Language of document : ECLI:EU:T:2012:164

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 28ης Μαρτίου 2012 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Δάνειο χορηγηθέν σε αεροπορική εταιρία και δυνάμενο να καταλογισθεί στα ίδια κεφάλαιά της — Απόφαση κηρύσσουσα την ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά — Πώληση περιουσιακών στοιχείων αεροπορικής εταιρίας — Απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη ενισχύσεως κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου της εξετάσεως — Προσφυγή ακυρώσεως — Ενεργητική νομιμοποίηση — Ενδιαφερόμενο μέρος — Παραδεκτό — Σοβαρές δυσχέρειες — Αρμοδιότητα — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑123/09,

Ryanair Ltd, με έδρα το Δουβλίνο (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida και I. -Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόροι,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπουμένης από τους L. Flynn, D. Grespan και E. Righini,

καθής,

υποστηριζομένης από

την Ιταλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τη G. Palmieri και τον P. Gentili, avvocati dello Stato,

και από

την Alitalia — Compagnia Aerea Italiana SpA, με έδρα το Fiumicino (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. M. Roberti, G. Bellitti και I. Perego, δικηγόροι,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως 2009/155/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με το δάνειο 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η Ιταλία στην εταιρία Alitalia C 26/08 (ex NN 31/08) (EE 2009, L 52, σ. 3), και αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 6745 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, με αντικείμενο την κρατική ενίσχυση N 510/2008 — Ιταλία — Πώληση των περιουσιακών στοιχείων της αεροπορικής εταιρίας Alitalia,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα (εισηγητή), πρόεδρο, V. Vadapalas και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Alitalia SpA είναι εταιρία αεροπορικών μεταφορών η οποία ανήκει κατά ποσοστό 49,9 % στο ιταλικό κράτος.

2        Τον Δεκέμβριο του 2006, μετά από διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες ανάκαμψης της χρηματοοικονομικής κατάστασης της Alitalia και αναζήτησης διεθνών συμμαχιών, οι ιταλικές αρχές αποφάσισαν να πωλήσουν τα μερίδια συμμετοχής τους στο κεφάλαιο της Alitalia. Στις 29 Δεκεμβρίου 2006, το ιταλικό Υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών δημοσίευσε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος. Η διαδικασία αυτή, ωστόσο, περατώθηκε στις 18 Ιουλίου 2007 χωρίς να έχει ευδοκιμήσει, καθόσον οι προσφορές που είχαν υποβληθεί αποσύρθηκαν.

3        Τον Σεπτέμβριο του 2007, η Alitalia όρισε μια τράπεζα ως χρηματοοικονομικό σύμβουλο για τον προσδιορισμό ενδεχόμενων εταίρων για την Alitalia. Μεταξύ των προσφορών που παρελήφθησαν, εκείνη που υπέβαλε η Air France-KLM θεωρήθηκε από το διοικητικό συμβούλιο της Alitalia ως η πλέον προσήκουσα. Ωστόσο, ελλείψει συμφωνίας με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, η Air France-KLM απέσυρε την προσφορά της στις 21 Απριλίου 2008.

4        Σε μια σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 23 Απριλίου 2008, οι ιταλικές αρχές πληροφόρησαν την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ότι το ιταλικό υπουργικό συμβούλιο είχε εγκρίνει, με το decreto-legge n° 80, Misure urgenti per assicurare il pubblico servizio di trasporto aereo (νομοθετικό διάταγμα 80, περί επειγόντων μέτρων για τη διασφάλιση της δημόσιας υπηρεσίας των αερομεταφορών) (GURI 97, της 24ης Απριλίου 2008, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 80), που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας χορήγηση δανείου 300 εκατομμυρίων ευρώ στην Alitalia.

 Α —      Διοικητική διαδικασία

5        Η Επιτροπή, μη έχοντας λάβει κοινοποίηση πριν από την εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας χορήγηση δανείου 300 εκατομμυρίων ευρώ στην Alitalia, ζήτησε από τις ιταλικές αρχές, με επιστολή της 24ης Απριλίου 2008 και βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [88] ΕΚ (EE L 83, σ. 1), να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη του εν λόγω δανείου, να υποβάλουν κάθε χρήσιμη πληροφορία για την αξιολόγηση ενός τέτοιου μέτρου με γνώμονα τα άρθρα 87 ΕΚ και 88 ΕΚ, καθώς και να αναστείλουν τη χορήγηση του εν λόγω δανείου και να την ενημερώσουν σχετικά με τα μέτρα που ελήφθησαν για τη συμμόρφωσή τους με την υποχρέωση αυτή που υπέχουν από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

6        Στις 29 Απριλίου 2008, η προσφεύγουσα, Ryanair Ltd, υπέβαλε βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999 καταγγελία στην Επιτροπή, σχετικά με την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως προς όφελος της Alitalia υπό τη μορφή δανείου χορηγηθέντος από τις ιταλικές αρχές στην τελευταία αυτή.

7        Με επιστολή της 20ής Μαΐου 2008, η Επιτροπή ανέφερε στην προσφεύγουσα ότι είχε ζητήσει, με επιστολή της 24ης Απριλίου 2008, πληροφορίες από τις ιταλικές αρχές και ότι επρόκειτο να διεξαγάγει έρευνα βάσει των πληροφοριών αυτών καθώς και βάσει των πληροφοριών που θα παρέχονταν στο πλαίσιο της καταγγελίας.

8        Με επιστολή της 30ής Μαΐου 2008, οι ιταλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή για την έκδοση, στις 27 Μαΐου 2008, του decreto-legge n° 93, Disposizioni urgenti per salvaguardare il potere di acquisto delle famiglie (νομοθετικό διάταγμα 93, περί διατάξεων επείγοντος χαρακτήρα για τη διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών) (GURI 124, της 28ης Μαΐου 2008, σ. 3, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 93), που προέβλεπε τη δυνατότητα της Alitalia να καταλογίσει το προαναφερθέν δάνειο στα ίδια κεφάλαιά της. Την ίδια ημερομηνία, η προσφεύγουσα υπέβαλε νέα καταγγελία στην Επιτροπή σχετικά με τη μετατροπή σε ίδιο κεφάλαιο του δανείου των 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορηγήθηκε από τις ιταλικές αρχές στην Alitalia.

9        Στις 3 Ιουνίου 2008, οι ιταλικές αρχές ανέλαβαν εκ νέου ενέργειες για την εξεύρεση ενός ή περισσοτέρων αγοραστών για την Alitalia, με το decreto-legge n° 97, Disposizioni urgenti in materia di monitoraggio e trasparenza dei meccanismi di allocazione della spesa pubblica, nonche’ in materia fiscale e di proroga di termini» (νομοθετικό διάταγμα 97, περί διατάξεων επείγοντος χαρακτήρα στον τομέα της εποπτείας και της διαφάνειας των μηχανισμών κατανομής των δημόσιων δαπανών, καθώς και στον φορολογικό τομέα και στον τομέα της παρατάσεως των προθεσμιών) (GURI 128, της 3ης Ιουνίου 2008, σ. 5, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 97). Επρόκειτο να επιλεγεί μία ή περισσότερες εταιρίες στις οποίες θα ανετίθετο να προωθήσουν αποκλειστικά, για τρίτους ή για ίδιο λογαριασμό, την υποβολή προσφοράς για την απόκτηση του ελέγχου της Alitalia. Μετά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας επιλογής, το ιταλικό υπουργικό συμβούλιο επέλεξε μια τράπεζα για τον σκοπό αυτό.

 Β —      Απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ

10      Με επιστολή της 12ης Ιουνίου 2008, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την από 11 Ιουνίου 2008 απόφασή της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, σχετικά με τα μέτρα που αφορούσαν, αφενός, το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ που αυτές χορήγησαν στην Alitalia και το οποίο εγκρίθηκε με το νομοθετικό διάταγμα 80 και, αφετέρου, τη δυνατότητα της Alitalia να καταλογίσει το ποσό του εν λόγω δανείου στα ίδια κεφάλαιά της, που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα 93. Κατά την ίδια ημερομηνία, η Επιτροπή απάντησε στη δεύτερη καταγγελία της προσφεύγουσας, ενημερώνοντάς την για την έκδοση της αποφάσεως να κινήσει την προαναφερθείσα επίσημη διαδικασία έρευνας και καλώντας την να υποβάλει παρατηρήσεις.

11      Στις 18 Αυγούστου 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

12      Με την έκδοση του decreto-legge n° 134, Disposizioni urgenti in materia di ristrutturazione di grandi imprese in crisi» (νομοθετικό διάταγμα 134, περί διατάξεων επείγοντος χαρακτήρα για την αναδιάρθρωση των μεγάλων επιχειρήσεων που τελούν σε κατάσταση κρίσεως) (GURI 201, της 28ης Αυγούστου 2008, σ. 3, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 134), εισήχθησαν ορισμένες τροποποιήσεις στη διαδικασία έκτακτης διαχείρισης για τις ιδιαίτερα μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα των ουσιωδών δημοσίων υπηρεσιών.

13      Κατά παρέκκλιση από το decreto-legge n° 270, Nuova disciplina dell’amministrazione straordinaria delle grandi imprese in stato di insolvenza, a norma dell’articolo 1 della legge 30 luglio 1998, n° 274 (νομοθετικό διάταγμα 270, περί νέου καθεστώτος έκτακτης διαχείρισης των μεγάλων αφερέγγυων επιχειρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 1 του νόμου 274 της 30ής Ιουλίου 1998) (GURI 185, της 9ης Αυγούστου 1999, σ. 11, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 270), το οποίο εφαρμόζεται στις προβληματικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, επιτράπηκε η άμεση κίνηση της διαδικασίας έκτακτης διαχείρισης για τις επιχειρήσεις που ασκούν τη δραστηριότητά τους στον τομέα των ουσιωδών δημοσίων υπηρεσιών, προτού αυτές κηρυχθούν αφερέγγυες. Προβλέφθηκε, περαιτέρω, η δυνατότητα εξυγίανσης των εν λόγω επιχειρήσεων με τη μεταβίβαση των περιουσιακών τους στοιχείων, βάσει διαδικασίας απευθείας διαπραγματεύσεων, σε αγοραστές δυνάμενους να εγγυηθούν μεσοπρόθεσμα τη συνέχεια της παροχής της υπηρεσίας, την ταχύτητα της παρεμβάσεως και την τήρηση των απαιτήσεων που προβλέπει η ιταλική νομοθεσία και οι συνθήκες που έχει επικυρώσει η Ιταλική Δημοκρατία. Η δυνατότητα αυτή συνοδευόταν ωστόσο από μια υποχρέωση εξακριβώσεως, από ανεξάρτητο πραγματογνώμονα διοριζόμενο από το ιταλικό Υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης, του αν η τιμή πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων ήταν συμβατή με την αγοραία τιμή.

14      Στις 29 Αυγούστου 2008, η Alitalia ζήτησε από το Tribunale di Roma (Πρωτοδικείο Ρώμης) να διαπιστώσει ότι τελούσε σε κατάσταση παύσεως πληρωμών. Τέθηκε υπό έκτακτη διαχείριση με διάταγμα του προέδρου του ιταλικού υπουργικού συμβουλίου της ίδιας ημερομηνίας.

15      Την 1η Σεπτεμβρίου 2008, η Compagnia Aerea Italiana SpA (στο εξής: CAI) υπέβαλε μη οριστική προκαταρκτική προσφορά για την αγορά ορισμένων περιουσιακών στοιχείων των εταιριών του ομίλου στον οποίο ανήκε η Alitalia (στο εξής: όμιλος Alitalia), η οποία εξηρτάτο από τη συμφωνία των συνδικαλιστικών οργανώσεων σχετικά με την πρόσληψη πρώην μελών του προσωπικού του εν λόγω ομίλου υπό νέους όρους εργασίας.

16      Με υπουργικό διάταγμα της 4ης Σεπτεμβρίου 2008 και σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4 quater, του νομοθετικού διατάγματος 134, μια τράπεζα ορίστηκε ως ανεξάρτητος πραγματογνώμονας προκειμένου να εξακριβωθεί η συμβατότητα της τιμής πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με την αγοραία τιμή. Κατά την ίδια ημερομηνία, συστάθηκε ένα συμβούλιο εποπτείας, στο οποίο ανατέθηκε, μεταξύ άλλων, να διατυπώνει τη συμφωνία του σχετικά με την προτεινόμενη από τον έκτακτο επίτροπο μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων.

17      Στις 14 Σεπτεμβρίου 2008, η CAI απέσυρε την προκαταρκτική της προσφορά, κατόπιν της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.

18      Στις 15 Σεπτεμβρίου 2008, η διαδικασία έκτακτης διαχείρισης επεκτάθηκε στο σύνολο του ομίλου Alitalia.

19      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2008, ο έκτακτος επίτροπος προέβη σε πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος για την εξαγορά του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, η οποία δημοσιεύθηκε την επομένη στον εθνικό και διεθνή Τύπο. Στην εν λόγω πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, ανέφερε την πρόθεσή του να προχωρήσει στην πώληση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων βάσει διαδικασίας απευθείας διαπραγματεύσεων. Οι δυνητικοί αγοραστές εκλήθησαν να παρουσιαστούν σε αυτόν πριν από τις 30 Σεπτεμβρίου 2008.

20      Στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, η CAI επανέλαβε τη μη οριστική προσφορά της υπό τους ίδιους όρους που συνόδευαν την προσφορά που είχε υποβάλει την 1η Σεπτεμβρίου (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω), διευκρινίζοντας ότι η εν λόγω προσφορά ίσχυε μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2008, χρονικό διάστημα το οποίο παρατάθηκε κατόπιν μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2008.

21      Στις 2 Οκτωβρίου 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή τρίτη καταγγελία αφορώσα την έκδοση του νομοθετικού διατάγματος 134 και τη λήψη άλλων μέτρων σχετικά με την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia.

22      Με επιστολή της 14ης Οκτωβρίου 2008, οι ιταλικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή τη διαδικασία πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, ζητώντας της ταυτοχρόνως, για λόγους ασφαλείας δικαίου, να επιβεβαιώσει ότι:

–        η περιγραφόμενη στην κοινοποίηση διαδικασία έκτακτης διαχείρισης δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στους αγοραστές των μεταβιβαζομένων περιουσιακών στοιχείων·

–        η ενδεχόμενη αγορά εκ μέρους τρίτων ορισμένων περιουσιακών στοιχείων τ[ου ομίλου] Alitalia, βάσει ήδη υποβληθείσας προσφοράς, δεν συνεπαγόταν την ύπαρξη στοιχείων οικονομικής συνέχειας με την επιχείρηση που είχε τεθεί υπό αναγκαστική διαχείριση, βάσει της οποίας θα μπορούσε να συναχθεί η μεταβίβαση των οφειλών της Alitalia στον αγοραστή, ιδίως δε της υποχρεώσεως ανακτήσεως των παράνομων και ασύμβατων κρατικών ενισχύσεων που είχαν χορηγηθεί στην Alitalia.

23      Παράλληλα με την κοινοποίηση αυτή και πέραν της τρίτης καταγγελίας της προσφεύγουσας (βλ. σκέψη 21 ανωτέρω), η Επιτροπή έλαβε τρεις καταγγελίες υποβληθείσες από άλλες αεροπορικές εταιρίες και από την ευρωπαϊκή ένωση αεροπορικών εταιριών χαμηλού κόστους (ELFAA).

24      Στις 27 Οκτωβρίου 2008, το νομοθετικό διάταγμα 134 κατέστη ο νόμος 166, Conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 28 Augusto 2008, 134, recante disposizioni urgenti in materia di ristrutturazione di grandi imprese in crisi (νόμος 166, περί μετατροπής σε νόμο, με τροποποιήσεις, του νομοθετικού διατάγματος 134) (GURI 252, της 27ης Οκτωβρίου 2008, σ. 4).

25      Με επιστολή της 30ής Οκτωβρίου 2008, η προσφεύγουσα υπέβαλε στην Επιτροπή συμπληρωματική καταγγελία, αφορώσα ορισμένα μέτρα τα οποία χαρακτήριζε ανησυχητικά, ήτοι, μεταξύ άλλων, την αύξηση του δημοτικού τέλους για κάθε επιβάτη κατά την αναχώρηση από τα ιταλικά αεροδρόμια στα 3 ευρώ, με την οποία οι ιταλικές αρχές αποσκοπούσαν, κατ’ αυτήν, στη χρηματοδότηση της καταβολής αποζημιώσεων λόγω απολύσεως στους πρώην υπαλλήλους της Alitalia, καθώς και μια υποτιθέμενη σύγκρουση συμφερόντων, αποκαλυφθείσα από τον Τύπο, μεταξύ ορισμένων μετόχων της CAI και ορισμένων μετόχων του ανεξάρτητου πραγματογνώμονα, που ήταν τα ίδια πρόσωπα.

26      Στις 31 Οκτωβρίου 2008, η CAI κατέθεσε στον έκτακτο επίτροπο δεσμευτική προσφορά για την αγορά ορισμένων περιουσιακών στοιχείων σχετικών με τη δραστηριότητα αεροπορικής μεταφοράς επιβατών της Alitalia. Η προσφορά αυτή διαβιβάστηκε στην Επιτροπή από τις ιταλικές αρχές στις 3 Νοεμβρίου 2008.

 Γ —      Προσβαλλόμενες αποφάσεις

1.     Απόφαση σχετικά με το δάνειο που χορηγήθηκε στην Alitalia

27      Με την απόφαση 2009/155/ΕΚ, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η Ιταλία στην εταιρία Alitalia C 26/08 (ex NN 31/08) (EE 2009, L 52, σ. 3, στο εξής: πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία εκδόθηκε μετά το πέρας της επίσημης διαδικασίας έρευνας, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, η Επιτροπή έκρινε ότι το εν λόγω δάνειο, του οποίου το ποσό καταλογίστηκε στα ίδια κεφάλαια της Alitalia, συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και διέταξε την ανάκτησή του από τον δικαιούχο της. Αντίγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 14 Ιανουαρίου 2009 και παρελήφθη από αυτή στις 20 Ιανουαρίου 2009.

28      Η Επιτροπή τόνισε καταρχάς ότι το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία στην Alitalia μπορούσε να της παράσχει μέσω κρατικών πόρων ένα οικονομικό πλεονέκτημα, το οποίο, λαμβανομένης υπόψη της πολύ κακής χρηματοοικονομικής της καταστάσεως, τόσο κατά την ημερομηνία της χορηγήσεως του δανείου με το νομοθετικό διάταγμα 80 όσο και κατά την ημερομηνία της εκδόσεως του νομοθετικού διατάγματος 93, δεν θα είχε χορηγηθεί από ενημερωμένο ιδιώτη επενδυτή. Περαιτέρω, η Επιτροπή ανέφερε ότι το χορηγηθέν επιτόκιο, η σχεδόν ταυτόχρονη με τη χορήγηση του εν λόγω δανείου απόσυρση της προσφοράς της Air France-KLM, καθώς και η απουσία άλλης προοπτικής εξαγοράς και οικονομικής παρεμβάσεως των ιδιωτών μετόχων της Alitalia συγχρόνως με εκείνη των ιταλικών αρχών αποτελούσαν στοιχεία που ενίσχυαν το συμπέρασμα αυτό. Η Επιτροπή συνήγαγε από τα ανωτέρω ότι οι εν λόγω αρχές δεν συμπεριφέρθηκαν ως ενήμερος μέτοχος που ασκεί μια διαρθρωτική, συνολική ή τομεακή, πολιτική με γνώμονα τις προοπτικές πιο μακροπρόθεσμης απόδοσης των επενδεδυμένων κεφαλαίων από εκείνες ενός συνήθους επενδυτή.

29      Η Επιτροπή κατέληξε έτσι στο συμπέρασμα ότι το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ, που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία στην Alitalia και το ποσό του οποίου μπορούσε να καταλογισθεί στα ίδια κεφάλαια της τελευταίας αυτής, συνιστούσε παράνομη ενίσχυση, η οποία δεν κοινοποιήθηκε προηγουμένως και ήταν ασύμβατη προς την κοινή αγορά. Διαπίστωσε επιπλέον ότι το εν λόγω μέτρο δεν ενέπιπτε στις εξαιρέσεις που προβλέπει το άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ, ούτε σε εκείνες που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων [87 ΕΚ] και [88] ΕΚ και του άρθρου 61 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ στις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα των αερομεταφορών (EE 1994, C 350, σ. 5), όπως συμπληρώθηκαν από τις κοινοτικές κατευθύνσεις για τη χρηματοδότηση των αερολιμένων και τις κρατικές ενισχύσεις σε αεροπορικές εταιρίες για την έναρξη νέων γραμμών με αναχώρηση από περιφερειακούς αερολιμένες (EE 2005, C 312, σ. 1).

30      Τέλος, η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι η Alitalia μπορούσε να χαρακτηρισθεί προβληματική επιχείρηση, το επίμαχο μέτρο δεν μπορούσε να κηρυχθεί συμβατό προς την κοινή αγορά κατ’ εφαρμογήν των κοινοτικών κατευθυντηρίων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (EE 2004, C 244, σ. 2). Κατά συνέπεια, οι ιταλικές αρχές έπρεπε να λάβουν όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση της ενίσχυσης από τον δικαιούχο, ήτοι την Alitalia.

31      Το διατακτικό της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Το δάνειο 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορηγήθηκε στην Alitalia, με δυνατότητα να καταλογισθεί στα ίδια κεφάλαιά της, και τέθηκε σε εφαρμογή από την Ιταλία κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, [ΕΚ] είναι ασυμβίβαστο με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1. [Η Ιταλική Δημοκρατία] οφείλει να ζητήσει από το δικαιούχο την επιστροφή της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1.

2. Τα προς ανάκτηση ποσά παράγουν τόκους, οι οποίοι υπολογίζονται από την ημερομηνία που τα ποσά τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την πραγματική τους ανάκτηση.

[…]

Άρθρο 3

1. Η ανάκτηση της ενίσχυσης του άρθρου 1 είναι άμεση και αποτελεσματική.

2. [Η Ιταλική Δημοκρατία] οφείλει να διασφαλίσει ότι η παρούσα απόφαση θα τεθεί σε εφαρμογή εντός των τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία της κοινοποίησής της.

Άρθρο 4

1.      Εντός διαστήματος δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η Ιταλία οφείλει να γνωστοποιήσει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

α)      το συνολικό ποσό (αρχικό και τόκοι) προς ανάκτηση από τον δικαιούχο·

β)      λεπτομερή περιγραφή των ήδη ληφθέντων και προβλεπόμενων μέτρων για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)      τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι ο δικαιούχος έχει ειδοποιηθεί για την επιστροφή της ενίσχυσης.

2.      [Η Ιταλική Δημοκρατία] ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Διαβιβάζει πάραυτα, με απλή αίτηση της Επιτροπής, τα στοιχεία σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει και προβλέψει για να συμμορφωθεί προς την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

[…]»

2.     Απόφαση σχετικά με την πώληση περιουσιακών στοιχείων της Alitalia

32      Με την απόφαση C(2008) 6745 τελικό, της 12ης Νοεμβρίου 2008, με αντικείμενο την κρατική ενίσχυση N 510/2008 — Ιταλία — Πώληση των περιουσιακών στοιχείων της αεροπορικής εταιρίας Alitalia (στο εξής: δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση), που εκδόθηκε μετά την περάτωση του προβλεπόμενου στο άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ προκαταρκτικού σταδίου, η Επιτροπή έκρινε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές και οι οποίες ορίζονται στην απόφαση αυτή, δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στους αγοραστές, με την επιφύλαξη της απόλυτης τηρήσεως των δεσμεύσεων εκ μέρους της Ιταλικής Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις οποίες η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς.

33      Πρώτον, η Επιτροπή υπενθύμισε, καταρχάς, στις παραγράφους 21 έως 43 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, το νομικό πλαίσιο της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως στην οποία υποβλήθηκε ο όμιλος Alitalia, καθώς και τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων που εμπλέκονταν στη διαδικασία αυτή. Ακολούθως, στις παραγράφους 44 έως 75 της εν λόγω αποφάσεως, ανάλυσε τη διαδικασία της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, λαμβάνοντας υπόψη, πρώτον, την πληροφόρηση της αγοράς σχετικά με τα διάφορα στάδια της πωλήσεως και την πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος (παράγραφοι 44 έως 52)· δεύτερον, τις ληφθείσες προσφορές για την αγορά των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia και, ειδικότερα, εκείνη που υπέβαλε η CAI (παράγραφοι 53 έως 69)· τρίτον, τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για την αξιολόγηση των προσφορών και, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές και κατά την οποία το κύριο κριτήριο θα ήταν αυτό της συμβατότητας της προσφερομένης τιμής με την αγοραία τιμή (παράγραφοι 70 έως 72)· και, τέταρτον, τις σχετικές με το ανθρώπινο δυναμικό πτυχές (παράγραφοι 73 και 74). Επιπλέον, η Επιτροπή εξέτασε την αποστολή και τον ρόλο του επιφορτισμένου με τον έλεγχο της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia εντολοδόχου. Ο τελευταίος αυτός θα οριζόταν από τις ιταλικές αρχές για να διασφαλίσει ότι η διαδικασία που κοινοποιήθηκε από αυτές θα εφαρμοσθεί πλήρως και εμπράκτως και ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων θα πραγματοποιηθεί στην τιμή της αγοράς, σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία. Συναφώς, αυτός όφειλε να υποβάλει διεξοδικές εκθέσεις στην Επιτροπή (παράγραφοι 76 έως 89).

34      Δεύτερον, η Επιτροπή προέβη, στις παραγράφους 92 έως 151 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εκτίμηση του μέτρου που αφορούσε την πώληση περιουσιακών στοιχείων. Η εκτίμησή της επικεντρώθηκε, αφενός, στην εξέταση της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως υπέρ των αγοραστών των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia (παράγραφοι 92 έως 127) και, αφετέρου, στον κίνδυνο καταστρατηγήσεως της υποχρεώσεως ανακτήσεως της παράνομης και ασύμβατης ενισχύσεως (παράγραφοι 128 έως 151).

35      Στο πλαίσιο του πρώτου μέρους της εκτιμήσεως της, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι η διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως δεν συνεπαγόταν τη χορήγηση ενισχύσεως υπέρ των αγοραστών. Συγκεκριμένα, αφού τόνισε, στην παράγραφο 104 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, κατόπιν της εξετάσεως του ανοικτού, διαφανούς και μη συνεπαγομένου δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της κοινοποιηθείσας διαδικασίας, ότι η τελευταία αυτή δεν παρουσίαζε επαρκή βαθμό διαφάνειας ώστε να εξασφαλίσει αγοραία τιμή, κατέληξε εντούτοις, στην παράγραφο 117 της εν λόγω αποφάσεως, ότι μια τέτοια διαδικασία θα κατέληγε σε πώληση στην αγοραία τιμή, εφόσον η διαδικασία στηριζόταν σε ανεξάρτητη αξιολόγηση από ανεξάρτητους παράγοντες. Επιπλέον, τόνισε, στις παραγράφους 19, 122 και 126 της αποφάσεως αυτής, ότι η εν λόγω διαδικασία δεν συνεπαγόταν την επιβολή υποχρεώσεων δημόσιας εξουσίας στους αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia λόγω των οποίων θα μπορούσε να τεθεί εν αμφιβόλω ο σκοπός της πωλήσεως στην τιμή της αγοράς, όσον αφορά, αφενός, το ανθρώπινο δυναμικό και, αφετέρου, τους όρους εκμεταλλεύσεως της δραστηριότητας αεροπορικών μεταφορών. Συνεπώς κατέληξε, στην παράγραφο 127 της ίδιας αποφάσεως, ότι, με την επιφύλαξη της αυστηρής εφαρμογής των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές, το κοινοποιηθέν μέτρο θα είχε ως αποτέλεσμα την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia στην τιμή της αγοράς.

36      Στο πλαίσιο του δευτέρου μέρους της εκτιμήσεώς της, η Επιτροπή κατέληξε, στην παράγραφο 137 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, λαμβανομένων υπόψη της εκτάσεως της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων και της κατατμήσεως των προσφορών που υπέβαλαν οι δυνητικοί αγοραστές, η διαδικασία που έθεσε σε εφαρμογή η Ιταλική Δημοκρατία δεν συνεπαγόταν οικονομική συνέχεια μεταξύ της Alitalia και των αγοραστών των περιουσιακών της στοιχείων. Ωστόσο, θεώρησε, στην παράγραφο 138 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, όσον αφορά την προσφορά που υπέβαλε η CAI, ο κίνδυνος οικονομικής συνέχειας έχρηζε πιο εμπεριστατωμένης εξετάσεως, λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης ποσότητας περιουσιακών στοιχείων τα οποία αφορούσε η προσφορά. Λαμβάνοντας υπόψη το ότι οι μέτοχοι της CAI δεν είναι ίδιοι με αυτούς της Alitalia, το διαφορετικό εύρος και τον πιο περιορισμένο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων της CAI σε σχέση με αυτές της Alitalia, το γεγονός ότι η CAI έχει τη δική της βιομηχανική στρατηγική καθώς και τον όρο ότι η μεταβίβαση πρέπει να πραγματοποιηθεί στην τιμή της αγοράς, που τονίστηκαν στις παραγράφους 140 έως 145 της αποφάσεως αυτής, η Επιτροπή κατέληξε εν συνεχεία, στις παραγράφους 147 και 149 της ίδιας αποφάσεως, στο ότι δεν υφίστατο οικονομική συνέχεια μεταξύ της Alitalia και της CAI. Κατά συνέπεια, διαπίστωσε, στις παραγράφους 151 έως 156 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, με την επιφύλαξη της πλήρους τηρήσεως των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία και σύμφωνα με τις οποίες η πώληση θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς, η κοινοποιηθείσα διαδικασία δεν είχε ως αποτέλεσμα ούτε την καταστρατήγηση της υποχρεώσεως ανακτήσεως από την Ιταλική Δημοκρατία βάσει της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως ούτε τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων στους αγοραστές της Alitalia.

37      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές, δεν συνιστούσε ενίσχυση, στον βαθμό που θα ετηρούντο πλήρως οι δεσμεύσεις αυτές.

 Διαδικασία

38      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 28 Μαρτίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

39      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 23 Ιουλίου και στις 7 Αυγούστου 2009, η Ιταλική Δημοκρατία και η Alitalia — Compagnia Aerea Italiana (στο εξής: Alitalia‑CAI) ζήτησαν να παρέμβουν υπέρ της Επιτροπής.

40      Με διατάξεις της 16ης Σεπτεμβρίου και της 19ης Οκτωβρίου 2009, ο πρόεδρος του ογδόου τμήματος επέτρεψε τις παρεμβάσεις της Ιταλικής Δημοκρατίας και της Alitalia‑CAI.

41      Με δικόγραφο της 11ης Αυγούστου 2010, η Alitalia‑CAI ζήτησε την άδεια να χρησιμοποιήσει την ιταλική κατά την προφορική διαδικασία, σύμφωνα με το άρθρο 35, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, αίτημα το οποίο έγινε δεκτό.

42      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου άλλαξε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο πέμπτο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε κατά συνέπεια η υπό κρίση υπόθεση.

43      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και να θέσει ορισμένα ερωτήματα στους διαδίκους.

44      Με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2011, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η διαδικασία ανεστάλη βάσει του άρθρου 77, στοιχείο α΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑83/09 P, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex.

45      Με δικόγραφο της 19ης Απριλίου 2011, η προσφεύγουσα ζήτησε τη λήψη μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, βάσει των άρθρων 49 και 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, προκειμένου να διαταχθεί η Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα.

46      Δεδομένου ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, C‑83/09 P, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex (Συλλογή 2011, σ. Ι‑4441) εκδόθηκε στις 24 Μαΐου 2011, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση επαναλήφθηκε. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να ακούσει τις παρατηρήσεις των διαδίκων επί των συνεπειών που έπρεπε να συναχθούν από την απόφαση αυτή όσον αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

47      Με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου αντιστοίχως στις 5 και 6 Ιουνίου 2011, η Alitalia‑CAI και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας.

48      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 30ής Ιουνίου 2011.

 Αιτήματα των διαδίκων

49      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που δεν διατάσσει την ανάκτηση της ενισχύσεως από τους διαδόχους της Alitalia και παρέχει στην Ιταλική Δημοκρατία συμπληρωματική προθεσμία για να θέσει σε εφαρμογή την απόφαση αυτή·

–        να ακυρώσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

50      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

51      Η Alitalia‑CAI ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

52      Η Ιταλική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Α —      Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως

1.     Επί του παραδεκτού

53      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ και μπορεί παραδεκτώς να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι, ως ανταγωνίστρια της Alitalia και της CAI, τα συμφέροντά της εθίγησαν από τη χορήγηση του δανείου στην Alitalia και από τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της τελευταίας αυτής στην CAI. Αναφέρει, περαιτέρω, ότι με την προσφυγή της προσπαθεί να διαφυλάξει τα διαδικαστικά της δικαιώματα, καθόσον η ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως θα έχει ως αποτέλεσμα την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Υποστηρίζει, τέλος, ότι η εν λόγω απόφαση έθιξε ουσιωδώς τη θέση της στην αγορά.

54      Χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την Alitalia‑CAI, ισχυρίζεται ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό που η προσφεύγουσα αποσκοπεί, με την άσκησή της, στη διαφύλαξη των διαδικαστικών δικαιωμάτων της, λαμβανομένης υπόψη της ιδιότητάς της ως καταγγέλλουσας και ως ανταγωνίστριας των «εταιριών που ενεπλάκησαν στη διαδικασία πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων τ[ου ομίλου] Alitalia». Αντιθέτως, εκτιμά ότι, στον βαθμό που η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί «ενδιαφερόμενος» κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, αυτό δεν αρκεί ώστε να κριθεί παραδεκτή η προσφυγή, εκτός αν αποδείξει ότι υπόκειται σε ιδιαίτερο καθεστώς, οπότε η θέση της στην αγορά επηρεάσθηκε ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της αποφάσεως αυτής, πράγμα που δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω.

55      Η Ιταλική Δημοκρατία φρονεί ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, καθόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση έχει άμεσες συνέπειες για την ανταγωνιστική της θέση.

56      Εκ προοιμίου, πρέπει να υπομνησθεί ότι, έστω και αν, κατά το άρθρο 40, τέταρτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που εφαρμόζεται στο Γενικό Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 53 του εν λόγω Οργανισμού, οι παρεμβαίνοντες δεν νομιμοποιούνται να προβάλουν αιτήματα που δεν συνάδουν με τα αιτήματα που προέβαλε ο υπέρ ου η παρέμβαση, δεδομένου ότι πρόκειται για λόγο απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, πρέπει να εξεταστεί το παραδεκτό της προσφυγής αυτεπαγγέλτως, δυνάμει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑313/90, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψεις 21 έως 24).

57      Δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατά αποφάσεως που απευθύνεται σε άλλο πρόσωπο μόνον αν η απόφαση αυτή το αφορά άμεσα και ατομικά.

58      Κατά πάγια νομολογία, πρόσωπα άλλα από τους αποδέκτες μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνον αν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και έτσι τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, 942· της 19ης Μαΐου 1993, C‑198/91, Cook κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑2487, σκέψη 20, και της 15ης Ιουνίου 1993, C‑225/91, Matra κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑3203, σκέψη 14).

59      Πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι το άρθρο 4 του κανονισμού 659/1999 προβλέπει ένα προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως των κοινοποιηθέντων μέτρων ενισχύσεως που έχει ως σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη επί της συμβατότητας προς την κοινή αγορά της επίμαχης ενισχύσεως. Μετά το πέρας αυτού του σταδίου, η Επιτροπή διαπιστώνει είτε ότι το εν λόγω μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση είτε ότι εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Στη δεύτερη αυτή περίπτωση, το εν λόγω μέτρο μπορεί να μη δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά ή, αντιθέτως, να δημιουργεί (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 43).

60      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, ενώ εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεν δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, αποφασίζει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 44).

61      Οσάκις η Επιτροπή εκδίδει τέτοια απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, κρίνει όχι μόνον το μέτρο συμβατό με την κοινή αγορά, αλλά επίσης αρνείται, σιωπηρώς, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπουν το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 45).

62      Εφόσον η Επιτροπή διαπιστώσει, μετά από την προκαταρκτική εξέταση, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δημιουργεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο συμβιβάζεται με την κοινή αγορά, υποχρεούται, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, να αποφασίσει την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Κατά την τελευταία αυτή διάταξη, η εν λόγω απόφαση καλεί το οικείο κράτος μέλος και τα άλλα ενδιαφερόμενα μέρη να υποβάλουν παρατηρήσεις εντός ορισμένης προθεσμίας, η οποία συνήθως δεν υπερβαίνει τον ένα μήνα (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 46).

63      Η νομιμότητα αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, εξαρτάται από το κατά πόσον υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα της ενισχύσεως με την κοινή αγορά. Εφόσον τέτοιες αμφιβολίες πρέπει να οδηγούν στην κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας, στην οποία μπορούν να μετάσχουν τα κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999 ενδιαφερόμενα μέρη, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μια τέτοια απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως. Συγκεκριμένα, εκείνοι υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να διασφαλίσουν την τήρησή τους μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 47).

64      Επομένως, η συγκεκριμένη ιδιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, η οποία συναρτάται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής, αρκεί για την εξατομίκευση του προσφεύγοντος, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ο οποίος αμφισβητεί απόφαση περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 48).

65      Κατά το άρθρο 1, στοιχείο η΄, του κανονισμού 659/1999, ως ενδιαφερόμενο μέρος νοείται μεταξύ άλλων κάθε πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων των οποίων τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενισχύσεως, ήτοι ειδικότερα οι επιχειρήσεις που ανταγωνίζονται τον δικαιούχο της εν λόγω ενισχύσεως. Πρόκειται, δηλαδή, για απροσδιόριστο σύνολο αποδεκτών (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

66      Όταν ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση αποφάσεως περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων, αμφισβητεί κυρίως το γεγονός ότι η απόφαση της Επιτροπής για την επίμαχη ενίσχυση εκδόθηκε χωρίς το εν λόγω όργανο να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, προσβάλλοντας με τον τρόπο αυτό τα διαδικαστικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημα ακυρώσεως, ο προσφεύγων μπορεί να προβάλει οποιοδήποτε λόγο ικανό να αποδείξει ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του με την κοινή αγορά. Πάντως, η προβολή τέτοιων επιχειρημάτων δεν θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τη μεταβολή του αντικειμένου της προσφυγής ούτε την τροποποίηση των προϋποθέσεων παραδεκτού (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2009, C‑319/07 P, 3F κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑5963, σκέψη 35). Αντιθέτως, η ύπαρξη αμφιβολιών όσον αφορά τη συμβατότητα αυτή συνιστά ακριβώς το αποδεικτικό στοιχείο που πρέπει να προσκομιστεί προκειμένου να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή είχε υποχρέωση να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας που προβλέπουν το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (απόφαση Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψη 59).

67      Υπό το φως των προεκτεθέντων, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα νομιμοποιείται να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

68      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση είναι απόφαση εκδοθείσα μετά την περάτωση του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ και δεν συνιστούσε συνεπώς ενίσχυση. Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι, με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή αρνήθηκε σιωπηρώς να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Συνεπώς, με γνώμονα τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 61 έως 64 και 66 ανωτέρω, σχετικά με απόφαση εκδοθείσα βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, με την οποία η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι απόφαση διαπιστώνουσα τη μη ύπαρξη ενισχύσεως κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά άμεσα και ατομικά κάθε ενδιαφερόμενο μέρος. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν μια τέτοια απόφαση εκδόθηκε βάσει της παραγράφου 2 του άρθρου 4, τα πρόσωπα υπέρ των οποίων έχουν τεθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπουν το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 μπορούν να επιτύχουν την τήρηση των εγγυήσεων αυτών μόνον αν έχουν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν την απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε η μη ύπαρξη ενισχύσεως κατόπιν του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως. Επιπλέον, όσον αφορά τις αποφάσεις που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, η ενεργητική νομιμοποίηση για την άσκηση προσφυγής ακυρώσεως δεν μπορεί να εξαρτάται από τη νομική βάση στις οποίες στηρίχθηκε η έκδοση των αποφάσεων αυτών.

69      Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν η προσφεύγουσα απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι αποτελεί, εν προκειμένω, ενδιαφερόμενο μέρος.

70      Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι δραστηριοποιείται στα 22 ιταλικά αεροδρόμια και οι δραστηριότητές της συμπίπτουν με αυτές της Alitalia‑CAI σε 29 «εγχώρια ή διεθνή δρομολόγια», όπως Ρώμη-Βενετία και Ρώμη-Μαδρίτη. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι δεν πραγματοποιεί πτήσεις από τα ίδια αεροδρόμια, ισχυρίζεται ότι προσφέρει πτήσεις από και προς τις ίδιες πόλεις με αυτές της Alitalia‑CAI. Υποστηρίζει περαιτέρω ότι, ως ανταγωνίστρια της Alitalia και της CAI, τα συμφέροντά της θίγονται από τη μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia στην CAI, καθόσον η μεταβίβαση αυτή παρέσχε τη δυνατότητα στην CAI να αναλάβει τη δραστηριότητα αεροπορικής μεταφοράς επιβατών της Alitalia υπό εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους, ενώ ταυτόχρονα αποφεύχθηκε η απόσυρση της Alitalia από την αγορά.

71      Τα στοιχεία αυτά όμως δεν αμφισβητούνται από την Επιτροπή και αποδεικνύουν επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσεως με την Alitalia στην ιταλική και στη διεθνή αγορά αεροπορικής μεταφοράς επιβατών.

72      Επιπλέον, το επιχείρημα των παρεμβαινουσών ότι, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα αποτελεί αεροπορική εταιρία χαμηλού κόστους (low-cost), είναι δύσκολο να γίνει δεκτό ότι βρέθηκε στην ιδιαίτερη θέση να αναλάβει την εκτέλεση των δρομολογίων που πραγματοποιούσε μια παραδοσιακή αεροπορική εταιρία όπως η Alitalia, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το γεγονός ότι τα μέρη τελούν σε ανταγωνισμό στην ιταλική και στη διεθνή αγορά αεροπορικής μεταφοράς επιβατών. Συγκεκριμένα, από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού, αρκεί η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είναι ανταγωνίστρια του ωφελουμένου από τα καταγγελλόμενα κρατικά μέτρα, εφόσον οι δύο αυτές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται, άμεσα ή έμμεσα, τακτικές γραμμές αεροπορικής μεταφοράς επιβατών από ή προς ιταλικούς αερολιμένες, ιδίως περιφερειακούς αερολιμένες (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαΐου 2006, T‑395/04, Air One κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1343, σκέψη 38).

73      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα αποτελεί ενδιαφερόμενο μέρος ως επιχείρηση ανταγωνίστρια του δικαιούχου της φερόμενης ως κρατικής ενισχύσεως —ανεξάρτητα αν ο δικαιούχος αυτός είναι η Alitalia ή η CAI, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα— της οποίας τα συμφέροντα θα μπορούσαν να θιγούν από τη χορήγηση της ενισχύσεως αυτής. Αυτή η ιδιαίτερη ιδιότητα του ενδιαφερομένου μέρους που συνδέεται με το ειδικό αντικείμενο της προσφυγής όπως αυτό περιγράφηκε στη σκέψη 68 ανωτέρω αρκεί για την εξατομίκευσή της, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατάθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω. Επομένως, η υπό κρίση προσφυγή, καθόσον στρέφεται κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, είναι παραδεκτή, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τον ουσιώδη επηρεασμό της ανταγωνιστικής της θέσεως από το κοινοποιηθέν μέτρο.

2.     Επί του αντικειμένου του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου

74      Όσον αφορά το αντικείμενο του ελέγχου που οφείλει να ασκήσει το Γενικό Δικαστήριο, διευκρινίζεται ότι ο προσφεύγων, όταν επιδιώκει να προστατεύσει τα δικονομικά δικαιώματα που έλκει από το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ, μπορεί να επικαλεστεί οποιονδήποτε από τους λόγους που απαριθμεί το άρθρο 230, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, εφόσον σκοπούν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως και σε τελική ανάλυση την κίνηση από την Επιτροπή της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Το Γενικό Δικαστήριο όμως δεν μπορεί σ’ αυτό το στάδιο της διαδικασίας εξετάσεως μιας ενισχύσεως από την Επιτροπή να αποφανθεί ως προς την ύπαρξη ενισχύσεως ή τη συμβατότητά της με την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Φεβρουαρίου 2009, T‑388/03, Deutsche Post και DHL International κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑199, σκέψη 66).

75      Ωστόσο, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτό, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑10515, σκέψη 111).

76      Τούτο ισχύει τοσούτω μάλλον καθόσον κατά πάγια νομολογία, όταν η Επιτροπή, μετά από πρώτη εξέταση στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, δεν μπορεί να σχηματίσει την πεποίθηση ούτε ότι το επίμαχο κρατικό μέτρο δεν συνιστά «ενίσχυση», κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, ούτε ότι, αν χαρακτηρισθεί ενίσχυση, συμβιβάζεται με τη Συνθήκη ή όταν η διαδικασία αυτή δεν της επέτρεψε να υπερβεί όλες τις δυσχέρειες που ανέκυψαν κατά την κρίση της συμβατότητας του εν λόγω μέτρου, τότε το όργανο αυτό οφείλει να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ «χωρίς να διαθέτει προς τούτο διακριτική ευχέρεια». Η υποχρέωση αυτή επιβεβαιώνεται άλλωστε ρητώς από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 4, παράγραφος 4, και 13, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999 (απόφαση British Aggregates κατά Επιτροπής, σκέψη 75 ανωτέρω, σκέψη 113).

77      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί συναφώς ότι, κατά τη νομολογία, η έννοια των σοβαρών δυσχερειών έχει αντικειμενικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη των δυσχερειών αυτών πρέπει να αναζητηθεί τόσο στις συνθήκες εκδόσεως της προσβαλλομένης πράξεως όσο και στο περιεχόμενό της, κατά τρόπον αντικειμενικό, συγκρίνοντας τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως με τα στοιχεία τα οποία διέθετε η Επιτροπή όταν αποφάνθηκε επί του συμβατού των επιδίκων ενισχύσεων με την κοινή αγορά (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2001, T‑73/98, Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑867, σκέψη 47· βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Σεπτεμβρίου 1995, T‑49/93, SIDE κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑2501, σκέψη 60). Η προσφεύγουσα φέρει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, απόδειξη την οποία μπορεί να προσκομίσει βάσει δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων σχετικά, αφενός, με τις περιστάσεις και τη διάρκεια της προκαταρκτικής διαδικασίας εξετάσεως και, αφετέρου, με το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 3ης Μαρτίου 2010, T‑36/06, Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑537, σκέψη 127).

78      Καίτοι η Επιτροπή δεν διαθέτει καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την απόφαση κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας, όταν διαπιστώνει την ύπαρξη τέτοιων δυσχερειών, διαθέτει εντούτοις κάποιο περιθώριο εκτιμήσεως κατά την έρευνα και την εξέταση των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως προκειμένου να καθορίσει αν αυτές δημιουργούν σοβαρές δυσχέρειες. Σύμφωνα με τον σκοπό του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ και λαμβανομένου υπόψη του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως που υπέχει, η Επιτροπή μπορεί, μεταξύ άλλων, να προχωρήσει σε διάλογο με το κοινοποιούν κράτος ή με τρίτους προκειμένου να υπερβεί, κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως, δυσχέρειες που ενδεχομένως αντιμετωπίζει (αποφάσεις Prayon-Rupel κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 45, και Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 126). Πάντως, η δυνατότητα αυτή προϋποθέτει ότι η Επιτροπή μπορεί να προσαρμόζει τη θέση της σε συνάρτηση με τα αποτελέσματα του διαλόγου που διεξήχθη, χωρίς η προσαρμογή αυτή να πρέπει a priori να ερμηνευθεί ως στοιχειοθετούσα την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑95/03, Asociación de Estaciones de Servicio de Madrid και Federación Catalana de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4739, σκέψη 139).

79      Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξετάσεως που πραγματοποιεί η Επιτροπή κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως συνιστά ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑359/04, British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑4227, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

80      Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς να κινηθεί η επίσημη διαδικασία έρευνας, η Επιτροπή μπορούσε συνεπώς να εκδώσει νομίμως την απόφαση αυτή μόνον εφόσον από την προκαταρκτική εξέταση δεν είχαν ανακύψει σοβαρές δυσχέρειες. Συγκεκριμένα, αν υπήρχαν τέτοιες δυσχέρειες, η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να ακυρωθεί για τον λόγο αυτό και μόνο, συνεπεία της παραλείψεως της κατ’ αντιπαράθεση και εμπεριστατωμένης εξετάσεως που προβλέπει η Συνθήκη, ακόμη και αν δεν είχε αποδειχθεί ότι οι επί της ουσίας εκτιμήσεις της Επιτροπής ήταν εσφαλμένες από νομικής απόψεως ή ως προς τα πραγματικά περιστατικά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση British Aggregates κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 58).

81      Επομένως, πρέπει να εξεταστούν όλοι οι λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα κατά της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να εκτιμηθεί, μεταξύ άλλων, αν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό των σοβαρών δυσχερειών λόγω των οποίων η Επιτροπή θα ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Ιανουαρίου 2004, T‑158/99, Thermenhotel Stoiser Franz κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1, σκέψη 91, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T‑375/03, Fachvereinigung Mineralfaserindustrie κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 67 και 77).

3.     Επί της ουσίας

82      Η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους προς στήριξη της προσφυγής της, καθόσον με αυτή ζητείται η ακύρωση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

83      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από την παράλειψη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, παρά τις σοβαρές δυσχέρειες που φέρεται να αντιμετώπισε η Επιτροπή. Πρέπει να τονιστεί επιπλέον ότι, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αναφέρει δέκα σφάλματα που καθιστούν πλημμελή την εξέταση της Επιτροπής. Διευκρινίζει ότι ο κατάλογος αυτός —τον οποίο χαρακτηρίζει «μη εξαντλητικό»— κενών και παραλείψεων που καθιστούν πλημμελή τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση αποδεικνύει ότι η έκταση και η πολυπλοκότητα της εξετάσεως που πραγματοποίησε η Επιτροπή δικαιολογούσε την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας. Στον βαθμό που τα προβαλλόμενα αυτά κενά ή παραλείψεις συνδέονται με τους λοιπούς λόγους που προβλήθηκαν με την υπό κρίση προσφυγή, θα πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο της σχετικής με τους λόγους αυτούς εκτιμήσεως.

84      Ο δεύτερος λόγος αντλείται από έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής για την έκδοση υπό όρους αποφάσεως περί μη υπάρξεως ενισχύσεως κατόπιν διενέργειας απλής προκαταρκτικής εξετάσεως. Στο πλαίσιο του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ορισμένα επιχειρήματα που δεν αφορούν την αρμοδιότητα της Επιτροπής να θεσπίσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά ως προς τα οποία πρέπει να υπάρξει επί της ουσίας εκτίμηση, καθόσον αφορούν τον προβαλλόμενο μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία και σύμφωνα με τις οποίες η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς.

85      Ο τρίτος λόγος, που διαιρείται σε τρία σκέλη, αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως λόγω του ότι, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν προέβη σε εξέταση του συνόλου των κρίσιμων χαρακτηριστικών των επίδικων μέτρων στο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται, καθώς και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, καθόσον δεν δικαιολόγησε την παράλειψη αυτή.

86      Ο τέταρτος λόγος, που διαιρείται σε δύο σκέλη, αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο, καθόσον η Επιτροπή φέρεται να αγνόησε τις άλλες επιλογές πέραν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, καθώς και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως εκ μέρους της Επιτροπής, καθόσον δεν δικαιολόγησε την παράλειψη αυτή.

87      Ο πέμπτος λόγος, που διαιρείται σε πέντε σκέλη, αντλείται από τη μη εφαρμογή στην πώληση των περιουσιακών στοιχείων του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς.

88      Ο έκτος λόγος αντλείται από σφάλμα κατά τον προσδιορισμό του μέρους που πρέπει να επιστρέψει την ενίσχυση.

89      Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τις εμφανίζουσες κενά πτυχές της εξετάσεως της Επιτροπής που προέβαλε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του τρίτου και του τετάρτου λόγου, ήτοι, αφενός, την παράλειψη εξετάσεως του συνόλου των χαρακτηριστικών των μέτρων εντός του πλαισίου τους και, αφετέρου, την παράλειψη εξετάσεως άλλων επιλογών πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων.

90      Για την εξέταση των προεκτεθέντων λόγων, πρέπει να γίνει διάκριση και κατάταξη των λόγων αυτών σε τρεις κατηγορίες, ανάλογα με το αν αποσκοπούν στη διαπίστωση της αναρμοδιότητας της Επιτροπής να θεσπίσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, της παραβάσεως της υποχρεώσεως κινήσεως από την Επιτροπή της επίσημης διαδικασίας έρευνας ή της παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

91      Πρέπει συνεπώς να εξεταστούν, κατ’ αρχάς, ο δεύτερος λόγος που αντλείται από την αναρμοδιότητα της Επιτροπής να θεσπίσει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, κατόπιν, διαδοχικά, οι λόγοι που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας —ήτοι τα δύο πρώτα σκέλη του τρίτου λόγου, το πρώτο σκέλος του τέταρτου λόγου, ο πέμπτος λόγος, ο έκτος λόγος, ο πρώτος λόγος καθώς και τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου σχετικά με τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές— και, τέλος, οι λόγοι που αντλούνται από την υποχρέωση αιτιολογήσεως —ήτοι, ο έβδομος λόγος, το δεύτερο και το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου και το δεύτερο σκέλος του τέταρτου λόγου.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει μια υπό όρους απόφαση μετά από προκαταρκτική εξέταση

92      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη βάση επί της οποίας εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ήτοι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, το οποίο δεν επιτρέπει στην Επιτροπή να εκδίδει «υπό όρους» απόφαση περί μη υπάρξεως ενισχύσεως μετά από απλή προκαταρκτική έρευνα, αλλά αποκλειστικά μετά από επίσημη διαδικασία έρευνας, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, σε συνδυασμό με διαπίστωση της συμβατότητας της ενισχύσεως προς την κοινή αγορά. Ισχυρίζεται επιπλέον ότι, λαμβανομένου υπόψη του διατακτικού της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, η διαπίστωση της μη υπάρξεως ενισχύσεως εξαρτάται από ένα αβέβαιο γεγονός, ήτοι την εκ μέρους των ιταλικών αρχών τήρηση ενός αριθμού δεσμεύσεων που αφορούν τη συμπεριφορά τους και οι οποίες είναι παρόμοιες με τους όρους που απορρέουν από τις αποφάσεις που λαμβάνει η Επιτροπή βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού. Τέλος, αναφέρει ότι, κατά τη νομολογία, η αναρμοδιότητα του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη αποτελεί λόγο ακυρώσεως δημοσίας τάξεως ο οποίος πρέπει να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή της Ένωσης.

93      Πρέπει να υπομνησθεί καταρχάς ότι, κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως και σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφοι 2 έως 4, του κανονισμού 659/1999, η Επιτροπή μπορεί να λάβει τριών ειδών αποφάσεις. Μπορεί να διαπιστώσει είτε ότι το κοινοποιηθέν μέτρο δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, είτε ότι το μέτρο, μολονότι συνιστά ενίσχυση, δεν δημιουργεί αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητά του προς την κοινή αγορά (απόφαση αποκαλούμενη «περί μη διατυπώσεως αντιρρήσεων»), είτε ότι δημιουργεί αμφιβολίες και να αποφασίσει να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας. Πρέπει να τονιστεί στη συνέχεια ότι η Επιτροπή έχει την εξουσία να εκδίδει θετική απόφαση, βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999 (διαπιστώνοντας, ενδεχομένως, κατόπιν τροποποιήσεως που επέφερε το οικείο κράτος μέλος, ότι ένα μέτρο είναι συμβατό προς την κοινή αγορά ), και να προβλέπει στην απόφαση αυτή όρους, που να της παρέχουν τη δυνατότητα να αναγνωρίζει τη συμβατότητα της εν λόγω αποφάσεως προς την κοινή αγορά, και υποχρεώσεις, που να της παρέχουν τη δυνατότητα να ελέγχει την τήρηση της εν λόγω αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού.

94      Συνεπώς πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με τις αποφάσεις που λαμβάνονται μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, όπως η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999 αφορά θετικές αποφάσεις, με τις οποίες η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη ενισχύσεως, βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, την οποία κηρύσσει εν συνεχεία συμβατή προς την κοινή αγορά. Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, λαμβανομένων υπόψη των δεσμεύσεων που ανέλαβε η Ιταλική Δημοκρατία, δεν συνιστά κρατική ενίσχυση και συνεπώς δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

95      Συνεπώς, η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως υπό όρους απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 659/1999, επιβάλλουσα όρους ή υποχρεώσεις στο κράτος μέλος, ούτε ως απόφαση επιβάλλουσα τροποποιήσεις στο κοινοποιηθέν σχέδιο, αλλά, όπως υποστήριξε η Επιτροπή, ως απόφαση λαμβάνουσα υπόψη σχετικές με συμπεριφορές δεσμεύσεις που αναλήφθηκαν εκουσίως από το κράτος κατά το στάδιο της κοινοποιήσεως του επίδικου μέτρου προκειμένου να διευκρινισθούν ορισμένα σημεία. Επομένως, οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του κοινοποιηθέντος μέτρου, πράγμα που προκύπτει εξάλλου από το διατακτικό της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

96      Συνεπώς, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή είναι αρμόδια να εκδίδει, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 659/1999, απόφαση, όπως η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία, ενώ διαπιστώνει τη μη ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως, λαμβάνει υπόψη τις δεσμεύσεις που ανέλαβε το κράτος μέλος.

97      Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί των λόγων που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας

98      Όσον αφορά αυτή την κατηγορία λόγων, πρέπει να καθοριστεί, εν προκειμένω, σε σχέση με τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο εκάστου λόγου, αν η εξέταση που πραγματοποίησε η Επιτροπή μπορούσε να εξαλείψει την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών, έτσι ώστε να νομιμοποιήσει την απόφαση περί μη κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Συναφώς, πρέπει να εξεταστούν, διαδοχικά, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου και, τελικώς, αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, στο πλαίσιο του οποίου θα εξεταστούν επίσης τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου, καθόσον δεν αφορούν την αρμοδιότητα, αλλά τον φερόμενο ως μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές.

 Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε όλα τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των μέτρων εντός του πλαισίου στο οποίο αυτά εντάσσονται

99      Ο τρίτος λόγος υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Το πρώτο και το δεύτερο σκέλος αντλούνται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, λόγω της παραλείψεως εξετάσεως του συνόλου της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως και των περιστάσεων θεσπίσεως των τροποποιήσεων που επέφερε στην εν λόγω διαδικασία η Επιτροπή. Το τρίτο σκέλος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει η Επιτροπή, καθόσον παρέλειψε να δικαιολογήσει την εν λόγω παράλειψη εξετάσεως.

100    Πρέπει να συνεξεταστούν οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο των δύο πρώτων σκελών του τρίτου λόγου.

101    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον δεν εξέτασε αν η διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως, η οποία συνιστά παρέκκλιση από τους κοινούς κανόνες του πτωχευτικού δικαίου, συνεπαγόταν αυτή καθεαυτήν τη χορήγηση ενισχύσεως, αλλά περιορίστηκε στην εξέταση ορισμένων τροποποιήσεων της διαδικασίας που εισήχθησαν με το νομοθετικό διάταγμα 134. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως αποφασίζοντας να μην εξετάσει τις περιστάσεις υπό τις οποίες θεσπίστηκαν οι τροποποιήσεις στη διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως και, ειδικότερα, τα μέτρα που επέτρεψαν την εξαίρεση της Alitalia και της CAI από τις σχετικές με τους εργαζομένους επιβαρύνσεις που αφορούν την ανεργία και την κοινωνική ασφάλεια που αποτελούσαν, κατά την προσφεύγουσα, αναπόσπαστο τμήμα του σχεδίου για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia και αντιπροσώπευαν έναν όρο που είχαν θέσει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η CAI για να συμφωνήσουν στο σχέδιο αυτό.

102    Πρέπει να τονιστεί, εκ προοιμίου, όσον αφορά την εξέταση που πραγματοποίησε η Επιτροπή κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως, ότι αυτή οφείλει να εξετάσει το σύνολο των πραγματικών και νομικών στοιχείων που της γνωστοποίησαν τα πρόσωπα, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις των οποίων τα συμφέροντα ενδεχομένως θίγονται από τη χορήγηση της ενισχύσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 51). Επομένως, υπό το φως τόσο των πληροφοριών που του γνωστοποίησε το κράτος μέλος όσο και εκείνων που του παρέσχον ενδεχόμενοι καταγγέλλοντες, το θεσμικό όργανο πρέπει να διαμορφώσει την εκτίμησή του στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξετάσεως που θεσπίζει το άρθρο 88, παράγραφος 3, της Συνθήκης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Μαΐου 2001, C‑204/97, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑3175, σκέψη 35).

103    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να εκτιμάται από τον δικαστή της Ένωσης βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν έλαβε τη σχετική απόφαση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Απριλίου 2008, C‑390/06, Nuova Agricast, Συλλογή 2008, σ. I‑2577, σκέψη 54, και της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, C‑290/07 P, Επιτροπή κατά Scott, Συλλογή 2010, σ. Ι‑7763, σκέψη 91).

104    Πρέπει, επιπλέον, να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξετάζει οίκοθεν και στηριζόμενη σε εικασίες ποια στοιχεία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 60).

105    Όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως τονίστηκε στις σκέψεις 33 και 34 ανωτέρω, η Επιτροπή, αφενός, εξέτασε το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως και τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων στους οποίους στηριζόταν η διαδικασία αυτή και, αφετέρου, εκτίμησε το μέτρο της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων μέσω της προσκλήσεως για την εκδήλωση και μιας διαδικασίας απευθείας διαπραγματεύσεων σε σχέση με το καθεστώς παρεκκλίσεων από το κοινό δίκαιο που θεσπίστηκε με το νομοθετικό διάταγμα 134.

106    Συγκεκριμένα, από την παράγραφο 39 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει καταρχάς ότι η Επιτροπή εξέτασε αν η πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 134 ήταν ανεξάρτητη, λαμβανομένου υπόψη του κατακερματισμού της μετοχικής βάσεως του φορέα στον οποίο ανατέθηκε η πραγματογνωμοσύνη μεταξύ διαφόρων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (εκ των οποίων αυτά που κατέχουν το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου αποτελούν αλλοδαπά ιδρύματα), κατά τρόπον ώστε κανένας από τους μετόχους να μην κατέχει ποσοστό μετοχικών μεριδίων ικανό να επηρεάσει την αφορώσα την αξιολόγηση απόφαση.

107    Επιπλέον, καίτοι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμία αναφορά στις λεπτομέρειες του ελέγχου της συμβατότητας της τιμής πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων σε σχέση με την τιμή της αγοράς που διενήργησε ο ανεξάρτητος πραγματογνώμων, περιέχει εντούτοις τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι η πώληση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην τιμή της αγοράς. Ομοίως, πρέπει να τονιστεί ότι οι ιταλικές αρχές ανέλαβαν ορισμένες δεσμεύσεις για να πλαισιώσουν τη δράση των διαφόρων παραγόντων που εμπλέκονταν στη διαδικασία πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, τις οποίες η Επιτροπή κατέγραψε στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η αξιολόγηση της προσφοράς δεν θα οδηγήσει στον καθορισμό τιμής χαμηλότερης από αυτήν της αγοράς.

108    Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν διέθετε εκθέσεις πραγματογνωμόνων κατά την έκδοση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως δεν μπορεί να αρκεί, αυτό και μόνο, για να αποδειχθεί ότι η τελευταία αυτή δεν πραγματοποίησε πλήρη ή επαρκή εξέταση όσον αφορά τη διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως, τοσούτω μάλλον που οι εκθέσεις αυτές δεν προορίζονταν για να της διαβιβαστούν. Εν προκειμένω, οι εκθέσεις αυτές διαβιβάστηκαν στον έκτακτο επίτροπο στις 5 και 7 Νοεμβρίου 2008, ο οποίος έπρεπε να παραδώσει την τελική του έκθεση στον εντολοδόχο που ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της διαδικασίας. Ο τελευταίος αυτός όφειλε, επιπλέον, να ελέγξει, μεταξύ άλλων, τις εκτιμήσεις των ανεξάρτητων πραγματογνωμόνων.

109    Τέλος, από την παράγραφο 62 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διέθετε την προσφορά της CAI που είχαν διαβιβάσει οι ιταλικές αρχές στις 3 Νοεμβρίου 2008 και η οποία αποτέλεσε αντικείμενο αναλύσεως στις παραγράφους 58 έως 69 της εν λόγω αποφάσεως. Η Επιτροπή όμως αποφάνθηκε αποκλειστικά επί του ανεξάρτητου χαρακτήρα της αξιολογήσεως της προσφοράς της CAI από τον ανεξάρτητο πραγματογνώμονα, και όχι επί των αποτελεσμάτων της εν λόγω αξιολογήσεως. Τα αποτελέσματα αυτά επρόκειτο να διαβιβαστούν στον έκτακτο επίτροπο ο οποίος έπρεπε να λάβει την τελική απόφαση περί της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων. Από τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει επίσης ότι τα συμπεράσματα των εν λόγω εκθέσεων επί της προσφοράς της CAI έπρεπε εν πάση περιπτώσει να επιβεβαιωθούν από έναν εντολοδόχο επιφορτισμένο με τον έλεγχο της διαδικασίας πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων, ο οποίος έπρεπε να ορισθεί από τις ιταλικές αρχές προκειμένου να ελέγξει την τήρηση των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι τελευταίες αυτές και, μεταξύ άλλων, της δεσμεύσεως ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς. Τέλος, ο εν λόγω εντολοδόχος έπρεπε να αποστέλλει στην Επιτροπή λεπτομερείς περιοδικές εκθέσεις σχετικά με την τήρηση της κοινοποιηθείσας διαδικασίας και των δεσμεύσεων από την Ιταλική Δημοκρατία καθώς και, δύο εβδομάδες μετά τον διορισμό του, μια διεξοδική έκθεση σχετικά με τη συμβατότητα της προσφοράς της CAI με την τιμή της αγοράς. Σύμφωνα με την παράγραφο 157 της αποφάσεως αυτής, σε περίπτωση που οι ιταλικές αρχές δεν τηρούσαν τους όρους της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή επιφυλασσόταν του δικαιώματος να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας, βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ.

110    Κατόπιν των προεκτεθέντων, όσον αφορά τη διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως, δεν μπορεί συνεπώς να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι διενήργησε ανεπαρκή ή ελλιπή εξέταση κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως όσον αφορά τους κανόνες που παρεκκλίνουν από το κοινό πτωχευτικό δίκαιο.

111    Όσον αφορά τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, πρέπει να τονιστεί, πρώτον, όσον αφορά τις μειώσεις των επιβαρύνσεων και τα λοιπά πλεονεκτήματα που φέρεται να χορήγησε η ιταλική νομοθεσία στην CAI, σχετικά με την ανεργία και την κοινωνική ασφάλιση, ότι, όπως προκύπτει από την παράγραφο 73 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, οι ιταλικές αρχές επιβεβαίωσαν στην Επιτροπή ότι το προσωπικό της Alitalia δεν είχε κανένα δικαίωμα προσλήψεως από την CAI, η οποία ήταν ελεύθερη να αγοράσει τα περιουσιακά στοιχεία με ή χωρίς το προσωπικό που συνδεόταν με αυτά, σύμφωνα με την παράγραφο 119 της εν λόγω αποφάσεως. Συνεπώς, δύσκολα γίνεται κατανοητό με ποιο τρόπο η CAI ελαφρύνθηκε από την επιβάρυνση της χρηματοδοτήσεως των παροχών ανεργίας που χορηγούνται στους απολυθέντες εργαζομένους της Alitalia, όπως είναι αυτές που προβλέπει το νομοθετικό διάταγμα 134.

112    Εξάλλου, από τις παραγράφους 68 και 120 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, αν η CAI χρειαζόταν να προσλάβει το προσωπικό που ήταν απαραίτητο για την επιχειρησιακή της δραστηριότητα, λαμβανομένων υπόψη των αναγκαίων ικανοτήτων για την εκμετάλλευση των αγορασθέντων περιουσιακών στοιχείων, η πρόσληψη αυτή θα πραγματοποιούνταν βάσει νέων όρων που θα καθόριζε εξ ολοκλήρου η CAI.

113    Δεύτερον, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή έπρεπε να εξετάσει τα μέτρα που εισήγαγε το νομοθετικό διάταγμα 134, διότι κατ’ αυτήν αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του σχεδίου πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia και αποτελούσαν όρο που είχαν θέσει οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και η CAI για να συμφωνήσουν με το σχέδιο αυτό, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, όσον αφορά τις παραγράφους 73 και 74 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, από τα εν λόγω σημεία προκύπτει ότι οι ιταλικές αρχές ανέφεραν στην Επιτροπή ότι το προσωπικό της Alitalia θα ετύγχανε των μέτρων ασφαλίσεως ανεργίας που προβλέπονται στην ισχύουσα εθνική νομοθεσία και ότι η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (EE L 82, σ. 16), δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, καθόσον η διαδικασία πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia δεν συνεπαγόταν τη μεταβίβαση ενός οικονομικού φορέα που θα διατηρούσε τη δική του ταυτότητα. Περαιτέρω, οι ιταλικές αρχές ανέφεραν στην Επιτροπή ότι, εν πάση περιπτώσει, οι διατάξεις σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων δεν θα εφαρμόζονταν στο πλαίσιο μιας διαδικασίας πλήρους εκκαθαρίσεως του ομίλου Alitalia.

114    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, μολονότι οι διαπραγματεύσεις με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και την CAI δεν είχαν καταλήξει κατά τον χρόνο της υποβολής της πρώτης προκαταρκτικής προσφοράς της τελευταίας αυτής, η CAI επανέλαβε την προσφορά της στις 25 Σεπτεμβρίου 2008, με τους ίδιους όρους (βλ. σκέψεις 15, 17 και 20 ανωτέρω). Συνεπώς, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η τελική προσφορά της CAI έλαβε υπόψη τις συνδικαλιστικές διεκδικήσεις και ότι συνεπώς τα κοινωνικοασφαλιστικά μέτρα που καταγγέλλει η προσφεύγουσα αποτελούσαν αναπόσπαστο τμήμα του σχεδίου αγοράς των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia.

115    Επομένως, όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η θέσπιση των τροποποιήσεων της διαδικασίας έκτακτης διαχειρίσεως, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι διενήργησε ανεπαρκή ή ελλιπή εξέταση κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως όσον αφορά τις μειώσεις των επιβαρύνσεων και τα λοιπά πλεονεκτήματα που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν από την ιταλική νομοθεσία στην CAI, εφόσον τα μέτρα αυτά δεν ήσαν κρίσιμα όσον αφορά το ζήτημα αν είχε χορηγηθεί πλεονέκτημα στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia.

116    Συνεπώς, δεδομένου ότι από τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή διενήργησε ανεπαρκή ή ελλιπή εξέταση κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κάποια ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών συναφώς. Κατά συνέπεια, οι εν λόγω αιτιάσεις πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

117    Όσον αφορά την αιτίαση που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από την Επιτροπή, καθόσον αυτή δεν δικαιολόγησε την ανεπάρκεια της εξετάσεως κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως, η οποία προβλήθηκε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του λόγου αυτού, η αιτίαση αυτή θα εξεταστεί στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου.

 Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την παράλειψη εξετάσεως άλλων επιλογών πέραν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia

118    Ο τέταρτος λόγος διαιρείται σε δύο σκέλη, που αντλούνται, το πρώτο, από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως της Επιτροπής, στον βαθμό που αυτή δεν εξέτασε αν υπήρχαν άλλες επιλογές πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων και, το δεύτερο, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως από την Επιτροπή, καθόσον αυτή δεν δικαιολόγησε την απουσία της εν λόγω εξετάσεως.

119    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε, σύμφωνα με τη νομολογία και τη δική της πρακτική, να εξετάσει βάσει του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς τις λοιπές επιλογές, πέραν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων, όπως είναι η δικαστική εκκαθάριση ή η εισφορά νέων κεφαλαίων συνοδευόμενη από αναδιάρθρωση της Alitalia ή από πώληση περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να προσδιορίσει αν υπό παρόμοιες περιστάσεις ο ιδιώτης αυτός θα είχε προβεί σε τέτοιου είδους πώληση περιουσιακών στοιχείων ή αν θα είχε προκρίνει άλλες επιλογές. Καταλήγοντας ότι αρκούσε, για να διαπιστωθεί ότι η διαδικασία έκτακτης διαχειρίσεως δεν θα οδηγούσε στη χορήγηση κρατικής ενισχύσεως υπέρ των αγοραστών της Alitalia, να πραγματοποιούνταν η πώληση στην τιμή της αγοράς, χωρίς να εξετάσει τις λοιπές επιλογές πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, η Επιτροπή διενήργησε μια ανεπαρκή ή ελλιπή εξέταση και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

120    Πρέπει να τονιστεί, εκ προοιμίου, ότι, παρά το γεγονός ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ρητή αναφορά στην αρχή του ιδιώτη επενδυτή, η Επιτροπή εφάρμοσε, εν προκειμένω, την εν λόγω αρχή καταλήγοντας ότι η πώληση περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιήθηκε στην τιμή της αγοράς. Επιπλέον, η Επιτροπή υπογράμμισε επανειλημμένα ότι η εν λόγω πώληση έπρεπε να αποσκοπεί στη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, προς το συμφέρον των πιστωτών της Alitalia, πράγμα που αποδεικνύει ότι φρόντισε να βεβαιωθεί ότι τις ενέργειες των δημοσίων αρχών θα καθοδηγούσε η προοπτική της μακροπρόθεσμης αποδοτικότητας. Επιπλέον, το συμπέρασμα της Επιτροπής που περιέχεται στην παράγραφο 126 της εν λόγω αποφάσεως και κατά το οποίο η κοινοποιηθείσα διαδικασία δεν οδηγούσε στην επιβολή υποχρεώσεων δημοσίας εξουσίας στους αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω τον σκοπό της πωλήσεως στην τιμή της αγοράς, πιστοποιεί το ότι η Επιτροπή έλαβε, κατ’ ουσίαν, υπόψη τη συμπεριφορά του ιδιώτη επενδυτή προκειμένου να εκτιμήσει τη συμπεριφορά των ιταλικών αρχών και να βεβαιωθεί ότι οι τελευταίες αυτές δεν επιδίωκαν σκοπούς οικονομικής πολιτικής ασύμβατους προς την κοινή αγορά.

121    Σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου (βλ. σκέψεις 107 έως 110 ανωτέρω), η Επιτροπή σχημάτισε την πεποίθηση ότι η πώληση περιουσιακών στοιχείων θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς. Συνεπώς, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν είχε καμία υποχρέωση να εξετάσει τις άλλες δυνατότητες επιλογής πέραν της επιλεγείσας από τις ιταλικές αρχές διαδικασίας.

122    Επιπλέον, στον βαθμό που η CAI, στο πλαίσιο της προσφοράς της, πρότεινε την αγορά ομάδων περιουσιακών στοιχείων και η δραστηριότητα αεροπορικής μεταφοράς επιβατών περιελάμβανε τους αντίστοιχους και αναγκαίους για την άσκησή της διαθέσιμους χρόνους χρήσης αερολιμένα της Alitalia, η σύγκριση των εσόδων που θα παρήγε μια τέτοια πώληση με τα έσοδα που ενδεχομένως θα παρήγε μια χωριστή πώληση περιουσιακών στοιχείων ή των διαθέσιμων χρόνων χρήσης αερολιμένα της Alitalia δεν ήταν λυσιτελής εν προκειμένω.

123    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι διενήργησε ανεπαρκή ή ελλιπή εξέταση κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως όσον αφορά την ύπαρξη και άλλων επιλογών πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, καθόσον η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κάποια ένδειξη περί υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών συναφώς. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους ως αβάσιμες.

124    Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, μη εξετάζοντας τις άλλες επιλογές πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων και μη προβάλλοντας κανένα λόγο για αυτή την υποτιθέμενη παράλειψη, παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει. Το σκέλος αυτό πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο του εβδόμου λόγου.

 Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παράλειψη εφαρμογής στην πώληση περιουσιακών στοιχείων του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς

125    Ο πέμπτος λόγος διαιρείται σε πέντε σκέλη, που αντλούνται, το πρώτο, από παράλειψη εξετάσεως της προϋποθέσεως της συνέχειας της υπηρεσίας και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συναφώς, το δεύτερο, από παράλειψη εξετάσεως της σιωπηρής προϋποθέσεως περί της ιθαγένειας του αγοραστή και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συναφώς, το τρίτο, από παράλειψη συνεκτιμήσεως ενδείξεων που αποδεικνύουν το αδύνατο της επιτεύξεως της αγοραίας τιμής και από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως συναφώς, το τέταρτο, από τη μη συνεκτίμηση στοιχείων που αποδεικνύουν την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και, το πέμπτο, από την έλλειψη αναφορών σχετικών με την προσήκουσα βάση της εκτιμήσεως της αγοραίας τιμής.

126    Πρέπει να συνεξεταστούν, καταρχάς, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου σκέλους, κατόπιν να εξεταστούν αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους και, τέλος, να συνεξεταστούν αυτές που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου και του τετάρτου σκέλους.

–       Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου σκέλους

127    Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις συνέπειες της εισαχθείσας με το νομοθετικό διάταγμα 134 και μνημονευθείσας στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών απαιτήσεως περί της συνέχειας της υπηρεσίας, η οποία κατέληξε στην επιβολή μιας υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας της οποίας το κόστος θα έπρεπε να εκτιμηθεί με βάση τα κριτήρια που συνήχθησαν με την απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Ιουλίου 2003, C‑280/00, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg (Συλλογή 2003, σ. I‑7747, στο εξής: απόφαση Altmark). Ισχυρίζεται ότι, αν η Επιτροπή είχε αποδεχθεί άνευ επιφυλάξεων τους όρους που ετίθεντο όσον αφορά τις προσφορές, χωρίς να εξακριβώσει αν οι όροι αυτοί είχαν αντίκτυπο στην προσφερόμενη τιμή, τούτο θα συνιστούσε παράλειψη η οποία θα απεδείκνυε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών τις οποίες αυτή θα αντιμετώπιζε. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι η εκ μέρους της Επιτροπής παράλειψη εξακριβώσεως του σοβαρού χαρακτήρα του κινδύνου απώλειας των διαθέσιμων χρόνων χρήσης αερολιμένα (slots), λόγω της μη χρησιμοποιήσεώς τους, τον οποίο επικαλούνται οι ιταλικές αρχές για να δικαιολογήσουν την απαίτηση συνέχειας της υπηρεσίας, συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Τέλος, η έλλειψη δικαιολογίας για τη μη διενέργεια της εξετάσεως αυτής συνιστά έλλειψη αιτιολογήσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως συναφώς.

128    Στο πλαίσιο του πέμπτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να καθορίσει λεπτομερή κριτήρια για να προσδιορίσει την τιμή στην οποία επρόκειτο να πωληθούν τα περιουσιακά στοιχεία του ομίλου Alitalia, απαιτώντας, κατ’ ελάχιστο, να περιλαμβάνει η προσφερόμενη εκ μέρους της CAI τιμή, αφενός, το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ που χορήγησε η Ιταλική Δημοκρατία στην Alitalia καθώς και τις λοιπές μορφές ενισχύσεως που έλαβε η Alitalia και, αφετέρου, το κόστος της εκπληρώσεως της υποχρεώσεως διασφαλίσεως της συνέχειας της υπηρεσίας. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία ένδειξη σχετικά με τη βάση επί της οποίας επρόκειτο να στηριχθεί η εκτίμηση της αγοραίας τιμής συνιστά, κατά την προσφεύγουσα, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, η οποία οδήγησε σε υποεκτίμηση της τιμής των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia.

129    Πρέπει να υπομνησθεί, εκ προοιμίου, ότι το ζήτημα αν η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένως το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν συγχέεται με εκείνο της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών που επιβάλλουν την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Συγκεκριμένα, η εξέταση της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών δεν αποσκοπεί στο να καταστεί γνωστό αν η Επιτροπή εφάρμοσε ορθώς το άρθρο 87 ΕΚ, αλλά στο να αποδειχθεί αν η Επιτροπή διέθετε, κατά την ημέρα που εξέδωσε τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να εκτιμήσει τη συμβατότητα του επιδίκου μέτρου με την κοινή αγορά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 129).

130    Το γεγονός ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση είναι, κατά τη γνώμη της προσφεύγουσας, εσφαλμένη και ότι η Επιτροπή δεν απάντησε σε ορισμένες αιτιάσεις που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν συνεπάγεται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφανθεί επί του επίμαχου μέτρου βάσει των στοιχείων που διέθετε και ότι η Επιτροπή όφειλε, κατά συνέπεια, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας προκειμένου να συμπληρώσει την εξέτασή της (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 130).

131    Εν προκειμένω, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia δεν ήγειρε κανένα ζήτημα που να αφορά την έννοια της υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας και το κριτήριο της συνέχειας της υπηρεσίας περιλαμβανόταν απλώς μεταξύ των κριτηρίων αξιολογήσεως των προσφορών. Συγκεκριμένα, από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η επιχείρηση που θα αναλάμβανε τη δραστηριότητα της αεροπορικής μεταφοράς επιβατών θα επιφορτιζόταν με την εκτέλεση υποχρεώσεων δημόσιας υπηρεσίας στο πλαίσιο της κοινοποιηθείσας διαδικασίας.

132    Ομοίως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η Επιτροπή απέκλεισε, στην παράγραφο 118 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη υποχρεώσεων δημοσίας εξουσίας συνδεομένων με τη διαδικασία πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων και, ειδικότερα, εξακρίβωσε ότι τέτοιοι όροι δεν είχαν επιβληθεί στους αγοραστές, όπως είχαν υποστηρίξει οι καταγγέλλοντες.

133    Συναφώς, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους όρους εκμεταλλεύσεως της δραστηριότητας αεροπορικών μεταφορών, από τις παραγράφους 123 έως 125 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η Επιτροπή εξέτασε το κατά πόσον ο όρος της συνέχειας της υπηρεσίας μεταφορών επηρέαζε μεσοπρόθεσμα την τιμή των περιουσιακών στοιχείων. Συγκεκριμένα, έλαβε διευκρινίσεις εκ μέρους των ιταλικών αρχών, κατά τις οποίες η συνέχεια, όπως αναφέρεται στο νομοθετικό διάταγμα 134 και στην πρόσκληση εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, δεν αντιστοιχούσε στις υποχρεώσεις δημόσιας υπηρεσίας υπό την έννοια του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

134    Πρέπει να τονιστεί, περαιτέρω, ότι η προσφεύγουσα δεν εξηγεί πώς η ανάγκη διασφαλίσεως μεσοπρόθεσμα της συνέχειας της υπηρεσίας αεροπορικών μεταφορών, η οποία κατ’ αυτήν επιβλήθηκε από τις ιταλικές αρχές, μέσω του νομοθετικού διατάγματος 134, ως όρος στον οποίο έπρεπε να ανταποκρίνονται οι προσφορές, θα είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της τιμής των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia κάτω από την αγοραία τιμή. Εν πάση περιπτώσει, σε αντίθεση προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, από τις παραγράφους 71 και 102 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι το κριτήριο της συνέχειας της υπηρεσίας ήταν δευτερεύον σε σχέση με το κριτήριο της τιμής, στο πλαίσιο της αξιολογήσεως των προσφορών από τον έκτακτο επίτροπο. Επιπλέον, όπως διευκρίνισαν και οι ιταλικές αρχές στην Επιτροπή, το καθοριστικό κριτήριο που θα εφάρμοζε ο ανεξάρτητος πραγματογνώμονας θα ήταν αυτό της τιμής, καθόσον τόσο το νομοθετικό διάταγμα 134 όσο και η πρόσκληση για την υποβολή προσφορών όριζαν ότι η τιμή πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων δεν μπορούσε να είναι χαμηλότερη από την αγοραία τιμή, όπως θα την καθόριζε ο ανεξάρτητος πραγματογνώμονας. Τούτο εξασφαλιζόταν, κατά μείζονα λόγο, από τη δέσμευση που ανέλαβαν ιταλικές αρχές, στην οποία γίνεται αναφορά στις παραγράφους 71 και 72 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, εν πάση περιπτώσει, η αξιολόγηση της προσφοράς δεν θα οδηγήσει στον καθορισμό τιμής χαμηλότερης από την αγοραία τιμή, καθόσον η προσφυγή στον χρηματοοικονομικό σύμβουλο παρέχει τη δυνατότητα στον έκτακτο επίτροπο να διασφαλίσει το σημείο αυτό.

135    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η ικανότητα των επιχειρηματιών που υπέβαλαν προσφορά να εξασφαλίσουν τη συνέχεια της υπηρεσίας δεν μπορούσε να τους απαλλάξει από την πρωταρχική υποχρέωση να υποβάλουν προσφορά με τιμή ίση ή μεγαλύτερη από την αγοραία τιμή, καθόσον η προσφορά τους δεν θα γινόταν δεκτή υπό άλλες περιστάσεις.

136    Ομοίως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι ο όρος περί της συνέχειας της υπηρεσίας στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών είχε ως αποτέλεσμα να αποτρέψει τους δυνητικούς ενδιαφερόμενους από το να μετάσχουν στην εν λόγω πρόσκληση για την υποβολή προσφορών μειώνοντας έτσι την τιμή της αγοράς. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει και από την παράγραφο 53 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ο έκτακτος επίτροπος παρέλαβε εξήντα προσφορές σε απάντηση στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών που δημοσιεύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2008. Εν πάση περιπτώσει, κατά την παράγραφο 45 της εν λόγω αποφάσεως, ορισμένες από τις προσφορές, μεταξύ άλλων δε αυτή της CAI, κατατέθηκαν πριν από τη δημοσίευση της εν λόγω προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, πράγμα που αποδεικνύει ότι η συνέχεια της υπηρεσίας που περιεχόταν σε αυτή την πρόσκληση για την υποβολή προσφορών δεν ήταν καθοριστική για τις προσφορές αυτές.

137    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η ανάγκη διασφαλίσεως της συνέχειας της υπηρεσίας αεροπορικών μεταφορών περιελήφθη στην πρόσκληση για την υποβολή προσφορών μεταξύ των απαιτήσεων στις οποίες έπρεπε να ανταποκρίνονται οι παραληφθείσες προσφορές δεν συνεπάγεται αναγκαία την ύπαρξη μιας υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας την οποία θα υπείχε ο επιχειρηματίας ο οποίος θα προκρινόταν για τη σύμβαση. Ακόμα και αν υποτεθεί ότι είχε έτσι επιβληθεί μια τέτοια υποχρέωση, από το δικόγραφο της προσφυγής δεν προκύπτει ότι είχε περιληφθεί κάποια αντιπαροχή στην τιμή των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia και ότι ήταν υψηλότερη από το καθαρό κόστος που δημιουργούσε η εκτέλεση της υποχρεώσεως δημόσιας υπηρεσίας, έχοντας ως αποτέλεσμα την παροχή κάποιου οικονομικού πλεονεκτήματος στον παρέχοντα την υπηρεσία κατά την έννοια της αποφάσεως Altmark, σκέψη 127 ανωτέρω. Συνεπώς, από τα προεκτεθέντα ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη τα κριτήρια που καθορίστηκαν στην εν λόγω απόφαση για την αξιολόγηση της τιμής.

138    Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι η Επιτροπή έσφαλε κατά την αξιολόγηση της τιμής των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia δεν ήσαν κρίσιμα για την εξέταση που διενήργησε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, τόσο η χρηματοοικονομική κατάσταση της Alitalia όσο και το αντικείμενο και η σημασία των προσφορών αυτών ήσαν διαφορετικά.

139    Όσον αφορά την τιμή που αναφέρεται στην προσφορά που υπέβαλε η Air France-KLM τον Απρίλιο του 2008 για την εξαγορά της Alitalia, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφορά αυτή υποβλήθηκε προτού η Alitalia κηρυχθεί αφερέγγυα και ότι αφορούσε την απόκτηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων της Alitalia, όχι μέσω μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων, αλλά μέσω μεταβιβάσεως μετοχών. Επιπλέον, δεδομένου ότι η προσφορά αυτή αποσύρθηκε, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τη λάβει υπόψη, καθόσον δεν ήταν οριστική. Όσον αφορά την προσφορά της CAI, πρέπει να υπομνησθεί ότι αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας έκτακτης διαχείρισης στην οποία είχε υποβληθεί η Alitalia στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεώς της και ότι αφορούσε μόνο την απόκτηση ενός τμήματος των περιουσιακών στοιχείων αυτής. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η τιμή μεταβιβάσεως που προσέφερε η CAI έπρεπε να περιλαμβάνει το ποσό του δανείου. Συγκεκριμένα, το ποσό του δανείου ουδόλως επηρεάζει την τιμή πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, από τα οποία ένα τμήμα μόνο μεταβιβάστηκε στην CAI, στην τιμή της αγοράς. Τέλος, όσον αφορά την προσφορά που υποβλήθηκε τον Ιανουάριο 2009 για την αγορά του 25 % των μετοχικών μεριδίων της Alitalia-CAI, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συνολική αξία της εν λόγω εταιρίας είχε αυξηθεί κατόπιν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, ιδίως λόγω της αγοράς από την εταιρία αυτή μιας άλλης αεροπορικής εταιρίας, και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η προσφορά αυτή ήταν μεταγενέστερη της ημερομηνίας εκδόσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να τη λάβει υπόψη.

140    Τέλος, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Alitalia, αν είχε παύσει να δραστηριοποιείται κατά την πτωχευτική διαδικασία, δεν θα είχε, εν πάση περιπτώσει, απολέσει τους διαθέσιμους χρόνους χρήσης αερολιμένα, δυνάμει του κανονισμού (ΕΟΚ) 95/93 του Συμβουλίου, της 18ης Ιανουαρίου 1993, σχετικά με τους κοινούς κανόνες κατανομής του διαθέσιμου χρόνου χρήσης (slots) στους κοινοτικούς αερολιμένες (EE L 14, σ. 1). Συνεπώς, η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, λόγω του ότι φέρεται να αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα τον κίνδυνο της εκ μέρους της Alitalia απώλειας των διαθέσιμων χρόνων χρήσης αερολιμένα ως δικαιολογία για την ανάγκη της διασφαλίσεως, εκ μέρους του αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, της συνέχειας της υπηρεσίας.

141    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την παράγραφο 125 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα, δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα οποιαδήποτε δικαιολόγηση του κριτηρίου της συνέχειας της υπηρεσίας λόγω του κινδύνου της απώλειας των διαθέσιμων χρόνων χρήσης αερολιμένα της Alitalia. Συγκεκριμένα, στην εν λόγω παράγραφο, η Επιτροπή ανέφερε, κατ’ ουσίαν, ότι η αξία μιας αρκετά μεγάλης ομάδας περιουσιακών στοιχείων περιελάμβανε το «start-up» (εκκίνηση της δραστηριότητας), τμήμα του οποίου αποτελούσαν οι διαθέσιμοι χρόνοι χρήσης αερολιμένα που είναι αναγκαίοι για την παροχή της υπηρεσίας. Η εκτίμηση αυτή συνεπάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη το κριτήριο της συνέχειας μεριμνώντας για τη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων τα οποία αφορούσε η μεταβίβαση, με σκοπό να επιτύχει υψηλότερη τιμή μεταβιβάσεως προς το συμφέρον των πιστωτών της Alitalia και όχι σε μια λογική διασφαλίσεως της συνέχειας της δραστηριότητας μιας δημόσιας υπηρεσίας. Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να στηριχθεί σε κανένα στοιχείο της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως.

142    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα ουδόλως αποδεικνύει σε ποιο βαθμό μια τέτοια εξέταση ήταν αναγκαία για να παρασχεθεί η δυνατότητα στην Επιτροπή να εκτιμήσει τη συμφωνία του όρου περί συνέχειας της υπηρεσίας με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς και συνεπώς δεν προσκομίζει την απόδειξη της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών. Επομένως, ουδεμία ανεπάρκεια της αιτιολογίας μπορεί να προσαφθεί συναφώς στην Επιτροπή.

143    Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου σκέλους του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

–       Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους

144    Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia εξαρτήθηκε από ένα σιωπηρό όρο, κατά τον οποίο ο αγοραστής έπρεπε να είναι ιταλικής καταγωγής, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή πωλήσεως κάτω της αγοραίας τιμής και αποθάρρυνε τις ανταγωνιστικές προσφορές. Το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το στοιχείο αυτό και δεν συνήγαγε τις συνέπειες μιας τέτοιας εξετάσεως συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η απουσία οποιασδήποτε εξηγήσεως της Επιτροπής συναφώς συνιστά, επιπλέον, έλλειψη αιτιολογίας.

145    Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή εξακρίβωσε ότι η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος δεν περιείχε καμία ρήτρα ενέχουσα δυσμενείς διακρίσεις που να στηρίζεται στην ιθαγένεια των υποβαλλόντων προσφορά. Επιπλέον, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω πρόσκληση αποτέλεσε αντικείμενο ευρείας διαδόσεως και δημοσιότητας τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Συγκεκριμένα, όπως τονίστηκε στη σκέψη 136 ανωτέρω, η Επιτροπή ανέφερε στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, αφενός, ότι ο έκτακτος επίτροπος, ήδη από τον διορισμό του και πριν από τη δημοσίευση της εν λόγω προσκλήσεως για την εκδήλωση ενδιαφέροντος, αποφάσισε να έλθει σε επαφή με τις κύριες διεθνείς αεροπορικές εταιρίες και, αφετέρου, ότι ο έκτακτος επίτροπος παρέλαβε εξήντα προσφορές προερχόμενες από ιταλικές και αλλοδαπές επιχειρήσεις.

146    Περαιτέρω, η Επιτροπή εξέτασε τον ρόλο της τράπεζας που επελέγη για να προαγάγει την υποβολή μιας προσφοράς εξαγοράς της Alitalia στο πλαίσιο της διαδικασίας πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων της Alitalia και κατέληξε στο συμπέρασμα, στην υποσημείωση 29 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εν λόγω τράπεζα είχε παύσει να λειτουργεί ως σύμβουλος του αρμόδιου υπουργού ήδη από τη θέση της Alitalia υπό έκτακτη διαχείριση, ήτοι στις 29 Αυγούστου 2009. Συγκεκριμένα, πέραν της αποστολής που της είχε ανατεθεί πριν από τη θέση της Alitalia υπό έκτακτη διαχείριση, από τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η τράπεζα αυτή είχε μετάσχει στην εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων της Alitalia και ότι μπορούσε να είχε ευνοήσει την CAI εις βάρος των λοιπών υποβαλόντων προσφορά. Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι ιταλικές αρχές είχαν αναλάβει τη δέσμευση να μην αναμειχθούν στις ενέργειες του έκτακτου επιτρόπου.

147    Συνεπώς, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί υποτιθέμενης συγκρούσεως συμφερόντων μεταξύ της τράπεζας που είχε επιλεγεί για να προαγάγει την υποβολή μιας προσφοράς για την εξαγορά της Alitalia και της CAI, περί ασάφειας της προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών και περί σύντομων προθεσμιών για την υποβολή των προσφορών που παρείχαν πλεονέκτημα στην CAI. Συγκεκριμένα, όσον αφορά τον μη συνεπαγόμενο δυσμενείς διακρίσεις χαρακτήρα της διαδικασίας προσκλήσεως για την υποβολή προσφορών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, δεδομένου ότι από τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή διενήργησε ελλιπή ή ανεπαρκή εξέταση κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως ή ότι αυτή δεν συνήγαγε τις συνέπειες της εξετάσεως των όρων πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε κάποια ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών συναφώς. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να διατείνεται ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω ελλείψεως αιτιολογίας συναφώς. Επομένως, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους του πέμπτου λόγου να απορριφθούν ως αβάσιμες.

–       Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου και του τετάρτου σκέλους

148    Στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η διαδικασία πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων, δεδομένου ότι δεν ήταν ανοικτή και διαφανής και συνεπαγόταν δυσμενείς διακρίσεις, δεν μπορούσε να εξασφαλίσει την πώληση στην τιμή της αγοράς. Υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι λοιπές εγγυήσεις μιας ανεξάρτητης αξιολογήσεως, όπως είναι η παρέμβαση του ανεξάρτητου πραγματογνώμονα και του επιφορτισμένου με τον έλεγχο της διαδικασίας εντολοδόχου, δεν παρείχαν τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ότι η τιμή που θα κατέβαλλε ο αγοραστής θα αντιστοιχούσε στην αγοραία τιμή. Διατείνεται επίσης ότι η παράλειψη της Επιτροπής να συναγάγει τις ορθές συνέπειες από την αδυναμία επιτεύξεως της αγοραίας τιμής, υπό τις συνθήκες αυτές, συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Η απουσία δικαιολογίας συναφώς συνιστά, επιπλέον, έλλειψη αιτιολογίας.

149    Στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι ιταλικές αρχές μείωσαν την τιμή στην οποία η CAI μπόρεσε να εξαγοράσει την Alitalia, διαγράφοντας ορισμένες οφειλές και καθιστώντας την προσφορά της πιο ελκυστική για τη συνδικαλιστική ηγεσία. Η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα πραγματικά στοιχεία τα οποία γνώριζε και μη θεωρώντας ότι τα στοιχεία αυτά συνεπάγονταν τη χορήγηση ενισχύσεως στην CAI, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

150    Όπως υπενθυμίστηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν προς στήριξη του τρίτου λόγου, η Επιτροπή θεώρησε ότι η πρόσκληση για την υποβολή προσφορών δεν χαρακτηριζόταν από μόνη της από επαρκή βαθμό διαφάνειας για να εξασφαλιστεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία θα μεταβιβάζονταν στην αγοραία τιμή. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έλεγξε αν η προσφορά είχε αποτελέσει αντικείμενο ανεξάρτητης αξιολογήσεως, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι η προταθείσα τιμή δεν ήταν χαμηλότερη από τη αγοραία. Επιπλέον, όπως συνήχθη και στις σκέψεις 107 έως 109 ανωτέρω, η εκτίμηση των περιουσιακών στοιχείων από τον ανεξάρτητο πραγματογνώμονα, που επιβεβαιώθηκε από την εξακρίβωση της οικονομικής αξίας των προσφορών σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία, η οποία πραγματοποιήθηκε από τον ανεξάρτητο οικονομικό σύμβουλο, και η τελική παρέμβαση του εντολοδόχου που ήταν επιφορτισμένος με τον έλεγχο της διαδικασίας, παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας, που καθιστούσαν δυνατή την πώληση των περιουσιακών στοιχείων στην τιμή της αγοράς.

151    Επομένως, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους αυτού του λόγου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες, καθόσον η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη ενδείξεων σοβαρών δυσχερειών και υπό τις συνθήκες αυτές δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

152    Όσον αφορά το τέταρτο σκέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η CAI ανέλαβε μόνο ένα τμήμα του προσωπικού της Alitalia, το οποίο προσελήφθη βάσει εντελώς νέων όρων και συμβάσεων εργασίας, και ότι τα κοινωνικού χαρακτήρα μέτρα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν ίσχυαν για το προσωπικό που είχε επαναπροσλάβει η CAI.

153    Συνεπώς, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου σκέλους του πέμπτου λόγου πρέπει να απορριφθούν. Ως εκ τούτου, πρέπει να θεωρηθεί ότι, δεδομένου ότι από τις αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή διενήργησε ελλιπή ή ανεπαρκή εξέταση κατά την προκαταρκτική διαδικασία εξετάσεως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε καμία ένδειξη περί της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών συναφώς. Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο προσδιορισμό του μέρους που οφείλει να επιστρέψει την ενίσχυση

154    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε το σύνολο των κριτηρίων που απαιτεί η νομολογία προκειμένου να εκτιμήσει την οικονομική συνέχεια μεταξύ της Alitalia και της CAI, μεταξύ άλλων το τίμημα της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων, την ταυτότητα των μετόχων της μεταβιβασθείσας επιχειρήσεως και εκείνη του αγοραστή της, το χρονικό σημείο, το αντικείμενο, καθώς και την οικονομική λογική της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή επικέντρωσε την ανάλυσή της αποκλειστικά στο κριτήριο του αντικειμένου της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων, αγνοώντας τα λοιπά κριτήρια.

155    Όσον αφορά την υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε προβληματική εταιρία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει και από τη νομολογία, η υποχρέωση αυτή μπορεί να επεκταθεί και στη νέα εταιρία προς την οποία η οικεία εταιρία μεταβίβασε τμήμα των περιουσιακών της στοιχείων, οσάκις η μεταβίβαση αυτή επιτρέπει τη διαπίστωση οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιριών. Προκειμένου να συναχθεί η ύπαρξη οικονομικής συνέχειας, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: το αντικείμενο της μεταβιβάσεως (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβιβάσεως, η ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της εξαγοράζουσας επιχειρήσεως και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως) ή, ακόμα, η οικονομική λογική της πράξεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑4749, σκέψη 135).

156    Επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η νομολογία αυτή δεν επιβάλλει στην Επιτροπή να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων, πράγμα το οποίο πιστοποιείται από την έκφραση «μπορούν να ληφθούν υπόψη». Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει, ειδικότερα και επί πλέον των άλλων κριτηρίων, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia στην CAI, το οποίο περιλαμβάνεται μεταξύ των στοιχείων που «μπορούν» να ληφθούν υπόψη για να αποκλειστεί η οικονομική συνέχεια μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών.

157    Εν πάση περιπτώσει, από την εξέταση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή κατέληξε στην απουσία συνέχειας μεταξύ της Alitalia και της CAI, βάσει τόσο του αντικειμένου και του τιμήματος της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων όσο και του γεγονότος ότι οι μέτοχοι των δύο εταιριών δεν ταυτίζονταν και της οικονομικής λογικής της πράξεως. Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέτασε το ζήτημα της συνέχειας μεταξύ της Alitalia και της CAI στις παραγράφους 128 έως 151 της εν λόγω αποφάσεως. Η Επιτροπή τόνισε καταρχάς, στην παράγραφο 132 της αποφάσεως αυτής, ότι το κοινοποιηθέν μέτρο, όπως τροποποιήθηκε με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές, θα είχε ως αποτέλεσμα την πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia στην τιμή της αγοράς. Εξέτασε στη συνέχεια το αν υπήρχε συνέχεια στην απόλαυση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που δημιούργησε το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ μεταξύ της Alitalia και των αγοραστών των περιουσιακών στοιχείων τα οποία αφορούσε η σχετική διαδικασία πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων.

158    Συναφώς, η Επιτροπή υπογράμμισε, στην παράγραφο 135 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά το αντικείμενο της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία δεν είχαν προσφερθεί προς πώληση κατά ομάδες στην πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος και συνεπώς δεν αντιστοιχούσαν σε ομοιογενείς οικονομικές μονάδες, πράγμα που θα μπορούσε να έχει ως συνέπεια τον περιορισμό των δυνητικών αγοραστών. Διαπίστωσε, στην παράγραφο 136 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, αντιστρόφως, λαμβανομένων υπόψη των διαφόρων εκδηλώσεων ενδιαφέροντος που αντιστοιχούσαν σε διαφορετικά περιουσιακά στοιχεία, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, οι δραστηριότητες της Alitalia θα βρίσκονταν κατανεμημένες μεταξύ διαφόρων φορέων και θα ήταν οργανωμένες κατά διαφορετικό τρόπο. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα, στην παράγραφο 137 της αποφάσεως αυτής, ότι, λαμβανομένης υπόψη της εκτάσεως της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων και της κατατμήσεως των προσφορών των δυνητικών αγοραστών, η διαδικασία πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων που εφάρμοζε η Ιταλική Δημοκρατία δεν συνεπαγόταν την οικονομική συνέχεια μεταξύ της Alitalia και της CAI.

159    Όσον αφορά τους μετόχους της Alitalia και της CAI, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, στην παράγραφο 140 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν ταυτίζονταν οι μεν με τους δε. Περιέγραψε την CAI ως μια κοινοπραξία ιδιωτών επενδυτών που είναι διαφορετικοί από τους μετόχους της Alitalia και ανέφερε ότι η ανταλλαγή μετοχών των τελευταίων αυτών με μετοχές της νέας εταιρίας ήταν δυνατή μόνο βάσει των νομοθετικών διατάξεων περί της εξυγιάνσεως των επιχειρήσεων στο πλαίσιο της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, οι οποίες δεν είχαν εφαρμογή εν προκειμένω.

160    Ακολούθως, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην παράγραφο 141 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η CAI θα εξαγόραζε μόνο ορισμένα περιουσιακά στοιχεία σχετικά με τη δραστηριότητα μεταφοράς επιβατών της Alitalia, ότι θα συνέχιζε τη δική της επιχειρηματική στρατηγική και ότι δεν θα πραγματοποιούνταν καμία αυτόματη μεταφορά των συμβάσεων εργασίας μεταξύ της Alitalia και της CAI. Η Επιτροπή σημείωσε, επιπλέον, στην παράγραφο 142 της εν λόγω αποφάσεως, ότι η CAI δεν θα συνέχιζε τη δραστηριότητα της Alitalia, καθόσον οι ιταλικές αρχές είχαν αναλάβει τη δέσμευση, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, να μην αντιπροσωπεύει η CAI περισσότερο από το 69 % της ικανότητας της Alitalia όσον αφορά τη μεταφορά επιβατών ανά χιλιόμετρο, όπως αυτή είχε υπολογισθεί κατά την ημερομηνία της κοινοποιήσεως. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τις παραγράφους 13 και 49 της αποφάσεως αυτής, η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia στην CAI αποσκοπούσε στη μεγιστοποίηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων της Alitalia πριν από την εκκαθάρισή της, τούτο δε προς το συμφέρον των πιστωτών της.

161    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε ουσιαστικά στο αντικείμενο της μεταβιβάσεως. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 160 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέτασε και ενέκρινε την οικονομική λογική της πράξεως. Επιπλέον, καθ’ όλη τη διάρκεια της εξετάσεώς της, εξήγησε τους λόγους για τους οποίους θεωρούσε ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ της Alitalia και της CAI. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα, στις παραγράφους 130 έως 132 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ουδέν αδικαιολόγητο πλεονέκτημα θα μπορούσε να μεταβιβασθεί στον αγοραστή των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ελήφθησαν όλα τα μέτρα προκειμένου η μεταβίβαση να πραγματοποιηθεί με τίμημα που δεν θα είναι μικρότερο από την αγοραία τιμή. Επιβάλλεται, κατά συνέπεια, η διαπίστωση, με γνώμονα τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν ανωτέρω και σύμφωνα με τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 155 ανωτέρω, ότι η Επιτροπή διενήργησε επαρκή και πλήρη εξέταση και ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών συναφώς.

162    Συνεπώς, δεδομένου ότι δεν φαινόταν εν προκειμένω αναγκαίο να λάβει θέση η Επιτροπή επί του χρονικού σημείου της μεταβιβάσεως των περιουσιακών στοιχείων, δεν μπορεί να της προσαφθεί έλλειψη αιτιολογίας επί του σημείου αυτού.

163    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει, κατά συνέπεια, να απορριφθούν ως αβάσιμες οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου.

 Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράλειψη κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας

164    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή, μη κινώντας την επίσημη διαδικασία έρευνας του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, εξέδωσε μια ελλιπή απόφαση η οποία πρέπει να ακυρωθεί. Υποστηρίζει, συναφώς, ότι, καίτοι το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διεξήχθη η προκαταρκτική έρευνα πριν από την έκδοση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι από τις 14 Οκτωβρίου μέχρι τις 12 Νοεμβρίου 2008, δεν ήταν εξαιρετικά μακρό, η Επιτροπή θα μπορούσε εντούτοις να εντοπίσει σοβαρές δυσχέρειες. Περαιτέρω, με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι, δεδομένου ότι το προκαταρκτικό στάδιο εξετάσεως άρχισε με την εξέταση των πραγματικών περιστατικών τον Απρίλιο του 2008, το στάδιο αυτό ήταν σχεδόν τέσσερις φορές μακρύτερο από τη μέγιστη διάρκεια των δύο μηνών που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 για την ολοκλήρωση μιας προκαταρκτικής εξετάσεως.

165    Η προσφεύγουσα προσκομίζει επίσης έναν όχι εξαντλητικό κατάλογο των σφαλμάτων τα οποία διέπραξε η Επιτροπή, από τον οποίον αποδεικνύεται ότι η πολυπλοκότητα της εξετάσεως που απαιτείται εν προκειμένω δικαιολογούσε την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας.

166    Υποστηρίζει, περαιτέρω, ότι, λαμβανομένου υπόψη του πολιτικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται η υπόθεση αυτή, οι δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές και κατά τις οποίες η πώληση των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia θα πραγματοποιούνταν στην τιμή της αγοράς δεν ήταν ρεαλιστικές και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι δεσμεύσεις αυτές επιβλήθηκαν πάρα πολύ αργά στη διαδικασία, ήτοι μετά την επέλευση των γεγονότων τα οποία υποτίθεται ότι αφορούσαν.

167    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τη διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως, πρέπει να τονιστεί, όπως ισχυρίζεται και η Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα αντιφάσκει με τα δικόγραφά της. Συγκεκριμένα, ενώ στο δικόγραφο της προσφυγής υποστηρίζει ότι η διάρκεια του σταδίου αυτού, μικρότερη του ενός μηνός, δεν ήταν εξαιρετικά μακρά, στο υπόμνημα απαντήσεως υποστηρίζει ότι το εν λόγω στάδιο ήταν σχεδόν τέσσερις φορές μακρύτερο από τον μέγιστο χρόνο των δύο μηνών που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999.

168    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προθεσμία των δύο μηνών που επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 για την περάτωση της προκαταρκτικής εξετάσεως αφορά την περίοδο μεταξύ της πλήρους κοινοποιήσεως του μέτρου και της εκδόσεως της αποφάσεως βάσει της παραγράφου 2, της παραγράφου 3 ή της παραγράφου 4 της εν λόγω διατάξεως, ήτοι, εν προκειμένω, την περίοδο μεταξύ της 14ης Οκτωβρίου και της 12ης Νοεμβρίου 2008. Συνεπώς, κακώς η προσφεύγουσα λαμβάνει επίσης υπόψη την περίοδο πριν από την ημερομηνία της κοινοποιήσεως της διαδικασίας πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων από τις ιταλικές αρχές, κατά την οποία η Επιτροπή είχε επαφές με αυτές και η οποία άρχισε τον Απρίλιο 2008.

169    Συνεπώς, πρέπει να συναχθεί, εν προκειμένω, το συμπέρασμα ότι η διάρκεια του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως ήταν μικρότερη από εκείνη που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 5, του κανονισμού 659/1999 και συνεπώς απολύτως εύλογη. Από τη διάρκεια αυτή δεν μπορεί, κατά συνέπεια, να αποδειχθεί η ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών τις οποίες θα μπορούσε να αντιμετωπίσει η Επιτροπή στο πλαίσιο της προκαταρκτικής έρευνας, αλλά η εν λόγω διάρκεια υποδηλώνει μάλλον το γεγονός ότι η εξέταση του κοινοποιηθέντος εν προκειμένω μέτρου δεν παρουσίαζε κάποια ιδιαίτερη δυσχέρεια (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, T‑568/08 και T‑573/08, M6 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. ΙΙ‑3397, σκέψη 142).

170    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα των δεσμεύσεων που ενσωματώθηκαν στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν. Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί, πρώτον, ότι η πρόσκληση για την εκδήλωση ενδιαφέροντος που δημοσιεύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 2008 όριζε ότι τα κριτήρια που έπρεπε να ικανοποιούν οι προσφορές έπρεπε να είναι σύμφωνα προς τις απαιτήσεις της ισχύουσας ιταλικής νομοθεσίας και, ειδικότερα, ότι η τιμή της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων δεν μπορούσε να είναι χαμηλότερη από την αγοραία τιμή, όπως αυτή ορίζεται από ανεξάρτητο πραγματογνώμονα. Δεύτερον, ο τελευταίος αυτός έπρεπε να εξετάσει τις προσφορές προκειμένου να βεβαιωθεί —λαμβάνοντας υπόψη κυρίως την προτεινόμενη τιμή και παρά τα λοιπά κριτήρια που ενδεχομένως ικανοποιούν οι κατατεθείσες προσφορές— ότι η προτεινόμενη τιμή πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων ήταν υψηλότερη ή ίση προς την αγοραία τιμή. Τρίτον, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, η πώληση των περιουσιακών στοιχείων δεν είχε ακόμη εγκριθεί από την επιτροπή εποπτείας και η τελική απόφαση του έκτακτου επιτρόπου δεν είχε ακόμη ληφθεί. Ο τελευταίος αυτός έπρεπε προηγουμένως, σύμφωνα με την έκτακτη διοικητική διαδικασία, να λάβει την άδεια από την επιτροπή εποπτείας και από τον αρμόδιο υπουργό σχετικά με την εν λόγω πώληση. Συνεπώς, η δέσμευση που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές ότι ο αρμόδιος υπουργός δεν έπρεπε να αναμειχθεί στο έργο του έκτακτου επιτρόπου δεν είναι εκπρόθεσμη, λαμβανομένου υπόψη του σταδίου της διαδικασίας.

171    Επιπλέον, η μνεία των εν λόγω δεσμεύσεων που υπάρχει στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να συνιστά ένδειξη σοβαρών δυσχερειών τις οποίες αντιμετώπισε η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, οι δεσμεύσεις αυτές αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή έλαβε τις αναγκαίες προφυλάξεις τόσο για να ελέγξει την τήρηση των εν λόγω δεσμεύσεων από τον εντολοδόχο που είχε την ευθύνη του ελέγχου της διαδικασίας όσο και για να αντλήσει τις συνέπειες της ενδεχόμενης μη τηρήσεώς τους. Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με το μη προσήκοντα χαρακτήρα των δεσμεύσεων είναι αλυσιτελή, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή επιφυλάχθηκε του δικαιώματός της να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά το επίμαχο μέτρο, σε περίπτωση μη τηρήσεως των όρων της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως και, μεταξύ άλλων, των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι ιταλικές αρχές και καταγράφηκαν στην εν λόγω απόφαση.

172    Τρίτον και τελικώς, όσον αφορά τα δέκα σφάλματα που προβάλλει η προσφεύγουσα και τα οποία θα έπρεπε να αποτελούν ενδείξεις της υπάρξεως σοβαρών δυσχερειών, πρέπει να τονιστεί ότι τα σφάλματα αυτά αντιστοιχούν, στην πραγματικότητα, στις αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου, του τετάρτου και του πέμπτου λόγου, σε σχέση με τις οποίες εξετάσθηκαν οι λόγοι αυτοί. Συνεπώς, δεν είναι αναγκαία η χωριστή εξέταση των αιτιάσεων αυτών, στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου.

173    Συνεπώς, οι αιτιάσεις που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμες.

174    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη σοβαρών δυσχερειών. Επομένως, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας όσον αφορά το μέτρο της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων, σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 80 ανωτέρω νομολογία.

 Επί των λόγων που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

175    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν ακολούθησε την «πάγια σχετικά με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της» στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, μεταξύ άλλων όσον αφορά την εξέταση όλων των κρίσιμων χαρακτηριστικών ενός μέτρου και του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται, καθώς και την εξέταση των άλλων επιλογών πέραν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων, με γνώμονα το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή που λειτουργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς. Η Επιτροπή είχε συνεπώς αυξημένη υποχρέωση αιτιολογήσεως. Περαιτέρω, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει ορισμένα μη λεπτομερή συμπεράσματα της Επιτροπής, μεταξύ άλλων σχετικά με την ανεξαρτησία του πραγματογνώμονα και τη βεβαιότητα ότι η πώληση περιουσιακών στοιχείων πραγματοποιείται στην αγοραία τιμή, όσον αφορά τα οποία δεν είναι δυνατό να κατανοηθεί η συλλογιστική της Επιτροπής.

176    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την απουσία εξετάσεως του συνόλου των κρίσιμων χαρακτηριστικών του κοινοποιηθέντος μέτρου και του πλαισίου στο οποίο αυτό εντάσσεται συμπίπτει με το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου. Ομοίως, η αιτίαση που αντλείται από την έλλειψη αιτιολογίας της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τις μεθόδους εισπράξεως που συνιστούν δυνατές επιλογές πέραν της πωλήσεως περιουσιακών στοιχείων συμπίπτει με το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου. Συνεπώς, όπως αναφέρθηκε στις σκέψεις 89, 117 και 124 ανωτέρω, τα εν λόγω σκέλη θα εξεταστούν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου.

177    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλομένη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου, το οποίο εξέδωσε την πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στον κοινοτικό δικαστή να ασκεί τον έλεγχό του (αποφάσεις του Δικαστηρίου, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 63, και της 22ας Μαρτίου 2001, C‑17/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑2481, σκέψη 35).

178    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεώς της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Φεβρουαρίου 1990, C‑350/88, Delacre κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. I‑395, σκέψη 16, και Γαλλία κατά Επιτροπής, σκέψη 177 ανωτέρω, σκέψη 36).

179    Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι, αλλά αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως (βλ. απόφαση Bundesverband deutscher Banken κατά Επιτροπής, σκέψη 77 ανωτέρω, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

180    Όσον αφορά ειδικότερα απόφαση της Επιτροπής καταλήγουσα στο συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται η προσαπτόμενη από καταγγέλλοντα κρατική ενίσχυση, η Επιτροπή οφείλει να εκθέσει επαρκώς στον καταγγέλλοντα τους λόγους για τους οποίους τα προβληθέντα με την καταγγελία πραγματικά και νομικά στοιχεία δεν ήσαν επαρκή προς απόδειξη της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως. Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση ως προς στοιχεία που είναι προδήλως άσχετα, ασήμαντα ή σαφώς δευτερεύοντα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 102 ανωτέρω, σκέψη 64).

181    Συγκεκριμένα, πρέπει να υπομνησθεί, όσον αφορά, πρώτον, τη φύση της οικείας πράξεως, ότι η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου εξετάσεως των ενισχύσεων το οποίο θεσπίσθηκε με το άρθρο 88, παράγραφος 3, ΕΚ με μοναδικό σκοπό να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη επί της συμβατότητας, εν όλω ή εν μέρει, της επίμαχης ενισχύσεως χωρίς την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας της παραγράφου 2 του εν λόγω άρθρου, η οποία σκοπεί να παράσχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ενημερωθεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων που αφορούν την ενίσχυση αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑333/07, Regie Networks, Συλλογή 2008, σ. I‑10807, σκέψη 64).

182    Ωστόσο, μία τέτοια απόφαση η οποία λαμβάνεται σε σύντομες προθεσμίες πρέπει να περιέχει μόνον τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή φρονεί ότι δεν βρίσκεται ενώπιον σοβαρών δυσχερειών εκτιμήσεως της συμβατότητας της επίμαχης ενισχύσεως προς την κοινή αγορά (αποφάσεις Matra κατά Επιτροπής, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 48, και Regie Networks, σκέψη 181 ανωτέρω, σκέψη 65).

183    Εν προκειμένω, όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και τις περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου (βλ. σκέψεις 105 και 110 ανωτέρω) προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε τον ρόλο των διαφόρων παραγόντων που παρενέβησαν στο πλαίσιο της έκτακτης διοικητικής διαδικασίας και βεβαιώθηκε ότι το μέτρο, όπως κοινοποιήθηκε, θα διασφάλιζε ότι η πώληση των περιουσιακών στοιχείων θα πραγματοποιούνταν στην αγοραία τιμή. Περαιτέρω, συνήχθη επίσης το συμπέρασμα, στο πλαίσιο της εξετάσεως του δεύτερου σκέλους του λόγου αυτού, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τα σημεία που δεν ήσαν κρίσιμα για την εκτίμησή της, όπως είναι οι μειώσεις των επιβαρύνσεων και τα λοιπά πλεονεκτήματα που υποτίθεται ότι χορηγήθηκαν από την ιταλική νομοθεσία στην CAI, λόγω της θέσεως σε ισχύ του νομοθετικού διατάγματος 134.

184    Ομοίως, από την εξέταση του τετάρτου λόγου προκύπτει ότι η Επιτροπή, εφόσον βεβαιώθηκε ότι η πώληση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί στην αγοραία τιμή, ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τις άλλες επιλογές πέραν της διαδικασίας δικαστικής εκκαθαρίσεως.

185    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, βάσει της παρατεθείσας στη σκέψη 179 ανωτέρω νομολογίας, η υποχρέωση αιτιολογήσεως δεν επέβαλλε στην Επιτροπή να εκθέσει στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση και άλλα στοιχεία πέραν των πραγματικών περιστατικών και των νομικών εκτιμήσεων που είχαν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεως. Μια τέτοια αιτιολογία αρκεί προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στη μεν προσφεύγουσα να γνωρίζει τη δικαιολόγηση της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, στο δε Γενικό Δικαστήριο να ελέγξει τη νομιμότητά της βάσει του άρθρου 253 ΕΚ.

186    Όσον αφορά τα φερόμενα ως μη αιτιολογημένα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Επιτροπή, πρέπει να τονιστεί ότι, στην παράγραφο 39 της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους εκτιμούσε ότι η πραγματογνωμοσύνη που διενεργήθηκε σύμφωνα με το νομοθετικό διάταγμα 134 ήταν ανεξάρτητη. Συνεπώς, η αιτίαση που διατύπωσε η προσφεύγουσα και η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την παρουσία ορισμένων μετόχων του πραγματογνώμονα και στο κεφάλαιο της CAI δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

187    Τέλος, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που στηρίζεται στο ότι η Επιτροπή υποστήριξε, στη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το γεγονός ότι ο ένας από τους μετόχους της CAI κατείχε επίσης συμμετοχή σε εταιρία που είναι εγχειρόγραφος πιστωτής της Alitalia δεν είχε καμία επίπτωση στην τιμή που πρότεινε η CAI, αρκεί να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στην εκτίμηση αυτή για να υποστηρίξει ότι η τιμή που είχε προταθεί με την προσφορά αυτή ήταν συμβατή με την αγοραία τιμή, οπότε ουδόλως ήταν υποχρεωμένη να την τεκμηριώσει.

188    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί. Ομοίως, πρέπει να απορριφθούν το τρίτο σκέλος του τρίτου λόγου και το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου.

189    Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αίτημα περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, χωρίς να χρειάζεται να ληφθούν τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας που ζήτησε η προσφεύγουσα.

 Β —      Επί του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως

190    Η προσφεύγουσα ζητεί επίσης τη μερική ακύρωση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, στον βαθμό που, αφενός, η απόφαση αυτή δεν διατάσσει την ανάκτηση της ενισχύσεως από τους αγοραστές των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia και ειδικώς από την CAI και, αφετέρου, παρέχει στην Ιταλική Δημοκρατία πρόσθετη προθεσμία τεσσάρων μηνών για να θέσει σε εφαρμογή την απόφαση αυτή και να ανακτήσει το δάνειο των 300 εκατομμυρίων ευρώ.

191    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της χρηστής διοικήσεως και παρέβη το άρθρο 14, παράγραφος 3, του κανονισμού 659/1999, παρέχοντας στην Ιταλική Δημοκρατία τέσσερις επιπλέον μήνες για να ανακτήσει το δάνειο που χορήγησε στην Alitalia και παραλείποντας να διατάξει την αναστολή της ενισχύσεως, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11 του κανονισμού 659/1999. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή έπρεπε να διατάξει την ανάκτηση της ενισχύσεως από την CAI και όχι από την Alitalia.

192    Πρέπει, εκ προοιμίου, να τονιστεί ότι η Alitalia‑CAI και η Ιταλική Δημοκρατία, χωρίς να προβάλουν τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, υποστηρίζουν ότι η προσφυγή κατά της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως είναι απαράδεκτη. Συναφώς, η Alitalia‑CAI ισχυρίζεται ουσιαστικά ότι η προσφεύγουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη δεύτερη προσβαλλόμενη απόφαση. Η δε Ιταλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα.

193    Σύμφωνα με την παρατεθείσα στη σκέψη 56 ανωτέρω νομολογία, το παραδεκτό της προσφυγής πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως, βάσει του άρθρου 113 του Κανονισμού Διαδικασίας.

194    Όσον αφορά πρώτον, το αν η προσφεύγουσα επηρεάζεται ατομικά από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στον τομέα του ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, απόφαση περατώνουσα διαδικασία κινηθείσα βάσει του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ αφορά ατομικά τις επιχειρήσεις οι οποίες υπέβαλαν την καταγγελία που οδήγησε στην έναρξη της διαδικασίας και οι οποίες διατύπωσαν τις παρατηρήσεις τους και καθόρισαν την εξέλιξη της διαδικασίας αυτής, εφόσον πάντως η θέση τους στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από την ενίσχυση που αποτελεί το αντικείμενο της εν λόγω αποφάσεως. Αυτό δεν σημαίνει εν τούτοις ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί να αποδείξει κατά διαφορετικό τρόπο ότι η επίδικη απόφαση την αφορά ατομικά, επικαλούμενη ειδικές περιστάσεις που την εξατομικεύουν κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑11/95, BP Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3235, σκέψη 72).

195    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, αφενός, ότι υπέβαλε καταγγελίες και παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας που κατέληξε στην έκδοση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, ότι η θέση της στην αγορά επηρεάστηκε ουσιωδώς από τη χορήγηση του δανείου καθώς και από την πρώτη προσβαλλόμενη απόφαση, στον βαθμό που, με την εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή έδωσε στις ιταλικές αρχές προθεσμία τεσσάρων μηνών για την ανάκτηση του εν λόγω δανείου. Η προσφεύγουσα αναφέρεται περαιτέρω στην από 29 Απριλίου 2008 καταγγελία της που απηύθυνε στην Επιτροπή, με την οποία υποστήριξε ότι το δάνειο εξακολουθούσε να την περιάγει σε μειονεκτική θέση σε σχέση με την Alitalia, εμποδίζοντας την επέκτασή της στην εγχώρια ιταλική αγορά και στα δρομολόγια με αναχώρηση από την Ιταλία και ότι υφίστατο ζημία τόσο σε αριθμό επιβατών όσο και σε έσοδα λόγω των κάτω του κόστους τιμών που η Alitalia ήταν σε θέση να προσφέρει κατόπιν της χορηγήσεως του δανείου. Τέλος, υποστηρίζει ότι έχει συμφέρον για μερική ακύρωση της αποφάσεως προκειμένου να αποτρέψει τη διάπραξη από την Επιτροπή παρόμοιων παραβάσεων στο μέλλον.

196    Πρέπει, εκ προοιμίου, να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στη διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, με την υποβολή των καταγγελιών σχετικά με τη χορήγηση του δανείου στην Alitalia και τη μετέπειτα μετατροπή του σε ίδια κεφάλαια, βάσει των οποίων κινήθηκε η έρευνα της Επιτροπής, και ότι διατύπωσε τις παρατηρήσεις της στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας. Περαιτέρω, οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα επηρέασαν τη διεξαγωγή της διαδικασίας σχετικά με το εν λόγω δάνειο, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το δάνειο αυτό συνιστούσε παράνομη κρατική ενίσχυση ασύμβατη προς την κοινή αγορά και ότι έπρεπε να ανακτηθεί από τον δανειολήπτη.

197    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι το να διαταχθεί η άμεση ανάκτηση της ενισχύσεως από την Alitalia και όχι από την CAI έχει ως αποτέλεσμα να επηρεασθεί ουσιωδώς η ανταγωνιστική της θέση. Ομοίως, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προθεσμία που χορήγησε η Επιτροπή στην Ιταλική Δημοκρατία και η οποία υποτίθεται ότι της παρέσχε τη δυνατότητα να καταστρατηγήσει την υποχρέωση ανακτήσεως από τον δικαιούχο επηρέασε τα συμφέροντά της. Τέλος, η προσφεύγουσα ομοίως δεν απέδειξε σε ποιο βαθμό την επηρέασε το γεγονός ότι δεν διατάχθηκε η αναστολή της ενισχύσεως, που έδωσε τη δυνατότητα στην Alitalia να τη μετατρέψει σε ίδια κεφάλαια.

198    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσβαλλομένη απόφαση την αφορά ατομικά.

199    Πρέπει όμως να υπομνησθεί ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής είναι σωρευτικές. Συνεπώς, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας, η προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη, καθόσον αφορά την ακύρωση της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως, λόγω του ότι η απόφαση αυτή δεν αφορά ατομικά την προσφεύγουσα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Δεκεμβρίου 2003, T‑326/99, Olivieri κατά Επιτροπής και EMEA, Συλλογή 2003, σ. II‑6053, σκέψη 66).

 Επί των δικαστικών εξόδων

200    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εξάλλου, δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη τα οποία παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

201    Εν προκειμένω, επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής και της Alitalia‑CAI.

202    Σύμφωνα με το άρθρο 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Ιταλική Δημοκρατία θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Ryanair Ltd στα δικαστικά της έξοδα καθώς και στα έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Alitalia — Compagnia Aerea Italiana SpA.

3)      Η Ιταλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Παπασάββας

Vadapalas

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Μαρτίου 2012.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Α —   Διοικητική διαδικασία

Β —   Απόφαση περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας κατά το άρθρο 88, παράγραφος 2, ΕΚ

Γ —   Προσβαλλόμενες αποφάσεις

1. Απόφαση σχετικά με το δάνειο που χορηγήθηκε στην Alitalia

2. Απόφαση σχετικά με την πώληση περιουσιακών στοιχείων της Alitalia

Διαδικασία

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α —   Επί του αιτήματος περί ακυρώσεως της δεύτερης προσβαλλομένης αποφάσεως

1. Επί του παραδεκτού

2. Επί του αντικειμένου του ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου

3. Επί της ουσίας

α) Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από αναρμοδιότητα της Επιτροπής να εκδώσει μια υπό όρους απόφαση μετά από προκαταρκτική εξέταση

β) Επί των λόγων που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας

Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου λόγου, ο οποίος αντλείται από το ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε όλα τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των μέτρων εντός του πλαισίου στο οποίο αυτά εντάσσονται

Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου, που αντλείται από την παράλειψη εξετάσεως άλλων επιλογών πέραν της πωλήσεως των περιουσιακών στοιχείων του ομίλου Alitalia

Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου, που αντλείται από την παράλειψη εφαρμογής στην πώληση περιουσιακών στοιχείων του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή που ενεργεί υπό τις κανονικές συνθήκες μιας οικονομίας της αγοράς

— Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του πέμπτου σκέλους

— Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους

— Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του τρίτου και του τετάρτου σκέλους

Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου, ο οποίος αντλείται από εσφαλμένο προσδιορισμό του μέρους που οφείλει να επιστρέψει την ενίσχυση

Επί των αιτιάσεων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παράλειψη κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας

γ) Επί των λόγων που αντλούνται από την παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Β —   Επί του αιτήματος περί μερικής ακυρώσεως της πρώτης προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.