Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T‑377/16, T‑645/16 και T‑809/16
Hypo Vorarlberg Bank AG, πρώην Vorarlberger Landes- und Hypothekenbank AG
κατά
Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης
Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (όγδοο πενταμελές τμήμα) της 28ης Νοεμβρίου 2019
«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές για το 2016 – Προσφυγή ακυρώσεως – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό – Ουσιώδεις τύποι – Κύρωση της αποφάσεως – Διαδικασία εκδόσεως της αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιορισμός των διαχρονικών αποτελεσμάτων της αποφάσεως»
1. Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξεις δεκτικές προσφυγής – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Προπαρασκευαστικές πράξεις – Δεν εμπίπτουν – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Οριστικός χαρακτήρας – Εμπίπτουν
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014, άρθρα 67 § 4 και 70 § 2)
(βλ. σκέψεις 61, 69, 70, 205)
2. Προσφυγή ακυρώσεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά – Κριτήρια – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Προσφυγή ασκηθείσα από πιστωτικό ίδρυμα που δεν είναι αποδέκτης της απόφασης του ΕΣΕ – Άμεσος και ατομικός επηρεασμός – Παραδεκτό
(Άρθρο 263, εδ. 4, ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014, άρθρα 67 § 4 και 70 § 2)
(βλ. σκέψεις 62-66, 71-79, 175, 205)
3. Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Έναρξη – Πράξη που δεν δημοσιεύτηκε ούτε κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα – Ακριβής γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας – Υποχρέωση να ζητηθεί το πλήρες κείμενο της πράξης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος αφότου έγινε γνωστή η ύπαρξή της – Τήρηση ευλόγου χρονικού διαστήματος – Κριτήρια εκτιμήσεως
(Άρθρο 263, εδ. 6, ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 80-83, 89-91)
4. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Παράλειψη κύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης – Ανάγκη προβολής ζημίας ή άλλων πλημμελειών πέραν της ελλείψεως κυρώσεως – Δεν υφίσταται – Λόγος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος από τον δικαστή
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 111-116, 118, 134)
5. Προσφυγή ακυρώσεως – Λόγοι – Παράβαση ουσιώδους τύπου – Διαδικασία έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά παράβαση των κανόνων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της τήρησης των ουσιωδών τύπων που είναι εγγενείς σε κάθε έγγραφη ηλεκτρονική διαδικασία και σε κάθε διαδικασία έκδοσης απόφασης με συναίνεση – Λόγος αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενος από τον δικαστή
(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 152-158)
6. Πράξεις των οργάνων – Αιτιολογία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ)
(Άρθρο 296 ΣΛΕΕ· κανονισμός 806/2014, άρθρα 67 § 4 και 70 § 2)
(βλ. σκέψεις 172-174, 176, 177, 182, 197, 199, 206, 209, 210)
7. Προσφυγή ακυρώσεως – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Περιορισμός από το Δικαστήριο – Απόφαση του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ) σχετικά με τις εκ των προτέρων εισφορές στο Ενιαίο ταμείο εξυγίανσης (ΕΤΕ) – Ακύρωση συνεπαγόμενη τη θέση υπό αμφισβήτηση της είσπραξης χρηματικών ποσών που έλαβε χώρα βάσει της ακυρωθείσας πράξης – Κίνδυνος προσβολής της ασφάλειας δικαίου όσον αφορά τα επίμαχα συμφέροντα – Δεν συντρέχει
(Άρθρο 264, εδ. 2, ΣΛΕΕ)
(βλ. σκέψεις 220-222)
Σύνοψη
Με την απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, Hypo Vorarlberg Bank κατά ΕΣΕ (T-377/16, T‑645/16 και T-809/16), το Γενικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή στην υπόθεση T‑77/16, την οποία είχε ασκήσει πιστωτικό ίδρυμα με αίτημα την ακύρωση δύο αποφάσεων του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), από τις οποίες η μεν πρώτη καθόριζε το ποσό των εκ των προτέρων εισφορών προς το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για το έτος 2016, η δε δεύτερη προέβη σε προσαρμογή των εισφορών αυτών. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε τις προσφυγές στις υποθέσεις T‑645/16 και T‑809/16 ως απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας.
Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται στο πλαίσιο του δεύτερου πυλώνα της τραπεζικής ένωσης, σχετικά με τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης, ο οποίος θεσπίστηκε με τον κανονισμό 806/2014 (1). Ειδικότερα, η υπόθεση αυτή αφορά το ΕΤΕ το οποίο θεσπίστηκε με τον κανονισμό αυτόν (2). Το ΕΤΕ χρηματοδοτείται από τις εισφορές των ιδρυμάτων οι οποίες εισπράττονται σε εθνικό επίπεδο με τη μορφή, ιδίως, εκ των προτέρων εισφορών (3).
Η προσφεύγουσα, Hypo Vorarlberg Bank AG, είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος που συμμετέχει στον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό. Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2016, το ΕΣΕ αποφάσισε για το ποσό της εκ των προτέρων εισφοράς κάθε ιδρύματος για το έτος 2016, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας. Με πράξη επιβολής εισφοράς της 26ης Απριλίου 2016, η αυστριακή εθνική αρχή εξυγίανσης (ΕΑΕ) διέταξε την προσφεύγουσα να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό. Με απόφαση της 20ής Μαΐου 2016, συνοδευόμενη από παράρτημα στο οποίο αναγράφονταν τα νέα ποσά, το ΕΣΕ μείωσε την εισφορά της προσφεύγουσας. Με δεύτερη πράξη επιβολής εισφοράς της 23ης Μαΐου 2016, η αυστριακή ΕΑΕ επισήμανε στην προσφεύγουσα ότι η εισφορά της είχε υπολογιστεί εσφαλμένως και ότι είχε καταβάλει υπερβολικά υψηλή εισφορά. Επιπλέον, στην πράξη αυτή διευκρινιζόταν ότι το εν λόγω ποσό θα επιστρεφόταν μόλις το 2017. Η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή με αίτημα την ακύρωση των δύο αποφάσεων του ΕΣΕ, καθόσον την αφορούσαν.
Καταρχάς, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου που προέβαλε το ΕΣΕ, η οποία στηριζόταν στην προβαλλόμενη έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας καθώς και σε εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής ακυρώσεως. Αντιθέτως, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το επιχείρημα περί εκκρεμοδικίας που προέβαλε το ΕΣΕ.
Εξετάζοντας το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, παρά το γεγονός ότι μόνον οι ΕΑΕ είναι αποδέκτες, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, των προσβαλλόμενων αποφάσεων, τα ιδρύματα, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, επηρεάζονται και αυτά άμεσα και ατομικά, δεδομένου ότι, αφενός, οι αποφάσεις κατονομάζουν κάθε ένα από τα ιδρύματα και καθορίζουν ή, στην περίπτωση της δεύτερης προσβαλλόμενης απόφασης, προσαρμόζουν την ατομική τους εισφορά και, αφετέρου, οι ΕΑΕ δεν διαθέτουν καμία εξουσία εκτίμησης όσον αφορά τα ποσά των ατομικών εισφορών και καμία δυνατότητα τροποποίησης των ποσών αυτών, τα οποία υποχρεούνται να εισπράττουν από τα οικεία ιδρύματα.
Όσον αφορά την τήρηση της προθεσμίας άσκησης προσφυγής κατά αποφάσεων που δεν δημοσιεύθηκαν και δεν κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει, εντός ευλόγου χρόνου από την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε γνώση της ύπαρξης των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διάφορες αιτήσεις για να λάβει το πλήρες κείμενό τους, πράγμα που αποτελεί προϋπόθεση για την έναρξη της προθεσμίας άσκησης προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, η οποία αντιστοιχεί στο χρονικό σημείο κατά το οποίο η προσφεύγουσα έλαβε επακριβή γνώση του περιεχομένου και της αιτιολογίας της επίμαχης πράξης. Επιπλέον, η προθεσμία άσκησης προσφυγής του άρθρου 263, έκτο εδάφιο, ΣΛΕΕ διαφέρει από το εύλογο χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να ζητηθεί η κοινοποίηση των πράξεων.
Όσον αφορά την εκκρεμοδικία, το Γενικό Δικαστήριο, αφού υπενθύμισε ότι προσφυγή ασκηθείσα μεταγενεστέρως, η οποία αφορά τους αυτούς διαδίκους, βασίζεται στους ίδιους λόγους και αποσκοπεί στην ακύρωση της αυτής νομικής πράξεως, πρέπει να απορρίπτεται ως απαράδεκτη, επισήμανε ότι η προϋπόθεση περί ταυτότητας των διαδίκων αφορά τους κύριους διαδίκους και όχι τους παρεμβαίνοντες και ότι η προϋπόθεση περί ταυτότητας της πράξεως πληρούται όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης υπόθεσης περιλαμβάνεται στο αντικείμενο της προγενέστερης υπόθεσης.
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε παραδεκτή την προσφυγή στην υπόθεση T-377/16 και απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας τις προσφυγές στις υποθέσεις T-645/16 και T-809/16.
Επί της ουσίας, εξετάζοντας τον λόγο δημοσίας τάξεως που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου κατά την έκδοση των πράξεων, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι, ελλείψει αποδείξεως εκ μέρους του ΕΣΕ όσον αφορά την ηλεκτρονική υπογραφή των προσβαλλόμενων αποφάσεων, δεν τηρήθηκε η απαίτηση κύρωσης. Κατά συνέπεια, ακύρωσε τις εν λόγω αποφάσεις.
Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του Δικαστηρίου κατά την οποία, δεδομένου ότι το διανοητικό και το τυπικό στοιχείο αποτελούν ένα αδιαχώριστο σύνολο, η έγγραφη διατύπωση της πράξης αποτελεί την αναγκαία έκφραση της βούλησης της εκδίδουσας αρχής. Η κύρωση της πράξης αποσκοπεί στην προστασία της ασφάλειας δικαίου, παγιώνοντας το εγκριθέν από τον εκδότη της πράξης κείμενο. Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι η έλλειψη και μόνον κύρωσης της πράξης συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου, χωρίς να χρειάζεται να αποδειχθεί, επιπλέον, ότι η πράξη έχει και άλλο ελάττωμα ή ότι η έλλειψη κύρωσης προκάλεσε ζημία σε εκείνον που την επικαλείται, και ότι ο έλεγχος της τήρησης του τύπου της κύρωσης και, συνεπώς, του βέβαιου χαρακτήρα της πράξης προηγείται κάθε άλλου ελέγχου, όπως είναι ο έλεγχος της αρμοδιότητας του εκδότη της πράξης, ο έλεγχος της τήρησης της αρχής της συλλογικότητας ή ακόμη ο έλεγχος της τήρησης της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων. Εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, αν διαπιστώσει κατόπιν εξέτασης της προσκομισθείσας ενώπιόν του πράξης ότι αυτή δεν έχει κυρωθεί συννόμως, να λάβει αυτεπαγγέλτως υπόψη τον λόγο ακυρώσεως που αφορά την παράβαση ουσιώδους τύπου, η οποία συνίσταται σε έλλειψη σύννομης κύρωσης, και να ακυρώσει κατά συνέπεια την πράξη που παρουσιάζει το ελάττωμα αυτό. Δεν έχει συναφώς σημασία το ότι η έλλειψη κύρωσης δεν προκάλεσε καμία ζημία σε κάποιον από τους διαδίκους της διαφοράς.
Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η διαδικασία έκδοσης της πρώτης προσβαλλόμενης απόφασης διεξήχθη κατά πρόδηλη παράβαση διαδικαστικών απαιτήσεων σχετικά με την έγκριση της απόφασης αυτής από τα μέλη της εκτελεστικής συνόδου του ΕΣΕ και τη λήψη της έγκρισης αυτής. Όσον αφορά διαδικασία έκδοσης αποφάσεων με συναίνεση, το Γενικό Δικαστήριο επισήμανε ότι η απόφαση δεν μπορεί να εκδοθεί χωρίς να έχει τουλάχιστον αποδειχθεί ότι όλα τα μέλη του αρμόδιου οργάνου μπόρεσαν να λάβουν εκ των προτέρων γνώση του σχεδίου απόφασης. Η διαδικασία αυτή απαιτεί την αναγραφή προθεσμίας που να παρέχει στα εν λόγω μέλη τη δυνατότητα να λάβουν θέση επί του σχεδίου. Το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διαδικαστικοί αυτοί κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση της τήρησης των ουσιωδών τύπων οι οποίοι είναι εγγενείς σε κάθε διαδικασία έκδοσης απόφασης με συναίνεση παραβιάστηκαν εν προκειμένω. Παρατήρησε ότι οι παραβάσεις αυτές έχουν άμεσο αντίκτυπο στην ασφάλεια δικαίου, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η απόφαση που εκδόθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο εγκρίθηκε από το αρμόδιο όργανο, ούτε ότι γνωστοποιήθηκε εκ των προτέρων στο σύνολο των μελών του. Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η μη τήρηση τέτοιων διαδικαστικών κανόνων, αναγκαίων για την εκδήλωση της συγκατάθεσης, συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου την οποία ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να εξετάσει αυτεπαγγέλτως.
Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ακυρωτέες λόγω πλειόνων παραβάσεων της υποχρέωσης αιτιολόγησης. Το Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισε συναφώς ότι εναπόκειται στο ΕΣΕ, συντάκτη των αποφάσεων αυτών, να τις αιτιολογήσει. Η υποχρέωση αυτή αιτιολόγησης δεν μπορεί να μεταβιβασθεί στις ΕΑΕ και η παράβασή της δεν μπορεί να θεραπευθεί από αυτές, διότι άλλως θα παραγνωριζόταν η ιδιότητα του ΕΣΕ ως συντάκτη των εν λόγω αποφάσεων και η εξ αυτού ευθύνη του και θα προκαλούνταν, λαμβανομένης υπόψη της ποικιλομορφίας των ΕΑΕ, κίνδυνος άνισης μεταχείρισης των ιδρυμάτων όσον αφορά την αιτιολογία των αποφάσεων του ΕΣΕ.