λόγω νομολογία, η οποία είναι συνεπής με τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην πρώτη αναιρετική απόφαση, είναι σαφής όσον αφορά την περιορισμένη αξία την οποία αποδίδει ο δικαστής της Ένωσης, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως, στη θέση την οποία ενδέχεται να προέβαλε μια επιχείρηση κατά τη διοικητική διαδικασία (91).

105. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η εκ μέρους επιχείρησης ρητή ή σιωπηρή αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά τη διοικητική διαδικασία δεν πρέπει να συρρικνώνει τούτο το δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου το οποίο διαθέτει ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο δυνάμει του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (92). Η διαπίστωση αυτή βασίζεται, εν τέλει, στις θεμελιώδεις αρχές της νομιμότητας και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, καθώς και στο δικαίωμα άσκησης αποτελεσματικής ένδικης προσφυγής και στο δικαίωμα του ιδιώτη να εκδικασθεί η υπόθεσή του ενώπιον αμερόληπτου δικαστηρίου το οποίο διασφαλίζεται από το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (93).

106. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος που σχετίζεται με τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ δεν μπορεί να εμποδίζει τις επιχειρήσεις να προβάλλουν επιχειρήματα και να επικαλούνται πραγματικά στοιχεία τα οποία δεν μνημόνευσαν ή δεν αμφισβήτησαν κατά τη διοικητική διαδικασία καθώς και να προσκομίζουν αποδεικτικά στοιχεία τα οποία η Επιτροπή δεν διέθετε όταν εξέδωσε την επίμαχη απόφαση (94).

107. Εντούτοις, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση Knauf Gips, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η εκ μέρους επιχείρησης αναγνώριση πραγματικών ή νομικών στοιχείων κατά την ενώπιον της Επιτροπής διοικητική διαδικασία ενδέχεται να συνιστά συμπληρωματικό αποδεικτικό στοιχείο κατά την εκτίμηση του βασίμου ένδικης προσφυγής (95).

108. Επ’ αυτού, αρκεί η επισήμανση ότι ούτε από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ούτε από τις παρατηρήσεις της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι, όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP, η Επιτροπή είχε εκθέσει συμπληρωματικά αποδεικτικά στοιχεία κατά τη διοικητική διαδικασία –περιλαμβανομένων αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την προβαλλόμενη σιωπηρή αναγνώριση εκ μέρους της Intel της περιόδου αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP– τα οποία ήταν ικανά να επιβεβαιώσουν το απαιτούμενο μερίδιο της HP καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας HPA1.

109. Ως εκ τούτου, η κρίση του Δικαστηρίου με την απόφαση Knauf Gips την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή είναι αλυσιτελής για τους σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης.

110. Τέλος, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει, στο πλαίσιο του υπό κρίση σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, απέκειτο στην Intel να προσκομίσει, κατά τη διάρκεια της έρευνας, στοιχεία που αποδείκνυαν ότι οι εκπτώσεις που χορήγησε δεν ήταν ικανές να αποκλείσουν ανταγωνιστές από την αγορά κατά τους ελλείποντες μήνες και τα ελλείποντα τρίμηνα της περιόδου αναφοράς, φρονώ ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν έχει σχέση με τον πραγματικό ισχυρισμό της όσον αφορά την εκ μέρους της Intel σιωπηρή αναγνώριση του επίμαχου διαστήματος για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP.

111. Εν πάση περιπτώσει, το συγκεκριμένο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί υπό το πρίσμα της προμνησθείσας στο σημείο 103 νομολογίας, η οποία, όπως προεκτέθηκε, απορρέει από την πρώτη αναιρετική απόφαση του Δικαστηρίου (96). Επιπλέον, η εν λόγω νομολογία αρκεί για να διαπιστωθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε ομοίως σε πλάνη απαντώντας στο επιχείρημα ότι η Intel χρησιμοποίησε για τους υπολογισμούς της κατά τη διοικητική διαδικασία την περίοδο αναφοράς που παρέσχε η Επιτροπή. Όπως προκύπτει από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (97), το συγκεκριμένο διάστημα αποτελούσε μέρος της αιτιολογίας της επίμαχης απόφασης και, ως εκ τούτου, μπορούσε να αμφισβητηθεί από την Intel ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

112. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση της αποδεικτικής αξίας της θέσης της Intel κατά τη διοικητική διαδικασία όσον αφορά την περίοδο αναφοράς που χρησιμοποιήθηκε κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP.

113. Το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

4.      Η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Επιτροπής

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

114. Κατά τρίτον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη αρνούμενο να λάβει υπόψη τους συμπληρωματικούς υπολογισμούς που αυτή προσκόμισε στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, ειδικότερα με το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, με σκοπό να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα της Intel σχετικά με τη διάρκεια της παράβασης που καλύπτεται από τη συμφωνία HPA1.

115. Η Επιτροπή επισημαίνει ότι με το συγκεκριμένο παράρτημα απέδειξε ότι τα επιχειρήματα της Intel δεν ήταν ικανά να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην επίμαχη απόφαση σε σχέση με την HP. Επιπλέον, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, μολονότι το Γενικό Δικαστήριο επέτρεψε στην Intel να προσκομίσει νέες αναλύσεις προς αμφισβήτηση της περιόδου αναφοράς κατά την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP, το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε στην Επιτροπή το δικαίωμα να απαντήσει στις εν λόγω αναλύσεις. Συναφώς, η Επιτροπή επικαλείται κυρίως την απόφαση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (98).

116. Η Intel αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα. Κατ’ ουσίαν, υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής ότι θα πρέπει να έχει το δικαίωμα να υποβάλει νέα ανάλυση βάσει του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το πρώτον κατά την ένδικη διαδικασία, ειδικότερα με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, δεν συνάδει προδήλως με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

β)      Ανάλυση

117. Υπενθυμίζεται ότι, με το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, η Επιτροπή προσκόμισε, το πρώτον, ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου συμπληρωματικούς υπολογισμούς βασισμένους σε αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η HP για δύο από τα τρία ελλείποντα τρίμηνα του διαστήματος που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, και συγκεκριμένα το δεύτερο και το τρίτο τρίμηνο του φορολογικού έτους 2003 (99). Όπως προεκτέθηκε (100), με το εν λόγω παράρτημα η Επιτροπή επιδίωκε να αποδείξει ότι, δεδομένου ότι το ποσό των εκπτώσεων που η Intel χορήγησε στην HP υπήρξε σταθερό κατά το διάστημα που κάλυπτε η συμφωνία HPA1, τα αποτελέσματα του απαιτούμενου μεριδίου της HP θα ήταν τα ίδια εάν οι ελλείποντες μήνες και τα ελλείποντα τρίμηνα είχαν ληφθεί υπόψη. Το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως αποδείκνυε επίσης, κατά την Επιτροπή, ότι τα αποτελέσματα του υπολογισμού που ενσωμάτωνε τα στοιχεία για τους ελλείποντες μήνες και τα ελλείποντα τρίμηνα ήταν λιγότερο ευνοϊκά για την Intel από τον μέσο όρο των αποτελεσμάτων στα οποία βασίστηκε η επίμαχη απόφαση.

118. Με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα να ληφθούν υπόψη οι προμνησθέντες συμπληρωματικοί υπολογισμοί επισημαίνοντας, πρώτον, ότι δεν προκύπτουν από την επίμαχη απόφαση και προσκομίζονται για πρώτη φορά κατά την ένδικη διαδικασία. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η συνεκτίμηση των επίμαχων υπολογισμών θα συνεπαγόταν, σε σαφή αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου, την υποκατάσταση της αιτιολογίας της Επιτροπής στην επίμαχη απόφαση με τη δική του εκτίμηση (101). Δεύτερον, εν πάση περιπτώσει, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε, κατ’ ουσίαν, ότι το ύψος των εκπτώσεων που η Intel χορήγησε στην HP ήταν μία μόνον από τις παραμέτρους που απαιτούνταν για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP και ότι εξακολουθούσαν να μην υπάρχουν στοιχεία σχετικά με τις λοιπές παραμέτρους –συγκεκριμένα, τον όγκο των αγορών της HP και τη μέση τιμή πώλησης. Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι τίποτε δεν εγγυάται ότι τα στοιχεία για τους μήνες και τα τρίμηνα που δεν ελήφθησαν υπόψη για την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή δεν διέφεραν από τα στοιχεία που προσδιορίστηκαν για τα εξετασθέντα τρίμηνα (102).

119. Οφείλω να επισημάνω, εκ προοιμίου, ότι, στο μέτρο που, με την υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμησή του σχετικά με τους συμπληρωματικούς υπολογισμούς που υποβλήθηκαν με το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, το επιχείρημα της Επιτροπής που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας θα πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές (103). Εν πάση περιπτώσει, από απόψεως παραδεκτού, εκτιμώ ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει το περιεχόμενο του επίμαχου παραρτήματος.

120. Συναφώς, υπενθυμίζω ότι η άρνηση αποδοχής συμπληρωματικής αιτιολογίας την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή κατά την ένδικη διαδικασία με σκοπό την απόδειξη της παράβασης των κανόνων περί ανταγωνισμού της Συνθήκης μπορεί να εξεταστεί από διάφορες οπτικές γωνίες, οι οποίες αφορούν τόσο τον τύπο (εξωτερική νομιμότητα) όσο και την ουσία (εσωτερική νομιμότητα) της εκδοθείσας από το εν λόγω θεσμικό όργανο απόφασης.

121. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, μολονότι, στη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή δύναται να διευκρινίσει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, εντούτοις η Επιτροπή δεν δύναται στην εν λόγω διαδικασία να προβάλλει εντελώς νέους λόγους. Η απαγόρευση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι η αρχική έλλειψη αιτιολογίας δεν μπορεί να καλυφθεί στο στάδιο της διαδικασίας ενώπιον του δικαστή της Ένωσης με την παροχή στον ενδιαφερόμενο της δυνατότητας να πληροφορηθεί την εν λόγω αιτιολογία μόνον κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης διαδικασίας (104). Όπως επισήμανε η γενική εισαγγελέας J. Kokott, το εν λόγω όριο το οποίο τίθεται στη μεταβολή της αιτιολογίας είναι ιδιαιτέρως σημαντικό σε ποινικές ή οιονεί ποινικές διαδικασίες, όπως η διαδικασία δυνάμει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (105).

122. Περαιτέρω, η ως άνω απαγόρευση μπορεί να εξηγηθεί από την υποχρέωση της Επιτροπής να θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους (106). Συγκεκριμένα, η Επιτροπή οφείλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, να παρέχει στην επιχείρηση τη δυνατότητα να κάνει γνωστές τις απόψεις της σχετικά με το υποστατό και τη λυσιτέλεια των αποδεικτικών στοιχείων που η Επιτροπή προέβαλε προς στήριξη του ισχυρισμού της περί παραβάσεως των διατάξεων της Συνθήκης (107). Η συγκεκριμένη υποχρέωση αφορά, μεταξύ άλλων ουσιωδών στοιχείων της παράβασης, την πραγματική διάρκειά της.

123. Τέλος, όπως ορθώς επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι διόρθωση παράλειψης στην αιτιολογία προσβαλλόμενης απόφασης, λαμβανομένης υπόψη συμπληρωματικής αιτιολογίας η οποία δεν περιέχεται στην εν λόγω απόφαση, έχει ως αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να υποκαθιστά με την εκτίμησή του την εκτίμηση της προσβαλλόμενης απόφασης και, επομένως, να υποπίπτει σε πλάνη περί το δίκαιο (108).

124. Φρονώ ότι οποιαδήποτε από τις ανωτέρω στηριζόμενες στη νομολογία του Δικαστηρίου προσεγγίσεις επαρκούσε ώστε το Γενικό Δικαστήριο να μπορέσει να αποφανθεί ότι το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως ήταν απαράδεκτο, περιλαμβανομένης της προσέγγισης που υιοθέτησε συγκεκριμένα στην απόφασή του σχετικά με την απαγόρευση υποκατάστασης της εκτίμησης της Επιτροπής στην επίμαχη απόφαση με τη δική του εκτίμηση. Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, διαφορετική διαπίστωση θα είχε ως αποτέλεσμα το Γενικό Δικαστήριο να υποπέσει σε πλάνη περί το δίκαιο λόγω μη διαπίστωσης παράβασης από την Επιτροπή της υποχρέωσης αιτιολόγησης, λόγω μη διαπίστωσης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Intel κατά τη διοικητική διαδικασία ή λόγω υποκατάστασης της εκτίμησης της επίμαχης απόφασης με τη δική του εκτίμησή.

125. Απαντώντας στις ως άνω διαπιστώσεις, η Επιτροπή επικαλείται την απόφαση Dole Food. Με την εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι, όταν ένα ζήτημα τίθεται για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής, η Επιτροπή δύναται, χωρίς να παραβεί την απαγόρευση μεταβολής της αιτιολογίας, να υπερασπίσει την εκτίμησή της που περιλαμβάνεται στην επίμαχη απόφαση με στοιχεία που προσκομίσθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης (109).

126. Φρονώ, εντούτοις, ότι το πραγματικό πλαίσιο στην υπόθεση Dole Food διαφέρει από αυτό της υπό κρίση υπόθεσης. Με την απόφαση Dole Food, το Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου ότι οι διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν ενώπιόν του αποσαφήνισαν, κατ’ ουσίαν, απλώς και μόνον την αιτιολογία που ήδη περιλαμβανόταν στην επίμαχη στην εν λόγω υπόθεση απόφαση (110). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι με την επίμαχη απόφαση η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι το απαιτούμενο μερίδιο της HP θα ήταν το ίδιο για το αρχικό διάστημα της συμφωνίας HPA1, εάν είχαν ληφθεί υπόψη οι ελλείποντες μήνες και τα ελλείποντα τρίμηνα. Επομένως, οι συμπληρωματικοί υπολογισμοί που περιέχονται στο παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, τους οποίους η Επιτροπή προσκόμισε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας, ουδόλως συνδέονταν με την υπάρχουσα στην επίμαχη απόφαση αιτιολογία.

127. Εξάλλου, από τις προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Dole Food προκύπτει ότι τα στοιχεία που η Επιτροπή αντέκρουσε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στη συγκεκριμένη υπόθεση περιέχονταν στον φάκελο της έρευνας (111). Τούτο σημαίνει ότι, εν αντιθέσει προς ό,τι συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση είχε λάβει γνώση των εν λόγω στοιχείων κατά τη διοικητική διαδικασία.

128. Ως εκ τούτου, φρονώ ότι η απόφαση Dole Food, την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή, δεν αποτελεί έγκυρο νομολογιακό προηγούμενο προς στήριξη των επιχειρημάτων της.

129. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, φρονώ ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής αρνούμενο να λάβει υπόψη τους συμπληρωματικούς υπολογισμούς που παρασχέθηκαν με το παράρτημα D.17 του υπομνήματος ανταπαντήσεως.

130. Επομένως, το τρίτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

5.      Η πλάνη στην οποία υπέπεσε το Γενικό Δικαστήριο όσον αφορά το ορθό συμπέρασμα που έπρεπε να συναχθεί σε σχέση με τη συνολική διάρκεια της επίμαχης πρακτικής

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων

131. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά για το διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003, τούτο δεν αναιρεί το συμπέρασμα ότι οι εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP ήταν ικανές να έχουν αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2003 έως τον Μάιο του 2005.

132. Η Intel αμφισβητεί το ως άνω επιχείρημα. Ειδικότερα, η Intel υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο ορθώς διαπίστωσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση ότι η Επιτροπή, καθόσον δεν εξέτασε καταλλήλως το κριτήριο που σχετίζεται με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την επίμαχη πρακτική και δεν ανάλυσε προσηκόντως τη διάρκεια των εκπτώσεων, δεν είχε αποδείξει τα αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά των εκπτώσεων που χορηγήθηκαν στην HP καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου αναφοράς.

β)      Ανάλυση

133. Όπως προαναφέρθηκε, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμώντας ότι ο υπολογισμός του απαιτούμενου μεριδίου της HP καθιστούσε δυνατή την εξαγωγή συμπερασμάτων σχετικά με το αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά που είχαν οι εν λόγω εκπτώσεις για το συνολικό διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2005. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι το συγκεκριμένο αποτέλεσμα υφίστατο στο διάστημα από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003 (112).

134. Δεύτερον, στο πλαίσιο της εξέτασης από το Γενικό Δικαστήριο των κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η Επιτροπή δεν είχε εξετάσει προσηκόντως, με την επίμαχη απόφαση, το κριτήριο σχετικά με το ποσοστό κάλυψης της αγοράς από την πρακτική της Intel και τη διάρκειά της (113).  

135. Βάσει των ως άνω παρατηρήσεων το Γενικό Δικαστήριο κατέληξε περαιτέρω στο συμπέρασμα, όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP, ότι, ακόμη και αν έπρεπε να συναχθεί ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πειστικό για μέρος της διάρκειας της παράβασης, τα σφάλματα κατά την εξέταση των κριτηρίων που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης σημαίνουν ότι το αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά των εκπτώσεων δεν αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον (114).

136. Κατά τη γνώμη μου, η επίκριση της συλλογιστικής του Γενικού Δικαστηρίου δεν είναι δικαιολογημένη. Στην πραγματικότητα, η εν λόγω συλλογιστική είναι συνεπής με τις σκέψεις 138, 139 και 141 της πρώτης αναιρετικής απόφασης, την οποία η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση υπενθυμίζει επίσης ορθώς (115). Κατά την εν λόγω νομολογία, εφόσον μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση υποστηρίζει, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίζοντας σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, ότι η συμπεριφορά της δεν ήταν ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό και, ειδικότερα, να προκαλέσει τον προβαλλόμενο εκτοπισμό ανταγωνιστών από την αγορά, η Επιτροπή οφείλει να αναλύσει την ικανότητα του συστήματος εκπτώσεων να προκαλέσει εκτοπισμό των ανταγωνιστών εφαρμόζοντας τα πέντε κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης. Επιπροσθέτως, όταν η Επιτροπή εφαρμόζει το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, το κριτήριο αυτό περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων τα οποία η Επιτροπή πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την εκτίμηση της ικανότητας του συστήματος εκπτώσεων να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

137. Στην υπό κρίση υπόθεση, αρκεί η παρατήρηση ότι, στο μέτρο που το Γενικό Δικαστήριο είχε εκτιμήσει ότι το κριτήριο που αφορά, μεταξύ άλλων, την κάλυψη της αγοράς από την επίμαχη πρακτική δεν είχε εκτιμηθεί δεόντως από την Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά των εκπτώσεων που η Intel χορήγησε στην HP δεν μπορούσαν να αποδειχθούν ούτε για το διάστημα από τον Οκτώβριο του 2003 έως τον Μάιο του 2005 (116).

138. Επομένως, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη σε σχέση με το κατάλληλο συμπέρασμα το οποίο όφειλε να αντλήσει όσον αφορά τη συνολική διάρκεια της παράβασης ως προς τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στην HP.

139. Το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να απορριφθεί.

6.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

140. Κατόπιν των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι κανένα από τα εξετασθέντα σκέλη του τετάρτου λόγου αναιρέσεως δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, ικανό να αναιρέσει τη διαπίστωση του Γενικού Δικαστηρίου ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή δεν απέδειξε το αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά των εκπτώσεων που η Intel χορήγησε στην HP για το σύνολο του διαστήματος από τον Νοέμβριο του 2002 έως τον Μάιο του 2005.

141. Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί (117).

Β.      Επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πολλαπλή πλάνη περί το δίκαιο, παραμόρφωσε τα αποδεικτικά στοιχεία και προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής στο πλαίσιο της εξέτασης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με τη Lenovo

142. Με τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή αμφισβητεί την εκτίμηση, από το Γενικό Δικαστήριο, του τεκμηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή το οποίο εφαρμόστηκε στην επίμαχη απόφαση σε σχέση με τη Lenovo. Ειδικότερα, η Επιτροπή επικρίνει την εκτίμηση που αφορά την ποσοτικοποίηση δύο πλεονεκτημάτων σε είδος που η Intel χορήγησε σε αντάλλαγμα για την υποχρέωση αποκλειστικότητας της Lenovo –συγκεκριμένα μέσω της επέκτασης της τυποποιημένης εγγύησης διάρκειας ενός έτους της Intel και της προσφοράς για βελτίωση της χρήσης πλατφόρμας της Intel στη Shenzhen (Κίνα).

143. Οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου επί του συγκεκριμένου ζητήματος μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως.

1.      Οι διαπιστώσεις του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά τα πλεονεκτήματα σε είδος που η Intel χορήγησε στη Lenovo

144. Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι με την αρχική απόφαση αποδείχθηκε ότι η Intel και η Lenovo είχαν υπογράψει κοινή δήλωση προθέσεων, το Memorandum of Understanding του 2007 (στο εξής: MoU 2007), η οποία τελούσε υπό σιωπηρή προϋπόθεση αποκλειστικότητας (118). Από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι, κατά την Επιτροπή, το ύψος των εκπτώσεων που η Intel χορήγησε στη Lenovo καθορίστηκε στο MoU 2007, το οποίο προέβλεπε χρηματοδοτική στήριξη ύψους 180 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD) για το έτος 2007, υπό τη μορφή τριμηνιαίων πληρωμών (119).

145. Επιπλέον, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (120), το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, η Intel είχε προβάλει το επιχείρημα ότι μόνον το ποσό των 138 εκατομμυρίων USD ήταν κρίσιμο για το μέγεθος των εκπτώσεων. Τούτο αποδόθηκε στο γεγονός ότι, επί οικονομικής ενίσχυσης της Lenovo προβλεπόμενης στο MoU 2007 και ανερχόμενης σε 180 εκατομμύρια USD, μόνον 135 εκατομμύρια USD χορηγήθηκαν τοις μετρητοίς. Το υπόλοιπο της χρηματοοικονομικής στήριξης χορηγήθηκε υπό μορφή πλεονεκτημάτων σε είδος, ήτοι μέσω της επέκτασης της τυποποιημένης εγγύησης διάρκειας ενός έτους της Intel και της προσφοράς για βελτίωση της χρήσης πλατφόρμας της Intel στην Κίνα. Η Επιτροπή τόνισε ότι η Intel είχε υποστηρίξει ότι, μολονότι η αξία των δύο ως άνω μη χρηματικών εισφορών προς τη Lenovo ήταν ύψους 20 εκατομμυρίων USD και 24 εκατομμυρίων USD, αντιστοίχως, το κόστος τους για την Intel ήταν σαφώς χαμηλότερο, ήτοι 1,7 εκατομμύριο USD και 1,3 εκατομμύριο USD, αντιστοίχως. Κατά την Intel, για τους σκοπούς της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, τα εν λόγω στοιχεία έπρεπε να αξιολογηθούν με γνώμονα όχι την αξία τους για τη Lenovo, αλλά το οικονομικό κόστος τους για την ίδια. Η Intel κατέληξε στο ποσό των 138 εκατομμυρίων USD προσθέτοντας στη χρηματοοικονομική στήριξη των 135 εκατομμυρίων USD σε μετρητά το οικονομικό κόστος του 1,7 και του 1,3 εκατομμυρίων USD.

146. Το Γενικό Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή απέρριψε το επιχείρημα της Intel, εκτιμώντας ότι στηριζόταν σε παρανόηση των αρχών της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή (121). Κατά την Επιτροπή, η εν λόγω ανάλυση προϋπέθετε την εξέταση της τιμής στην οποία ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση –ο οποίος όμως δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση– θα έπρεπε να προτείνει τα προϊόντα του στον πελάτη προκειμένου να αντισταθμιστεί η απώλεια των υπό όρους πλεονεκτημάτων που παρέχει η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, απώλεια η οποία προκύπτει από την εκ μέρους του εν λόγω πελάτη μεταφορά του διεκδικήσιμου μεριδίου των αναγκών εφοδιασμού του από την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση προς τον εξίσου αποτελεσματικό ανταγωνιστή (122). Κατά την Επιτροπή, ήταν, επομένως, σαφές ότι έπρεπε να εκτιμηθεί η απώλεια για τον πελάτη, δεδομένου ότι, στην περίπτωση απόκλισης μεταξύ των δύο αυτών αριθμητικών στοιχείων, ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής θα έπρεπε να αντισταθμίσει αυτήν ακριβώς την απώλεια και όχι το οικονομικό κόστος για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση (123).

147. Εν αντιθέσει προς την άποψη της Επιτροπής, και δεχόμενο το κύριο επιχείρημα της Intel, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε παραδοχή ευρισκόμενη στον αντίποδα των βασικών στοιχείων του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εκτέθηκαν στην επίμαχη απόφαση, τα οποία στηρίζονται στην αρχή ότι ο υποθετικός ανταγωνιστής είναι εξίσου αποτελεσματικός με την Intel, ιδίως από την άποψη του κόστους επέκτασης της πλατφόρμας ή της εγγύησης (124).

2.      Η εσφαλμένη ερμηνεία του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε στην επίμαχη απόφαση και του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

α)      Επιχειρήματα των διαδίκων 

148. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση κατά τον προσδιορισμό της φύσης του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε με την επίμαχη απόφαση, γεγονός το οποίο ισοδυναμούσε εν τέλει με εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, κακώς το Γενικό Δικαστήριο αξιολόγησε, με όρους κόστους-τιμής, το κατά πόσον ένας ανταγωνιστής είναι εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση στο πλαίσιο της χορήγησης εκπτώσεων υπό μορφή πλεονεκτημάτων σε είδος.

149. Η Επιτροπή επισημαίνει, εκ προοιμίου, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι εργαλείο ανάλυσης το οποίο προϋποθέτει πλείονες τεχνικές μεθοδολογικές επιλογές. Υπ’ αυτή την έννοια, οι διαπιστώσεις της επίμαχης απόφασης όσον αφορά τις εκπτώσεις που η Intel χορήγησε στη Lenovo μπορούσαν να επικριθούν μόνον σε περίπτωση πρόδηλης πλάνης, την οποία το Γενικό Δικαστήριο δεν διαπίστωσε.

150. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η πλάνη του Γενικού Δικαστηρίου συνίσταται στη διαπίστωση ότι η βάση για την αξιολόγηση της αξίας των πλεονεκτημάτων σε είδος που χορήγησε η Intel ήταν το κόστος παροχής των εν λόγω πλεονεκτημάτων για την Intel και όχι η αξία που αντιπροσώπευαν για τη Lenovo. Συναφώς, η Επιτροπή επαναλαμβάνει κατ’ ουσίαν την απάντηση που έδωσε με την επίμαχη απόφαση στο επιχείρημα της Intel κατά τη διοικητική διαδικασία, όπως εκτίθεται στο σημείο 146 ανωτέρω.

151. Συγκεκριμένα, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα πλεονεκτήματα σε είδος που χορήγησε η Intel έπρεπε να εξεταστούν από την άποψη του κόστους στο οποίο υποβλήθηκε εν λόγω επιχείρηση για την παροχή τους, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο κακώς δεν έλαβε υπόψη ότι ανταγωνιστής μικρότερος από την Intel δεν θα διέθετε πλατφόρμα όπως αυτή που η Intel παρέσχε στη Lenovo και δεν θα ήταν σε θέση να παράσχει παρόμοια επέκταση της εγγύησης για τα προϊόντα της. Κατά συνέπεια, ο εν λόγω ανταγωνιστής θα έπρεπε να παράσχει χρηματική αντιστάθμιση για την απώλεια όσον αφορά τη Lenovo των πλεονεκτημάτων σε είδος που χορήγησε η Intel.

152. Τέλος, για την περίπτωση που το Δικαστήριο απορρίψει τα προεκτεθέντα επιχειρήματα, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο, αρνούμενο να λάβει υπόψη το παράρτημα D.39 του υπομνήματος ανταπαντήσεως το οποίο υποβλήθηκε προς αντίκρουση των ισχυρισμών της Intel, προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας.

153. Η Intel αμφισβητεί τα ως άνω επιχειρήματα. Κατά την Intel, η προσέγγιση του Γενικού Δικαστηρίου είναι συνεπής με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία το άρθρο 102 ΣΛΕΕ επικεντρώνεται σε εξίσου αποτελεσματικούς –και όχι λιγότερο αποτελεσματικούς– ανταγωνιστές και, ειδικότερα, οι αξιολογήσεις των τιμολογιακών πρακτικών πρέπει να βασίζονται στο κόστος και στη στρατηγική της ίδιας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης. Συγκεκριμένα, στις κατευθύνσεις της Επιτροπής σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ επισημαίνεται ότι, όταν είναι διαθέσιμα τα στοιχεία αυτά, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί τις πληροφορίες σχετικά με το κόστος της ίδιας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης. Διαφορετική προσέγγιση θα τιμωρούσε την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της, σε σχέση με τους ανταγωνιστές της, η οποία καθιστά δυνατή την παράδοση προϊόντος σε πελάτη με χαμηλότερο κόστος.

β)      Ανάλυση

154. Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι οι διάδικοι δεν ερίζουν όσον αφορά το αν πλεονεκτήματα σε είδος όπως τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση έπρεπε να ληφθούν υπόψη για τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με τη Lenovo. Το ζήτημα επί του οποίου ερίζουν αφορά, αντιθέτως, τον τρόπο υπολογισμού των εν λόγω πλεονεκτημάτων για τον σκοπό της εφαρμογής του κριτηρίου. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή εκτιμά ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν αντιλήφθηκε ορθώς τις αρχές στις οποίες ερείδεται το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, οι οποίες εκτίθενται στην επίμαχη απόφαση, και υπέπεσε σε πλάνη κατά την ερμηνεία του τρόπου εφαρμογής του εν λόγω κριτηρίου με όρους κόστους-τιμής. Επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αποδεικνύεται χρήσιμο ακόμη και όταν τα στοιχεία της επίμαχης πρακτικής δεν αποτυπώνονται μεν με χρηματικούς όρους, αλλά μπορούν να προσδιοριστούν ποσοτικώς (125).

155. Δεύτερον, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, φρονώ ότι η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση δεν έθεσε υπό αμφισβήτηση τους όρους εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή ή, κατά τη διατύπωση της Επιτροπής, τις «μεθοδολογικές επιλογές» του θεσμικού οργάνου κατά τον καθορισμό του εν λόγω κριτηρίου. Αντιθέτως, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στα πλεονεκτήματα σε είδος που η Intel χορήγησε στη Lenovo ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία που συνιστούν τη βάση του συγκεκριμένου κριτηρίου, το οποίο η Επιτροπή καθόρισε ρητώς στην επίμαχη απόφαση. Από την άποψη αυτή, φρονώ ότι δεν μπορεί να προσαφθεί στο Γενικό Δικαστήριο ότι έθιξε το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει η Επιτροπή κατά τον καθορισμό του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Η ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου αφορά την εσωτερική συνέπεια της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή από την Επιτροπή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

156. Όσον αφορά το ζήτημα κατά πόσον το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη μη λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση που εφάρμοσε η Επιτροπή σε σχέση με τα πλεονεκτήματα σε είδος που η Intel χορήγησε στη Lenovo, από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (126) προκύπτει ότι ορθώς το Γενικό Δικαστήριο εκτίμησε ότι η εγγενής λογική του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εφαρμόστηκε με την επίμαχη απόφαση ήταν να εξεταστεί αν, λαμβανομένων υπόψη του δικού της κόστους και του αποτελέσματος της έκπτωσης, η Intel θα ήταν η ίδια σε θέση να εισέλθει στην αγορά σε πιο περιορισμένη βάση χωρίς να υποστεί ζημίες. Το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω, χωρίς να υποπέσει σε οποιαδήποτε πλάνη, ότι η ανάλυση του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αποτέλεσε αμιγώς υποθετικό εγχείρημα, υπό την έννοια ότι αφορούσε την εξακρίβωση του αν η πρόσβαση στην αγορά ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικού με την Intel, όσον αφορά την παραγωγή και την προμήθεια CPU x86 αξίας ισοδύναμης με εκείνη που προσφέρει η Intel στους πελάτες της, αλλά ο οποίος δεν έχει τόσο ευρεία βάση πωλήσεων όσο η Intel, θα ήταν ανέφικτη (127).

157. Υπενθυμίζω ότι το Δικαστήριο, με τη νομολογία του, έχει κρίνει ότι η εκτίμηση τιμολογιακών πρακτικών πρέπει να βασίζεται στο «κόστος και τη στρατηγική της ίδιας της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως» (128) και, ειδικότερα, ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή πρέπει να εφαρμόζεται λαμβανομένου υπόψη ενός υποθετικού ανταγωνιστή με διάρθρωση κόστους ανάλογη με εκείνη της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης (129). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσέγγιση αυτή δικαιολογείται τοσούτω μάλλον που είναι επίσης σύμφωνη με τη γενική αρχή της ασφάλειας δικαίου, καθόσον, λαμβάνοντας υπόψη το κόστος της και τις τιμές της, η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση μπορεί να εκτιμήσει τη νομιμότητα των δικών της συμπεριφορών, σύμφωνα με την ιδιαίτερη ευθύνη την οποία υπέχει κατά το άρθρο 102 ΣΛΕΕ (130). Ως εκ τούτου, η ερμηνεία από το Γενικό Δικαστήριο των στοιχείων που συνιστούν τη βάση του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην επίμαχη απόφαση φαίνεται συνεπής προς τη νομολογία του Δικαστηρίου.

158. Επιπλέον, η επίμαχη ερμηνεία είναι επίσης σύμφωνη με τον τρόπο υπολογισμού των διαφόρων παραμέτρων που είναι αναγκαίες, κατά την επίμαχη απόφαση, για την εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή. Όπως επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο στην αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (131), σκοπός του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή είναι να διαπιστωθεί αν ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση, ο οποίος έχει κόστος όμοιο με αυτήν, μπορεί πάντοτε να καλύπτει το κόστος του σε μικρότερη κλίμακα. Επομένως, σε κάθε στάδιο του υπολογισμού που καταλήγει στην εφαρμογή του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, όπως εκτίθεται για παράδειγμα στα σημεία 43 και 83 των παρουσών προτάσεων, το κόστος της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης βρίσκεται στο επίκεντρο της ανάλυσης.

159. Είναι αληθές ότι, όταν έκπτωση λόγω αποκλειστικότητας παρέχεται σε χρήμα, η αξία της είναι αντικειμενική και είναι ίδια τόσο για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση όσο και για τον αποδέκτη της έκπτωσης. Αντιθέτως, όταν η εν λόγω έκπτωση παρέχεται σε είδος, η αξία για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση και για τον αποδέκτη μπορεί να διαφέρει με αποτέλεσμα να τίθεται το ζήτημα του τρόπου εκτίμησής της. Τούτου λεχθέντος, η λογική για τον υπολογισμό της εν λόγω αξίας πρέπει να εκκινεί από την ίδια βάση σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Άλλως, η εκτίμηση του κατά πόσον η έκπτωση είναι ικανή να έχει αποτέλεσμα αποκλεισμού των ανταγωνιστών από την αγορά δεν θα γινόταν διά παραπομπής στον κατάλληλο οικονομικό φορέα. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν χωρεί αμφιβολία, όπως ορθώς επισημαίνει το Γενικό Δικαστήριο με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (132), ότι ο κατάλληλος οικονομικός φορέας θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να είναι ένας ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ο οποίος προσφέρει πλεονεκτήματα σε είδος στη Lenovo υπό τις ίδιους όρους με τη συγκεκριμένη κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

160. Τέλος, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η δεύτερη τιμή να χρήζει κάποιας αναπροσαρμογής προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής δεν κατέχει δεσπόζουσα θέση και ότι ο εν λόγω ανταγωνιστής ενδέχεται να δραστηριοποιείται σε μικρότερη κλίμακα. Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή μνημόνευσε το ενδεχόμενο αυτό παραπέμποντας, κατ’ ουσίαν, στην περίπτωση στην οποία ο εξίσου αποτελεσματικός ανταγωνιστής της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχείρησης δεν θα ήταν ικανός να παράσχει πρόσβαση σε παρόμοια πλατφόρμα διανομής ή επέκταση της εγγύησης (133).

161. Εντούτοις, ακόμη και αν το ανωτέρω ενδεχόμενο γίνει δεκτό, τούτο δεν δικαιολογεί την εκτίμηση, για τον σκοπό της ανάλυσης του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, μιας έκπτωσης υπό μορφή πλεονεκτήματος σε είδος στο επίπεδο της αξίας την οποία η εν λόγω έκπτωση αντιπροσωπεύει για τον αποδέκτη της. Θα έπρεπε να έχει υπολογιστεί το κόστος, για έναν ανταγωνιστή εξίσου αποτελεσματικό με την Intel, της παροχής πρόσβασης σε πλατφόρμα διανομής. Ως εκ τούτου, ορθώς το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την αριθμητική εκτίμηση των πλεονεκτημάτων σε είδος που η Intel παρέσχε στη Lenovo (134).

162. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, εκτιμώ ότι η αιτίαση της Επιτροπής όσον αφορά την προσέγγιση που εφάρμοσε το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να απορριφθεί. Κατά τη γνώμη μου, το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε οποιαδήποτε πλάνη διαπιστώνοντας ότι, κατά την αξιολόγηση των πλεονεκτημάτων σε είδος που η Intel χορήγησε στη Lenovo, η Επιτροπή είχε στηριχθεί σε παραδοχή ευρισκόμενη στον αντίποδα των βασικών στοιχείων του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή που εκτίθενται στην επίμαχη απόφαση.

163. Κατά τα λοιπά, στο μέτρο που η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το Γενικό Δικαστήριο προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας αρνούμενο να λάβει υπόψη το παράρτημα D.39 του υπομνήματος ανταπαντήσεως, ο ισχυρισμός αυτός θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους παρόμοιους με εκείνους που ανέλυσα κατά την εξέταση του τρίτου σκέλους του τετάρτου λόγου αναιρέσεως (135).

164. Ειδικότερα, κατά την Επιτροπή, το παράρτημα D.39 του υπομνήματος ανταπαντήσεως αποδείκνυε ότι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι ανταγωνιστής εξίσου αποτελεσματικός με την Intel διέθετε πλατφόρμα διανομής στην Κίνα, το κόστος με το οποίο θα έπρεπε να επιβαρυνθεί για να θέσει την πλατφόρμα στη διάθεση της Lenovo θα ήταν σημαντικά υψηλότερο από το κόστος με το οποίο επιβαρύνθηκε η Intel για την παροχή του συγκεκριμένου πλεονεκτήματος.

165. Συναφώς, επισημαίνω απλώς ότι η ως άνω ανάλυση συνάδει με την παρατήρηση που διατύπωσα στο σημείο 160 ανωτέρω, με την οποία αναγνωρίζω ότι, κατά τον υπολογισμό του κόστους παραγωγής του απαιτούμενου μεριδίου, κάποια προσαρμογή ενδέχεται να είναι αναγκαία προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ένας εξίσου αποτελεσματικός με την Intel ανταγωνιστής δραστηριοποιείται σε μικρότερη κλίμακα.

166. Εντούτοις, στο μέτρο που η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα αυτό στο στάδιο του υπομνήματος ανταπαντήσεως, όπως ορθώς επισήμανε επίσης το Γενικό Δικαστήριο (136), βασίμως το Γενικό Δικαστήριο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τη συμπληρωματική ανάλυση που παρασχέθηκε με το παράρτημα D.39 του υπομνήματος ανταπαντήσεως χωρίς να προσβάλει τα δικαιώματα άμυνας της Επιτροπής.

3.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

167. Κατόπιν των προεκτεθέντων, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι αιτιάσεις της Επιτροπής σχετικά με την αξιολόγηση, εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου, του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή το οποίο εφαρμόστηκε στη Lenovo με την επίμαχη απόφαση, ειδικότερα όσον αφορά δύο πλεονεκτήματα σε είδος τα οποία η Intel χορήγησε ως αντάλλαγμα για την υποχρέωση αποκλειστικότητας της Lenovo, είναι αβάσιμες και θα πρέπει να απορριφθούν.

168. Επομένως, ο πέμπτος λόγος αναιρέσεως θα πρέπει να απορριφθεί.

V.      Πρόταση

169. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απορρίψει την αίτηση αναιρέσεως όσον αφορά τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο αναιρέσεως.

170. Δεν διατυπώνω γνώμη επί της απορρίψεως της αιτήσεως αναιρέσεως όσον αφορά τους λοιπούς λόγους αναιρέσεως που προέβαλε η Επιτροπή ούτε όσον αφορά τον διάδικο που πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα δυνάμει του άρθρου 184, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      T‑286/09 RENV (EU:T:2022:19, στο εξής: αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση).


3      C‑413/14 P (EU:C:2017:632, στο εξής: πρώτη αναιρετική απόφαση).


4      T‑286/09 (EU:T:2014:547, στο εξής: αρχική απόφαση).


5      Υπόθεση COMP/C‑3/37.990 – Intel (στο εξής: επίμαχη απόφαση).


6      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 526).


7      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 524).


8      Βλ., για περισσότερες λεπτομέρειες, σκέψεις 1 έως 61 της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης.


9      Κανονισμός του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101] και [102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


10      Άρθρο 1 της επίμαχης απόφασης.


11      Άρθρο 2 της επίμαχης απόφασης.


12      Όπως διορθώθηκε με διατάξεις της 19ης Σεπτεμβρίου και της 24ης Οκτωβρίου 2017.


13      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψεις 149 και 150).


14      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψεις 65 και 107).


15      Πρώτη αναιρετική απόφαση [σκέψεις 133 και 134, με τις οποίες το Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C‑209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 22)].


16      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψεις 135 έως 137).


17      Απόφαση 85/76 (EU:C:1979:36, στο εξής: απόφαση Hoffmann-La Roche).


18      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 138).


19      Βλ. πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 139, στο εξής: κριτήρια που μνημονεύονται στην σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης).


20      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 141).


21      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 143).


22      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 144).


23      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 145).


24      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 147).


25      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 74 έως 102).


26      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 85).


27      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 96).


28      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 97 και 98).


29      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 101).


30      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 116 έως 122).


31      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 123 έως 127).


32      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 145).


33      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 149).


34      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 150 και 151).


35      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 152 έως 159).


36      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 175, 258, 260, 283, 285, 286, 297 έως 299 και 334).


37      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 160 έως 166).


38      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 167 έως 481).


39      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 482).


40      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 483 έως 520).


41      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 521).


42      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 524).


43      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 526).


44      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 527 και σημείο 1 του διατακτικού).


45      Βλ. σημείο 38 των παρουσών προτάσεων.


46      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 529).


47      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 527 έως 531 και σημείο 3 του διατακτικού).


48      Με την αίτησή της αναιρέσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης, στο πλαίσιο ενός πέμπτου σκέλους, ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι, με την επίμαχη απόφαση, η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τους παράγοντες ενίσχυσης οι οποίοι, κατά την επίμαχη απόφαση, επέτειναν τα αποτελέσματα της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή στην HP. Δεδομένου ότι το συγκεκριμένο σκέλος δεν περιλαμβάνεται στο αίτημα του Δικαστηρίου, δεν θα εξεταστεί στο πλαίσιο της ανάλυσής μου.


49      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 288 και 289, οι οποίες παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 338, 341, 413 και 1296 της επίμαχης απόφασης).


50      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 288, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1406 της επίμαχης απόφασης).


51      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 297 έως 299, 303 και 304, οι οποίες παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 1334 έως 1337 και 1385 έως 1389 της επίμαχης απόφασης).


52      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 321, η οποία παραπέμπει στις αιτιολογικές σκέψεις 1390 έως 1395 της επίμαχης απόφασης). Οι παράγοντες ενίσχυσης ήταν, πρώτον, ότι η Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει τα ευνοϊκότερα για την Intel αριθμητικά στοιχεία και, δεύτερον, ότι, σε περίπτωση μεταφοράς από την HP των αγορών της CPU x86 προς την AMD, η Intel θα μπορούσε με τη σειρά της να μεταφέρει τις εκπτώσεις που προορίζονταν αρχικώς για την HP προς άλλον ανταγωνιστή που χρησιμοποιούσε τις δικές της CPU x86, όπως η Dell.


53      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 303, στην οποία επισημαίνεται ότι ο πίνακας 34 περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1334 της επίμαχης απόφασης).


54      Τα εν λόγω τρίμηνα υποδηλώνονται με μια αλληλουχία συντομογραφιών, από Q4 FY03 έως Q3 FY05, όπου «Q» σημαίνει «τρίμηνο» και «FY» σημαίνει «φορολογικό έτος».


55      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 292, στην οποία επισημαίνεται ότι ο πίνακας 35 περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 1337 της επίμαχης απόφασης).


56      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 304).


57      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 298 και 299, οι οποίες παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 1385 έως 1389 και 1406 της επίμαχης απόφασης).


58      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 291).


59      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 303).


60      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 304 και 305).


61      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 307).


62      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 306).


63      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 307).


64      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 308 έως 310).


65      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 316 έως 318).


66      Πρβλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 54).


67      Σχετικά με την εξέλιξη του κανόνα του περιορισμένου ελέγχου των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων, βλ. Jaeger, M., «The standard of review in competition cases involving complex economic assessments: towards marginalisation of the marginal review?», Oxford Journal of European Competition Law & Practice, τόμος 2, τεύχος 4, 2011, σ. 295 επ.· και Da Cruz Vilaça, J. L., «The intensity of judicial review in complex economic matters – recent competition law judgments of the Court of Justice of the EU», Journal of Antitrust Enforcement, τόμος 6, τεύχος 2, 2018, σ. 173 επ.


68      Απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966 (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 347).


69      Απόφαση της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (42/84, EU:C:1985:327, σκέψη 34).


70      Βλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München (C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14).


71      Απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2005 (C‑12/03 P, στο εξής: απόφαση Tetra Laval, EU:C:2005:87, σκέψη 39).


72      Το κριτήριο που διατυπώνεται με την απόφαση Tetra Laval μνημονεύεται σε σχέση με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2014, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (C‑295/12 P, EU:C:2014:2062, σκέψη 54), καθώς και στις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Απριλίου 2008, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑271/03, EU:T:2008:101, σκέψη 185), της 30ής Ιανουαρίου 2007, France Télécom κατά Επιτροπής (T‑340/03, EU:T:2007:22, σκέψεις 163 και 165), της 17ης Σεπτεμβρίου 2007, Microsoft κατά Επιτροπής (T‑201/04, EU:T:2007:289, σκέψεις 379 έως 381), και της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 32).


73      Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011 (C‑272/09 P, στο εξής: απόφαση KME Germany, EU:C:2011:810).


74      Απόφαση της 8ης Δεκεμβρίου 2011 (C‑386/10 P, στο εξής: απόφαση Χαλκόρ, EU:C:2011:815).


75      Βλ. απόφαση KME Germany (σκέψη 102) και απόφαση Χαλκόρ (σκέψη 62).


76      Βλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψεις 56 και 57), με την οποία το Δικαστήριο αποφάνθηκε, όσον αφορά το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή, ότι «η έννοια αυτή αναφέρεται σε διάφορα κριτήρια τα οποία έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι αποσκοπούν στην εκτίμηση της ικανότητας μιας πρακτικής να παράγει αντίθετα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελέσματα αποκλεισμού» και ότι το κριτήριο του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή αποτελεί «απλώς μια μέθοδο μεταξύ άλλων» για να εκτιμηθούν τα εν λόγω αποτελέσματα.


77      Βλ. σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


78      Βλ. σημείο 44 των παρουσών προτάσεων.


79      Βλ., συναφώς, προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Επιτροπή κατά Alrosa (C‑441/07 P, EU:C:2009:555, σημείο 90), με παραπομπή στην απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala (C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 145).


80      Παράδειγμα περιέχεται στην απόφαση της 10ης Απριλίου 2008, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (T‑271/03, EU:T:2008:101, σκέψεις 183 επ.), η οποία επικυρώθηκε με την απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 143).


81      Βλ. σημείο 68 των παρουσών προτάσεων.


82      Ritter, C., «Presumptions in EU competition law», Journal of Antitrust Enforcement, 2018, τόμος 6, σ. 193.


83      Χαρακτηριστικό παράδειγμα στο δίκαιο του ανταγωνισμού είναι το τεκμήριο ευθύνης της μητρικής εταιρίας. Βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑97/08 P, EU:C:2009:536). Για εξαντλητικό κατάλογο των τεκμηρίων, βλ. Ritter, C., όπ.π., σ. 189 έως 212, και Bailey, D., «Presumptions in EU competition law», European Competition Law Review, τόμος 9, τεύχος 20, 2010, σ. 20.


84      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 306).


85      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 310).


86      Βλ. σημεία 117 έως 129 των παρουσών προτάσεων.


87      Απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2000, SCA Holding κατά Επιτροπής (C‑297/98 P, EU:C:2000:633, σκέψη 37).


88      Απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010 (C‑407/08 P, στο εξής: απόφαση Knauf Gips, EU:C:2010:389, σκέψη 89).


89      Πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 141).


90      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 300 έως 302).


91      Βλ., επίσης, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής (C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψεις 57 και 58).


92      Απόφαση Knauf Gips (σκέψη 90).


93      Απόφαση Knauf Gips (σκέψη 91).


94      Βλ., συναφώς, van der Woude, M., «Judicial control in complex economic matters», Journal of European Competition Law & Practice, τόμος 10, αριθ. 7, 2019, σ. 421.


95      Απόφαση Knauf Gips (σκέψη 90).


96      Βλ., επίσης, πρώτη αναιρετική απόφαση (σκέψη 144).


97      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 302).


98      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2015 (C‑286/13 P, στο εξής: απόφαση Dole Food, EU:C:2015:184).


99      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 316 και 317).


100      Βλ. σημείο 95 των παρουσών προτάσεων.


101      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 317, η οποία παραπέμπει επίσης στη σκέψη 150 της εν λόγω απόφασης).


102      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 318).


103      Η ως άνω παρατήρηση δεν αναιρείται από το επιχείρημα που η Επιτροπή προβάλλει συνοπτικά σε υποσημείωση της αιτήσεως αναιρέσεως με το οποίο υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το ύψος των εκπτώσεων είναι «μακράν» η σημαντικότερη παράμετρος στον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου και ότι, επομένως, οι συμπληρωματικοί υπολογισμοί που υπέβαλε στο Γενικό Δικαστήριο βάσει της συγκεκριμένης παραμέτρου επαρκούσαν για τον υπολογισμό του απαιτούμενου μεριδίου της HP για τα ελλείποντα τρίμηνα. Πρέπει να εφαρμοστεί η πάγια νομολογία κατά την οποία τα επιχειρήματα που προβάλλονται ενώπιον του Δικαστηρίου πρέπει να αναπτύσσονται καταλλήλως. Πρβλ. διάταξη της 26ης Μαρτίου 2020, Magnan κατά Επιτροπής (C‑860/19 P, EU:C:2020:227, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


104      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2005, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, EU:C:2005:408, σκέψη 463).


105      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2014:2437, σημείο 26).


106      Βλ. άρθρο 27, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 1/2003.


107      Πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, NKT Verwaltungs και NKT κατά Επιτροπής (C‑607/18 P, EU:C:2020:385, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


108      Βλ. αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2013, Frucona Košice κατά Επιτροπής (C‑73/11 P, EU:C:2013:32, σκέψεις 89 και 90), και της 21ης Ιανουαρίου 2016, Galp Energía España κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑603/13 P, EU:C:2016:38, σκέψεις 73, 78 και 79).


109      Απόφαση Dole Food (σκέψη 38).


110      Πρβλ. απόφαση Dole Food (σκέψεις 34 έως 38) σε συνδυασμό με την απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Dole Food και Dole Germany κατά Επιτροπής (T‑588/08, EU:T:2013:130, σκέψεις 46 και 47).


111      Βλ. προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην υπόθεση Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C‑286/13 P, EU:C:2014:2437, σημείο 22).


112      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 319 και 334).


113      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 500 και 520).


114      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 525).


115      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 522, υπό την κεφαλίδα «Συμπέρασμα επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης»). Βλ., επίσης, σημεία 32 και 33 των παρουσών προτάσεων.


116      Εντούτοις, είναι σαφές από την αίτηση αναιρέσεως στην υπό κρίση υπόθεση ότι, με τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, η Επιτροπή επιδιώκει να αμφισβητήσει το βάσιμο της διαπίστωσης του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εκτίμηση σύμφωνα με τα κριτήρια που μνημονεύονται στη σκέψη 139 της πρώτης αναιρετικής απόφασης. Εάν το Δικαστήριο κάνει δεκτό τον πρώτο λόγο αναιρέσεως, το τέταρτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως θα πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της συγκεκριμένης κρίσης.


117      Το ως άνω ενδιάμεσο συμπέρασμα θα παρέμενε ορθό ακόμη και αν το Δικαστήριο έκρινε ότι το πέμπτο σκέλος του τετάρτου λόγου αναιρέσεως –το οποίο, όπως προεκτέθηκε, δεν εξετάζεται στο πλαίσιο των παρουσών προτάσεων– είναι βάσιμο. Το εν λόγω σκέλος αφορά τους παράγοντες ενίσχυσης που επέτειναν τα αποτελέσματα της εφαρμογής του κριτηρίου του εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή σε σχέση με την HP, το οποίο, εξ ορισμού, δεν επαρκεί για την αντιστάθμιση των σφαλμάτων που ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την εφαρμογή του εν λόγω κριτηρίου, όπως εξέθεσα με την ανάλυσή μου.


118      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 98, η οποία παραπέμπει στις σκέψεις 1045 έως 1208 της αρχικής απόφασης).


119      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 415, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1461 της επίμαχης απόφασης).


120      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 417, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1463 της επίμαχης απόφασης).


121      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 419).


122      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 420, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1466 της επίμαχης απόφασης).


123      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 421, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1467 της επίμαχης απόφασης).


124      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 433 έως 439, οι οποίες παραπέμπουν στις αιτιολογικές σκέψεις 1003 και 1004 της επίμαχης απόφασης).


125      Πρβλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 59).


126      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 434, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1003 της επίμαχης απόφασης).


127      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 435, η οποία παραπέμπει στην αιτιολογική σκέψη 1004 της επίμαχης απόφασης).


128      Απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 198).


129      Απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2023, Unilever Italia Mkt. Operations (C‑680/20, EU:C:2023:33, σκέψη 59).


130      Βλ. απόφαση της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής (C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 202).


131      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 152, 154, 157 και 158). Βλ., επίσης, σημείο 43 των παρουσών προτάσεων.


132      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψεις 437 και 439).


133      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 438).


134      Βλ. αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 455).


135      Βλ. σημεία 117 έως 129 των παρουσών προτάσεων.


136      Αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση (σκέψη 441).