Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN MISCHO

της 18ης Σεπτεμβρίου 2003 (1)

Υπόθεση C-289/02

AMOK Verlags GmbH

κατά

A & R Gastronomie GmbH

[αίτηση του Oberlandesgericht München (Γερμανία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών - Δικηγόρος εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος ενεργών κατόπιν συμφωνίας με ημεδαπό δικηγόρο - .ξοδα δικηγόρου, τα οποία ο ηττηθείς διάδικος υποχρεούται να αποδώσει στον νικήσαντα - Περιορισμός»

I - Εισαγωγή

1.
    Στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής υποθέσεως, το Oberlandesgericht München (Γερμανία), με συνοπτικότατη διάταξη περί παραπομπής, μας ερωτά εάν, επί δίκης ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου κατά την οποία ο ηττηθείς διάδικος οφείλει να αποδώσει τα έξοδα δικηγόρου προς τον νικήσαντα, ο δε νικήσας εκπροσωπήθηκε από αλλοδαπό δικηγόρο ενεργήσαντα κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του παρά τω δικαστηρίω που επελήφθη της υποθέσεως, τα άρθρα 12 ΕΚ και 49 ΕΚ απαγορεύουν τον, κατά την πρακτική των γερμανικών δικαστηρίων, περιορισμό των αποδοτέων εξόδων του αλλοδαπού δικηγόρου στο ύψος των αμοιβών κατά τον γερμανικό πίνακα και την, σύμφωνα με την αυτή πρακτική, μη απόδοση των πρόσθετων εξόδων του ημεδαπού δικηγόρου.

II - Το νομικό πλαίσιο

A - Κοινοτικό δίκαιο

2.
    Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους (2) (στο εξής: οδηγία), ορίζει:

«Οι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σ' αυτό το κράτος, αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού.»

3.
    Το άρθρο 5 της οδηγίας ορίζει:

«Για την άσκηση των δραστηριοτήτων οι οποίες αφορούν την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση πελάτου ενώπιον δικαστηρίου, κάθε κράτος δύναται να επιβάλει στους δικηγόρους που αναφέρονται στο άρθρο 1 ως προϋπόθεση:

[...]

-    να ενεργούν κατόπιν συμφωνίας, είτε με δικηγόρο που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου που επελήφθη της υποθέσεως και ο οποίος θα είναι υπεύθυνος, ενδεχομένως έναντι του δικαστηρίου αυτού, είτε με 'avoue' ή 'procuratore' που ασκεί την δραστηριότητά του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού.»

Β - Το εθνικό δίκαιο

4.
    Στη Γερμανία, από το άρθρο 91, παράγραφος 1, του Zivilprozessordnung (Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, στο εξής: ZPO) προκύπτει ότι ο νικήσας διάδικος δικαιούται να ζητήσει από τον ηττηθέντα τα έξοδα για τον δικηγόρο του, στο μέτρο που αυτά ήταν αναγκαία για την προσφυγή στη δικαιοσύνη ή την ενώπιον αυτής προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων του.

5.
    Το ύψος των εξόδων του δικηγόρου υπολογίζεται βάσει πίνακα περιλαμβανομένου στην Bundesrechtsanwaltsgebührenordnung (ομοσπονδιακή κανονιστική πράξη περί των δικηγορικών αμοιβών, στο εξής: BRAGO). Το άρθρο 24a, παράγραφος 1, της BRAGO έχει ως ακολούθως:

«(1)    Εάν ο δικηγόρος ενεργεί υπό την ιδιότητα του ημεδαπού δικηγόρου, κατά την έννοια του άρθρου 28 του νόμου περί ασκήσεως δραστηριότητας των Ευρωπαίων δικηγόρων στη Γερμανία, λαμβάνει αμοιβή ίση προς αυτήν που θα δικαιούνταν για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων (Prozessgebühr) ή την ανάληψη της υποθέσεως (Geschäftsgebühr) εάν ήταν ο ίδιος πληρεξούσιος. Η αμοιβή αυτή συνυπολογίζεται στο σύνολο της καταβαλλομένης προς πληρεξούσιο δικηγόρο αμοιβής.

[...]»

6.
    Η BRAGO δεν περιλαμβάνει ρύθμιση περί της αμοιβής του αλλοδαπού δικηγόρου.

7.
    Ο Gesetz über die Tätigkeit europäischer Rechtsanwälte in Deutschland (νόμος περί της ασκήσεως δραστηριότητας των Ευρωπαίων δικηγόρων στη Γερμανία, στο εξής: EuRAG), στον οποίον παραπέμπει η προμνημονευθείσα διάταξη, εκδόθηκε για τη μεταφορά στο εσωτερικό δίκαιο σειράς οδηγιών σχετικών με το δίκαιο της επαγγελματικής δραστηριότητας των δικηγόρων. Το άρθρο 28 του EuRAG ορίζει:

«(1)    Στο πλαίσιο των δικαστικών διαδικασιών και των διοικητικών διαδικασιών συνεπεία ποινικών αδικημάτων, πταισμάτων τιμωρουμένων με διοικητική κύρωση, πειθαρχικών παραπτωμάτων ή παραβάσεως επαγγελματικών υποχρεώσεων, κατά τις οποίες ο εντολέας δεν δύναται να επιχειρεί αυτοπροσώπως διαδικαστικές πράξεις ή να αμύνεται, ο παρέχων υπηρεσίες Ευρωπαίος δικηγόρος δύναται να ενεργεί ως εκπρόσωπος ή συνήγορος εντολέα μόνον κατόπιν συμφωνίας με δικηγόρο (ημεδαπό δικηγόρο).

(2)    Ο ημεδαπός δικηγόρος πρέπει να δικαιούται να παρίσταται ως εκπρόσωπος ή ως συνήγορος ενώπιον του οικείου δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου. Μεριμνά για την εκ μέρους του παρέχοντος υπηρεσίες Ευρωπαίου δικηγόρου συμμόρφωση προς τις αρχές της ορθής απονομής της δικαιοσύνης κατά την άσκηση καθηκόντων εκπροσωπήσεως ή υπερασπίσεως.

(3)    Εάν δεν συμφωνήθηκε άλλως μεταξύ των ενδιαφερομένων, δεν γεννάται συμβατική σχέση μεταξύ του ημεδαπού δικηγόρου και του εντολέα.

[...]»

8.
    Το άρθρο 28, παράγραφος 4, του EuRAG παραπέμπει περαιτέρω στο άρθρο 52 της BRAGO, κατά την παράγραφο 1 του οποίου δικηγόρος, ο οποίος απλώς και μόνον μεσολαβεί μεταξύ του εντολέα και του πληρεξουσίου στη συγκεκριμένη δίκη ή ο οποίος συμπληρώνει με γνωμοδότηση τη διαβιβαζόμενη προς δικηγόρο ανώτερης βαθμίδας δικογραφία, λαμβάνει, για τις υπηρεσίες αυτές, αμοιβή ίση με αυτήν που οφείλεται προς τον πληρεξούσιο της συγκεκριμένης δίκης για το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο («Prozessgebühr»).

III - Τα πραγματικά περιστατικά και η κύρια δίκη

9.
    Η κύρια δίκη, ενώπιον του Oberlandesgericht München επιληφθέντος κατ' έφεση, αφορά τον καθορισμό δικαστικών εξόδων στο πλαίσιο δίκης επί διαφοράς εκ συμβάσεως, ενώπιον του Landgericht Traunstein (Γερμανία), μεταξύ της αυστριακής επιχειρήσεως A & R Gastronomie GmbH (στο εξής: A & R), εδρεύουσας στο Salzbourg, ήτοι πλησίον των γερμανικών συνόρων, και της γερμανικής επιχειρήσεως AMOK Verlags GmbH (στο εξής: AMOK), η οποία ηττήθηκε. Η A & R εκπροσωπήθηκε από τον Αυστριακό δικηγόρο της, ενεργούντα κατόπιν συμφωνίας με ημεδαπό δικηγόρο, τον οποίον το αιτούν δικαστήριο χαρακτηρίζει «μεσολαβούντα δικηγόρο».

10.
    Η A & R ζητεί την απόδοση των εξόδων του δικηγόρου της από την ηττηθείσα διάδικο AMOK. Εν προκειμένω, διεκδικεί, αφενός, την απόδοση των εξόδων του Αυστριακού δικηγόρου που υπολογίστηκαν βάσει του πίνακα αμοιβών του Rechtsanwaltstarifgesetz (αυστριακού νόμου περί της εκπροσωπήσεως ενώπιον των αυστριακών δικαστηρίων, στο εξής: RATG) και, αφετέρου, την απόδοση της αμοιβής του Γερμανού δικηγόρου με τον οποίον συνέπραξε ο Αυστριακός δικηγόρος.

11.
    Η αντίδικος αντικρούει το αίτημα, προβάλλοντας ότι τα έξοδα αλλοδαπού δικηγόρου δεν πρέπει να υπερβαίνουν εκείνα που θα προέκυπταν κατ' εφαρμογήν του περιλαμβανομένου στην BRAGO γερμανικού πίνακα αμοιβών, τα οποία, εν προκειμένω, είναι αισθητά μικρότερα. Πέραν αυτού, η AMOK δεν αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο οφείλει να αποδώσει τις αμοιβές δύο δικηγόρων.

12.
    Το Oberlandesgericht Munchen, επιληφθέν σε δεύτερο βαθμό της αιτήσεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, εκθέτει ότι, κατά την πάγια νομολογία του, αλλοδαπός διάδικος, εκπροσωπούμενος από αλλοδαπό δικηγόρο, δικαιούται να απαιτήσει από τον αντίδικό του τα έξοδα για αμοιβές δικηγόρων μόνον μέχρι του ποσού στο οποίο θα είχαν ανέλθει τα έξοδα αυτά εάν είχε προσληφθεί Γερμανός δικηγόρος, ουδέποτε δε τα έξοδα του ημεδαπού δικηγόρου με τον οποίον συνέπραξε ο αλλοδαπός δικηγόρος.

13.
    Εντούτοις, αμφιβάλλοντας αν η εν λόγω νομολογιακή πρακτική συνάδει προς το κοινοτικό δίκαιο, το Oberlandesgericht München αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Πρέπει να ερμηνευθούν τα άρθρα 49 EK και 12 ΕΚ υπό την έννοια ότι αντιβαίνει σε αυτά εθνική απόφαση δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία αξίωση αποδόσεως εξόδων, εντός κράτους μέλους, εκ της παροχής υπηρεσιών από δικηγόρο άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο δίκης που διεξήχθη εντός του πρώτου κράτους μέλους, και από τον συμπράξαντα ημεδαπό δικηγόρο, δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσόν των εξόδων, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα είχαν προκύψει εάν ο διάδικος είχε εκπροσωπηθεί από ημεδαπό δικηγόρο;»

IV - Νομική εκτίμηση

14.
    Κατά την επ' ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή εδήλωσε προς το Δικαστήριο ότι αποσύρει τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσον αφορά το παραδεκτό της διατάξεως περί παραπομπής.

15.
    Εκτιμώ επίσης ότι η περί παραπομπής διάταξη, αν και πολύ συνοπτική, περιέχει εντούτοις τα αναγκαία στοιχεία που επιτρέπουν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου η οποία να είναι επωφελής για το αιτούν δικαστήριο (3). Επίσης, εκτιμώ ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Oberlandesgericht München ενεργεί, στο πλαίσιο της διαδικασίας της κύριας δίκης, ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 234 ΕΚ.

A - Επί του πρώτου σκέλους του ερωτήματος (δυνατότητα εφαρμογής του αυστριακού πίνακα αμοιβών)

1. Επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

16.
    Η A & R, εφεσίβλητη στην κύρια δίκη, προβάλλει ότι ο καθορισμός ανωτάτου ορίου, για τα αποδοτέα έξοδα αλλοδαπού δικηγόρου, του αυτού ύψους με εκείνο που θα προέκυπτε από την εφαρμογή του πίνακα αμοιβών της BRAGO αντιβαίνει προς το άρθρο 49 ΕΚ.

17.
    Συγκεκριμένα, «ενώ, σε περίπτωση νίκης, ο ημεδαπός (Γερμανός) διάδικος δύναται κατ' αρχήν να διεκδικήσει το σύνολο των αμοιβών των δικηγόρων του, ο αλλοδαπός διάδικος, ο οποίος οφείλει υψηλότερες αμοιβές, λόγω των αλλοδαπών διατάξεων που διέπουν τις αμοιβές των εκεί εγκατεστημένων δικηγόρων, φέρει ενίοτε σημαντικό μέρος των οφειλομένων αμοιβών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, περιορίζεται το δικαίωμα του διαδίκου σε ελεύθερη επιλογή δικηγόρου, αυτός δε εξαναγκάζεται εμμέσως να προσλάβει δικηγόρο ασκούντα το λειτούργημά του στον τόπο όπου εδρεύει το Δικαστήριο. Συγχρόνως, υφίσταται περιορισμό η ελευθερία παροχής υπηρεσιών εκ μέρους του αλλοδαπού δικηγόρου».

18.
    Σύμφωνα με την A & R, δυνάμει του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εφαρμοστέος είναι, εξάλλου, ο αυστριακός πίνακας αμοιβών, δεδομένου ότι συνδετικό στοιχείο, όσον αφορά την αξίωση περί καταβολής της αμοιβής δικηγόρου, είναι ο τόπος εγκαταστάσεως του δικηγόρου αυτού.

19.
    Επίσης, από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως δικαιολογείται η εφαρμογή του αυστριακού πίνακα αμοιβών. Ως διάδικος εγκατεστημένη στην αλλοδαπή, η A & R εδικαιούτο να προσλάβει δικηγόρο της εμπιστοσύνης της, εγκατεστημένο πλησίον της έδρας της.

20.
    Η Αυστριακή Κυβέρνηση αντιδιαστέλλει τη σχέση μεταξύ του δικηγόρου και των εντολέων του, η οποία υπόκειται σε συμβατική ρύθμιση, από το ζήτημα της αποδόσεως των δικηγορικών αμοιβών η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο δημοσίου δικαίου αξιώσεως, υποκείμενης στο δικονομικό δίκαιο και διεπόμενης από τη lex fori. Η εφαρμογή της lex fori υπαγορεύεται, εξάλλου, από την αρχή της ισότητας των όπλων, δυνάμει της οποίας όλοι οι διάδικοι πρέπει να εκτίθενται εξίσου στον κίνδυνο να υποχρεωθούν να αποδώσουν τα έξοδα.

21.
    Επομένως, καταλήγει η Αυστριακή Κυβέρνηση, δεν υπάρχει περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ, ούτε διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 12 ΕΚ, δεδομένου ότι Αυστριακός δικηγόρος δύναται να ασκεί τη δραστηριότητά του εντός της γερμανικής επικράτειας υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, όσον αφορά την αναζήτηση των δικαστικών εξόδων, με αυτές που προβλέπει η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας για τους υπηκόους της.

22.
    Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι, βάσει του εφαρμοστέου στη Γερμανία δικαίου, η αξίωση καταβολής της αμοιβής δικηγόρου υπόκειται στο δίκαιο του τόπου εγκαταστάσεώς του, ενώ η αξίωση του νικήσαντος διαδίκου, έναντι του ηττηθέντος, περί αποδόσεως των εξόδων του, εμπίπτει στο γερμανικό αστικό δικονομικό δίκαιο.

23.
    Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει, εξάλλου, ότι ο περιορισμός των αποδιδομένων δικηγορικών εξόδων απορρέει από την έννοια του αναγκαίου, η οποία περιλαμβάνεται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του ZPO, προσθέτει δε ότι ενδέχεται να υπάρχουν περιπτώσεις, κατά τις οποίες η προσφυγή στις υπηρεσίες αλλοδαπού δικηγόρου είναι αναγκαία λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της υποθέσεως, παραδείγματος χάρη επειδή εφαρμοστέο είναι το αλλοδαπό δίκαιο. Τα αποδοτέα έξοδα μπορούν, επομένως, κατ' εξαίρεση να καθοριστούν βάσει αλλοδαπού πίνακα αμοιβών. Εντούτοις, ο περιορισμός, τον οποίον το αιτούν δικαστήριο θέτει εν αμφιβόλω, αφορά προδήλως την περίπτωση κατά την οποία η προσφυγή στις υπηρεσίες αλλοδαπού δικηγόρου δεν είναι αναγκαία λόγω της ιδιαίτερης φύσεως της υποθέσεως.

24.
    Ακολούθως, η Γερμανική Κυβέρνηση διατείνεται ότι η ιθαγένεια των διαδίκων είναι άνευ σημασίας, όπως είναι άνευ σημασίας η ιθαγένεια ή ο τόπος εγκαταστάσεως του δικηγόρου. Ακόμη και εάν εγγεγραμμένος στη Γερμανία δικηγόρος ζητεί, βάσει ειδικής συμφωνίας, αμοιβή υπερβαίνουσα αυτήν που θα προέκυπτε κατ' εφαρμογή του πίνακα της BRAGO, η αμοιβή αυτή δεν αποδίδεται μέχρι του ποσού που προβλέφθηκε με τη συμφωνία.

25.
    Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, η ρύθμιση της BRAGO, η οποία προβλέπει όρους ασκήσεως του λειτουργήματος εφαρμοστέους επί των αμοιβών όλων των δικηγόρων εντός της Γερμανίας και μη συνεπαγομένους διακρίσεις, μπορεί να παραλληλισθεί με μορφή πωλήσεως, η οποία δεν εμπίπτει στη γενική απαγόρευση των περιορισμών. Συναφώς, παραπέμπει στις αποφάσεις Alpine Investments (4) και Gourmet International Products (5), με τις οποίες το Δικαστήριο εφήρμοσε στους περιορισμούς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών τη νομολογία Keck και Mithouard (6) περί των μορφών πωλήσεως. Η Γερμανική Κυβέρνηση συνάγει εξ αυτών ότι η επιβολή ανωτάτου ορίου στα αποδοτέα δικηγορικά έξοδα δεν συνιστά απαγορευμένο περιορισμό.

26.
    Ακόμη και εάν, διατείνεται περαιτέρω η Γερμανική Κυβέρνηση, η εκ της BRAGO επιβολή ορίου στα αποδοτέα δικηγορικά έξοδα συνεπήγετο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, αυτός θα ήταν δικαιολογημένος βάσει των προϋποθέσεων που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση Gebhard (7). Ο περιορισμός ανταποκρίνεται στην ανάγκη εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης, η οποία αναγνωρίστηκε από το Δικαστήριο ως επιτακτικός λόγος δημοσίου συμφέροντος με την απόφαση Reisebüro Broede (8).

27.
    Ο Γερμανός νομοθέτης επέλεξε την BRAGO ως πλαίσιο προσανατολισμού για τη διαμόρφωση της προσήκουσας ισορροπίας μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. Επιβάλλοντας όριο στα αποδοτέα έξοδα ίσο προς καθορισμένες αμοιβές, προστατεύει τον ηττώμενο διάδικο από τις υπέρογκες αξιώσεις. Εάν διάδικος υποχρεούται, σε περίπτωση ήττας, να αποδώσει τα δικαστικά έξοδα, η αντίστοιχη επιβάρυνση πρέπει να είναι προβλέψιμη για λόγους ασφαλείας δικαίου, δεν πρέπει δε να εξαρτάται από αυθαίρετη απόφαση του αντιδίκου. Πράγματι, ο ηττώμενος διάδικος δεν ασκεί επιρροή επί της επιλογής δικηγόρου, ούτε επί του ποσού της αμοιβής που συμφωνείται μεταξύ του αντιδίκου και του πληρεξουσίου του στη συγκεκριμένη δίκη.

28.
    Η Γερμανική Κυβέρνηση επισημαίνει, εξάλλου, τον επικουρικό χαρακτήρα του άρθρου 12 ΕΚ εν σχέσει προς το άρθρο 49 ΕΚ, το οποίο αποτελεί ειδική διάταξη στον τομέα της παροχής υπηρεσιών.

29.
    H Επιτροπή επισημαίνει ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προβλέπει ρητώς ότι οι (διασυνοριακές) δραστηριότητες δικηγόρου οι σχετικές με την εκπροσώπηση πελάτου ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος. Κατά συνέπεια, οι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος δικηγόροι, οι οποίοι προβαίνουν σε διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών εντός της Γερμανίας, υπόκεινται εκεί, όσον αφορά τα δικαστικά έξοδα, στους ίδιους κανόνες με τους Γερμανούς δικηγόρους.

30.
    Οι εν λόγω κανόνες έχουν εφαρμογή ανεξαρτήτως του τι συμφωνήθηκε μεταξύ του δικηγόρου και του πελάτη του: εάν η συμφωνηθείσα αμοιβή υπερβαίνει τα έξοδα, τα οποία οφείλει ενδεχομένως να αποδώσει ο αντίδικος βάσει της νομοθεσίας του κράτους μέλους υποδοχής, ο πελάτης εξακολουθεί να βαρύνεται με την οφειλή αυτή έναντι του δικηγόρου του.

2. Νομική εκτίμηση

31.
    Το Oberlandesgericht München μας ερωτά εάν το σύστημα των δικαστικών εξόδων, το οποίο εφαρμόζει κατά παράδοση, αντιβαίνει προς τα άρθρα 12 ΕΚ ή 49 ΕΚ.

32.
    Το άρθρο 12, παράγραφος 1, ΕΚ προβλέπει ότι «εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσας συνθήκης, και με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών της (9), απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας».

33.
    Επομένως, πριν αποφανθούμε επί της δυνατότητας εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως σε συγκεκριμένη κατάσταση, πρέπει να εξετάσουμε εάν υπάρχει ειδική διάταξη η οποία να προσδιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αρχής αυτής στον οικείο τομέα.

34.
    Τούτο επιβεβαιώθηκε από πάγια νομολογία, εκ της οποίας προκύπτει ότι το άρθρο 6 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 12 ΕΚ), «το οποίο καθιερώνει τη γενική αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγενείας, μπορεί να εφαρμοστεί αυτοτελώς μόνον σε καταστάσεις διεπόμενες από το κοινοτικό δίκαιο για τις οποίες η Συνθήκη δεν προβλέπει ειδική απαγόρευση των διακρίσεων» (10).

35.
    Εν προκειμένω, καλούμαστε να αποφανθούμε επί ζητήματος ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, τομέα στον οποίον η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων τέθηκε σε εφαρμογή και εξειδικεύθηκε με το άρθρο 49 ΕΚ. Επομένως, πρέπει να ερμηνευθούν η διάταξη αυτή καθώς και εκείνες που έπονται αυτής στο πλαίσιο του κεφαλαίου 3, το οποίο αφορά τις υπηρεσίες.

36.
    Σύμφωνα με το άρθρο 49, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, «στο πλαίσιο των κατωτέρω διατάξεων (11), οι περιορισμοί της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Κοινότητας απαγορεύονται όσον αφορά τους υπηκόους των κρατών μελών που είναι εγκατεστημένοι σε κράτος της Κοινότητας άλλο από εκείνο του αποδέκτου της παροχής.»

37.
    Το άρθρο 50, τελευταίο εδάφιο, ΕΚ, ορίζει ότι: «Με την επιφύλαξη των διατάξεων του κεφαλαίου που αφορά το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εκείνος που παρέχει υπηρεσία δύναται, για την εκτέλεση αυτής, να ασκήσει προσωρινά τη δραστηριότητά του στο κράτος όπου παρέχεται η υπηρεσία με τους ίδιους όρους που το κράτος αυτό επιβάλλει στους δικούς του υπηκόους.»

38.
    Σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, ΕΚ, «για την πραγματοποίηση της ελευθερώσεως συγκεκριμένης υπηρεσίας, το Συμβούλιο, προτάσει της Επιτροπής και κατόπιν διαβουλεύσεως με την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκδίδει οδηγίες, με ειδική πλειοψηφία».

39.
    Τέτοια οδηγία εξεδόθη ως προς την παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των δικηγόρων. Πρόκειται για την οδηγία «περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους», και, επομένως, περί άρσεως όλων των ασύμβατων με τη Συνθήκη περιορισμών.

40.
    Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι «[ο]ι δραστηριότητες, οι σχετικές με την εκπροσώπηση [...] πελάτου ενώπιον των δικαστικών ή των δημοσίων αρχών ασκούνται σε κάθε κράτος μέλος υποδοχής, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος (12), αποκλειομένου οποιουδήποτε όρου κατοικίας ή εγγραφής σε επαγγελματική οργάνωση του κράτους αυτού».

41.
    Η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου προσθέτει ότι, «κατά την άσκηση αυτών των δραστηριοτήτων, ο δικηγόρος τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες του κράτους μέλους υποδοχής [...]».

42.
    Κατά συνέπεια, ο κοινοτικός νομοθέτης, εφόσον εξαίρεσε δύο όρους δυνάμενους να οδηγήσουν σε εξομοίωση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών προς εγκατάσταση, έκρινε προδήλως ότι όλοι οι λοιποί όροι και κανόνες, οι οποίοι ισχύουν εντός της χώρας υποδοχής, δύνανται να τυγχάνουν εφαρμογής.

43.
    Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς τους όρους και κανόνες ενδέχεται να αφίστανται από τους ισχύοντες εντός της χώρας εγκαταστάσεως του παρέχοντος υπηρεσίες και, επομένως, να θεωρηθούν επαχθείς ή να καθιστούν λιγότερο συμφέρουσα για τον αλλοδαπό δικηγόρο τη διακρατική παροχή υπηρεσιών δεν χρειάζεται να ληφθεί υπόψη, καθόσον αυτοί αναγνωρίστηκαν ως θεμιτοί με οδηγία εναρμονίσεως.

44.
    .νας από τους εν λόγω όρους ή κανόνες που καθιστούν λιγότερο συμφέρουσα τη διακρατική παροχή υπηρεσιών, αλλά ο οποίος πρέπει παρά ταύτα να γίνει δεκτός, είναι ο σχετικός με την δια της BRAGO επιβολή ανωτάτου ορίου στις αμοιβές.

45.
    Συγκεκριμένα, δεν αμφισβητήθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία ότι η έννοια των «όρ[ων] που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος» περιλαμβάνει πράγματι τους όρους, υπό τους οποίους αμοίβονται οι δικηγόροι.

46.
    Είναι βεβαίως αληθές ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά αμέσως τον ίδιο τον Αυστριακό δικηγόρο. Το δικαίωμά του να παρίσταται ενώπιον δικαστηρίων στη Γερμανία και να διεκδικεί από τον πελάτη του αμοιβή υψηλότερη της προβλεπομένης από την BRAGO δεν αμφισβητήθηκε.

47.
    Ωστόσο, το ζήτημα το οποίο εγείρει το Oberlandesgericht München εμπίπτει παρά ταύτα στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας, διότι οι όροι υπό τους οποίους πελάτης μπορεί να ζητήσει από τον αντίδικο την απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου του συνδέονται στενώς με τους όρους υπό τους οποίους ο δικηγόρος μπορεί να ασκήσει τη δραστηριότητά του.

48.
    Επί πλέον, στη Γερμανία, η δυνατότητα του νικήσαντος διαδίκου να αναζητήσει την εν λόγω αμοιβή απορρέει από τους «όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος». Συγκεκριμένα, σε ορισμένα άλλα κράτη μέλη τέτοια δυνατότητα δεν υφίσταται.

49.
    Για όλους τους ανωτέρω λόγους, φρονώ ότι από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας προκύπτει ότι τα γερμανικά δικαστήρια δικαιούνται να καθορίσουν το ποσόν της αποδοτέας αμοιβής για δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος σύμφωνα με τις οικείες εθνικές διατάξεις.

50.
    Κατά συνέπεια, παρέλκει να εξετασθεί το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ.

51.
    Ωστόσο, δεδομένου ότι η A & R, η Γερμανική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή προέβησαν σε αυτή την ανάλυση, διατυπώνω, επικουρικώς, τα ακόλουθα σχόλια.

52.
    Το γεγονός ότι διάδικος ο οποίος κέρδισε δίκη ενώπιον δικαστηρίου στη Γερμανία, έχοντας προσλάβει δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, δεν μπορεί να διεκδικήσει το σύνολο της (υψηλότερης) αμοιβής που ζήτησε ο δικηγόρος αυτός αποτελεί περιορισμό κατά την έννοια του άρθρου 49 ΕΚ. Συγκεκριμένα, ο διάδικος αυτός αποθαρρύνεται από το να απευθυνθεί σε τέτοιο δικηγόρο. Κατά συνέπεια, η διακρατική παροχή υπηρεσιών εκ μέρους δικηγόρων εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη παρακωλύεται εμμέσως.

53.
    Εντούτοις, η επίμαχη νομολογιακή πρακτική φαίνεται να πληροί τους τέσσερις όρους που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου (13).

54.
    .χει εφαρμογή αδιακρίτως επί όλων των δικών που διεξάγονται ενώπιον γερμανικού δικαστηρίου.

55.
    Επίσης δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, ήτοι τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης (14).

56.
    Στην περίπτωση που, δυνάμει εθνικής νομοθεσίας, ο ηττώμενος διάδικος οφείλει να αποδώσει τα έξοδα δικηγόρου του νικήσαντος, η αντίστοιχη επιβάρυνση πρέπει να είναι, κατά το δυνατόν, προβλέψιμη και όχι υπέρμετρη.

57.
    Πράγματι, ο διάδικος δεν ασκεί επιρροή επί της εκ μέρους του αντιδίκου του επιλογής δικηγόρου, ούτε επί του ύψους της αμοιβής που συμφωνείται μεταξύ του αντιδίκου και του πληρεξουσίου του στη δίκη, είτε αυτός είναι εγκατεστημένος στην ημεδαπή είτε σε άλλο κράτος μέλος.

58.
    Ως εκ τούτου, λόγω του κινδύνου, σε περίπτωση ήττας, να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες αξιώσεις αποδόσεως εξόδων, ο οικονομικώς ασθενής διάδικος ενδέχεται να παραιτηθεί από την ενώπιον της δικαιοσύνης διεκδίκηση των δικαιωμάτων του, ακόμη και εάν εκ πρώτης όψεως, έχει ένα καλό φάκελο.

59.
    Τέλος, διάταξη όπως η επίμαχη είναι κατάλληλη για την επίτευξη του επιδιωκομένου σκοπού και δεν είναι δεσμευτική πέραν του αναγκαίου, για την επίτευξη του σκοπού αυτού, μέτρου.

60.
    Κατά συνέπεια, ως προς το πρώτο σκέλος του ερωτήματος, προτείνω να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς εθνικός κανόνας, ο οποίος προβλέπει ότι τα αποδοτέα προς τον νικήσαντα διάδικο δικαστικά έξοδα, για υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να υπερβαίνουν το ποσόν των εξόδων, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα είχαν προκύψει εάν ο διάδικος είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος όπου διεξήχθη η δίκη.

B - Επί του δευτέρου σκέλους του ερωτήματος (απόδοση της αμοιβής του συμπράττοντος ημεδαπού δικηγόρου)

1. Επιχειρήματα που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου

61.
    Η A & R διατείνεται ότι η παράβαση του άρθρου 49 ΕΚ επιτείνεται περαιτέρω εκ του γεγονότος ότι ο νικήσας αλλοδαπός διάδικος, ο οποίος είχε προσλάβει δικηγόρο εγκατεστημένο στον τόπο κατοικίας του, δεν έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την απόδοση της αμοιβής του ημεδαπού δικηγόρου.

62.
    Συγκεκριμένα, ο αλλοδαπός διάδικος παρακινείται, για οικονομικούς λόγους, ακόμη εντονότερα να απευθυνθεί αποκλειστικώς σε δικηγόρο εγκατεστημένο στον τόπο όπου εδρεύει το Δικαστήριο. Κατ' αυτόν τον τρόπο περιορίζεται το δικαίωμά του σε ελεύθερη επιλογή δικηγόρου.

63.
    Κατά τη Γερμανική Κυβέρνηση, το γεγονός ότι η πρόσληψη του ημεδαπού δικηγόρου συνεπάγεται πρόσθετα έξοδα αποτελεί εγγενή συνέπεια του άρθρου 5 της οδηγίας.

64.
    Η ρύθμιση αυτή δεν απαιτεί ο αποδέκτης των υπηρεσιών να μπορεί «αδαπάνως» να επωφελείται της συνδρομής τόσο του ημεδαπού όσο και του αλλοδαπού δικηγόρου, πολλώ δε μάλλον που υπάρχουν επίσης διαδικασίες, κατά τις οποίες δεν προβλέπεται απόδοση των εξόδων εκ μέρους του ηττωμένου διαδίκου.

65.
    Δεδομένου ότι ο εντολέας οφείλει πάντοτε να καταβάλει εξαρχής ο ίδιος την αμοιβή των δικηγόρων του, ο αλλοδαπός δικηγόρος δεν υφίσταται δυσμενή διάκριση εκ του γεγονότος ότι ο αντίδικος του εντολέα δεν υποχρεούται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να του αποδώσει τα έξοδα του ημεδαπού δικηγόρου.

66.
    Η Επιτροπή φρονεί, αντιθέτως, ότι, «στην περίπτωση κατά την οποία αλλοδαπός δικηγόρος ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με ημεδαπό δικηγόρο, κατά την έννοια της οδηγίας 77/249/ΕΟΚ, τα έξοδα σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο θα καταβληθούν για τους δύο δικηγόρους. Η λύση αυτή προκύπτει εμμέσως από την οδηγία, οπότε παρέλκει η επίκληση των διατάξεων της Συνθήκης. Επομένως, μόνον για λόγους πληρότητας πρέπει να προστεθεί ότι θα υφίστατο προδήλως εμπόδιο στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 49, εάν προεβλέπετο υποχρέωση του αλλοδαπού δικηγόρου να απευθύνεται σε ημεδαπό δικηγόρο χωρίς να παρέχεται η δυνατότητα αναζητήσεως των αντίστοιχων εξόδων. Τέτοιο -οικονομικό- εμπόδιο δεν είναι δυνατόν να δικαιολογηθεί και συνιστά κατάφωρη παράβαση του άρθρου 49 ΕΚ».

2. Νομική εκτίμηση

67.
    Είναι αληθές ότι ουδεμία διάταξη του κοινοτικού δικαίου επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να προβλέψουν ότι ο ηττώμενος διάδικος οφείλει να αποδώσει στον νικήσαντα τα έξοδα στα οποία αυτός υποβλήθηκε.

68.
    Επίσης, το κοινοτικό δίκαιο δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβλέψουν ότι, οσάκις διάδικος προσλαμβάνει δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, ο δικηγόρος αυτός πρέπει να ενεργεί κατόπιν συμφωνίας με ημεδαπό δικηγόρο. Συναφώς, το άρθρο 5 της οδηγίας καθιερώνει μόνον απλή ευχέρεια.

69.
    Είναι δυνατόν, ωστόσο, να συναχθεί από το κοινοτικό δίκαιο ότι, στην περίπτωση κατά την οποία κράτος μέλος έκανε χρήση των δύο αυτών δυνατοτήτων, ο ηττώμενος διάδικος πρέπει να αποδίδει στον νικήσαντα την αμοιβή του ημεδαπού δικηγόρου του;

70.
    Είναι αληθές ότι αρνητική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είχε ως συνέπεια ότι, στο εν λόγω κράτος μέλος, οι διάδικοι θα αποθαρρύνονταν από το να απευθύνονται σε δικηγόρους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη και ότι, ως εκ τούτου, θα παρακωλυόταν η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών εκ μέρους των δικηγόρων αυτών.

71.
    Συναφώς, είναι δυνατόν να υποστηριχθεί, εκ προοιμίου, ότι, οσάκις η νομοθεσία κράτους μέλους προβλέπει ότι αποδίδονται τα έξοδα που είναι «αναγκαία» για την προσφυγή στη δικαιοσύνη ή την ενώπιον αυτής προσήκουσα υπεράσπιση των συμφερόντων διαδίκου και η νομοθεσία αυτή επιβάλλει την πρόσληψη ημεδαπού δικηγόρου, του οποίου η παράσταση θεωρείται, εξ αυτού του λόγου, ως «αναγκαία», επιβάλλεται η απόδοση της αμοιβής του δικηγόρου αυτού, διότι εντάσσεται στους «όρους που προβλέπονται για τους δικηγόρους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι σε αυτό το κράτος» κατά την έννοια του άρθρου 4 της οδηγίας.

72.
    Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ζήτημα πρέπει να εξετασθεί μάλλον υπό το πρίσμα του άρθρου 49 ΕΚ παρά υπό το πρίσμα της οδηγίας, το αποτέλεσμα δεν μεταβάλλεται.

73.
    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εάν κράτος μέλος επιβάλλει την παράσταση ημεδαπού δικηγόρου, είναι επειδή θεωρεί ότι αυτή είναι αναγκαία για την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης.

74.
    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό για ποιο λόγο η ίδια αυτή αρχή της εύρυθμης λειτουργίας της δικαιοσύνης μπορεί να απαιτεί να μην αποδίδονται προς τον νικήσαντα διάδικο τα έξοδα της παραστάσεως αυτής.

75.
    Το μόνο αντεπιχείρημα, το οποίο δύναται να προβληθεί, είναι η προστασία του ηττωμένου διαδίκου έναντι υπέρμετρων αξιώσεων αποδόσεως εξόδων (15).

76.
    Είναι αληθές ότι, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, δέχθηκα, αλλά μόνον επικουρικώς, ότι το επιχείρημα αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την επιβολή ανωτάτου ορίου στην αποδοτέα αμοιβή του αλλοδαπού δικηγόρου ίσου προς το ποσόν που ορίζει η BRAGO.

77.
    Εντούτοις, η κατάσταση είναι διαφορετική όσον αφορά τα έξοδα του ημεδαπού δικηγόρου. Συγκεκριμένα, το άρθρο 28 του EURAG επιβάλλει την παράστασή του, ενώ το άρθρο 24a, παράγραφος 2, της BRAGO ορίζει την αμοιβή του.

78.
    Συναφώς, δεν υφίσταται, κατά συνέπεια, αβεβαιότητα δικαίου.

79.
    Κάθε διάδικος γνωρίζει ότι διατρέχει τον κίνδυνο ο αντίδικος να προσλάβει αλλοδαπό δικηγόρο, υποχρεούμενο να ζητήσει τη σύμπραξη ημεδαπού δικηγόρου, και ότι ενδέχεται να υποχρεωθεί να καταβάλει τις αμοιβές των δύο αυτών δικηγόρων. Επομένως, οφείλει να συνεκτιμήσει τον κίνδυνο αυτόν, όταν αποφασίζει να προσφύγει στη δικαιοσύνη ή όταν δεν επιδιώκει εξώδικη επίλυση της διαφοράς, ενώ ενδέχεται ο αντίδικος να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του.

80.
    Κατά συνέπεια, προτείνω, ως προς το δεύτερο σκέλος του προδικαστικού ερωτήματος, να αποφανθεί το Δικαστήριο ότι το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία 77/249 απαγορεύουν τα εκ της παραστάσεως του ημεδαπού δικηγόρου έξοδα να μη συμπεριλαμβάνονται στα αποδοτέα προς τον νικήσαντα διάδικο έξοδα, ο οποίος προσέλαβε δικηγόρο εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος.

V - Πρόταση

81.
    Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω να δοθεί η ακόλουθη απάντηση στο ερώτημα, το οποίο έθεσε το Oberlandesgericht München:

«1)    Το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία 77/249/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1977, περί διευκολύνσεως της πραγματικής ασκήσεως της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών από δικηγόρους, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι δεν αντιβαίνει προς αυτά νομολογιακώς διαμορφωθείς εθνικός κανόνας, ο οποίος προβλέπει ότι τα αποδοτέα προς τον νικήσαντα διάδικο δικαστικά έξοδα, για υπηρεσίες δικηγόρου εγκατεστημένου σε άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να υπερβαίνουν το ποσόν των εξόδων, περιλαμβανομένου του φόρου προστιθέμενης αξίας, τα οποία θα είχαν προκύψει εάν ο διάδικος είχε εκπροσωπηθεί από δικηγόρο εγκατεστημένο στο κράτος μέλος όπου διεξήχθη η δίκη.

2)    Αντιθέτως, το άρθρο 49 ΕΚ και η οδηγία 77/249 απαγορεύουν, σε αυτή την περίπτωση, να μην έχει τη δυνατότητα ο νικήσας διάδικος να ζητήσει την απόδοση των εξόδων ημεδαπού δικηγόρου οσάκις, δυνάμει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, ο εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος δικηγόρος είχε την υποχρέωση να συμπράξει με ημεδαπό δικηγόρο.»


1: -     Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2: -    EE L 78, σ. 17.


3: -    Βλ., ιδίως, τη διάταξη της 8ης Οκτωβρίου 2002, C-190/02, Viacom (Συλλογή 2002, σ. I-8287, σκέψεις 13 έως 16).


4: -    Απόφαση της 10ης Μα.ου 1995, C-384/93 (Συλλογή 1995, σ. I-1141, σκέψεις 33 έως 35).


5: -    Απόφαση της 8ης Μαρτίου 2001, C-405/98 (Συλλογή 2001, σ. I-1795, σκέψεις 18 έως 21 και 39).


6: -    Απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 1993, C-267/91 και C-268/91 (Συλλογή 1993, σ. I-6097, σκέψεις 13 και 17).


7: -    Απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 1995, C-55/94 (Συλλογή 1995, σ. I-4165, σκέψη 37).


8: -    Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 1996, C-3/95, Reisebüro Broede (Συλλογή 1996, σ. I-6511, σκέψεις 38 και επ.).


9: -    Οι πλάγιοι χαρακτήρες τέθηκαν από τον γράφοντα.


10: -    Βλ. την απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2002, C-100/01, Oteiza Olazabal (Συλλογή 2002, σ. I-10981, σκέψη 25), όσον αφορά δε, ειδικότερα, το άρθρο 49 ΕΚ, την απόφαση της 17ης Μα.ου 1994, C-18/93, Corsica Ferries (Συλλογή 1994, σ. I-1783, σκέψεις 19 και 20).


11: -    Η υπογράμμιση δική μου.


12: -    Η υπογράμμιση δική μου.


13: -    Βλ. την απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2002, C-79/01, Payroll κ.λπ. (Συλλογή 2002, σ. I-8923, σκέψη 28 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


14: -    Βλ. την προπαρατεθείσα απόφαση Reisebüro Broede.


15: -    Βλ., στη σκέψη 27 ανωτέρω, την επιχειρηματολογία της Γερμανικής Κυβερνήσεως.