Language of document : ECLI:EU:F:2011:132

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2011 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλος – Δεδικασμένο – Καθήκον αρωγής – Άρθρο 24 του ΚΥΚ – Ηθική παρενόχληση»

Στην υπόθεση F‑100/09,

με αντικείμενο προσφυγή-αγωγή των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΑ,

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Χ. Μεϊδάνη, δικηγόρο,

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους J. Currall και J. Baquero Cruz,

καθής-εναγομένη,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους P. Mahoney, Πρόεδρο, H. Kreppel και S. Van Raepenbusch (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Μαρτίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 15 Δεκεμβρίου 2009 (το πρωτότυπο κατατέθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2009), ο Χ. Μιχαήλ ζητεί, μεταξύ άλλων, αφενός, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 9ης Μαρτίου 2009, περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής την οποία είχε υποβάλει λόγω ηθικής παρενοχλήσεως και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 30 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 12α, παράγραφοι 1 έως 3, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) έχει ως εξής:

«1.      Ο υπάλληλος απέχει από κάθε μορφή ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης.

2.      Ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενόχλησης δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου. Ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως.

Ως “ηθική παρενόχληση”, νοείται η καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό με είδη συμπεριφοράς, με προφορικό ή γραπτό λόγο, με χειρονομίες ή πράξεις που γίνονται με πρόθεση και θίγουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου.»

3        Το άρθρο 24, πρώτο εδάφιο, του ΚΥΚ προβλέπει τα εξής:

«[Η Ένωση] παρέχ[ει] βοήθεια στον υπάλληλο, ιδίως σε περίπτωση διώξεως των δραστών απειλών, προσβολών, εξυβρίσεων ή αποπειρών εναντίον του προσώπου και της περιουσίας είτε του ιδίου είτε των μελών της οικογενείας του, λόγω της ιδιότητάς του ή των καθηκόντων του.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Ο προσφεύγων-ενάγων (στο εξής: προσφεύγων) ήταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, υπάλληλος της Επιτροπής, με βαθμό AD 12.

5        Μετά την κατάργηση, στις 31 Δεκεμβρίου 2002, της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Δημοσιονομικού ελέγχου, όπου ασκούσε καθήκοντα οικονομικού ελεγκτή από το 1987, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη ΓΔ Γεωργίας με απόφαση της 11ης Ιουνίου 2003, ισχύουσα αναδρομικώς από 1ης Απριλίου 2003.

6        Κατά την περίοδο από 1ης Σεπτεμβρίου 2003 έως 30 Απριλίου 2004, η μονάδα στην οποία είχε τοποθετηθεί ο προσφεύγων ήταν, κατά μεν τον ίδιο, η μονάδα J.1 «Συντονισμός οριζόντιων ζητημάτων σχετικά με την εκκαθάριση λογαριασμών: δημοσιονομικός λογιστικός έλεγχος» (στο εξής: μονάδα J.1), κατά δε την Επιτροπή, η μονάδα I.5 «Προσωπικό και διοίκηση» (στο εξής: μονάδα I.5) της ΓΔ Γεωργίας. Με απόφαση της 19ης Μαΐου 2004, ισχύουσα αναδρομικώς από 1ης Μαΐου 2004, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη μονάδα F.2 «Δημοσιονομικός συντονισμός της αγροτικής ανάπτυξης» (στο εξής: μονάδα F.2), η οποία υπάγεται στη διεύθυνση F «Οριζόντιες πτυχές της αγροτικής ανάπτυξης» της ΓΔ Γεωργίας.

7        Με απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2007, ισχύουσα από 1ης Φεβρουαρίου 2007, ο προσφεύγων τοποθετήθηκε στη μονάδα D.4 «Προώθηση γεωργικών προϊόντων» (στο εξής: μονάδα D.4) της ΓΔ Γεωργίας. Έκτοτε ασκεί, εντός της μονάδας αυτής, καθήκοντα υπευθύνου προγραμμάτων.

8        Εν τω μεταξύ, ο προσφεύγων είχε υποβάλει, στις 20 Νοεμβρίου 2003, αίτηση αρωγής δυνάμει του άρθρου 24 του ΚΥΚ. Με αυτήν αναφέρθηκε σε «πλείονες παρατυπίες κατά την εξέταση και τον έλεγχο των σχεδίων συγχρηματοδοτήσεως, στο γεγονός ότι οι αρχές αγνόησαν τις καταγγελίες που είχε καταθέσει συναφώς και στην ηθική παρενόχληση την οποία υφίστατο». Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε σιωπηρώς στις 20 Μαρτίου 2004, όπως επίσης απορρίφθηκε, με την απόφαση του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 16ης Απριλίου 2008, T‑486/04, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (στο εξής: απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008), και η προσφυγή που ασκήθηκε κατά της σιωπηρής απορρίψεως.

9        Στις 4 Δεκεμβρίου 2008, ο προσφεύγων υπέβαλε νέα αίτηση στην Επιτροπή, ζητώντας τη συνδρομή της βάσει του άρθρου 24 του ΚΥΚ· την συμπλήρωσε, ακολούθως, με έγγραφο της 11ης Δεκεμβρίου 2008. Με την αίτηση αυτή ο προσφεύγων κατήγγειλε, κατ’ ουσίαν, τις «πράξεις και τις ενέργειες των προϊσταμένων του, οι οποίες συνιστούν συνεχή επαγγελματική παρενόχληση […] και έχουν ως σκοπό και ως αποτέλεσμα την απαξίωσή του, τον επαγγελματικό του παραγκωνισμό και τη συστηματική καταστροφή της σταδιοδρομίας του». Ισχυρίστηκε, επιπροσθέτως, ότι «συνεπεία των ενεργειών τους υπέστη σοβαρή επαγγελματική και προσωπική βλάβη όσον αφορά τόσο τις [εκθέσεις εξελίξεως της σταδιοδρομίας του] όσο και τη σταδιοδρομία του στο σύνολό της». Υπονόησε ότι η αιτία της μεταχειρίσεώς του πρέπει να αναζητηθεί στις επανειλημμένες και επίσημες καταγγελίες του σχετικά με «τις παρατυπίες που διαπράχθηκαν στο πλαίσιο της συγχρηματοδοτήσεως σχεδίων από την Επιτροπή». Τέλος, ο προσφεύγων αμφισβήτησε τον τρόπο με τον οποίο η διοίκηση εκτέλεσε την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί ακυρώσεως της εκθέσεως εξελίξεως της σταδιοδρομίας του (στο εξής: ΕΕΣ) για το 2003 (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑67/05, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, στο εξής: απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2003). Η εν λόγω απόφαση αναιρέθηκε, εν τω μεταξύ, από το Γενικό Δικαστήριο (απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, T‑49/08 P, Μιχαήλ κατά Επιτροπής) για τον λόγο ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφενός, όφειλε, πριν διαπιστώσει ότι η βαθμολόγηση του προσφεύγοντος υπήρξε παράνομη και ακυρώσει, ως εκ τούτου, την ΕΕΣ 2003, να ελέγξει αν η απονομή του βαθμού είχε ως μοναδικό σκοπό να διασφαλίσει τα συμφέροντα του προσφεύγοντος και, ιδίως, τις προοπτικές εξελίξεως της σταδιοδρομίας του, και, αφετέρου, δεν εξέτασε συγκεκριμένα αν η προβληθείσα ενώπιόν του ηθική βλάβη μπορούσε να διαχωριστεί από το ελάττωμα επί του οποίου στηρίχθηκε η ακύρωση της ΕΕΣ 2003 και, ως εκ τούτου, ήταν αδύνατο να επανορθωθεί πλήρως με την ακύρωση αυτή.

10      Με απόφαση της 9ης Μαρτίου 2009, η Επιτροπή απέρριψε την υποβληθείσα από τον προσφεύγοντα αίτηση αρωγής για τον λόγο ότι είχε ήδη προβάλει, κατά το παρελθόν, τις ίδιες αιτιάσεις και ότι αυτές είχαν επανειλημμένως και επιμελώς εξεταστεί τόσο στο πλαίσιο διαδικασιών βάσει των άρθρων 24 και 90 του ΚΥΚ όσο και ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Ειδικότερα, η Επιτροπή επισήμανε ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, με την απόφαση της 16ης Απριλίου 2008, ότι τα πραγματικά περιστατικά που επικαλέστηκε ο προσφεύγων δεν στοιχειοθετούσαν παρενόχληση, με σκοπό τη δυσφήμησή του ή την εσκεμμένη υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας του. Στην ίδια απόφαση, η Επιτροπή χαρακτήρισε ως διοικητική ένσταση το τμήμα της αιτήσεως αρωγής με το οποίο της προσάφθηκε ότι δεν εκτέλεσε ορθώς την απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2003. Κατά την άποψη της Επιτροπής, δεδομένου ότι ήταν, στην πράξη, αδύνατο να αξιολογηθεί ο προσφεύγων, η βαθμολόγησή του με τον μέσο όρο βαθμολογίας των υπηρετούντων με βαθμό AD 12 υπαλλήλων της ΓΔ Γεωργίας αποτελούσε τον πλέον ενδεδειγμένο τρόπο εκτελέσεως της ως άνω αποφάσεως. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή κατέληξε ότι η αιτίαση αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί νέο στοιχείο το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τη διαπίστωση τυχόν ηθικής παρενοχλήσεως.

11      Στις 29 Μαΐου 2009, ο προσφεύγων υπέβαλε διοικητική ένσταση, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 2009 περί απορρίψεως της αιτήσεώς του αρωγής. Σε αυτήν εξέθεσε το σύνολο των πραγματικών περιστατικών που, κατά τον ίδιο, στοιχειοθετούν την ηθική παρενόχληση την οποία υφίσταται από το 1995 και εντεύθεν.

12      Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική ένσταση του προσφεύγοντος. Η ΑΔΑ έκρινε, κατ’ αρχάς, ότι έχει ήδη αποφανθεί επί των αιτιάσεων τις οποίες ο προσφεύγων προέβαλε εκ νέου. Επισήμανε, στη συνέχεια, ότι το μοναδικό νέο πραγματικό στοιχείο που περιείχε η αίτηση αρωγής αφορούσε την πλημμελή εκτέλεση της αποφάσεως σχετικά με την ΕΕΣ 2003, πλην όμως, έχοντας ήδη χαρακτηρίσει, με την απόφαση την οποία έλαβε στις 9 Μαρτίου 2009, το οικείο τμήμα της αιτήσεως ως διοικητική ένσταση, δεν ήταν υποχρεωμένη να το επανεξετάσει. Τέλος, «χωρίς να προτίθεται να αρχίσει νέο κύκλο κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεων (και να προκαλέσει την έναρξη νέων προθεσμιών ασκήσεως προσφυγής)», η ΑΔΑ διευκρίνισε πάντως τα εξής:

«[ο προσφεύγων] τοποθετήθηκε αρχικώς [στη ΓΔ Γεωργίας] ως πλεονάζων, δεδομένου ότι ήταν ο μόνος υπάλληλος [της ΓΔ] δημοσιονομικού ελέγχου για τον οποίο δεν είχε βρεθεί θέση στη διάρκεια της περιόδου ανακατανομής [...] Τελικώς, τοποθετήθηκε στη μονάδα F.2, όπου οι επιδόσεις του δεν κρίθηκαν απολύτως ικανοποιητικές. Δεδομένου ότι τον Νοέμβριο του 2006 το έργο που του είχε ανατεθεί εντός της μονάδας F.2 όδευε προς περαίωση, ελήφθη η απόφαση να αναζητηθεί νέα θέση για τον προσφεύγοντα. Του προτάθηκε μια θέση στη “γεωργική ανάπτυξη”, την οποία όμως απέρριψε. Με τη συγκατάθεσή του, αποφασίστηκε η τοποθέτησή του στη μονάδα D.4. Εντός της μονάδας αυτής βελτιώθηκαν, άλλωστε, και οι επιδόσεις του […]».

 Αιτήματα των διαδίκων και διαδικασία

13      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη·

–        να ακυρώσει τις αποφάσεις της 9ης Μαρτίου 2009 και της 14ης Σεπτεμβρίου 2009·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του καταβάλει το ποσό των 30 000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική του βλάβη·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

14      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

15      Αμέσως μετά την περάτωση της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και πριν διεξαχθεί διάσκεψη για την έκδοση αποφάσεως, οι διάδικοι κλήθηκαν σε ανεπίσημη συνάντηση προκειμένου να αναζητηθεί μια λύση για να διευθετηθεί η διαφορά με φιλικό τρόπο. Προς τούτο, τάχθηκε στους διαδίκους προθεσμία για να απαντήσουν κατόπιν ωρίμου σκέψεως, βάσει των συζητήσεων που έγιναν κατά την ως άνω συνάντηση. Δεδομένου ότι αυτή η προσπάθεια φιλικού διακανονισμού δεν τελεσφόρησε, άρχισε, στις 11 Μαΐου 2011, η διάσκεψη επί της υποθέσεως.

 Επί της προσφυγής ακυρώσεως

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής ακυρώσεως

16      Ο προσφεύγων ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, περί απορρίψεως της διοικητικής του ενστάσεως.

17      Πρέπει, ωστόσο, να υπομνησθεί ότι τα αιτήματα ακυρώσεως τα οποία τυπικώς στρέφονται κατά της απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως έχουν ως αποτέλεσμα να αποφαίνεται το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επί της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, εφόσον δεν έχουν αυτοτελές περιεχόμενο (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1989, C‑293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 8· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 2006, T‑309/03, Camό Grau κατά Επιτροπής, σκέψη 43, και απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 11ης Δεκεμβρίου 2008, F‑136/06, Reali κατά Επιτροπής, σκέψη 37) και ταυτίζονται, στην πραγματικότητα, με τα αιτήματα ακυρώσεως της πράξεως που αποτελεί το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως.

18      Γίνεται, επομένως, δεκτό, μολονότι πρέπει να αναγνωριστεί το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος να ζητήσει την ακύρωση της απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής του ενστάσεως παράλληλα με την ακύρωση της οικείας βλαπτικής πράξεως, ότι η προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή) στρέφεται κατά της αποφάσεως της 9ης Μαρτίου 2009 περί απορρίψεως της αιτήσεως αρωγής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως

19      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως απαράδεκτη, πρώτον, λόγω ασάφειας και αοριστίας, δεύτερον, λόγω δεδικασμένου, τρίτον, λόγω αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί γεγονότος το οποίο συνέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση των υποθέσεων F‑67/05 και F‑34/06 και, τέταρτον, λόγω παραβάσεως των κανόνων που διέπουν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου λόγω ασάφειας και αοριστίας της προσφυγής

20      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων αναφέρθηκε απλώς in abstracto στις αρχές και τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης επί των οποίων στηρίζει την προσφυγή του, χωρίς να εξηγήσει με ποιον τρόπο παραβιάσθηκαν εν προκειμένω από την Επιτροπή. Φρονεί, κατά συνέπεια, ότι το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να κριθεί απαράδεκτο βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

21      Ο προσφεύγων απαντά ότι οι λόγοι ακυρώσεως δεν είναι ασαφείς και ότι, στο δικόγραφό του, εκθέτει επακριβώς μια αλληλουχία γεγονότων που στοιχειοθετούν ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ.

22      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους λόγους ακυρώσεως και τα προβαλλόμενα πραγματικά και νομικά επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί της προσφυγής, εφόσον παρίσταται ανάγκη, χωρίς οποιαδήποτε άλλη πληροφορία. Χάριν της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, πρέπει, για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα βασικά πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, αλλά κατά τρόπο λογικώς συνεπή και κατανοητό, από το κείμενο του ίδιου του δικογράφου της (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 30ής Νοεμβρίου 2009, F‑86/08, Voslamber κατά Επιτροπής, σκέψη 37, και, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008, σκέψη 40).

23      Από τη νομολογία προκύπτει επίσης ότι δικόγραφο προσφυγής το οποίο στερείται της απαιτούμενης σαφήνειας πρέπει να κρίνεται απαράδεκτο.

24      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, εν προκειμένω, ο προσφεύγων έκανε απλώς λόγο για

–        παράβαση του άρθρου 91 του ΚΥΚ·

–        πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως·

–        ανύπαρκτη ή, τουλάχιστον, ανεπαρκή αιτιολογία των προσβαλλομένων πράξεων·

–        παραβίαση «της γενικής αρχής της δίκαιης και ίσης μεταχειρίσεως του προσωπικού» και της αρχής της χρηστής διοικήσεως

χωρίς να παράσχει διευκρινίσεις, ώστε να είναι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης σε θέση να εκτιμήσει για ποιους λόγους επικαλείται αυτές τις αρχές, τους κανόνες δικαίου και τις άλλες περιπτώσεις στις οποίες ασκήθηκε προσφυγή για υπέρβαση εξουσίας, και αν πράγματι τα ως άνω στοιχεία ασκούν επιρροή όσον αφορά το συγκεκριμένο αίτημα ακυρώσεως. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν μπορεί να επιδοθεί, συναφώς, σε εικοτολογίες.

25      Επομένως, αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

26      Ο προσφεύγων επικαλείται επίσης, για να αποδείξει ότι υπήρξε θύμα ηθικής παρενοχλήσεως, λόγους σχετικούς με κατάχρηση εξουσίας και προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, με τους οποίους δεν βάλλει κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά κατά της συμπεριφοράς την οποία προσάπτει στην Επιτροπή. Τέλος, υποστηρίζει ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Εν κατακλείδι, από τα δικόγραφα προκύπτει ότι, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008 (σκέψη 50), ο προσφεύγων προβάλλει παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ, καθόσον κακώς η Επιτροπή δεν αναγνώρισε ότι υπήρξε ηθική παρενόχλησή του, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ. Πρόκειται για τον μόνο λόγο ακυρώσεως που είναι παραδεκτός.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου της προσφυγής λόγω δεδικασμένου και λόγω αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί γεγονότος το οποίο συνέβη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση των υποθέσεων F‑67/05 και F‑34/06

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Κατά την άποψη της Επιτροπής, οι ισχυρισμοί του προσφεύγοντος σχετικά με την υποτιθέμενη ηθική παρενόχλησή του καλύπτονται από το δεδικασμένο της αποφάσεως της 16ης Απριλίου 2008, με την οποία το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι πράξεις που εκδόθηκαν κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του προσφεύγοντος από το 1995 έως το τέλος του 2004 δεν αποδείκνυαν την ύπαρξη τέτοιας παρενοχλήσεως. Εξάλλου, η Επιτροπή θεωρεί ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί του ισχυρισμού ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε παραποιημένα στοιχεία από το ηλεκτρονικό σύστημα διαχειρίσεως του προσωπικού (στο εξής: SysPer 2) κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση η οποία διεξήχθη για την προαναφερθείσα υπόθεση F‑67/05 και για την υπόθεση F‑34/06 (απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 22ας Νοεμβρίου 2007, F‑34/06, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, στο εξής: απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004). Η Επιτροπή επισημαίνει, συναφώς, ότι ο προσφεύγων προέβαλε τον λόγο αυτό με την αναίρεση που άσκησε κατά της αποφάσεως σχετικά με την ΕΕΣ 2004 και το Γενικό Δικαστήριο τον απέρριψε με την απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, T‑50/08 P, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, στο εξής: εκδοθείσα κατ’ αναίρεση απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004).

28      Ο προσφεύγων παραδέχεται, στο δικόγραφό του, ότι ορισμένα από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρεται «προφανώς […] έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης [...] και […] δεν αποτελούν αφ’ εαυτές λόγο προσφυγής», αλλά παρατίθενται, μολαταύτα, προς ενίσχυση των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το δικόγραφο. Ισχυρίζεται, επιπλέον, ότι επικαλέστηκε μόνον πρόσφατες πράξεις, οι οποίες δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αποφάσεως της 16ης Απριλίου 2008, για να αποδείξει ότι ήταν παράνομη η απόρριψη εκ μέρους της Επιτροπής της αιτήσεώς του για παροχή αρωγής.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

29      Υπενθυμίζεται ότι μια προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω της ισχύος δεδικασμένου που περιβάλλει προγενέστερη απόφαση όταν αυτή έχει εκδοθεί επί προσφυγής η οποία αφορούσε τους ίδιους διαδίκους, είχε το ίδιο αντικείμενο και στηριζόταν στην ίδια αιτία (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Σεπτεμβρίου 1985, 172/83 και 226/83, Hoogovens Groep κατά Επιτροπής, σκέψη 9· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Ιουνίου 1996, T‑162/94, NMB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 37, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 2010, T‑66/01, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 197).

30      Η νομολογία έχει διευκρινίσει ότι η πράξη της οποίας ζητείται η ακύρωση αποτελεί ουσιώδες στοιχείο που καθιστά δυνατό τον προσδιορισμό του αντικειμένου της προσφυγής (απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 1987, 146/85 και 431/85, Diezler κ.λπ. κατά CES, σκέψεις 14 έως 16, και προαναφερθείσα απόφαση NMB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 38). Ωστόσο, το γεγονός ότι οι προσφυγές στρέφονται κατά αποφάσεων οι οποίες, τυπικώς, εκδόθηκαν από τη διοίκηση ως χωριστές πράξεις δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υφίσταται ταυτότητα αντικειμένου, εφόσον οι ως άνω αποφάσεις έχουν κατ’ ουσίαν το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια αιτιολογία (προαναφερθείσα απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψεις 207 και 208).

31      Επιπλέον, ακόμη και αν οι αιτιάσεις στις οποίες στηρίζεται μια προσφυγή ταυτίζονται εν μέρει με εκείνες που προβλήθηκαν στο πλαίσιο προγενέστερης δίκης, η δεύτερη προσφυγή δεν συνιστά επανάληψη της πρώτης, αλλά εισάγει νέα διαφορά, κατά το μέτρο που στηρίζεται και σε άλλους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑177/94 και T‑377/94, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 52).

32      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η προσφυγή επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008 είχε ως αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή απέρριψε, στις 20 Μαρτίου 2004, την πρώτη αίτηση αρωγής, ενώ η υπό κρίση προσφυγή αφορά την από 9 Μαρτίου 2009 απόρριψη της δεύτερης αιτήσεως αρωγής που υπέβαλε ο προσφεύγων.

33      Με τη δεύτερη αυτή αίτηση αρωγής, ο προσφεύγων αναφέρθηκε κατ’ ουσίαν σε ζητήματα τα οποία είχε ήδη προβάλει με την πρώτη του αίτηση και είχαν ήδη κριθεί με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008, ήτοι:

–        ότι η ηθική παρενόχλησή του άρχισε αφότου κατήγγειλε οικονομικές ατασθαλίες,

–        ότι τοποθετήθηκε στη ΓΔ Γεωργίας χωρίς συγκεκριμένες αρμοδιότητες για δέκα μήνες,

–        ότι, στη συνέχεια, του ανατέθηκε το κλείσιμο «παλαιών φακέλων», σε αναντιστοιχία προς τις ικανότητες και τον βαθμό του, και

–        ότι οι ως άνω τοποθετήσεις είχαν ως αποτέλεσμα την περιθωριοποίηση και την απαξίωσή του.

34      Εντούτοις, με τη δεύτερη αίτηση αρωγής, ο προσφεύγων αναφέρεται επίσης:

–        στην από 25 Ιανουαρίου 2007 τοποθέτησή του στη μονάδα D.4 της ΓΔ Γεωργίας, η οποία αφορά την προώθηση γεωργικών προϊόντων, έναν τομέα που, κατά τον προσφεύγοντα, ουδεμία σχέση έχει με την κατάρτιση και την πείρα του, με αντικείμενο απασχολήσεως υποδεέστερο των γνώσεων και των ικανοτήτων του και με μηδαμινή προοπτική ανελίξεώς του στην ιεραρχία,

–        στο γεγονός ότι λόγω της τοποθετήσεώς στη μονάδα D.4 βρέθηκε και πάλι υφιστάμενος του κ. O., του προσώπου ακριβώς που τον είχε αφήσει χωρίς αρμοδιότητες και συγκεκριμένη θέση για οκτώ μήνες, όταν υπηρετούσε στη μονάδα J.1 της ΓΔ Γεωργίας,

–        στη χρησιμοποίηση, εκ μέρους της Επιτροπής, παραποιημένων στοιχείων από το σύστημα SysPer 2 κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2003 και η απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004,

–        στη βαθμολόγησή του, για το έτος 2005, με 11,5 μονάδες ως αν η απόδοσή του υπήρξε ανεπαρκής, κρίση την οποία ο προσφεύγων αμφισβητεί, και

–        στο γεγονός ότι του ζητήθηκε να παρακολουθήσει επιμορφωτικό σεμινάριο, προκειμένου να βελτιωθεί η βαθμολογία του, καθώς και να εργαστεί υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες υπαλλήλου κατώτερου κατά δύο βαθμούς από τον ίδιο.

35      Με την υπό κρίση προσφυγή, ο προσφεύγων επαναλαμβάνει το σύνολο των αιτιάσεων που εκτέθηκαν στις δύο αμέσως προηγούμενες σκέψεις.

36      Στο πλαίσιο αυτό, ο προσφεύγων προβάλλει παραβίαση πλειόνων αρχών, παράβαση διαφόρων κανόνων δικαίου και επικαλείται περιπτώσεις στις οποίες ασκήθηκε προσφυγή για υπέρβαση εξουσίας. Ωστόσο, από τη σκέψη 26 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι, όπως και στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008 (βλ. σκέψη 50 της αποφάσεως αυτής), ο προσφεύγων προβάλλει, στην πραγματικότητα, απλώς και μόνο παράβαση του άρθρου 24 του ΚΥΚ, καθόσον κακώς η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεώς του, κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ.

37      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, μολονότι πρόκειται για τους ίδιους διαδίκους και οι προβαλλόμενοι λόγοι έχουν την αυτή νομική βάση, δεν ταυτίζονται ούτε το αντικείμενο ούτε η αιτία των δύο προσφυγών. Πράγματι, η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008 δεν αφορούσε την προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ από τις σκέψεις 33 και 34 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η υπό κρίση προσφυγή στηρίζεται και σε πραγματικούς ισχυρισμούς που δεν είχαν προβληθεί στο πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008.

38      Όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 33, ο προσφεύγων παραδέχεται ότι «προφανώς […] έχουν αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης», αλλά διευκρινίζει ότι, μολονότι παρατίθενται στο εισαγωγικό της παρούσας δίκης έγγραφο, «δεν αποτελούν […] λόγο προσφυγής» και ενισχύουν απλώς τα επιχειρήματα που στηρίζονται στα προεκτεθέντα στην ανωτέρω σκέψη 34 στοιχεία, τα οποία δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008. Δεδομένου ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ ορίζει ως ηθική παρενόχληση την «καταχρηστική επί ορισμένο χρονικό διάστημα διαγωγή που εκδηλώνεται κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», η μέθοδος την οποία ακολούθησε ο προσφεύγων στο δικόγραφό του δεν προσκρούει στο δεδικασμένο της ως άνω αποφάσεως.

39      Εξάλλου, από την εκδοθείσα κατ’ αναίρεση απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004 δεν προκύπτει ότι ο προσφεύγων είχε αναφερθεί ρητώς σε παραποίηση, εκ μέρους της Επιτροπής, του SysPer 2 ως λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως σχετικά με την ΕΕΣ 2004. Απλώς, στο πλαίσιο της αναιρέσεως που άσκησε, ο προσφεύγων προσήψε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι δεν απάντησε στην αιτίασή του περί αποκρύψεως, με την ΕΕΣ 2004, της καταστάσεως επαγγελματικού αποκλεισμού στην οποία είχε περιέλθει ο αναιρεσείων μεταξύ 1ης Ιανουαρίου και 30ής Απριλίου 2004. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον λόγο αναιρέσεως αποκλειστικώς επειδή από την επιχειρηματολογία την οποία είχε αναπτύξει ο προσφεύγων ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δεν προέκυπτε με σαφήνεια και ακρίβεια ότι η πρόθεσή του ήταν να υποβάλει την εν λόγω αιτίαση στην κρίση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (εκδοθείσα κατ’ αναίρεση απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004, σκέψεις 44 και 47). Επιπροσθέτως, στο πλαίσιο της ίδιας αναιρέσεως, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέβη την υποχρέωσή του αιτιολογήσεως των αποφάσεών του, καθόσον απέρριψε ως αλυσιτελή και, επομένως, χωρίς να εξετάσει επί της ουσίας, την αιτίασή του περί αναρμοδιότητας του αξιολογητή ο οποίος κατάρτισε, για το έτος 2004, την απλοποιημένη έκθεση που αφορούσε τον προσφεύγοντα. Το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε αυτόν τον λόγο αναιρέσεως, εκτιμώντας, κατ’ ουσίαν, ότι η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σχετικά με την ΕΕΣ 2004 ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και ότι, λαμβάνοντας υπόψη τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας την εν λόγω αιτίαση αλυσιτελή (εκδοθείσα κατ’ αναίρεση απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004, σκέψεις 58 έως 60).

40      Κατά συνέπεια, κακώς υποστηρίζει η Επιτροπή ότι το ζήτημα της προβαλλόμενης παραποίησης του SysPer 2 έχει ήδη κριθεί με οριστική απόφαση.

41      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, είναι απορριπτέα η ένσταση απαραδέκτου της προσφυγής λόγω δεδικασμένου και λόγω αναρμοδιότητας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

 Επί της ενστάσεως απαραδέκτου της προσφυγής λόγω παραβάσεως των κανόνων που διέπουν την προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

42      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη, στο μέτρο που πρόθεση του προσφεύγοντος είναι να αμφισβητήσει τη νομιμότητα αποφάσεων, όπως της σχετικής με την τοποθέτησή του στη μονάδα D.4, για τις οποίες δεν είχε υποβληθεί διοικητική ένσταση εντός της προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ.

43      Ο προσφεύγων αντιτείνει ότι με την προσφυγή του βάλλει αποκλειστικώς και μόνον κατά των αποφάσεων της 9ης Μαρτίου 2009 και της 14ης Σεπτεμβρίου 2009, με τις οποίες η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αρωγής και την επακόλουθη διοικητική του ένσταση. Επομένως, η προσφυγή του είναι παραδεκτή.

–       Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

44      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εκτιμά ότι είναι απορριπτέα η ένσταση απαραδέκτου την οποία προβάλλει η Επιτροπή, ισχυριζόμενη ότι ο προσφεύγων εκπροθέσμως προσβάλλει ορισμένες πράξεις. Πράγματι, ο προσφεύγων δεν προβάλλει, με τη στενή έννοια, ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των επίμαχων πράξεων, ούτε ζητεί την ακύρωσή τους. Επικαλείται τις πράξεις αυτές για να αποδείξει την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12α του ΚΥΚ (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2008, σκέψη 46).

 Επί της ουσίας της προσφυγής ακυρώσεως

45      Προς στήριξη της προσφυγής του, ο προσφεύγων προβάλλει τρεις λόγους, ήτοι, πρώτον, ότι οι διαδοχικές του τοποθετήσεις εντός της ΓΔ Γεωργίας ήσαν καταχρηστικές και αδικαιολόγητες, δεύτερον, ότι τα καθήκοντά του δεν ήσαν αντίστοιχα προς τα πτυχία και την πείρα του και, τρίτον, ότι η Επιτροπή παραποίησε στοιχεία από το SysPer 2 προκειμένου να περιαγάγει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης σε πλάνη όσον αφορά την υπηρεσιακή του κατάσταση, στο πλαίσιο των δικών επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2003 και η απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2004.

46      Εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής, και όπως προεκτέθηκε στην ανωτέρω σκέψη 26, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων προβάλλει έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των άρθρων 12α και 24 του ΚΥΚ, καθόσον κακώς η Επιτροπή δεν αναγνώρισε την ηθική παρενόχληση, της οποίας υπήρξε θύμα, και δεν έδωσε συνέχεια στην αίτηση αρωγής που είχε υποβάλει συναφώς.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

47      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι τέθηκε στο περιθώριο και απαξιώθηκε από τους προϊσταμένους του επειδή αποκάλυψε την ύπαρξη παρατυπιών σε ορισμένους φακέλους όταν υπηρετούσε στη ΓΔ Δημοσιονομικού Eλέγχου και ότι η πολιτική που ακολούθησε η ιεραρχία με σκοπό τον επαγγελματικό του αποκλεισμό συνεχίστηκε και, μάλιστα, επιδεινώθηκε αφότου επισήμανε νέες περιπτώσεις κακοδιαχειρίσεως, τις οποίες διαπίστωσε κατά το κλείσιμο παλαιών φακέλων, στο πλαίσιο των σχετικών καθηκόντων που του ανατέθηκαν εντός της μονάδας F.2 της ΓΔ Γεωργίας. Υποστηρίζει ότι η κατάσταση αυτή του προκάλεσε αβεβαιότητα και ανησυχία σχετικά με το επαγγελματικό του μέλλον.

48      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υφίσταται, εξ αυτού του λόγου, ηθική παρενόχληση και τονίζει ότι, σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 9ης Δεκεμβρίου 2009, F‑52/05, Q κατά Επιτροπής (η οποία ακυρώθηκε με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2011, T-80/09 P, μόνον όμως ως προς το ότι η απόφαση του Δικαστηρίου, στο σημείο 2 του διατακτικού, καταδίκαζε την Επιτροπή να καταβάλει στον Q αποζημίωση), για να στοιχειοθετηθεί τέτοια παρενόχληση, δεν απαιτείται οι ενέργειες των οργάνων να είναι οπωσδήποτε σκόπιμες, αλλά αρκεί να θίγουν, εκ του αποτελέσματός τους, την προσωπικότητα του υπαλλήλου και να τον βλάπτουν.

49      Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων ισχυρίζεται, πρώτον, ότι, μετά τις τοποθετήσεις του στη μονάδα J.1 και στη μονάδα F.2 της ΓΔ Γεωργίας, τοποθετήθηκε, τελικώς, στη μονάδα D.4 της ίδιας ΓΔ. Κατά την άποψή του, η τοποθέτησή του αυτή δεν θα μπορούσε παρά να στηρίζεται σε λόγους άσχετους προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στο μέτρο που του ανατέθηκαν καθήκοντα υποδεέστερα των γνώσεων και των ικανοτήτων του. Προσθέτει ότι η εν λόγω τοποθέτηση του στέρησε κάθε προοπτική περαιτέρω ανελίξεως, δεδομένου ότι χειριζόταν υποθέσεις αντίστοιχες με αυτές που αναλαμβάνουν υπάλληλοι της κατηγορίας Β.

50      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, δεύτερον, ότι η τοποθέτησή του στη μονάδα D.4 είχε ως συνέπεια να βρεθεί εκ νέου υπό τη διεύθυνση του κ. Ο., υπαλλήλου με χαμηλότερο βαθμό, ο οποίος ακριβώς τον είχε αφήσει χωρίς αρμοδιότητες και συγκεκριμένη θέση για οκτώ μήνες, όταν υπηρετούσε στη μονάδα J.1 της ΓΔ Γεωργίας, γεγονός που συνιστά προσβολή της προσωπικότητάς του.

51      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται, τρίτον, ότι, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη για τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν η απόφαση σχετικά με την ΕΕΣ 2003 και η απόφαση σχετικά με την απόφαση ΕΕΣ 2004, η Επιτροπή κατέθεσε, με δική της πρωτοβουλία, έγγραφο με στοιχεία από το SysPer 2, το οποίο δεν περιέγραφε ορθώς την υπηρεσιακή του κατάσταση, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι ουδέποτε τοποθετήθηκε στη μονάδα J.1, καίτοι το στοιχείο αυτό εμφανιζόταν τόσο στο σύστημα SysPer όσο και στις επίδικες ΕΕΣ. Την προηγουμένη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, η Επιτροπή διέγραψε από το SysPer 2 τα στοιχεία που αφορούσαν την εν λόγω τοποθέτηση. Όπως καθίσταται σαφές από μήνυμα του εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της Επιτροπής, με ημερομηνία 17 Απριλίου 2007, η τροποποίηση αυτή έγινε ενόψει της δίκης για τις προαναφερθείσες υποθέσεις. Αυτή η χρήση του SysPer 2, για σκοπό διαφορετικό από εκείνο για τον οποίο δημιουργήθηκε, συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ενημερώθηκε για την εν λόγω τροποποίηση, οπότε συντρέχει προσβολή του δικαιώματός του προηγούμενης ακροάσεως. Τέλος, κατά τον προσφεύγοντα, είναι ακατανόητη η θέση της Επιτροπής ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο επέφερε αυτή τη διόρθωση στα στοιχεία του SysPer 2 ήταν ότι την πράξη της τοποθετήσεώς του στη μονάδα J.1 δεν ακολούθησε πράξη μεταθέσεως, τη στιγμή που δεν έχει εκδοθεί πράξη μεταθέσεως ούτε σε συνέχεια κάποιας από τις λοιπές τοποθετήσεις του.

52      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, τέταρτον, ότι το 2005 ο βαθμολογητής του χαρακτήρισε, εντελώς αδικαιολόγητα, την απόδοσή του ως ανεπαρκή και μείωσε τον βαθμό του σε 11,5, παρά το γεγονός ότι, κατά την ως άνω περίοδο, είχε επισήμως καταγγείλει καταχρήσεις και ατασθαλίες στη διαχείριση σχεδίων χρηματοδοτήσεως και θα έπρεπε, ως αναγνώριση, να γίνει, στην έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας του, εύφημος μνεία για επιμελή άσκηση των καθηκόντων του.

53      Ο προσφεύγων επισημαίνει, πέμπτον, ότι κατόπιν της βαθμολογήσεώς του για το 2005 του ζητήθηκε να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια, προκειμένου να βελτιωθεί η βαθμολογία του, και να εργαστεί υπό την επίβλεψη και τις οδηγίες υπαλλήλου κατώτερου κατά δύο βαθμούς από τον ίδιο, γεγονός ταπεινωτικό για το πρόσωπό του.

54      Η Επιτροπή αμφισβητεί το σύνολο των επιχειρημάτων που προβάλλει ο προσφεύγων.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

55      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από 1ης Μαΐου 2004, ορίζει την ηθική παρενόχληση ως «καταχρηστική […] συμπεριφορά», για τη διαπίστωση της οποίας πρέπει να πληρούνται δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτη προϋπόθεση είναι τα είδη συμπεριφοράς, τα λόγια, οι πράξεις, οι χειρονομίες ή τα γραπτά τα οποία στοιχειοθετούν την παρενόχληση να εκδηλώνονται «επί ορισμένο χρονικό διάστημα [και] κατά τρόπο επαναληπτικό ή συστηματικό», όπερ σημαίνει ότι η ηθική παρενόχληση εμπεριέχει, κατ’ ανάγκην, το στοιχείο της χρονικής διάρκειας και προϋποθέτει την ύπαρξη επαναλαμβανόμενων ή συνεχιζόμενων ενεργειών «που γίνονται με πρόθεση». Η δεύτερη προϋπόθεση, η οποία χωρίζεται από την πρώτη με τον σύνδεσμο «και», απαιτεί να έχουν τα ως άνω είδη συμπεριφοράς, τα λόγια, οι πράξεις, οι χειρονομίες ή τα γραπτά ως αποτέλεσμα να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχολογική ακεραιότητα ενός προσώπου. Από το γεγονός ότι η λέξη «πρόθεση» αφορά την πρώτη προϋπόθεση, και όχι τη δεύτερη, μπορούν να συναχθούν δύο συμπεράσματα. Αφενός, τα είδη συμπεριφοράς, τα λόγια, οι πράξεις, οι χειρονομίες ή τα γραπτά, στα οποία αναφέρεται το άρθρο 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ, πρέπει να είναι ηθελημένα, με συνέπεια να αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής τυχόν ενέργειες που γίνονται συμπτωματικώς. Αφετέρου, δεν απαιτείται, αντιθέτως, αυτά τα είδη συμπεριφοράς, τα λόγια, οι πράξεις, οι χειρονομίες ή τα γραπτά, να είχαν ως σκοπό να θίξουν την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια ή τη φυσική ή ψυχική ακεραιότητα ενός προσώπου. Με άλλα λόγια, είναι δυνατό να στοιχειοθετηθεί ηθική παρενόχληση κατά την έννοια του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ χωρίς να αποδειχθεί ότι το πρόσωπο που παρενόχλησε σκόπευε, με τις ενέργειές του, να μειώσει τον παθόντα ή να υποβαθμίσει τις συνθήκες εργασίας του. Αρκεί οι ενέργειες αυτές, εφόσον ήσαν ηθελημένες, να είχαν αντικειμενικά τέτοιες συνέπειες (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, προαναφερθείσα στη σκέψη 48 απόφαση Q κατά Επιτροπής, σκέψη 135, και απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 9ης Μαρτίου 2010, F‑26/09, Ν κατά Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σκέψη 72).

56      Επιπλέον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης επισήμανε, με την προαναφερθείσα απόφασή του Q κατά Επιτροπής, ότι είχε παγιωθεί η νομολογία σύμφωνα με την οποία μια συμπεριφορά, για να χαρακτηριστεί ως ηθική παρενόχληση, έπρεπε να έχει αντικειμενικά σκόπιμο χαρακτήρα και ότι ο προσφεύγων, ανεξάρτητα από τον υποκειμενικό τρόπο με τον οποίο ενδεχομένως εξέλαβε τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά, όφειλε να προσκομίσει ένα σύνολο στοιχείων που να αποδεικνύουν την ύπαρξη συμπεριφοράς η οποία είχε, αντικειμενικά, ως σκοπό να τον μειώσει ή να υποβαθμίσει επίτηδες τις συνθήκες εργασίας του. Ωστόσο, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης τόνισε επίσης ότι η νομολογία αυτή διαμορφώθηκε σε υποθέσεις που είχαν ως αντικείμενο συμπεριφορές προγενέστερες της ενάρξεως της ισχύος του άρθρου 12α, παράγραφος 3, του ΚΥΚ (προαναφερθείσα στη σκέψη 48 απόφαση Q κατά Επιτροπής, σκέψη 140), του οποίου η ανάλυση αποτέλεσε ακριβώς το έναυσμα για να εξελίξει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης την ως άνω νομολογία του.

57      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί των αιτιάσεων σχετικά με την ύπαρξη ηθικής παρενοχλήσεως, ελέγχοντας αν οι προϊστάμενοι του προσφεύγοντος προέβησαν πράγματι στις διάφορες ενέργειες που τους προσάπτει και εξετάζοντας κατά πόσον οι ενέργειες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα να θίξουν αντικειμενικά την προσωπικότητα, την αξιοπρέπεια και τη φυσική ή την ψυχική ακεραιότητα του ενδιαφερομένου (προαναφερθείσα απόφαση Ν κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 73).

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, περί καταχρηστικού χαρακτήρα των διαδοχικών τοποθετήσεων του προσφεύγοντος

58      Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την οργάνωση των υπηρεσιών τους ανάλογα με την αποστολή που τους έχει ανατεθεί και κατά την τοποθέτηση, ενόψει της ως άνω αποστολής, του προσωπικού το οποίο έχουν στη διάθεσή τους, υπό την προϋπόθεση ότι η τοποθέτηση αυτή γίνεται προς το συμφέρον της υπηρεσίας και δεν αντιβαίνει στον κανόνα της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 23ης Ιουνίου 1984, 69/83, Lux, σκέψη 17, και της 7ης Μαρτίου 1990, C‑116/88 και C‑149/88, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 11· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Δεκεμβρίου 1993, T‑80/92, Turner κατά Επιτροπής, σκέψη 53· απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της 4ης Ιουνίου 2009, F‑52/08, Plasa κατά Επιτροπής, σκέψη 77).

59      Δεδομένης αυτής της ευρείας διακριτικής ευχέρειας, ο έλεγχος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όσον αφορά την τήρηση της σχετικής με το συμφέρον της υπηρεσίας προϋποθέσεως, πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του ζητήματος αν η ΑΔΑ ενήργησε εντός εύλογων και θεμιτών ορίων και δεν έκανε χρήση της διακριτικής της ευχέρειας κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2000, T‑223/99, Dejaiffe κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 53, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑325/02, Soubies κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

60      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί εν μέρει επί του ζητήματος των διαδοχικών τοποθετήσεων του προσφεύγοντος. Με την απόφαση της 16ης Απριλίου 2008 (σκέψη 77), έκρινε ότι αυτές οι τοποθετήσεις οφείλονταν στην κατάργηση της ΓΔ όπου αρχικώς υπηρετούσε ο ενδιαφερόμενος και, ακολούθως, στις δυσκολίες τις οποίες αντιμετώπισε η διοίκηση στην προσπάθεια εξευρέσεως μιας θέσεως αντίστοιχης προς τις ικανότητές του, λαμβανομένου υπόψη του περιορισμένου αριθμού ανάλογων θέσεων στον σχετικό πίνακα.

61      Όσον αφορά την τοποθέτηση του προσφεύγοντος στη μονάδα D.4, διαπιστώνεται ότι διαμαρτυρόταν για τη θέση του εντός της μονάδας F.2, διότι η δραστηριότητά του περιοριζόταν στην τακτοποίηση ενταλμάτων εισπράξεως, τα οποία αφορούσαν παλαιούς φακέλους. Επιπλέον, όταν περαιώθηκε η ως άνω αποστολή του εντός της εν λόγω μονάδας, έπρεπε να βρεθεί άλλη θέση γι’ αυτόν στη ΓΔ Γεωργίας. Του προτάθηκαν άλλα καθήκοντα εντός της μονάδας F.2, ιδίως «στον τομέα της λογιστικής σε δεδουλευμένη βάση και των τοπικών συστημάτων», υπό την προϋπόθεση ότι θα παρακολουθούσε «πρόγραμμα εκ βάθρων επανακαταρτίσεως», όμως ο προσφεύγων δεν εκδήλωσε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρόταση αυτή. Στη συνέχεια, η Επιτροπή του πρότεινε να τον εντάξει στη μονάδα E.II.2, πιο συγκεκριμένα δε στο λεττονικό τμήμα, ως υπάλληλο στον τομέα της γεωργικής αναπτύξεως. Ωστόσο, ο προσφεύγων απέρριψε την εν λόγω πρόταση, επιμένοντας ότι είχε επαγγελματική πείρα στη χρηματοοικονομική διαχείριση και ότι του ήταν αδύνατο να φανταστεί τον εαυτό του να επιμορφώνεται εκ νέου σε ένα άγνωστο για τον ίδιο πεδίο δραστηριοτήτων απλώς και μόνο για να εργαστεί, και μάλιστα σε αυτή την ηλικία, σε μια οποιαδήποτε διοικητική θέση. Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή τοποθέτησε τελικώς τον προσφεύγοντα, με τη συγκατάθεσή του, στη μονάδα D.4 ως υπεύθυνο γεωργικών προγραμμάτων, αρμόδιο για υποθέσεις χρηματοδοτήσεως προγραμμάτων της Ιρλανδίας, του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και, συμπληρωματικώς, της Ελλάδας και της Κύπρου.

62      Λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω στοιχεία, φαίνεται ότι η διοίκηση αναζήτησε για τον προσφεύγοντα μια κατάλληλη και αντίστοιχη προς τις ικανότητές του θέση, γνωρίζοντας ότι δεν επιθυμούσε να εργαστεί σε άλλον τομέα, πέραν του οικονομικού ελέγχου, και ότι, λόγω της ηλικίας του, δεν ήταν διατεθειμένος να καταβάλει προσπάθεια για την επανακατάρτισή του, παρότι αυτή θα σήμαινε διεύρυνση του πεδίου των ικανοτήτων του.

63      Ο προσφεύγων παραπονείται, επιπροσθέτως, ότι, μετά την τοποθέτησή του στη μονάδα D.4, του ανατέθηκαν καθήκοντα χαμηλότερου επιπέδου από τον βαθμό, τις γνώσεις και τις ικανότητές του.

64      Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το γεγονός ότι ένας υπάλληλος διαθέτει υψηλά προσόντα δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να τοποθετηθεί σε άλλη θέση, διότι, καίτοι αληθεύει ότι είναι σαφώς προς το συμφέρον της διοικήσεως να υπηρετεί ο υπάλληλος σε θέση η οποία να ανταποκρίνεται στις ικανότητες και τις φιλοδοξίες του, ενδέχεται να δικαιολογούν άλλοι λόγοι τη μετακίνησή του, υπό την επιφύλαξη της τηρήσεως της αρχής της αντιστοιχίας βαθμού και θέσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 2007, T‑118/04 και T‑134/04, Caló κατά Επιτροπής, σκέψη 99).

65      Επιπλέον, μολονότι από τα άρθρα 5 και 7 του ΚΥΚ προκύπτει ότι είναι δικαίωμα του υπαλλήλου να του ανατίθενται καθήκοντα που συνάδουν, στο σύνολό τους, με τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον βαθμό του εντός της ιεραρχίας, δεν συντρέχει παράβαση των διατάξεων αυτών σε οποιαδήποτε περίπτωση περιορισμού των καθηκόντων του ενδιαφερομένου· για να στοιχειοθετηθεί παράβαση των εν λόγω διατάξεων, πρέπει τα νέα καθήκοντα τα οποία του ανατίθενται να υπολείπονται, στο σύνολό τους, αισθητά εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και τη θέση του υπαλλήλου, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως, της σημασίας και της εκτάσεώς τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 1988, 19/87, Hecq κατά Επιτροπής, σκέψη 8).

66      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων ασκούσε, εντός της μονάδας D.4, καθήκοντα που αφορούσαν την αξιολόγηση των οικονομικών μέτρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη στήριξη εθνικών προγραμμάτων με αντικείμενο την προώθηση γεωργικών προϊόντων και ήταν αρμόδιος για τις χώρες οι οποίες απαριθμούνταν στον κατάλογο των δέκα βασικών κρατών μελών, όσον αφορά τον αριθμό των σχετικών προγραμμάτων και τα αντίστοιχα κονδύλια. Ο προσφεύγων ουδέν στοιχείο προσκόμισε προς στήριξη του ισχυρισμού του ότι χειριζόταν υποθέσεις τις οποίες θα μπορούσαν να αναλάβουν και υπάλληλοι της κατηγορίας καθηκόντων AST, ενώ τέτοιοι υπάλληλοι ασχολούνταν με «υψηλή στρατηγική». Εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση κατέστη σαφές ότι ο προσφεύγων προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην Επιτροπή ότι τον μετέτρεψε σε «διαφημιστή γεωργικών προϊόντων», αντί να του αναθέσει καθήκοντα δημοσιονομικού ελέγχου, όπως αυτά που ασκούσε κατά το παρελθόν. Όπως, όμως, ήδη επισημάνθηκε, η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να καταλήξει σε κάποια λύση, με δεδομένα τόσο τον περιορισμένο αριθμό των θέσεων που ανταποκρίνονταν στις φιλοδοξίες του προσφεύγοντος όσο και την άρνησή του να εξετάσει έστω και το ενδεχόμενο επαγγελματικού αναπροσανατολισμού του. Επιπλέον, στην από 4 Δεκεμβρίου 2008 αίτησή του αρωγής, ο προσφεύγων ανέφερε ότι ορισμένα από τα σχέδια συγχρηματοδοτήσεως, στις υποθέσεις τις οποίες χειριζόταν, ήταν αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ. Στην ίδια αυτή αίτηση, τόνισε επίσης ότι είχε μεριμνήσει ώστε «η μονάδα D.4 να δώσει απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις και τα ερμηνευτικά σημειώματα που είχαν υποβάλει οι αρμόδιες υπηρεσίες» της Ιρλανδίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι είχε μετάσχει σε επιτροπή παρακολουθήσεως την οποία οργάνωσε το τελευταίο αυτό κράτος μέλος και ότι είχε συντάξει ένα κείμενο σχετικό με την αποστολή, τους στόχους και τις ρυθμίσεις που διέπουν τις εργασίες της εν λόγω μονάδας. Τέλος, κατά την τοποθέτησή του στη μονάδα D.4, ο προσφεύγων, ο οποίος έλαβε την περιγραφή της θέσεώς του υπό τον τίτλο «υπεύθυνος προγραμμάτων», δεν αμφισβήτησε ότι η ως άνω μονάδα ήταν αρμόδια για υποθέσεις άμεσων χρηματοδοτήσεων που ανταποκρίνονταν στις γνώσεις και τις ικανότητές του.

67      Επομένως, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω ότι η Επιτροπή, τοποθετώντας τον προσφεύγοντα στη μονάδα D.4, ενήργησε καθ’ υπέρβαση των ευλόγων ορίων.

68      Εκ των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι η πρώτη αιτίαση του προσφεύγοντος είναι αβάσιμη.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, περί τοποθετήσεως του προσφεύγοντος υπό τη διεύθυνση του κ. O.

69      Λόγω της τοποθετήσεώς του στη μονάδα D.4, ο προσφεύγων βρέθηκε εκ νέου υπό τη διεύθυνση του κ. O., προϊσταμένου του και σε προηγούμενή του θέση, τον οποίο ο προσφεύγων θεωρεί υπεύθυνο για το γεγονός ότι είχε παραμείνει πολλούς μήνες χωρίς συγκεκριμένα καθήκοντα προς εκπλήρωση.

70      Εντούτοις, ο προσφεύγων δεν εξηγεί για ποιο λόγο η ως άνω κατάσταση έθιξε αντικειμενικά την προσωπικότητά του, την αξιοπρέπειά του και τη φυσική ή την ψυχική του ακεραιότητα. Πράγματι, παρά την ανάμνηση μιας περιόδου κατά τη διάρκεια της οποίας περιήλθε σε «μη ικανοποιητική επαγγελματική κατάσταση», σύμφωνα με τη διατύπωση που χρησιμοποίησε το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση της 16ης Απριλίου 2008 (σκέψη 79), ο προσφεύγων διευκρίνισε ότι οι «σχέσεις του με τον κ. [Ο.] διατηρήθηκαν σε πολύ θετικό πνεύμα συνεργασίας» και ότι, εντός της μονάδας D.4, μπόρεσε να εργαστεί «σε κλίμα ηρεμίας», όπως επιβεβαίωσε και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Επιπλέον, μολονότι στο υπόμνημα απαντήσεως ο προσφεύγων φαίνεται να ισχυρίζεται ότι ο προϊστάμενός του, δηλαδή ο κ. Ο., ήταν κατά δύο βαθμούς κατώτερός του, από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προέκυψε ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, αμφότεροι είχαν βαθμό AD 12 και ο κ. Ο. προήχθη στον βαθμό AD 13 πριν από τον προσφεύγοντα. Άλλωστε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο προσφεύγων δήλωσε ότι το πρόβλημά του δεν έγκειται στον βαθμό του κ. Ο., αλλά στη φύση των καθηκόντων που του ανατέθηκαν εντός της μονάδας D.4, ζήτημα το οποίο εξετάστηκε ανωτέρω στις σκέψεις 58 επ.

71      Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση του προσφεύγοντος είναι αβάσιμη.

–       Επί της τρίτης αιτιάσεως, περί παραποιήσεως του SysPer 2

72      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προκύπτει από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι η Επιτροπή σκοπίμως παραποίησε, όπως διατείνεται ο προσφεύγων, το SysPer 2, προκειμένου να εμφανίσει ανακριβή εικόνα σχετικά με τις τοποθετήσεις του. Από τη δικογραφία μάλλον συνάγεται ότι ανέκυψε κάποια απόκλιση στα στοιχεία των συστημάτων SysPer και SysPer 2, όσον αφορά το ιστορικό των τοποθετήσεων του προσφεύγοντος, ως αποτέλεσμα παραδρομής ή αμελείας, πιθανώς λόγω μιας «μετακινήσεως [του υπαλλήλου] στο εσωτερικό της υπηρεσίας, η οποία δεν κοινοποιήθηκε [...] ώστε να καταγραφεί κωδικοποιημένη στο SysPer».

73      Συνεπώς, η τρίτη αιτίαση του προσφεύγοντος είναι αβάσιμη.

–       Επί της τέταρτης αιτιάσεως, περί μειώσεως της βαθμολογίας του προσφεύγοντος στην ΕΕΣ του 2005

74      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουνίου 1983, 36/81, 37/81 και 218/81, Seton κατά Επιτροπής, σκέψη 23), οι βαθμολογητές απολαύουν ευρείας διακριτικής ευχέρειας ως προς τις κρίσεις τους επί της επαγγελματικής αξίας των προσώπων τα οποία οφείλουν να βαθμολογήσουν, οπότε ο δικαστικός έλεγχος του περιεχομένου των εκθέσεων αξιολογήσεως από τον δικαστή της Ένωσης πρέπει να αφορά μόνον το νομότυπο της διαδικασίας, το υποστατό των πραγματικών περιστατικών, καθώς και την έλλειψη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως ή καταχρήσεως εξουσίας.

75      Επιπλέον, στον προσφεύγοντα απόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία ικανά να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις της διοικήσεως (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 1996, T‑380/94, AIUFFASS και AKT κατά Επιτροπής, σκέψη 59, και της 12ης Φεβρουαρίου 2008, T‑289/03, BUPA κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 221).

76      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων, ο οποίος δεν περιέλαβε καν την επίμαχη ΕΕΣ στο δικόγραφο που κατέθεσε, ουδέν στοιχείο προσκόμισε για να αποδείξει ότι η βαθμολόγησή του με 11,5 στερείτο προδήλως οποιασδήποτε αντικειμενικής αιτιολογίας, όπως αυτός διατείνεται.

77      Επομένως, η τέταρτη αιτίαση του προσφεύγοντος είναι αβάσιμη.

–       Επί της πέμπτης αιτιάσεως, περί επιβολής στον προσφεύγοντα της υποχρεώσεως να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια και να εργαστεί υπό την επίβλεψη υπαλλήλου χαμηλότερου βαθμού

78      Ο προσφεύγων προσάπτει στην Επιτροπή ότι τον υποχρέωσε, μετά τη βαθμολόγησή του για το 2005, να παρακολουθήσει επιμορφωτικά σεμινάρια και να εργαστεί υπό την επίβλεψη υπαλλήλου χαμηλότερου βαθμού από τον ίδιο.

79      Η Επιτροπή υποστηρίζει, ωστόσο, ότι τα επικρινόμενα μέτρα ελήφθησαν προς το συμφέρον του προσφεύγοντος, προκειμένου να βελτιωθεί η επαγγελματική του απόδοση. Ο προσφεύγων δεν αμφισβητεί σοβαρά το επιχείρημα αυτό.

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επίδικα συνοδευτικά μέτρα δεν ήταν, αντικειμενικώς, ικανά να θίξουν τον ενδιαφερόμενο.

81      Πέραν τούτου, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η ΕΕΣ που καταρτίστηκε για τον προσφεύγοντα, μετά τα επίδικα μέτρα, ήταν πιο θετική. Στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο ίδιος ο προσφεύγων αναγνώρισε επιπλέον ότι, εν επιδικία, προήχθη στον βαθμό AD 13.

82      Τέλος, στο μέτρο που ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι η εξέλιξη της σταδιοδρομίας του παρεμποδίστηκε ούτως ή άλλως, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν αμφισβήτησε την περιεχόμενη στην απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής του ενστάσεως διαπίστωση ότι δεν ήταν ο αρχαιότερος υπάλληλος βαθμού AD 12 στη ΓΔ Γεωργίας.

83      Κατά συνέπεια, η πέμπτη αιτίαση του προσφεύγοντος είναι αβάσιμη.

84      Εξάλλου, δεδομένου ότι ουδεμία από τις προεκτεθείσες στη σκέψη 34 αιτιάσεις είναι βάσιμη, οι εν λόγω αιτιάσεις δεν είναι δυνατό, ούτε σε συνδυασμό με εκείνες που εκτέθηκαν στη σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως και απορρίφθηκαν επίσης από το Γενικό Δικαστήριο με την απόφαση της 16ης Απριλίου 2008, να στοιχειοθετήσουν τον παράνομο χαρακτήρα της απορρίψεως της δεύτερης αιτήσεως αρωγής, την οποία υπέβαλε ο προσφεύγων λόγω ηθικής παρενοχλήσεως.

85      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, διαπιστώνεται ότι ο μόνος παραδεκτός λόγος ακυρώσεως τον οποίο προέβαλε ο προσφεύγων είναι αβάσιμος και η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος χρηματικής ικανοποιήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

86      Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το παράτυπο της προσβαλλομένης αποφάσεως του προκάλεσε βλάβη, την οποία αποτιμά σε 30 000 ευρώ, δεδομένου ότι οι ενέργειες που προσάπτει στην Επιτροπή έθιξαν την προσωπικότητα, την ακεραιότητα και την αξιοπρέπειά του και του στέρησαν κάθε προοπτική μελλοντικής επαγγελματικής του εξελίξεως.

87      Κατά την Επιτροπή, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως πρέπει να απορριφθεί, εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως είναι απαράδεκτη και αβάσιμη.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

88      Ο προσφεύγων ζητεί, ως ενάγων, τη χρηματική ικανοποίηση της βλάβης που υπέστη από την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώντας ότι οι παρανομίες τις οποίες κατήγγειλε προς στήριξη του αιτήματος απορρίψεως της αποφάσεως αυτής, συνιστούν και πταίσματα. Επομένως, το αίτημα χρηματικής ικανοποιήσεως συνδέεται άμεσα με το εν λόγω αίτημα ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, η απόρριψη του τελευταίου συνεπάγεται απόρριψη και του αιτήματος χρηματικής ικανοποιήσεως.

89      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, η προσφυγή-αγωγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του εν λόγω Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει, όταν αυτό επιβάλλεται για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικαστεί για τους ως άνω λόγους.

91      Από την παρούσα απόφαση προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή ζήτησε ρητώς, με τα αιτήματά της, να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Δεδομένου ότι οι περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Ο Χ. Μιχαήλ φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Mahoney

Kreppel

Van Raepenbusch

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2011.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      P. Mahoney


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.