Language of document : ECLI:EU:T:2007:221

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2007

Υπόθεση T-45/01

Stephen G. Sanders κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσωπικό απασχολούμενο στην κοινή επιχείρηση JET – Εφαρμογή διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων – Αποκατάσταση της υλικής ζημίας»

Αντικείμενο: Αγωγή με αντικείμενο τον καθορισμό, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 5ης Οκτωβρίου 2004, T-45/01, Sanders κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. ΙΙ-3315), του ποσού της αποζημιώσεως που οφείλεται για την αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας που υπέστη καθένας από τους αιτούντες λόγω του ότι δεν προσελήφθη ως έκτακτος υπάλληλος των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την άσκηση της δραστηριότητάς του στο πλαίσιο της κοινής επιχειρήσεως.

Απόφαση: H Επιτροπή υποχρεούται να καταβάλει σε καθένα από τους αιτούντες αποζημίωση ίση προς το ποσό που αναφέρεται, για καθένα από αυτούς, στη στήλη (6) του παραρτήματος 3 της παρούσας αποφάσεως. Το ποσό αυτό παράγει τόκους με επιτόκιο 5,25 % από τις 31 Δεκεμβρίου 1999 μέχρι την ημερομηνία καταβολής του. Η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι αιτούντες για το σύνολο της ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασίας. Το Συμβούλιο, παρεμβαίνον υπέρ της Επιτροπής, φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Περίληψη

1.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 44)

2.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

3.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

4.      Υπάλληλοι – Αγωγή – Αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας

1.      Αιτήματα συνοδευόμενα από αριθμητικά στοιχεία, τα οποία υποβλήθηκαν στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, κατόπιν της εκδόσεως της παρεμπίπτουσας αποφάσεως με την οποία το Πρωτοδικείο καταδίκασε την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν τα μέλη του προσωπικού κοινής επιχειρήσεως ΕΚΑΕ λόγω της εφαρμογής διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων, και τροποποιήθηκαν ώστε να ληφθούν υπόψη οι τρόποι υπολογισμού της ζημίας που καθορίστηκαν με την παρεμπίπτουσα απόφαση, δεν μπορούν να κριθούν απαράδεκτα, δεδομένου ότι συνιστούν αποδεκτή εξέλιξη των αιτημάτων της αγωγής, στο μέτρο κυρίως που, αφενός, το Πρωτοδικείο καθόρισε τα αναγκαία για τον υπολογισμό της ζημίας στοιχεία το πρώτον με την παρεμπίπτουσα απόφασή του και, αφετέρου, δεν είχαν ακόμη συζητηθεί η ακριβής σύνθεση της ζημίας και ο συγκεκριμένος τρόπος υπολογισμού των οφειλόμενων αποζημιώσεων.

Πράγματι, εφόσον με την παρεμπίπτουσα απόφαση ορίστηκαν η περίοδος για την οποία οφείλεται αποζημίωση, τα στοιχεία που τη συνθέτουν και η μέθοδος που πρέπει να ακολουθηθεί για τον καθορισμό του ακριβούς ποσού της αποζημιώσεως για τον καθένα, πρέπει, κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής, να μπορεί οπωσδήποτε να διορθωθεί η αριθμητική εκτίμηση των ατομικών αξιώσεων κάθε αιτούντος.

(βλ. σκέψεις 21 και 22)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 27 Ιανουαρίου 2000, C‑104/89 και C‑37/90, Mulder κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑203, σκέψεις 38 έως 40

2.      Στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως, μετά την έκδοση της παρεμπίπτουσας αποφάσεως με την οποία το Πρωτοδικείο υποχρέωσε την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν τα μέλη του προσωπικού της κοινής επιχειρήσεως Joint European Torus (JET) λόγω της εφαρμογής διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων, η κατάταξη σε βαθμό και κλιμάκιο κάθε αιτούντος στην αρχή της περιόδου αποζημιώσεως πρέπει να καθοριστεί λαμβανομένης υπόψη της πραγματικής του προσλήψεως, δεδομένου ότι η εν λόγω περίοδος συνίσταται στην πενταετία από την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος της παλαιότερης συναφθείσας ή ανανεωθείσας συμβάσεως η οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερη των πέντε ετών.

Συγκεκριμένα, ναι μεν το Πρωτοδικείο περιόρισε τα δικαιώματα αποζημιώσεως σε χρονικό διάστημα μέχρι πέντε έτη, πλην όμως έκρινε ότι, ευθύς εξ αρχής, δηλαδή από την πρώτη τους πρόσληψη, οι ενδιαφερόμενοι έπρεπε να προσληφθούν με συμβάσεις έκτακτων υπαλλήλων, οπότε η παράνομη συμπεριφορά εξακολούθησε να υφίσταται καθ’ όλη τη διάρκεια της κοινής επιχειρήσεως. Κατά συνέπεια, η κατάσταση κάθε αιτούντος κατά την έναρξη της περιόδου αποζημιώσεως δεν μπορεί να εξομοιωθεί με εκείνη της πρώτης προσλήψεώς του, αλλά πρέπει να αξιολογηθεί λαμβανομένου υπόψη ότι, όταν ο ενδιαφερόμενος προσλήφθηκε για πρώτη φορά ως επί συμβάσει υπάλληλος έπρεπε να προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος, οπότε πρέπει να ληφθεί ενδεχομένως υπόψη η «σταδιοδρομία» του πριν από την έναρξη της εν λόγω περιόδου. Μια τέτοια μέθοδος «ανασύστασης της σταδιοδρομίας» εμπεριέχει κατ’ ανάγκη τις προαγωγές που μπορούσε να είχε λάβει κάθε αιτών.

Όσον αφορά τις προαγωγές κατά την περίοδο αποζημιώσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, βάσει της καταστάσεως των εν ενεργεία μελών της ομάδας του σχεδίου JET, οι αιτούντες τελούσαν σε νομικό καθεστώς το οποίο εισήγε δυσμενείς διακρίσεις και συνιστά παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά και ότι, ένεκα τούτου, υπέστησαν ζημία. Κατά συνέπεια, η παρεμφερής κατάσταση των εκτάκτων υπαλλήλων της ΕΚΑΕ, που πρέπει να χρησιμοποιείται ως σημείο σύγκρισης προς καθορισμό της εξέλιξης της σταδιοδρομίας που μπορούσαν να προσδοκούν οι αιτούντες, είναι η ενδεχομένως ευνοϊκότερη κατάσταση των εν ενεργεία μελών της ομάδας του σχεδίου JET.

(βλ. σκέψεις 49 έως 51, 65 και 68)

3.      Με την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία υποχρέωσε την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν τα μέλη του προσωπικού της JET λόγω της εφαρμογής διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι η ζημία των εναγόντων προέκυπτε από τη διαφορά μεταξύ των αποδοχών και των συναφών ωφελημάτων που οι ενδιαφερόμενοι θα είχαν εισπράξει εάν είχαν εργασθεί για το σχέδιο JET υπό την ιδιότητα των έκτακτων υπαλλήλων και των αποδοχών και των συναφών ωφελημάτων που οι ενδιαφερόμενοι όντως εισέπραξαν ως επί συμβάσει υπάλληλοι.

Συνεπώς, αφενός, για τον καθορισμό του καθαρού ποσού των κοινοτικών αποδοχών που θα είχε λάβει καθένας από τους αιτούντες κατά την περίοδο αποζημιώσεως που καθόρισε το Πρωτοδικείο αν είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των ωφελημάτων που μπορούσε να διεκδικήσει ο ενδιαφερόμενος, λαμβανομένης υπόψη της προσωπικής και επαγγελματικής του κατάστασης για τις οποίες ήταν σε θέση να προσκομίσει έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία. Αντιθέτως, δεν χρειάζεται να περιληφθούν οι αποζημιώσεις που θα είχε εισπράξει για τις αποστολές, καθότι, στην JET, επιστρέφονταν όλες οι δαπάνες διαμονής ενώ αφαιρούνταν, ή και καταργούνταν, οι ημερήσιες αποζημιώσεις. Αφετέρου, για τον καθορισμό του καθαρού ποσού των εθνικών αποδοχών που εισέπραξε καθένας από τους αιτούντες ως επί συμβάσει υπάλληλος κατά την εν λόγω περίοδο αποζημιώσεως, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι αποδοχές που εισέπραξαν πράγματι οι ενδιαφερόμενοι στο πλαίσιο αυτό, ιδίως δε οι ημερήσιες αποζημιώσεις που εισέπραξαν ενδεχομένως ορισμένοι από τους αιτούντες λόγω της απομακρύνσεώς τους από την έδρα της JET.

(βλ. σκέψεις 77 έως 79)

4.      Με την παρεμπίπτουσα απόφαση με την οποία υποχρέωσε την Κοινότητα να αποκαταστήσει τη ζημία που υπέστησαν τα μέλη του προσωπικού της JET λόγω της εφαρμογής διαφορετικού νομικού καθεστώτος από αυτό των έκτακτων υπαλλήλων, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι οι αιτούντες έπρεπε, ευθύς εξ αρχής, να προσληφθούν με συμβάσεις έκτακτων υπαλλήλων και ότι η διάρκεια της παράνομης συμπεριφοράς υπερέβαινε την καθορισθείσα από το Πρωτοδικείο περίοδο αποζημιώσεως. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται κατ’ ανάγκη ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι αιτούντες απέκτησαν πράγματι συνταξιοδοτικά δικαιώματα για όλη την περίοδο κατά την οποία καθένας απ’ αυτούς εργάστηκε πράγματι στην JET, η αποζημίωση όμως για τα δικαιώματα αυτά περιορίζεται στην περίοδο αποζημιώσεως.

Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό του μέρους της αποζημιώσεως που αντιστοιχεί στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, πρέπει να ληφθεί υπόψη, για καθένα από τους αιτούντες, η ημερομηνία της πρώτης πραγματικής προσλήψεώς του από την JET, η οποία προηγείται ενδεχομένως της περιόδου αποζημιώσεως, δεδομένου ότι η αποζημίωση οφείλεται για την απώλεια των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων κατά τα πέντε το πολύ έτη που αντιστοιχούν στην περίοδο αποζημιώσεως. Επομένως, τα προαναφερθέντα πέντε το πολύ έτη δεν αποτελούν το μοναδικό χρονικό διάστημα θεμελιώσεως δικαιωμάτων. Συγκεκριμένα, καθένας από τους αιτούντες αποκτά συνταξιοδοτικά δικαιώματα βάσει της συνολικής περιόδου απασχολήσεώς του στην JET, τα δε δικαιώματα αυτά μειώνονται στη συνέχεια βάσει της αναλογίας μεταξύ της διάρκειας της περιόδου αποζημιώσεως και της συνολικής περιόδου απασχολήσεως.

Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αποζημίωση που οφείλεται για τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα δεν μπορεί να είναι κατώτερη της κατά τον κρίσιμο χρόνο αξίας των πιστώσεων που συστάθηκαν, επ’ ονόματι κάθε αιτούντος, από τις εισφορές του εργαζομένου και του εργοδότη για τα πέντε το πολύ έτη που αντιστοιχούν στην περίοδο αποζημιώσεως.

Αντιθέτως, στην περίπτωση που ο αιτών, λόγω ιδίως του ότι εργάστηκε στην JET για λιγότερο από δέκα έτη, δεν έχει εν πάση περιπτώσει, δυνάμει των διατάξεων του καταστατικού, δικαίωμα σε σύνταξη αρχαιότητας, αλλά αποκλειστικά σε επίδομα αποχωρήσεως, πρέπει οπωσδήποτε να του χορηγηθεί εναλλακτικά αποζημίωση για την απώλεια του επιδόματος αυτού, μειωμένη βάσει της αναλογίας μεταξύ της διάρκειας της περιόδου αποζημιώσεως και της συνολικής περιόδου απασχολήσεως.

(βλ. σκέψεις 90 έως 93)