Language of document : ECLI:EU:T:2006:116

Υπόθεση T-328/03

O2 (Germany) GmbH & Co. OHG

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Κοινοποιηθείσα συμφωνία — Τρίτη γενιά κινητών τηλεπικοινωνιών — Αρνητική πιστοποίηση — Ατομική απαλλαγή — Ανάλυση της καταστάσεως ελλείψει συμφωνίας — Συνέπειες της συμφωνίας επί του ανταγωνισμού»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Πράξεις δεκτικές προσφυγής — Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

(Άρθρο 230 ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως — Προσφυγή κατά αποφάσεως που εξέδωσε η Επιτροπή δυνάμει του κανονισμού 17/62 επί αιτήσεως για αρνητική πιστοποίηση ή απαλλαγή — Ακυρωτική δικαστική απόφαση — Συνέπειες

(Άρθρο 230 ΕΚ· κανονισμοί 17/62 και 1/2003 του Συμβουλίου)

3.      Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων — Επιπτώσεις στον ανταγωνισμό — Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

1.      Παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα των μερών μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, συμφωνίας που έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή με σκοπό τη χορήγηση αρνητικής πιστοποίησης ή, επικουρικώς, απαλλαγής για όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, η απόφαση με την οποία η Επιτροπή χορηγεί αρνητική πιστοποίηση ως προς ορισμένες μόνον πτυχές της συμφωνίας αυτής και απαλλαγή μικρότερης διάρκειας από αυτήν που επιθυμούν οι συμβαλλόμενοι. Κατά συνέπεια, είναι παραδεκτή η προσφυγή ενός εκ των προαναφερθέντων μερών, η οποία αποσκοπεί στην ακύρωση των προσβαλλόμενων διατάξεων μόνο κατά το μέτρο που αυτές συνεπάγονται ότι η συμφωνία εμπίπτει εν μέρει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ και του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας ΕΟΧ.

(βλ. σκέψεις 45-46)

2.      Σε περίπτωση ακυρώσεως της αποφάσεως επί αιτήσεως για αρνητική πιστοποίηση ή απαλλαγή, η Επιτροπή υποχρεούται να αποφασίσει εκ νέου επί των διατάξεων της κοινοποιηθείσας συμφωνίας τις οποίες αφορά η ακύρωση αυτή και να αποφανθεί, ειδικότερα, επί της αιτήσεως χορηγήσεως αρνητικής πιστοποιήσεως, αναγόμενη στον χρόνο της κοινοποιήσεως και διεξάγοντας την εξέτασή της στο πλαίσιο του κανονισμού 17/62. Το γεγονός ότι ο κανονισμός 1/2003 κατήργησε την προϊσχύουσα διαδικασία κοινοποιήσεως δεν ασκεί επιρροή ως προς την εκτέλεση αποφάσεως με την οποία γίνεται δεκτό το αίτημα για ακύρωση τέτοιας αποφάσεως της Επιτροπής.

(βλ. σκέψη 48)

3.      Προκειμένου να εκτιμάται ο συμβατός χαρακτήρας της συμφωνίας με την κοινή αγορά υπό το πρίσμα της απαγορεύσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, επιβάλλεται να εξετάζεται το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου συνάπτεται η συμφωνία, το αντικείμενό της, οι συνέπειές της, καθώς και ο επηρεασμός του ενδοκοινοτικού εμπορίου, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου οι επιχειρήσεις αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους, των προϊόντων ή υπηρεσιών που αφορούν οι συμφωνίες αυτές και της δομής και των πραγματικών συνθηκών λειτουργίας της σχετικής αγοράς. Η μέθοδος αυτή αναλύσεως έχει γενική εφαρμογή και δεν περιορίζεται σε μία μόνον κατηγορία συμφωνιών.

Εξάλλου, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η συμφωνία δεν έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξετάζονται τα αποτελέσματα της συμφωνίας και, προς επιβολή της απαγορεύσεως, να απαιτείται η συνδρομή στοιχείων που να αποδεικνύουν ότι ο ανταγωνισμός πράγματι είτε εμποδίσθηκε είτε περιορίσθηκε ή νοθεύθηκε αισθητά. Ο ανταγωνισμός πρέπει να εξετάζεται εντός του πραγματικού πλαισίου στο οποίο θα διεξαγόταν αν δεν υφίστατο η επίμαχη συμφωνία, ενώ η αλλοίωση του ανταγωνισμού μπορεί ιδίως να αμφισβητείται όταν η συμφωνία αποδεικνύεται αναγκαία ειδικώς για τη διείσδυση μιας επιχειρήσεως σε περιοχή στην οποία δεν ήταν παρούσα μέχρι τότε. Μια τέτοια μέθοδος αναλύσεως, ιδίως όσον αφορά τη συνεκτίμηση της μορφής που θα παρουσίαζαν οι συνθήκες του ανταγωνισμού εάν δεν είχε συναφθεί συμφωνία, δεν καταλήγει στη στάθμιση των θετικών και αρνητικών για τον ανταγωνισμό συνεπειών της συμφωνίας ούτε στην εφαρμογή ενός είδους κανόνα περί ελλόγου αιτίας, τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής δεν δέχθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

Επομένως, η εξέταση που απαιτείται κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνίσταται κυρίως στη συνεκτίμηση δύο άρρηκτα συνδεόμενων παραμέτρων, ήτοι, αφενός, της επιδράσεως της συμφωνίας επί του υφιστάμενου και δυνητικού ανταγωνισμού και, αφετέρου, των συνθηκών του ανταγωνισμού σε περίπτωση που δεν είχε συναφθεί συμφωνία.

Η εξέταση του συνθηκών του ανταγωνισμού ελλείψει συμφωνίας καθίσταται αναγκαία ιδίως σε περιπτώσεις αγορών σε διαδικασία ελευθερώσεως ή σε περιπτώσεις αναδυόμενων αγορών, όπως είναι η αγορά κινητών επικοινωνιών τρίτης γενιάς, στις οποίες ο ανταγωνισμός μπορεί να αποδειχθεί ελάχιστα αποτελεσματικός λόγω, π.χ., της παρουσίας μιας δεσπόζουσας επιχειρήσεως, της συγκεντρωτικής δομής της αγοράς ή της υπάρξεως σημαντικών φραγμών στην πρόσβαση στην αγορά.

Κατά συνέπεια, η απόφαση της Επιτροπής επί συμφωνίας σχετικής με την κοινή χρήση υποδομής και την εθνική περιαγωγή για την τρίτη γενιά κινητών τηλεπικοινωνιών GSM πρέπει να ακυρώνεται οσάκις, αφενός, δεν περιλαμβάνει αντικειμενική εξέταση των συνθηκών του ανταγωνισμού ελλείψει συμφωνίας, γεγονός που αλλοιώνει την εκτίμηση των πραγματικών και δυνητικών συνεπειών της συμφωνίας για τον ανταγωνισμό, και, αφετέρου, δεν αποδεικνύει in concreto, στο πλαίσιο της επίμαχης αναδυόμενης αγοράς, ότι οι σχετικές με την περιαγωγή διατάξεις της συμφωνίας περιορίζουν τον ανταγωνισμό, αλλά, αντιθέτως, περιορίζεται σ’ έναν διάλληλο συλλογισμό και σε γενικόλογους ισχυρισμούς.

(βλ. σκέψεις 66-69, 71-72,116)