Language of document : ECLI:EU:C:2013:841

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

NILS WAHL

της 12ης Δεκεμβρίου 2013 (1)

Υπόθεση C‑507/12

Jessy Saint Prix

κατά

Secretary of State for Work and Pensions

[αίτηση του Supreme Court of the United Kingdom (Ηνωμένο Βασίλειο)
για την έκδοση προδικαστικής απόφασης]

«Ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων — Άρθρο 45 ΣΛΕΕ — Διάκριση λόγω ιθαγένειας — Διάκριση λόγω φύλου — Οδηγία 2004/38/ΕΚ — Άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 3 — Ορισμός της έννοιας του “εργαζομένου” — Δικαίωμα διαμονής — Πολίτης της Ένωσης που έπαυσε προσωρινά να εργάζεται λόγω περιορισμών συνδεόμενων με την εγκυμοσύνη και τον επακόλουθο τοκετό — Επίδομα χαμηλού εισοδήματος — Επαρκείς πόροι — Αναλογικότητα»





1.        Πολίτης της Ένωσης, η οποία διαμένει και εργάζεται σε κράτος μέλος διαφορετικό από εκείνο του οποίου έχει την υπηκοότητα, έπαυσε προσωρινώς να εργάζεται λόγω περιορισμών συνδεόμενων με την προχωρημένη εγκυμοσύνη της και τον επακόλουθο τοκετό. Ακολούθως υπέβαλε αίτηση για ειδική χρηματική ενίσχυση, η οποία έχει τη μορφή επιδόματος μη ανταποδοτικού χαρακτήρα, για χρονική περίοδο κατά την οποία οι γυναίκες υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής δεν οφείλουν να εργάζονται ή να αναζητούν ενεργώς εργασία. Η αίτησή της απορρίφθηκε από τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Με τα δεδομένα αυτά, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως «εργαζόμενος» για τους σκοπούς του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, εμπίπτει στο άρθρο 7 της οδηγίας 2004/38/ΕΚ (2) (στο εξής: οδηγία περί ιθαγένειας);

2.        Είμαι της γνώμης ότι στο ερώτημα αυτό αρμόζει καταφατική απάντηση. Όπως θα προσπαθήσω να καταδείξω στη συνέχεια, κάθε άλλη διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας θα συνιστούσε παραβίαση τόσο της αρχής της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας όσο και της αρχής της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου, οι οποίες αποτελούν βεβαίως αρχές συνταγματικής περιωπής για το δίκαιο της Ένωσης.

I –    Ιστορικό, διαδικασία και προδικαστικά ερωτήματα

3.        Η J. Saint Prix είναι Γαλλίδα υπήκοος, η οποία διαμένει αδιαλείπτως στο Ηνωμένο Βασίλειο από τις 10 Ιουλίου 2006. Από τον Σεπτέμβριο 2006 μέχρι τον Αύγουστο 2007 απασχολήθηκε σε διάφορες θέσεις, κυρίως ως βοηθός καθηγήτρια. Ακολούθως, εγγράφηκε σε πρόγραμμα σπουδών για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου στον τομέα της εκπαίδευσης, το οποίο ήταν σχετικό με την προηγούμενη απασχόλησή της. Τον Φεβρουάριο 2008 διέκοψε την παρακολούθηση του ανωτέρω προγράμματος διότι έμεινε έγκυος.

4.        Στη συνέχεια, η J. Saint Prix αναζήτησε εργασία στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αδυνατώντας να βρει εργασία στον εν λόγω τομέα αναγκάστηκε να εργαστεί για κάποιους μήνες σε βρεφονηπιακούς σταθμούς. Στις 12 Μαρτίου 2008, δηλαδή 12 εβδομάδες πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού, σταμάτησε την εν λόγω εργασία, διότι οι απαιτήσεις της εργασίας της με παιδιά προσχολικής εργασίας κατέστησαν πολύ επίπονες. Για λίγες ημέρες αναζήτησε μάταια ευκολότερη εργασία.

5.        Στις 18 Μαρτίου 2008, με τη συμβουλή του γιατρού της, η J. Saint Prix υπέβαλε αίτηση για λήψη επιδόματος χαμηλού εισοδήματος, δηλαδή για μια ειδική χρηματική ενίσχυση με τη μορφή επιδόματος μη ανταποδοτικού χαρακτήρα (3). Η αίτησή της απορρίφθηκε διότι, σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, είχε απολέσει το «δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο», το οποίο ήταν προϋπόθεση για να λάβει το συγκεκριμένο επίδομα χαμηλού εισοδήματος. Καμία πλευρά δεν αμφισβήτησε ότι η αίτηση υποβλήθηκε εντός των τελευταίων 11 εβδομάδων από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού.

6.        Το νεογνό της J. Saint Prix γεννήθηκε στις 21 Μαΐου 2008. Περίπου τρεις μήνες μετά τον τοκετό, η J. Saint Prix άρχισε πάλι να εργάζεται.

7.        Η J. Saint Prix προσέφυγε ενώπιον του First Tier Tribunal κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτησή της για λήψη επιδόματος χαμηλού εισοδήματος. Η προσφυγή της έγινε δεκτή με απόφαση της 4ης Σεπτεμβρίου 2008. Κατά της απόφασης αυτής, ωστόσο, προσέφυγε αυτή τη φορά ο Secretary for Work and Pensions (Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ενώπιον του Upper Tribunal, το οποίο δικαίωσε τον Secretary of State με απόφασή του της 7ης Μαΐου 2010. Η J. Saint Prix άσκησε ενώπιον του Court of Appeal έφεση κατά της απόφασης του Upper Tribunal. Στις 13 Ιουλίου 2011 το Court of Appeal απέρριψε την έφεση και για τον λόγο αυτό η J. Saint Prix άσκησε αναίρεση ενώπιον του Supreme Court of the United Kingdom (στο εξής: Supreme Court).

8.        Διατηρώντας αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας, το Supreme Court αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1.      Έχει το παρεχόμενο σε κάθε “μισθωτό” [εργαζόμενο], βάσει του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας, δικαίωμα διαμονής την έννοια ότι ισχύει μόνο για όσους (i) τελούν σε υφιστάμενη σχέση εργασίας, (ii) (τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις) αναζητούν εργασία, ή (iii) καλύπτονται από τις περιπτώσεις του άρθρου 7, παράγραφος 3, ή έχει το εν λόγω άρθρο την έννοια ότι δεν αποκλείεται η αναγνώριση ως δικαιούχων και άλλων προσώπων που παραμένουν “μισθωτοί” [εργαζόμενοι] υπό την έννοια αυτή;

2.      (i) Εάν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, παρέχεται το εν λόγω δικαίωμα και σε γυναίκα η οποία ευλόγως έπαυσε να εργάζεται ή να αναζητεί εργασία, λόγω φυσικών περιορισμών συνδεόμενων με την προχωρημένη εγκυμοσύνη της (και τον επακόλουθο τοκετό);

(ii)      Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, δικαιούται η γυναίκα αυτή να επωφεληθεί από την εθνική ρύθμιση που ορίζει πότε είναι εύλογη η παύση της εργασίας ή της αναζήτησης εργασίας;»

9.        Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η J. Saint Prix, το AIRE Centre (4), η Εποπτεύουσα αρχή της ΕΖΕΣ, η Πολωνική Κυβέρνηση, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, οι οποίοι στο σύνολό τους —πλην της Πολωνικής Κυβέρνησης— ανέπτυξαν και προφορικώς τα επιχειρήματά τους λαμβάνοντας μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση που διεξήχθη στις 14 Νοεμβρίου 2013.

II – Ανάλυση

 Α       Μια πολίτης της Ένωσης ευρισκόμενη στην κατάσταση της J. Saint Prix πρέπει να διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου

10.      Η διάταξη περί παραπομπής εξηγεί ότι, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου της οποίας η εγκυμοσύνη βρίσκεται σε στάδιο 11 εβδομάδων πριν από την αναμενόμενη ημερομηνία τοκετού δεν οφείλει να είναι διαθέσιμη για εργασία ή να αναζητεί ενεργώς εργασία. Μετά τον τοκετό της, της επιτρέπεται να απουσιάσει από την αγορά εργασίας για 15 εβδομάδες (5). Εάν η ενδιαφερόμενη υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις, δικαιούται και επίδομα χαμηλού εισοδήματος κατά τη διάρκεια όλης αυτής της περιόδου.

11.      Η δυνατότητα αυτή δεν προβλέπεται για υπήκοο άλλου κράτους μέλους, όπως η J. Saint Prix, εκτός αν εμπίπτει στο άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας, το οποίο ρυθμίζει το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να διαμένουν στο έδαφος άλλου κράτους μέλους για χρονική περίοδο μεγαλύτερη των τριών μηνών (6). Πλέον των περιπτώσεων (που περιλαμβάνουν το δικαίωμα διαμονής για μισθωτούς και μη μισθωτούς εργαζομένους) που προβλέπονται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, είναι ιδιαίτερης σημασίας στην υπό κρίση υπόθεση οι περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 7, παράγραφος 3. Αυτές είναι οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ένας πολίτης της Ένωσης ο οποίος δεν ασκεί πλέον μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα διατηρεί, ωστόσο, την ιδιότητα του μισθωτού ή μη μισθωτού εργαζομένου. Αυτές οι περιπτώσεις περιλαμβάνουν την προσωρινή αδυναμία να εργαστεί κανείς εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος. Πάντως, το άρθρο 7, παράγραφος 3, δεν αναφέρεται στην εγκυμοσύνη. Κατά το αιτούν δικαστήριο, η J. Saint Prix —η οποία ήταν έγκυος κατά τον κρίσιμο χρόνο— μπορεί, συνεπώς, να λάβει το επίδομα χαμηλού εισοδήματος μόνον αν θεωρηθεί ότι διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου.

12.      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, συμπεραίνω ότι το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατ’ ουσίαν αν μια γυναίκα ευρισκόμενη στην κατάσταση της J. Saint Prix πρέπει να εξομοιωθεί με εργαζόμενο για τους σκοπούς του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας.

13.      Με σκοπό να απαντήσω στο συγκεκριμένο ερώτημα, θα ξεκινήσω καταγράφοντας τις βασικές αρχές της σχετικής νομολογίας του Δικαστηρίου στο πεδίο της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Στη συνέχεια, θα αναπτύξω τον συλλογισμό μου —υπό το φως αυτής της νομολογίας— για την κατάλληλη ερμηνεία του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας, εξετάζοντας ιδίως τα επιχειρήματα που προέβαλε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

1.      Η νομολογία του Δικαστηρίου

14.      Κατά πάγια νομολογία, η έννοια του «εργαζομένου» πρέπει να ερμηνεύεται διασταλτικά (7). Και τούτο διότι οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής μιας από τις θεμελιώδεις ελευθερίες που κατοχυρώνει η Συνθήκη (8).

15.      Συνεπώς, η περίπτωση διακινούμενου εργαζομένου που έχει εργαστεί σε κράτος μέλος υποδοχής πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διεπόμενη από το άρθρο 45 ΣΛΕΕ (9). Ισχύει, ως εκ τούτου, η αρχή ότι ορισμένο πρόσωπο θεωρείται εργαζόμενος για όσο χρόνο εργάζεται (10). Εντούτοις, το Δικαστήριο δέχεται επίσης παγίως ότι τα δικαιώματα που εξασφαλίζονται στους διακινούμενους εργαζομένους δεν εξαρτώνται κατ’ ανάγκη από την ύπαρξη ή τη συνέχιση μιας σχέσης εργασίας. Πράγματι, οι διακινούμενοι εργαζόμενοι απολαύουν συγκεκριμένων δικαιωμάτων τα οποία πηγάζουν από την ιδιότητά τους ως εργαζομένων, ακόμα και στην περίπτωση κατά την οποία δεν βρίσκονται πλέον σε μια τέτοια σχέση. Στα δικαιώματα αυτά περιλαμβάνεται και το δικαίωμα σε επίδομα κοινωνικής ασφάλειας από το κράτος μέλος υποδοχής (11).

16.      Στο σημείο αυτό θα υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 45 ΣΛΕΕ —και, ειδικότερα, η παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, του εν λόγω άρθρου— καθιερώνει το δικαίωμα του εργαζομένου να παραμείνει στο έδαφος του κράτους μέλους όπου εργάστηκε. Συναφώς, με την απόφαση Lair (12) το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας διακινούμενος εργαζόμενος, ο οποίος παραιτήθηκε από την εργασία του προκειμένου να εγγραφεί σε πρόγραμμα πανεπιστημιακών σπουδών, οι οποίες είχαν σχέση με την προηγούμενη επαγγελματική δραστηριότητά του, θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως εργαζόμενος. Λαμβάνοντας υπόψη τις δυσκολίες ανεύρεσης νέας εργασίας στην περίπτωση που ο διακινούμενος εργαζόμενος κατέστη ακουσίως άνεργος, το Δικαστήριο στην ίδια απόφαση έκρινε επίσης ότι το κριτήριο της αναγκαίας σχέσης μεταξύ της προηγούμενης επαγγελματικής δραστηριότητας και των εν λόγω σπουδών δεν εφαρμόζεται όταν η ανάγκη επανεκπαίδευσης δεν αποτελεί οικειοθελή επιλογή του συγκεκριμένου ατόμου (13).

17.      Μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ενδεχομένως η απόφαση Ορφανόπουλος (14), στην οποία το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ένας πολίτης της Ένωσης ο οποίος εργάστηκε στο κράτος μέλος υποδοχής και για τον λόγο αυτό απέκτησε εκεί την ιδιότητα του διακινούμενου εργαζομένου ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής του νυν άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του σχετικού παράγωγου δικαίου για όσο χρόνο διαρκούσε η έκτιση ποινής φυλάκισης. Είναι θεμελιώδες, λοιπόν, ότι ένας κρατούμενος ο οποίος εργαζόταν πριν από τη φυλάκιση του δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως πρόσωπο που δεν είναι πλέον διαθέσιμο για την αγορά εργασίας του κράτους μέλους υποδοχής, υπό τον όρο ότι θα εξασφαλίσει θέση εργασίας εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος από την αποφυλάκισή του (15).

18.      Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι η J. Saint Prix ήταν μισθωτή εργαζόμενη για τους σκοπούς του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας μέχρι τον Μάρτιο 2008, οπότε και έπαυσε να εργάζεται λόγω περιορισμών συνδεόμενων με την εγκυμοσύνη της. Η J. Saint Prix παρέμεινε πάντως στο έδαφος του κράτους μέλους υποδοχής όλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο δεν εργαζόταν και άρχισε πάλι να εργάζεται τρεις μήνες μετά τον τοκετό. Όλοι οι μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου —με εξαίρεση την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου— παρατήρησαν ότι για να στερηθεί, υπό αυτές τις συνθήκες, η J. Saint Prix την ιδιότητα του εργαζομένου θα απαιτούνταν μια ιδιαίτερα συσταλτική ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ και του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας. Κάτι τέτοιο όμως θα ήταν αντίθετο στην προσέγγιση που ακολουθεί το Δικαστήριο με την προπαρατεθείσα νομολογία.

19.      Συμμερίζομαι αυτή την άποψη. Η αποστέρηση της ιδιότητας του εργαζομένου στην περίπτωση της J. Saint Prix θα απαιτούσε ερμηνεία της ισχύουσας νομοθεσίας κατά τρόπο αντίθετο προς τον σκοπό της οδηγίας περί ιθαγένειας, ο οποίος έγκειται στην προστασία της άσκησης του θεμελιακού και ατομικού δικαιώματος —το οποίο ευθέως απονέμεται σε όλους του πολίτες της Ένωσης από τη Συνθήκη— της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών (16). Επομένως, κατά την άποψή μου, είναι προφανές ότι η J. Saint Prix πρέπει να αντιμετωπίζεται ως εργαζομένη ακόμα και κατά την περίοδο κατά την οποία δεν εργαζόταν. Άλλωστε, άσκησε πράγματι το δικαίωμά της ελεύθερης κυκλοφορίας και εργάστηκε στο κράτος μέλος υποδοχής πριν την εγκυμοσύνη της.

20.      Εντούτοις, δεν μπορώ να προσυπογράψω την ερμηνεία που προτείνεται από την J. Saint Prix, το AIRE Centre και την Επιτροπή ως προς το άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας. Ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν ότι —ομοίως με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης Ορφανόπουλος— μια γυναίκα ευρισκόμενη στην κατάσταση της J. Saint Prix δεν έχει εγκαταλείψει την αγορά εργασίας σε μόνιμη βάση και για τον λόγο αυτό πρέπει να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του γενικού κανόνα που ρυθμίζει τη διαμονή για χρονικό διάστημα πλέον των τριών μηνών (όπως τίθεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄). Μολονότι, αναμφίβολα, θα ήταν ελκυστικό να εφαρμοστεί ευθέως στην υπό κρίση περίπτωση το διατακτικό του Δικαστηρίου στην απόφαση Ορφανόπουλος, οι μετατοπίσεις που έχουν επέλθει έκτοτε στο νομοθετικό τοπίο δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να αγνοηθούν. Πράγματι, ενώ κατά τον κρίσιμο χρόνο εκείνης της υπόθεσης δεν υπήρχε καμία διάταξη παράγωγου δικαίου που να αποσκοπεί στον καθορισμό των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, σήμερα μια τέτοια διάταξη υπάρχει (17). Το δικαίωμα διαμονής σε άλλο κράτος μέλος για χρονικό διάστημα πέραν των τριών μηνών ρυθμίζεται ειδικά από το άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας.

21.      Η J. Saint Prix απουσίασε μεν προσωρινά από την αγορά εργασίας, πλην όμως δεν άσκησε, με οποιοδήποτε τρόπο, κάποια οικονομική δραστηριότητα όλη αυτή την περίοδο (όπως ακριβώς δεν θα μπορούσε να κάνει ο ασθενής ή το θύμα ενός ατυχήματος). Για τον λόγο αυτό φρονώ ότι το πλέον κατάλληλο σημείο αναφοράς για να ελέγξει κανείς τη θέση μιας γυναίκας στην κατάσταση της J. Saint Prix έγκειται στην εξαίρεση από τον γενικό κανόνα, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, και αναφέρεται στην προσωρινή ανικανότητα προς εργασία εξαιτίας ασθένειας ή ατυχήματος.

22.      Ωστόσο, κατόπιν των ανωτέρω ανακύπτει το ακόλουθο ερώτημα: πώς είναι δυνατό αυτή η άποψη να συμβιβαστεί με το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας —που αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ο εργαζόμενος μπορεί να διατηρήσει την ιδιότητα αυτή ακόμα και όταν δεν ασκεί πλέον καμία μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα— δεν αναφέρει ρητά την εγκυμοσύνη; Με σκοπό να απαντήσω στη συγκεκριμένη ερώτηση, θα παρουσιάσω στη συνέχεια τις αντιρρήσεις που ήγειρε η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου.

2.      Οι αντιρρήσεις της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου.

23.      Σε αντίθεση με τους λοιπούς μετέχοντες στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου προσδίδει ιδιαίτερη σημασία σε δύο παράγοντες που θεωρεί ότι συνηγορούν υπέρ της άποψής της ότι η J. Saint Prix δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί ως εργαζόμενος. Αφενός, ισχυρίζεται ότι η κατάσταση της J. Saint Prix πρέπει να εξομοιωθεί με τις περιστάσεις στην υπόθεση Dias (18), στην οποία (πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω) το Δικαστήριο εξέτασε τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αποκτάται το δικαίωμα μόνιμης διαμονής σύμφωνα με το άρθρο 16 της οδηγίας περί ιθαγένειας (19). Μολονότι κατά τη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στην υπόθεση Dias δεν ήταν αυτό το ζητούμενο, η ενδιαφερομένη δεν αντιμετωπίστηκε ως εργαζομένη —ζήτημα το οποίο δεν συζητήθηκε ρητά ενώπιον του Δικαστηρίου— στο κράτος μέλος υποδοχής σε σχέση με την περίοδο κατά την οποία έπαυσε να εργάζεται για να αναθρέψει το μικρό παιδί της, περίοδος η οποία ξεκίνησε μετά το πέρας της άδειας μητρότητας (20).

24.      Δεν μπορώ να δεχτώ ότι η υπό κρίση υπόθεση πρέπει να αντιμετωπισθεί κατ’ αναλογία προς την υπόθεση Dias. Πράγματι, οι δύο υποθέσεις διαφοροποιούνται με σχετική ευκολία ως προς τα πραγματικά περιστατικά τους. Στην υπόθεση Dias, η απουσία της μητέρας από την εργασία διήρκεσε και πέρα από τον χρόνο κατά τον οποίο υπήρχε ιατρικός λόγος που της επέτρεπε να μην επιστρέψει στην εργασία της. Όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες μπορούν να παραμείνουν στην οικιακή εστία με σκοπό την ανατροφή των τέκνων τους. Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται για κατάσταση όπου μια γυναίκα παύει να εργάζεται για μια σαφώς περιορισμένη περίοδο λόγω των φυσικών και ψυχικών περιορισμών που συνδέονται με την εγκυμοσύνη της (21). Επιπροσθέτως, η περίοδος αυτή συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία οι έγκυες γυναίκες που είναι υπήκοοι του κράτους μέλους υποδοχής δεν οφείλουν να είναι διαθέσιμες προς παροχή εργασίας ή να αναζητούν ενεργώς εργασία (22).

25.      Αφετέρου, η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου επισημαίνει με ιδιαίτερη έμφαση και το γεγονός ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας αναφέρεται ρητά σε καταστάσεις κατά τις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είναι προσωρινά ανίκανο προς εργασία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος, αλλά δεν αναφέρεται στην εγκυμοσύνη. Κατά την άποψή της, το γεγονός ότι η οδηγία δεν παρέχει ρητά κάποια σχετική προστασία που να αφορά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό είναι ενδεικτικό μιας επιλογής στην οποία συνειδητά προέβη ο νομοθέτης με σκοπό να αποκλείσει κάθε προσπάθεια να συναχθεί η προστασία αυτή από τη συγκεκριμένη διάταξη. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, τούτο καθίσταται πρόδηλο από το γεγονός ότι ενώπιον της αρμόδιας επιτροπής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έγινε απόπειρα να εισαχθεί αναφορά στην εγκυμοσύνη στο άρθρο 7, παράγραφος 3, της πρότασης της Επιτροπής, η οποία δεν περιείχε σχετική αναφορά (23).

26.      Διστάζω να αντλήσω κάποιο οριστικό συμπέρασμα από το ανωτέρω επιχείρημα.

27.      Συναφώς, θα ήθελα να υπογραμμίσω το γεγονός ότι, όπως είναι προφανές από την πρόταση της Επιτροπής (24) για την οδηγία περί ιθαγένειας, η οδηγία δεν αποσκοπούσε μόνο στην αναπαραγωγή των ρυθμίσεων οι οποίες ήδη είχαν θεσπιστεί με άλλες οδηγίες, και ειδικότερα, με την οδηγία 68/360/ΕΟΚ (25). Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο για το άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας. Η νέα οδηγία αποσκοπούσε επίσης, όπως και η ίδια η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου παρατηρεί, στο να κωδικοποιήσει νομοθετικά τη νομολογία (όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι εκείνη τη στιγμή) του Δικαστηρίου στο πεδίο της ιθαγένειας της Ένωσης (26). Η συγκεκριμένη νομολογία δεν είχε αντιμετωπίσει το ειδικό ζήτημα της εγκυμοσύνης (ούτε άλλωστε το είχε αντιμετωπίσει η οδηγία 68/360) στο πλαίσιο καθορισμού του εύρους της έννοιας του εργαζομένου και του δικαιώματος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής, δικαίωμα που συνδέεται ευθέως με την εν λόγω έννοια.

28.      Κατά τη γνώμη μου, ο απερίφραστα διατυπωμένος σκοπός της αρχικής πρότασης της Επιτροπής για τη νέα οδηγία περί ιθαγένειας – δηλαδή η ενσωμάτωση στη νέα ρύθμιση τόσο των υφισταμένων νομοθετικών ρυθμίσεων όσο και της νομολογίας του Δικαστηρίου— μας βοηθά να εξηγήσουμε γιατί δεν προτάθηκε να γίνει ρητή μνεία στην εγκυμοσύνη στο άρθρο 7, παράγραφος 3, ως εξαίρεση στον γενικό κανόνα (όπως αυτός τίθεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο α΄), σύμφωνα με τον οποίο η διατήρηση της ιδιότητας του εργαζομένου προϋποθέτει την ύπαρξη σχέσης εργασίας (27). Με δεδομένο τον σκοπό αυτό, δεν προκαλεί έκπληξη ότι ένα ευρύτερο φάσμα περιπτώσεων δεν αντιμετωπίζεται. Τα επιχειρήματα πάντως της Κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου θα ήταν περισσότερο πειστικά εάν η αρχική πρόταση της Επιτροπής είχε περιλάβει κάποια αναφορά στην εγκυμοσύνη, η οποία εν συνεχεία είχε απαλειφθεί στο πλαίσιο της νομοθετικής διαδικασίας.

29.      Ένα ακόμα σημείο το οποίο πρέπει να τονιστεί στην υπό κρίση περίπτωση είναι ότι, παρά το γεγονός ότι η οδηγία περί ιθαγένειας αποσκοπεί, όπως σημειώθηκε ανωτέρω, στον καθορισμό των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, κρίσιμο παραμένει ότι μια πράξη παράγωγου δικαίου δεν μπορεί να αλλοιώσει το περιεχόμενο της έννοιας του εργαζομένου, η οποία βρίσκει στέρεο έρεισμα στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, δηλαδή σε μια ρύθμιση πρωτογενούς δικαίου. Επιπλέον, η θέση σε ισχύ μιας τέτοιας πράξης δεν μπορεί να εμποδίσει το Δικαστήριο από το να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την έννοια του «εργαζομένου», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 45 ΣΛΕΕ, για να αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις.

30.      Με απλά λόγια, το ερώτημα εάν κάποιος θα πρέπει να θεωρείται εργαζόμενος ή υπό ποιες συνθήκες θα πρέπει να διατηρεί την ιδιότητα αυτή είναι, σε τελική ανάλυση, ζήτημα πρωτογενούς δικαίου. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί ουσιαστικά να οριοθετείται από μια ρύθμιση παράγωγου δικαίου. Πράγματι, όπως είναι ευρέως γνωστό, το παράγωγο δίκαιο θα πρέπει να ερμηνεύεται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπο σύμφωνο με το πρωτογενές δίκαιο (28). Σκοπός είναι η θεραπεία κάθε πλημμέλειας που είναι ικανή να επηρεάσει το κύρος των ρυθμίσεων του παράγωγου δικαίου. Επομένως, το κρίσιμο σημείο αναφοράς για να κριθεί αν η J. Saint Prix πρέπει να διατηρήσει την ιδιότητα του μισθωτού εργαζομένου υπό την έννοια του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας είναι ιδίως η σχετική με το νυν άρθρο 45 ΣΛΕΕ νομολογία του Δικαστηρίου.

31.      Προκειμένου να αποφευχθεί μια ερμηνεία του άρθρου 45 ΣΛΕΕ που να εισάγει διά της νομολογιακής οδού νέα κατηγορία εργαζομένων, φρονώ ότι είναι επιτακτικό να συσχετιστεί με το άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας και η αντιμετώπιση εγκύου γυναίκας ευρισκόμενης στην κατάσταση της J. Saint Prix. Όπως ήδη ανέφερα, το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, αυτής της οδηγίας είναι ιδιαίτερης σημασίας στην υπό κρίση περίπτωση, με δεδομένο ότι αναφέρεται ειδικά στην προσωρινή ανικανότητα προς εργασία λόγω ασθένειας ή ατυχήματος.

32.      Είναι βεβαίως αληθές ότι από τη νομολογία που ανατρέχει στην απόφαση Webb (29) προκύπτει σαφώς ότι η εγκυμοσύνη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως ασθένεια. Η διάκριση αυτή, ωστόσο, έγινε δεκτή στο πλαίσιο προστασίας των εγκύων γυναικών από παράνομη απόλυση. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως κρίνει —με αδιαμφισβήτητο σκοπό την εξασφάλιση εξαιρετικής προστασίας στις έγκυες γυναίκες και την προώθηση της ουσιαστικής ισότητας (30)— ότι, σε αντίθεση με την ασθένεια, η εγκυμοσύνη και μόνον δεν μπορεί να δικαιολογήσει την απόλυση (ή άλλα είδη διαφορετικής μεταχείρισης στον χώρο εργασίας) (31).

33.      Στην υπό κρίση υπόθεση, αντιθέτως, πρόκειται για κατάσταση στην οποία, αν δεν εξομοιωθεί η εγκυμοσύνη με την ασθένεια, το αποτέλεσμα θα είναι να προστατεύει το δίκαιο της Ένωσης την ασθένεια αλλά όχι την εγκυμοσύνη. Η κατάληξη αυτή σαφώς θα συνιστούσε παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου.

34.      Ας υποτεθεί, για την οικονομία της συζήτησης, ότι η J. Saint Prix —ή ένας προσωρινώς απασχολούμενος άνδρας— υπήρξε προσωρινά ανίκανη προς εργασία όχι λόγω εγκυμοσύνης αλλά λόγω ασθένειας. Εξαιτίας αυτής της ασθένειας θα ήταν ανίκανη προς εργασία για αρκετούς μήνες, αλλά θα επέστρεφε στην εργασία της μόλις της το επέτρεπε η κατάστασή της. Υπό αυτές τις συνθήκες, θα υπήρχε ελάχιστη αμφιβολία ότι η J. Saint Prix θα είχε αντιμετωπιστεί, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας, ως εργαζομένη κατά τη διάρκεια της περιόδου η οποία ήταν απαραίτητη για την ανάρρωσή της. Κατά την Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου, αυτό δεν ισχύει όταν η γυναίκα δεν είναι ασθενής (ή, επίσης, θύμα ατυχήματος) αλλά είναι έγκυος.

35.      Δεδομένου ότι μόνον οι γυναίκες είναι δυνατόν να βρεθούν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, μια ερμηνεία του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας υπό το φως του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, η οποία θα κατέληγε στην απώλεια της ιδιότητας του εργαζομένου για μια έγκυο γυναίκα λόγω της προσωρινής απουσίας της από την εργασία, εξαιτίας φυσικών συνεπειών συνδεόμενων με την προχωρημένη εγκυμοσύνη της και τον επακόλουθο τοκετό (συνέπειες οι οποίες, κατά την άποψή μου, μπορούν κάλλιστα να εξομοιωθούν με εκείνες που επιφέρει μια ασθένεια που πλήττει το ίδιο τόσο τις γυναίκες όσο και τους άνδρες), θα συνεπαγόταν στην πράξη ότι παρέχεται μειωμένη προστασία στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες. Μια τέτοια προσέγγιση θα ήταν αντίθετη στην αρχή της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου, αν μη τι άλλο λόγω του άρθρου 23 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης). Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως λόγω της καθιερωμένης αρχής σύμφωνα με την οποία κάθε λιγότερο ευνοϊκή αντιμετώπιση εξαιτίας της εγκυμοσύνης συνιστά —δίχως την ανάγκη να βρεθεί ένα μέτρο σύγκρισης για τους άνδρες— δυσμενή διάκριση λόγω φύλου (32).

36.      Τούτου λεχθέντος, είναι επιτακτικό να οριστεί με σαφήνεια το πεδίο εφαρμογής της προστασίας που θα πρέπει να παρέχεται στις έγκυες γυναίκες σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας.

3.      Οριοθέτηση της έκτασης της προστασίας που παρέχεται στις έγκυες γυναίκες

37.      Προκειμένου να αποφευχθεί μια κατάσταση στην οποία θα διατηρείται η ιδιότητα του εργαζομένου για μιαν απεριόριστη περίοδο πριν και μετά τον τοκετό, φρονώ ότι οι προσωρινοί περιορισμοί που οφείλονται στην εγκυμοσύνη και τον τοκετό θα πρέπει να εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας για όσο χρόνο η φυσική κατάσταση της γυναίκας πράγματι της απαγορεύει την εργασία. Διαφορετικά, θα καταστρατηγούνταν ο σκοπός της οδηγίας περί ιθαγένειας που συνίσταται στον καθορισμό των προϋποθέσεων άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας.

38.      Προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, της οδηγίας περί ιθαγένειας θα ερμηνεύεται με τρόπο σύμφωνο προς το άρθρο 18, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και το άρθρο 21 παράγραφος 2, του Χάρτη, το οποίο απαγορεύει κάθε μορφής δυσμενή διάκριση λόγω ιθαγένειας, φαίνεται ότι ο κατάλληλος γνώμονας για τον προσδιορισμό της χρονικής περιόδου κατά την οποία η απουσία από την αγορά εργασίας μπορεί να κριθεί εύλογη —υιοθετώντας την έκφραση που χρησιμοποιήθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση Ορφανόπουλος (33)— πρέπει να αναζητείται στο εθνικό δίκαιο και, ειδικότερα, στους εγχώριους κανόνες που ρυθμίζουν την περίοδο κατά την οποία οι έγκυες γυναίκες δεν οφείλουν να είναι διαθέσιμες προς παροχή εργασίας ή να αναζητούν ενεργώς εργασία, καθώς και στους κανόνες που αφορούν την προβλεπόμενη κοινωνική πρόνοια για τις γυναίκες κατά την περίοδο αυτή (34).

39.      Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω ότι, εάν δεν παρεχόταν παρόμοια προστασία στους διακινούμενους εργαζομένους, αυτό θα ισοδυναμούσε με διάκριση λόγω ιθαγένειας. Πράγματι, με δεδομένο ότι, για χρονικό διάστημα το οποίο αρχίζει 11 εβδομάδες προ της αναμενόμενης ημερομηνίας τοκετού (και 15 εβδομάδες μετά το τέλος της εγκυμοσύνης), μια υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου δεν απαλλάσσεται απλώς από την υποχρέωσή της να είναι διαθέσιμη προς παροχή εργασίας ή να αναζητεί ενεργώς εργασία, αλλά δικαιούται, επίσης, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, επίδομα χαμηλού εισοδήματος για την περίοδο αυτή, οι ίδιοι κανόνες θα πρέπει ομοίως να εφαρμοστούν και σε κάθε γυναίκα που βρίσκεται στην κατάσταση της J. Saint Prix.

40.      Όπως είναι πάντως γνωστό, οι συνέπειες μιας εγκυμοσύνης είναι δυνατό, ορισμένες φορές, να αποκλείουν την εργασία ακόμη και κατά τη διάρκεια των πρώιμων σταδίων της κύησης. Στις περιπτώσεις αυτές θα πρέπει να θεωρείται ότι η ενδιαφερόμενη εργαζομένη, η οποία είναι προσωρινά ανίκανη προς εργασία εξαιτίας των συνεπειών της εγκυμοσύνης της, εξομοιώνεται με πρόσωπο το οποίο είναι ασθενής (εφόσον ακολουθεί τις ισχύουσες εθνικές διαδικασίες σύμφωνα με τις οποίες πιστοποιείται η εγκυμοσύνη της, για παράδειγμα με μια ιατρική βεβαίωση) και εμπίπτει αυτόματα στο άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας. Σε αντίθετη περίπτωση, το γεγονός και μόνον ότι είναι έγκυος δεν θα της επέτρεπε να επικαλεστεί αυτήν την πρόβλεψη. Η ερμηνεία της νομοθεσίας υπό την έννοια αυτή θα ισοδυναμούσε εκ νέου με κατάφωρη παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης της δυσμενών διακρίσεων λόγω φύλου.

41.      Συμπεραίνω επομένως ότι το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου κάθε γυναίκα η οποία μπορεί να θεωρηθεί προσωρινά ανίκανη προς εργασία λόγω των φυσικών περιορισμών που συνδέονται με την προχωρημένη εγκυμοσύνη. Η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται μέχρι το χρονικό σημείο που κρίνεται εύλογο για την επιστροφή στην εργασία ή για την αναζήτηση εργασίας μετά τη γέννηση του τέκνου της. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, αυτή η περίοδος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την περίοδο που προβλέπεται συναφώς στην εθνική νομοθεσία κατά τη διάρκεια της οποίας οι έγκυες γυναίκες δεν οφείλουν να είναι διαθέσιμες προς εργασία ή να αναζητούν ενεργώς εργασία.

42.      Επιθυμώ πάντως να προσθέσω και τις κάτωθι παρατηρήσεις.

 Β       Συνέπειες για έναν πολίτη της Ένωσης από την απώλεια της ιδιότητας του εργαζομένου

43.      Φαίνεται ότι το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την παραδοχή ότι, αν η J. Saint Prix δεν αντιμετωπιζόταν ως «εργαζόμενος» για τους σκοπούς του άρθρου 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας, δεν θα μπορούσε να αξιώσει ή να λάβει επίδομα χαμηλού εισοδήματος κατά τη χρονική περίοδο που έπαυσε να εργάζεται. Τούτο δε διότι δεν θα είχε πλέον δικαίωμα διαμονής στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το ζήτημα αυτό δεν σχετίζεται μεν άμεσα με την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πλην όμως συζητήθηκε ευρέως κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

44.      Δεν συμμερίζομαι άνευ όρων την παραδοχή αυτή του αιτούντος δικαστηρίου.

45.      Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας πολίτης της Ένωσης έχει απολέσει την ιδιότητά του ή την ιδιότητά της ως εργαζόμενος δεν σημαίνει ότι εξαφανίζονται άμεσα και αυτόματα όλα τα δικαιώματα που συνδέονται με την ιδιότητα αυτή. Αυτό κατέδειξε η απόφαση Trojani (35), στην οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος μέλος υποδοχής διαθέτει ουσιαστική διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει αν ένας υπήκοος άλλου κράτους μέλους που υπέβαλε αίτηση παροχής κοινωνικής πρόνοιας πληροί τις προϋποθέσεις από τις οποίες εξαρτάται το δικαίωμα διαμονής (36). Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη σημασία που έχει η ιθαγένεια της Ένωσης για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το Δικαστήριο έκρινε ότι ένας πολίτης της Ένωσης που δεν απολαύει δικαιώματος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής δυνάμει του νυν άρθρου 45 ΣΛΕΕ μπορεί εντούτοις, λόγω της ιδιότητάς του ως πολίτης της Ένωσης και μόνον, να απολαύει δικαιώματος διαμονής με απευθείας εφαρμογή του νυν άρθρου 21, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Βεβαίως, ενώ η άσκηση του δικαιώματος αυτού υπόκειται σε «περιορισμούς και προϋποθέσεις», όπως προβλέπεται στην εν λόγω διάταξη, οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι εκείνες που οφείλουν να μεριμνούν ώστε η εφαρμογή των εν λόγω περιορισμών και προϋποθέσεων να είναι σύμφωνη προς τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε προς την αρχή της αναλογικότητας (37).

46.      Αυτή η καθιερωμένη αρχή επιβεβαιώθηκε όλως προσφάτως στην απόφαση Brey (38), στην οποία το Δικαστήριο εξέτασε τη συμβατότητα μιας εθνικής νομοθεσίας που απέκλειε τη χορήγηση συγκεκριμένου επιδόματος σε υπήκοο άλλου κράτους μέλους ο οποίος δεν ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Στην απόφαση Brey, το Δικαστήριο έδωσε ιδιαίτερη σημασία στους περιορισμούς που η ελεύθερη κυκλοφορία, ως θεμελιώδης αρχή του δικαίου της Ένωσης, θέτει στη διακριτική ευχέρεια που διαθέτουν τα κράτη μέλη (στην οποία περιλαμβάνεται και η εξουσία απομάκρυνσης από την εθνική επικράτεια) σε σχέση με τους υπηκόους άλλων κρατών μελών.

47.      Είναι σημαντικό ότι αυτή η διακριτική ευχέρεια δεν μπορεί να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να θίγει τόσο τον βασικό σκοπό της οδηγίας περί ιθαγένειας, ο οποίος συνίσταται στη διευκόλυνση και ενίσχυση της άσκησης από τους πολίτες της Ένωσης του θεμελιακού δικαιώματός τους, δηλαδή του δικαιώματος να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα εντός των ορίων επικράτειας των κρατών μελών, όσο και την πρακτική αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης οδηγίας (39). Είναι βεβαίως αληθές ότι στην άσκηση του δικαιώματος διαμονής σε άλλο κράτος μέλος είναι δυνατό να τεθούν περιορισμοί που να δικαιολογούνται από θεμιτούς λόγους δημοσίου συμφέροντος (όπως είναι η διασφάλιση των κρατικών πόρων). Εντούτοις, το Δικαστήριο απέρριψε μετ’ επιτάσεως τη δυνατότητα επίκλησης τέτοιων θεμιτών λόγων δημοσίου συμφέροντος κατά τρόπο που να διακυβεύει τη θεμελιώδη αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας. Αυτή η θεμελιώδης αρχής θα διακυβευόταν αν οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας ερμηνεύονταν διασταλτικά (40). Κατά τη διάταξη αυτή, οι οικονομικά ανενεργοί πολίτες της Ένωσης (δηλαδή πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν μισθωτή ή μη μισθωτή δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής) απολαύουν του δικαιώματος διαμονής στο κράτος μέλος υποδοχής υπό τον όρο ότι διαθέτουν επαρκείς πόρους ώστε να μην επιβαρυνθεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του συγκεκριμένου κράτους κατά τη διάρκεια της διαμονής τους.

48.      Στην απόφαση Brey, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές είναι υποχρεωμένες να προβαίνουν σε μια συνολική εξέταση των πραγματικών περιστατικών κάθε συγκεκριμένης υπόθεσης —υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας— με σκοπό να εξακριβώσουν αν η χορήγηση ενός επιδόματος αποτελεί ή όχι υπέρμετρη επιβάρυνση συνολικά για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την καθιερωμένη αρχή σύμφωνα με την οποία η οδηγία περί ιθαγένειας εδράζεται στην παραδοχή ότι σε ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας υπάρχει αλληλεγγύη μεταξύ των υπηκόων των διαφόρων κρατών μελών, ιδίως στις περιπτώσεις όπου τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο δικαιούχος του επιδόματος είναι προσωρινού χαρακτήρα (41). Πράγματι, το γεγονός ότι υπήκοος άλλου κράτους μέλους λαμβάνει παροχή κοινωνικής πρόνοιας δεν αρκεί αυτό καθαυτό προς απόδειξη του ότι αποτελεί υπέρμετρη επιβάρυνση για το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής (42).

49.      Ακολουθώντας αυτή τη συλλογιστική —και υπό την επιφύλαξη της επαλήθευσης από το αιτούν δικαστήριο— φρονώ ότι, υπό τις συνθήκες που περιγράφει η διάταξη περί παραπομπής, δηλαδή, όταν μια γυναίκα ευρισκόμενη στην κατάσταση της J. Saint Prix μπορεί να θεωρηθεί προσωρινώς ανίκανη προς εργασία λόγω της εγκυμοσύνης της και για τον λόγο αυτό ζητεί να λάβει ένα ειδικό μη ανταποδοτικού χαρακτήρα επίδομα χρηματικής φύσης, όπως είναι το επίδομα χαμηλού εισοδήματος, η γυναίκα αυτή δεν θα έπρεπε αυτομάτως να απολέσει το δικαίωμά της για διαμονή εξαιτίας των προσωρινών οικονομικών δυσκολιών της. Λαμβάνοντας υπόψη τις σχετικές διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην απόφαση Brey, συμπεραίνω επίσης ότι το γεγονός ότι μια έγκυος γυναίκα υπέβαλε αίτηση για ένα επίδομα, όπως το επίδομα χαμηλού εισοδήματος, δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι δεν διαθέτει πλέον επαρκείς πόρους για τη διαμονή της στο κράτος μέλος υποδοχής. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι οι δυσκολίες διαβίωσης που αντιμετώπιζε η J. Saint Prix είναι προσωρινού χαρακτήρα και ότι, ως εκ τούτου, η παροχή κοινωνικής πρόνοιας απαιτείται για περιορισμένη μόνον περίοδο, η οποία τυγχάνει επίσης να συμπίπτει με την περίοδο της κανονικής άδειας μητρότητας για τις υπηκόους του Ηνωμένου Βασιλείου, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν οφείλουν να είναι διαθέσιμες προς παροχή εργασίας ή να αναζητούν ενεργώς εργασία.

50.      Σε αντίθεση με την υπόθεση ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, ένα παρόμοιο συμπέρασμα δεν θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να εξαχθεί με την ίδια ευχέρεια στην υπόθεση Brey. Και τούτο διότι η καταβολή του σχετικού επιδόματος θα ήταν ένα αορίστως επαναλαμβανόμενο γεγονός υπό συνθήκες όπου το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ήταν πλέον οικονομικά ενεργό καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Όπως εξήγησα με άλλη αφορμή (43), το άρθρο 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της οδηγίας περί ιθαγένειας αποσκοπεί στο να αποτρέψει οικονομικά ανενεργούς πολίτες της Ένωσης να χρησιμοποιούν το σύστημα πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής για να βιοπορίζονται κατά την αρχική περίοδο διαμονής τους στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.

51.      Πρέπει πάντως να ληφθεί υπόψη ότι το ζήτημα του τι αποτελεί και τι δεν αποτελεί υπέρμετρη επιβάρυνση για ολόκληρο το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας για το κράτος μέλος υποδοχής είναι ζήτημα το οποίο πρέπει να εξετάζουν (συνολικά) οι εθνικές αρχές (44). Παρά τη συγκεκριμένη διάκριση καθηκόντων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών, ομολογώ ότι δυσκολεύομαι να φανταστώ μια περίπτωση κατά την οποία η παροχή ενός επιδόματος, όπως το επίδομα χαμηλού εισοδήματος, σε γυναίκα ευρισκόμενη στην κατάσταση της J. Saint Prix θα αποτελούσε τέτοια επιβάρυνση. Με δεδομένο τον προσωρινό χαρακτήρα των προβλημάτων που έχει να αντιμετωπίσει και τον περιορισμένο χρόνο για τον οποίο ζήτησε να λάβει το επίδομα, κάθε άλλο συμπέρασμα θα ερχόταν σε αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας, η οποία θα πρέπει να λαμβάνεται δεόντως υπόψη κατά τη σχετική εκτίμηση.

52.      Τούτου λεχθέντος, δεν μπορεί να αποκλειστεί κατηγορηματικά η ενδεχόμενη επιβολή αυστηρότερων περιορισμών, προκειμένου να αποφευχθεί ο «τουρισμός πρόνοιας», στην περίπτωση των οικονομικά ανενεργών πολιτών οι οποίοι ουδέποτε απέκτησαν κάποιον δεσμό με την κοινωνία του κράτους μέλους υποδοχής ως εργαζόμενοι και φορολογούμενοι σε αυτό. Ωστόσο, δεν πιστεύω ότι ένας τέτοιος περιορισμός μπορεί να είναι δικαιολογημένος ή σύμφωνος προς την αρχή της αναλογικότητας στην περίπτωση που, όπως εν προκειμένω, μια γυναίκα έχει πράγματι ασκήσει το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας και έχει μετάσχει σε πραγματική οικονομική δραστηριότητα στο κράτος μέλος υποδοχής, προτού να μείνει έγκυος και ζητήσει να της χορηγηθεί επίδομα για περιορισμένο χρονικό διάστημα μέχρι την επιστροφή στην αγορά εργασίας.

III – Πρόταση

53.      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Supreme Court του Ηνωμένου Βασιλείου ως εξής:

Το άρθρο 7, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ, ερμηνευόμενο υπό το φως του άρθρου 45 ΣΛΕΕ, έχει την έννοια ότι διατηρεί την ιδιότητα του εργαζομένου κάθε γυναίκα η οποία μπορεί να θεωρηθεί προσωρινά ανίκανη προς εργασία λόγω των φυσικών περιορισμών που συνδέονται με την προχωρημένη εγκυμοσύνη. Η ιδιότητα του εργαζομένου διατηρείται μέχρι το χρονικό σημείο που κρίνεται εύλογο για την επιστροφή στην εργασία ή για την αναζήτηση εργασίας μετά τη γέννηση του τέκνου της. Προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της αρχής της απαγόρευσης δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, αυτή η περίοδος δεν μπορεί να είναι μικρότερη από την περίοδο που προβλέπεται συναφώς στην εθνική νομοθεσία κατά τη διάρκεια της οποίας οι έγκυες γυναίκες δεν οφείλουν να είναι διαθέσιμες προς εργασία ή να αναζητούν ενεργώς εργασία.


1 - Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2 – Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (EE L 158, σ. 77).


3 – Το επίδομα χαμηλού εισοδήματος είναι ένα επίδομα το οποίο μπορούν να λάβουν όσοι διαμένουν στο Ηνωμένο Βασίλειο εάν δεν έχουν εισόδημα ή το εισόδημά τους είναι χαμηλό, εργάζονται λιγότερο από 16 ώρες την εβδομάδα και δεν έχουν εγγραφεί ως άνεργοι. Επιπροσθέτως, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να εμπίπτει σε κάποια από τις πολυάριθμες ειδικές κατηγορίες. Μία από αυτές τις κατηγορίες αφορά τις έγκυες γυναίκες και, σε ορισμένες περιπτώσεις, άτομα τα οποία είναι ανίκανα να εργαστούν λόγω ασθενείας ή ανικανότητας.


4 – Το AIRE Centre (Advice on Individual Rights in Europe) είναι μη κερδοσκοπικό σωματείο το οποίο παρέχει δωρεάν νομικές συμβουλές σε θέματα ευρωπαϊκού δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δικαίου της Ένωσης. Η παράστασή του επετράπη κατά τη διαδικασία ενώπιον του Supreme Court.


5 – Οι συγκεκριμένες 26 εβδομάδες (11 εβδομάδες πριν και 15 εβδομάδες μετά τον τοκετό) αντιστοιχούν στην κανονική άδεια μητρότητας που προβλέπεται στο Ηνωμένο Βασίλειο.


6 – Το άρθρο 7 της οδηγίας περί ιθαγένειας ορίζει: «1. Όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν δικαίωμα διαμονής στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τριών μηνών, εφόσον: α) είναι μισθωτοί ή μη μισθωτοί στο κράτος μέλος υποδοχής, ή β) διαθέτουν επαρκείς πόρους για τον εαυτό τους και τα μέλη των οικογενειών τους, ούτως ώστε να μην επιβαρύνουν κατά τη διάρκεια της παραμονής τους το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και πλήρη ασφαλιστική κάλυψη ασθενείας στο κράτος μέλος υποδοχής ή [...] 3. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, στοιχείο α), η ιδιότητα του μισθωτού ή του μη μισθωτού διατηρείται για τον πολίτη της Ένωσης που δεν είναι πλέον μισθωτός ή μη μισθωτός στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν ο ενδιαφερόμενος είναι προσωρινά ανίκανος προς εργασία εξαιτίας ασθενείας ή ατυχήματος, β) αν ο ενδιαφερόμενος έχει καταγραφεί δεόντως ως ακουσίως άνεργος, έχοντας ασκήσει επαγγελματική δραστηριότητα άνω του ενός έτους, και έχει καταγραφεί ως πρόσωπο το οποίο αναζητεί εργασία στην αρμόδια υπηρεσία απασχόλησης […]».


7 – Για μια πρώτη διατύπωση του κανόνα αυτού, βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 1986, C‑139/85, Kempf (Συλλογή 1986, σ. 1741, σκέψη 13)· της 3ης Ιουλίου 1986, C‑66/85, Lawrie Blum (Συλλογή 1986, σ. 2121, σκέψη 16). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Ιουνίου 1988, C‑197/86, Brown (Συλλογή 1988, σ. 3205, σκέψη 21)· της 26ης Φεβρουαρίου 1991, C‑292/89, Antonissen (Συλλογή 1991, σ. I‑745, σκέψη 11), καθώς και της 26ης Φεβρουαρίου 1992, C‑3/90, Bernini (Συλλογή 1992, σ. I‑1071, σκέψη 14). Βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2003 C‑413/01, Ninni‑Orasche (Συλλογή 2003, σ. I‑13187, σκέψη 23), και, πιο πρόσφατα, απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 2013, C‑46/12, LN (σκέψη 39).


8 – Βλ. προμνησθείσες αποφάσεις Kempf (σκέψη 13) και Lawrie-Blum (σκέψη 16).


9 – Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2012, C‑379/1, Caves Krier Frères (σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


10 –      Για τα σχετικά κριτήρια τα οποία καθορίζουν αν υφίσταται ή δεν υφίσταται πραγματική σχέση εργασίας, βλ. μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση LN (σκέψεις 40 και 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


11 – Βλ. απόφαση της 21ης Ιουνίου 1988, C‑39/86, Lair (Συλλογή 1988, σ. 3161, σκέψεις 31 έως 39). Πιο πρόσφατα, για τα επιδόματα που θεμελιώνονται σε προηγούμενη εργασιακή σχέση, βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2008, C‑228/07, Petersen (Συλλογή 2008, σ. I‑6989, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


12 – Βλ. υποσημείωση 11.


13 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Lair (ιδίως σκέψεις 37 και 39).


14 – Απόφαση της 29ης Απριλίου 2004, C‑482/01 και C‑493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri (Συλλογή 2004, σ. I‑525).


15 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri (σκέψη 50 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Βλ. επίσης, κατ’ αναλογία, προμνησθείσα απόφαση Antonissen (σκέψεις 21 και 22).


16 – Βλ. πρόσφατη απόφαση της 19ης Σεπτεμβρίου 2013, C‑140/12, Brey (σκέψη 53). Βλ., επίσης, αποφάσεις της 25ης Ιουλίου 2008, C‑127/08, Metock κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑6241, σκέψεις 59 και 82)· της 7ης Οκτωβρίου 2010, C‑162/09, Lassal (Συλλογή 2010, σ. I‑9217, σκέψη 30)· της 5ης Μαΐου 2011, C‑434/09, McCarthy (Συλλογή 2011, σ. I‑3375, σκέψη 28).


17 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Brey (σκέψη 53). Βλ., επίσης, προμνησθείσα απόφαση McCarthy (σκέψη 33) και απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2011, C‑424/10 και C‑425/10, Ziolkowski και Szeja (Συλλογή 2011. σ. Ι‑14035, σκέψεις 36 και 40).


18–      Βλ. απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, C‑325/09 (Συλλογή 2011, σ. I‑6387).


19 – Το άρθρο 16 ορίζει: «1. Οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι έχουν διαμείνει νομίμως για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών στο κράτος μέλος υποδοχής έχουν δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του. […] 2. Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους και τα οποία έχουν διαμείνει νομίμως με τον πολίτη της Ένωσης στο κράτος μέλος υποδοχής για συνεχές χρονικό διάστημα πέντε ετών. 3. Το αδιάλειπτο της διαμονής δεν θίγεται από προσωρινές απουσίες που δεν υπερβαίνουν συνολικά τους έξι μήνες ετησίως ούτε από απουσίες μεγαλύτερης διάρκειας για την εκπλήρωση υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας ή από μία απουσία δώδεκα συναπτών μηνών κατ’ ανώτατο όριο για σοβαρούς λόγους, ιδίως εγκυμοσύνη και μητρότητα, σοβαρή ασθένεια, σπουδές ή επαγγελματική κατάρτιση ή τοποθέτηση σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα […]».


20 – Βλ. τη σχετική διαπίστωση του Δικαστηρίου στη σκέψη 39 της εν λόγω απόφασης.


21 – Ασφαλώς είναι αληθές ότι κατά τον χρόνο που η J. Saint Prix υπέβαλε αίτηση για χορήγηση επιδόματος χαμηλού εισοδήματος, ήταν ακόμη άγνωστη η περίοδος για την οποία θα χρειαζόταν βοήθεια. Ωστόσο, τούτο δεν μεταβάλλει το γεγονός ότι η εν προκειμένω επίμαχη περίοδος αντιστοιχεί στην περίοδο κατά την οποία μια υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου σε όμοια κατάσταση δεν οφείλει να είναι διαθέσιμη προς εργασία ή να αναζητεί εργασία λόγω της εγκυμοσύνης της και του τοκετού.


22 – Ο σκοπός της άδειας μητρότητας είναι ακριβώς η προστασία της φυσικής και ψυχικής κατάστασης της εγκύου γυναίκας πριν και μετά τον τοκετό. Βλ. σημείο 44 των προτάσεών μου στην εκκρεμή ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση C‑363/12, Z.


23 – Συγκεκριμένα, η Επιτροπή Δικαιωμάτων Γυναικών και Ίσων Ευκαιριών πρότεινε να γίνει ειδική πρόβλεψη για την εγκυμοσύνη στο ζήτημα αυτό. Βλ. έκθεση της 23ης Ιανουαρίου 2003 για την πρόταση για οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, για το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν στην επικράτεια των κρατών μελών [COM(2001) 257 – C5‑0336/2001 – 2001/0111(COD)], Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων. Η σύσταση αυτή, ωστόσο, δεν έγινε αποδεκτή κατά τη νομοθετική διαδικασία που ακολούθησε.


24 – COM(2001) 257 τελικό, σ. 13.


25 – Οδηγία του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 1968, περί καταργήσεως των περιορισμών στη διακίνηση και στη διαμονή των εργαζομένων των Κρατών μελών και των οικογενειών τους στο εσωτερικό της Κοινότητος (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/001, σ. 43). Σύμφωνα με το σκεπτικό στην προμνησθείσα απόφαση Ziolkowski και Szeja, σκέψη 37: «Από την τρίτη και τέταρτη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας 2004/38 προκύπτει ότι αυτή έχει ως σκοπό να υπερβεί την κατά τομέα και αποσπασματική προσέγγιση του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής για να διευκολυνθεί η άσκηση αυτού του δικαιώματος, με την επεξεργασία ενιαίας νομοθετικής πράξεως με την οποία κωδικοποιούνται και αναθεωρούνται οι προγενέστερες της εν λόγω οδηγίας νομοθετικές πράξεις της Ένωσης».


26 – COM(2001) 257 τελικό, σ. 13.


27 – Όπ.π., σ. 33.


28 – Βλ. απόφαση της 26ης Μαρτίου 1983, C‑218/82, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (Συλλογή 1987, σ. 4063, σκέψη 15). Βλ., επίσης, απόφαση της 26ης Ιουνίου 2007, C‑305/05, Ordre des barreaux francophones et germanophone κ.λπ. (Συλλογή 2007, σ. I‑5305, σκέψη 28), και απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, C‑402/07 και C‑432/07, Sturgeon κ.λπ. (Συλλογή 2009, σ. I‑10923, σκέψη 48 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


29 – Βλ. απόφαση της 14ης Ιουλίου 1994, C‑32/93 (Συλλογή 1994, σ. I‑3567).


30 – Βλ. τις προτάσεις μου στην υπόθεση Z (σημεία 44 έως 46), για μια λεπτομερέστερη συζήτηση επί του εύρους της παρεχόμενης προστασίας στις έγκυες γυναίκες στο δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα υπό το καθεστώς της οδηγίας 92/85/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 19ης Οκτωβρίου 1992, σχετικά με την εφαρμογή μέτρων που αποβλέπουν στη βελτίωση της υγείας και της ασφάλειας κατά την εργασία των εγκύων, λεχώνων και γαλουχουσών εργαζομένων (δέκατη ειδική οδηγία κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 1 της οδηγίας 89/391/ΕΟΚ) (EE L 348, σ. 1) (οδηγία για τις εγκύους γυναίκες εργαζόμενες).


31 – Βλ., μεταξύ άλλων, προμνησθείσα απόφαση Webb (σκέψη 26)· αποφάσεις της 30ης Ιουνίου 1998, C‑394/96, Brown (Συλλογή 1998, σ. I‑4185, σκέψη 18)· της 4ης Οκτωβρίου 2001, C‑109/00, Tele Danmark (Συλλογή 2001, σ. I‑6993, σκέψεις 26 και 27), και της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑460/06, Paquay (Συλλογή 2007, σ. I‑8511, σκέψεις 30 και 31). Βλ., επίσης, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2005, C‑191/03, McKenna (Συλλογή 2005, σ. I‑7631, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προστασία των εγκύων εργαζομένων έναντι της απόλυσης εκτείνεται σε όλη την περίοδο της άδειας μητρότητας, αλλά από το χρονικό σημείο κατά το οποίο τελείωσε η άδεια και μετά δεν υπάρχει κανένας λόγος να γίνεται διάκριση μεταξύ μιας ασθένειας που οφείλεται στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό και οποιασδήποτε άλλης ασθένειας, καθώς και ότι μια τέτοια παθολογική κατάσταση καλύπτεται από τους γενικούς κανόνες που εφαρμόζονται στην περίπτωση της ασθένειας. Συνεπώς, το δίκαιο της Ένωσης δεν αποκλείει απολύσεις εξαιτίας απουσιών λόγω ασθένειας που οφείλεται στην εγκυμοσύνη ή στον τοκετό.


32 – Βλ., ειδικά, απόφαση της 26ης Φεβρουαρίου C‑506/06, Mayr (Συλλογή 2008, σ. I‑1017, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή ανατρέχει στην απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 1990, C‑177/88, Dekker (Συλλογή 1990, σ. I‑3941, σκέψη 12).


33 –      Βλ. προμνησθείσα απόφαση Ορφανόπουλος και Oliveri (σκέψη 50).


34–      Θα σημείωνα, ωστόσο, ότι η διακριτική ευχέρεια η οποία παρέχεται στα κράτη μέλη περιορίζεται σαφώς από την οδηγία περί εγκύων γυναικών, και ειδικότερα από το άρθρο 8 αυτής, το οποίο προβλέπει, ως κοινά αποδεκτή ελάχιστη ρύθμιση, ότι εργαζόμενοι που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας δικαιούνται μιας συνεχούς περιόδου άδειας μητρότητας η οποία διαρκεί κατ’ ελάχιστο 14 εβδομάδες πριν ή/και μετά τον τοκετό.


35 – Βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑456/02 (Συλλογή 2004, σ. I‑7573).


36 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Trojani (σκέψη 45).


37 – Όπ.π., σκέψη 46. Βλ., επίσης, αποφάσεις της 17ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑413/99, Baumbast και R (Συλλογή 2002, σ. I‑7091, σκέψη 91 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), και της 19ης Οκτωβρίου 2004, C‑200/02, Zhu και Chen (Συλλογή 2004, σ. I‑9925, σκέψη 32).


38 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Brey (σκέψη 70) και ανωτέρω υποσημείωση 16.


39 – Όπ.π., σκέψη 71.


40 – Όπ.π., σκέψη 70.


41 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Brey (σκέψη 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η συγκεκριμένη αρχή καθιερώθηκε από το Δικαστήριο στην απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑184/99, Grzelczyk (Συλλογή 2001, σ. I‑6193, σκέψη 44). Επίσης, αξίζει να σημειωθεί ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από την αιτιολογική σκέψη 16 της οδηγίας περί ιθαγένειας. Στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη απαριθμούνται τα κρίσιμα κριτήρια για τον προσδιορισμό της υπέρμετρης επιβάρυνσης που συνιστά ο ενδιαφερόμενος πολίτης της Ένωσης. Σε αυτά περιλαμβάνεται η προσωρινή φύση των δυσκολιών που πρέπει να αντιμετωπιστούν, η διάρκεια διαμονής, η προσωπική κατάσταση και το ύψος της χορηγηθείσας ενίσχυσης.


42–      Βλ. προμνησθείσα απόφαση Brey (σκέψη 75).


43 – Βλ. σημείο 38 των προτάσεών μου στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προμνησθείσα απόφαση Brey.


44 – Βλ. προμνησθείσα απόφαση Brey (σκέψη 77).