Language of document : ECLI:EU:F:2015:47

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (δεύτερο τμήμα)

της 18ης Μαΐου 2015 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΥΕΔ – Έκτακτος υπάλληλος – Άρθρο 98 του ΚΥΚ – Άρθρο 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ – Σύμβαση προσλήψεως – Κατάταξη – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας της ανακοινώσεως κενής θέσεως – Θέση βαθμού AD 5 για υπαλλήλους των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών και μονίμους υπαλλήλους βαθμών από AD 5 έως AD 14 – Αρχή της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως – Ερήμην εκδοθείσα απόφαση»

Στην υπόθεση F‑11/14,

με αντικείμενο προσφυγή‑αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής,

Bruno Dupré, έκτακτος υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης, κάτοικος Etterbeek (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους S. Rodrigues και A. Tymen, δικηγόρους

προσφεύγων-ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), εκπροσωπούμενης από τον S. Marquardt και την M. Silva,

καθής-εναγομένης,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Bradley, πρόεδρο, H. Kreppel και M. I. Rofes i Pujol (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: W. Hakenberg

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που περιήλθε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στις 7 Φεβρουαρίου 2014, ο Β. Dupré ζητεί την ακύρωση της συμβάσεως προσλήψεώς του ως εκτάκτου υπαλλήλου της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης (ΕΥΕΔ), που υπεγράφη την 1η Απριλίου 2013, καθόσον βάσει αυτής κατατάχθηκε στον βαθμό AD 5, και την αποκατάσταση της ζημίας που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 5 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό των Κοινοτήτων αυτών, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1240/2010 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 2010 (στο εξής: ΚΥΚ), έχει ως εξής:

«1.      Οι θέσεις που καλύπτονται από τον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης κατατάσσονται, ανάλογα με τη φύση και τη σημασία των καθηκόντων στα οποία αντιστοιχούν, σε μία ομάδα καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (στο εξής “AD”) και σε μια ομάδα καθηκόντων των βοηθών υπαλλήλων (στο εξής “AST”).

2.      Η ομάδα καθηκόντων AD περιλαμβάνει δώδεκα βαθμούς που αντιστοιχούν σε διοικητικά, συμβουλευτικά, γλωσσικά και επιστημονικά καθήκοντα. […]

3.      Τα ελάχιστα απαιτούμενα για διορισμό σε θέση υπαλλήλου είναι:

[…]

β)       για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 5 και 6:

i)       εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, ή

ii)      […]·

γ)       για την ομάδα καθηκόντων AD και για τους βαθμούς 7 έως 16:

i)       εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τέσσερα έτη ή περισσότερα, ή

ii)      εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα και κατάλληλη επαγγελματική πείρα τουλάχιστον ενός έτους, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι τουλάχιστον τρία έτη […]

[…]».

3        Κατά το άρθρο 31 του ΚΥΚ:

«1.      Οι επιλεγέντες υποψήφιοι διορίζονται στον βαθμό της ομάδας καθηκόντων που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού στον οποίο έγιναν δεκτοί.

2.      Με την επιφύλαξη του άρθρου 29, παράγραφος 2, [του ΚΥΚ,] οι προσλαμβανόμενοι υπάλληλοι μπορούν να προσλαμβάνονται μόνο στους βαθμούς AST 1 έως AST 4 ή AD 5 έως AD 8. Ο βαθμός που αναφέρεται στην προκήρυξη του διαγωνισμού καθορίζεται από το όργανο σύμφωνα με τα ακόλουθα κριτήρια:

α)      τον στόχο της πρόσληψης υπαλλήλων με τα υψηλότερα προσόντα, όπως ορίζονται στο άρθρο 27 [του ΚΥΚ]·

β)      την ποιότητα της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας.

[…]»

4        Το άρθρο 32 του ΚΥΚ ορίζει τα εξής:

«Ο προσλαμβανόμενος υπάλληλος κατατάσσεται στο πρώτο κλιμάκιο του βαθμού του.

Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δύναται, προκειμένου να λάβει υπόψη την επαγγελματική πείρα του ενδιαφερομένου, να του χορηγεί προσαύξηση αρχαιότητας 24 μηνών κατ’ ανώτατο όριο. Εκδίδονται γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

[…]»

5        Κατά το άρθρο 98 του ΚΥΚ, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1080/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης:

«1.      Για τους σκοπούς του άρθρου 29 παράγραφος 1 στοιχείο α), [του ΚΥΚ,] κατά την πλήρωση κενής θέσης στην ΕΥΕΔ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εξετάζει τις αιτήσεις υπαλλήλων της Γραμματείας του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής και της ΕΥΕΔ, εκτάκτων υπαλλήλων στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο ε), του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό [της Ευρωπαϊκής Ένωσης], και υπαλλήλων εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, χωρίς να δίδεται προτεραιότητα σε οποιαδήποτε από τις εν λόγω κατηγορίες. Έως τις 30 Ιουνίου 2013, κατά παρέκκλιση του άρθρου 29 [του ΚΥΚ] για πρόσληψη εκτός του οργάνου, η ΕΥΕΔ προσλαμβάνει αποκλειστικά υπαλλήλους από τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου [της Ευρωπαϊκής Ένωσης] και της [Ευρωπαϊκής] Επιτροπής καθώς και προσωπικό από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών.

[…]»

6        Το άρθρο 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό 723/2004, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον κανονισμό 1240/2010 (στο εξής: ΚΛΠ), ορίζει, με την υπό στοιχείο ε΄ διάταξη που προστέθηκε με τον κανονισμό 1080/2010, τα εξής:

«Θεωρείται “έκτακτος υπάλληλος” κατά την έννοια του παρόντος καθεστώτος:

[…]

ε)      υπάλληλοι αποσπασμένοι από εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών, οι οποίοι προσλαμβάνονται για την προσωρινή κάλυψη μόνιμων θέσεων στην ΕΥΕΔ».

7        Το άρθρο 10 του ΚΛΠ προβλέπει τα εξής:

«1.      […] [Τ]ο άρθρο 5, παράγραφοι 1, 2, 3 και 4, καθώς και το άρθρο 7 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης εφαρμόζονται κατ’ αναλογία.

2.      Η σύμβαση του εκτάκτου υπαλλήλου πρέπει να καθορίζει επακριβώς τον βαθμό και το κλιμάκιο στους οποίους προσλαμβάνεται ο έκτακτος υπάλληλος.

[…]»

8        Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του ΚΛΠ:

«Η αρχική κατάταξη του εκτάκτου υπαλλήλου καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32 του κανονισμού υπηρεσιακής καταστάσεως».

9        Το άρθρο 50β του ΚΛΠ, το οποίο προστέθηκε με τον κανονισμό 1080/2010, ορίζει τα εξής:

«1.      Οι υπάλληλοι από εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών, οι οποίοι επελέγησαν με τη διαδικασία που ορίζει το άρθρο 98 παράγραφος 1 του κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης και οι οποίοι έχουν αποσπασθεί από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των χωρών τους, προσλαμβάνονται ως έκτακτοι υπάλληλοι σύμφωνα με το άρθρο 2 στοιχείο ε) [, του ΚΛΠ].

2.      Μπορούν να προσληφθούν για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών. Οι συμβάσεις μπορούν να ανανεώνονται για μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών. Η συνολική απασχόλησή τους δεν πρέπει να υπερβαίνει την οκταετία. Ωστόσο, σε εξαιρετικές περιστάσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας, στο τέλος της οκταετίας η σύμβαση μπορεί να παρατείνεται για μέγιστη διάρκεια δύο ετών. Κάθε κράτος μέλος παρέχει στους υπαλλήλους του που απασχολούνται ως έκτακτο προσωπικό της ΕΥΕΔ την εγγύηση άμεσης επανατοποθέτησής τους στο τέλος της υπηρεσίας τους στην ΕΥΕΔ, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις του εθνικού του δικαίου.

[…]»

10      Το άρθρο 6, με τίτλο «Προσωπικό», της αποφάσεως 2010/427/ΕΕ του Συμβουλίου, της 26ης Ιουλίου 2010, για τον καθορισμό της οργάνωσης και της λειτουργίας της [ΕΥΕΔ] (ΕΕ L 201, σ. 30), έχει ως εξής:

«[…]

7.      Υπάλληλοι της Ένωσης και έκτακτοι υπάλληλοι προερχόμενοι από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και την ίδια αντιμετώπιση, ιδίως όσον αφορά την επιλεξιμότητά τους για την ανάληψη κάθε θέσης [εντός της ΕΥΕΔ] υπό ισότιμους όρους. Καμία διάκριση δεν γίνεται μεταξύ έκτακτου προσωπικού προερχόμενου από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες και των υπαλλήλων της Ένωσης όσον αφορά την ανάθεση καθηκόντων που πρέπει να εκτελεσθούν σε όλους τους τομείς δραστηριοτήτων και τις πολιτικές που εφαρμόζει η ΕΥΕΔ. […]

[…]

11.      Σύμφωνα με τις εφαρμοστέες διατάξεις του εθνικού δικαίου, κάθε κράτος μέλος παρέχει στους υπαλλήλους του οι οποίοι κατέστησαν έκτακτοι υπάλληλοι της ΕΥΕΔ την εγγύηση άμεσης επανατοποθέτησής τους στο τέλος της περιόδου υπηρεσίας τους στην ΕΥΕΔ. Αυτή η περίοδος υπηρεσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου [50β] του ΚΛΠ, δεν υπερβαίνει την οκταετία, εκτός αν παραταθεί για μέγιστη περίοδο δύο ετών σε εξαιρετικές περιστάσεις και προς το συμφέρον της υπηρεσίας.

[…]»

 Τα πραγματικά περιστατικά όπως προκύπτουν από το δικόγραφο της προσφυγής - αγωγής

11      Ο προσφεύγων‑ενάγων εργάστηκε, καταρχάς για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για την ΕΥΕΔ στη συνέχεια, ως αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων, από το 2007 έως τις 31 Μαρτίου 2013. Στην περιγραφή καθηκόντων της θέσεώς του αναφερόταν ως υπάλληλος αρμόδιος για την πολιτική ασφαλείας στον τομέα της μειώσεως των χημικών, βιολογικών, ραδιολογικών και πυρηνικών κινδύνων («Policy Officer – Security in the area of [Chemical, Biological, Radiological and Nuclear] Risk mitigation»).

12      Πριν τη λήξη της αποσπάσεώς του ως αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα στην ΕΥΕΔ, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέβαλε την υποψηφιότητά του για την πλήρωση της θέσεως που αποτελούσε αντικείμενο της ανακοινώσεως κενής θέσεως EEAS/2012/AD/36 που αφορούσε την πρόσληψη στο τμήμα «Πολιτική ασφαλείας και κυρώσεις» ενός υπαλλήλου αρμοδίου για την πολιτική ασφαλείας στον τομέα της μειώσεως των χημικών, βιολογικών, ραδιολογικών και πυρηνικών κινδύνων («Policy Officer – Security in the area of [Chemical, Biological, Radiological and Nuclear] Risk mitigation») (στο εξής: ανακοίνωση κενής θέσεως).

13      Από την ανακοίνωση κενής θέσεως προκύπτει ότι οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι είτε μόνιμοι υπάλληλοι συγκεκριμένων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης βαθμού από AD 5 έως AD 14 είτε έκτακτοι υπάλληλοι που έχουν προσληφθεί βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, είτε υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών. Σχετικά με τους υποψηφίους που είναι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, η ανακοίνωση κενής θέσεως ορίζει ότι απαιτείται όχι μόνον να έχουν την ιθαγένεια ενός εκ των κρατών μελών, αλλά και να διαθέτουν εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές πιστοποιούμενες με δίπλωμα, όταν η κανονική διάρκεια της πανεπιστημιακής εκπαιδεύσεως είναι τουλάχιστον τριετής. Απαιτείτο επίσης να έχουν εργαστεί τουλάχιστον για δύο έτη σε εθνική διοικητική αρχή.

14      Προκύπτει επίσης από την ανακοίνωση κενής θέσεως ότι, αν επιλεγόταν ένας μόνιμος υπάλληλος της Ένωσης, θα διοριζόταν με τον ίδιο βαθμό που κατείχε. Αν ο επιλεγείς υποψήφιος ανήκε στο προσωπικό της διπλωματικής υπηρεσίας ενός εκ των κρατών μελών, θα του προτεινόταν να υπογράψει σύμβαση βάσει του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, με μέγιστη διάρκεια τεσσάρων ετών, και θα διοριζόταν στον βαθμό AD 5.

15      Η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος έγινε δεκτή και, την 1η Απριλίου 2013, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέγραψε σύμβαση προσλήψεως με την ΕΥΕΔ. Από τη σύμβαση προκύπτει ότι ο προσφεύγων‑ενάγων προσελήφθη από αυτήν την ημερομηνία ως έκτακτος υπάλληλος κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, στον βαθμό AD 5, κλιμάκιο 2. Ως τόπος εργασίας ορίστηκαν οι Βρυξέλλες (Βέλγιο).

16      Θεωρώντας ότι ο βαθμός AD 5 δεν αντιστοιχούσε ούτε στα καθήκοντα που προβλέπονταν από την ανακοίνωση κενής θέσεως ούτε σε αυτά που ασκούσε και ότι υπέστη δυσμενή διάκριση σε σχέση με τους μόνιμους υπαλλήλους της Ένωσης, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέβαλε «[αίτημα κατά την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ]» στις 27 Ιουνίου 2013, με σκοπό να άρει την πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την κατάταξή του.

17      Η αρμόδια για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχή της ΕΥΕΔ θεώρησε την αίτηση του προσφεύγοντος‑ενάγοντος ως «διοικητική ένσταση κατά την έννοια του άρθρου 90[, παράγραφος] 2, του ΚΥΚ» και την απέρριψε με απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2013.

 Αιτήματα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος και διαδικασία

18      Ο προσφεύγων‑ενάγων ζητεί από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης:

«

–        […] να ακυρώσει την απόφαση [που περιλαμβάνεται στη σύμβαση προσλήψεώς του] της 1ης Απριλίου 2013 [καθόσον αυτή προβλέπει] την κατάταξή του στον βαθμό AD 5·

–        [ε]άν παραστεί ανάγκη, […] να ακυρώσει την απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 2013 με την οποία απερρίφθη η διοικητική ένσταση […]·

[…]

–        […] να διατάξει την ανακατάταξη της θέσεώς του […] σε βαθμό ο οποίος να αντιστοιχεί στο επίπεδο των ευθυνών του·

–        […] να διατάξει [την ΕΥΕΔ] να λάβει όλα τα μέτρα, ιδίως χρηματικής φύσεως, που επιβάλλει η εν λόγω ανακατάταξη, και δη αναδρομικώς, από της αναλήψεως των καθηκόντων του·

–        […] να αποκαταστήσει την ηθική βλάβη που υπέστη […], εκτιμώμενη ex æquo et bono στο ποσό των 5 000 ευρώ·

[…]

–        […] να καταδικάσει [την ΕΥΕΔ] στο σύνολο των δικαστικών εξόδων».

19      Βάσει του άρθρου 39, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο ασκήσεως της προσφυγής‑αγωγής, ο καθού οφείλει να καταθέσει το υπόμνημα αντικρούσεως εντός δύο μηνών από την επίδοση του δικογράφου της προσφυγής.

20      Όπως προκύπτει από την απόδειξη παραλαβής της επιδόσεως του δικογράφου της προσφυγής‑αγωγής, αυτό νομοτύπως παραλήφθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 2014 στη διεύθυνση του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλείας στις Βρυξέλλες, διεύθυνση που είχε προηγουμένως κοινοποιηθεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης από την ΕΥΕΔ για τις ανάγκες επιδόσεως των διαδικαστικών εγγράφων.

21      Η δίμηνη προθεσμία για την κατάθεση του υπομνήματος αντικρούσεως έληξε στις 24 Απριλίου 2014, συμπεριλαμβανομένης της παρεκτάσεως λόγω αποστάσεως, χωρίς να κατατεθεί υπόμνημα εκ μέρους της ΕΥΕΔ.

22      Ο γραμματέας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ενημέρωσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα περί της μη καταθέσεως υπομνήματος αντικρούσεως εντός της προβλεπομένης προθεσμίας και περί της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας, με την από 2 Ιουλίου 2014 επιστολή του. Με την ευκαιρία αυτή, ο γραμματέας υπενθύμισε στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα τη δυνατότητα να ζητήσει από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 116, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο του Κανονισμού Διαδικασίας, ως ίσχυε τότε, να του επιδικάσει τα αιτήματά του. Με την επιστολή του, ο γραμματέας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επέστησε επίσης την προσοχή του προσφεύγοντος‑ενάγοντος στο περιεχόμενο της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με το οποίο απόφαση που εκδόθηκε ερήμην υπόκειται σε κάθε περίπτωση σε ανακοπή. Με επιστολή της ίδιας ημέρας, ο γραμματέας του δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης κοινοποίησε στην ΕΥΕΔ την επιστολή που απηύθυνε στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα ταυτόχρονα δε ενημέρωσε την ΕΥΕΔ για την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας.

23      Με επιστολή της 10ης Ιουλίου 2014, ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να του επιδικάσει τα αιτήματά του, όπως αυτά προέκυπταν από την προσφυγή‑αγωγή του. Η αίτηση αυτή επιδόθηκε στην ΕΥΕΔ.

24      Στις 11 Ιουλίου 2014, η ΕΥΕΔ απευθύνθηκε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης για να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 116, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως ίσχυε τότε, να διεξαχθεί προφορική διαδικασία επί της από 10 Ιουλίου 2014 αιτήσεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος και να της κοινοποιηθεί αντίγραφο της προσφυγής‑αγωγής. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαβίβασε αντίγραφο της προσφυγής‑αγωγής στην ΕΥΕΔ και, με απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2014, απέρριψε το αίτημα διεξαγωγής προφορικής διαδικασίας επί της ως άνω αιτήσεως.

 Σκεπτικό

25      Βάσει των διατάξεων του άρθρου 121, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι οποίες επαναλαμβάνουν αυτές του άρθρου 116, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ίσχυε μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2014, πριν εκδώσει ερήμην απόφαση, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εξετάζει το παραδεκτό της προσφυγής και εξακριβώνει κατά πόσον οι διατυπώσεις έχουν τηρηθεί κανονικά καθώς και αν τα αιτήματα του προσφεύγοντος φαίνονται βάσιμα. Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

26      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφυγή‑αγωγή ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ασκήθηκε εντός της προβλεπόμενης από τον ΚΥΚ τρίμηνης προθεσμίας, παραταθείσας κατά δέκα ημέρες κατ’ αποκοπήν λόγω αποστάσεως, από την κοινοποίηση στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως· ότι ο προσφεύγων‑ενάγων προσβάλλει την πράξη κατατάξεώς του κατά την πρόσληψή του ως εκτάκτου υπαλλήλου, την οποία θεωρεί βλαπτική, και ότι έχει έννομο συμφέρον, καθόσον προσβάλλει ατομική διοικητική πράξη που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα τα οποία μπορούν να επηρεάσουν απευθείας και άμεσα τα συμφέροντά του.

27      Από τη δικογραφία προκύπτει επίσης ότι η προσφυγή‑αγωγή επιδόθηκε νομοτύπως στην ΕΥΕΔ στη διεύθυνση των Βρυξελλών την οποία η ίδια η ΕΥΕΔ είχε δηλώσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης για τις ανάγκες επιδόσεως των διαδικαστικών εγγράφων και ότι η ΕΥΕΔ δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως εμπροθέσμως.

28      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι, εν προκειμένω, το παραδεκτό της προσφυγής‑αγωγής δεν αμφισβητείται και ότι οι διατυπώσεις τηρήθηκαν κανονικά.

29      Στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εναπόκειται πλέον να εξακριβώσει αν, λαμβανομένης υπόψη της προσφυγής‑αγωγής και των παραρτημάτων της, τα αιτήματα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος παρίστανται βάσιμα. Για τον σκοπό αυτό, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης δεν έκρινε αναγκαίο να λάβει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ούτε να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως

30      Ο προσφεύγων‑ενάγων ζητεί, εάν παραστεί ανάγκη, την ακύρωση της αποφάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2013, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση.

31      Κατά πάγια νομολογία, η διοικητική ένσταση και η σιωπηρή ή ρητή απόρριψή της αποτελούν αναπόσπαστο μέρος μιας σύνθετης διαδικασίας και συνιστούν μόνο προϋπόθεση για να επιληφθεί ο δικαστής. Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσφυγή, ακόμη και αν τυπικά στρέφεται κατά της απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, έχει ως αποτέλεσμα ο δικαστής να επιληφθεί της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση, εκτός από την περίπτωση που η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως έχει διαφορετικό περιεχόμενο από αυτό της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική αυτή ένσταση. Έχει κριθεί κατ’ επανάληψη ότι ρητή απόφαση απορρίψεως διοικητικής ενστάσεως δύναται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της, να μην έχει χαρακτήρα επιβεβαιωτικό της πράξεως την οποία αμφισβητεί ο προσφεύγων. Τούτο συμβαίνει όταν στην απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος, με γνώμονα νέα νομικά και πραγματικά στοιχεία, ή όταν η απόφαση αυτή τροποποιεί ή συμπληρώνει την αρχική απόφαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η απόρριψη της διοικητικής ενστάσεως αποτελεί πράξη υποκείμενη στον έλεγχο του δικαστή, ο οποίος τη λαμβάνει υπόψη κατά την αξιολόγηση της νομιμότητας της αμφισβητουμένης πράξεως, ή ακόμη τη θεωρεί βλαπτική πράξη που υποκατέστησε την τελευταία (απόφαση Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑325/09 P, EU:T:2011:506, σκέψη 32).

32      Δεδομένου ότι, στο σύστημα του ΚΥΚ, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να υποβάλει διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως την οποία αμφισβητεί και να ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής αυτής ενστάσεως, ο δικαστής της Ένωσης έχει κρίνει παραδεκτή την προσφυγή ανεξαρτήτως του αν αυτή στρέφεται κατά μόνο της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως, κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως ή κατά αμφοτέρων των αποφάσεων από κοινού, αρκεί η διοικητική ένσταση να υποβλήθηκε και η προσφυγή να ασκήθηκε εντός των προθεσμιών που τάσσουν τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ. Παρά ταύτα, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της δίκης, ο δικαστής δύναται να αποφασίσει ότι παρέλκει να αποφανθεί ειδικά επί του αιτήματος που στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως όταν διαπιστώνει ότι το αίτημα αυτό δεν είναι αυτοτελές και, στην πραγματικότητα, συγχέεται με το αίτημα που στρέφεται κατά της αποφάσεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ., συναφώς, απόφαση Vainker κατά Κοινοβουλίου, 293/87, EU:C:1989:8, σκέψεις 7 και 8). Τα πράγματα μπορεί να έχουν έτσι ιδίως όταν ο δικαστής της Ένωσης διαπιστώνει ότι η απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως, ενδεχομένως επειδή είναι σιωπηρή, είναι αμιγώς επιβεβαιωτική της αποφάσεως που αποτέλεσε αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως και ότι, επομένως, η ακύρωση της μεν δεν θα παρήγε στη νομική κατάσταση του ενδιαφερομένου χωριστά αποτελέσματα από εκείνα που απορρέουν από την ακύρωση της δε (απόφαση Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής, EU:T:2011:506, σκέψη 33).

33      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι στην απόφαση περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως δεν γίνεται επανεξέταση της καταστάσεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος με γνώμονα νέα νομικά ή πραγματικά στοιχεία, αλλά η απόφαση αυτή επιβεβαιώνει την απόφαση κατατάξεως στον βαθμό AD 5, κλιμάκιο 2, που περιλαμβάνεται στη σύμβαση προσλήψεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, και περιορίζεται στην εξέταση των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα και στη διευκρίνιση ορισμένων σημείων της αιτιολογίας της εν λόγω αποφάσεως κατατάξεως. Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα της αρχικής βλαπτικής πράξεως, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που περιέχεται στην απόφαση απορρίψεως της ενστάσεως, καθώς η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με αυτή της αρχικής ως άνω πράξεως (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Birkhoff, T‑377/08 P, EU:T:2009:485, σκέψεις 58 και 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως που στρέφεται κατά της αποφάσεως απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, η δε προσφυγή‑αγωγή πρέπει να θεωρηθεί ότι στρέφεται κατά της αποφάσεως περί κατατάξεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος στον βαθμό AD 5, που περιλαμβάνεται στην από 1η Απριλίου 2013 σύμβαση προσλήψεώς του (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση κατατάξεως) και της οποίας η αιτιολογία εξειδικεύεται με την απόφαση απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεως της 28ης Οκτωβρίου 2013 (βλ., συναφώς, αποφάσεις Eveillard κατά Επιτροπής, T‑258/01, EU:T:2004:177, σκέψεις 31 και 32, και Buxton κατά Κοινοβουλίου, F‑50/11, EU:F:2012:51, σκέψη 21).

35      Παρέλκει, επομένως, η χωριστή εξέταση του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως με την οποία απορρίπτεται η διοικητική ένσταση.

 Επί των αιτημάτων περί ανακατατάξεως της θέσεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος και περί της λήψεως από την ΕΥΕΔ όλων των μέτρων που επιβάλλει η εν λόγω ανακατάταξη και δη αναδρομικώς

36      Σχετικά με τα αιτήματα με τα οποία ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, αφενός, να διατάξει την ανακατάταξη της θέσεώς του σε βαθμό ο οποίος να αντιστοιχεί στο επίπεδο των ευθυνών του και, αφετέρου, να διατάξει την ΕΥΕΔ να λάβει όλα τα μέτρα, ιδίως χρηματικής φύσεως, που επιβάλλει η εν λόγω ανακατάταξη, και δη αναδρομικώς από της αναλήψεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 91 του ΚΥΚ, ο δικαστής δεν δύναται, χωρίς να σφετεριστεί τα προνόμια της διοικητικής αρχής, να προβεί σε δηλώσεις ή βασικές διαπιστώσεις ή να απευθύνει διαταγές στα κοινοτικά όργανα (βλ. διάταξη Caminiti κατά Επιτροπής, F‑71/09, EU:F:2011:53, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το θεσμικό όργανο μπορεί το πολύ να οδηγηθεί να λάβει μέτρα, όπως τα ζητηθέντα από τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα, σε εκτέλεση αποφάσεως δεχόμενης τα ακυρωτικά αιτήματα του προσφεύγοντος.

37      Επομένως, τα αιτήματα με τα οποία ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει την ανακατάταξη της θέσεώς του σε βαθμό ο οποίος να αντιστοιχεί στο επίπεδο των ευθυνών του και να διατάξει την ΕΥΕΔ να λάβει όλα τα μέτρα, ιδίως χρηματικής φύσεως, που επιβάλλει η εν λόγω ανακατάταξη, και δη αναδρομικώς από της αναλήψεως των καθηκόντων του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, είναι απαράδεκτα.

 Επί του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως

38      Προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως, ο προσφεύγων‑ενάγων επικαλείται έναν και μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοινώσεως κενής θέσεως επί τη βάσει της οποίας προσελήφθη, και υποδιαιρείται σε τρία σκέλη. Το πρώτο σκέλος ερείδεται στην παραβίαση της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως απασχολήσεως, καθώς και στην παράβαση του άρθρου 5 του ΚΥΚ και του παραρτήματος Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ. Το δεύτερο σκέλος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Το τρίτο σκέλος αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως οιασδήποτε διακρίσεως, καθώς και από την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427.

39      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι, στην προσφυγή‑αγωγή του, ο προσφεύγων‑ενάγων αναπτύσσει την επιχειρηματολογία του μόνο σε σχέση με το πρώτο και τρίτο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως. Το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου της προσφυγής‑αγωγής, περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, δεν βρίσκει έρεισμα σε κανένα επιχείρημα, αντίθετα προς τον κανόνα που προέβλεπε το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, όπως ίσχυε κατά την άσκηση της προσφυγής‑αγωγής, και επαναλαμβάνει το άρθρο 50, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Πρέπει, επομένως, να κηρυχθεί απαράδεκτο το δεύτερο σκέλος του μοναδικού λόγου ακυρώσεως της προσφυγής‑αγωγής.

 Επί του πρώτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που ερείδεται στην παραβίαση της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως απασχολήσεως, καθώς και στην παράβαση του άρθρου 5 του ΚΥΚ και του παραρτήματος Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ

40      Ο προσφεύγων‑ενάγων προβάλλει τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοινώσεως κενής θέσεως, καθόσον προέβλεπε διορισμό στον βαθμό AD 5 μόνον για τους υποψηφίους που ήταν υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών. Όμως, ο βαθμός αυτός, στον οποίον ο προσφεύγων‑ενάγων κατατάχθηκε ως έκτακτος υπάλληλος, δεν αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, στα καθήκοντα που κλήθηκε να εκτελέσει και δεν αντανακλά ούτε τη σπουδαιότητά τους ούτε τις ευθύνες που του αναλογούν. Πράγματι, η διαχείριση των ανατιθέμενων σ’ αυτόν «ευαίσθητων» φακέλων απαιτεί επιτακτικά, κατά τους ισχυρισμούς του, μακρά εμπειρία στον δικό του τομέα ειδικεύσεως και, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί από έναν υπάλληλο στην αρχή της σταδιοδρομίας του, με διετή μόνον εμπειρία, όπως απαιτείτο από την ανακοίνωση κενής θέσεως. Ο προσφεύγων‑ενάγων προσθέτει ότι, από τα είκοσι πέντε έτη επαγγελματικής εμπειρίας που διαθέτει, εργάστηκε για δεκαπέντε έτη στον τομέα ειδικεύσεως, τον οποίο αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, και ότι η θέση που κάλυπτε ως αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων εθεωρείτο ως «ευαίσθητη» λόγω των απαιτούμενων ικανοτήτων. Ωστόσο, τα καθήκοντά του έμειναν ακριβώς ίδια μετά τον διορισμό του ως εκτάκτου υπαλλήλου στον βαθμό AD 5.

41      Ο προσφεύγων‑ενάγων ισχυρίζεται επίσης ότι οι περιγραφές καθηκόντων των θέσεων των δύο άλλων μελών της ομάδας στην οποία ανήκει, τις οποίες επισυνάπτει στο παράρτημα της προσφυγής‑αγωγής, είναι πανομοιότυπες με αυτήν της θέσεώς του, ενώ, αφενός, οι δύο μόνιμοι υπάλληλοι που καλύπτουν τις θέσεις αυτές έχουν καταταχθεί ο ένας στον βαθμό AD 12 και ο άλλος στον βαθμό AD 13 και, αφετέρου, ο ίδιος διορίστηκε στον βαθμό AD 5 σε αντικατάσταση μόνιμου υπαλλήλου με βαθμό AD 13 και για να εκτελέσει τα ίδια καθήκοντα. Οι περιστάσεις αυτές τονίζουν την αναντιστοιχία του βαθμού στον οποίο κατατάχθηκε με τα καθήκοντα και τις ευθύνες του.

42      Ο προσφεύγων‑ενάγων προσθέτει ότι το παράρτημα Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ προβλέπει ότι ο βαθμός AD 5 αντιστοιχεί σε θέσεις κατωτέρων υπαλλήλων, μολονότι αυτός δεν ασκεί τέτοιου είδους καθήκοντα ως βοηθός άλλου και απολαύει μεγάλης ανεξαρτησίας κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο προσφεύγων‑ενάγων ισχυρίζεται, εξάλλου, ότι η περιγραφή καθηκόντων θέσεως την οποία επισυνάπτει ως παράρτημα στην προσφυγή‑αγωγή, και η οποία αφορά τη θέση απασχολήσεως του αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα ο οποίος τον αντικατέστησε από τον Οκτώβριο 2013, απαιτεί τουλάχιστον οκταετή εμπειρία στον δικό του τομέα εξειδικεύσεως και ότι, στην πράξη, στην ομάδα που ανήκει, ουδείς εκ των συναδέλφων του έχει προσληφθεί στον βαθμό AD 5.

43      Τέλος, ο προσφεύγων‑ενάγων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κατατάξεως αποτελούσε συνέπεια δημοσιονομικών περιορισμών, μολονότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 8, της αποφάσεως 2010/427, η επιλογή του προσωπικού πρέπει να είναι αντικειμενική και να επιδιώκει την εξασφάλιση υπηρεσιών προσωπικού με το υψηλότερο δυνατό επίπεδο ικανότητας, αποδοτικότητας και ακεραιότητας. Ο προσφεύγων‑ενάγων υποστηρίζει ότι το επιχείρημα της ΕΥΕΔ περί δημοσιονομικών περιορισμών είναι αβάσιμο δοθέντος ότι, αν επιλεγόταν ο υποψήφιος που κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση κατά τη διαδικασία επιλογής που ακολούθησε την ανακοίνωση κενής θέσεως, ο οποίος ήταν μόνιμος υπάλληλος, ο μηνιαίος μισθός του θα αντιστοιχούσε σε αυτόν μονίμου υπαλλήλου καταταγέντος στον βαθμό AD 13.

44      Το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει, πρώτον, ότι ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, σύμφωνα με τον οποίο η ανακοίνωση κενής θέσεως προέβλεπε διορισμό στον βαθμό AD 5 μόνο για τους υποψηφίους που προέρχονται από τις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών, βασίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία της ανακοινώσεως κενής θέσεως.

45      Πράγματι, από το σημείο 1 της πρώτης ομάδας προϋποθέσεων συμμετοχής που προέβλεπε η ανακοίνωση κενής θέσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 98 του ΚΥΚ, οι υποψήφιοι έπρεπε να είναι είτε μόνιμοι υπάλληλοι της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της Επιτροπής ή της ΕΥΕΔ, είτε έκτακτοι υπάλληλοι στους οποίους εφαρμόζεται το άρθρο 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, δηλαδή υπάλληλοι αποσπασμένοι από εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών που έχουν προσληφθεί για την προσωρινή κάλυψη μόνιμης θέσεως στην ΕΥΕΔ, είτε υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών.

46      Επομένως, μολονότι υπήρχαν τρεις πιθανές κατηγορίες υποψηφίων, δηλαδή αυτοί που ήταν μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης, αυτοί που είχαν ήδη προσληφθεί στην ΕΥΕΔ ως έκτακτοι υπάλληλοι κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ και αυτοί που, όπως ο προσφεύγων‑ενάγων, δεν εντάσσονταν ούτε στη μία ούτε στην άλλη από τις κατηγορίες αυτές, η ανακοίνωση κενής θέσεως όριζε ότι η κατάταξη σε βαθμό του επιλεγέντος υποψηφίου θα γινόταν, για τους μονίμους υπαλλήλους της Ένωσης, στον βαθμό που κατείχαν και, για τους λοιπούς, δηλαδή για τους υπαλλήλους των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, στον βαθμό AD 5.

47      Μολονότι η ανακοίνωση κενής θέσεως επέτρεπε στους μονίμους υπαλλήλους με βαθμό από AD 5 έως AD 14 να θέσουν υποψηφιότητα για τη θέση, ωστόσο, αν ο επιλεγείς υποψήφιος ήταν μόνιμος υπάλληλος με βαθμό AD 5, θα είχε καταταγεί στον ίδιο αυτό βαθμό. Επομένως, το επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος σύμφωνα με το οποίο η ανακοίνωση κενής θέσεως ήταν παράνομη λόγω του γεγονότος ότι προέβλεπε ότι μόνον οι προσλαμβανόμενοι για τη θέση υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών θα διορίζονταν στον βαθμό AD 5 δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

48      Πρέπει, εξάλλου, να επισημανθεί, ότι οι προϋποθέσεις που έχουν ταχθεί για τους υποψηφίους που είναι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, στο σημείο 2 της δεύτερης ομάδας προϋποθέσεων συμμετοχής, δηλαδή η υποχρέωση να διαθέτουν εκπαίδευση που αντιστοιχεί σε πλήρεις πανεπιστημιακές σπουδές τουλάχιστον τριών ετών πιστοποιούμενες με δίπλωμα, συμπίπτουν με την προϋπόθεση που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, σημείο i, του ΚΥΚ για διορισμό στους βαθμούς 5 και 6 της ομάδας καθηκόντων των υπαλλήλων διοικήσεως (AD), προϋπόθεση που σαφώς διαφέρει από εκείνη που θέτει το άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του ΚΥΚ για διορισμό στους βαθμούς 7 έως 16 της ίδιας ομάδας καθηκόντων.

49      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη του επιπέδου ανώτερης εκπαιδεύσεως που απαιτείται από την ανακοίνωση κενής θέσεως για τους υποψηφίους που είναι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, δηλαδή της εκπαιδεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο β΄, σημείο i, του ΚΥΚ για διορισμό στους βαθμούς 5 και 6 της ομάδας καθηκόντων AD, καθώς και του αριθμού απαιτούμενων ετών ελάχιστης επαγγελματικής πείρας, που ήταν μόνον δύο έτη, οι υποβαλόντες υποψηφιότητα υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, μεταξύ των οποίων συγκαταλεγόταν ο προσφεύγων‑ενάγων, δεν μπορούσαν να παρερμηνεύσουν το βαθμό που αντιστοιχούσε στην προς πλήρωση θέση. Πράγματι, αν η ΕΥΕΔ ήθελε να καλύψει τη θέση με βαθμούς AD 7 και άνω, η ανακοίνωση κενής θέσεως θα είχε απαιτήσει το επίπεδο εκπαιδεύσεως που προβλέπεται στο άρθρο 5, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, του ΚΥΚ και, σε κάθε περίπτωση, περισσότερα έτη επαγγελματικής πείρας.

50      Δεύτερον, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης απορρίπτει το επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος σχετικά με την αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού AD 5 στον οποίο διορίστηκε και των ευθυνών που του αναλογούν, και στις οποίες υποστηρίζει ότι μπορεί να ανταποκριθεί μόνον χάριν της μακράς εμπειρίας του στον προβλεπόμενο στην ανακοίνωση κενής θέσεως τομέα ειδικεύσεως.

51      Πράγματι, από την ανάγνωση της περιγραφής των κύριων καθηκόντων που ο επιλεγείς υποψήφιος θα εκαλείτο να εκτελέσει, όπως αυτά αναφέρονται στην ανακοίνωση κενής θέσεως, προκύπτει ότι αυτά αντιστοιχούν πλήρως προς τα καθήκοντα ενός μονίμου υπαλλήλου στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Συγκεκριμένα, τα καθήκοντα αυτά περιγράφονται, επανειλημμένως, ως εξής: «[σ]υμβολή» στην προετοιμασία εγγράφων, σε στενή συνεργασία κυρίως με άλλα θεσμικά όργανα, κράτη μέλη ή διεθνείς οργανισμούς· «[σ]υμβολή» στη σύνταξη της βασικής νομοθεσίας· «[π]ροσπάθεια διασφαλίσεως» του συντονισμού· «[σ]υμμετοχή και/ή εκπροσώπηση του [τ]μήματος [“πολιτική ασφάλειας και κυρώσεις”]» κυρίως σε συναντήσεις με τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τα κράτη μέλη ή τρίτες χώρες, καθήκοντα που δεν απαιτούν για την εκτέλεσή τους προηγούμενη μακρόχρονη εμπειρία.

52      Πρέπει να προστεθεί ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, σύμφωνα με το οποίο τα καθήκοντα ενός υπαλλήλου διοικήσεως που έχει καταταχθεί στον βαθμό AD 5, όπως αναφέρονται στο παράρτημα Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ, αντιστοιχούν, μεταξύ άλλων, σε αυτά κατώτερου νομικού συμβούλου, κατώτερου οικονομολόγου, κατώτερου επιστημονικού υπαλλήλου, γεγονός που δεν συμβιβάζεται με τις ευθύνες που ο προσφεύγων‑ενάγων αναλαμβάνει μόνος του, χωρίς να είναι βοηθός άλλου μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, δεν λαμβάνει προφανώς υπόψη την περιγραφή των καθηκόντων που αναφέρεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως, η οποία ορίζει, ως ένα εκ των βασικών καθηκόντων, αυτό της «[π]ροετοιμασίας ενημερώσεων, σημειωμάτων και άλλων εγγράφων […] για ανώτερους υπαλλήλους ή σε πολιτικό επίπεδο».

53      Τρίτον, απορριπτέα είναι και τα επιχειρήματα που προβάλλει ο προσφεύγων‑ενάγων προς στήριξη της απόψεώς του, σύμφωνα με την οποία θα έπρεπε να καταταχθεί σε ανώτερο βαθμό, δηλαδή, πρώτον, ότι η θέση που καταλάμβανε ως αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων εθεωρείτο ως «ευαίσθητη», λαμβανομένης υπόψη της περιγραφής καθηκόντων της θέσεώς του λόγω των απαιτούμενων ιδιαίτερων ικανοτήτων, ενώ τα καθήκοντά του παρέμειναν ακριβώς ίδια όταν διορίστηκε έκτακτος υπάλληλος με βαθμό AD 5, δεύτερον, ότι τον Δεκέμβριο 2012 η εν λόγω περιγραφή καθηκόντων της θέσεως συνέπιπτε με τις αντίστοιχες περιγραφές καθηκόντων των θέσεων δύο άλλων μελών της ίδιας ομάδας, που ήταν μόνιμοι υπάλληλοι, ο ένας καταταχθείς στον βαθμό AD 12 και ο άλλος στον βαθμό AD 13 και, τρίτον, ότι είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος και κατατάχθηκε στον βαθμό AD 5, ενώ ο προκάτοχος αυτού ήταν μόνιμος υπάλληλος με βαθμό AD 13.

54      Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως απασχολήσεως επιβάλλει σύγκριση μεταξύ των καθηκόντων που ασκεί ο μόνιμος υπάλληλος ή το μέλος του λοιπού προσωπικού και του βαθμού του εντός της ιεραρχίας, λαμβανομένων υπόψη της φύσεως, της σημασίας και της εκτάσεώς τους (απόφαση Mιχαήλ κατά Επιτροπής, F‑100/09, EU:F:2011:132, σκέψη 65). Εν προκειμένω, από τις σκέψεις 48, 51 και 52 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι τόσο τα καθήκοντα, όπως αυτά περιγράφονται στην ανακοίνωση κενής θέσεως, όσο και η προϋπόθεση σχετικά με το απαιτούμενο επίπεδο εκπαιδεύσεως των υποψηφίων για την προς πλήρωση θέση ισοδυναμούν, τα μεν πρώτα, προς τα καθήκοντα που συνήθως ανατίθενται στους μονίμους υπαλλήλους και στα μέλη του λοιπού προσωπικού με τον βαθμό AD 5 και, η δεύτερη, στο ελάχιστο επίπεδο εκπαιδεύσεως που απαιτείται για τον διορισμό μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού στον εν λόγω βαθμό.

55      Ως προς το πρώτο επιχείρημα του προσφεύγοντος ενάγοντος, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώνει ότι από απλή σύγκριση μεταξύ της απαριθμήσεως των καθηκόντων που έπρεπε να εκτελεστούν από τον έκτακτο υπάλληλο με βαθμό AD 5 που θα προσλαμβανόταν, όπως η απαρίθμηση αυτή προκύπτει από την ανακοίνωση κενής θέσεως, και της απαριθμήσεως των καθηκόντων που αναφέρεται στην περιγραφή καθηκόντων που αντιστοιχεί στη θέση που κάλυπτε ο προσφεύγων‑ενάγων όταν ήταν αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων, προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Πράγματι, η πρώτη ομάδα καθηκόντων της περιγραφής σχετικά με τη θέση που κάλυπτε ο προσφεύγων‑ενάγων ως αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων δεν εμφανίζεται στην περιγραφή των καθηκόντων της ανακοινώσεως κενής θέσεως. Ομοίως δεν εμφανίζονται το τέταρτο και το πέμπτο εκ των καθηκόντων της τρίτης ομάδας καθηκόντων που αναφέρονταν στην προαναφερθείσα περιγραφή καθηκόντων της ως άνω θέσεως, καθώς και το πρώτο, το τρίτο και το τέταρτο εκ των καθηκόντων της τέταρτης ομάδας καθηκόντων που αναφέρονταν στην προαναφερθείσα περιγραφή.

56      Όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα του προσφεύγοντος ενάγοντος, που στηρίζεται στις περιγραφές καθηκόντων των θέσεων δύο άλλων μελών της ομάδας του, αμφοτέρων μονίμων υπαλλήλων, που είχαν καταταχθεί ο ένας στον βαθμό AD 12 και ο άλλος στον βαθμό AD 13, πρέπει να επισημανθεί ότι τα καθήκοντα που αναφέρονται στις περιγραφές αυτές συμπίπτουν με την απαρίθμηση των καθηκόντων της θέσεως του αποσπασμένου εθνικού εμπειρογνώμονα που είχε καταλάβει ο προσφεύγων‑ενάγων, αλλά διαφέρουν σημαντικά από τα καθήκοντα που απαριθμούνται στην ανακοίνωση κενής θέσεως.

57      Σχετικά με το τρίτο επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο προσφεύγων‑ενάγων προσελήφθη σε θέση που προηγουμένως κατείχε μόνιμος υπάλληλος με βαθμό AD 13, το γεγονός αυτό δεν θα ήταν ικανό να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως, η οποία κατέταξε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα στον εισαγωγικό βαθμό της ομάδας καθηκόντων AD σύμφωνα με την ανακοίνωση κενής θέσεως για την οποία είχε υποβάλει υποψηφιότητα (βλ., συναφώς, απόφαση BV κατά Επιτροπής, F‑133/11, EU:F:2013:199, σκέψεις 64 έως 67).

58      Σε κάθε περίπτωση, τα καθήκοντα που ασκούσε ο προσφεύγων ενάγων ως εθνικός εμπειρογνώμων αποσπασμένος στην ΕΥΕΔ, προτού προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος της ΕΥΕΔ, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να διενεργηθεί σύγκριση με τα καθήκοντα που ασκούνται στη θέση που καλύπτει βάσει της επίμαχης συμβάσεως προσλήψεως, διότι, ως αποσπασμένος εθνικός εμπειρογνώμων, ο προσφεύγων‑ενάγων δεν μπορούσε να επικαλεστεί κατάταξη σε βαθμό κατ’ εφαρμογήν του ΚΥΚ.

59      Τέλος, τέταρτον, απορριπτέα είναι επίσης τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος προς στήριξη του παράνομου χαρακτήρα της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως, που αντλούνται, το πρώτο, από το γεγονός ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως επέτρεπε να θέσουν υποψηφιότητα μόνιμοι υπάλληλοι με κατάταξη σε ένα ευρύ φάσμα βαθμών ξεκινώντας από τον βαθμό AD 5 έως τον βαθμό AD 14 και, το δεύτερο, από το γεγονός ότι μόνιμοι υπάλληλοι που εργάζονται ή έχουν εργαστεί στην ίδια υπηρεσία με τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα και έχουν, καθ’ υπόθεση, ασκήσει τα ίδια καθήκοντα, κατετάγησαν σε ανώτερο βαθμό σε σχέση με αυτόν στον οποίο κατετάγη ο προσφεύγων‑ενάγων.

60      Πράγματι, από της τροποποιήσεώς του την 1η Μαΐου 2004, ο ΚΥΚ, με εξαίρεση τους βαθμούς AD 15 και AD 16 οι οποίοι αφορούν αποκλειστικά τις θέσεις διευθυντή και/ή γενικού διευθυντή, δεν προβλέπει αντιστοιχία μεταξύ των ασκουμένων καθηκόντων και συγκεκριμένου βαθμού, αλλά επιτρέπει την αποσύνδεση του βαθμού από τα καθήκοντα (απόφαση Bouillez κ.λπ. κατά Συμβουλίου, F‑53/08, EU:F:2010:37, σκέψη 54), με συνέπεια οι υπάλληλοι που ανήκουν στην ομάδα καθηκόντων AD να ακολουθούν γραμμικώς εξελισσόμενη σταδιοδρομία, η οποία μπορεί να εξελιχθεί διά προαγωγής από τον βαθμό AD 5 έως τον βαθμό AD 14.

61      Εν προκειμένω, αφού η περιγραφή των καθηκόντων, που επαναλαμβάνεται στην ανακοίνωση κενής θέσεως, αντιστοιχεί στα συμβουλευτικά καθήκοντα που, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, ασκούνται από το προσωπικό της ομάδας καθηκόντων AD από το βαθμό AD 5, ορθώς η ανακοίνωση κενής θέσεως προέβλεψε ότι οι μόνιμοι υπάλληλοι μπορούσαν να υποβάλουν υποψηφιότητα για την εν λόγω θέση από το βαθμό AD 5 έως το βαθμό AD 14 και ότι ο επιλεγείς υποψήφιος θα διοριζόταν με τον βαθμό που κατείχε.

62      Έχει ήδη κριθεί ότι, πανομοιότυπα ή παραπλήσια καθήκοντα μπορούν να ασκούνται από πρόσωπα διαφορετικών βαθμών, όπως συνάγεται από το παράρτημα Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει, ως προς τα περισσότερα των καθηκόντων που απαριθμούνται σ’ αυτό, ότι μπορούν αυτά να ασκούνται από υπαλλήλους διαφορετικών βαθμών. Επομένως, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ του βαθμού και της θέσεως παραβιάζεται μόνον εφόσον τα καθήκοντα που ασκούνται, συνολικώς θεωρούμενα, υπολείπονται σαφώς εκείνων που αντιστοιχούν στον βαθμό και στη θέση του οικείου υπαλλήλου (απόφαση Z κατά Δικαστηρίου, F‑88/09 και F‑48/10, EU:F:2012:171, σκέψη 138, κατά της οποίας εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υπόθεση T‑88/13 P). Η νομολογία αυτή, η οποία διαμορφώθηκε σχετικά με τους μονίμους υπαλλήλους, εφαρμόζεται επίσης και για τους έκτακτους υπαλλήλους.

63      Σε σχέση με το επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος σύμφωνα με το οποίο η κατάταξή του στον βαθμό AD 5 ήταν αποτέλεσμα δημοσιονομικών περιορισμών, αρκεί η διαπίστωση ότι από τη δικογραφία δεν συνάγεται ότι η ΕΥΕΔ βασίστηκε σε τέτοιους λόγους όταν αποφάσισε ότι η προς πλήρωση θέση, που αποτέλεσε το αντικείμενο της ανακοινώσεως κενής θέσεως, θα ήταν θέση βαθμού AD 5.

64      Επομένως, ο προσφεύγων ενάγων δεν έχει αποδείξει την αναντιστοιχία μεταξύ του βαθμού AD 5 και των περιγραφόμενων στην ανακοίνωση κενής θέσεως καθηκόντων, δηλαδή ότι η θέση που καλύπτει δεν αντιστοιχεί στον βαθμό στον οποίο κατετάγη, διότι περιορίστηκε, από την άποψη αυτή, στην προβολή απλών ισχυρισμών σχετικά με τις ευθύνες του και σχετικά με τον βαθμό που κατέχουν ορισμένοι εκ των συναδέλφων του που είναι μόνιμοι υπάλληλοι.

65      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που ερείδεται στην παραβίαση της αρχής της αντιστοιχίας μεταξύ βαθμού και θέσεως απασχολήσεως, καθώς και στην παράβαση του άρθρου 5 του ΚΥΚ και του παραρτήματος Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως οιασδήποτε διακρίσεως, καθώς και από την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427

66      Ο προσφεύγων‑ενάγων επικαλείται το άρθρο 21, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 1δ του ΚΥΚ και το άρθρο 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427 για να αξιώσει την ίση μεταχείριση μεταξύ εκτάκτων και μονίμων υπαλλήλων. Εν προκειμένω, από την ανακοίνωση κενής θέσεως συνάγεται ότι, για τη θέση στην οποία διορίστηκε ο προσφεύγων‑ενάγων, οι έκτακτοι υπάλληλοι που προέρχονται από τις εθνικές διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών μπορούσαν να προσληφθούν μόνον στον βαθμό AD 5, ενώ οι μόνιμοι υπάλληλοι μπορούσαν να διοριστούν με βαθμό από AD 5 έως AD 14.

67      Ο προσφεύγων‑ενάγων υποστηρίζει ότι τέτοια διαφοροποίηση ως προς την κατάταξη για την άσκηση των ίδιων καθηκόντων δεν συνάδει με την επιταγή της προσβάσεως στις θέσεις υπό ισότιμους όρους κατά το άρθρο 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427. Ο προσφεύγων‑ενάγων υποστηρίζει, συναφώς, ότι το ευρύ φάσμα βαθμών που προτείνεται για την πρόσληψη μονίμων υπαλλήλων τούς επιτρέπει να διατηρήσουν και να επικαλεστούν την αρχαιότητά τους, ενώ τα μέλη του προσωπικού που ανήκουν στις διπλωματικές υπηρεσίες των κρατών μελών εμποδίζονται να επικαλεστούν τη δική τους εμπειρία, γεγονός που καταλήγει σε άνιση μεταχείριση, λόγω της προελεύσεώς τους, όσον αφορά τους όρους προσλήψεως και απασχολήσεως, μολονότι και οι μεν και οι δε υπόκεινται σε κοινή διαδικασία επιλογής.

68      Τα επιχειρήματα αυτά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

69      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων εφαρμόζεται μόνο σε πρόσωπα που ευρίσκονται στην ίδια ή συγκρίσιμη κατάσταση και επιβάλλει, εξάλλου, οι διαφορές μεταχειρίσεως μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών μονίμων ή εκτάκτων υπαλλήλων να δικαιολογούνται βάσει αντικειμενικού και ευλόγου κριτηρίου, να υφίσταται δε αναλογία μεταξύ της διαφοράς αυτής και του σκοπού ο οποίος επιδιώκεται μέσω αυτής της διαφοροποιήσεως (απόφαση Afari κατά ΕΚΤ, T‑11/03, EU:T:2004:77, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Υφίσταται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως όταν δύο κατηγορίες προσώπων, των οποίων η πραγματική και νομική κατάσταση δεν παρουσιάζει ουσιώδη διαφορά, τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως και όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά πανομοιότυπο τρόπο (απόφαση Schönberger κατά Κοινοβουλίου, F‑7/08, EU:F:2009:10, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

70      Εν προκειμένω, είναι αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427, οι υπάλληλοι της Ένωσης και οι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις καθώς και την ίδια αντιμετώπιση, ιδίως όσον αφορά την επιλεξιμότητά τους για την ανάληψη κάθε θέσεως υπό ισότιμους όρους.

71      Από την ανακοίνωση κενής θέσεως προκύπτει ότι τόσο ο κατάλογος των προβλεπόμενων προϋποθέσεων συμμετοχής όσο και τα κριτήρια επιλογής ήταν τα ίδια για τους μονίμους υπαλλήλους της Ένωσης και για τους υπαλλήλους των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, η μόνη δε διαφορά συνίστατο στην απαίτηση να πληρούν οι τελευταίοι τις προϋποθέσεις σχετικά με την ιθαγένεια και το επίπεδο εκπαιδεύσεως τις οποίες οι μόνιμοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AD επιβάλλεται να πληρούν κατά την πρόσληψή τους. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν καθιέρωσε διάκριση ως προς την πρόσβαση στη θέση με βάση την προέλευση των υποψηφίων.

72      Όσον αφορά τον βαθμό κατατάξεως, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης έχει ήδη διαπιστώσει, στη σκέψη 47 της παρούσας αποφάσεως, ότι αν ο επιλεγείς υποψήφιος ήταν μόνιμος υπάλληλος με βαθμό AD 5 θα μετατίθετο και θα διατηρούσε τον ίδιο αυτό βαθμό, που είναι ο βαθμός με τον οποίο κατατάχθηκε ο προσφεύγων‑ενάγων ως έκτακτος υπάλληλος. Επομένως, η ανακοίνωση κενής θέσεως δεν καθιερώνει διαφοροποίηση ως προς την κατάταξη στον εισαγωγικό βαθμό της ομάδας καθηκόντων AD ανάλογα με το αν ο επιλεγείς υποψήφιος είναι μόνιμος υπάλληλος της Ένωσης ή υπάλληλος των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών.

73      Εντούτοις, ο προσφεύγων‑ενάγων θεωρεί τον εαυτό του θύμα δυσμενούς διακρίσεως λόγω του γεγονότος ότι ένας μόνιμος υπάλληλος με βαθμό ανώτερο του AD 5 θα διατηρούσε τον βαθμό του στην περίπτωση που θα διοριζόταν στη θέση την οποία αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως, ενώ αντιθέτως, με τη δυνατότητα κατατάξεως των εκτάκτων υπαλλήλων αποκλειστικά στον βαθμό AD 5, ο ίδιος εμποδίστηκε να επικαλεστεί την προϋπηρεσία του.

74      Το επιχείρημα αυτό είναι απορριπτέο, διότι οι μόνιμοι υπάλληλοι της Ένωσης και οι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών που είναι αποσπασμένοι στην ΕΥΕΔ δεν βρίσκονται, όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εξελίσσεται η σταδιοδρομία τους, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο η Διοίκηση της υπηρεσίας από την οποία προέρχονται αποτιμά την προϋπηρεσία τους, σε ίδια ή παραπλήσια κατάσταση.

75      Πράγματι, αφενός, οι υπάλληλοι της γενικής γραμματείας του Συμβουλίου, της Επιτροπής ή της ΕΥΕΔ, που μπορούσαν να υποβάλουν υποψηφιότητα για τη θέση που αφορούσε η ανακοίνωση κενής θέσεως αν πληρούσαν την προϋπόθεση της κατατάξεως σε βαθμό, ήταν μόνιμοι υπάλληλοι της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι, με την ιδιότητά τους αυτή, προορίζονται να συνεχίσουν τη σταδιοδρομία τους εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, ασκώντας ιδίως συμβουλευτικά καθήκοντα, από τον βαθμό AD 5 έως τον βαθμό AD 14.

76      Αντιθέτως, από το άρθρο 50β του ΚΛΠ προκύπτει ότι οι υπάλληλοι των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών, ακόμη και αν έχουν προσληφθεί ως έκτακτοι υπάλληλοι δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο ε΄, του ΚΛΠ, προορίζονται να συνεχίσουν αργότερα τη σταδιοδρομία τους στην υπηρεσία από την οποία προέρχονται, καθόσον μπορούν να προσληφθούν από την ΕΥΕΔ μόνον για χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών κατ’ ανώτατο όριο, με δυνατότητα ανανεώσεως μόνο μία φορά για ένα δεύτερο χρονικό διάστημα τεσσάρων ετών κατ’ ανώτατο όριο, με δυνατότητα κατ’ εξαίρεση παρατάσεως της συμβάσεώς τους για δύο επιπλέον έτη, πράγμα που σημαίνει συνολικά δεκαετή απόσπαση κατ’ ανώτατο όριο, συνοδευόμενη από εγγύηση άμεσης επανεντάξεως στην υπηρεσία των κρατών μελών κατά τη λήξη της περιόδου υπηρεσίας τους στην ΕΥΕΔ.

77      Αφετέρου, όταν ασκούν την ευρεία διακριτική τους ευχέρεια για να αποφασίσουν σχετικά με την αντιστοιχία μεταξύ θέσεων και βαθμών, με γνώμονα τη σημασία των καθηκόντων που αντιστοιχούν στη συγκεκριμένη θέση και το συμφέρον, αποκλειστικώς, της υπηρεσίας, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το γεγονός ότι, βάσει του ΚΥΚ, πανομοιότυπα ή παραπλήσια καθήκοντα μπορούν να ασκούνται από πρόσωπα διαφορετικών βαθμών, όπως συνάγεται από το παράρτημα Ι, σημείο Α, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει, ως προς τα περισσότερα των καθηκόντων που απαριθμούνται σ’ αυτό, ότι μπορούν αυτά να ασκούνται από υπαλλήλους διαφορετικών βαθμών.

78      Εξάλλου, από τα στοιχεία που προσκόμισε ο ίδιος ο προσφεύγων‑ενάγων προκύπτει ότι, για την περίοδο προαγωγών 2013, 15 μόνιμοι υπάλληλοι της ΕΥΕΔ ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 6· 18 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 7· 15 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 8· 26 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 9 και ο ίδιος αριθμός μονίμων υπαλλήλων ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 10· 47 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 11· 33 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 12· 130 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 13 και 102 μόνιμοι υπάλληλοι ήταν προαγώγιμοι στον βαθμό AD 14. Μολονότι οι αριθμοί αυτοί δεν συμπίπτουν ακριβώς με τον αριθμό μονίμων υπαλλήλων της ΕΥΕΔ που έχουν καταταχθεί σε κάθε βαθμό, καθώς ορισμένοι από τους υπαλλήλους αυτούς δεν ήταν προαγώγιμοι κατά την εν λόγω περίοδο προαγωγών, ωστόσο, επαρκώς κατά νόμο αποδεικνύουν ότι, αν η ανακοίνωση κενής θέσεως είχε περιορίσει μόνον στους μονίμους υπαλλήλους της ΕΥΕΔ με βαθμό AD 5 τη δυνατότητα να υποβάλουν την υποψηφιότητά τους για την προς πλήρωση θέση, το σύνολο σχεδόν των υπαλλήλων της ΕΥΕΔ θα αποκλειόταν από τη διαδικασία επιλογής, λόγω του ανώτερου βαθμού στον οποίο όλοι αυτοί οι υπάλληλοι έχουν καταταγεί.

79      Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς και χωρίς να παραβιαστεί η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως όσον αφορά τόσο την πρόσβαση στη θέση υπό ισότιμους όρους των μονίμων υπαλλήλων της Ένωσης και των υπαλλήλων των εθνικών διπλωματικών υπηρεσιών των κρατών μελών όσο και την κατάταξη σε βαθμό του επιλεγέντος υποψηφίου, η ανακοίνωση κενής θέσεως προέβλεψε ότι η πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου θα γινόταν στον βαθμό AD 5 ενώ ταυτόχρονα προέβλεπε ότι μόνιμος υπάλληλος της Ένωσης που έχει καταταγεί με βαθμό από AD 5 έως AD 14 θα διοριζόταν στον βαθμό που κατείχε.

80      Επομένως, το τρίτο σκέλος του λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως οιασδήποτε διακρίσεως, καθώς και από την παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 7, της αποφάσεως 2010/427, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

81      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως που αντλείται από τον παράνομο χαρακτήρα της ανακοινώσεως κενής θέσεως είναι, εν μέρει, απαράδεκτος και, εν μέρει, αβάσιμος.

82      Κατά συνέπεια, το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

83      Ο προσφεύγων‑ενάγων υποστηρίζει ότι υπέστη υλική ζημία και ηθική βλάβη. Η πρώτη προκύπτει από το γεγονός ότι ο μισθός του ευθέως συνδέεται με τον βαθμό του: αν είχε καταταγεί, για παράδειγμα, στον βαθμό AD 12, θα εδικαιούτο το διπλάσιο του μισθού που λαμβάνει. Ομοίως, η κατάταξή του στον βαθμό AD 5 επηρεάζει αρνητικά τις προοπτικές σταδιοδρομίας του εντός της ΕΥΕΔ, ιδιαίτερα ως προς την κινητικότητά του, καθώς οι δυνατότητές του για μετακίνηση περιορίζονται σε άλλες θέσεις του ίδιου βαθμού, και αυτό παρά την πείρα του που θα του επέτρεπε να υποβάλει υποψηφιότητα για θέσεις πολύ ανώτερου βαθμού.

84      Τέλος, η κατάταξη στον βαθμό AD 5 προξένησε στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα, κατά τους ισχυρισμούς του, ηθική βλάβη, λαμβανομένης υπόψη της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που δικαιούτο να επιδείξει προς τον εργοδότη του, καθώς είχε επιλέξει οικειοθελώς να μην επιστρέψει στην εθνική διοικητική αρχή από την οποία προερχόταν, προκειμένου να παραμείνει στην υπηρεσία της ΕΥΕΔ.

85      Κατά πάγια νομολογία, όταν η ζημία την οποία επικαλείται ο προσφεύγων‑ενάγων οφείλεται στην έκδοση αποφάσεως της οποίας ζητείται η ακύρωση, η απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την απόρριψη του αιτήματος αποζημιώσεως εφόσον αυτά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους (απόφαση Arguelles Arias κατά Συμβουλίου, F‑122/12, EU:F:2013:185, σκέψη 127).

86      Εν προκειμένω, πρέπει να επισημανθεί ότι η υλική ζημία και η ηθική βλάβη, τις οποίες επικαλείται ο προσφεύγων‑ενάγων, οφείλονται στην άσκηση της αποφασιστικής αρμοδιότητας της ΕΥΕΔ, που τον κατέταξε στον βαθμό AD 5, αντιθέτως προς τις επιθυμίες και τις προσδοκίες του προσφεύγοντος‑ενάγοντος. Όμως, εφόσον το αίτημα ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως κατατάξεως απορρίφθηκε χωρίς το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης να διαπιστώσει παρανομία στην άσκηση της αποφασιστικής αρμοδιότητας της ΕΥΕΔ, το αίτημα αποζημιώσεως του προσφεύγοντος‑ενάγοντος πρέπει να απορριφθεί.

87      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι η προσφυγή‑αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Κατά το άρθρο 101 του Κανονισμού Διαδικασίας, υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του όγδοου κεφαλαίου του δεύτερου τίτλου του ίδιου Κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του αντιδίκου, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του τελευταίου. Κατά το άρθρο 103, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, εν απουσία αιτημάτων ως προς τα δικαστικά έξοδα, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

89      Η ΕΥΕΔ, που κλητεύθηκε προσηκόντως, δεν κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως και δεν υπέβαλε αίτημα ως προς τα δικαστικά έξοδα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, δυνάμει του άρθρου 103, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή‑αγωγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Bradley

       Kreppel

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 18 Μαΐου 2015.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      K. Bradley


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.